Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

Δημήτριος Τσελεγγίδης, "Μεταπατερική" ή "Νεοβαρλααμίτικη" Θεολογία;

ΑΓΝΟΙΑ Ή ΑΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΟΤΗΤΑΣ;
ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΩΣ ΚΑΙ ΑΠΛΑΝΩΣ ΘΕΟΛΟΓΕΙΝ



Ὑπότιτλος: Ἡ ὑπεροψία καί ἡ θεολογική ἐκτροπή τῶν ἐπίδοξων «μεταπατερικῶν» θεολόγων
Γιά νά ἀποφύγουμε κάθε ἐνδεχόμενη ὁρολογική σύγχυση, θά προβοῦμε εὐθύς ἐξαρχῆς σέ μιά ἀπαραίτητη διευκρίνιση τοῦ νεόκοπου ὅρου «μεταπατερικός»...
Ἡ νέα αὐτή ἐπιστημονική ὁρολογία ἐπιδέχεται ποικίλες ἑρμηνεῖες, οἱ ἐπικρατέστερες ὅμως ἐπιστημονικῶς εἶναι, κατά τή γνώμη μας, οἱ ἑξῆς δύο: α) Ὅταν στό πρῶτο συνθετικό τῆς λέξεως μετα προσδίδεται χρονική σημασία, ὁπότε στήν προκειμένη περίπτωση γίνεται λόγος γιά τό τέλος τῆς Πατερικῆς ἐποχῆς. Καί β) ὅταν στό πρῶτο συνθετικό τῆς λέξεως προσδίδεται κριτική σημασία, ὁπότε ἡ σύνθετη λέξη «μεταπατερικός» σημαίνει σχετικοποίηση, μερική ἤ ὁλική ἀμφισβήτηση, ἐπαναθεώρηση, νέα ἀνάγνωση, ἤ καί ὑπέρβαση τῆς θεολογικῆς σκέψεως τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ σύγχρονοι ἐπιστήμονες θεολόγοι, πού ἐπιχείρησαν ἔμμεσα ἤ ἄμεσα νά αὐτοπροσδιοριστοῦν ὡς «μεταπατερικοί», χρησιμοποίησαν ἐναλλακτικῶς καί τίς δύο ἑρμηνεῖες, κυρίως ὅμως τή δεύτερη πού ἀναφέρεται στή σχετικοποίηση καί τελικά στήν ὑπέρβαση τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Τό καταστρεπτικότερο ἔργο στίς συνειδήσεις τοῦ χριστιανικοῦ θεολογικοῦ κόσμου εὐρύτερα τό ἔκαναν, κατά τή γνώμη μας, οἱ Προτεστάντες. Καί τοῦτο, ἐπειδή αὐτοί ἀμφισβήτησαν εὐθέως τό κύρος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἄλλωστε καί τή σύνολη Ἀποστολική καί Πατερική Παράδοσή της. Ταυτόχρονα, ἀκύρωσαν ἐπισήμως, οὐσιαστικά καί τυπικά, τήν ἁγιότητα ὅλων τῶν ἐπωνύμων ἁγίων, ἀμφισβητώντας μέ τόν τρόπο αὐτό καί τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς ἑκάστοτε στρατευομένης ἐπί γῆς Ἐκκλησίας.
Ἀντίστοιχα, τό καταστρεπτικότερο ἔργο στή δογματική συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τό ἔκανε καί ἐξακολουθεῖ νά τό κάνει ὁ Οἰκουμενισμός. Ὁ Οἰκουμενισμός ἀποτελεῖ σήμερα τόν δυσώδη φορέα τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ καί κατά συνέπεια τόν πιό ἐπίσημο φορέα τῆς ἐπικινδυνότερης πολυαιρέσεως ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἐπειδή συμβάλλει ἀποφασιστικά στήν ἄμβλυνση τοῦ ὀρθοδόξου κριτηρίου καί τῆς ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας. Συγκεκριμένα, διά τῶν ἐκπροσώπων του, τοπικῶς καί διεθνῶς, ἐπιχειρεῖ διαρκῶς καί βαθμιαίως ὅλο καί μεγαλύτερες «ἐκπτώσεις» στήν ἐκκλησιολογικήδογματική συνείδηση τῶν ἀνυποψίαστων πνευματικῶς ὀρθοδόξων πιστῶν. Καί αὐτό τό ἐπιτυγχάνει εἰδικότερα μέ τή σχετικοποίηση ἤ καί τήν ἀκύρωση στήν πράξη τοῦ κύρους τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων, καί μάλιστα συλλογικῶν ἀποφάσεών τους, στό πλαίσιο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Βλέπε λ.χ. τήν κατάφορη καί κατ’ ἐξακολούθηση, ἐδῶ καί χρόνια, παραβίαση τοῦ Β΄ Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού ἀπαγορεύει ρητῶς συμπροσευχή μέ ἀκοινώνητους καί ἑτερόδοξους, μέ τή σαφῆ ἀπειλή τῆς καθαιρέσεως τῶν κληρικῶν καί τοῦ ἀφορισμοῦ τῶν λαϊκῶν, πού τόν παραβιάζουν.
Στό παραπάνω εὐρύτερα ἐκκοσμικευμένο θεολογικό κλῖμα, καί εἰδικότερα καί κατεξοχήν στό καθαυτό πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, πού περιγράψαμε, ἐντάσσεται ὀργανικά καί τό ἐμφανιζόμενο τόν τελευταῖο καιρό κίνημα τῶν ἐπίδοξων «μεταπατερικῶν» θεολόγων. Ἀσφαλῶς, τό κίνημα αὐτό ἔχει σαφῶς καί προτεσταντικές ἐπιδράσεις, οἱ ὁποῖες εἶναι ἐμφανέστερες, κυρίως, στήν ἐπιστημονικοῦ χαρακτήρα τοποθέτηση τῶν «μεταπατερικῶν» θεολόγων, ἔναντι τοῦ μέχρι σήμερα διαχρονικοῦ κύρους τῆς θεολογικῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων.
Στή σύντομη θεολογική τοποθέτησή μας θά ἑστιάσουμε κατεξοχήν στό φρόνημα καί ὄχι στό πρόσωπο τῶν «μεταπατερικῶν» θεολόγων, καθώς καί στά κριτήρια τῆς ὑποδηλουμένης θεολογίας τους.
Δυστυχῶς, οἱ ἀγαπητοί ἐν Χριστῶ ἀδελφοί μας «μεταπατερικοί» θεολόγοι, μέ τίς παράτολμες, ἤ μᾶλλον μέ τίς θρασύτατες καί οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν, ἴσως, διατυπώσεις τους, ἐμφανίζονται πρακτικῶς νά ἀγνοοῦν πλήρως τί εἶναι ἡ ἁγιότητα καθεαυτήν, καί κατ’ ἐπέκταση τί εἶναι καθεαυτήν ἡ ἁγιοπνευματική ζωή τῶν ἁγίων, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ, κατά τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, τήν θεμελιώδη προϋπόθεση τοῦ Ὀρθοδόξως καί ἀπλανῶς θεολογεῖν. Ἀκόμη εἰδικότερα, ἐμφανίζονται στά κείμενα νά ἀγνοοῦν, ὅτι Ὀρθόδοξη καί ἀπλανῆ θεολογία παράγουν πρωτογενῶς μόνον ὅσοι καθαρίστηκαν ἀπό τήν ἀκαθαρσία τῶν παθῶν τους, καί κυρίως ὅσοι φωτίστηκαν καί θεώθηκαν ἀπό τίς ἄκτιστες ἐλλάμψεις τῆς θεοποιοῦ Χάριτος. Ἡ ἐπιχειρούμενη, αὐθαδῶς, ὑπέρβαση τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων, ἐκ μέρους τῶν «μεταπατερικῶν» θεολόγων, κλονίζει τήν ἀπαραίτητη γιά τούς πιστούς βεβαιότητα, ὡς πρός τήν διαχρονική ἰσχύ τῆς ἁγιοπατερικῆς θεολογίας, ἐνῶ παράλληλα εἰσάγει ἀθέμιτα καί πονηρά τήν προτεσταντικοῦ τύπου θεολογική πιθανολογία. Μέ τόν τρόπο ὅμως αὐτό, στήν πραγματικότητα, «μεταίρονται ὅρια, ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν». Ἀλλά τοῦτο παραβιάζει βάναυσα τόσο τόν ἁγιοπατερικό ὅσο καί τόν θεόπνευστο βιβλικό λόγο. [Βλ. Παροιμ.]
Μέ βάση τά παραπάνω (καί μόνον αὐτά), θά μπορούσαμε νά ὑποστηρίξουμε ἐπιστημονικῶς, ὅτι οἱ ἐπίδοξοι «μεταπατερικοί» θεολόγοι, σαφῶς, δέν ἔχουν τίς προϋποθέσεις τῆς ἁγιοπατερικῆς θεολογίας. Γιατί, ἀλήθεια, πῶς θά μποροῦσαν νά ὑποστηρίξουν ὅτι τίς ἔχουν, ὅταν συμβαίνει νά εἰσηγοῦνται αὐθαδῶς τήν ὑπέρβαση τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἤ ὅταν ἐπιχειροῦν νά εἰσαγάγουν στήν ἐκκλησιαστική θεολογική σκέψη μιά Δυτικοῦ τύπου θεολογική καί γνωσιολογική πιθανολογία, πού ὡς προϋπόθεσή της ἔχει τήν ἐπιστημονικήἀκαδημαϊκή θωράκιση καί τόν θεολογικό στοχασμό; Αὐτή καθεαυτήν, ἄλλωστε, ἡ ἔπαρση ὁδηγεῖ στήν ἀπεμπόληση τῆς χαρισματικῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο ἐγγυᾶται τήν γνησιότητα τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας.
Τἀ ἐπιστημονικάἀκαδημαϊκά κριτήρια, πού εἰσηγοῦνται οἱ «μεταπατερικοί» θεολόγοι, ὡς τεκμήρια τῆς ἀντικειμενικότητάς τους, δέν συμπίπτουν ἀπαραιτήτως μέ τά ἐκκλησιαστικά κριτήρια τοῦ θεολογεῖν ὀρθοδόξως καί ἀπλανῶς, ὅταν μάλιστα τά κριτήρια αὐτά χρησιμοποιοῦνται ἀπροϋποθέτως. Ἡ Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική θεολογία ἔχει σαφῶς καί κυρίως ἁγιοπνευματικά κριτήρια. Τό κατεξοχήν καί κορυφαῖο κριτήριο τοῦ ἀπλανοῦς χαρακτήρα τῆς ἐκκλησιαστικῆς θεολογίας εἶναι ἡ ἁγιότητα τῶν θεοφόρων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι τήν διατύπωσαν.
Προκαλεῖ βαθύτατη θλίψη ἡ παχυλή ἄγνοια καί ἡ ἐπ’ αὐτῆς ἐρειδομένη ἔπαρση τῶν «μεταπατερικῶν» θεολόγων, οἱ ὁποῖοι ἐπιχειροῦν, ὅλως ἀμαθῶς, νά ὑποκαταστήσουν τήν ἐνοχλητική μᾶλλον γι’ αὐτούς ἁγιοπατερική θεολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέ τήν ἐπικαιροποιημένη ἐπιστημονικήἀκαδημαϊκή θεολογία τους. Μέ τήν στάση τους αὐτή φανερώνουν σαφῶς, ὅτι δέν γνωρίζουν στήν πραγματικότητα, πώς οἱ Πατέρες εἶναι ἐνεργῶς θεοφόροι καί ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Ἀγνοῦν ὅμως κυρίως, ὅτι ἡ ἁγιότητα τῶν Ἁγίων καί ἡ ἁγιότητα τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ εἶναι μία καί ἡ αὐτή, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης. Δηλαδή ἡ ἁγιότητα τῶν ἁγίων ἔχει ὀντολογικό χαρακτήρα καί εἶναι ἄκτιστη ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία μετέχοντας ὁ πιστός ἄμεσα καί προσωπικά, καί ὑπό σαφεῖς ἐκκλησιαστικές προϋποθέσεις, καθίσταται «ἐν πάσῃ αἰσθήσει» κοινωνός τῆς ἁγιότητας τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Εἶναι λοιπόν εὐνόητο, ὅτι ὁ χαρακτήρας τῆς ἁγιότητας τῶν ἁγίων Πατέρων εἶναι ἄκτιστος.
Οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐξέφρασαν ἀπλανῶς τήν Ἀποστολική Παράδοση στήν ἐποχή τους, ἀφοῦ ὅμως προηγουμένως τήν βίωσαν ἡσυχαστικῶςἀσκητικῶς καί κατεξοχήν μυστηριακῶς. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, γιά νά μείνουμε ἐνδεικτικά μόνον σ’ αὐτούς, ἐπικαιροποίησαν τήν Ἀποστολική καί Πατερική Παράδοση, ἐκφράζοντας σέ λόγια θεολογική γλώσσα αὐτό ἀκριβῶς πού βίωναν ἀκτίστως καί «ἐν πάσῃ αἰσθήσει» καί οἱ ἄλλοι ἅγιοι Πατέρες, ἀλλά καί οἱ ὀλιγογράμματοι χαρισματοῦχοι, ὅπως καί οἱ ἁπλοί θεοφόροι πιστοί στήν ἐποχή τους.
Νά ἐπανέλθουμε ὅμως στά κριτήρια τοῦ θεολογεῖν. Τά ἐπιστημονικάἀκαδημαϊκά κριτήρια εἶναι κτιστά. Γι’ αὐτό, ἐκτός ἀπό τό ἀσφαλέστατο κριτήριο τῆς ἀκτίστου ἁγιότητας, ἡ μόνη διασφάλιση γιά ἀπλανῆ ὀρθόδοξη, ἐπιστημονική θεολογία μπορεῖ νά ἀναζητηθεῖ, καί ἀπό τούς στερουμένους τήν ἁγιότητα ἐπιστήμονες θεολόγους, στό ταπεινό φρόνημα, πού ἐνέχει καί ἐκφράζει ἡ διαχρονικῶς ἐφαρμοζομένη ἐκκλησιαστική μέθοδος, ἡ ὁποία σημαίνεται στή γνωστή ἁγιοπατερική διατύπωση: «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσιν». Αὐτό, ἄλλωστε, τό ταπεινό φρόνημα, τό ὁποῖο διασφάλιζε καί τήν ἁγιότητά τους, εἶχαν ὅλοι οἱ θεοφόροι Πατέρες, πού συμμετεῖχαν στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, οἱ ὁποῖες ὁριοθέτησαν ἀπλανῶς τήν ἐκκλησιαστική θεολογία. Ὁ θεολογικός στοχασμός, στόν ὁποῖο ἀρέσκονται νά ἀναφέρονται οἱ «μεταπατερικοί» θεολόγοι καί ἡ συνεπαγόμενη θεολογική πιθανολογία, δέν προσιδιάζουν στήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική θεολογία, ἀλλά στήν ἑτερόδοξη καί αἱρετική, ἡ ὁποία, ὅπως εὔστοχα χαρακτηρίστηκε ἀπό τούς θεοφόρους Πατέρες, εἶναι «τεχνολογία» μᾶλλον παρά θεολογία. Εἶναι ἀξιοσημείωτη στήν προκειμένη περίπτωση καί ἡ καίρια παρατήρηση τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Σιναΐτη (τῆς Κλίμακος), ὅτι «ὁ Θεόν μή γνούς, (ἐννοεῖται ἐμπειρικῶς καί βιωματικῶς), στοχαστικῶς ἀποφαίνεται» (Βλ. Λόγος Λ΄,13). Ἀλλά καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς θά χρεώσει στούς λατινόφρονες βαρλααμίτες τόν χαμαίζηλο καί ἀνθρώπινο θεολογικό στοχασμό, σημειώνοντας ἀντιθετικῶς, ὅτι «ἡμεῖς οὐ στοχασμοῖς ἀκολουθοῦντες, ἀλλά θεολέκτοις λογίοις τήν ὁμολογίαν τῆς πίστεως πεπλουτήκαμεν» (βλ. Περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, 18).
Ἀλλά, ὅταν ἀγνοεῖται καί παραμερίζεται ἡ ἁγιότητα, ἤ ἔστω ἡ Ὀρθόδοξη θεολογική μεθοδολογία τοῦ «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσιν», εἶναι ἀναπόφευκτη ἡ υἱοθέτηση τοῦ «ἐλεύθερου» θεολογικοῦ στοχασμοῦ καί τῆς θεολογικῆς πιθανολογίας. Τοῦτο ὅμως ὁδηγεῖ οὐσιαστικά σέ μιά «νεοβαρλααμιτική» θεολογία, πού εἶναι ἀνθρωποκεντρική καί ὡς κριτήριό της ἔχει τήν αὐτονομημένη λογική. Ὅπως δηλαδή ὁ Βαρλαάμ καί οἱ ὁπαδοί του ἀμφισβήτησαν τόν ἄκτιστο χαρακτήρα τοῦ θείου φωτός καί τῆς θείας Χάριτος, ἔτσι και οι «μεταπατερικοί» θεολόγοι σήμερα παραγνωρίζουν στήν πράξη τόν ἄκτιστο καί ἄρα διαχρονικό χαρακτήρα τῆς ἁγιότητας καί τῆς διδασκαλίας τῶν θεοφόρων Πατέρων, τούς ὁποίους ἀξιώνουν νά ὑποκαταστήσουν στή διδασκαλία, παράγοντας, κατά τή γνώμη τους, οἱ ἴδιοι πλέον πρωτογενῆ θεολογία. Αὐτό δέν ἀποτελεῖ μία ἐξωτερικοῦ χαρακτήρα Πατρομαχία, ἀλλά κυρίως συνιστᾶ μία Θεομαχία, ἐπειδή ἐκεῖνο πού καθιστᾶ τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὄντως Πατέρες εἶναι ἡ ἄκτιστη ἁγιότητά τους, τήν ὁποία ἔμμεσα ἀλλά οὐσιαστικά παραμερίζουν καί ἀκυρώνουν μέ ὅσα εἰσηγοῦνται μέ τήν «μεταπατερική» θεολογία τους.
Ἡ «μεταπατερική» θεολογία, σύμφωνα μέ τά κριτήρια τῆς Ἐκκλησίας, πού προαναφέραμε, εἶναι ἀπόδειξη ἐπηρμένης διανοίας. Γι’ αὐτό καί εἶναι ἀδύνατη ἡ ἐκκλησιαστική νομιμοποίησή της. Ἡ ἐκκλησιαστική θεολογία εἶναι ταπεινή καί εἶναι πάντοτε «ἑπόμενη τοῖς ἁγίοις Πατράσιν». Αὐτό δέν σημαίνει, ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική θεολογία στερεῖται πρωτοτυπίας, δυναμισμοῦ, ἀνανεωτικοῦ πνεύματος καί ἐπικαιρότητας. Ἀπεναντίας, ἔχει ὅλα τά παραπάνω χαρακτηριστικά, γιατί ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς ζώσας παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σ’ ἐκεῖνον, πού θεολογεῖ μ’ αὐτόν τόν τρόπο. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐξέφρασαν ὅσα βίωσαν ἀπό τήν ἐνεργοποίηση τῆς προσωπικῆς τους Πεντηκοστῆς, πάντοτε ὅμως, πρακτικῶς, «ἑπόμενοι» καί ἐν συμφωνίᾳ μέ τούς προγενεστέρους θεοφόρους Πατέρες.
Ἡ Ὀρθόδοξη ἐπιστημονική ἀκαδημαϊκή θεολογία δέν καλεῖται, βεβαίως, νά ὑποκαταστήσει τήν ἁγιοπατερική – χαρισματική θεολογία, οὔτε ὅμως δικαιοῦται νά παρουσιάζει ἄλλην, ἐκτός ἀπό τήν αὐθεντική θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἔργο της εἶναι νά προσεγγίζει, νά διερευνᾶ καί νά παρουσιάζει ἐπιστημονικά τό περιεχόμενο τῆς πρωτογενοῦς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας, νά διακρίνει καί νά γνωστοποιεῖ τά κριτήρια τῆς ἀληθινῆς θεολογίας. Μέ τόν τρόπο αὐτό θά πετυχαίνεται καί θά ἰσχυροποιεῖται ὅλο καί περισσότερο ἡ σύζευξη τῆς ἁγιοπατερικῆς – χαρισματικῆς θεολογίας μέ τήν ἐπιστημονική θεολογία. Καί ὅλα αὐτά θά προωθοῦνται, μόνον ὅταν οἱ ἐκφραστές τῆς ἐπιστημονικῆς θεολογίας δέν θά εἶναι προσωπικῶς ἄμοιροι τῶν ἁγιοπνευματικῶν προϋποθέσεων καί ἄγευστοι τῶν ἐκκλησιολογικῶν βιωματικῶν δεδομένων.
Ἡ ἐπιστημονική καί ἡ ἀκαδημαϊκή θεολογία, ὅταν δέν ἔχει τίς παραπάνω προδιαγραφές, ὅταν στερεῖται τήν βιωματικῶς ἐκκλησιολογική ἐκφορά της, εἶναι στοχαστική θεολογία καί πτωχή πνευματικῶς. Προσεγγίζει μόνο μέ κτιστό τρόπο τήν πραγματικότητα τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς, καί ἐκφράζει, στήν καλύτερη περίπτωση, ἐλλιπῶς τά πράγματα, καί σέ ὁρισμένες περιπτώσεις, δυστυχῶς, ἀπό ἐσφαλμένα ἕως καί αἱρετικά.
Ἔχουμε τήν γνώμη, ὅτι ἄν οἱ «μεταπατερικοί» θεολόγοι εἶχαν τίς ἁγιοπνευματικές προϋποθέσεις τῶν Πατέρων, θά ἐπιχειροῦσαν ταπεινά καί ἀθόρυβα νά ὀρθοτομήσουν τήν ἀλήθεια γιά τήν ἐποχή τους, χωρίς ἀπαξιωτικές ἤ ἔστω ἀμφίσημες ἀναφορές στούς ἁγίους Πατέρες. Καί, ἄν τούς δικαίωναν τά πράγματα, τότε ἀσφαλῶς θά ἦταν αὐτοί οἱ ἐκφραστές τῆς ζωντανῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Τοῦτο ὅμως θά σήμαινε, ἀναπόφευκτα, ὅτι δέν θά ἦταν τά λεγόμενά τους ἀντίθετα μέ τά λεγόμενα τῶν Ἁγίων πατέρων διαχρονικῶς καί ἰδιαίτερα δέν θά ἔρχονταν σέ ἀντίθεση μέ ἀποφάσεις τους σέ Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἔτσι, θά ἦταν περιττός ὅλος αὐτός ὁ θόρυβος, σχετικά μέ τήν «μεταπατερική» θεολογία. Ὅμως, οἱ ἐπίδοξοι «μεταπατερικοί» θεολόγοι γνωρίζουν πολύ καλά, ὅτι ἡ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων θέτει σαφῆ ὅρια, τά ὁποῖα εἴτε δέν τούς εὐνοοῦν προσωπικῶς, εἴτε ἐμποδίζουν τούς στρατηγικούς στόχους, οἱ ὁποῖοι ὑπηρετοῦν τόν ἀγαπημένο τους Οἰκουμενισμό. Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι ἁπλῶς τό ἐπιμελημένο περιτύλιγμα!
Συμπερασματικά, τέλος, θά μπορούσαμε ἀβίαστα νά ὑποστηρίξουμε, ὅτι ἡ «μεταπατερική» θεολογία συνιστᾶ σαφῆ καί κραυγαλέα ἀπόκλιση τόσο ἀπό τή μέθοδο ὅσο καί ἀπό τό φρόνημα τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἀπόκλιση δηλαδή ἀπό τήν παραδοσιακή θεολογία, τόσο ὡς πρός τόν τρόπο, τίς προϋποθέσεις καί τά κριτήρια τοῦ Ὀρθοδόξως θεολογεῖν, ὅσο καί ὡς πρός τό περιεχόμενο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἁγιοπατερικῆς θεολογίας.

πηγή:http://www.impantokratoros.gr/

Ευχαριστούμε τους διοργανωτές και τους εισηγητές,
της θεολογικής ημερίδας
της Μητροπόλεως Πειραιώς
που έγινε στις 15 Φεβρουαρίου 2012.
π. Φώτιος Βεζύνιας