Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

Μοναχός Σεραφείμ: Ο Οικουμενισμός


Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ
Μοναχοῦ Σεραφεὶμ
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἐπειδὴ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, χαρακτηρίζεται ἀπὸ διαχρονικὴ καὶ παγκόσμια ἑνότητα δογματικῆς Πίστεως. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτός [ὁ ἴδιος], καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας»[1], ἀναλλοίωτος, καὶ ἑνώνει ἐν Ἑαυτῷ τὴν ἀνθρωπότητα, «ἐν ἑνὶ σώματι, εἰς ἕνα καινὸν ἄνθρωπον ποιῶν εἰρήνην»[2], καθ’ ὅσον αὐτὴ ἐνσωματώνεται στὴν Ἐκκλησία. Ἔτσι στὴν Ἐκκλησία ἰσχύει πάντοτε ταυτότητα (ὁμοιομορφία) στὴν Πίστη καὶ τὴ βαπτισματικὴ ἔνταξη σ’ αὐτήν: «εἶς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα»[3].
Τὸ ἐκκλησιολογικὸ αὐτὸ δόγμα τῆς Ἐκκλησίας, σταθερῶς καὶ διαχρονικῶς διακηρυσσόμενο, πλήττεται στὴ θεωρία καὶ τὴν πράξη ἀπὸ τὴν παρέκκλιση καὶ καινοτομία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος στὸ βαθμὸ ποὺ προωθεῖται συνειδητῶς καὶ ἐπιμόνως, ἀποτελεῖ ἐκκλησιολογικὴ καὶ σωτηριολογικὴ αἵρεση.

Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι ἡ διδασκαλία καὶ δραστηριότητα γιὰ τὴν - κακῶ τῷ τρόπῳ - συγκολλητικὴ καὶ πλασματικὴ ἐξωτερικὴ ἕνωση τῶν Ὀρθοδόξων καὶ λοιπῶν «χριστιανῶν», ρωμαιοκαθολικῶν (παπικῶν), προτεσταντῶν καὶ μονοφυσιτῶν-μονοθελητῶν· ἀναπτύχθηκε στὸ πλαίσιο τῆς «οἰκουμενικῆς κινήσεως» καί, σὲ μεγάλο μέρος του, περὶ τὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε.) καὶ διασπᾶ τὴν ἀπ’ ἀρχῆς καὶ μέχρι τῶν μέσων τοῦ 20οῦ αἰῶνος ἑνιαία τῆς Ὀρθοδοξίας ἐκκλησιολογία, τὴν περὶ Ἐκκλησίας διδασκαλία.
Βασικὲς ὀρθόδοξες ἐκκλησιολογικὲς ἀρχὲς
Συνοψίζοντας βασικὲς παραμέτρους τῆς ἐκκλησιαστικῆς, τῆς ὀρθόδοξης, ἐκκλησιολογίας, καταθέτουμε τρεῖς βασικὲς ἀρχές της · (α) τὴν ἀποκλειστικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, (β) τὴν τελειότητα («καθολικότητα») τῆς δογματικῆς Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἑνότητά της ἱστορικῶς καὶ γεωγραφικῶς καὶ (γ) τὴν καθολικῶς ἀποδεκτὴ πεποίθηση τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἡ συνειδητὴ εἰσαγωγὴ καὶ τῆς παραμικρῆς «ἑτεροδοξίας» (δογματικῆς διαφοροποιήσεως) ἀποτελεῖ αἵρεση ποὺ ἀποκλείει τὴ δυνατότητα τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας.
Α. Τὸ ἀξίωμα τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας “extra Ecclesiam nulla salus” («ἐκτὸς Ἐκκλησίας οὐδεμία σωτηρία»), ποὺ ὑποστηρίζεται ἀπὸ τοὺς ἁγίους Κυπριανὸ Καρχηδόνος, Βασίλειο τὸν Μέγα, Φιρμιλιανὸ Καισαρείας, Κύριλλο Ἀλεξανδρείας κ.ἄ., τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ ὅλη τὴ διαχρονικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, σημαίνει ὅτι μόνον τὰ ἱερὰ Μυστήρια καὶ δόγματα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν τὸν ἄνθρωπο στὴν ἕνωση μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴ σωτηρία. Ἡ Ἐκκλησία μας χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἐσωτερικὴ ἑνότητα Πίστεως, Λατρείας καὶ διοικήσεως καὶ τὴν «ἀποστολικὴ διαδοχή», δηλαδὴ τὴν ἱστορικὴ προέλευση ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἐκκλησία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ ἑνότητα Πίστεως μὲ ἐκείνην. Τὰ σχίσματα (οἱ λόγῳ διοικητικῶν διενέξεων ἀποχωρήσεις ἀπὸ τὴν Ἑκκλησία) καὶ οἱ αἱρέσεις ἀποκόπτουνἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴ σωτηρία.
Β. Ἡ ἑνότητα Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας σημαίνει, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ, μολονότι ἐπιτρέπει ἐν μέρει στὶς τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τελετουργική, ἐθιμική, γλωσσική, μουσικὴ καὶ ἄλλη ποικιλομορφία, ὅμως δὲν ἐπιτρέπει καὶ τὴν «διαφορετικότητα» τῶν δογμάτων τῆς Πίστεως, διότι καθὼς «ὁ Χριστὸς οὐ μεμέρισται»[4] ἔτσι καὶ στὴν Ἐκκλησία εἶναι «τοῦ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία»[5] .
Γ. Ἡ ἑτεροδοξία-αἵρεση, ὡς εἰσαγωγὴ νεωτερισμῶν στὴ δογματικὴ πίστη, ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια, διότι καταστρέφει τὴ θεραπευτικὴ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση μέθοδο τῆς Ἐκκλησίας (θεολογία καὶ ἄσκηση) καὶ διότι ὁ Θεὸς δὲν ἐπευλογεῖ τὸ ψεῦδος οὔτε ἑνώνεται μὲ αὐτό. Κατὰ τὴ χαρακτηριστικὴ φράση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ «ὅποιος δὲν πιστεύει ὅπως πιστεύει ἡ Παράδοση τῆς Καθολικῆς [δηλ. τῆς Ὀρθοδόξου] Ἐκκλησίας εἶναι ἄπιστος»[6], καθὼς δὲ διαπιστώνει ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος στὸν ζ΄ ἱ. Κανόνα της, μόνον ὅσοι αἱρετικοὶ ἐπιστρέφουν ἀπὸ τὴν αἵρεση «προστίθενται στὴ μερίδα τῶν σῳζομένων». Γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση κανεὶς ἑτερόδοξος (ρωμαιοκαθολικός, προτεστάντης, μονοθελήτης κ.λπ.) δὲν εἶναι οὔτε δύναται νὰ ὀνομάζεται κυριολεκτικῶς «χριστιανός» οὔτε ἡ αἱρετικὴ κοινότητα «ἐκκλησία».
Ἡ ἀπὸ τὸν Οἰκουμενισμὸ νόθευση τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιολογίας
Ὁ Οἰκουμενισμός, ἐκκινώντας ἀπὸ προσπάθειες προσεγγίσεως τῶν «χριστιανῶν» σὲ πρακτικὰ θέματα στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ., ἐξελίχθηκε σὲ προσπάθεια ἐξωτερικῆς συγκολλήσεως τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὶς λοιπὲς «ὁμολογίες», χωρὶς τὴν ἀποδοχὴ ἀπὸ ἐκεῖνες τῆς μόνης ἀναλλοίωτης καὶ παραδοσιακῆς, τῆς ὀρθόδοξης, διδασκαλίας, ἀλλὰ μέσῳ ἐλαχιστοποιήσεως τῆς σημασίας («μινιμαλισμοῦ»), τῆς ἀποσιωπήσεως καὶ παρερμηνείας τῶν ἱ. δογμάτων ἀπὸ ὅλες τὶς διαλεγόμενες πλευρές. Ἐκκινώντας στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ., ὅταν γιὰ πρώτη φορὰ οἱ αἱρετικοὶ (ἑτερόδοξοι ) ὀνομάστηκαν σὲ ἐπίσημα ὀρθόδοξα ἐκκλησιαστικὰ κείμενα «Ἐκκλησίες» (τὸ 1903 καὶ κυρίως τὸ 1920), ἡ δογματικὴ παρέκκλιση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μεταξὺ ἄλλων φοβερῶν πτώσεων ὁδήγησε σταδιακῶς στὴν ἀπὸ μέρους ἐπιφανῶν ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ θεολόγων (α) ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας μὲ τοὺς παπικούς («ἄρση τῶν ἀναθεμάτων») τὸ 1965, (β) μερικὴ ἀποδοχὴ τῶν ἑτεροδόξων τελετῶν βαπτίσματος, εὐχαριστίας καὶ ἱερωσύνης («Κείμενον Β.Ε.Μ.», Λίμα τοῦ Περοῦ 1982, (γ) διαπίστωση δῆθεν χριστολογικῆς συμφωνίας μὲ τοὺς μονοφυσίτες-μονοθελῆτες (Β΄Κοινή Δήλωση, Chambésy 1990) - ἡ ὁποία σημαίνει τὴν ἀπόρριψη τῆς συμπαγοῦς ὀρθοδόξου χριστολογίας 15 αἰώνων, Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ πληθύος Ἁγίων Πατέρων, (ε) διαπίστωση ὅτι ὁ παπισμὸς εἶναι ὄχι αἵρεση, ἀλλὰ «ἀδελφὴ Ἐκκλησία» μὲ ἔγκυρα μυστήρια (Κείμενον Balamand 1993) κ.ἄ. Χειρότερο ὅλων εἶναι (στ) τὸ ἐκκλησιολογικὸ κείμενο τῆς Θ΄ Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Π.Σ.Ε. στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε (Βραζιλία, 2006) · ἐκεῖ ἡ πλειονότης τῶν ὀρθοδόξων ἐκπροσώπων ἀρνήθηκε ἰδιότητες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τὶς ὁποῖες ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἐκεῖνες τῆς «Μιᾶς» (δηλ. σὲ ἑνότητα πίστεως) καὶ τῆς «Καθολικῆς», ἐπειδὴ συμφώνησαν ὅτι κανένα μέλος τοῦ Π.Σ.Ε. δὲν ἀποτελεῖ καθ’ ἑαυτὸ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία (§6) καὶ ὅτι εἶναι θεμιτὴ ἡ ὕπαρξη ποικιλίας δογμάτων ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας (§5). Αὐτὸ εἶναι ποὺ λίγο ἀργότερα οἱ οἰκουμενιστὲς ὀνόμασαν «ἑνότητα μέσα στὴ (δογματικὴ) διαφορετικότητα» , “unity in diversity”, ἔνα σύνθημα παρμένο ἀπὸ τὰ βουδιστικὰ κινήματα τῆς New Age, δηλαδὴ μιὰ «περιεκτικότητα» (“comprehensiveness”) ἀντίθετη μὲ τὴν ἁγιοπατερικὴ «ἀποκλειστικότητα» (“exclusiveness”).
Στὰ πλαίσια τῆς οἰκουμενικῆς κινήσεως οἱ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστὲς ἔχουν ἐγγράφως δεσμευθεῖ νὰ μὴ καλοῦν τοὺς ἑτεροδόξους στὴν Ἐκκλησία καὶ ἔτσι διαψεύδεται ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι ἡ συμμετοχή μας ἐκεῖ ἀποσκοπεῖ στὴν ὁμολογία τῆς Ὀρθοδοξίας· ἀντιθέτως δέ, μὲ τὴν ἐπίσημη ἀποδοχὴ ἑτεροδόξων θέσεων, ἀποπροσανατολίζονται οἱ ἑτερόδοξοι ὡς πρὸς τὸ ἀληθινὸ φρόνημα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Τὶς τελευταῖες δεκαετίες ὁ Οἰκουμενισμὸς προσέλαβε καὶ «διαθρησκειακὸ» χαρακτῆρα τονίζοντας τὴν δῆθεν κοινὴ πίστη ὅλων τῶν μονοθεϊστικῶν (καὶ λοιπῶν) θρησκειῶν στὸν ἴδιο Θεό, κατὰ κατάφωρη ἀθέτηση τοῦ Εὐαγγελίου («πᾶς ὁ ἀρνούμενος τὸν Υἱὸν οὐδὲ τὸν Πατέρα ἔχει»[7]).
Ἡ ἐκλαΐκευση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ προωθεῖται μὲ τὶς πυκνὲς λειτουργικές, ἀκαδημαϊκὲς-θεολογικὲς, ποιμαντικὲς καὶ κοινωνικὲς ἐπαφές μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, κυρίως μὲ τὶς συμπροσευχὲς σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα, μὲ τοὺς μεικτοὺς γάμους καὶ τὸν ἤδη προαναγγελμένο σχεδιασμὸ τῶν ὀρθοδόξων οἰκουμενιστῶν νὰ ἐξαλείψουν ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη Λατρεία ὅσα σημεῖα προσβάλλουν αἱρέσεις ἢ ἄλλες θρησκεῖες, ὥστε νὰ ἐξοικειωθεῖ μὲ τὴν ἑτεροδοξία καὶ τὸ ἁπλὸ ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα (ἀφοῦ δῆθεν «ὅλοι στὸν ἴδιο Χριστὸ / Θεὸ πιστεύουμε...»).
Δὲν ἀρνεῖται ὁ Οἰκουμενισμὸς ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἀναλλοίωτη ἢ ἡ πιὸ παραδοσιακή, ἡ πιό συνεπής, ἡ πιὸ λειτουργικῶς ὄμορφη καὶ κατανυκτική κ.ο.κ. Μέμφεται ὅμως τὴν αὐτοσυνειδησία της ὅτι εἶναι ἡ μόνη ὁδὸς σωτηρίας.
Ὁ οἰκουμενιστικὸς σχετικισμός, τὸ ἀπόσταγμα τῶν οἰκουμενιστικῶν διδασκαλιῶν, εἰσάγεται καὶ ἐντὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ ὅ,τι μπορεῖ αὐτὸ νὰ σημαίνει γιὰ μιὰ «ὀρθόδοξη» ζωὴ στὴν ὁποία ὁ καθεὶς θὰ δύναται κατὰ βούληση νὰ εἰσάγει ἑτερόδοξα καὶ νὰ ἀφαιρεῖ ὀρθόδοξα στοιχεῖα, γι αὐτὸ καὶ ἐπικρίθηκε αὐστηρῶς ἀπ’ ὅλους τοὺς συγχρόνους ἁγίους Γέροντες. Ὅπως προειδοποίησε ὁ μακαριστὸς π. Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος, ἡ μεγάλη ἀντι-αιρετικὴ ἰδιοφυΐα τῆς ἐποχῆς μας, πρόθεση τῆς Νέας Ἐποχῆς «δὲν εἶναι νὰ ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησίες, ἀλλά νὰ γεμίσουν μὲ ἀνθρώπους ποὺ θὰ ἔχουν ἀλλοιωμένο φρόνημα».
Στὸ σύνθημα τῆς Νέας Ἐποχῆς καὶ Τάξεως Πραγμάτων «ἕνας Θεός, πολλὲς θρησκεῖες» ὁ Οἰκουμενισμός καταφάσκει, μὲ ἀνυπακοὴ πρὸς τὴν Καινὴ Διαθήκη: «ναί· ἕνας Χριστός, πολλὲς πίστεις, πολλὰ βαπτίσματα».

[1]. Πρὸς Ἑβραίους 13, 8
[2]. Πρβλ. Πρὸς Ἐφεσίους 2, 15.16
[3]. Πρὸς Ἐφεσίους 4, 5
[4]. Πρβλ. Α΄Πρὸς Κορινθίους 1, 13
[5]. Πράξεις 4, 32
[6]. Αγιου Ιωαννου Δαμασκηνου, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, 4, 10 (83), PG 94, 1128A.
[7]. Α’ Ἰωάννου 2, 23

πηγή: "impantokratoros.gr"
Χαίρετε εν Κυρίω
π. Φώτιος Βεζύνιας