Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

Πατρός Αγγέλου Αγγελακοπούλου

ΧΕΙΡΟΤΟΝΗΤΗΡΙΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΝ
Σάββατο του Ακαθίστου Ύμνου
31-3-2012

 
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Πειραιώς και Φαλήρου κ.κ. Σεραφείμ,
Σεβαστοί Πατέρες,
αγαπητοί αδελφοί.
Με «καιομένη καρδία»[1] ποθώ να διακονήσω τον Θεάνθρωπο Κύριόν μας  Ιησούν Χριστόν μπροστά στο φρικτό Θυσιαστήριό Του, προσφέροντας τον εαυτό μου «θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον και λογικήν»[2] ως ιερεύς και «οικονόμος της ποικίλης Χάριτος του Θεού». Ταπεινά, παρά την αναξιότητά μου, ικετεύω και προσεύχομαι «εκ ψυχής», διαθέρμως και με πολλή αγάπη και γνήσια διάθεση να αναδείξει ο Μέγας  Αρχιποιμήν Χριστός την ελαχιστότητά μου εκλεκτό όργανο και δοχείο της Χάριτός Του και φορέα Της μέσω της διαχειρήσεως των θειοτάτων Μυστηρίων.
Μη έχοντας τίποτε το κατάλληλο να προσφέρουμε ως αντίδωρο γι’ αυτό το μεγάλο βήμα, που εντός ολίγου πρόκειται να μας αξιώσει να πραγματοποιήσουμε η Χάρις του Θεού και το οποίο να εκφράζει κάπως τα συναισθήματά μας, θα επιχειρήσουμε να καταθέσουμε εν συντομία κάποια λογικά και μυρίπνοα άνθη, συνελεγμένα από το αγιογραφικό θησαυροφυλάκιο και την αγιοπατερική σοφία, σχετικά με την «τέχνη των τεχνών και την επιστήμη των επιστημών»[3], κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, την αγία  Ιερωσύνη.
Η ιερωσύνη, όπως είναι γνωστό, πηγάζει από τον   ίδιο τον  Ιησού Χριστό, δηλαδή το αρχιερατικό Του αξίωμα, γι’ αυτό και ο  ίδιος αποκαλείται ο Μέγας  Αρχιερεύς. Η ιερωσύνη του Χριστού προτυπώθηκε στην Παλαιά Διαθήκη, τόσο από την ιερατική φυλή του Λευί, όσο και από τον Μελχισεδέκ, για τον οποίο κάνει λόγο ο  Απόστολος Παύλος στην προς  Εβραίους επιστολή. Ο Αρχιερεύς Χριστός παρέδωσε την ιερωσύνη, χειροτονώντας τους αγίους  Αποστόλους και αυτοί με τη σειρά τους «επέθηκαν τας χειρας των επί»[4] άλλους άνδρας αξίους της ιερωσύνης και όχι γυναίκας, όπως εσφαλμένα συμβαίνει με τα απεξηραμμένα φύλλα της αιρετικής παρασυναγωγής του Προτεσταντισμού και δη των  Αγγλικανών, των Λουθηρανών και των Μεταρρυθμισμένων, οι οποίοι, επηρρεασμένοι από το ανόητο φεμινιστικό κίνημα, επιτρέπουν την συμμετοχή γυναικών στο Μυστήριο της ιερωσύνης, την οποία δυστυχώς υιοθετούν ακόμη και ακαδημαϊκοί οικουμενιστές «θεολόγοι»[5]. Αυτή η ακατάπαυστη διαδοχή της ιερωσύνης συνεχίσθηκε ανά τους αιώνες και φθάνει μέχρι και τις ημέρες μας, αλλά και έως συντελείας αιώνων. Γι’ αυτό και στην  Ορθόδοξη  Εκκλησία ομιλούμε περί αποστολικής διαδοχής.         
Με την αποστολική διαδοχή συνδέεται αδιαίρετα η αποστολική πίστη, όπως αυτή ερμηνεύθηκε και οριοθετήθηκε από τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων της  Εκκλησίας. Η αποστολική διαδοχή έχει ουσιαστικό περιεχόμενο μόνο μέσα στο σώμα της  Εκκλησίας και προϋποθέτει οπωσδήποτε την αποστολική πίστη.
Ουσιαστικά, λέγοντας αποστολική διαδοχή εννοούμε πρωτίστως την διαδοχή της αποστολικής πίστεως και έπειτα την διαδοχή των θρόνων και όχι την διαδοχή των θρόνων χωρίς την διαδοχή της αποστολικής πίστεως.
Ο τρόπος μεταδόσεως της πνευματικής, αποστολικής εξουσίας γίνεται με την χειροτονία.
Αυτό, που πρέπει να μείνει στο νου μας και ωφείλουμε να τονίσουμε, είναι ότι μόνον η  Αδιαίρετος  Ορθόδοξος  Εκκλησία του Χριστού, η Μία, Αγία, Καθολική και  Αποστολική  Εκκλησία, αποκλειστικά και μόνο αυτή φέρει το μέγιστο προνόμιο να κατέχει τόσο την αποστολική πίστη, όσο και την αποστολική διαδοχή, όπως επίσης και την ιερωσύνη και τα μυστήρια. Οι αιρετικοί, οι σχισματικοί και οι ετερόδοξοι δεν κατέχουν ούτε την αποστολική πίστη, ούτε την αποστολική διαδοχή και ακολούθως ούτε ιερωσύνη ούτε μυστήρια έχουν[6]. 
Ο κρυφιομύστης άγιος Διονύσιος ο  Αρεοπαγίτης στο έργο του «Περί εκκλησιαστικής ιεραρχίας»[7] συνδέει τις τρεις βαθμίδες της ιερωσύνης με τα τρία στάδια της πνευματικής τελειώσεως. Αναφέρει συγκεκριμένα ότι ο διάκονος πρέπει να βρίσκεται στην κατάσταση της καθάρσεως˙ ο ιερεύς ωφείλει να έχει φθάσει στο στάδιο του φωτισμού και ο επίσκοπος υποχρεούται να βρίσκεται στην κατάσταση της θεώσεως.
Για την ευθύνη, που έχει ο φορεύς της ιερωσύνης, λέει ο εθνοϊερομάρτυς, ισαπόστολος και διδάσκαλος του Γένους άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός: «Να στοχασθείς πως οι φούντες, που είναι στο επιτραχήλι, το οποίο έχεις κρεμασμένο στο λαιμό, δεν είναι φούντες, αλλά οι ψυχές των Χριστιανών. Και μία ψυχή να χαθεί από αυτές, έχει ο Θεός να την ζητήσει από τον λαιμό σου εν ημέρα Κρίσεως». «Να γίνεσαι, αδελφέ μου, ιερεύς, για να σώσεις την ενορία σου. Αν, όμως, γίνεσαι ιερεύς για ανάπαυση ή για δόξα ή παρανόμως, σου κόβει ο Θεός την ζωή σου παράκαιρα και πηγαίνει η ψυχή σου στη Κόλαση και καίεται πάντοτε».
Στο ίδιο θέμα αναφέρεται και ο ιερός Χρυσόστομος στον τρίτο λόγο του «Περί ιερωσύνης»: «Πόσες τιμωρίες αναμένουν τον ιερωμένο, όταν δεν του ζητείται λόγος μόνο για τις δικές του αμαρτίες, αλλά κινδυνεύει και για τις αμαρτίες των άλλων»;[8].
Αλλά και ο  Απόστολος των  Εθνών Παύλος στις επιστολές του και oι Πράξεις των  Αποστόλων αναφέρονται στις ευθύνες και τις δυσκολίες του ποιμαντικού έργου του ιερωμένου έναντι του ποιμνίου του[9].
Ο Χρυσοστομικός κάλαμος υπογραμμίζει: «Γνωρίζω το μέγεθος αυτής της υπηρεσίας και τη μεγάλη δυσκολία του αξιώματος. Την ψυχή του ιερωμένου ταράσσουν περισσότερα κύματα από τους ανέμους, που ταράσσουν την θάλασσα»[10]. Μπροστά στο επώδυνο και επισφαλές ιερατικό λειτούργημα διερωτάται ο άγιος Πατήρ: «Πράγματι πόσο άξιος πρέπει να είναι εκείνος, που πρεσβεύει τον Θεό να είναι εύσπλαχνος για τις αμαρτίες όλων, όχι μόνο των ζώντων, αλλά και των κεκοιμημένων... Πρέπει να διαφέρει αυτός σε όλα από εκείνους, υπέρ των οποίων προσεύχεται˙ τόσο όσο είναι φυσικό να διαφέρει ο προστάτης από τον προστατευόμενο...  Η ψυχή του ιερέως πρέπει να λάμπει ως φως καταυγάζον την οικουμένη... Οι ιερείς πρέπει να είναι το αλάτι της γης»[11].
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, στο περίφημο έργο του για την ιερωσύνη «Απολογητικός της εις Πόντον φυγής», αναφέρει τα προσόντα του ιερέως. Λέει σχετικά: « Ο ιερεύς πρέπει να είναι καθαρός και γνήσιος σαν το χρυσάφι και το ασήμι, να μην έχει τίποτε που να ηχεί σαν χαλκός. Πρέπει να διακρίνεται για τις αρετές του, να προχωρεί διαρκώς προς τα επάνω, να μην συγκρίνει τον εαυτό του με τους άλλους, όχι μόνο αν είναι κακοί, αλλά ακόμη και αν έχουν φθάσει ψηλά στην αρετή. Δικό του μέτρο αρετής είναι ο Χριστός, που δημιούργησε τα πάντα και στον  Οποίο οφείλει η αρετή τα πάντα. Πρέπει, επίσης, να έχει ποιμαντική διάκριση και να είναι ικανός στην διανομή και διδαχή του θεολογικού λόγου»[12]. Τέλος, πολύ εύστοχα χαρακτηρίζει ο Θεολόγος την ιερωσύνη ως «τέχνη των τεχνών και την επιστήμη των επιστημών», επειδή είναι πολύ δύσκολο να καθοδηγεί κανείς τον άνθρωπο, ο οποίος είναι «το πολυτροπώτατον και ποικιλώτατον ζώον θεούμενον»[13].
Και, για να επικαιροποιήσουμε τον λόγο μας, ωφείλει ο ιερεύς, μέσα στην πολυπολιτισμική και παγκοσμιοποιημένη εποχή μας, η οποία προβάλλει τον υπερκαταναλωτισμό, τον υλισμό, τον πανσεξουαλισμό, την σαρκολατρία, την ανηθικότητα, την αθεΐα, την βλασφημία, την πανθρησκεία, την αντίχριστη «Νέα εποχή» και «Νέα Τάξη Πραγμάτων» και τις ποικίλες αιρέσεις, ιδίως τις αιρετικές παρασυναγωγές του Παπισμού και του Προτεσταντισμού και την παναίρεση του διαχριστιανικού και διαθρησκειακού Οικουμενισμού, μέσω της κατηχήσεως και ενημερώσεως να προβάλλει και να ενσταλάξει την  Ορθόδοξη διδασκαλία στις ψυχές του ποιμνίου, ώστε αυτοί να μην μοιάζουν με «κάλαμον υπό ανέμου σαλευόμενον»[14], αλλά να είναι στερεωμένοι και θεμελιωμένοι στην πέτρα της πίστεως[15], η οποία είναι ο ίδιος ο Θεάνθρωπος  Ιησούς Χριστός[16].
Είναι αξία λόγου η μεγάλη σημασία που δίδει ο άγιος  Ιωάννης ο Χρυσόστομος στον εναντίον των ετεροθρήσκων και αιρετικών αγώνα. Ολόκληρος ο τέταρτος «Περί  Ιερωσύνης»  λόγος του είναι αφιερωμένος στο να δείξει ότι ο ιερεύς πρέπει να έχει υψηλή θεολογική συγκρότηση, να γνωρίζει τις θέσεις και τα επιχειρήματά τους, να διαθέτει τα απαραίτητα όπλα για να τους αποκρούει. Ο εναντίον της  Εκκλησίας πόλεμος είναι πολυμέτωπος. Ο ιερεύς πρέπει να αγωνίζεται καλώς όχι μόνον εναντίον ενός εχθρού, αλλά εναντίον όλων. Δεν υπάρχουν ειδικότητες στην ποιμαντική συγκρότηση των ιερέων. Τι ωφελεί, λέει, όταν αγωνίζεται με επιτυχία εναντίον των ειδωλολατρών, τον αιχμαλωτίζουν όμως οι  Ιουδαίοι; Ή όταν νικά και τους δύο, του αρπάζουν όμως πρόβατα από την ποίμνη του οι Μανιχαίοι, ή όσοι διδάσκουν την ειμαρμένη, ή ο Μαρκίων και ο Ουαλέντινος ή ο Σαβέλλιος και ο Άρειος ή ο Παύλος ο Σαμοσατεύς; Δεν χρειάζεται, λέει, να αναφέρω όλες τις αιρέσεις του Διαβόλου. Αν πάντως δεν γνωρίζει ο ποιμήν να τις αποκρούει όλες, μπορεί και με μία να καταφάγει ο λύκος τα περισσότερα πρόβατα[17]. 
Με ταπείνωση, πόνο εγκάρδιο και αγάπη προς τον Κύριο  Ιησού Χριστό, την Κυρία Θεοτόκο, τους  Αγίους και προς την  Ορθόδοξο  Εκκλησία θεωρούμε ότι ένας διάκονος ή ιερεύς ή επίσκοπος πρέπει να πιστεύει αυτό που ο μακαριστός  Αρχιμ. πατήρ  Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος έλεγε και τόνιζε ο σύγχρονος άγιος, όσιος  Ιουστίνος Πόποβιτς˙ ότι ο Οικουμενισμός είναι παναίρεση, και ο Παλαιοημερολογιτικός Ζηλωτισμός είναι σχίσμα, που καταλήγει σε αίρεση. Είναι τα δύο άκρα, τα οποία δεν εκφράζουν την ορθόδοξη θεολογία της Μιας, Αγίας, Καθολικής και  Αποστολικής' Ορθοδόξου  Εκκλησίας, της μόνης αληθινής  Εκκλησίας[18].
Επιτρέψτε μου να υπογραμμίσω ότι την πραγματική αναγέννηση σε όλα τα επίπεδα δεν θα την φέρει ούτε η λεγομένη λειτουργική ανανέωση-αναγέννηση, ούτε η μετάφραση των λειτουργικών μας κειμένων ούτε η υπέρβαση των αγίων Πατέρων και η αίρεση της μεταπατερικής θεολογίας, αλλά ο αναγεννημένος και σταθερά προσηλωμένος στην  Ιερά Παράδοση της  Ορθοδοξίας ιερεύς˙ ο φλεγόμενος από τον θειο έρωτα προς το Πανάγιο θυσιαστήριο λειτουργός του Κυρίου, ο οποίος με την λειτουργία του, έχει την δύναμη να κατεβάζει τον ουρανό στη γη και να ανεβάζει την γη στον ουρανό.
Ο μακαριστός Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης τόνιζε χαρακτηριστικά: «Το γνώρισμα του επισκόπου και του ιερέως είναι η μαχητικότητα, είναι η παρρησία. Είναι εκείνο, που είπε ο  Απόστολος Παύλος, ότι «οι θέλοντες ευσεβώς ζην, διωχθήσονται»[19]. Όσοι διώκονται! Εάν δείτε παπά, αν δείτε θεολόγο, αν δείτε μητροπολίτη ή αρχιεπίσκοπο που δεν διώκεται, αλλά απολαύει της αγάπης και εκτιμήσεως όλων - είναι εκείνο που είπε ο Χριστός, «όταν καλώς είπωσι πάντες οι άνθρωποι»[20] - ή εάν δεν θέλει να αντιμετωπίσει το ρεύμα, τη χιονοστιβάδα αυτή, η οποία κατέρχεται για να διαλύσει τον κόσμο, να ξέρετε πολύ καλά ότι αυτός δεν είναι ορθόδοξος, δεν βαδίζει καλώς».
Στο σημείο αυτό θα ήθελα από τα μύχια της καρδίας μου να ευχαριστήσω εν πρώτοις τον  Άγιο Τριαδικό Θεό, τον Πατέρα, τον Υιό και το  Άγιον Πνεύμα, που καταξιώνουν την αναξιότητα και μηδαμινότητά μου αυτής της μοναδικής και ανεπαναλήπτου στιγμής της προσωπικής μου Πεντηκοστής, της χειροτονίας μου εις πρεσβύτερον.
Εν συνεχεία ευχαριστώ εσάς Σεβασμιώτατε Μητροπoλίτα Πειραιώς και Φαλήρου κ.κ. Σεραφείμ, τον αγωνιστή και ασυμβίβαστο  Ιεράρχη, τον γενναιότατο και τολμηρότατο ομολογητή των καιρών μας, τον νέο Αυγουστίνο Καντιώτη, τον οξύ και βαθυστόχατον θεολογικότατον νουν, τον σφοδρό πολέμιο και κυματοθραύστη όλων των αιρέσεων και των θρησκειών, τον θεματοφύλακα των δογμάτων, των  Ιερών Κανόνων και των παραδόσεων της μόνης κιβωτού σωτηρίας, δηλ. της Μιας,  Αγίας, Καθολικής και  Αποστολικής  Ορθοδόξου  Εκκλησίας˙ σας ευγνωμονώ που μας αγκαλιάσατε, μας εκτιμήσατε και μας αγαπήσατε από την πρώτη στιγμή,  και που δεχθήκατε να κατατάξετε την ελαχιστότητά μας στον ιερό κλήρο της   Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς υπό την θεοφιλή ποιμαντορία Σας.
Μέγιστες ευχαριστίες κατά χρέος οφείλω στον πνευματικό μου πατέρα, τον διακριτικό και διορατικό Γέροντα, τον τολμηρό, ακαταμάχητο, ανεπανάληπτο, σφοδρό πολέμιο των αιρέσεων, του οικουμενισμού και της αιρετικής «μεταπατερικής θεολογίας», τον πανοσιολογιώτατο αρχιμανδρίτη και καθηγούμενο της  Ι.Μ. Αγίας Τριάδος  Άνω Γατζέας Βόλου π. Γρηγόριο Χατζηνικολάου, για την πνευματική του καθοδήγηση καθώς και τους υπολοίπους σεβαστούς πατέρες της  Ι. Μονής.
Μεγάλη ευγνωμοσύνη οφείλω στον σεβαστό καθηγητή μου, τον κάλλιστο θεολόγο-πατρολόγο, τον βαθύ γνώστη των αγίων Πατέρων και της πατερικής θεολογίας, το σύμβολο αντιστάσεως κλήρου και λαού εναντίον της διαφθοράς και των παρεκκλίσεων από την  Ορθόδοξη παράδοση, τον μπροστάρη του αντιοικουμενιστικού μετώπου, τον γνωστό σε όλους αιδεσιμολογιώτατο πρωτοπρεσβύτερο και ομότιμο καθηγητή της θεολογικής σχολής του Α.Π.Θ. π. Θεοδώρο Ζήση, για την αγάπη του και την θεολογική και πνευματική συνεργασία του.
Θερμές ευχαριστίες ωφείλω και στον άγιο καθηγούμενο της  Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου  Αγίου Όρους πανοσιολογιώτατο αρχιμανδρίτη π. Γεώργιο Καψάνη μετά της τιμίας συνοδείας του για την πνευματική στήριξη και καθοδήγησή του.
Ευχαριστώ τους κατά σάρκα γονείς μου, τον μακαριστό πατέρα μου Ευάγγελο και την μητέρα μου Βάια για την «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» ανατροφή, που μού έδωσαν την θεία μου Βασιλική, που μας συμπαραστέκεται σαν δεύτερη μάνα˙ τους αδελφούς μου, Κυριάκο μετά της οικογενείας του και Χρήστο, τους πεθερούς μου, Παναγιώτη και Ζωή, και τις κουνιάδες μου με τις οικογένειές τους. Θα ήταν αχαριστία αν λησμονούσα τον πανοσιολογιώτατο αρχιμανδρίτη π. Παύλο Δημητρακόπουλο για την αγάπη του, την ποικίλη και πολύτιμη βοήθεια και αμέριστη συμπαράσταση, που μας προσέφερε εδώ στον Πειραιά. Ευχαριστώ τους πνευματικούς εν Χριστώ αδελφούς των Φαρσάλων, της Θεσσαλονίκης, της Κατερίνης, του Βόλου, της Λαμίας και της Καρδίτσας, που υπεβλήθησαν στον κόπο να παραυρεθούν εδώ σήμερα. Εύχομαι όπως ο Κύριος χαρίση υμίν πάντα τα προς σωτηρίαν αιτήματα.
Τελευταία στη σειρά, αλλά πρώτη, μετά Θεόν, στην καρδιά μου, άφησα την αγαπημένη μου πρεσβυτέρα και σύζυγο Κωνσταντίνα. Κωνσταντίνα, σ’ ευχαριστώ που δέχθηκες να άρουμε μαζί τον βαρύ σταυρό της εγγάμου ιερωσύνης και να γίνεις σύζυγός μου και πρεσβυτέρα, διότι η πρεσβυτέρα είναι η αιτία της ιερωσύνης του ιερέως.
Και όσους ζώντες ή κεκοιμημένους δεν μνημονεύσαμε λόγω αγνοίας ή λήθης ή πλήθος ονομάτων, ας τους θυμηθεί ο Κύριος.      
Γνωρίζοντας το ύψος του Θεού και την ανθρωπίνη ασθένεια και μικρότητα, ευχηθείτε, Σεβασμιώτατε, σεβαστοί Πατέρες και αγαπητοί αδελφοί, να γεύομαι την Χάρη και την ευλογία της Ιερωσύνης και να νιώθω πάντοτε να με συντροφεύει αυτή η συναίσθηση, η χαρά και η συγκίνηση αυτής της ιερατικής κλήσεως και ιδιότητας, με την Χάρη της ομοουσίου και αχωρίστου  Αγίας Τριάδος, του Πατρός, του Υιού και του  Αγίου Πνεύματος, τις θεομητορικές πρεσβείες της Κυρίας Θεοτόκου του  Ακαθίστου  Ύμνου, την προστασία των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ και πασών των επουρανίων Δυνάμεων  Ασωμάτων, και τις πρεσβείες του εν αγίοις πατρός ημών Νικολάου επισκόπου Μύρων της Λυκίας του θαυματουργού, του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Νικοδήμου του  Αγιορείτου,  των εν αγίοις πατέρων ημών  Υπατίου επισκόπου Γαγγρών και  Ακακίου επισκόπου Μελιτινής του ομολογητού και πάντων των αγίων.
Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ.
Πατέρες και αδελφοί συγχωρήσατέ μοι τω αμαρτωλώ.
Ιδού ο δούλος Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου.
[1] Λκ. 24, 32.
[2] Ρωμ. 12, 1.
[3] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Απολογητικός της εις Πόντον φυγής ένεκεν, και αύθις επανόδου εκείθεν μετά την του πρεσβυτέρου χειροτονίαν, εν ω τι το της  Ιερωσύνης επάγγελμα 16, ΕΠΕ 1, 94.
[4] Πράξ. 6, 6.
[5] ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΙΒΑΝΟΣ, « Εμπόδια στον διάλογο με τον Προτεσταντισμό», εν Οικουμενισμός˙ Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις. Πρακτικά διορθοδόξου επιστημονικού συνεδρίου. Αίθουσα τελετών Α.Π.Θ. 20-24 Σεπτεμβρίου 2004, τ. Β΄, εκδ. Θεοδρομία, Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 627-632.
[6] Δ.ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, «Είναι οι ετερόδοξοι μέλη της  Εκκλησίας»;  Εν Συνειδήσει, ( Ιούνιος 2009) 78-83.
[7] PG 3.
[8] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Περί   Ιερωσύνης, λόγος Γ΄, 401 Β, Άπαντα  Αγίων Πατέρων, Ελληνικός Εκδοτικός Οργανισμός.                                            
[9] Α΄ Τιμ. 3, 7 και 4, 11-11, Β΄ Τιμ. 1, 6, 8, 14, Πράξ. 20, 28, 31.
[10] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, ενθ’ ανωτ. 386 C.
[11]  O. π. λόγος ΣΤ΄, 424 Α, Ε.
[12] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Απολογητικός της εις Πόντον φυγής ένεκεν, και αύθις επανόδου εκείθεν μετά την του πρεσβυτέρου χειροτονίαν, ενω τι το της  Ιερωσύνης επάγγελμα 16, ΕΠΕ 1, 92. 
[13]  Ο. π., ΕΠΕ 1, 94.
[14] Ματθ. 11, 7.
[15] Λκ. 6, 48.
[16] Α΄ Κορ. 10, 4.
[17] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Περί   Ιερωσύνης, λόγος Δ΄, 3-5, 9, ΕΠΕ 28, 214-222, 234-236
[18] ΑΡΧΙΜ.ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ, Τά δύο άκρα˙  οικουμενισμός και ζηλωτισμός, εκδ.  Ιερό  Ησυχαστήριο Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζήνος,  Αθήνα 1997.
[19] Β΄ Τιμ. 3, 12
[20] Λκ. 6, 26.
πηγή:www.impantokratoros.gr

Χριστός Ανέστη
π. Φώτιος Βεζύνιας