Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

Κωστής Παλαμάς

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ
Μες στις παινεµένες χώρες, Χώρα
παινεµένη, θά'ρθει κι η ώρα,
και θα πέσεις, κι από σέν' απάνου η Φήµη
το στερνό το σάλπισµά της θα σαλπίσει
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση.
Πάει το ψήλος σου, το χτίσµα σου συντρίµι.
Θά' ρθει κι η ώρα· εσένα ήταν ο δρόµος
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση,
σαν το δρόµο του ήλιου· γέρνεις· όµως
το πρωί για σε δε θα γυρίσει.

Και θα σβήσεις καθώς σβήνουνε λιβάδια
από µάισσες φυτρωµένα µε γητειές·
πιο αλαφρά του περασµού σου τα σηµάδια
κι από τις δροσοσταλαµατιές·
θα σε κλαίν' τα κλαψοπούλια στ' αχνά βράδια
και σταµνήµατα οι κλωνόγυρτες ιτιές.
Και την έκοβε του οχτρού σου την ορµή
της χυτής σου της φωτιάς το θάµα˙
και στο κάστρο σου σπρωγµέν' η Ανατολή
λυσσοµάναε µε τη Δύση αντάµα.
Και κρατούσες των αρµάτων την πληµµύρα,
κι ορθός κι άσειστος της δύναµής σου ο κάβος˙
λυγισµένοι οµπρός σου
νά κι ο Τούρκος, νά κι ο Φράγκος, νά κι ο Σλάβος.
Στη χυτή σου τη φωτιά, ω! τι µοίρα!
καιρούς κι αιώνες έκαιες τον οχτρό σου˙
στη χυτή σου τη φωτιά, ω! τι µοιρα!
µόνη σου θα πέσεις να καείς,
τρισαπελπισµένη της ζωής.

Και χορό τριγύρω σου θα στήσουν
µε βιολιά και µε ζουρνάδες
γύφτοι, οβραίοι, αράπηδες, πασάδες,
και τα γόνατα οι τρανοί σου θα λυγίσουν,
και θα γίνουν των ραγιάδων οι ραγιάδες
και τ' αγόρια σου τ' αγνά θα τα µολέψουν
µετ' αγκάλιασµά τους οι σουλτάνοι,
και τα λείψανά σου θα τα κλέψουν
οι ζητιάνοι.

Χώρα τρισκατάρατη, απ' τα ύψη
σε ποια βύθη, χώρα αµαρτωλή!
Και κανένας να σου δώσει δε θα σκύψει
του θανάτου το στερνό φιλί.

Και το πέσιµό σου θα βροντήξει
κι ένα µοιρολόι σου θα ουρλιάσει,
και το µοιρολόι σου θα το πνίξει
από πάνω σου αλαλάζοντας µια πλάση.

Μια καινούργια πλάση, µια γεννήτρα
θα φουντώσει απ' τα χαλάσµατά σου,
κάθε δύναµης και χάρης σου απαρνήτρα,
διαλαλήτρα µοναχά της ασκηµιάς σου.
Πλάση αταίριαστη µ' εσέ και ξένη,
κι ας την έχεις µε το γάλα σου ποτίσει˙
την πατάει τη στέρφα γη σου και διαβαίνει,
κι όπου πάτησε αναβρύζει και µια βρύση.

Κι η Ψυχή σου, ω Πολιτεία,
κολασµένη από την αµαρτία,
νεκρή αφήνοντας εσένα
θα πλανιέται κυνηγώντας άλλη γέννα.
Σάµπως νά ειναι πουληµένη σε δαιµόνους,
θα σπαράζει και θα πλέει µες στα σκοτάδια,
και ίσκιος θα είναι µέσα στ' άδεια,
µες στην άβυσσο µια βάρκα·
κι ο ίσκιος ύστερα θα παίρνει σάρκα
κι η βάρκα ύστερα θα φτάνει
σε ξεσκέπαστο ανεµόδαρτο λιµάνι.
Και θα ζεις ξανά στους τόπους και στους χρόνους
και στις ιστορίες των εθνών
και στους κύκλους των αιώνων
θα µαυρολογάς, των ξεπεσµών
ω Ψυχή, και των αδόξαστων αγώνων.
Κι η Ψυχή σου, Πολιτεία καταραµένη,
δε θα βρει ν' αναπαυτεί·
του Κακού τη σκάλα από σκαλί
σε σκαλί θα τήνε κατεβαίνει,
κι όπου πάει κι όπου σταθεί,
σε κορµί χειρότερο θα µπαίνει.

Και θα ρθει µια µέρα, µαύρη µέρα!
Και η ψυχή σου, ω Πολιτεία,
θα κατασταλάξει πέρα, πέρα
στην καµαρωµένη Γη,
στου ήλιου τη χαρά, στ' Απρίλη τον αέρα.
Και στο φως θα βγει,
και ξαφνίζοντας τον ήλιο,
σα θρεµµένο απ' το δικό σου αίµα,
ένα γέλιο, ένα παράλλαµα, ένα ψέµα,
ένα κλάµα, ένα Β Α Σ Ι Λ Ε Ι Ο.

Ο δικέφαλος αητός σου νάακριά
µακριά πέταξε µετ' άξια και µετ'άγια
και θα ισκιώσουν τα τετράπλατα φτερά
λαούς άλλους, κορφές άλλες, άλλα πλάγια.
Προς τη Δύση και προς το Βοριά
την κορώνα φέρνει, και κρατά
–και τα νύχια του είν' αρπάγια–
και τη δόξα και τη δύναµη κρατά˙
και το γέλιο, και το ψέµα το Βασίλειο
που γεννήθηκε από σένα µες στον ήλιο,
κοίτα, Θεέ! θα σέρνεται µπροστά
σα µπαλσαµωµένη κουκουβάγια.
Μ' όλα σου θα ζει τα χαµηλά,
µε καµιά σου δε θα ζει µεγαλοσύνη,
κι οι προφήτες που θα προσκυνά,
νάνοι και αρλεκίνοι.
Και σοφοί του και κριτάδες
του άδειου λόγου οι τροπαιούχοι,
καΙ διαφεντευτάδες
κυβερνήτες του οι ευνούχοι.

Και θα φύγεις κι απ' το σάπιο το κορµί,
ω Ψυχή παραδαρµένη από το κρίµα,
και δε θά' βρει το κορµί µια σπιθαµή
µες στη γη για να την κάµει µνήµα,
κι άθαφτο θαµείνει το ψοφίµι,
να το φάνε τα σκυλιά και τα ερπετά,
κι ο Καιρός µέσα στους γύρους του τη µνήµη
κάποιου σκέλεθρου πανάθλιου θα βαστά.

Όσο να σε λυπηθεί
της αγάπης ο Θεός,
και να ξηµερώσει µιαν αυγή,
και να σε καλέσει ο λυτρωµός,
ω Ψυχή παραδαρµένη από το κρίµα!
Και θ' ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή,
θα γθυθείς της αµαρτίας το ντύµα,
και ξανά κυβερνηµένη κι αλαφρή,
θα σαλέψεις σαν τη χλόη, σαν το πουλί,
σαν τον κόρφο το γυναίκειο, σαν το κύµα,
και µην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί
να κατρακυλήσεις πιο βαθιά
στου Κακού τη σκάλα, –
για τ' ανέβασµα ξανά που σε καλεί
θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!
τα φτερά,
τα φτερά τα πρωτινά σου τα µεγάλα!

Χαίρετε εν Κυρίω
π. Φώτιος Βεζύνιας