Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΙΩΤΑ

«᾿Αμὴν λέγω ὑμῖν, ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται» (Ο ΚΥΡΙΟΣ)
Τὸν 4ον μ.Χ. αἰῶνα ἀνεστατώθη ὅλη ἡ ᾿Εκκλησία. Ποία ἡ αἰτία; ῞Ενας ἱερεὺς εἰς τὴν ᾿Αλεξάνδρειαν, ῎Αρειος τὸ ὄνομα, ἐκήρυξε τὴν βλάσφημον ἰδέαν, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε Θεός, ἀλλὰ κτίσμα, τὸ πρῶτον καὶ ἐξαίρετον κτίσμα τῆς Δημιουργίας, καὶ ὅτι ὑπῆρχεν ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπῆρχε Χριστός. «῎Οχι», τοῦ ἀπαντοῦν οἱ ᾿Ορθόδοξοι μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Μ. ᾿Αθανάσιο. ῎Οχι, μυριάκις ὄχι. ῎Αρειε, τὸ φρόνημά σου εἶνε ἐσφαλμένο. Δὲν πηγάζει ἀπὸ τὴν ῾Αγίαν Γραφήν. ῾Η ῾Αγία Γραφή, Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη, ἀποδεικνύει, ὅτι προτοῦ νὰ πλασθῆ ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, προτοῦ νὰ δημιουργηθοῦν τὰ ὄρη, αἱ θάλασσαι, καὶ οἱ ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ, ὑπῆρχεν ὁ Χριστός. ῾Υπῆρχε «πρὸ πάντων τῶν αἰώνων». «Φῶς ἐκ φωτός, Θεὸς ἀληθινός, ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθείς, οὐ ποιηθείς, ὁμοούσιος τῷ Πατρί, δι οὗ τὰ πάντα ἐγένετο».
Έτσι ἐδημιουργήθησαν δύο παρατάξεις· ὁ ῎Αρειος μὲ τὴν κακοδοξίαν του, καὶ ὁ Μ. ᾿Αθανάσιος μὲ τὴν σημαίαν τῆς ὀρθῆς πίστεως, τῆς ᾿Ορθοδοξίας. Μερικοί, ποὺ συνεπάθουν τὰς ἰδέας τοῦ αἱρεσιάρχου, κρυπτοαρειανοί, προσεπάθουν δῆθεν νὰ συμβιβάσουν τὰ πράγματα καὶ οἱ ψευτὸ-εἰρηνοποιοὶ αὐτοὶ ἐπρότειναν, ὅπως εἰς τὴν λέξιν ΟΜΟΟΥΣΙΟΣ, οἱ ᾿Ορθόδοξοι δεχθοῦν καὶ προσθέσουν ἕνα καὶ μόνον γράμμα, τὸ ἰῶτα, διὰ νὰ γίνη ἡ λέξις ΟΜΟΙΟΥΣΙΟΣ, καὶ τότε οἱ ὀπαδοὶ τοῦ ᾿Αρείου θὰ ὑπέγραφον τὸ Σύμβολον καὶ θὰ ἐπήρχετο ἡ συμφιλίωσις, ἡ εἰρήνη. ᾿Αλλὰ οἱ ᾿Ορθόδοξοι δὲν ἐδέχθησαν. Τὸ ἰῶτα δὲν προσετέθη. Τὸ Σύμβολον τῆς πίστεως ἔμεινεν ἀκέραιον καὶ μέχρι σήμερον ἀκούεται εἰς ὅλους ναοὺς τῆς ᾿Ορθοδοξίας ὅπως ἐξῆλθεν ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ Μ. ᾿Αθανασίου.
᾿Αλλὰ θὰ εἴπητε ἴσως· Διατὶ τόση ἐπιμονὴ εἰς μίαν λέξιν; Τόσην σημασίαν εἶχε διὰ τὴν πίστιν μας ἕνα ἰῶτα; ᾿Απαντῶμεν. ῾Ο Χριστιανισμὸς, ἀγαπητοί, ὁμοιάζει μὲ ἕνα θαυμάσιον οἰκοδόμημα τὸ ὁποῖον εἶνε κατεσκευασμένον βάσει σχεδίου σοφοῦ ἀρχιτέκτονος, καὶ τὰ πάντα καὶ αἱ μικρότεραι λεπτομέρειαι τῆς οἰκοδομῆς ἔχουν τὴν θέσιν των. ῞Ολα εἶνε συνηρμολογημένα κατὰ τοιοῦτον τρόπον, ὥστε ν’ ἀποτελοῦν ἕνα ἑνιαῖον ἀδιάσπαστον σύνολον. Δὲν εἱμπορεῖς ν’ ἀφαιρέσης ἀπὸ τὴν οἰκοδομὴ οὕτε ἕνα λιθαράκι. Τὸ ἀφαιρεῖς; Τὸ οἰκοδόμημα κινδυνεύει. Τὸ ἔν λιθάρι θὰ συμπαρασύρη τὸ ἄλλο ἕως ὅτου ὅλη ἡ οἰκοδομὴ καταρρεύση. Κάτι παρόμοιον συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ᾿Εκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ. Εἶνε μία θεία οἰκοδομὴ ἡ ᾿Εκκλησία, ἕνα πνευματικὸν οἰκοδόμημα, τὸ μεγαλοπρεπέστερον ἐξ ὅλων τῶν ἰδεολογικῶν οἰκοδομημάτων τῆς ῾Ιστορίας ποὺ ὑψώνει τὴν κορυφήν του πρὸς τοὺς οὐρανούς. Κάθε διδασκαλία της καὶ αὐτὴ ἡ μικροτέρα ἡ ὀποία θεωρεῖται ὡς ἕνα ἰῶτα ἢ μία κεραία, ὡς τὰ ἐλάχιστα στοιχεῖα τοῦ ἀλφαβήτου εἶνε συνδεδεμένη τόσον στενὰ μὲ τὰς ἄλλας κεντρικὰς διδασκαλίας τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὥστε ὁ ἀπορρίπτων τὰς μικρὰς ἐντολὰς ἢ διατάξεις τῆς ᾿Εκκλησίας μας κινδυνεύει νὰ ἀπορρίψη καὶ τὰς μεγάλας και νὰ καταντήση σιγά-σιγά, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβη, ἕνας ὀρθολογιστής, ἄπιστος, ἄθεος. — Οὔτε ἀφαίρεσιν, ἀλλ’ οὐτε καὶ προσθήκην δέχεται ἡ Χριστιανικὴ πίστις. Εἶνε τὸ τέλειον. Εἱδικῶς δὲ ὡς πρὸς τὴν περίπτωσιν τοῦ ᾿Αρείου ἡ προσθήκη ἑνὸς ἰῶτα εἰς τὴν λέξιν ὁμοούσιος θὰ ἦτο ἕνας δυναμῖτις πού θὰ ἔβαζεν ὁ Σατανᾶς εἰς τὰ θεμέλια τοῦ Χριστιανισμοῦ διὰ νὰ τὸν ἀνατρέψη. Διότι ὁ λέγων τὸν Χριστὸν ὁμοιούσιον καὶ ὄχι ὁμοούσιον θεωρεῖ Αὐτὸν ὡς ἕνα ἁπλοῦν ἄνθρωπον, ὅστις ἔχει προορισμὸ διὰ τῆς ἀρετῆς νὰ ὁμοιωθῆ τῷ Θεῷ. ᾿Εκ τῆς προσθήκης τοῦ ἰῶτα ἡ κεντρικὴ διδασκαλία περὶ τῆς Θεότητος τοῦ Χριστοῦ θὰ ἐγένετο θρύψαλα. Αὐτὸν τὸν κίνδυνον διῃσθάνθη ὁ Μ. ᾿Αθανάσιος καὶ ἡ λοιπὴ χορεῖα τῶν ἀθανάτων Πατέρων καὶ ἀντέταξαν τὸ ἡρωϊκὸν ΟΧΙ εἰς τὰς ἀξιώσεις τοῦ ᾿Αρείου καὶ ὀπαδῶν αὐτοῦ, οἱ ὁποῖοι ὑπεστηρίζοντο ἀπὸ ὁμόφρονας πολλάκις αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου. ᾿Αγαπητοὶ χριστιανοὶ τῆς Κύμης καὶ τῶν περιχώρων αὐτῆς. ῾Η ᾿Ορθόδοξος πίστις εἶνε πολὺ λεπτὸν πρᾶγμα, εἶνε σἄν τὸ μάτι τοῦ ἀνθρώπου ποὺ δὲν δέχεται μέσα οὔτε τρίχα. Δὲν δύνασαι νὰ τὴν ἀναμίξης μὲ ξένα στοιχεῖα. Πρέπει νὰ μείνη ἀγνή, ἁμόλυντος. Δυοτυχῶς διάφοραι αἰρέσεις, τῶν ὁποίων ἠ χειροτέρα ἔκδοσις εἶνε οἱ χιλιασταὶ ποὺ εἰς τὴν ἐποχήν μας ἀνέστησαν τὸν ᾿Αρειανισμὸν, ζητοῦν νὰ μᾶς ἀφαιρέσουν τὴν Πίστιν. ῎Ας προσέξωμεν, ὄχι ἁπλῶς νὰ προσέξωμεν ἀλλὰ ν’ ἀγωνισθῶμεν διὰ τὴν πίστιν αὐτὴν. ᾿Εκτὸς τῆς πίστεως ταύτης δὲν ὑπάρχει σωτηρία. ῾Υπὲρ αὐτῆς τῆς πίστεως, ἂς ἀνακράξωμεν καὶ ἡμεῖς ὡς οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων· Αὔτη ἡ ἀληθινὴ πίστις. Αὕτη ἡ ῾Αγίᾳ πίστις. Αὕτη ἡ αἰωνία πιστις. Εἰς αὐτὴν ἐβαπτίσθημεν. Καὶ εἰς αὐτὴν θ’ ἀποθάνωμεν. —᾿Αμήν—.
 
 
Χαίρετε εν Κυρίω
Σάλπισμα Ζωής