Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2013

π. Αυγουστίνου Καντιώτου



Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ (α΄)

Ζοῦμε, ἀγαπητοί μου, σὲ μία δημοκρατικὴ χώρα, στὴν ὁ­ποία, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς ναοὺς τῶν ὀρ­θοδόξων ὑπάρχουν καὶ λειτουρ­γοῦν λατρευτικοὶ χῶροι καὶ ἄλλων χριστιανι­κῶν δο­γμάτων. Μεταξὺ αὐτῶν, σὲ ἀστικὰ ἰ­δί­ως κέν­τρα, εἶνε καὶ οἱ αἴθουσες τῶν λεγομέ­νων προτεσταν­τῶν ἢ εὐ­αγ­γελικῶν ἢ διαμαρτυρομένων ἢ πεν­τηκοστιανῶν ἢ ὅπως ἀλλιῶς θέλουν νὰ ὀνομάζωνται ὅσοι ἀσπάζονται καὶ ἀκολουθοῦν τὴν διδασκαλία καὶ τὶς ἀρχὲς τῶν θρησκευτικῶν αὐτῶν κοινοτήτων.
Ἡ δρᾶσις τῶν ὁμάδων αὐτῶν δὲν εἶνε βέβαια κάτι εὐχάριστο γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας. Ποιά ὅ­μως εἶνε ἡ ἐνδεδειγμένη στάσι ἑνὸς ὀρθοδό­ξου ἀ­πέναντί τους; Θεωρῶ, ὅτι τὸ καλύτερο ποὺ ἔχουμε νὰ κά­νουμε εἶνε νὰ γνωρίσουμε καλύτερα τὴν Ἐκ­κλησία μας, τὴν Ὀρθοδοξία.
1. Δὲν θέλω, ἀγαπητοί μου, ν᾽ αὐξήσω τὸν φανατισμό, ποὺ ἴσως ὑπάρχει –κακῶς― σὲ ὡ­ρισμέ­νους ἑκατέρωθεν. Ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς θέλει φανατικούς. Ὁ φανατικὸς ἐχθρεύεται ὅ­σους δὲν συμ­φωνοῦν μὲ τὰ φρονήματά του. Ὁ φανατικὸς μισεῖ, ὁ Χριστιανὸς ἀγαπᾷ. Ἀ­γαπᾷ ὅ­λους, ἀ­κόμα καὶ τοὺς ἐ­χθρούς του, ἀγαπᾷ κ᾽ ἐ­κείνους ποὺ ἔχουν διαφορετικὴ θρησκεία.
Ὄχι λοιπὸν μὲ φανατισμό, ἀλλὰ μὲ ἀγάπη πρέπει νὰ ζοῦν οἱ Χριστιανοί, ἔστω καὶ ἂν ἔ­χουν τὶς θρησκευτικές τους διαφορές.

Ὁ καθένας εἶνε ἐλεύθερος νὰ ἐκλέξῃ ὅποιο θρήσκευμα θέλει. Ὁ Χριστιανὸς ποὺ ἔχει κατανο­ήσει καλὰ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου ἀναγνω­ρίζει στὸν καθένα τὸ δικαίωμα αὐτό. Ἀγάπη καὶ ἐλευθερία· αὐτὲς εἶνε δύο βάσεις, πάνω στὶς ὁποῖες στήριξε τὴ θρησκεία του ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, καὶ γι᾽ αὐτὸ θὰ παραμείνῃ αἰωνία. Ἐκεῖνος ποὺ κήρυξε τὸ «Ἀγαπᾶτε ἀλ­λήλους» (Ἰω. 13,34), εἶπε καὶ τὸ «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν» (Ματθ. 16,24). Ἀκοῦτε; «Ὅποιος θέλει…». Ὁ Χριστὸς δὲν χρησιμοποιεῖ βίαια μέσα γιὰ νὰ κάνῃ τὸν ἄλλο νὰ τὸν ἀκολουθή­σῃ. Διότι αὐτὸ δὲν εἶνε πίστις, εἶνε βία. Ὁ Μω­άμεθ χρησιμοποίησε τὸ σπαθὶ γιὰ νὰ ἐξαναγ­κάσῃ, ὁ Χριστὸς μόνο τὸ λόγο του. Μᾶς ἀφήνει ἐλεύθερους· ὄχι μόνο στὸ ζήτημα τῆς πίστεως, ἀλ­λὰ καὶ σὲ κάθε ἄλλο ζήτημα. Μᾶς λέει στὴν ἁ­γία Γραφή· Ἐμπρός σου, ἄνθρωπε, ἔβαλα δύο πράγματα· τὴ φωτιὰ καὶ τὸ νερό. Ὅπου θέλεις ἁπλώνεις τὸ χέρι σου. Ἐὰν τὸ βά­λῃς στὴ φωτιά, θὰ καῇς· ἐὰν τὸ βάλῃς στὸ νερό, θὰ δροσιστῇς. Διάλεξε ὅ,τι θέλεις (βλ. Δευτ. 30,19. Σ. Σειρ. 15,16).
Ἐλεύθεροι εἶνε οἱ συνάνθρωποί μας νὰ δια­λέξουν τὴ θρησκεία τους καὶ νὰ ζήσουν σύμφω­να μὲ τὶς δικές τους θρησκευτικὲς ἰδέες. Τὸ καθῆκον ποὺ ἔχουμε ἐμεῖς ἀπέναντί τους εἶ­νε νὰ τοὺς ἀγαποῦμε καὶ ποτέ νὰ μὴν τοὺς μισοῦμε γιὰ τὸ ζήτημα τῆς θρησκείας. Διότι τὸ μῖσος, ὁποιαδήποτε πρόφασι καὶ ἂν ἔχῃ, εἶνε μῖσος, κάτι ξένο πρὸς τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Τὸ μῖσος εἶνε τοῦ διαβόλου, ἡ ἀγάπη εἶνε τοῦ Χριστοῦ. Ἀπέναντί τους λοιπὸν ὀφεί­λουμε μόνο ἀγάπη.
2. Ἀλλ᾽ ἐὰν ἀπέναντι σ᾽ αὐτοὺς ὀφείλουμε ἀγάπη, ἔχουμε ὅμως καὶ ἄλλο καθῆκον ἀπέναντι σ᾽ ἐμᾶς. Ποιό εἶνε τὸ καθῆκον αὐτό; Ἂς τὸ ἀκούσουν ὅλοι· νὰ μείνουμε πιστοὶ καὶ ἀ­φω­σιωμένοι στὴν Ὀρθόδοξο Ἀνατολικὴ Ἐκκλη­σία μας, νὰ κρατήσουμε σφιχτά, παντοτεινά, αἰώνια τὴν Ὀρθόδοξο πίστι μας. Διότι ἡ πίστις ἡ Ὀρθόδοξος εἶνε ἕνας θησαυρός, ποὺ πρέπει πολὺ νὰ τὸν προσέξουμε καὶ νὰ τὸν φυλάξουμε μέσα στὴν καρδιά μας.
Καὶ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας εἶνε θησαυρὸς πολύτιμος, αὐτὸ θ᾽ ἀποδείξουμε ἐ­δῶ. Παρακαλῶ νὰ δώσετε μεγάλη προσοχὴ σὲ ὅσα θὰ σᾶς πῶ. Διότι πρέπει, ἔστω καὶ μὲ λίγα λόγια, νὰ γνωρίσουμε ποιά εἶνε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας. Δυστυχῶς δὲν τὴν γνωρίζουμε καλά. Καὶ γι᾽ αὐτὸ ἴσως πολλοὶ σήμερα τὴν περιφρονοῦν. Μοιάζουμε μ᾽ ἐκεῖνο τὸν χωρικὸ ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια του ἕνα τσὲκ χιλίων δολλαρίων κι αὐτός, ἀγράμματος, δὲν ἦταν εἰς θέσιν νὰ ἐκτιμήσῃ τί ἀξία ἔχει· τὸ πέρασε ὅτι εἶνε ἕνα χαρτὶ χρωματισμένο, τό ᾽ρ­ριξε στὴ φωτιὰ καὶ τό ᾽καψε ὁ ἄθλιος. Ποὺ ἂν τὸ κρατοῦσε, ἂν ρωτοῦσε κάποιον ποὺ ξέρει νὰ διαβάζῃ, ἂν τὸ πήγαινε σὲ μιὰ τράπεζα, θὰ τὸ ἐξαργύρωνε, κ᾽ ἐκεῖ ποὺ εἶχε καλύβα θὰ ἔ­κτιζε ἀνάκτορο. Κάτι παρόμοιο παθαίνουμε καὶ μερικοὶ ὀρθόδοξοι. Ἔχουμε στὰ χέρια μας ἕ­να θησαυρό, δὲν τὸν γνωρίζουμε, καὶ γι᾽ αὐ­τὸ τὸν περιφρονοῦμε καὶ τὸν ἀφήνουμε ἐκτεθειμένο στοὺς κλέφτες. Εἶνε λοιπὸν καιρὸς νὰ τὸν ἐκτιμήσουμε καὶ νὰ τὸν φυλάξουμε. Γι᾽ αὐτὸ λέμε τώρα τὰ λόγια αὐτά.
1. Θησαυρὸς ἡ Ὀρθόδοξος πίστις μας. Γιατί; Διότι πρῶτα-πρῶτα ἡ Ὀρθόδοξος πίστις, στὴν ὁποία ἀνήκουμε κ᾽ ἐμεῖς, εἶνε ἡ ἀρχαιό­τερη ἀπὸ ὅλες τὶς λεγόμενες ἐκκλησίες. Κι ἀπὸ τὴν Παπικὴ «ἐκκλησία», κι ἀπὸ τὶς Προτε­σταντικὲς «ἐκκλησίες». Πόσων χρονῶν εἶ­νε ὁ Παπισμός; Ἄρχισε τὸ 800 μ.Χ., συνεπῶς εἶ­νε 1.200 περίπου ἐτῶν. Πόσων χρονῶν εἶνε ὁ Προ­τεσταντισμός; Ἄρχισε τὸ 1450. Τότε ἕ­νας Γερ­μανὸς μεταρρυθμιστής, ὁ Λούθηρος, κήρυξε ἐπανάστασι κατὰ τοῦ Πάπα καὶ ἔστρεψε μεγάλο μέρος τῆς Εὐρώπης στὴ νέα ὁμολογία, τὴν ὁποία ὠνόμασε «ἐκκλησία» τῶν Εὐαγγελικῶν. Ἀριθμεῖ ζωὴ πέντε αἰώνων. Πέντε αἰώνων ὁ Προτεσταντισμός, δώδεκα αἰώνων ὁ Παπισμός (τοῦ ὁποίου λίγοι ὀπαδοὶ ὀνομάζονται οὐνῖτες). Ἀλλὰ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἡ ζωὴ ἔχει ἡλικία δεκαεννέα (19) αἰώνων· εἶνε ὁ πρῶτος καὶ ἀρχέγονος Χριστιανισμός. Ἡ Ἀ­νατολικὴ Ὀρθό­δοξος Ἐκκλησία εἶνε ἡ κούνια τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἐδῶ στὴν Ἀνατολικὴ Ἐκ­κλησία ἔζησε τὰ πρῶ­τα χρόνια, μεγάλωσε καὶ ἀνδρώθηκε καὶ αὐ­ξήθηκε σὲ δέντρο μεγάλο ὁ Χριστιανισμός. Ἀνοῖξτε τὰ Εὐαγγέλιά σας. Μελετῆστε τὶς Πρά­ξεις τῶν ἀποστόλων.
Διαβάστε τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου. ῾Ρίξτε ἔστω καὶ μιὰ ματιὰ στὸ τελευταῖο βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης, τὴν Ἀ­ποκάλυψι. Τί θὰ δῆτε; Ὅτι οἱ πρῶτες ἐκκλησίες ἱδρύθηκαν στὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς. Ὁ Παῦλος κηρύττει τὸ Χριστὸ στὶς πόλεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τῆς Μακεδονίας. Κήρυξε καὶ ἵδρυσε ἐκκλησίες στὴν Καβάλα (τοὺς Φιλίππους, ὅπως λεγόταν τότε ἡ πόλις αὐτή), στὴ Θεσσαλονίκη, στὴ Βέροια, στὴν Ἀθήνα, στὴν Κόρινθο, στὴν Πρέβεζα (Νικόπολις λεγόταν τότε), στὴν Κύπρο καὶ στὴν Κρήτη. Καὶ πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς τῶν με­ρῶν αὐτῶν ἔ­γραψε τὶς περίφημες ἐπιστολές του ὁ Παῦ­λος (πρὸς Ἐφεσίους, Φιλιππησίους, Κορινθίους, Θεσσαλονικεῖς).
Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Παύλου εἶνε ἱδρυμένη ἡ Ἐκκλησία μας. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰωάννου, τοῦ ἀγαπημένου μαθητοῦ τοῦ Κυρί­ου μας. Καὶ ὁ Ἰωάννης ἔδρασε στὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς καὶ ἔγραψε καὶ αὐτὸς ἐπιστολὲς πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς τῶν μερῶν αὐτῶν. Ἰδί­ως ἡ Ἀποκάλυψις γράφτηκε γιὰ νὰ ἐνισχύσῃ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Ἀνατολῆς. Μέσα στὰ ἄλλα ὁ­ράματα ποὺ εἶδε ὁ Ἰωάννης, εἶδε καὶ τοῦτο τὸ ὅραμα. Εἶδε «ἑπτὰ λυχνίας χρυσᾶς, καὶ ἐν μέσῳ τῶν ἑπτὰ λυχνιῶν ὅμοιον υἱῷ ἀνθρώπου, ἐνδεδυμένον ποδήρη καὶ περιεζωσμένον πρὸς τοῖς μαστοῖς ζώνην χρυσῆν· ἡ δὲ κεφαλὴ αὐτοῦ καὶ αἱ τρίχες λευκαὶ ὡσεὶ ἔριον λευκόν, ὡς χιών, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡς φλὸξ πυρός, καὶ οἱ πόδες αὐτοῦ ὅμοιοι χαλκολιβάνῳ, ὡς ἐν καμίνῳ πεπυρωμένοι, καὶ ἡ φωνὴ αὐτοῦ ὡς φωνὴ ὑδάτων πολλῶν, καὶ ἔχων ἐν τῇ δεξιᾷ χειρὶ αὐτοῦ ἀστέρας ἑπτά, καὶ ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ ῥομφαία δίστομος ὀξεῖα ἐκπορευομένη, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος φαίνει ἐν τῇ δυνάμει αὐτοῦ» (Ἀπ. 1,13-16). Τί σήμαινε τὸ ὅραμα; Ὁ «ὅμοιος υἱῷ ἀνθρώ­που» εἶνε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Οἱ «ἑπτὰ λυχνίαι» εἶνε οἱ ἑπτὰ ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς· ἡ μία ἡ Ἔφεσος, ἡ ἄλλη ἡ Σμύρνη, ἡ τρίτη ἡ Πέργαμος, ἡ τετάρτη τὰ Θυάτειρα, ἡ πέμπτη οἱ Σάρδεις, ἡ ἕκτη ἡ Φιλαδέλφεια, ἡ ἑβδόμη ἡ Λαοδίκεια. Καὶ οἱ «ἑπτὰ ἀστέρες» εἶνε οἱ ἑπτὰ ἐπίσκοποι τῶν ἐκκλησιῶν αὐτῶν.
Οἱ λυχνίες αὐτὲς ἔλαμπαν ἐπὶ δεκαεννέα αἰῶνες. Ἔσβησαν τῷ 1922, ὅταν διώχθηκε ἀ­πὸ τὰ μέρη αὐτὰ ὁ Χριστιανισμός. Ἔσβησαν; Ὄχι. Καῖνε οἱ λυχνίες. Ἁπλῶς ἄλλαξαν τόπο. Ὅλοι ἐκεῖνοι, ποὺ φεύγοντας ἀπὸ τὸ μαχαίρι τοῦ Κεμὰλ ἦρθαν στὴν Ἑλλάδα, συνεχίζουν τὴν ἱστορία τῶν ἐκκλησιῶν αὐτῶν.
Ὤ ἡ Ὀρθοδοξία μας, ἀγαπητοί μου! Δὲν εἶνε χθεσινή. Δὲν εἶνε μηνῶν καὶ ἐτῶν, ὅπως εἶνε μερικὲς παραφυάδες τῶν προτεσταν­τῶν. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶνε ὁ ἀρχαιότερος, ὁ ἀρ­χικὸς φάρος ποὺ ἄναψε στὴν Ἀνατολὴ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο διὰ τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Ἰωάννου. Ἀπ᾽ αὐτὸν τὸν φάρο, ἀπ᾽ αὐτὸ τὸ φῶς, διαδόθηκε ὁ Χριστιανισμὸς στὰ ἄλλα μέρη τῆς Εὐρώπης.
Χαίρετε, ἀδελφοί μου, διότι ἀνήκετε στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, ἡ ὁποία πρώτη ἔλαβε τὸ φῶς ἀπὸ τοὺς μαθητὰς τοῦ Κυρίου καὶ αὐ­τὴ μετέδωσε καὶ στοὺς ἄλλους λαοὺς τῆς Εὐρώπης τὸ φῶς τοῦ χριστιανισμοῦ.
Αὔριο τὸ βράδυ σὺν Θεῷ θὰ συνεχίσουμε.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλια του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ἱερό ναὸ Ἁγ. Γεωργίου Νέου Μυλοτόπου – Γιαννιτσῶν, 5-4-1942 Μ. Σάββατον

Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ (β΄)

ΕΙΠΑΜΕ, ἀγαπητοί μου, χθὲς ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία μας εἶνε ἡ ἀρχαιότερη ἀπὸ ὅλους.
2. Ἀλλὰ εἶνε καὶ ἡ πληρέστερη ἀπ᾽ ὅλες τὶς λεγόμενες ἐκκλησίες, ἡ μόνη πλήρης Ἐκ­κλησία. Ἔχει ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ ἀπαρτίζουν τὸ γνήσιο τοῦ Χριστιανισμοῦ. Δὲν τῆς λείπει τίπο­τε. Ὅ,τι ἔχουν οἱ ἄλλοι, τό ᾽χουμε κ᾽ ἐ­μεῖς, καὶ μάλιστα καθαρώτερο καὶ ἁγνότερο, γιατὶ εἶνε ἀπὸ τὴν πηγή. Τὸ Εὐαγγέλιο π.χ. ἔ­χουν ἐ­­κεῖ­νοι, τὸ Εὐαγγέλιο κ᾽ ἐμεῖς. Μήπως γράφει περισσότερα τὸ δικό τους, ποὺ δὲν τὰ γράφει τὸ δικό μας; Τὰ ἴδια «γράμματα» ἔχουμε.
Καὶ ὄχι μόνο δὲ μᾶς λείπει τίποτε, ἀλλ᾽ ἐπὶ πλέον ἐμεῖς ἔχουμε κ᾽ ἐκεῖνα ποὺ αὐτοὶ δὲν ἔχουν. Αὐτοὶ τὰ ἔχασαν, εἶνε φτωχότεροι. Ἔ­χασαν πολλά, κι ἄφησαν ν᾽ ἀνακατευτῇ μὲ τὸ χρυσάφι σκουριά. Ἡ Ὀρ­θοδοξία εἶνε χρυσάφι καθαρό, θησαυρὸς ἀκέραιος. Δὲν τοῦ λείπει τίποτε ἀπ᾽ ὅ,τι παρέδωσαν οἱ πρῶτοι Χριστιανοί. Θὰ φέρω μερικὰ παραδείγματα..  Ἐμεῖς ἔχουμε τὶς εἰκόνες· αὐτοὶ δὲν ἔχουν. Κι ὅταν τοὺς ρωτᾷς Γιατί δὲν ἔχετε, σοῦ ἀπαν­τοῦν· Δὲ γινόμαστε εἰδωλολάτρες, δὲν προσ­κυ­νᾶμε εἴδωλα· μόνο τὸ Θεὸ προσκυνᾶμε… Ἐπ᾽ αὐτοῦ ἔχουμε νὰ τοὺς ποῦμε τὰ ἑξῆς. Κάνετε λάθος. Οἱ ὀρθόδοξοι δὲν λατρεύουμε τὶς εἰ­κόνες. Οἱ εἰκόνες εἶνε τὰ βιβλία τοῦ λαοῦ. Ἐ­κεῖνος ποὺ δὲν ξέρει γράμματα, ἢ ξέρει μὲν ἀλ­λὰ λησμονεῖ, βλέπει τὴν εἰκόνα καὶ διδάσκε­ται. Ἄλλωσ­τε ἕνα πρόσωπο ποὺ ἀγαποῦ­με θέλουμε νὰ τὸ βλέπουμε· κι ἂν εἶνε μακριὰ ἢ πέ­θανε, τοῦ κάνουμε μιὰ φωτογραφία, τὴν κορνιζώνουμε, τὴν κρεμᾶμε στὸ γραφεῖο ἢ στὸ σπίτι, καὶ χαιρόμαστε νὰ τὸ βλέπουμε. Ἐὰν λοιπὸν στολίζουμε σπίτια καὶ γραφεῖα μὲ εἰκό­νες, πο­λὺ περισσότερο τοὺς ναούς. Στοὺς προτεστάν­τες, ποὺ σὰν νέοι εἰκονομάχοι ἀ­πο­στρέφον­ται τὶς εἰκόνες, λέμε· Ξεκρεμάστε σεῖς ἀπὸ τὰ σπί­τια σας τὶς εἰκόνες τῶν γονέων σας, καὶ τότε κ᾽ ἐμεῖς θὰ ξεκρεμάσουμε ἀ­πὸ τὴν ἐκκλησία μας τὶς ἱερὲς εἰκόνες. Οἱ εἰ­κόνες στόλιζαν πάν­τα καὶ θὰ στολίζουν τοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας. Δὲν τὶς λατρεύουμε· τοὺς ἀποδίδουμε τι­μητικὴ προσκύνησι. Ἀσπα­ζόμεθα ὄχι τὰ ξύλα καὶ τὰ χρώματα ἀλλὰ τὰ ἱ­ερὰ πρόσωπα ποὺ εἰ­κονίζουν· ἂν ζοῦσαν ἀ­νάμεσά μας, θὰ πέφτα­με στὰ πόδια τους καὶ θὰ τὰ φιλούσαμε. Ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ ἀ­σπάζεται τὴ φωτογραφία τοῦ ἀγαπημένου συγγενοῦς του, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς φιλοῦμε τὶς εἰ­κόνες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων.Ἔχουμε λοιπὸν εἰκόνες, καὶ γι᾽ αὐτὸ ἡ Ὀρ­θόδοξος Ἐκκλησία εἶνε πληρέστερη ἀπὸ τὴ δική τους «ἐκκλησία», ποὺ εἶνε γυμνή. Ἔχου­με ἐπίσης ἑπτὰ μυστήρια, ποὺ ἔχουν ἱδρυθῆ ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς ἀποστόλους. Εἶνε οἱ ἑπτὰ κολῶνες, στὶς ὁ­ποῖες στηρίζεται τὸ οἰκοδόμη­μα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἡ πρώτη εἶνε τὸ βάπτι­σμα. Ἡ δευτέρα τὸ χρῖσμα ἢ ἅγιο μύρο. Ἡ τρίτη ἡ θεία κοινωνία. Ἡ τετάρτη ἡ μετάνοια καὶ ἐξομολό­γησις. Ἡ πέμπτη ὁ γάμος. Ἡ ἕκτη ἡ ἱερωσύνη. Καὶ ἡ ἑβδόμη τὸ εὐχέλαιο. Οἱ προ­τεστάν­τες τελοῦν μόνο ἕνα βάπτισμα καὶ μιὰ κοινωνία, ἀλλ᾽ ὄχι ὅπως τὰ τελοῦσε ἡ πρώτη Ἐκ­κλη­σία. Ἄλλα μυστήρια δὲν ἀναγνωρίζουν. Ἐξ­ομολόγησι δὲν ἔχουν. Ποῦ ἐξομολογοῦν­ται; Ἱερωσύνη δὲν ἔχουν. Ποῦ εἶνε οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἱερεῖς τους; Δὲν μᾶς χρειάζονται, λένε. Ναί, ἀλλὰ τὴν ἐποχὴ τῶν ἀποστόλων ὑπῆρ­χαν ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς καὶ διάκονοι. Ἐπίσκο­ποι δὲν ἦταν ὁ Τίτος καὶ ὁ Τιμόθεος, στοὺς ὁποίους γράφει ὁ Παῦλος; Πρεσβύτεροι δὲν ἦταν ἐκεῖ­νοι ποὺ κάλεσε ὁ Παῦλος στὴ Μίλητο καὶ τοὺς ἔδωσε τὶς τελευταῖες του συμ­βουλές; Γιὰ τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς ἐπισκόπους εἶπε ὁ Χριστός· «Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁ­μαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς» (Ἰω. 20,22). Αὐτοὶ εἶνε οἱ ἀντιπρόσωποί του ἐπὶ τῆς γῆς. Ἔχουν λάβει εἰδικὴ χάρι νὰ διδάσκουν, νὰ λειτουργοῦν καὶ νὰ κυβερνοῦν τὶς ψυχές. Εἶνε ἄγγελοι Κυρίου παντοκράτορος. Γι᾽ αὐτὸ ἕνας ἅγιος εἶπε· Ἂν δῶ στὸ δρόμο ἕνα παπᾶ καὶ ἕναν ἄγγελο, θὰ προσκυνήσω πρῶτα τὸν παπᾶ καὶ μετὰ τὸν ἄγγελο· διότι ὁ ἄγγελος δὲν ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ συγχωρῇ ἁμαρτίες, ἐνῷ ὁ παπᾶς τὴν ἔχει.
⃝ Στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία ἔχουμε ἀκόμη ὕμνους, ποὺ οἱ προτεστάντες δὲν ἔχουν. Αὐτοὶ ἔχουν μερικὰ τραγουδάκια, ποὺ ψάλλουν ὅλοι μαζί, ἀλλ᾽ αὐτὰ δὲν συγκρίνονται μὲ τὴν ποίησι τῆς ὑμνολογίας μας (τροπάρια, ἀπολυτίκια καὶ ἄλλους ὕμνους). Καμμιά θρησκεία δὲν ἔχει τοὺς ὕμνους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Εἶνε μοναδικοί. Ποῦ ἀλλοῦ μπορεῖ ν᾽ ἀκούσῃ καν­εὶς τὸ «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται», ἢ τὸ «Σήμε­ρον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου», ἢ τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια», ἢ τὸ «Δεῦτε πάντα τὰ ἔθνη, γνῶτε τοῦ φρικτοῦ μυστηρίου τὴν δύνα­μιν», ἢ τὰ Ἐγκώμια τοῦ Ἐπιταφίου «Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ» καὶ «Αἱ γενεαὶ πᾶσαι», ἢ τὸ «Ἄξιόν ἐ­στι» ἢ τὸ «Τῶν ἁγίων Πατέρων ὁ χορός»; Τέτοιους ὕμνους ἔχει μόνο ἡ Ἐκκλησία μας· εἶνε μοναδικὰ κειμήλια ποὺ τὴν στολίζουν.
Αὐτὰ δὲν μπορεῖ κανείς ἀπὸ τοὺς ξένους σοφοὺς καὶ ἐπιστήμονες νὰ τὰ δημιουρ­γήσῃ. Οὔτε εἰκόνες, οὔτε μυστήρια, οὔτε ἐκ­κλησιαστικοὺς ὕμνους ἔχει ἡ λατρεία τῶν προτεσταν­τῶν· ἡ αἴθουσά τους μοιάζει μᾶλ­λον μὲ σχολεῖο.
3. Εἴδαμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶνε ἡ ἀρχικὴ καὶ ἡ πλήρης Ἐκκλησία. Εἶνε, ἀκόμη, ἡ πιὸ ἔν­δοξη. Ποιός ῥήτορας ἢ συγγραφέας ἢ ποιη­τὴς θὰ μπορέσῃ νὰ περιγράψῃ τὴ δόξα της; Δικές της εἶνε οἱ ἑπτὰ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι. Νίκαια, Κων­σταντινούπολις, Ἔφεσος εἶνε πόλεις τῆς Ἀνα­τολῆς, στὶς ὁποῖες συγκροτήθηκαν οἱ Σύνοδοι αὐτὲς καὶ καθώρισαν μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος δό­γμα­τα καὶ κανόνες, τί νὰ πιστεύ­ουμε καὶ πῶς νὰ ζοῦμε. Σ᾽ αὐτὴν ἀνήκουν οἱ μάρτυρες. Τὰ χώματά της εἶνε βαμμένα μὲ τὸ αἷμα ἑκατομμυρίων μαρτύρων. Οἱ ἅγιοί της τι­μῶνται σὲ κάθε τόπο· ὁ ἅγιος Δημήτριος στὴ Θεσσαλονίκη, ὁ ἅγιος Σπυρίδων στὴν Κύπρο, ὁ ἅγιος Πολύκαρπος στὴ Σμύρνη, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στὴν Κωνσταντινούπο­λι, ὁ ἅγιος Βασίλειος στὴν Καισάρεια… Ὁ κατάλογος τῶν ἁγίων της εἶνε ἀτελείωτος.
Ἡ Ὀρθοδοξία εἶνε ἡ Ἐκκλησία τῶν ἡρώων καὶ τῶν μαρτύρων. Αὐτὴ πάλεψε ἐναντίον τυράννων καὶ αὐτοκρατόρων. Αὐτὴ νίκησε τοὺς αἱρετικούς, παλαιοτέρους καὶ νεωτέρους. Αὐ­τὴ ἀγωνίστηκε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον στὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ, γιὰ νὰ διαδοθῇ καὶ ἐπικρατήσῃ τὸ Εὐαγγέλιο. Εἶνε δοξασμένη καὶ ζηλευτὴ ἡ Ὀρθόδοξος Ἀνατολικὴ Ἐκ­κλησία· τὸ ἀναγνωρίζουν καὶ οἱ ἐχθροί της.
Ἀλλὰ γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει κ᾽ ἕνα ἄλλο ἰδιαίτερο θέλγητρο, ποὺ μᾶς συγκινεῖ καὶ μᾶς κάνει νὰ τὴν ἀ­γαποῦμε καὶ γι᾽ αὐτό. Ὅπως παραδέχονται ὅ­λοι οἱ ἱστορικοί, αὐτὴ ἔσωσε τὴν Ἑλληνικὴ φυλή. Χω­ρὶς Ὀρθοδοξία Ἑλληνικὸ γένος δὲν θὰ ὑ­πῆρ­χε σήμερα. Αὐτὴ σὰν γλυκειὰ μάνα παρηγοροῦ­σε τοὺς Ἕλληνες 400 ὁλόκληρα χρόνια μέσ᾽ στὸ μαῦρο σκοτάδι τῆς δουλείας τῶν Τούρκων. Αὐ­τὴ ἵδρυσε τὰ κρυφὰ σχολειά, ὅ­που σεβάσμιοι ῥασοφόροι δίδασκαν τὰ σκλαβόπουλα «γράμματα – σπουδάγματα, τοῦ Θεοῦ τὰ πράματα». Αὐ­τὴ διέθετε τὰ μοναστήρια της ὡς ἄσυλα τῶν κα­ταδιωκομένων. Αὐτὴ ἔσωσε κείμενα, γλῶσσα, ἱστορία, μνημεῖα, ἤθη καὶ ἔ­θιμα, ὅλα τὰ τιμαλ­φῆ μας. Γι᾽ αὐτὸ ὠνομάστηκε κιβωτὸς τοῦ γένους. Ὅπως ἡ κιβωτὸς τοῦ παλαιοῦ κόσμου ἔ­σωσε τὸ Νῶε καὶ τὴν οἰκογένειά του ἀπ᾽ τὸν κα­τακλυσμό, ἔτσι ἡ Ἐκκλησία μας, ἡ νέα κιβωτός, σῴζει τὴν Ἑλλάδα ἀπ᾽ τὸν ἀφανισμό. Γι᾽ αὐτὸ ἕνας ποιητής μας, ὁ Κρυστάλλης, ἔγραψε· «Θρη­­σκεία! γλυκειὰ μάνα», σὺ χύνεις «βαθειά μας, στὴν ψυχή, γλυκὲς χρυσὲς ἐλπίδες!».
Αὐτή, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία μας. Ἀρχαία, ἀφοῦ ἄρχισε τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκο­στῆς καὶ συνεχίζει. Πλήρης, δὲν τῆς λείπει τίποτε. Δὲν μπορεῖς νὰ πῇς· Φεύγω, γιατὶ βρῆ­κα κάπου ἀλλοῦ κάτι ποὺ αὐτὴ δὲν ἔχει. Προσ­­φέρει ὅλα ὅσα ἀπαιτοῦνται γιὰ τὴν σωτηρία μας. Καὶ ἔνδοξη ὅσο καμμιά ἄλλη θρησκεία.
Αὐτὴν κληρονόμησε ἡ πατρίδα μας. Τὸ σπουδαιότερο ποὺ μᾶς ἄφησαν οἱ πατέρες μας δὲν εἶνε τὰ χωράφια, τὰ σπίτια, τὰ χρήματα· εἶνε ἡ Ὀρθόδοξος πίστις. Αὐτὴ εἶνε ὁ θησαυρὸς ὁ ἀνεκτίμητος. Κράτα λοιπὸν καλὰ τὸ θησαυρὸ αὐτόν.
«Κράτει ὃ ἔχεις, ἵνα μηδεὶς λάβει τὸν στέφα­νόν σου» (Ἀπ. 3,11). Κλεῖσε τ᾽ αὐτιά σου στοὺς ἐ­χθρούς. Μεῖνε πιστὸς στὴν Ἐκκλησία ποὺ βαπτίσθηκες· προτίμησε θάνατο μᾶλλον παρὰ νὰ χάσῃς τὴν Ὀρθόδοξο ὁμολογία. Λέγε σ᾽ ἀνθρώ­­πους καὶ δαίμονες· Ὀρθόδοξος γεννήθηκα – Ὀρθόδοξος θὰ πεθάνω. Ἔχω ῥίξει τὴν ἄγ­κυρά μου ἐδῶ καὶ κανένα κῦμα δὲν μὲ παρασύρει ἀπὸ τὸ λιμάνι τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὅσο γιὰ τοὺς ἄλλους ποὺ εἶνε ἔξω ἀπὸ τὴ μάνδρα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐμεῖς δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ εὐ­χηθοῦμε, καὶ αὐτοί, καὶ ὅλοι οἱ ἄλ­λοι ποὺ βρίσκονται μακριά, νὰ ἐπιστρέψουν στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Εἴθε ὁ Κύριος νὰ εὐδοκήσῃ ὥστε νὰ παύσουν αἱρέσεις καὶ σχίσματα, νὰ ἑνωθοῦν ὅλοι στὴν Ὀρ­θοδοξία, νὰ γίνῃ ὁ κόσμος «μία ποίμνη εἷς ποιμήν» (Ἰω. 10,16), πρὸς δόξαν τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Γεωργίου Νέου Μυλοτόπου – Γιαννιτσῶν, 5-4-1942 Μ. Σάββατον)