Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2013

π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης


ΠΑΡΟΝΤΕΣ ΑΛΛʼ ΑΠΟΝΤΕΣ
«Ἥλθα νὰ κατεβάσω τὴ φωτιὰ στὴ γῆ καὶ ἀνυπομονῶ νὰ τὴ δῶ ν᾽ἀνάψῃ» (Εὐαγγέλιο)
«Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» 
Γρεβενά 10 Νοεμβρίου 1945 αριθμ. φυλ. 26
Συντάκτης Αρχιμ. Αὐγουστῖνος Καντιώτης, ἱεροκήρυξ
̶ Εἶνε Κυριακή. Οἱ καμπάνες κτυποῦν. Καὶ οἱ χριστιανοὶ τὶ κάμνουν; Τρέχουν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν; Ἀλλοίμονο! Ὁ γλυκὺς ἦχος τῆς καμπάνας δὲν συγκινεῖ πλέον τὴν πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων. Ἡ Ἐκκλησία ὡσὰν ἡ κλῶσσα, ὡσὰν στοργικὴ Μητέρα προσκαλεῖ τοὺς ἀνθρώπους τῆς γενεάς μας – κάθε κωδωνοκρουσία εἶνε καὶ ἕνα γενικὸν προσκλητήριον τοῦ Πνεύματος – ἀλλʼ αὐτοὶ μένουν ψυχροί, ἀδιάφοροι. Ὤ! Ἐὰν ἐκτύπα ἡ καμπάνα διὰ πολιτικὸν συλλαλητήριον, διὰ ὑποδοχὴν ἐπισήμων, διὰ διανομὴν τροφίμων, διὰ… τότε ὅλοι θὰ ἔκαμναν φτερὰ καὶ θὰ ἔτρεχον. Νἀ εἶσθε βέβαιοι ὅτι δὲν θʼ ἀπουσίαζε κανείς.
Άλλὰ τώρα; Τώρα ποὺ ὁ Δημιουργὸς τοῦ παντός, ὁ Ἀγαθὸς Πατέρας τοὺς προσκαλεῖ μὲ ἄπειρον καλοσύνην διὰ νὰ τοὺς διανείμη «ὕδωρ καὶ ἄρτον», «ἀργύριον καὶ χρυσίον» εὐλογίας δηλαδή, ἁγίας καὶ Πνευματικὰς ποὺ κάμνουν τὸν ἄνθρωπον νὰ ξεχωρίζη ἀπὸ τὸ κτῆνος, τώρα αὐτοὶ ἀδιαφοροῦν. Μερικοὶ μάλιστα μὲ ἀσέβειαν,
ποὺ δὲν ὑπάρχει μέτρον διὰ νὰ τὴν μετρήσωμεν, τὴν ὥραν ποὺ ἀκούουν νὰ κτυποῦν οἱ καμπάνες, δαιμονίζονται, ἀφρίζουν ἀπὸ τὸ κακό των, βλασφημοῦν τὰ Θεῖα. Αὐτοὶ μισοῦν τὸν Θεόν, δὲν θέλουν νʼ ἀκούουν τὴν φωνήν Του, δὲν θέλουν νὰ ὑπάρχουν Ἐκκλησίαι. Εἶνε οἱ αἰρετικοί, οἱ ὑλισταί, οἱ ἄθεοι ποὺ ὑπάρχουν εἰς ὅλα τὰ στρώματα καὶ τάξεις τῆς κοινωνίας.
̶ Δυστυχεῖς οἱ πρώτοι, ποὺ ἀπὸ μίαν ἀδιαφορίαν δὲν ἐκκλησιάζονται. Ἀπείρως δυστυχέστεροι οἱ δεύτεροι ποὺ ἀπὸ μίαν ἀσέβειαν καὶ ἀπιστίαν περιφρονοῦν τὸν ἐκκλησιασμόν. Μένουν μακρὰν ἀπὸ τὸν Ἥλιον τῆς Ζωῆς. Ζοῦν, ζοῦν ὡς τὰ κτήνη, ὡς οἱ ἀσπάλακες εἰς τὰ ὑπόγεια μιᾶς ἀθρήσκου ὑλιστικῆς ζωῆς. Καὶ δυστυχῶς οἱ ἄνθρωποι, ποὺ εἴτε ἀπὸ ἀδιαφορία, εἴτε ἀπὸ ἀπιστίαν καὶ ἀσέβειαν, δὲν ἐκκλησιάζονται εἶνε πολλοί. Εἶνε ἡ πλειοψηφία. Εἶνε τὰ 9/10.
Ἀμφιβάλλετε; Ρίψατε λοιπὸν τὴν Κυριακὴν τὸ πρωΐ ἕνα βλέμμα εἰς τὴν πόλιν σας. Ἐπισκεφθῆτε, ἐὰν ἀγαπᾶτε, τοὺς Ναούς, καὶ μετρήσατε τοὺς ἐκκλησιαζομένους. Καὶ θὰ πεισθῆτε ὅτι αὐτοὶ ποὺ μένουν τὴν Κυριακὴν τὸ πρωΐ ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν εἶνε ἡ μεγάλη πλειονοψηφία, οἱ δὲ ἐκκλησιαζόμενοι τακτικὰ εἶνε ἡ μικρὰ πλειοψηφία, ποὺ μοιάζει σὰν ἕνα μικρὸ νησὶ μέσα εἰς ἕνα Ἀτλαντικὸ ὠκεανό. Ναί. Ἀπὸ τοὺς 1000 οἱ δέκα ἐκκλησιάζονται, πολλάκις δὲ οὔτε καὶ δέκα. Ἔχομεν ὑπʼ ὄψιν κωμοπόλεις ποὺ ἀριθμοῦν 2000 ψυχὰς καὶ ὄμως, τὴν Κυριακὴν εἰς τὸν εὐρύχωρον Ναὸν τῆς κωμοπόλεως ὁ ἱερεὺς λειτουργεῖ μόνον μὲ ἕνα νεωκόρον καὶ ἕναν ψάλτην. Οὔτε παιδί, οὔτε γυναῖκα, οὔτε ἄνδρας. Εἰς ὀλίγην ἀπὸ τὸν Ναὸν ἀπόστασιν αἱ γυναῖκες πλῦνουν, οἱ δὲ ἄνδρες ἀπὸ τὸ πρωΐ τῆς Κυριακῆς, μόλις ξημερώσει ἔχουν ἀρχίσει θορυβώδη πολιτικὴν συζήτησιν…
̶ Ἀλλὰ τὶ ἐπάθαμεν; Μᾶς παρέσυρε τὸ κῦμα τῆς πλειονοψηφίας καὶ ἀντὶ νʼ ἀσχοληθῶμεν, ὡς εἴχαμε σκοπόν, μὲ τὴν μειονοψηφίαν, ἀσχολούμεθα μὲ τὴν πλειονοψηφίαν. Καὶ τὶ λοιπὸν, θὰ μοῦ εἴπητε πρόκειται νὰ τὰ βάλης καὶ μὲ τὴν μειονοψηφίαν; Μὲ ἐκεῖνους δηλαδὴ ποὺ παρʼ ὅλην τὴν ψυχρότητα, τὰς εἰρωνείας καὶ τοὺς ἐμπαιγμοὺς συγγενῶν καὶ φίλων ἐξακολουθοῦν νὰ ἐκκλησιάζωνται; Ἀλλʼ αὐτοὶ, φίλε μου εἶνε ἥρωες, εἶνε ἄξιοι ὄχι κατηγορίας, ἀλλʼ ἐπαίνων ἐκ μέρους τῆς ἐκκλησίας διὰ τὴν προθυμία των. Αὐτὰ θὰ μοὺ εἴπητε. Ἀλλʼ ἡμεῖς δὲν βιαζόμεθα νʼ ἀπονείμωμεν τὸ μετάλλιον τῆς εὐσεβείας εἰς ὅλους ἐκείνους ποὺ ἐκκλησιάζονται τακτικά. Διότι καὶ ἀπὸ τοὺς ἐκκλησιαζομένους οἱ περισσότεροι δὲν εἶνε ἐν τάξει ἀπέναντι τῆς Ἁγιωτάτης μας Θρησκείας, Θρησκείας Πνεύματος καὶ ἀληθείας. Παρακολουθήσατε τοὺς ἐκκλησιαζομένους ἐν ἔτει Σωτηρίω 1945.
Συγκρίνατε τὸν ἐκκλησιασμὸν μὲ τὸν ἐκκλησιασμὸν «ἐν σπηλαίοις καὶ ὀπαῖς τῆς γῆς» τῶν Χριστιανῶν τῶν πρώτων αἰώνων τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως τὸν περιεγράφαμεν εἰς προηγούμενον φυλλάδιον, καὶ εἴπατέ μας κατόπιν ἐὰν ἡμεῖς λατρεύωμεν τὸν Θεὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθεία. Ἴδετε τοὺς χριστιανοὺς πῶς ἐκκλησιάζονται. Θὰ στολισθοῦν ὡσὰν νὰ πρόκειται νὰ μεταβοῦν εἰς κοσμικὴν συγκέντρωσιν. Θὰ περιμένουν νὰ κτυπήση ἡ τελευταία καμπάνα. Θὰ εἰσέλθουν εἰς Ναόν, θὰ ἀγοράσουν τὸ κηρί των, θὰ ζητήσουν τὰ ρέστα ἀπὸ τοὺς ἐπιτρόπους, ἀδιαφοροῦντες ἐὰν τὴν ὥραν ἐκείνην ἀναγιγνώσκεται τὸ Εὐαγγέλιον, ἐξέρχονται τὰ Ἅγια. Αὐτοὶ θὰ προχωρήσουν, θὰ ζητήσουν θέσιν, θὰ δημιουργήσουν θόρυβον καὶ ἐντέλει θὰ σταθοῦν. Θὰ σταθοῦν; Τρόπος τοῦ λέγειν. Ἴδετέ τους! Θὰ στρέφωνται, ὠς άνεμοδείκται, πρὸς ὅλας τὰς διευθύνσεις. Θὰ συζητήσουν μὲ τὸν διπλανόν των, θὰ σχολιάσουν τὸν ἱερέα, τὸν ψάλτην. Θὰ ρίψουν βλέμματα περίεργα καὶ ἀναιδῆ. Θὰ πτύσουν χάμω. Καὶ ἄς ὑπάρχουν χιλιάδες πινακίδες: «Μὴ συζητεῖτε», «Μὴ πτύετε», «δεξιὰ οἱ ἄνδρες ἀριστερὰ οἱ γυναῖκες». Τίποτε! Καμμιὰ συναίσθησις τῆς ἱερότητος τοῦν Ναοῦ δὲν διακρίνει τοὺς σημερινοὺς ἐκκλησιαζομένους. Δὲν βλέπεις εἰς τὰ πρόσωπά των τὴν συγκίνησιν ποὺ ἔπρεπε νὰ αἰσθάνωνται κατὰ τὰς ἱερὰς καὶ ἁγίας στιγμὰς τῆς Θείας Λειτουργίας. Εὑρίσκεται ἡ Θεία Λειτουργία εἰς τὸ κρισιμώτερόν της σημεῖον. Γίνεται Θαῦμα τῶν Θαυμάτων. Μεταβάλλεται ὁ οἶνος εἰς αἶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ὀ ἄρτος εἰς σάρκα τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἄγγελοι τρέμουν. Καὶ οἱ ἐκκλησιαζόμενοι; Κάθονται μακαρίως εἰς τὰ στασίδια! Καὶ εἴθε μόνον νὰ κάθωνται; Τὸ πνεῦμα των τὰς φρικτὰς ἐκείνας στιγμὰς δὲν εἶνε εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Ἀπουσιάζει. Ποὺ εἶνε; Ποὺ βόσκει; Ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν. Τὴν ὥραν ἐκείνην σκέπτονται καὶ λύουν ὅλα τὰ ἀτομικὰ καὶ οἰκογενειακά των προβλήματα. Τὸ κορμί των εἶνε μόνον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἡ ψυχή των εἶνε εἰς τὸν κόσμον καὶ εἰς τὸν Διάβολον. Εἰς μάτην φωνάζει ἡ Ἐκκλησία: «Προσοχή! Πρόσχωμεν! Μετὰ φόβου Θεοῦ…». Εἰς μάτην ψάλλει ὁ ψάλτης: «Οἱ τὰ Χερουβεὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες πᾶσαν βιοτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν ὡς τὸν Βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξάμενοι». Αὐτοὶ μηχανικῶς μόνοι εὑρίσκονται εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Τὸ πνεῦμα των δὲν παρακολουθεῖ τὰ τελούμενα.
Διʼ αὐτὸ βγάζουν ἀκατάπαυστα τὰ ὡρολόγιά των, βλέπουν τὴν ὥραν καὶ ἀνυπομονοῦν πότε θὰ τελειώση ἡ Θεία Λειτουργία. Πολλοὶ μάλιστα φεύγουν πρὶν νὰ τελειώση. Ἀλλοίμονον. Στρέφουν τὰ νῶτα πρὸς τὸν Σωτῆρα Χριστὸν καὶ ἐξέρχονται τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοὶ ἦσαν οἰ παρόντες σωματικῶς, ἀλλʼ ἀπόντες ψυχικῶς κατὰ τὴν ὤραν τῆς Θείας Λειτουργίας. Δὲν ἐπῆραν σχεδὸν τίποτε ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν. Κενοὶ εἰσῆλθον, κενοὶ ἐξῆλθον. Μαῦροι ἦσαν προτοῦ νὰ εἰσέλθουν, μαῦροι καὶ ἐξῆλθον, ἴσως καὶ περισσότερον μαῦροι… Καὶ λοιπόν; Νὰ καταργήσωμεν τὸν Ἐκκλησιασμόν; Ὄχι, μυριάκις ὄχι! Διότι ὁ ἐκκλησιασμὸς εἶνε ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ μας. Αὐτὸς διέταξε νὰ συγκεντρωνόμεθα. Αὐτὸς εἴπεν ὅπου εἶνε δύο ἤ τρεῖς συγκεντρωμένοι εἰς τὸν ἐμὸν ὄνομα ἐκεῖ θὰ εἶμαι καὶ ἐγὼ ἐν μέσω αὐτῶν. Ἀλλὰ καυτηριάζοντες τὸν τρόπον, μὲ τὸν ὁποῖον σήμερον ἐκκλησιαζόμεθα ποθοῦμεν νὰ ἰδωμεν, ὅπως οἱ ὀλίγοι ἐκεῖνοι χριστιανοὶ ποὺ ἐκκλησιάζονται τακτικὰ ἐκκλησιάζονται «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθεία».
Τὸ πῶς τώρα οἱ Χριστιανοὶ θὰ ἐπανέλθουν εἰς τὴν ἀρχαίαν τάξιν καὶ θείαν ἀρμονίαν τῆς Λατρείας τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ εἶνε ἕνα σοβαρὸν πρόβλημα ποὺ πρέπει νὰ ἀπασχολήση τὴν Διοικοῦσαν Ἐκκλησίαν. Καὶ ἐπʼ αὐτοῦ θὰ συνεχίσωμεν τὸ ἄρθρον μας.

πηγή: http://www.augoustinos-kantiotis.gr