Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

Η νύχτα τελειώνει κι απ’ το αμόνι βγαίνουν σπαθιά δίκοπα…

 
Ωραία κυρά κι αρχόντισσα, πατρίδα όμορφη και ζηλεμένη από πάντα. Την έριξαν στα μπορντέλα και στα μπουντρούμια της ανομίας τους οι λακέδες, που ούτε στη σκιά από τ’ όνομά της δεν είναι άξιοι να σταθούν…
Πόσες φορές θα φτύσεις την ψυχή σου, άμοιρε…;
Πόσες φορές θα βλαστημήσεις που αυτή την ομορφιά αφήνεις να την αγγίζουν ετούτοι οι μαύροι;
Πόσες φορές θα ζητήσεις βοήθεια από τον Θεό της Ελλάδας, για όσα δεν έκανες απέναντι σ’ αυτούς που πούλησαν την ψυχή τους στον διάολο και βάλανε την ζωή σου στον τόκο;
Σαν φαντάσματα, χαμένοι στου μυαλού την παραζάλη, γυροφέρνουμε μεσ' στα σκοτάδια ψάχνοντας μία γωνιά για να κρυφτούμε απ’ το κακό, αντί να ψάχνουμε τον τρόπο για να βγούμε από την φυλακή εκείνη που τόσο πρόθυμα περάσαμε τις πόρτες της…
«Δεν είναι πολίτες, πελάτες είναι… Σκυμμένοι σε λίγο θα ικετεύουν για ένα κομμάτι ψωμί και θα ξεχάσουν την χώρα, θα λησμονήσουν το έθνος και την πατρίδα, επειδή μέσα τους θα υπάρχει μόνο το κραταιό και αδυσώπητο κράτος.
Ρουφιάνοι θα γίνουν οι πιότεροι από όλους αυτούς που σήμερα καμώνονται τους πατριώτες. Το ‘χει η ιστορία μας να πληρώνουμε τα λάθη μας, μα περισσότερο να πληρώνουμε όλους εκείνους που στους ώμους μας κουβαλήσαμε.
Δεν είδες που πάνε να σπάσουνε τελείως τα πολιτικά στεγανά; Οι τοκογλύφοι δεν χρειάζονται πολίτες..., πελάτες χρειάζονται. Σε λίγο όλοι θα είναι με όλους και εναντίον αυτών που είναι εναντίον του συστήματος.
Θα περάσουμε δύσκολα, αλλά ξέρει το βουνό από χιόνια.
Αυτοί θα μπλέξουν τα μπούτια τους όλοι και σε λίγα μόνο χρόνια θα ξεσκαρτάρει το υλικό της πατρίδας, όχι από τους παλιούς αλλά από τους καινούργιους που θα ξαναβρούνε ελπίδα στην πατρίδα.
Εμείς, όμως, θα δώσουμε τη μάχη ως το τέλος. Πίσω μας, η γη ολάκερη μοιάζει με μια μαλακιά τούρτα, που μετά από κάθε πισωπάτημα που κάνουμε, διαλύεται και πέφτει στο γκρεμό.
Έτσι, δεν έχουμε κανένα περιθώριο να κάνουμε έστω και ένα βήμα πίσω, γιατί απλώς θα γκρεμιστούμε!
Μόνο μπροστά είμαστε αναγκασμένοι να πάμε... μόνο μπροστά»… μου είπε ο Δημήτρης και δεν ήθελα να τον πιστέψω.
Άλλα όμως μας δίδαξαν οι παλιότεροι.
Χωρίς ψυχή, και δίχως τιμή δεν κερδίζεις.
Χωρίς να κοιτάς κατάματα τον συναγωνιστή σου και να παίρνεις κουράγιο από το βλέμμα του, δεν κερδίζεις.
Χωρίς ν' ακούς τα συνθήματα να βγαίνουν αυθόρμητα γύρω από ένα τραπέζι πάνω στην ζεστασιά και τον ενθουσιασμό μιας συνεύρεσης με ανθρώπους, δεν κερδίζεις...
Λοιπόν, σε ετούτο το τραπέζι πρέπει να καθίσουμε, κοιτώντας ο ένας τον άλλο στα μάτια. Και τότε πρέπει να πάρουμε τις αποφάσεις μας. Δούλοι ή λεύτεροι; Ατιμασμένοι ή υπερήφανοι αφέντες του σπιτικού μας; Θα τρέξουμε στο φως ή θα μείνουμε στο σκοτάδι και στα χέρια των δαιμόνων που μας βασανίζουν;
Ετούτη τη νύχτα που το σκοτάδι που απλώθηκε, κάποιοι δεν κοιμούνται. Νοιάζονται κι εργάζονται χτυπώντας στο αμόνι το σίδερο για να του δώσουν σχήμα. Και τα πρώτα σίδερα που από ετούτο το εργαστήρι θα βγούνε, θα είναι σπάθες δίκοπες…
Φυσάτε τα αμόνια της καρδιάς και της ψυχής, για να πυρώσει το σίδερο…
Το κακό χορεύει στους δρόμους και παίρνει ζωές, λιανίζει ψυχές... Όμως σαν φύγει η νύχτα, σαν πάψει το αγκάλιασμα από ετούτο το βρωμερό σκοτάδι, σαν έρθει το φως, πρέπει να μας βρει έτοιμους, τον έναν πλάι στον άλλο αδελφωμένους μα κι ορκισμένους να πάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας, να πάρουμε την τιμή μας πίσω, να χτίσουμε τα γκρεμισμένα και να δώσουμε φτερά στην ελπίδα…
Προχωράει η νύχτα κι απλώνει το μαύρο... Και τώρα που το σκοτάδι είναι πυκνό είναι η ευκαιρία να σκεφτούμε, να ονειρευτούμε, να ξαποστάσουμε και κάνοντας μια προσευχή να ετοιμαστούμε για το πρώτο φως της ημέρας. Εκείνης της ημέρας που το φως της θα σπείρει τον πανικό στα δουλικά που γίνανε αφέντες μας, στα ερπετά που νόμισαν πως μπορούν ετούτη την γη να την περπατήσουν…
Κι όσοι βρεθούν να φοβηθούν, δεν πειράζει. Είναι επειδή είν’ άμαθοι. Σαν ξημερώσει θα γίνουνε λιοντάρια. Έκπτωση στην ζωή μας δεν κάνουμε...
Άντε, το λοιπόν, να ξημερώσει, για ν’ αρχίσουμε αυτό που δεν κάναμε πριν πέσει αυτή η καταραμένη νύχτα…

Δημήτρης Ιατρόπουλος - Κωνσταντίνος Μιχαήλ