Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015

Ποιος ρε έχ’ Χριστό;



 
Εεε!!!... Βρε Γιώργη, πότη ρε θα βάλ’ς μυαλό…
 
Κάτι μου θύμισε αυτή η φωνή… Ενώ είχα προσπεράσει το καφενείο του χωριού… έκανα πίσω.. στάθηκα… μέχρι να την ξανακούσω…
Το συρτό κρααακ απ’ τα ζάρια ακούστηκε από ένα τάβλι…. Και να και πάλι η ίδια φωνή..
-Πότη ρε… θα νιώστη… ότι ούλ’ αυτούνοι μας κουρουϊδεύνε…..
Είχα εντοπίσει και πάλι τον υπέροχο παππού της προηγούμενης μέρας… Έπαιζε τάβλι με το φιλαράκι του, μ’ έναν  ασπρογένη.. παππουλάκο…
Μπήκα στο καφενείο.. κι έκατσα στη καρέκλα του διπλανού τραπεζιού.. Γύρω κυριαρχούσε η μυρωδιά του καφέ, ανακατωμένη με τη ντακιασμένη τσιγαρίλα…
Τα  δυο γεροντάκια χαμένα στη παρτίδα του τάβλι.. και στη κουβέντα τους….
  Ούτε που με είδαν… Παράγγειλα καφέ… και περίμενα… Τι περίμενα; Δε ξέρω… Καμιά φορά παίρνεις απαντήσεις στα ερωτήματά σου από κεί που δεν το περιμένεις…
-Άκου λέει να ψηφίσουμε το κόμμα που έχ’ Χριστό… Ο παππούς κράτησε τα ζάρια ψηλά με το’ να χέρι.. και κοίταξε βαθιά τον φίλο του στα μάτια… Τα φρύδια έσμιξαν… Ποιο ρε σύ κόμμα έχ’ Χριστό… Α ρε μασκαράδες του κερατά είναι ούλνοι…. Ποιος ρε  συ έχ΄’ Χριστό, αυτούνος ο λιμοκοντόρος ο βολευτής της ΠΑΛΙΑΣ ΟΛΙΓΟΚΡΑΤΙΑΣ (η φωνή του έγινε κοροϊδευτική)  που έρχεται μόνο στις γιορτές για να μας δείξ’ ντην κορμοστασιά τ’; Για η άλλ’ η σουσουράδα… με τα ξανθά… η βουλευτίνα του ΠΑΡΑΣΟΚ που μπαίν’ στην ‘κκλησιά κάθε Λαμπρή, σα να πηγαίνει στου θέατρου;!!! Φτού ξεφτίλα.. ξεφτίλα ρε γενήκαμε…
Το χέρι κατέβηκε και άφησε με μια κίνηση αστραπιαία τα ζάρια πάνω στο τάβλι….
Ο άλλος απέναντι… έκανε να πει κάτι… Ο δικός μου δεν του ‘δωσε χρόνο…
 
-Έλα.. τέσσερα και δύο… πάλι τυχηρός είσαι…
 
-Ποιος ρε έχ’ Χριστό… Επειδής του είπει ου παπάς;… Αμ’ σάμπως κι’ αυτοίνοι οι παπάδες οι σμερινοί, κι οι Δεσποτάδις… Ωχ Θε’ μ’ σχώραμε…. Πάλ’ αμάρτησα…
Ποιος ρε έχ’ Χριστό… Ξέρς τι είπει ου Χριστός… Η δκιά τ’ Βασιλεία δεν είνει απ’ τουτουν το κόσμο… Είχει ου Χριστός αμαξάρες… και βιλάρες….; Θε’ μ’ σχώραμοι… Κι είπει και του άλλο… Το Ναι νάναι ΝΑΙ και το Όχι νάναι ΟΧΙ.. Άκουσες κανέναν απ’ αυτούνους τους σημερνούς να τα λέν’ έτσ’… Καυμένε μ’ κοιμάσει ούρθιους.. Έλα πέτα τα… τι περιμένεις….
Ο άλλος κοιτώντας… με περιέργεια… τον άκουγε και έριξε…
-Ε καλά τώρα… είπε σιγανά…  ίδιο πράμα είναι; Ίδιο να λέει ου άλλους.. ότι θα υποστηρίξ’ τα συμφέροντα της Πατρίδας… και της Θρησκείας.. κι ίδιου να λέει ότι δεν υπάρχει Πατρίδα και Θρησκεία;…
Ο δικός μου με κίνηση έντονα νευρική άρπαξε τα ζάρια.. που πέταξε ο άλλος στον αέρα… Είπα τώρα θα μαλώσουν… αλλά όχι…
-Άκου Γιώργη… ιγώ να σ’ πώ προτιμώ τουν Άθεο που μοι του λέει καθαρά… παρά… τουν ταχαμ' Θεοφοβούμενου.. που τόσα χρόνια μοι λέει ψώματα… ότι έχ’ Θεό τάχα… τάχα..εε;;… Και για τουν Άθεο ξέρου ότι είναι οχτρός…. Ξέρω τι έχου μέσα σντην τσέπη μ’… Αμ’ αυτούνοι τόσα χρόνια… κρύβντε και κάνε δουλειά… ξεριζώνε.. τα όσια και τα ιερά μας…. Οι μασόν’… Φτού ξεφτίλα… Και ου κόσμος δεν του καταλαβαίν’ ρε … και δε κουνήθκαν τόσα χρόνια…
 
Τα ροζιασμένα χέρια κρατάνε τα ζάρια…. και δεν τα ρίχνουν…
 
Θαρρείς και η επόμενη ριξιά θάναι το τέλος… ή η αρχή….
 
Δύσκολο να αποφασίσεις… τι!!!!…… Σα την ψήφο σ’ αυτές τις εκλογές…
 
Ήπια   μια τελευταία ρουφηξιά απ’ τον καφέ και βγήκα.. στο δρόμο.. Ο παππούς που πάλι δεν έμαθα το όνομά του… είχε αποκτήσει μια θέση στην καρδιά μου…
Θα ήταν πια ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ παππούς….