Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2016

Αρχιμ. Κύριλλος Κωστόπουλος, Το εκκλησιολογικό και κανονικό ολίσθημα της Συνόδου του Κολυμπαρίου


Αποτέλεσμα εικόνας για ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΚΟΛΥΜΒΑΡΙΟΥ
TO EKΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΟΛΙΣΘΗΜΑ
ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΟΥ ΚΟΛΥΜΠΑΡΙΟΥ
Ἀρχιμ. Κυρίλλου Κωστοπούλου, Ἱεροκήρυκος Ἱ. Μ. Πατρῶν Δρος Θεολογίας
Μετὰ τὴν ἀνακοίνωση τῶν ἀποφάσεων τῆς συγκληθείσης συνόδου τὸν Ἰούνιο τοῦ 2016 στὸ Κολυμπάρι τῆς Κρήτης θὰ ἤθελα νὰ τοποθετηθῶ ὡς Κανονολόγος στὰ τῆς παραγράφου (ποὺ εἶναι καὶ ἡ σημαντικώτερη), τῆς ἀναφερομένης στὶς σχέσεις τῆς ΜΙΑΣ, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας μὲ τὶς ὑπόλοιπες αἱρετικὲς ὁμάδες, τὶς αὐτοαποκαλούμενες «ἐκκλησίες».
Δυστυχῶς, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ ἡ πλειονότης τῶν Ἐπισκόπων τῶν ἀπαρτισάντων τὴν σύνοδο αὐτὴ ὁμολογοῦν ὅτι ὑπάρχουν καὶ ἄλλες «ἐκκλησίες», ἑτερόδοξες μέν, ἀλλὰ πάντως «χριστιανικὲς ἐκκλησίες».
Εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποδεχώμεθα τὶς αἱρετικὲς ὁμάδες, τῶν Παπικῶν καὶ Προτεσταντῶν, ὡς «ἐκκλησίες»; Εἶναι δυνατὸν νὰ πρεσβεύουν «ἑτέρα δόξα» (δόξα=γνώμη, πίστη, Liddell-Scott, Μ. Λεξικόν, 1, 643), ἄλλη δηλαδὴ πίστη ἀπὸ ἐκείνην, τὴν ὁποία διακηρύσσει ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ Ἁγιοπατερική μας Παράδοση καὶ νὰ γίνωνται δεκτὲς ὡς «ἐκκλησίες»; Αὐτὸ εἶναι καθαρὸς συγκρητισμὸς καὶ ἐπάρατος οἰκουμενισμός.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου εἶναι ΜΙΑ. Καὶ τοῦτο γιὰ τὸν λόγο ὅτι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ΕΝΑ. Ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος τὸ τονίζει: «Ἓν σῶμά ἐσμεν ἐν Χριστῷ» (Ρωμ. 12, 5) καὶ «Μεμέρισται ὁ Χριστός;» (Α´ Κορ. 1, 13). Κομματιάζεται ὁ Χριστός; Ὁ Ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος δὲν εἶπε στὸν μαθητήν Του Ἀπόστολο Πέτρο «οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησία...» (Ματθ. 16, 18); Τὴν Ἐκκλησία, εἶπε, ὄχι τὶς Ἐκκλησίες!
Ὁ Μ. Βασίλειος στὸν 1ο κανόνα του ὁμιλεῖ σαφῶς γιὰ τοὺς «καταλιπόντες τὴν καθολικὴν ἐκκλησίαν» (Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα τ. 3, 89) καὶ τοὺς διαχωρίζει σὲ αἱρετικούς, σχισματικοὺς καὶ ἀποσυναγώγους ἀνάλογα μὲ τὸ βάθος τῆς πλάνης, στὴν ὁποία ἔχουν ὑποπέσει. Δὲν ἀποκαλεῖ «ἐκκλησίες» τὶς νεοπαγεῖσες συνάξεις, τὶς ψευδεπιγράφως καὶ παραπλανητικῶς ὀνομαζόμενες «χριστιανικές», ἀλλὰ τὶς ἀντιδιαστέλλει ἀπολύτως ἀπὸ τὴν ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, τὴν ἀποκλειστικῶς κατέχουσα τὸ πλήρωμα τῆς ἀληθείας. Ὁμολογεῖ δὲ ὅτι τοὺς αἱρετικοὺς ἑτεροδόξους «ὡς ἀσεβεῖς ἀποφεύγομεν καὶ ἀναθεματίζομεν» (ἐπ. 226, PG 32, 849).
Oἱ δὲ κανόνες  τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων 8ος τῆς Α´, 7ος τῆς Β´ καὶ 95ος τῆς ΣΤ´ ρυθμίζουν τὸν τρόπο ὑποδοχῆς καὶ ἀποδοχῆς στὸ Σῶμα τῆς Μίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῶν «προστιθεμένων τῇ ὀρθοδοξίᾳ, καὶ τῇ μερίδι τῶν σωζομένων ἀπὸ αἱρετικῶν». Καὶ τοῦτο γιατὶ ποτὲ ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀποδέχθηκε τοὺς ἀποκοπέντες ὡς νέες φυτεῖες ἢ κλάδους τοῦ ἑνὸς δένδρου. Πάντοτε διεκήρυττε ὅτι ὅποιος ἐξέρχεται ἐκ τοῦ ΕΝΟΣ ΣΩΜΑΤΟΣ τῆς ΜΙΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ἐξέρχεται τῆς «τῶν σωζομένων μερίδος» καὶ ποτὲ δὲν ἀνεγνώρισε τὰ δῆθεν μυστήριά τους ὡς ἔγκυρα, οὔτε καὶ αὐτὸ τὸ βάπτισμά τους (βλ. 46ο κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων).
Ὁ καθηγητὴς καὶ ἐπίσκοπος Νικόδημος Μίλας γράφει σχετικὰ μὲ τὰ ἀνωτέρω: «Ἐπειδὴ μία κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει, δηλονότι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, δέον ἡ Ἐκκλησία, ἡ τὸ Σῶμα Αὐτοῦ ἀποτελοῦσα, νὰ ᾖ ἑνιαία, μία» (Ἐκκλησ. Δίκ. [1906] 294). Ὁ δὲ Μ. Βασίλειος ἔγραφε στοὺς Ἰταλοὺς καὶ τοὺς Γάλλους Ἐπισκόπους: «Τοὺς τὴν ἀποστολικὴν ὁμολογοῦντας πίστιν, ἅπερ ἐπενόησαν σχίσματα διαλύσαντας, ὑποταγῆναι τοῦ λοιποῦ τῇ αὐθεντίᾳ τῆς Ἐκκλησίας» (ἐπ. 92, PG 32, 481). Ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ὁμολογοῦν τὴν ἀποστολικὴ πίστη νὰ διαλύσουν τὰ σχίσματα ποὺ ἐπενόησαν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς νὰ ὑποταχθοῦν εἰς τὴν αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας. Διότι, λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, «οἶκός ἐστιν ἡ Ἐκκλησία πατρικός· ἓν σῶμα καὶ ἓν πνεῦμα» (PG 62, 87). Ὅλα τὰ ἄλλα μορφώματα, τὰ ὁποῖα ἀποκαλοῦνται Ἐκκλησίες (Παπισμός, Προτεσταντισμός, Οὐνία κ.τ.λ.) εἶναι ὁμάδες ἀποκεκομμένες ἀπὸ τὸ ἕνα Σῶμα τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θὰ ὀνομάση «ἐκκλησία» κάθε ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ αἱρετικὰ μορφώματα, τοποθετεῖται αὐτομάτως στὸν χῶρο τῆς αἱρέσεως.
Ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς ὁμιλεῖ καθαρὰ περὶ τούτου: «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καὶ μοναδική, διότι εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Ἑνὸς καὶ μοναδικοῦ Χριστοῦ [...] ποτὲ δὲν ὑπῆρχε διαίρεσις τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μόνον χωρισμὸς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν [...] Ἐκ τῆς μίας, ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἰς διαφόρους καιροὺς ἀπεσχίσθησαν καὶ ἀπεκόπησαν οἱ αἱρετικοὶ καὶ σχισματικοί, οἱ ὁποῖοι κατὰ συνέπειαν ἔπαυσαν νὰ εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ σύσσωμοι τοῦ Θεανθρωπίνου Σώματός της. Τοιοῦτοι ἦσαν πρῶτον οἱ Γνωστικοί, κατόπιν οἱ Ἀρειανοὶ καὶ Πνευματομάχοι, ἔπειτα οἱ Μονοφυσίται καὶ Εἰκονομάχοι καὶ τέλος οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ οἱ Προτεστάνται καὶ Οὐνῖται καὶ ὅλη ἡ ἄλλη αἱρετικὴ λεγεών» (Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμός [1974] 82).
Εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν γνωρίζουν τὴν ἀλήθεια περὶ τῆς ΜΙΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι καὶ νὰ ἀγκαλιάζουν τοὺς αἱρετικούς, διχάζοντες τὸ Ὀρθόδοξο ποίμνιο;
Στὴν Κρήτη, ὄχι μόνον δὲν κατεδίκασαν τὶς πολλὲς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ἀλλὰ ἐστράφησαν καὶ ἐναντίον τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου περὶ τῆς Μίας Ἐκκλησίας. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ καθαρὰ ὁμολόγησε τὴν μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας: «Εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν ἐκκλησίαν».
Δὲν εἶναι πνευματικὴ παραφροσύνη νὰ στρέφεσαι ἐναντίον τῆς ἀποφάσεως καὶ διακηρύξεως τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου γιὰ τὸ θέμα τῆς μοναδικότητος τῆς Ἐκκλησίας; Καί μόνον ἐξ αὐτοῦ τοῦ δογματικοῦ ὀλισθήματος ἡ ἐν λόγῳ σύνοδος καθίσταται ληστρική, ἐφ᾽ ὅσον δὲν πληροῖ τὸ «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι».
Ἀπεκάλεσαν τὶς αἱρετικὲς ὁμάδες «ἑτερόδοξες ἐκκλησίες».
Ἡ ἴδια ἡ φράση ἀποτελεῖ σχῆμα ὀξύμωρο. Ἀπὸ τὴν Ἀρχαιότητα ἀκόμη οἱ ὅροι «ἑτεροδοξέω», «ἑτεροδοξία», «ἑτερόδοξος» δηλώνουν τὸ ψεῦδος, τὴν πλάνη, τὸν πλανεμένο (Πρβλ. Πλάτωνος, Θεαίτητος, 190e, 193d κ.ἀλ.). Στὴν δὲ Πατερικὴ Γραμματεία ὁ ὅρος ἑτερόδοξος ταυτίζεται ἀπόλυτα μὲ τὴν ἔννοια τοῦ πλανεμένου, τοῦ ἀποκεκομμένου ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Μίας Ἐκκλησίας. Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος ἀποδέχεται ἑτέρα δόξα, ἑτέρα γνώμη, δηλαδή, ψευδὴ καὶ ἀλλοιωμένη δογματικὴ καὶ κανονικὴ διδασκαλία ἀπὸ ἐκείνη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Βλ. καὶ Liddell-Scott,vol. ii, 344). Αὐτὸς δὲν εἶναι αἱρετικός; Αὐτὸς δὲν ἀπεκόπη ἀπὸ τὴν Μία Ἐκκλησία; Τότε πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ τοποθετῆται μετὰ τῆς Μίας Ἐκκλησίας καὶ νὰ ἐκλαμβάνεται ὡς «Ἐκκλησία»; Ὁ Μ. Βασίλειος ἐπιβεβαιοῖ: «Τέτμηται ἡ αἵρεσις πρὸς τὴν Ὀρθοδοξίαν» (ἐπ. 258, PG 32, 952).
Ἀλλὰ ἂς δοῦμε ἐπὶ τροχάδην κάποιες ἀπὸ τὶς ἄπειρες θέσεις τῶν Ἁγίων Πατέρων περὶ τῶν ἑτεροδόξων. Ὁ Μ. Ἀθανάσιος τονίζει ὅτι ὁ Θεὸς θὰ ἀπωλέση τοὺς ἑτεροδόξους: «Τοὺς ἀποπεσόντας τῆς ἀληθείας ἑτεροδόξους λαλοῦντας ψεῦδος... ἀπολεῖ ὁ Θεός» (PG 27, 73), ἐνῶ ὁ Μ. Βασίλειος προτρέπει νὰ μὴν δεχώμαστε τὶς διδαχὲς τῶν ἑτεροδόξων, διότι εἶναι καθαρὴ τρέλλα νὰ ἀκολουθοῦμε τοὺς παράφρονες: «Μὴ ἄγεσθαι ὑπὸ τῆς πιθανότητος τῶν ἑτεροδόξων· μανία γὰρ σαφής, ἐξεστηκόσιν ἀκολουθεῖν» (PG 30, 649). Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος διακηρύσσει ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι, μὲ τὸ νὰ διαστρεβλώνουν τὰ νοήματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ νὰ φανερώνουν τὴν πλάνη τους μὲ σκοπὸ νὰ παγιδεύσουν τοὺς Ὀρθοδόξους, θὰ ἐπισύρουν ἐπὶ τὰς κεφαλάς των τὴν τιμωρία τοῦ Θεοῦ: «Οἱ ὀρύσσοντες τὰς Γραφὰς ἑτερόδοξοι οὐκ ἐπὶ τῷ μαργαρίτας εὑρεῖν, ἀλλὰ παραφθεῖραι καὶ παγίδα στῆσαι, θησαυρίζουσι πῦρ, τὴν ἐγκρύφιον κακίαν εἰς φανερὸν ἄγοντες» (PG 64,709). Σημαντικὴ εἶναι καὶ ἡ ἀναφορὰ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ, ὁ ὁποῖος καταδικάζει τοὺς ἑτεροδόξους, ὄχι μόνον ὡς μὴ πειθομένους στὴν Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ καὶ προσπαθοῦντας νὰ παρασύρουν καὶ ἄλλους στὴν πλάνη τους, χρησιμοποιώντας ἀθέμιτα μέσα: «Οἳ (ἐν. οἱ ἑτερόδοξοι) πείθεσθαι ταῖς Γραφαῖς οὐκ ἀνέχονται· δεινότητι δέ τινι περιτρέπειν τοὺς ἀήθεις τῶν τοιούτων λόγων πειρῶνται» (PG 10, 1137). Ἐπίσης καὶ ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης στεντορείᾳ τῇ φωνῇ προειδοποιεῖ ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι, ὡς μέλη τῆς Μίας Ἐκκλησίας, δὲν πρέπει νὰ ἔχουν καμμία κοινωνία μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, δηλαδὴ τοὺς αἱρετικούς, ἂν θέλουν νὰ παραμείνουν φίλοι τοῦ Θεοῦ: «Εἰ φίλοι κατὰ θεόν, πῶς τῇ κοινωνίᾳ τῶν ἑτεροδόξων κοινωνοῦντες;» (ἐπ. 48, PG 99, 1081).
Πῶς, λοιπόν, θὰ ἀγνοήσουμε ὅλη τὴν Πατερική μας Παράδοση καὶ θὰ ἀποκαλέσουμε «ἐκκλησίες» τοὺς αἱρετικούς, τοὺς «ἐν πανουργίᾳ πικροτάτους ἑτεροδόξους»; (Πρβλ. Ὀλυμπιοδώρου, PG 93, 761) Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς βροντοφωνάζει: «Ἔστιν οὖν ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ καθολικὴ Ἐκκλησία, τὸ σύστημα τῶν ἀπ᾽ αἰῶνος ἁγίων Πατέρων, πατριαρχῶν, προφητῶν, ἀποστόλων, εὐαγγελιστῶν, μαρτύρων, οἷς προσετέθη πιστεύσαντα ὁμοθυμαδὸν πάντα τὰ ἔθνη» (PG 96, 1357).
Γιατὶ νὰ ψευδώμεθα, Παναγιώτατε, ἔναντι τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τῶν ἑτεροδόξων, τῶν πλανεμένων ἀδελφῶν μας; Εἶναι δυνατὸν ἀπὸ τὴν μία νὰ τοὺς κατονομάζουμε ἑτεροδόξους, δηλαδὴ αἱρετικοὺς καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ τοὺς δεχώμεθα ὡς «ἐκκλησίες»;
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ ΜΙΑ καὶ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ. Καὶ τοῦτο διότι ὁ Ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Κύριος μετεβίβασε τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία στοὺς Ἀποστόλους καὶ ἡ Ἀποστολικὴ αὐτὴ ἐξουσία περιῆλθε στοὺς Ἐπισκόπους καὶ διαδόχους αὐτῶν.
Γιατὶ νὰ μὴν ὁμολογοῦμε τὴν ἀλήθεια πρὸς ὅλους τοὺς αἱρετικούς, ὥστε νὰ τοὺς βοηθήσουμε νὰ ἐνταχθοῦν καὶ αὐτοὶ κάποτε στὴν ΜΙΑ Ἐκκλησία; Ἄλλωστε, οἱ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες Ἅγιοι Πατέρες μας αὐτὸ ἐπεδίωκαν νὰ κατανοήσουν οἱ παντὸς εἴδους αἱρετικοί:  ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων εἶναι Μία καὶ μοναδική, διότι ἡ κεφαλή της εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Κύριος, ὁ ὁποῖος εἶναι Ἕνας καὶ Μοναδικός. «Ὡς γὰρ εἷς Κύριος, μία πίστις, εἷς Θεός, οὕτω δῆλον ὅτι καὶ μία ἐκκλησία» (Θεοδώρου Στουδίτου, ἐπ. 273, G. Fatouros, vol. 2, 404).
Πρέπει νὰ γίνη κατανοητὸ ἀπὸ ὅλους, Oἰκουμενικὸ Πατριάρχη, λοιποὺς Πατριάρχες καὶ Ἐπισκόπους, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, ὅτι ἡ ἐν Κολυμπαρίῳ σύναξη δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνα «θέατρο τοῦ παραλόγου». Ἐκεῖνο ποὺ ἐπιχειρήθηκε ἀνεπιτυχῶς ἦταν ἡ παραπλάνηση τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ, ἐνῶ τὸ μόνο ποὺ ἐπετεύχθη ἦταν ὁ παροργισμὸς τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Ἂς ἀκούσουμε τὴν φωνὴ τοῦ Οὐρανοφάντορος Βασιλείου, ὁ ὁποῖος προειδοποιεῖ γιὰ τὴν ἔγκαιρη λήψη μέτρων πρὶν τὸ μικρόβιο τῆς αἱρέσεως ἐπεκταθῆ καὶ μολύνη ὅλο τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας: «Ἐπινέμεται τὸ κακὸν τῆς αἱρέσεως, καὶ δέος ἐστὶ μὴ τὰς ἡμετέρας Ἐκκλησίας καταφαγοῦσα, ἕρψῃ λοιπὸν καὶ ἐπὶ τὸ ὑγιαῖνον μέρος» (ἐπ. 243, PG 32, 908).