Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2016

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΛΟΜΟΙΡΟΣ (ΜΕΡΟΣ 1)

Κατά ενωτικών
 
ΣΧΟΛΙΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ: Πιστεύω ακράδαντα ότι η ευθύνη δεν είναι μόνον των ....ποιμένων. Η ευθύνη για την κατάντια, και την αποστασία που ζούμε βαραίνει εξ' ίσου τουλάχιστον, και το ποίμνιο. Καιρός λοιπόν να διαβάσει πας μη γνωρίζων και να μάθει..  Ο Αλέξανδρος Καλόμοιρος να λέγει υπέροχα. Σαν να μιλά για το σήμερα.
π. Φώτιος Βεζύνιας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Α΄ Ειρήνη χωρίς αλήθεια.

Η τραγική πείρα των τελευταίων γενεών έφερε στην ανθρωπότητα έντονη τη δίψα της ειρήνης. Τώρα η ειρήνη θεωρείται αγαθό υψηλότερο από πολλά ιδανικά για τα οποία οι άνθρωποι έχυναν ευχαρίστως το αίμα τους άλλοτε. Σ’ αυτό συνετέλεσε πολύ και το γεγονός ότι ο πόλεμος δεν είναι πιά αυτό που ήταν πολλές φορές στό παρελθόν, δηλαδή σύγκρουσις της αδικίας με την δικαιοσύνη, αλλά έγινε χωρίς νόημα σύγκρουσις της αδικίας με την αδικία. Το βίωμα του ψεύδους και της υποκρισίας, που μεταχειρίσθηκε η αδικία των διαφόρων παρατάξεων, για να εμφανισθή στα μάτια των οπαδών της σαν δικαιοσύνη, έκανε τους ανθρώπους να χάσουν την πίστι τους στην ύπαρξι της δικαιοσύνης, και να μη βλέπουν μπροστά τους τίποτε που να αξίζη να το υπερασπίσουν. Έτσι ο πόλεμος υπό οποιαδήποτε μορφή φαίνεται στους ανθρώπους σαν κάτι το τελείως παράλογο.

Αυτή η απροθυμία της ανθρωπότητος για την κάθε είδους σύγκρουσι θα ήταν κάτι το θαυμάσιο εάν ήταν γέννημα πνευματικής υγείας. Εάν είχε πάψει να υφίσταται η αδικία, το μίσος και το ψέμα, τότε η ειρήνη θα ήταν το επιστέγασμα της ανθρώπινης ευδαιμονίας. Η ενότης θα ήταν ένα φυσικό και όχι τεχνητό αποτέλεσμα. Όμως παρατηρείται κάτι το τελείως διαφορετικό. Σήμερα που όλοι μιλούν για ειρήνη και για ενότητα, η φιλαυτία και τα μίση, η αδικία και το ψέμα, η φιλοδοξία και η πλεονεξία μεσουρανούν. Όλοι, ο καθένας με τον τρόπο του, μιλούν για την αγάπη πρός τον άνθρωπο, για την αγάπη πρός την ανθρωπότητα. Δεν υπήρξε όμως ποτέ μεγαλύτερη υποκρισία από αυτήν την δήθεν αγάπη. Γιατί η αγάπη πρός κάτι το θεωρητικό, πρός κάτι το φανταστικό, όπως είναι η έννοια «ανθρωπότης» είναι εξ’ ίσου θεωρητική και φανταστική. Δεν έχει καμμία σχέσι με την αγάπη πρός τον συγκεκριμένο άνθρωπο που έχουμε μπροστά μας. Αυτή η αγάπη πρός ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, όταν υπάρχη, είναι η μόνη πραγματική. Είναι η αγάπη πρός τον πλησίον μας που εζήτησε ο Χριστός.

Αυτός ο συγκεκριμένος άνθρωπος με τις ατέλειες και τις αδυναμίες του, αντί να αγαπηθή, μισήθηκε στις ημέρες μας περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Και όχι μόνον μισήθηκε, αλλά περιφρονήθηκε και εξευτελίσθηκε, θεωρήθηκε ένα «πράγμα», χωρίς ιδιαίτερη αξία, μέσον για την επίτευξι «υψηλών» σκοπών, ένα μόριο της μάζας. Αυτοί που μιλούν περισσότερο για την αγάπη πρός τον άνθρωπο και την ανθρωπότητα, για την ειρήνη και την ενότητα, είναι ακριβώς εκείνοι που μισούν περισσότερο τον πλησίον τους, τον γνωστό τους. Αγαπούν τον άνθρωπο: πλάσμα της φαντασίας τους, δεν αγαπούν τον άνθρωπο: πραγματικότητα. Αυτή η λατρεία του ειδώλου «άνθρωπος» είναι στην πραγματικότητα ναρκισισμός, είναι η λατρεία του «εγώ».

Θα ήταν λοιπόν αφέλεια να πιστέψη κανείς ότι η φιλειρηνική διάθεσις που χαρακτηρίζει την ανθρωπότητα σήμερα προέρχεται από αγάπη. Όχι! Τα περί αγάπης είναι υποκρισία ή αυταπάτη. Ο πόθος της ειρήνης προέρχεται από το χάσιμο των ιδανικών, από τον φόβο και την αγάπη της καλοπέρασης. Είναι ο πόθος να μας αφήσουν ήσυχους να απολαύσουμε τα αγαθά της γής. Είναι η κατά συνθήκην συνεργασία για την απόκτησι των αγαθών που χωριστά ο καθένας δεν θα μπορούσε να αποκτήση. Είναι η παγκόσμιος συνεννόησις πάνω σε κάτι που έγινε το πάθος ολοκλήρου της γής: την φιληδονία και την φιλοϋλία. Είναι προϊόν της ανάγκης.

Η ειρήνη για την οποία μιλάει σήμερα ο κόσμος είναι η άνευ όρων συνθηκολόγησις κάθε καλού και μεγάλου και η επικράτησις της μικρότητος, της μετριότητος και της χλιαρότητος. Είναι η εξάλειψις της προσωπικότητος των ατόμων και των λαών. Είναι μία μαρμελάδα συμβιβασμών και υπολογισμών, μία θάλασσα υποκρισίας, η αδιαφορία για την αλήθεια, η προδοσία κάθε ιερού και οσίου.

Ο πόλεμος είναι κάτι το φοβερό, αποτέλεσμα της πτώσεως του ανθρώπου, και κανείς δεν πρόκειται να τον εξυμνήση. Όμως η ειρήνη που παζαρεύει ο σύγχρονος κόσμος είναι κάτι απείρως φοβερώτερο. Ο πυρετός είναι κάτι το πολύ δυσάρεστο, δείχνει όμως τουλάχιστον ότι ο οργανισμός αντιδρά στό κακό που τον βρήκε. Η ειρήνη που θέλουν να φέρουν δεν είναι δυστυχώς εκείνη που έρχεται από την κατανίκησι του κακού, αλλά εκείνη που έρχεται από την ήττα. Είναι η απυρεξία του πτώματος.

Στό βάθος η ειρήνη που επιδιώκουν οι άνθρωποι δεν είναι μόνον η ειρήνη των όπλων. Είναι η ειρήνη της συνειδήσεως. Θέλουν να ειρηνεύση το καλό με το κακό. Η δικαιοσύνη με την αδικία, η αρετή με την αμαρτία, η αλήθεια με το ψέμα, για να μπορέσουν να ειρηνεύσουν κι αυτοί με την συνείδησί τους.

Β΄ Δεν υπήρξε διάσπασις.

 

Στην προσπάθεια του κόσμου για ειρήνευσι, οι λεγόμενοι Χριστιανοί παίζουν σημαντικό ρόλο. Με το σύνθημα «Χριστιανοί ενωθήτε» ξεκινούν για το παζάρι όπου θα πουληθή η αλήθεια.

Κάποτε οι Χριστιανοί πίστευαν και ήταν έτοιμοι να πεθάνουν για την πίστι τους. Σήμερα ο ζήλος τους για την αλήθεια έχει κρυώσει. Άρχισαν να την θεωρούν σαν κάτι το δευτερεύον. Βρίσκουν τις διαφορές των «Εκκλησιών», για τις οποίες άλλοτε πρόθυμα θυσιαζόντουσαν οι μάρτυρες, εξωρίζοντο οι Πατέρες, ακρωτηριάζονταν οι πιστοί, σαν ασήμαντες και ανάξιες λόγου.

Οι περισσότεροι απ’ αυτούς είναι νοσηροί και αδιόρθωτοι αισθηματίαι, που νομίζουν ότι η θρησκεία του Χριστού είναι μία δεοντολογία που αφορά στις ανθρώπινες σχέσεις. Οι άλλοι επιδιώκουν πολιτικούς σκοπούς και σκοτεινά συμφέροντα. Όλοι μαζί κτίζουν την πόλι του αντιχρίστου. Ζητούν την ένωσι αδιαφορώντας για την αλήθεια, ζητούν το εξωτερικό πλησίασμα αδιαφορώντας για την εσωτερική διάστασι, ζητούν το γράμμα αδιαφορώντας για το πνεύμα.

Πώς είναι δυνατόν να ελπίζουν ότι αυτό που απέτυχε τους πρώτους αιώνες του σχίσματος, θα επιτευχθή τώρα που οι δογματικές διαφορές και οι διαφορές της νοοτροπίας έγιναν, με το πέρασμα των αιώνων, από χάσματα ωκεανοί;

Και μόνον το γεγονός ότι μιλούν για ένωσι των Εκκλησιών δείχνει ότι η σκέψι τους είναι τελείως αντιχριστιανική. Παραδέχονται έτσι ότι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, την οποίαν ομολογούμε στό σύμβολο της πίστεώς μας, έχει πάψει να υπάρχη, ότι έχει διασπασθή σε πολλές Εκκλησίες που δεν είναι πιά καθολικές, δεν περιέχουν δηλαδή ολόκληρη την αλήθεια και την Χάρι, όπως οι τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, αλλά ένα μικρό ή μεγάλο μέρος αυτών. Κατά συνέπειαν παραδέχονται ότι η αλήθεια δεν υπάρχει πιά επάνω στη γή, και ότι ο Χριστός ήλθε επί ματαίω. Γιατί μέσα σ’ αυτό το ανακάτεμα της αλήθειας με το ψέμα, είναι αδύνατον να ξαναβρεθή η αλήθεια, περί της οποίας ήλθε να μαρτυρήση ο Χριστός, και επομένως είναι αδύνατον να ξαναβρεθή ο Χριστός που είναι ο ίδιος η αλήθεια.

Αλλά τότε γιατί είπε ο Χριστός ότι θα είναι μαζί μας μέχρι της συντελείας του αιώνος; «Και εγώ μεθ’ υμών ειμι πάσας τάς ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος». Γιατί είπε ότι το Πνεύμα το άγιο θα οδηγήση τους μαθητάς εις πάσαν την αλήθειαν, και ότι ούτε οι πύλες του Άδου δεν θα μπορέσουν να καταβάλουν την Εκκλησία;

Εάν η Εκκλησία έχει διασπασθή - και για να χρειάζεται ένωσι θα πή πώς έχει διασπασθή - τότε όλα αυτά που υποσχέθηκε ο Χριστός, βγήκαν ψέματα! Αλλά άπαγε της βλασφημίας. Η Εκκλησία ζή και θα ζή έως της συντελείας του αιώνος αδιάσπαστος και άτρωτος κατά την υπόσχεσι του Κυρίου. Όσοι μιλούν για «Ένωσι των Εκκλησιών» απλώς αρνούνται τον Χριστό και την Εκκλησία του.

Όταν ένας Ορθόδοξος Πατριάρχης δέχεται να μετέχη η Ορθόδοξος Εκκλησία στό Προτεσταντικό Οικουμενικό Συμβούλιο  τ ώ ν  Ε κ κ λ η σ ι ώ ν  σαν μία από τις πολλές «Εκκλησίες», τι άλλο κάνει παρά να ομολογή επισήμως, όπως οι Προτεστάνται, την ύπαρξη πολλών Εκκλησιών και άρα την διάσπασι της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας; Τι άλλο κάνει παρά να αρνήται τον Χριστό;

Αλλά στην ανίερη προσπάθειά τους οι άνθρωποι αυτοί φέρνουν για σύμμαχο τα λειτουργικά κείμενα και τον ίδιο τον Κύριο. Πράγματι ο Χριστός προσευχήθηκε για τους μαθητάς του «ίνα ώσιν έν» και η Εκκλησία προσεύχεται σε κάθε Λειτουργία «υπέρ της των πάντων ενώσεως».

Δεν σημαίνουν όμως αυτά ότι η Εκκλησία εύχεται να ενωθούν κάποτε οι χριστιανοί με αμοιβαίες υποχωρήσεις στην πίστη τους. Δεν αναφέρεται σε επιδιώξεις συμβατικών συμφωνιών με τις οποίες διάφορα ετερόκλητα στοιχεία «ενώνονται». Δεν έχει καμμία σχέσι με τα «πρωτόκολλα» για συμμαχία ή συμφωνία ή και ένωσι, που υπογράφονται έπειτα από πολλές διαπραγματεύσεις, μεταξύ των διαφόρων κρατών. Όχι, τίποτε απ’ αυτά δεν σημαίνουν οι φράσεις αυτές. Η Εκκλησία εύχεται στον Θεό όχι να ενωθούν διάφορα ετερόκλητα στοιχεία, αλλά  ν ά  γ ί ν ο υ ν  ό λ ο ι  ΕΝΑ. Να δεχθούν δηλαδή όλοι την αλήθεια και με πολλή συντριβή και ταπείνωσι να προσπέσουν στην Εκκλησία και να αριθμηθούν μεταξύ των μελών της. Να καταλάβουν την πλάνη τους κάτω από την οποία έζησαν και να σπεύσουν στό φώς και στην αλήθεια, δηλαδή στην Εκκλησία. Αυτό εύχεται η Εκκλησία. Ό,τι ακριβώς εύχεται και  στη Λειτουργία του Μ. Βασιλείου: «τους πεπλανημένους επανάγαγε και σύναψον τη αγία σου καθολική και αποστολική Εκκλησία». Αυτή είναι η μόνη  έ ν ω σ ι ς  την οποίαν εύχεται και την οποίαν δέχεται η Εκκλησία.

Αυτή μόνον η ευχή και η επιθυμία προέρχεται από γνήσια αγάπη, γιατί ζητάει την ιατρεία των ασθενών και όχι την εξαπάτησί τους.
 
από το βιβλίο του Αλέξανδρου Καλόμοιρου "Κατά ενωτικών"
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ