Τρίτη 23 Μαΐου 2017

Τo κοινό ανακοινωθέν του Πάπα Φραγκίσκου και του Κόπτη Πατριάρχη

ΣΧΟΛΙΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ: Ύψος ασέβειας, ύψος ψεύδους. Ποία κονωνία λοιπόν μετά τούτων...; !!!
Φύγωμεν της βλασμημίας και του αίσχους της παναιρέσεως του οικουμενισμού.
π. Φώτιος Βεζύνιας


Σχετική εικόνα
Τό κοινόν ἀνακοινωθέν τῶν Πάπα Φραγκίσκου, Πάπα τοῦ Βατικανοῦκαί τοῦ Πάπα Ταουάνδρος, τῆς Κοπτικῆς Ἐκκλησίας
(Τό κοινό ἀνακοινωθέν, τό ὁποῖον ἐδημοσιεύθη προσφάτως (28-4-2017) εἰς τήν ἐπίσημον ἰστοσελίδα τῆς «Καθολικῆς Ἐκκλησίας» ἐν Αἰγύπτῳ (Facebook), μετέφρασε ἀπό τά Ἀραβικά στά Ἑλληνικά ἐφημέριος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος (Παλαιός Ναός, ὀδός Θηβῶν, Παλαιά Κοκκινιά, Πειραιεύς) Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος π. Ἀθανάσιος Χενεΐν).
Ἡμεῖς, Φραγκῖσκος, ἐπίσκοπος Ρώμης καί Πάπας τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, καί Ταουάνδρος Β, Πάπας καί Πατριάρχης τοῦ θρόνου τοῦ Ἁγίου Μάρκου, εὐχαριστοῦμεν τόν Θεόν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, διότι μᾶς ἐχάρισεν τήν εὐτυχισμένην εὐκαιρίαν νά συναντηθῶμεν ἐκ νέου, νά ἀνταλλάξωμεν ἀδελφικόν ἀσπασμόν, καί νά ἑνωθῶμεν εἰς κοινήν προσευχήν. Ἡμεῖς δοξάζομεν τόν Θεόν τόν Ὕψιστον, λόγῳ τῶν στενῶν ἀδελφικῶν καί φιλικῶν δεσμῶν, οἱ ὁποίοι ὑφίστανται μεταξύ τοῦ Θρόνου τοῦ Ἁγίου Πέτρου καί τοῦ  Θρόνου τοῦ Ἁγίου Μάρκου. εὐτυχία, τήν ὁποίαν αἰσθανόμεθα ἕνεκα τῆς κοινῆς παρουσίας μας ἐδῶ εἰς τήν Αἴγυπτον, ἀποτελεῖ σημεῖον τῆς στενῆς μας σχέσεως, ὁποία ἀναπτύσσεται ἀπό χρόνον εἰς χρόνον μέ τήν κοινήν πίστιν καί τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡμεῖς ἀναπέμπομεν εὐχαριστίας πρός τόν Θεόν διά τήν προσφιλῆ μας Αἴγυπτον, «τήν  πατρίδα, ἡ ὁποία ζῆ ἐν ἡμῖν», ὅπως συνήθιζε νά λέγει ὁ Παναγιώτατος Πάπας Σενούντα Γ΄. Ἡ Αἴγυπτος εἶναι «ὁ εὐλογημένος λαός» (βλ. Ἡσαΐας 19, 25), μέ τόν Φαραωνικό του πολιτισμόν, τήν Ἑλληνιστικήν καί Ρωμαϊκήν κληρονομίαν του, τήν κοπτικήν παράδοσιν, ἀλλά καί τήν Ἰσλαμικήν παρουσίαν. Ἡ Αἴγυπτος εἶναι ὁ μόνος τόπος, ὅπου εὕρεν καταφύγιον ἡ Ἁγία Οἰκογένεια, καί συγχρόνως ἡ γῆ τῶν μαρτύρων. 
Οἱ βαθεῖς δεσμοί, οἱ ὁποῖοι μᾶς συνδέουν, εὑρίσκουν τάς ρίζας των ἐν τῇ τελείᾳ κοινωνίᾳ, ἡ ὁποία ἥνωσεν τάς Ἐκκλησίας μας κατά τούς πρώτους αἰώνας, μία κοινωνία ἡ ὁποία ἐξεφράσθη κατά πολλούς καί διαφόρους τρόπους διά μέσου τῶν πρώτων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀρχῆς γενομένης ἀπό την Οἰκουμενικήν Σύνοδον τῆς Νικαίας τοῦ 325 μ.Χ., μέ τήν πολύτιμον συμβολήν τοῦ γενναίου διακόνου καί ἑνός ἐκ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ  ἁγίου  Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος ἡξιώθη τοῦ τίτλου τοῦ «φύλακος τῆς πίστεως». Ἡ κοινωνία αὔτη ἐνεδυναμώθη διά τῆς προσευχῆς, τάς ὁμοίας λειτουργικάς πράξεις, τήν τιμήν εἰς τούς ἰδίους μάρτυρας καί ἁγίους, τήν ἀνάπτυξιν τοῦ μοναχικοῦ βίου καί την διάδοσίν του, κατά τό παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου, τοῦ ἀναγνωρισμένου ὡς «πατρός  τῶν μοναχών».
Ἡ ἐμπειρία τῆς ταιαύτης τελείας κοινωνίας μας, ἡ ὁποία προηγήθη τῆς ἐποχῆς τοῦ σχίσματος, λαμβάνει ὅλως ἰδιαίτερον νόημα καί θέσιν εἰς τάς συγχρόνους προσπαθείας, αἱ  ὁποίαι γίνονται μέ σκοπόν τήν ἀποκαταστάσιν τῆς πλήρους κοινωνίας, διότι αἱ πλεῖσται τῶν σχέσεων, αἱ ὁποῖαι ἥνωσαν τάς Ἐκκλησίας μας, τήν καθολικήν καί τήν κοπτορθοδόξον, κατά τούς πρώτους αἰῶνας, συνεχίζονται καί σήμερον, ἀντιθέτως πρός τά σχίσματα. Ἡ κοινωνία αὔτη ἔλαβεν ἐκ νέου προσφάτως σάρκα καί ὁστά, πρᾶγμα τό ὁποῖον μᾶς ὠθεῖ καί μᾶς προκαλεῖ  νά ἐντείνωμεν τούς κοινούς ἀγῶνας μας, προκειμένου νά εὕρωμεν τήν ὀρατήν μας ἕνωσιν ἐν τῇ διαφορετικότητι, ἐπί τῇ καθοδηγήσει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐπικαλούμεθα μετά μεγάλης εὐγνωμοσύνης τήν ἱστορικήν συνάντησιν, ἡ  ὁποία ἐπραγματοποιήθη πρό τεσσαράκοντα τεσσάρων ὁλοκλήρων ἐτῶν μεταξύ τοῦ Πάπα Παύλου ΣΤ΄ καί τοῦ Πάπα Σενοῦντα Γ΄. Πρόκεται διά μίαν συνάντησιν, ἡ ὁποία ἐγένετο ἐν ἀσπασμοῖς καί ἀδελφικῇ εἰρήνῃ, μετά ἀπό αἰῶνας, ὅπου οί δεσμοί τῆς ἀμοιβαίας ἀγάπης μας δέν ἡδυνήθησαν νά ἐκφρασθοῦν, ἐξαιτίας τῆς ἀποστάσεως. Τό κοινόν ἀνακοινωθέν, τό ὁποῖον ὑπεγράψαμεν, ἀποτελεῖ τόν ἀκρογωνιαῖον λίθον τῆς οἰκουμενικῆς μας πορείας. Ἀποτελεῖ ἐπίσης καί τήν ἀφορμήν πρός τήν σύστασιν τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν μας. Ἐπιτροπή, ἡ ὁποία ἐπέφερε πολλούς καρπούς καί καλά ἀποτελέσματα. Ἐπίσης, διήνοιξε τήν ὁδόν πρός τήν διεύρυνσιν τοῦ διαλόγου, ὄχι μόνον μεταξύ τῆς Καθολικῆς καί τῆς Κοπτικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ὀλοκλήρου τῆς οἰκογενείας τῶν Ἀνατολικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίων. Αἱ δύο Ἐκκλησίαι μας, εἰς τό κοινόν αὐτῶν ἀνακοινωθέν, διεκήρυξαν, συμφώνως πρός τήν ἀποστολικήν παράδοσιν, «τήν κοινήν πίστιν εἰς τόν Ἕνα καί Τρισυπόστατον Θεόν» καί «τήν Θεότητα τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεού, Θεοῦ ἀληθινοῦ κατά τήν Θεότητα καί ἀνθρώπου ἀληθινοῦ κατά τήν ἀνθρωπότητά Του». Συνωμολογήθη ἐπίσης ὅτι ἡ Θεία ζωή δίδεται ὑμίν διά τῶν ἑπτά μυστηρίων, μέ τά ὁποία τρεφόμεθα, καί ὅτι «ἡμεῖς τιμῶμεν τήν Παρθένον Μαρίαν, τήν μητέρα τοῦ Ἀληθινοῦ Φωτός, τήν  Θεοτόκον».
Ἐπικαλούμεθα μέ μεγάλην εὐγνωμοσύνην τήν ἀδελφικήν μας συνάντησιν εἰς τήν Ρώμην τήν 10ην Μαΐου 2013, καί τόν ὁρισμόν τῆς ἡμέρας τῆς 10ης Μαΐου ὡς ἡμέρας ἐπετείου τῆς ἐνδυναμώσεως τῆς φιλίας και ἀδελφοσύνης μας, αἱ ὁποῖαι ἑνώνουν τάς Ἐκκλησίας μας. Τό πνεῦμα τῆς ἀνανεωμένης προσεγγίσεως μᾶς ἐπέτρεψε νά ἀντιληφθῶμεν ἐκ νέου ὅτι ὁ δεσμός, ὁ ὁποῖος μᾶς ἑνώνει, προῆλθε ἀπό τόν Ἕνα Κύριόν μας, κατά τήν ἡμέραν τοῦ βαπτίσματός μας, διότι, χάρις εἰς τό βάπτισμα, γινόμεθα μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Ἑνός Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ Ἐκκλησία (βλ. Α΄ Κορινθίους 12, 13). Αὔτη ἡ κοινή κληρονομία ἀποτελεῖ τό θεμέλιον τῆς κοινῆς μας πορείας καί τοῦ πόθου μας πρός τήν τελείαν κοινωνίαν, ἐνῶ τήν ἰδίαν στιγμήν προοδεύομεν εἰς τήν ἀγάπην καί τήν συμφιλίωσιν.
Ἀντιλαμβανόμεθα ὅτι ὁ δρόμος τῆς πορείας μας εἶναι ἀκόμη μακρύς, ἀλλά φέρομεν εἰς τήν μνήμην μας ἐκεῖνο, τό ὁποῖον ἔγινε μέχρι τώρα. Ἐνθυμούμεθα εἰδικῶς τήν συνάντησιν μεταξύ τοῦ Πάπα Σενούντα Γ΄ καί τοῦ Ἰωάννου-Παύλου Β΄, ὁ ὁποῖος ἦλθεν ὡς ἐπισκέπτης εἰς τήν Αἴγυπτον κατά τόν Ἰούλιον τοῦ 2000. Ἡμεῖς εἴμεθα ἀποφασισμένοι νά ἀκολουθῶμεν τά βήματά των, ὀδηγούμενοι ἀπό τήν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Καλοῦ Ποιμένος, καί ἀπό τήν τελείαν πεποίθησιν ὅτι ἡ ἕνωσις αὐξάνεται, ὅταν πορευόμεθα μαζί καί λαμβάνομεν δύναμιν ἀπό τόν Θεόν, ὁ Ὁποῖος ἀποτελεῖ τήν τελείαν πηγήν τῆς κοινωνίας καί ἀγάπης.
Ἡ ἀγάπη αὐτή εὑρίσκει τήν βαθυτέρα ἔκφρασίν της εἰς τήν κοινήν προσευχήν. Ὅταν συμπροσεύχονται οἱ Χριστιανοί, ἀντιλαμβάνονται ὅτι αὐτά, τά ὁποία τούς ἑνώνουν, εἶναι μεγαλύτερα ἀπό ἐκεῖνα, τά ὁποία τούς χωρίζουν. Ὁ πόθος μας διά τήν ἕνωσιν εἶναι ἔμπνευσις, προερχομένη ἀπό τήν εὐχήν τοῦ Χριστοῦ «ἵνα πάντες ἕν ὦσι» (βλ. Ἰωάννη 17, 21). Ἄς ἐμβαθύνομεν τάς κοινάς μας ρίζας εἰς τήν μοναδικήν Ἀποστολικήν Πίστιν, μέσῳ τῆς κοινῆς προσευχῆς, ἀναζητοῦντες κοινάς μεταφράσεις τοῦ «Πάτερ ήμῶν», ἀλλά καί τήν κοινήν ἡμερομηνίαν τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως.
Βαδίζοντες πρός ταύτην τήν εὐλογημένην ἡμέραν, κατά τήν ὁποίαν θά εὑρεθῶμεν γύρω ἀπό τήν αὐτήν ἁγίαν εὐχαριστιακήν τράπεζαν τοῦ Κυρίου, δυνάμεθα νά συνεργασθῶμεν εἰς πολλούς τομείς, διά νά φανερωθῆ, μέ μεγαλυτέραν σαφήνειαν, ὁ πλούτος, ὁ ὁποῖος μᾶς ἑνώνει. Δυνάμεθα νά προσφέρωμεν μίαν κοινήν μαρτυρίαν σχετικῶς μέ τάς βασικάς ἀξίας, ὅπως ἡ ἁγιότης, ἡ ἀξία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ἡ ίερότης τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογενείας, ὁ σεβασμός εἰς τήν κτίσιν, τήν ὁποίαν ὁ Θεός μᾶς ἐνεπιστεύθη. Ἔχομεν ἔμπροσθεν ἡμῶν πολλάς συγχρόνους προκλήσεις, ὅπως εἶναι ἡ παγκοσμοποίησις καί ἡ παγκόσμιος ἐπικράτησις τῆς ἀδιαφορίας καί καλούμεθα νά δώσωμεν κοινάς ἀπαντήσεις, αἱ ὁποίαι νά βασίζωνται εἰς τάς ἀξίας τοῦ Εὐαγγελίου καί εἰς τούς θησαυρούς τῶν εἰδικῶν παραδόσεων τῶν Ἐκκλησιῶν μας. Σχετικῶς μέ αὐτά, εἴμεθα ἐνθουσιασμένοι μέ τήν σκέψιν νά ἐπιχειρήσωμεν νά μελετήσωμεν εἰς βάθος τούς Ἀνατολικούς, ἀλλά καί τούς Λατίνους πατέρας, νά προβῶμεν εἰς καρποφόρον ἀνταλλαγήν εἰς τόν τομέα τῆς ποιμαντικῆς ζωῆς, εἰδικῶς τῆς χριστιανικῆς  κατήχησεως, καί εἰς τήν ἀνταλλαγήν τοῦ πνευματικοῦ πλούτου μεταξύ τῶν μοναστικῶν συνάξεων καί τῶν ἀφοσιωμένων κοινοτήτων.
κοινή μας χριστιανική μαρτυρία ἀποτελεῖ ἕν σημεῖον συμφιλιώσεως, ἀλλά καί ἐλπίδος πλήρους χάριτος δι’ ὅλην τήν Αἰγυπτιακήν κοινωνίαν. Εἶναι καί φύτευμα, τό ὁποῖον ἐφυτεύθη, διά νά δώση καρπούς δικαιοσύνης καί είρήνης. Πιστεύομεν ὅτι ὅλα τά ἀνθρώπινα ὄντα ἐδημιουργήθησαν «κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ» καί ἀγωνιζόμεθα ὅπως ἐπιτευχθῇ ἡ γαλήνη καί ἡ αδελφοσύνη, μέσῳ τῆς εἰρηνικῆς συμβιώσεως μεταξύ Χριστιανῶν καί Μουσουλμάνων. Αὐτό μαρτυρεῖ καί ἀποδεκνύει τήν ἐπιθυμίαν τοῦ Θεοῦ νά ἑνωθῆ καί νά ἐναρμονισθῆ ὀλόκληρος ἡ ἀνθρώπινη οἰκογένεια. Συνεργαζόμεθα διά τήν φροντίδα τῆς εὐημερίας τῆς Αἰγύπτου καί τοῦ μέλλοντός της. Πιστεύομεν ὅτι ὅλα τά μέλη τῆς κοινωνίας ἔχουν τό δικαίωμα, ἀλλά καί τό καθῆκον, τῆς τελείας συμμετοχῆς εἰς τήν ζωήν τοῦ ἔθνους.
Ἡ θρησκευτική ἐλευθερία, ἡ ὁποία περιλαμβάνει τήν ἐλευθερίαν τῆς συνεδήσεως, ἡ ὁποία εἶναι ριζωμένη εἰς τήν ἰδίαν τήν τιμήν καί ἀξιοπρέπειαν τοῦ προσώπου, ἀποτελεῖ τόν ἀκρογωναῖον λίθον ὅλων τῶν ἐλευθεριῶν. Πρόκειται περί δικαιώματος ἱεροῦ, σχετικῶς μέ τό ὁποῖον δέν χωρεῖ οὐδεμία συζήτησις.  
Ἄς ἐπεκτείνομεν τάς προσευχάς μας ὑπέρ ὅλων τῶν χριστιανῶν τῆς Αἴγύπτου καί τοῦ κόσμου ἅπαντος, εἰδικῶς ὑπέρ τῶν χριστιανῶν τῆς Μέσης Ἀνατολῆς. Αἱ αἱματηραί καί τραγικαί ἐμπειρίαι καί τό χυθέν αἷμα τῶν διωκομένων ἀδελφῶν μας, οἱ ὁποῖοι ἐφονεύθησαν διά τόν ἕνα καί μοναδικόν λόγον ὅτι εἶναι χριστιανοί, μᾶς ὑπενθυμίζουν, τώρα περισσότερον ἀπό ποτέ ἄλλοτε, ὅτι ἡ οἰκουμενικότης τῶν μαρτύρων μᾶς ἑνώνει καί μᾶς ἐνθαρρύνει νά βαδίζωμεν τήν ὁδόν τῆς εἰρήνης καί τῆς συμφιλιώσεως, ὅπως ἔγραψε ὁ Ἅγιος Παῦλος «εἴτε πάσχει ἕν μέλος, συμπάσχει πάντα τά μέλη» (βλ. Α΄ Κορινθίους 12, 26).
Ἡ καρδιά τῆς πορείας μας πρός τήν τελείαν κοινωνίαν εὑρίσκεται εἰς τό μυστήριον τοῦ Ἰησοῦ, ὁ Ὁποῖος ἀπέθανεν καί ἀνέστη ἐκ τῶν νεκρῶν ἀπό ἀγάπην διά τήν ἀνθρωπότητα. Οἱ μάρτυρες διά ἀκόμη μίαν φοράν εἶναι οἱ ὀδηγοί μας. Ὅπως εἰς τήν πρώτην Ἐκκλησίαν τό αἷμα τῶν μαρτύρων ἀποτελούσε τήν ρίζαν τῆς πίστεως, ἄς γίνη καί σήμερα τό αἷμα τοῦτο τῶν μαρτύρων ἡ ρίζα τῆς ἑνώσεως μεταξύ τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ καί ἕνα ἐργαλείον ἐπικοινωνίας καί είρήνης τοῦ κόσμου. Ἡ ὑπακοή εἰς τό ἔργον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἁγιάζει τήν Ἐκκλησίαν ἀνά τούς αἰώνας καί τήν καθοδηγεῖ εἰς τήν ἐπίτευξιν τῆς τελείας ἑνώσεως, διά τήν ὁποίαν προσευχήθη ὁ Χριστός.
Σήμερον ἡμεῖς, ὁ Πάπας Φραγκῖσκος καί ὁ Πάπας Ταουάνδρος Β΄, διά νά χαροποιήσωμεν τήν καρδίαν τοῦ Ἰησοῦ καί νά ἐνισχύσωμεν τάς καρδίας τῶν υἱῶν καί τῶν θυγατέρων μας εἰς τήν πίστιν, ἀνακοινώνομεν ἀμοιβαίως ὅτι ἀπεφασίσαμεν τήν μή ἐπανάληψιν τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος, τό ὁποῖον εἶχε τελεσθῆ εἰς κάθε μίαν ἀπό τάς Ἐκκλησίας μας, δι’ ὅποιον ἐπιθυμεῖ νά γίνη μέλος τῆς ἄλλης Ἐκκλησίας. Ἡμεῖς δεχόμεθα τοῦτο χάριν ὑπακοῆς εἰς τήν Ἁγίαν Γραφήν, ἀλλά καί τήν πίστιν τῶν τριῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, αἱ ὁποίαι συνεκλήθησαν εἰς Νίκαιαν, Κωνσταντινούπολιν καί Ἔφεσον.  Ζητοῦμεν ἀπό τόν Πατέρα καί τόν ἱκετεύομεν ὅπως καθοδηγήση ἡμᾶς εἰς χρόνους καί μέ τρόπους, τούς ὁποίους θά ἐπιλέξη τό Ἅγιον Πνεῦμα, πρός ἐπίτευξιν τῆς τελείας ἑνώσεως είς τό μυστικόν σῶμα τοῦ Χριστοῦ.