Τρίτη 13 Ιουνίου 2017

π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος, Πῶς ἡ Ὀρθοδοξία ξεπέρασε τήν ψευδοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας

Αποτέλεσμα εικόνας για π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος
ΠΩΣ Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΞΕΠΕΡΑΣΕ
ΤΗΝ ΨΕΥΔΟΣΥΝΟΔΟ ΤΗΣ ΦΕΡΡΑΡΑΣ - ΦΛΩΡΕΝΤΙΑΣ
(Ἡ παροῦσα εἰσήγηση ἐκφωνήθηκε στό συνέδριο μέ θέμα «Μελέτες τοῦ Ἁγίου Ιωάννου», πού πραγματοποιήθηκε ὑπό τήν εὐλογία τοῦ Μακαριωτάτου Μητροπολίτου Σόφιας καί Πατριάρχου Βουλγαρίας κ. Νεοφύτου, στή Σόφια Βουλγαρίας, στίς 9 καί 10 Ἰουνίου 2017, καί τό ὁποῖο διοργάνωσε ἡ ἐνορία τοῦ ἀρχαίου Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου (Ροτόντα).
Σεβαστοί Πατέρες,                                                                                                                                      Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Πρώτα ἀπ’ὅλα, θά θέλαμε νά ἐκφράσουμε τήν εὐγνωμοσύνη μας πρός τήν Αὐτοῦ Μακαριότητα, τόν Μητροπολίτη Σόφιας καί Πατριάρχη Βουλγαρίας κ.κ. Νεόφυτο.
Δεύτερον, θά θέλαμε νά εὐχαριστήσουμε τήν Ὀργανωτική Ἐπιτροπή τοῦ Συνεδρίου «Μελέτες τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου» γιά τήν τιμή τῆς πρόσκλησής μας σ’αὐτό τό Συνέδριο.
Τέλος, θά θέλαμε νά ἀναφέρουμε ὅτι ὁ Ἐπίσκοπός μας, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, παρέχει τήν εὐλογία του στό Συνέδριό μας καί εὔχεται σέ ὅλους μας τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τό θέμα, τό ὁποῖο θά ἀναπτύξουμε στήν ἀγάπη σας εἶναι «Πῶς ἡ Ὀρθοδοξία ξεπέρασε τήν ψευδοσύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας».
Στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, κατά τόν 15ο αἰώνα, πρίν τήν ἄλωση τῆς Πόλεως τό 1453, διαμορφώθηκαν κυρίως δύο ἀντιμαχόμενα στρατόπεδα.
Τό πρῶτο στρατόπεδο, αὐτό τῶν λατινοφρόνων καί παποφίλων, μέ ἡγέτη τόν ἀποστάτη καί λατινόφρονα Βησσαρίωνα Νικαίας, ὁ ὁποῖος τελικῶς ἐνσωματώθηκε πλήρως στήν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ καί ἔγινε Καρδινάλιος, πρότεινε τήν συμμαχία μέ τήν Δύση πρός ἀπόκρουση τοῦ τουρκικοῦ κινδύνου, καί ἐπηρέασε ἀποφασιστικά τόν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Η' Παλαιολόγο, πού ἀγωνιοῦσε γιά τήν τύχη τῆς αὐτοκρατορίας, τόν ὁποῖο παρέσυρε στήν ταπεινωτική ὑπογραφή τοῦ «ἑνωτικοῦ» ὅρου τῆς ψευδοσυνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439), δεκατέσσερα μόλις χρόνια πρίν ἀπό τήν ἅλωση.
Τό δεύτερο στρατόπεδο, αὐτό τῶν Ὀρθοδόξων, μέ ἡγέτη τόν ἅγιο Μᾶρκο Ἀρχιεπίσκοπο Ἐφέσου τόν Εὐγενικό, ἀγωνίστηκε νά ἀποτρέψει τήν ψευδοένωση μέ τήν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ καί ἐπηρέασε τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ. Ἤθελε τό Ἔθνος νά διασώσει πρό παντός τήν πολιτιστική του ὀντότητα καί αὐτοσυνειδησία, γιατί γνώριζε τήν ἀναμφισβήτητη ἱστορική ἀλήθεια ὅτι τά ἔθνη χάνονται, ὄχι ὅταν χάσουν τήν κρατική τους ὀντότητα, ἀλλά ὅταν χάσουν τήν πολιτιστική τους ταυτότητα, τήν ψυχή τους. Ἐφ' ὅσον ἡ ὁποιαδήποτε βοήθεια τῆς Δύσεως στίς διπλωματικές διαπραγματεύσεις προϋπέθετε τόν ἐκλατινισμό τῶν Ὀρθοδόξων, ἔπρεπε τό Ἔθνος νά στηριχθεῖ στίς δικές του δυνάμεις. Καί μολονότι προέβλεπαν ὡς ἀναπότρεπτη τήν ὑποταγή στούς ἀλλοθρήσκους, πίστευαν ὅτι θά δημιουργοῦνταν οἱ συνθῆκες τῆς ἀναβιώσεως καί τῆς παλιγγενεσίας. Ὑπό τό πρόσχημα τῆς βοηθείας, οἱ Δυτικοί οὐσιαστικῶς θά κατακτοῦσαν καί πάλι τήν Κων/λη. Κατάκτηση καί ἡ μία, κατάκτηση καί ἡ ἄλλη. Στήν ὑπό τούς Τούρκους, ὅμως, κατάκτηση θά παρέμενε τό πλεονέκτημα τῆς ἐθνικῆς ἀξιοπρεπείας, τό ὅτι δηλ. τό Ἔθνος δέν θά πρόδιδε οἰκειοθελῶς τίς παραδόσεις του, δέν θά θυσίαζε τήν Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε τό οὐσιαστικώτερο στοιχεῖο τῆς ἐθνικῆς του ταυτότητας. Ἐπιπλέον, ἡ μεγάλη πολιτιστική ὑπεροχή ἔναντι τῶν Τούρκων καί τό παντελῶς ἀνόμοιο τοῦ θρησκεύματος θά ἀποτελοῦσαν δυσμενεῖς παράγοντες γιά τόν πλήρη ἐξισλαμισμό, ἐνῶ ἀντίθετα μέ τούς Φράγκους ὁ ἐκλατινισμός θά ἦταν εὐκολώτερος.
Ἡ ψευδοένωση Φερράρας-Φλωρεντίας ἐπιβλήθηκε ἐκ τῶν ἄνω καί εἶχε πολιτικά κίνητρα, τελείως ξένα πρός τόν πνευματικό στόχο τῆς ἀληθινῆς εἰρήνης καί τῆς ἀληθινῆς ἑνώσεως. Γι' αὐτό καί ἀνατράπηκε ἐκ τῶν κάτω καί εἶναι πλέον, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Κ. Heussi, ἕνα ἁπλό χαρτί[1]. Οἱ Ὀρθόδοξοι, λόγῳ τῆς κατεπείγουσας καί ἀγωνιώδους ἀνάγκης νά λάβουν βοήθεια, ἀντί νά μεταβοῦν στή πόλη τῆς Βασιλείας καί νά στηρίξουν τήν ἐκεῖ ἀντιπαπική Σύνοδο, σύρθηκαν σέ μία λεγομένη «σύνοδο» ἀσυνήθους διαδικασίας καί διάρκειας, ὑποχώρησαν σ’ ὅλες τίς ἀπαιτήσεις τῶν αἱρετικῶν Παπικῶν, καί προσέφεραν στήν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ ἀνεκτίμητη βοήθεια καί ἀναγνώριση, χωρίς νά λάβουν τά συμφωνηθέντα ἀνταλλάγματα. Ἐνίσχυσαν, ἐν πρώτοις, μέ τήν συμμετοχή τους τό κῦρος τοῦ αἱρεσιάρχη «Πάπα» Εὐγενίου τοῦ Δ', τόν ὁποῖο ἡ μεταρρυθμιστική Σύνοδος τῆς Βασιλείας εἶχε καθαιρέσει, καί συνετέλεσαν ἔτσι στή διάλυση αὐτῆς τῆς Συνόδου, ἀλλά καί τῶν ἐλπίδων γιά ἐκδημοκρατισμό τῆς ἀπολυταρχικῆς μοναρχίας τοῦ αἱρεσιάρχη «Πάπα». Νομιμοποίησαν κατόπιν, μέ ἀπόφαση τῆς ψευδοσυνόδου, τίς ἐπιδιώξεις τῶν «Παπῶν», περί πρωτείου καί κυριαρχίας ἐπί τῆς καθόλου Ἐκκλησίας. Κυρίως, ὅμως, προσέφεραν στήν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ τήν βάση, πάνω στήν ὁποία στηρίχθηκαν οἱ ἑπόμενες ψευδοσύνοδοι τοῦ Τριδέντου (1545-1563) καί τῆς Α' Βατικανῆς (1870) γιά τήν δογματοποίηση τοῦ πρωτείου καί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ «Πάπα». Αὐτό, πού ἐπί αἰῶνες ἐπεδίωκε νά ἐπιτύχει ἡ αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ μέ συστηματική νόθευση κειμένων, τό προσέφεραν οἱ λατινόφρονες καί παπόφιλοι «Ὀρθόδοξοι» στήν ψευδοσύνοδο τῆς Φλωρεντίας.
Αὐτή, λοιπόν, τήν προσφορά τῶν λατινοφρόνων πρός τήν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ ἀγωνίστηκαν καί πέτυχαν νά ἀκυρώσουν ὁ φύλακας τῆς πίστεως, Ὀρθόδοξος λαός τῆς Κων/λεως, ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί ὁ Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος[2].
Στήν Κων/λη ὁ Ὀρθόδοξος λαός δέν εἶχε κάνει δεκτή τήν ψευδοένωση, γιατί ἤθελαν τήν καλή ἕνωση μέ τούς Παπικούς, ἐπί τῇ βάσει τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Παραδόσεως καί Ζωῆς[3]. Ἔτσι, τό πλῆθος ἦταν ἐνθουσιασμένο μέ τή σθεναρή στάση, πού κράτησε ὁ ἅγιος Μᾶρκος κατά τή διάρκεια τῆς ψευδοσυνόδου. Τόν ὑποδέχθηκε θριαμβευτικά, θεωρώντας τον πραγματικό ὑπέρμαχο τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Ἔβλεπε τόν ἅγιο Μᾶρκο ὡς τόν μοναδικό Ἱεράρχη, πού εἶχε τό θάρρος καί τήν ἱκανότητα νά ὑπερασπισθεῖ τήν ὀρθή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἐπιστροφή τῆς ὀρθόδοξης ἀντιπροσωπίας στήν Κων/λη ὑπῆρξε ἐρέθισμα γιά τή γενικότερη ἔκφραση τῆς δυσφορίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως. Τήν 1η-2-1440 ἀποβιβάζονταν στήν Κων/λη, ἐπανακάμπτοντας ἀπό τήν Φλωρεντία, οἱ λατινόφρονες Ἕλληνες Ἀρχιερεῖς, τούς ὁποίους, μέ ἔκδηλη ἀγωνία, ἀνέμεναν τά πλήθη τοῦ λαοῦ. Ὁ λαός τῆς Βασιλεύουσας γιά δύο ὁλόκληρα χρόνια δέν δοκίμαζε τόση ἀγωνία ἀπό τήν ἀπειλή τῶν Τούρκων, ὅση ἀπό τούς ἀόριστους φόβους του, μήπως στήν Φλωρεντία κινδυνεύσουν τά ἱερά καί τά ὅσια τῆς πίστεως τῶν Πατέρων του. Ὁ λαός ζητοῦσε νά μάθει, ἄν στήν Φλωρεντία νίκησε ἡ Ὀρθοδοξία. Οἱ προδότες τῆς Ὀρθοδοξίας, διαισθανόμενοι τήν ὀργή τοῦ λαοῦ, ἀπαντοῦσαν, μεταμελημένοι : «πουλήσαμε τήν πίστη μας˙ ἀνταλλάξαμε τήν εὐσέβεια μέ τήν ἀσέβεια˙ προδίδοντας τήν καθαρή θυσία, γίναμε ἀζυμῖτες…»[4]. Σύμφωνα μέ τόν Δούκα, οἱ ἐφιάλτες τῆς Ὀρθοδοξίας, κατάμεστοι αἰσχύνης καί τρέμοντας τήν κατακραυγή τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος, καταριόντουσαν τήν ὥρα, κατά τήν ὁποία ὑπέγραψαν τόν «ἑνωτικό» ὅρο τῆς Φλωρεντίας : «ἡ δεξιά αὐτή ὑπέγραψε, ἔλεγαν, νά κοπεῖ˙ ἡ γλώσσα ὡμολόγησε, νά ἐκριζωθεῖ»[5].
Ὀ λαός τῆς Κων/λεως ἀπό τήν πρώτη στιγμή συντάχθηκε μέ τό μέρος τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ καί ἀνάγκασε τούς ἀργυρώνητους προδότες τῆς Ὀρθοδοξίας νά χτυποῦν τά στήθη τους, ἐπιδεικνύοντας μεταμέλεια, ἐπειδή συνέπραξαν στήν τραγωδία τῆς Φλωρεντίας. Ἤδη ὁ λαός εἶχε ἀκούσει ἀπό τό στόμα τοῦ ἁγίου Μάρκου ὅτι ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Φλωρεντίας θά ἀνατραπεῖ καί ἡ ψευδοένωση θά ἀκυρωθεῖ[6]. Καί αὐτός ἀκόμη ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης, φοβούμενος τήν ἐξέγερση τοῦ λαοῦ, δέν μίλησε ὑπέρ τοῦ ὅρου τῆς Φλωρεντίας[7]. Ὁ λαός, στοιχώντας στίς ὁδηγίες τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, οὔτε τόν Πατριάρχη οὔτε τόν Αὐτοκράτορα φοβόταν. Ὁ Σύλβεστρος Συρόπουλος γράφει ὅτι «οἱ πιστοί τῆς Κων/λης περισσότερο στηρίζονταν καί καταφρονοῦσαν τά γεγονότα στή Σύνοδο καί παρασιωποῦσαν καί τό μνημόσυνο τοῦ Βασιλιᾶ»[8]. Οἱ Ὀρθόδοξοι κληρικοί τῆς Κων/λεως ἀρνοῦνταν νά συλλειτουργήσουν μέ τούς λατινόφρονες. Στήν Κων/λη «οὔτε ὁ πάπας μνημονεύονταν, οὔτε ὁ ὅρος ἀναγνώσθηκε, οὔτε κάτι ἄλλο καινοτομήθηκε»[9].
Ἡ ἐξέγερση τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ κατά τοῦ πραξικοπήματος τῆς Φλωρεντίας ἦταν τέτοια, ὥστε σύντομα ἀναγκάστηκαν ὅλοι σχεδόν οἱ Ἕλληνες Ἐπίσκοποι, πού ὑπέγραψαν τήν ψευδῆ ἕνωση, ν’ ἀνακαλέσουν τήν ὑπογραφή τους μέ νεώτερη δήλωση[10]. Ἡ ἀντίδραση τοῦ λαοῦ τῆς Κων/λεως κατά τῶν λατινοφρόνων, μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, ἐμφανιζόταν μεγαλύτερη καί περισσότερο ὀργανωμένη. «Οἱ λατινόφρονες ἀποφεύγονταν. Οἱ ὑποστηρικτές τῆς ψευδοενώσεως βρίσκονταν ὅλο καί περισσότερο ἀπομονωμένοι. Στούς ναούς, πού λειτουργοῦσαν, δέν σύχναζαν πιστοί. Ἀκόμη καί αὐτοί, πού τούς ἐπισκέπτονταν ἀπό περιέργεια, οἱ φίλοι τους τούς ἀπέφευγαν»[11]. Ὁ Ὀρθόδοξος λαός δέν ἤθελε νά ἔχει ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς λατινόφρονες Ἐπισκόπους καί κληρικούς. Ὁ ἅγιος Μᾶρκος σέ ἐπιστολή του ἀπό τήν Λῆμνο, ὅπου ἦταν ἐξόριστος, πρός τόν ἱερομόναχο Θεοφάνη στόν Εὔριπο περιγράφει αὐτήν τήν ἀντίδραση τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ : «Οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ἀδελφούς, παίρνοντας θάρρος ἀπό τήν ἐξορία μου, ἐλέγχουν τούς ἀλιτήριους καί παραβάτες τῆς ὀρθῆς πίστεως καί τῶν πατρικῶν θεσμῶν, καί τούς δυσφημίζουν παντοῦ ὡς καθάρματα, χωρίς νά ἀνέχονται οὔτε νά συλλειτουργοῦν μ’αὐτούς, οὔτε νά τούς μνημονεύουν ὡς Χριστιανούς»[12].
Ἀπό τήν ἀνωτέρω περιγραφή καταδεικνύεται ἡ στάση τοῦ λαοῦ καί ἡ συμβολή του στήν ἀποκατάσταση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ λαός, ὄχι μόνο γνώριζε τήν πίστη του, ἀλλά καί τήν στάση, πού ἔπρεπε νά κρατήσει, ὅταν αὐτή προδιδόταν. Καί ἡ στάση αὐτή ἧταν ἡ διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ τους λατινόφρονες.
Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ὅπως ὅλοι οἱ μετά τό σχίσμα ἅγιοι Πατέρες, ἀγωνίστηκε ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ, ὁ ὁποῖος, ἐκμεταλλευόμενος τήν παντελῆ ἐξασθένηση τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, θέλησε νά ὑποτάξει τήν Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία θά τοῦ δινόταν ἐκ τῶν προτέρων ὡς ἀντάλλαγμα, προκειμένου νά βοηθήσει, ὅπως ἔλεγε, στρατιωτικά και οἰκονομικά τήν καταρρέουσα αὐτοκρατορία. Εἶναι γεγονός ὅτι, ἄν δέν ὑπῆρχε, κατ’ εὐδοκίαν Θεοῦ, σ’ αὐτήν τήν κρίσιμη γιά τήν Ὀρθοδοξία περίοδο ὁ ἅγιος Μᾶρκος, θά εἶχε φραγκέψει,  ἐκλατινιστεῖ ὅλη ἡ Ἀνατολή καί ἡ ἀληθινή πίστη θά εἶχε ἐξαλειφθεῖ ἀπό τή γῆ.
Τό σπουδαῖο εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Μᾶρκος δέν ἀγωνίσθηκε μόνο κατά τή ψευδοσύνοδο τῆς Φλωρεντίας-Φερράρας, πρᾶγμα πού εἶναι σέ πολλούς γνωστό, ἀλλά ἀγωνίσθηκε καί μετά τήν ὑπογραφή τῆς συμφωνίας καί τήν ἐπάνοδο στήν Κων/λη. Αὐτοί μάλιστα οἱ τελευταῖοι ἀγῶνες του, οἱ ὁποῖοι σέ πολλούς εἶναι ἄγνωστοι, ἔχουν ἴσως μεγαλύτερη σημασία, διότι θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι οἱ κατά τήν ψευδοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας ἀγῶνες του δέν τελεσφόρησαν, ἐφ’ὅσον ὑπογράφτηκε τελικῶς ἡ ψευδοένωση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τήν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ, ἐνῶ οἱ μετά τήν ψευδοσύνοδο ἀγῶνες του εἶχαν πλήρη ἐπιτυχία, ἐπειδή ἔγιναν αἰτία νά ἐπανέλθει ἡ Ὀρθοδοξία καί νά καταδικασθεῖ συνοδικῶς ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Φλωρεντίας καί μαζί ἡ αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ.
Ὁ ἅγιος Μᾶρκος Εὐγενικός, ἀφοῦ ἐπέστρεψε ἀπό τήν Φλωρεντία, ἕνα καί μοναδικό σκοπό ἔθεσε. Ν’ ἀγωνιστεῖ καί ν’ ἀποδείξει παράνομη, ἀντικανονική, ἀντορθόδοξη καί ἄκυρη τήν ψευδοσύνοδο τῆς Φλωρεντίας καί τόν ὅρο τῆς ψευδοῦς ἑνώσεως Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ, πού ὑπογράφτηκε ἀπ’ὅλους. Τό καϊαφικό συνέδριο τῆς Φλωρεντίας ἔπρεπε μέ κάθε θυσία ν’ ἀποκηρυχθεῖ ἀπό ὅλο τό ὀρθόδοξο πλήρωμα. Ὁ γενναῖος Ἐπίσκοπος τῆς Ἐφέσου ἔθεσε τήν ψευδοσύνοδο τῆς Φλωρεντίας καί τόν «ἑνωτικό» ὅρο της στήν κρίση τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως τοῦ φύλακα τῆς Ὀρθοδοξίας ὀρθοδόξου λαοῦ.
Ἐπίσης, ὁ ἅγιος Μᾶρκος διέκοψε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ ὅλους ὅσους ὑπέγραψαν τήν ψευδοένωση στήν Φλωρεντία καί ὅσους τούς ἀκολουθοῦσαν. Ἀρνήθηκε νά ἔλθει σέ ὁποιαδήποτε ἐπαφή μέ τόν νέο λατινόφρονα Πατριάρχη Κων/λεως Μητροφάνη καί τούς ὁμόφρονές του.
Ἀναφέρει ὁ ἴδιος : «ἐγώ, λοιπόν, ἀφοῦ χωρίστηκα ἀπ'αὐτούς (τούς λατινόφρονες), γιά νά εἶμαι ἑνωμένος μέ τούς ἁγίους πατέρες καί διδασκάλους, κάνω σέ ὅλους φανερή τήν γνώμη μου μέ τά γραφόμενά μου, ὥστε νά μπορεῖ ὁ καθένας, πού θέλει, νά κρίνει, ἄν ἔχαιρα γιά τά ὑγιῆ δόγματα ἤ ἄν δέχθηκα τήν γενομένη ἕνωση μέ διεστραμμένα δόγματα καί διδασκαλίες»[13].
Ὁ Σ. Συρόπουλος, ἀναφερόμενος στήν διαδικασία γιά τήν ἐκλογή τοῦ νέου Πατριάρχου, λέγει ὅτι ὁ ἅγιος Μάρκος δέν εἶχε ἐκκλησιαστική κοινωνία οὔτε μέ τή Σύνοδο. «Ὁ βασιλιάς καί οἱ ἄρχοντες δέν ἔκαναν καθόλου λόγο γιά τόν Ἐφέσου, γιά νά παραστεῖ στήν ψηφοφορία, ἐπειδή τόν βρῆκαν νά εἶναι χωρισμένος ἀπό ὅλους, πού ἀποτελοῦσαν τήν Σύνοδο»[14].
Ἐκτός ἀπό τήν προσωπική του παύση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ τούς λατινόφρονες, ὁ ἅγιος Μᾶρκος παρότρυνε τόν κλῆρο καί τόν λαό οὔτε αὐτοί νά   ἔχουν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν αἱρεσιάρχη «Πάπα» καί τούς γραικολατίνους.
Λέγει ὁ ἴδιος : «Νά ἀποφεύγετε, λοιπόν, κι ἐσεῖς, ἀδελφοί, τήν κοινωνία μέ τούς ἀκοινώνητους καί τή μνημόνευση τῶν ἀμνημονεύτων. Νά, ἐγώ ὁ ἁμαρτωλός Μᾶρκος, σᾶς λέω ὅτι αὐτός, πού μνημονεύει τόν πάπα ὡς ὀρθόδοξο ἀρχιερέα, εἶναι ἔνοχος, ὥστε νά ἐκπληρώσει ὅλο τόν λατινισμό, καί νά φτάσει μέχρι τό σημεῖο νά κουρέψει ἀκόμη καί τά γένεια του. Ὁ λατινόφρων θά κριθεῖ μαζί μέ τούς Λατίνους καί θά λογισθεῖ ὡς παραβάτης τῆς πίστεως»[15]. «Νά ἀποφεύγετε, λοιπόν, ἀδελφοί, τούς εἰσηγητές καί ἐπιβεβαιωτές τῆς λατινικῆς καινοτομίας»[16]. «Νά τούς ἀποφεύγετε, λοιπόν, ἀδελφοί (τούς λατινόφονες) καί τήν κοινωνία μ'αὐτούς. Γιατί αὐτοί εἶναι ψευδαπόστολοι, δόλιοι ἐργάτες, πού μετασχηματίζονται σέ ἀποστόλους Χριστοῦ». Καί καταλήγει : «Νά στέκεστε, κρατώντας τίς ἔγγραφες καί ἄγραφες παραδόσεις, πού παραλάβατε, γιά νά μήν συναρπαχθεῖτε ἀπό τήν πλάνη τῶν ἀθέσμων καί ἐκπέσετε ἀπό τόν ἐπιστηριγμό σας»[17].
Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός ἔχει, θά λέγαμε, στό θέμα τῆς διακοπῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας κάτι τό μοναδικό, τό ὁποῖο, ἀφ’ ἑνός μέν θά εἶναι μεγίστη ἀπώλεια, ἄν δέν σημειωθεῖ, ἀφ’ ἑτέρου δέ δεικνύει τήν βεβαιότητα καί τήν ἀσφάλεια, πού ἔνοιωθε, ἀπομακρυνόμενος ἀπό τούς φορεῖς τῆς αἱρέσεως. Αὐτό τό μοναδικό εἶναι ὅτι ἤθελε νά διατηρήσει τήν διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ὄχι μόνο ἐν ὅσῳ ζοῦσε, ἀλλά καί μετά θάνατον.
Ὅταν, λοιπόν, πλησίασε τό τέλος τοῦ ἁγίου Μάρκου καί βρίσκονταν πλησίον του οἱ Ὀρθόδοξοι συναγωνιστές του, καθώς ἐπίσης καί πολλοί ἄλλοι ἐπίσημοι καί μή, ἄφησε τίς τελευταῖες ὁδηγίες, οἱ ὁποῖες μιλοῦν γιά τήν μετά θάνατον διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας του. Τό κείμενο αὐτό εἶναι ἕνα ὁμολογιακό κειμήλιο, τό ὁποῖο καί μόνο του χαρακτηρίζει τόν ἅγιο. Δείχνει ὅτι, ἐνῶ βρίσκεται στό τέλος τῆς ζωῆς του, ἔχει νεανικό παλμό καί δύναμη. Δείχνει τό πόσο εἶχε κατανοήσει ὁ ἅγιος τήν ἀξία τῆς διακοπῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καί τήν ἀσφάλεια, πού ἔνοιωθε σ’αὐτήν, καί ἐπιπλέον ὅτι, ἀναχωρῶντας ὁ ἴδιος ἀπό τήν παροῦσα ζωή, εἶχε τήν καθαρή καί ἀνόθευτη πίστη ὡς τό μεγαλύτερο ἐφόδιο πρός συνάντηση τοῦ Κυρίου. Εἶχε τήν συναίσθηση ὅτι, ὡς διακόψας τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία ἀπό’δῶ, θά συναντοῦσε τούς διακόψαντας τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία ἁγίους, τούς διωγμένους γιά τήν πίστη, τούς μάρτυρες τῆς ἀληθείας καί ὅλους ὅσους ἀγάπησαν τήν καθαρότητα καί ἀκεραιότητα τῆς πίστεως καί ὅσους ἔπαθαν γι’αὐτήν. Μέ ὅλους αὐτούς εἶχε ταυτισθεῖ στήν παροῦσα ζωή καί γι’αὐτό καί μετά θάνατον ἤθελε νά γνωρίζουν ὅτι παραμένει σ’αὐτή τήν πίστη.
Τά βασικά σημεῖα τῆς ὁμιλίας εἶναι τά ἑξῆς : Μέ ὅλους ὅσους εἶχε διακόψει τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία γιά τά θέματα τῆς πίστεως, δέν ἤθελε οὔτε στήν κηδεία του οὔτε στό μνημόσυνό του νά παρευρεθοῦν, οὔτε πολύ περισσότερο νά φορέσουν ἄμφια, τάχα γιά νά τόν τιμήσουν, ὁ Πατριάρχης δηλ. καί οἱ Ἀρχιερεῖς του. Δέν ἤθελε νά νομισθεῖ ἀπό τούς πολλούς, ἔστω καί ὡς ὑπόνοια, ὅτι κρυφά εἶχε ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους. Δέν ἐπιθυμοῦσε μέ τούς λατινόφρονες, Πατριάρχη καί Ἀρχιερεῖς, καμμία ἐκκλησιαστική κοινωνία, οὔτε καί μετά θάνατον. Δήλωνε ὅτι ἧταν πεπεισμένος ὅτι, ὅσο ἀπομακρυνόταν ἀπ’ αὐτούς ἐκκλησιαστικά, τόσο προσέγγιζε τόν Θεό, ἑνωνόταν μέ τήν ἀλήθεια καί τούς ἁγίους. Ὅσο ἀπεναντίας πλησίαζε αὐτούς, τόσο ἀπομακρυνόταν ἀπό τόν Θεό καί τούς διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας. Δέν ἤθελε, ἀναφέρει τελειώνοντας, καμμία κοινωνία ἐκκλησιαστική, γιά να μήν ἀναμιχθοῦν στήν πίστη τά ἄμικτα[18].
Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ἀσφάλισε τούς πιστούς ἀπό τόν κίνδυνο τοῦ ἐκλατινισμοῦ καί διήγειρε κάθε ὀρθόδοξη συνείδηση ἐναντίον τῆς παπικῆς αἱρέσεως, ἡ ὁποία μηχανευόταν τά παντα, γιά νά ὑποδουλώσει τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι συμμορφώνονταν πρός τά σαλπίσματα τοῦ ἀρχηγοῦ, ἁγίου Μάρκου, καί δέν συλλειτουργοῦσαν μέ τούς λατινόφρονες, δέν ἐπικοινωνοῦσαν μ’αὐτούς, καί δέν μνημόνευαν τούς ψευδεπισκόπους, πού ὑπέγραψαν τήν ψευδῆ ἕνωση τῆς Φλωρεντίας.
Στό πλευρό τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ στάθηκε ὁ Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος, ὄχι ὡς ἕνας ἁπλός ὀπαδός ἤ σημαντικό μέλος. Εἶναι ἡ ἐνσάρκωση τοῦ ἰδίου τοῦ ἁγίου Μάρκου, ἡ ἀπαράλλακτη εἰκόνα του. Γι' αὐτό καί ὁ ἅγιος Μᾶρκος τόν ἐπέλεξε ἐπισήμως, λίγο πρίν πεθάνει, ὡς συνεχιστή τῶν ἀγώνων του. Πίστευε μάλιστα καί δικαιώθηκε ὅτι ὁ Πατριάρχης Γεννάδιος θά διεξήγαγε ἐπιτυχέστερα τόν ἀγώνα, λόγῳ τῶν πολλῶν καί ἀναμφισβητήτων προσόντων του, τῆς μεγάλης πολιτικῆς καί διοικητικῆς ἐμπειρίας καί τῆς δυνατότητας νά ἐπηρεάζει τόν αὐτοκράτορα, ὡς ἀνώτατος κρατικός ἀξιωματοῦχος καί σύμβουλος. Ὁ Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος μέ τούς σθεναρούς καί ἐπίμονους ἀγῶνες του κατέστησε στήν πράξη ἀνεφάρμοστο τόν «ἑνωτικό» ὅρο τῆς ψευδοσυνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας, ἐπηρεάζοντας τόν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Παλαιολόγο καί ἐκφράζοντας τήν συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Ἄς σημειωθεῖ ὅτι, ἐκτός ἀπό τόν ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό, πού ἄντεξε στούς ἐξευτελισμούς καί στίς πιέσεις καί δέν ὑπέγραψε τόν «ἑνωτικό» ὅρο τῆς ψευδοσυνόδου, τρία ἀκόμη πρόσωπα ἔφυγαν κρυφά, λίγο πρίν ἀπό τήν ὑπογραφή, γιά νά μή δεχθοῦν πιέσεις. Ὁ ἀδελφός τοῦ αὐτοκράτορα, δεσπότης Δημήτριος Παλαιολόγος, ὁ γνωστός φιλόσοφος τοῦ Μυστρᾶ Γεώργιος Πλήθων-Γεμιστός καί ὁ Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος καί ὁρισμένοι ἄλλοι.
Θά περίμενε κανείς ὅτι, μετά τήν ἐπιστροφή τῆς ἀντιπροσωπείας στήν Κων/λη, ὁ Γεννάδιος θά ἔπεφτε στή δυσμένεια τοῦ βασιλέως καί θά ἔχανε τά ὑψηλά διοικητικά ἀξιώματα, πού κατεῖχε, ὡς καθολικός σεκρετάριος τοῦ βασιλέως, γενικός γραμματέας δηλ. τῶν ἀνακτορικῶν ὑπηρεσιῶν, καί καθολικός κριτής τῶν Ρωμαίων, γενικός δικαστής, δηλ., κάτι σάν πρόεδρος του Ἀρείου Πάγου ἤ τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας. Συνέβη, ὅμως, τό ἀντίθετο. Κράτησε ἀκόμη καί τήν θέση του ὡς ἐπισήμου ὁμιλητῆ κάθε Παρασκευή σέ αἴθουσα τῶν ἀνακτόρων, ἐπί θεολογικῶν καί ἠθικῶν θεμάτων, μέ τήν παρουσία τοῦ βασιλιᾶ καί τῆς συγκλήτου.
Ἀποκορύφωμα αὐτῆς τῆς εὐνοϊκῆς ὑπέρ τῶν Ὀρθοδόξων στάσεως τοῦ αὐτοκράτορα ἧταν ὅτι ἐπέτρεψε στόν Σχολάριο νά ἀντιπαραταχθεῖ ἐλευθέρως πρός τόν ἀπεσταλμένο τοῦ αἱρεσιάρχου «Πάπα» θεολόγο, λεγόμενο «ἐπίσκοπο» Κορτώνης Βαρθολομαῖο Lapacci, κατά τίς συζητήσεις στό παλάτι τοῦ Ξυλαλᾶ, οἱ ὁποῖες διεξήχθησαν κατ’ἄλλους μέν τό 1444, κατ’ἄλλους δέ τό 1445[19]. Κατά τίς συζητήσεις αὐτές ἐπιδίωξη τῶν αἱρετικῶν παπικῶν ἦταν ἡ ἀνανέωση τοῦ «ἑνωτικοῦ» ὅρου τῆς ψευδοσυνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας. Γι’αὐτό παρίσταντο ὁ καρδινάλιος καί ἀνηψιός τοῦ αἱρεσιάρχου «Πάπα» Francesco Condulmer καί πολλοί ἀπό τους λατινόφρονες. Ἡ ἐπιχειρηματολογία τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου ἦταν συντριπτική. Ὁ ἐπίσημος θεολόγος τοῦ αἱρεσιάρχου «Πάπα» ὑπέστη δεινή ἧττα καί κανείς ἀπό τούς παρισταμένους δέν τόλμησε νά τείνει χεῖρα βοηθείας πρός τόν λεγόμενο «ἐπίσκοπο», πού δεχόταν ἰσχυρά χτυπήματα. Συντετριμμένος ἀπό τήν ἐμφάνιση τοῦ Γενναδίου ὁ Ἰσίδωρος Ρωσίας, καρδινάλιος πλέον, ἐπιδόθηκε σέ πολυχρόνια προσπάθεια συλλογῆς ὑλικοῦ ἀπό τά πρακτικά τῶν συνόδων, γιά νά ἀντιμετωπίσει τόν Γεννάδιο, χωρίς ὅμως νά τό ἀποτολμήσει, ὅταν κατά τό 1452 ἔγινε νέα ἀπόπειρα ἀνανεώσεως τοῦ «ἑνωτικοῦ» ὅρου.
Τό ἀποτέλεσμα τῶν συζητήσεων στό παλάτι τοῦ Ξυλαλᾶ δέν ἧταν ἁπλῶς μία θεαματική νίκη στόν θεολογικό διάλογο μέ προσωρινές ἐντυπώσεις. Ἧταν οὐσιαστικῶς διόρθωση καί ἀνάκληση τοῦ «ἑνωτικοῦ» ὅρου τῆς Φλωρεντίας. Μετά τίς συζητήσεις συνετάγη τόμος, ὁ ὁποῖος ὑπογράφτηκε ἀπό τό μεγαλύτερο μέρος ὅσων ὑπέγραψαν τόν ὅρο τῆς Φλωρεντίας, τόν ὁποῖο γιά δεύτερη φορά ἀποκήρυτταν, μετά τήν πρώτη ἀποκήρυξη ἀμέσως μετά τήν ἐπιστροφή ἀπό τήν Ἰταλία. Ἡ σκέψη περί ὑπογραφῆς νέου λιβέλλου πίστεως ἀνήκει στόν βασιλιά, ὁ ὁποῖος θέλησε, μ’αὐτή του τήν ἐνέργεια, ν’ ἀπορρίψει ἀπό τήν συνείδησή του τό βάρος τῶν ταπεινωτικῶν συνθηκῶν τῆς Φλωρεντίας[20].
Ἡ ἔκβαση τῶν συζητήσεων τοῦ Ξυλαλᾶ, ἀλλά καί ἡ σαφῶς φιλορθόδοξη στάση τοῦ αὐτοκράτορα, παρά τήν προσποίηση τοῦ λατινισμοῦ, ἀποτελοῦν δικαίωση τῆς ἀποφάσεως τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου νά διατηρήσει τίς θέσεις του καί νά ἐπηρεάζει ἐκ τοῦ σύνεγγυς τίς ἀποφάσεις τοῦ βασιλιᾶ.
Μέ τίς συζητήσεις στό παλάτι τοῦ Ξυλαλᾶ ἄρχισε ὁ Γεννάδιος Σχολάριος τό νέο ρόλο του ὡς ἡγέτη τῶν Ὀρθοδόξων. Ἐγκατέλειψε πλέον τήν σιωπή καί τήν ἀπόκρυψη πίσω ἀπό τήν σκιά τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ καί ἐμφανῶς κατῆλθε στόν ἀνοικτό στίβο, ἀναγνωρισμένος ἀπ’ὅλους ἡγέτης, ὄχι μόνο λόγῳ τῆς ὑποδείξεώς του ἀπό τόν ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό, ἀλλά καί λόγῳ τῶν ἀναμφισβήτητων προσόντων καί τῆς στερεᾶς καί ἀκλόνητης εὐσέβειας, ἡ ὁποία τόν κατέστησε ἀληθῆ διάδοχο τοῦ ἁγίου Μάρκου. Ἀπό τό 1445 μέχρι τήν πτώση τῆς Πόλεως τό 1453, κάτω ἀπό δύο αὐτοκράτορες, τόν Ἰωάννη Παλαιολόγο, μέχρι τό 1448, καί τόν Κων/νο Παλαιολόγο, ἀπό τό 1449 μέχρι τό 1453, καί κάτω ἀπό δύο καταστάσεις βίου, τοῦ λαϊκοῦ, μέχρι τό 1450, καί τοῦ μοναχοῦ, ἀπό’κεῖ κι ἔπειτα, ἀγωνίστηκε μέ ὅλες του τίς δυνάμεις, γιά νά ἐπιτευχθοῦν δύο στόχοι. Ν’ ἀνατραπεῖ ἀφ’ἑνός ἡ ἐφαρμογή τοῦ ταπεινωτικοῦ ὅρου τῆς Φλωρεντίας καί νά πεισθοῦν ἀφ’ἑτέρου ἄρχοντες καί λαός ὅτι ἡ σωτηρία τῆς Πόλεως εἶναι περισσότερο ἐξασφαλισμένη, ἐάν στηριχθοῦν στίς δικές τους δυνάμεις καί ὀργανώσουν τήν ἄμυνα καί ὀχύρωση τῆς Πόλεως μέ τά δικά τους οἰκονομικά μέσα, ὅσες θυσίες κι ἄν ἀπαιτήσει αὐτό, παρά ἀναμένοντας τήν ἀμφίβολη βοήθεια τοῦ αἱρεσιάρχου «Πάπα», μέ τό ἀντάλλαγμα τῆς προδοσίας τῆς πίστεως[21].
4. Ἡ Συνοδική καταδίκη τῆς ψευδοσυνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας
Οἱ ἐκτεθέντες ἀγῶνες τοῦ Ὀρθοδόξου κλήρου καί λαοῦ, τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ καί τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου ἔφεραν τό ἐπιθυμητό ἀποτέλεσμα. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ πανορθόδοξη συνοδική ἐξέγερση ἀποκήρυξε καί κατέκρινε τόν «ἑνωτικό» ὅρο καί τήν λεγομένη «σύνοδο» τῆς Φλωρεντίας ὡς «ληστρική, ἐναγῆ, μιαρά, ἄθεσμη, ψευδοσύνοδο κ.τ.ὅ.»[22]. Αὐτό ἔγινε μέ τήν Σύνοδο τῆς Μόσχας τοῦ 1441[23], τήν Σύνοδο τῶν Ἱεροσολύμων τοῦ 1443[24], τήν Ἀπολογία τοῦ Κλήρου τῆς Κων/λεως πρός τόν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Η΄ τόν Παλαιολόγο τό 1443[25], τίς Ἐκκλησίες Μολδοβλαχίας, Σερβίας καί Ἰβηρίας, οἱ ὁποῖες μέ εἰδικές πράξεις, κατεδίκασαν τήν ψευδοσύνοδο τῆς Φλωρεντίας[26], τήν Σύνοδο τῆς Κων/λεως τοῦ 1450[27], τήν Σύνοδο τῆς Κων/λεως τοῦ 1484[28], τήν ἀπάντηση τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν, Κων/λεως Ἱερεμία, Ἀντιοχείας Ἀθανασίου καί Ἱεροσολύμων Χρυσάνθου, πρός τούς Ἀγγλικανούς Ἀνωμότους (1716-1725), μέ τήν ὁποία ἀπορρίπτεται ἡ ἐν Φλωρεντίᾳ Σύνοδος, χαρακτηριζομένη ὡς «καϊαφικόν συνέδριον, ὡς ληστρικόν τε καί βίαιον κ.τ.λ.»[29], καί τέλος τήν Σύνοδο τῆς Κων/λεως τοῦ 1727[30].
Ἐπίλογος - Προτάσεις                                                                                                                                          
Σεβαστοί Πατέρες,                                                                                                                                      Ἀγαπητοί ἐν Χρσιτῷ ἀδελφοί,
Δέν θά ἦταν καθόλου τολμηρό καί ὑπερβολικό νά ὑποστηρίξουμε ὅτι στις ἡμέρες μας ζοῦμε μία ἀναβίωση τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας. Ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης, πού συνεκλήθη στά τέλη τοῦ Ἰουνίου 2016, εἶναι μία νέα Φερράρα-Φλωρεντία. Δέν εἶναι οὔτε ἁγία, οὔτε μεγάλη, οὔτε σύνοδος. Εἶναι μία ληστρική, Φλωρεντινή, αἱρετική, οἰκουμενιστική ψευδοσύνοδος. Γι’αὐτό μέ βάση τά ὅσα ἀναπτύξαμε θεωροῦμε ὅτι εἶναι ἀδήριτη ἡ ἀνάγκη οἱ Τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, καί μάλιστα ὅσες δέν ἔλαβαν μέρος σ’αὐτήν, ἀλλά καί μία νέα Πανορθόδοξη Σύνοδος α) νά καταδικάσουν τήν λεγομένη «σύνοδο» τῆς Κρήτης ὡς ληστρική, αἱρετική καί οἰκουμενιστική σύνοδο, β) νά ἀπορρίψουν τά κείμενά της ὡς αἱρετικά, ἰδιαίτερα τό κείμενο γιά τίς σχέσεις μέ τούς ἑτεροδόξους, γ) νά καταδικάσουν τούς διοργανωτές, τούς πρωταγωνιστές, τούς συμμετέχοντες σ'αὐτήν, τούς ὑπογράψαντας καί ἀποδεχομένους τά αἱρετικά κείμενά της, δ) νά καταδικάσουν τόν διαχριστιανικό καί διαθρησκειακό συγκρητιστικό Οἰκουμενισμό ὡς παναίρεση, ε) νά ἀποφασίσουν τήν ἀποχώρηση ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ἀπό τό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», δηλ. αἱρέσεων, στ) νά τερματίσουν κάθε κοινή ἐμφάνιση τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς ἀλλοθρήσκους καί αἱρετικούς, καί ζ) νά ἀποχωρήσουν ἀπό τόν ἄγονο διάλογο τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τούς πάσης φύσεως αἱρετικούς.
Σεβαστοί Πατέρες,                                                                                                                    Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Εἴθε ὁ Ἅγιος Τριαδικός Θεός νά μᾶς ἀξιώσει νά ζήσουμε τήν Πανορθόδοξη Συνοδική καταδίκη τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης, δι'εὐχῶν Σας.
Σᾶς εὐχαριστῶ!



[1] K. Heussi, Kompendium der Kirchengeschicte, Tübingen 1909, σ. 280.
[2] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, « ἅλωση τῆς Πόλης κατά τόν Γεννάδιο Σχολάριο», Θεοδρομία Η2 (Ἀπρίλιος - Ἰούνιος 2006) 219-239.
[3] Β. ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ, «Φερράρας-Φλωρεντίας σύνοδος», ΘΗΕ, τ. 11ος, στ. 1020.
[4] ΔΟΥΚΑΣ, Historia Byzantina, ἐκδ. Bekker, Βόννη 1834, σ. 216.
[5] Κ. ΠΑΠΑΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ, Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, ἐκδ. ΣΤ΄, τ. Ε΄, Ἀθῆναι 1932, σ. 276.
[6] ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ, Ἐπιστολή πρός Θεοφάνην, P.G. 160, 1097C.
[7] Π. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ, Σχέσεις Καθολικῶν καί Ὀρθοδόξων, Ἀθῆναι 1958, σσ. 524-525.
[8] ΣΥΛΒΕΣΤΡΟΣ ΣΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, Vera historia Unionis non verae inter Graecos et Latinos, sive concilii Florentini exactissima narratio, graece scripta per Sylvestrum Sguropulum, ἐκδ. Rob. Greyghton, Hagae 1660, ΧΙΙ, κεφ. Β΄, σ. 332.
[9] . π. σσ. 331-332.
[10] ΓΕΝΑΔΙΟΣ ΣΧΟΛΑΡΙΟΣ, Κατά τῆς προσθήκης…, P.G. 160, 723D.
[11] JOSEPH GILL, Ἡ Σύνοδος τῆς Φλωρεντίας, μετ. Καλοῦ Τύπου, Ἀθῆναι 1962, σσ. 405, 407.
[12] ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ ΕΦΕΣΟΥ, Ἐπιστολή πρός Θεοφάνην, P.G. 160, 1097AB.
[13] «Ἔκθεση τοῦ ἁγιωτάτου μητροπολίτου Ἐφέσου, μέ ποιό τρόπο δέχθηκε τό ἀξίωμα τῆς ἀρχιερωσύνης καί δήλωση τῆς Συνόδου, πού ἔγινε στήν Φλωρεντία», Patrologia Orientalis, Τοme XV, Αu Concile de Florence, σσ. 304-308.
[14] Σ. ΣΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, Τά ἀπομνημονεύματα ΧΙΙ, σ. 548.
[15] ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ ΕΦΕΣΟΥ, Ἐπιστολή πρός Θεοφάνην, P.G. 160, 1097D, 1100A.
[16] ΣΠΥΡΙΔΩΝ Π. ΛΑΜΠΡΟΥ, Παλαιολόγεια καί Πελοποννησιακά, τ. Α΄, σ. 26
[17] ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. Α΄, Ἀθῆναι 1960, σ. 429.
[18] ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ ΕΦΕΣΟΥ, Ἀπολογία, P.G. 160, 536CD.
[19] Περί τοῦ χρόνου τῶν συζητήσεων βλ. O. KRESTEN, Eine Sammlung von Konzilsakten aus dem Besitze des Kardinals Isidoros von Kiev, Wien 1976, σ. 31 ἑξ.
[20] ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ ΣΧΟΛΑΡΙΟΥ, Ἄπαντα τά εὑρισκόμενα, ἐκδ. L. PETIT – X. SIDERIDES – M. JUGIE, Oeuvres Completes de Georges Scholarios, τ. ΙΙΙ 99-100, Paris 1928-1936.
[21] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος, Βίος-Συγγράμματα-Διδασκαλία, ἔκδ. Β΄ Πατριαρχικό Ἴδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Ἀνάλεκτα Βλατάδων 30, Θεσ/κη 1988, σσ. 157, 158, 160, 161.
[22] ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. Ι, Ἀθῆναι 1952, σσ. 28-29
[23] A. PICHLER, Geschichte der kirchlichen Trennung zwischen dem Orient und Occident, Mϋnchen 1865, τ. ΙΙ, σ. 52 ἑξ. ΒΛΑΣΙΟΣ ΦΕΙΔΑΣ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τ. Β΄, Ἀθήνα 1994, σσ. 625-626.
[24] Ι. ΣΑΚΚΕΛΙΩΝ, Κατάλογος τῶν χειρογράφων τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1892, σσ. 25-28. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων, ἐν Ἱεροσολύμοις καί Ἀλεξανδρείᾳ, 1910, σσ. 439-442. Κ. ΠΑΠΑΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ, Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, ἐκδ. ΣΤ΄, τ. Ε΄, Ἀθῆναι 1932, σσ. 277-278. Β. ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, ἔκδ. Β΄, Ἀθῆναι 1959, σ. 395. Π. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ, Σχέσεις Καθολικῶν καί Ὀρθοδόξων, Ἀθῆναι 1958, σ. 525. ΒΛΑΣΙΟΣ ΦΕΙΔΑΣ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τόμος Β΄, Ἀθήνα 1994, σ. 625. ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός. ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν, τ. Β ΄, ἔκδ. Β΄ Ὀρθόδοξος Τύπος καί Σύλλογος «Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης», Ἀθήνα 2014, σ. 79.
[25] ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Ἀντίρρησις περί τῆς Ἀρχῆς τοῦ Πάπα, Ἰάσιο 1682, σ. 233 ἑξ. ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΒΛΑΣΤΟΣ, Δοκίμιο ἱστορικό περί τοῦ σχίσματος τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς κλπ., Ἀθῆναι 1896, σ. 218 ἑξ. ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Τόμος καταλλαγῆς, Ἰάσιο 1692, σσ. 422-431.
[26] ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΠΙΛΑΛΗΣ, ἔνθ’ἀνωτ., σ. 80.
[27] ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, ἔνθ’ἀνωτ., σ. 457 ἑξ. ΧΡ.ΠΑΠΑÏΩΑΝΝΟΥ, «Τά πρακτικά τῆς οὕτω λεγομένης ὑστάτης ἐν ἁγίᾳ Σοφίᾳ συνόδου (1450) καί ἡ ἱστορική ἀξία αὐτῶν», Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια 16 (1896/7) 117. ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ, Μελέτη Ἱστορική περί τῶν αἰτιῶν τοῦ Σχίσματος, τ. Β΄, Ἀθῆναι 1912,                   σ. 257. ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΠΙΛΑΛΗΣ, ὅ. π.
[28] ΝΑΘΑΝΑΗΛ ΧΥΧΑΣ, Ἐγχειρίδιο περί τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα, ἐκδ. Ἀ. Δημητρακόπουλος, Λειψία 1869, σ. θ΄ - ιγ΄. A. PICHLER, ἔνθ’ἀνωτ., σ. 397. Ε. ΣΤΑΜΑΤΙΑΔΗΣ, Ἐκκλησιαστικά σύλλεκτα, Σάμος 1891, σσ. 26-29.     ΧΡ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Πρῶται σχέσεις Ὀρθοδόξων καί Λατίνων μετά τήν ἄλωσιν τῆς Κων/λεως, Ἱερουσαλήμ 1908, σ. 25 ἑξ. Γ. ΡΑΛΛΗΣ - Μ. ΠΟΤΛΗΣ, Σύνταγμα τῶν θείων καί Ἱερῶν κανόνων, Ἀθῆναι 1852/9, V1 143-147. ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Τά συμβολικά κείμενα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, σ. 25 ἑξ.
[29] MCC 37, 4435. ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, ἔνθ’ἀνωτ., τ. 2, Ἀθῆναι 1953, σ. 788-820. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, Κείμενα δογματικῆς καί συμβολικῆς θεολογίας τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. Β΄, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσ/κη 2000,  σσ. 384-431.
[30] J. MANSI, Sacrorum Conciliorum nova et amplissima Collectio. Florentie et Venetiis 1757/98, Parisiis 1899/1927, 37, 895. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, ἔνθ’ἀνωτ., σσ. 489-501.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
ΔΙΟΡΘΟΔΟΞΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ 
ΣΤΗ ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ
Μέ μεγάλη ἐπιτυχία καί πλῆθος συμμετεχόντων πραγματοποιήθηκε ἀπό                     9 ἕως 11 Ἰουνίου 2017 στή Σόφια τῆς Βουλγαρίας Διορθόδοξο Ἐπιστημονικό καί Θεολογικό Συνέδριο, ὑπό τήν διοργάνωση τῆς ἐνορίας τοῦ ἀρχαίου Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου (Ροτόντα), μέ τήν εὐλογία τοῦ Μακαριωτάτου Μητροπολίτου Σόφιας καί Πατριάρχου πάσης Βουλγαρίας κ. Νεοφύτου. Ἡ ὀργανωτική ἐπιτροπή τοῦ συνεδρίου, μέ πρόεδρο τόν Αἰδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Ioan Kukov καί Γραμματέα τόν κ. Georgi Todorov, προσεκάλεσε θεολόγους κληρικούς καί καθηγητές ἀπό Ρωσία, Ἑλλάδα, Γεωργία καί Βουλγαρία, γιά νά εἰσηγηθοῦν μιά ποικιλία θεμάτων Ὀρθοδόξου ἐνδιαφέροντος. Οἱ ἐπίσημες γλῶσσες τοῦ συνεδρίου ἦταν Ρωσικά, Ἀγγλικά καί Βουλγαρικά. Μέ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον ἀναμένονται τά πρακτικά τοῦ συνεδρίου.
Τό πρόγραμμα τοῦ Συνεδρίου εἶχε ὡς ἐξῆς :
Παρασκευή 9 Ιουνίου 2017
10.00 π.μ. – Ἔναρξη τοῦ Συνεδρίου στή Ροτόντα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.
10.30 π.μ. – 13.00 μ.μ. – Πρωϊνή συνεδρία στήν αἴθουσα «Rila Hall» τοῦ Ξενοδοχείου «Sofia Balkan»
            - Δρ. Pavel Pavlov, Ὁ σεβασμός στόν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Ρίλα στή Σόφια.
            - π. Ioan Kukov, Ἡ λατρεία τοῦ Ἁγίου Βασιλέως Stefan Milutin στή Βουλγαρία
- καθηγητής Andrey Kostryukov, Ρωσία, Ὁ Μητροπολίτης Stefan καί οἱ Ρωσο-Βουλγαρικές ἐκκλησιαστικές σχέσεις στό δεύτερο μισό τῆς δεκαετίας τοῦ 1940
- π. Pavel Garbov, Ὁ Προστάτης τῶν Προστατῶν. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Ρίλα.
13.00 μ.μ. – 14.30 μ.μ. – Διάλλειμα γιά μεσημεριανό
14.30 μ.μ. – 17.30 μ.μ. – Ἀπογευματινή συνεδρία στήν αἴθουσα «Rila Hall» τοῦ Ξενοδοχείου «Sofia Balkan».
- π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος, Ἑλλάδα, Πῶς ἡ Ὀρθοδοξία ξεπέρασε τήν ψευδοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας
- ἡγούμενος Mikaeli Bregvadze, Γεωργία, Ἡ ἀναβίωση τοῦ Μοναχισμοῦ στή σύγχρονη Γεωργία
Διάλλειμα γιά καφέ
- π. Ματθαῖος Vulcanescu, Ἑλλάδα, Ἰστορική προσέγγιση τοῦ διαλόγου μέ τούς ἑτεροδόξους. Ἡ Δήλωση τοῦ Τορόντο (1950)
- Georgi Todorov, παρουσίαση τοῦ βιβλίου: Κρήτη. Τό κοσμικό πνεῦμα ἔναντι τῆς Ἁγίας Καθολικότητας
18.30 μ.μ. – Πρώτη προβολή τῆς ταινίας-ντοκιμαντέρ : Ὁ δρόμος τοῦ πολεμιστῆ. Σχετικά μέ τόν π. Georgi ἀπό τό Jeglartsi, στό Ρωσικό Πολιτιστικό Κέντρο καί Κέντρο Πληροφόρησης.
Σάββατο 10 Ἰουνίου 2017
10.00 π.μ. – 13.00 μ.μ. – Πρωϊνή συνεδρία στήν αἴθουσα «Aula Hall» τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς.
- καθηγητής Chavdar Popov, Giotto di Bondone καί Ἐμμανουήλ Πανσέληνος Διαφορές στήν ὀντολογία τῆς εἰκόνος.
- καθηγήτρια Kostadinka Paskaleva, εἰκονογραφία τῆς ζωῆς τῆς Ἁγίας Θέκλας.
Διάλλειμα γιά καφέ
- καθηγητής Alexander Omarchevski, Ἅγιος Κωνσταντῖνος Μέγας.
- Galia Todorova, Τά ἔργα τῆς Μητέρας Valentina (Drumeva)
13.00 μ.μ. – 14.30 μ.μ. – Διάλλειμα γιά μεσημεριανό
14.30 μ.μ. – 17.30 μ.μ. – Ἀπογευματινή συνεδρία στήν αἴθουσα «Aula Hall» τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς.
- καθηγητής Andrey Kostryukov, Ρωσία, Ἡ Ρωσική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐκτός Ρωσίας καί τό κομμουνιστικό καθεστώς.
- Δρ. Tatyana Bondar, Ρωσία, Ἡ Ρωσική μετανάστευση στή Βουλγαρία μετά τήν Ὀκτωβριανή Ἐπανάσταση ὡς μιά πνευματική ἀποστολή.
- Georgi Todorov, Ὁ Ἑλληνο-φυλετισμός.  
Διάλλειμα γιά καφέ
- Ἡγούμενος Mikaeli Bregvadze, Γεωργία, Ἡ σύγχρονη Ὀρθόδοξη ζωή στήν Γεωργία. 
Κυριακή 11 Ἰουνίου 2017
9.00 π.μ. – Διορθόδοξη Θεία Λειτουργία στόν Ἅγιο Γεώργιο Ροτόντα
 

Κλείσιμο τοῦ Συνεδρίου.