Τρίτη 8 Αυγούστου 2017

Η ''Σύνοδος'' της Κρήτης και η αναδυόμενη Νέα Εκκλησιολογία: Μια Ορθόδοξη Ανάλυση


Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Πέτρου Heers, Καθηγητοῦ Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης στήν Ὀρθόδοξη Ἱερατική Σχολή Ἁγίας Τριάδος (Holy Trinity Orthodox Seminary), Jordanville, Νέα Ὑόρκη.
Ὁμιλία πού πραγματοποιήθηκε στό Ἱερατικό Ἡσυχαστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐπισκοπῆς Ἀνατολικῆς Ἀμερικῆς τῆς Ὑπερορίου Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Eastern American Diocese of the Russian Orthodox Church Outside of Russia )

Howell, New Jersey, Τρίτη, 21 Μαρτίου, 2017
Σεβασμιότατε Μητροπολίτα κ. Ἱλαρίων,
Σεβασμιότατε Μητροπολίτα κ. Ιωνᾶ,
Θεοφιλέστατε ἐπίσκοπε κ. Νικόλαε
Θεοφιλέστατε ἐπίσκοπε κ. Ειρηναῖε,
Σεβαστοί πατέρες και ἀδελφοί ἐν Χριστῷ,
Ὁ Χριστός ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν!
Θεωρῶ τιμή μου νά βρίσκομαι σήμερα ἐδῶ ἐνώπιόν σας, γιά νά μιλήσω στούς Ἀρχιποίμενες καί Ποιμένες τοῦ λογικοῦ Ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ καί εἰδικότερα στούς διαδόχους τοῦ σπουδαίου ἔργου πού ἐγκαινιάστηκε στή Ρωσική Διασπορά ἀπό μεγάλες ἱερές μορφές ὅπως ὁ ἅγιος Ἰωάννης Μαξίμοβιτς ὁ Θαυματουργός καί οἱ μητροπολίτες Ἀντώνιος, Ἀναστάσιος, Φιλάρετος καί Βιτάλιος, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀβέρκιος, ὁ μητροπολίτης Λαῦρος καί ἄλλοι πολλοί ἀξιοσέβαστοι πατέρες, ὄχι μόνο τῆς Ὑπερορίου Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ὄντως τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἡ μαρτυρία πού ἔδωσαν οἱ Πατέρες τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῆς Διασπορᾶς, σέ σχέση μέ τήν Ἱερά Παράδοση, τό μοναστικό καί ἀσκητικό ἰδεῶδες καί ἰδιαίτερα τήν ἐκκλησιολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἐξακολουθεῖ νά ἐμπνέει καί νά καθοδηγεῖ τούς Ὀρθοδόξους σέ ὅλο τόν κόσμο. 
Σήμερα, ἐνῷ ἡ Κιβωτός τῆς Ἐκκλησίας κλυδωνίζεται στόν ἀπόηχο τῆς αὐτοαποκαλούμενης «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» τῆς Κρήτης, ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τή δική τους ἀκρίβεια βίου καί πίστεως – ἤ μᾶλλον, ἔχουμε πολύ μεγάλη ἀνάγκη νά τούς ἀκολουθήσουμε καί νά τούς μιμηθοῦμε ὡς πρός αὐτά.
Στόν περιορισμένο χρόνο πού μοῦ ἔχει δοθεῖ σήμερα, ἐλπίζω νά καταφέρω νά ξεδιπλώσω μπροστά σας, συνοπτικά, ἀλλά ξεκάθαρα, τά ἀξιοπρόσεκτα καί ἀξιοσημείωτα ἐκεῖνα γεγονότα πού ἔλαβαν χώρα στήν Κρήτη τόν Ἰούνιο τοῦ περασμένου ἔτους, ὥστε μέ τήν ἐνημέρωση αὐτή νά μπορεῖτε νά ἐνεργήσετε σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Συγκεκριμένα, θά ἐξετάσω συνοπτικά καί κριτικά τίς ἀκόλουθες τρεῖς ὄψεις τῆς «Συνόδου» καί τίς συνέπειες αὐτῆς:
1.      Διοργάνωση καί Πραγματοποίηση
2.      Κείμενα
3.      Ἔκβαση καί Ἐπιπτώσεις
Εἰδικότερα, θά ἑστιάσουμε στίς ὄψεις τῆς ἐπίμαχης διοργάνωσης στήν Κρήτη, οἱ ὁποῖες συνιστοῦν ἀπόκλιση ἀπό τήν Ἱερά Παράδοση καί τήν Ἁγία Πίστη τῆς Ἐκκλησίας καί ὡς ἐκ τούτου χρήζουν ἀπαντήσεως ἐκ μέρους τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Προτοῦ ξεκινήσω αὐτή τήν ἀνάλυση, εἶναι ἀπαραίτητο νά τονίσω τά παρακάτω σημεῖα, προκειμένου νά ἀφαιρέσω ἀπό τήν εἰκόνα τό παραπλανητικό στοιχεῖο στήν ὅλη συζήτηση περί Κρήτης καί τή σημασία της. Ὑποστηρικτές, συμπαθοῦντες, ἀλλά καί  ἀδιάφοροι σχετικά μέ τήν διοργάνωση τῆς Κρήτης, ἀντιδροῦν στήν κριτική γι΄ αὐτήν μέ ποικίλους τρόπους. Λόγου χάριν, τούς ἀκούει κανείς νά λένε:
·         Ἡ ἐπιτυχία τῆς συνάντησης αὐτῆς ἦταν ἡ συνάντηση αὐτή καθαυτή!
·         Δήν ἦταν παρά μία ἀρχή καί θά ἀκολουθήσει βελτιωμένη συνέχεια!
·         Δέν διαφάνηκε καμία συνέπεια ἀπό τήν Κρήτη, ἑπομένως δέν χρειαζόταν τόσος θόρυβος!
·         Γιατί νά ἀσχολούμαστε τώρα μέ τήν Κρήτη;  Ἔχει πεθάνει καί μάλιστα ἔχει ἐνταφιαστεῖ! Τά ἑπόμενα χρόνια θά ἔχει ἤδη ξεχαστεῖ. (Καί ἄλλα τέτοια συναισθήματα ἐκφράζονται.)
Μποροῦμε ὅλοι νά δείξουμε κατανόηση στή «δύναμη της θετικῆς σκέψης», ὡστόσο φοβᾶμαι ὅτι ὅλες αὐτές οἱ ὡραῖες σκέψεις χρησιμεύουν γιά νά παρακάμπτεται τό οὐσιῶδες ζήτημα: Τί εἶναι αὐτή ἡ «Σύνοδος»; Τί ἔχουμε νά ποῦμε γιά τίς ἀποφάσεις της και τόν ἀντίκτυπό τους; Δέν μπορε κανείς νά πιστεύει σοβαρά ὅτι γιά περισσότερα ἀπό 50 χρόνια (ἤ κατ’ ἄλλους 100!) περιμέναμε μιά μεγάλη σύνοδο, βασικός σκοπός τῆς ὁποίας ἦταν… νά συμβεῖ! Ἀσφαλῶς, ὅ,τι συνέβη στήν Κρήτη θά ἔχει συνέπειες καί ἤδη ἔχει ἐπιπτώσεις γιά τήν Ἐκκλησία (κατά τόπους σημαντικές) καί θά ἀποτελέσει ἕνα προηγούμενο γιά τό μέλλον.
Πράγματι, αυτός είναι ο λόγος που ἐκεῖνοι οἱ κληρικοί, οἱ ὁποῖοι παραβλέπουν τή «σύνοδο» ἤ ὑποτιμοῦν τή σημασία της, τό κάνουν εἰς βλάβη δική τους, ἀλλά καί  τοῦ ποιμνίου τους. Στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, οἱ σύνοδοι – ληστρικές ἤ οἰκουμενικές – εἴτε γίνονται δεκτές εἴτε ἀπορρίπτονται ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Δέν περνᾶνε ἀπαρατήρητες οὔτε καί πρέπει νά ἀγνοοῦνται, ἰδίως μάλιστα ὅταν καινοτομοῦν καί εἰσάγουν ψευδο-διδασκαλίες στήν Ἐκκλησία. Ἀκριβῶς ὅπως μία πνευματική πτώση πρέπει νά τήν ἀκολουθήσει ἡ μετάνοια, καί ὄχι ἡ συγκάλυψη, ἔτσι καί τά σφάλματα τά ὁποῖα εἰσάγονται καί γίνονται δεκτά σε συνοδικό ἐπίπεδο πρέπει νά ἀπορριφθοῦν καί νά διορθωθοῦν [ἰδανικά σέ συνοδικό ἐπίπεδο ἐπίσης]. Δέν παραβλέπουμε τίς ἀσθένειες ὅταν αὐτές μολύνουν τό σῶμα μας. Πόσο μᾶλλον θά ἔπρεπε νά φροντίζουμε γιά τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ! Εἴμαστε ὅλοι συνυπεύθυνοι, ἀλλήλων τά βάρη βαστάζοντες.
1. Ὀργάνωση καί Ἐκτέλεση:
Ἄς ξεκινήσουμε ρίχνοντας μιά γρήγορη ματιά στή βασική στατιστική σύνθεση τῆς «Συνόδου»: 
Συμμετέχουσες Ἐκκλησίες: 10 ἀπό τίς 14 Τοπικές Ἐκκλησίες (ποσοστό 71%)
·         Ἀντιπροσώπευση Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν: ποσοστό σχεδόν30%.
·         Συμμετέχοντες Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι: 162 συμμετεῖχαν ἀπό τούς 350 πού εἶχαν προσκληθεῖ (46%)
·         Ἀντιπροσώπευση Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων: 162 ἐπί συνόλου 850 (19%)
·         Συνολικός Ἀριθμός ψηφισάντων Ἐπισκόπων: 10 ἀπό τούς 162 παρισταμένους ἐπισκόπους (6%), ἤ 10 ἀπό τούς 850 ἐπισκόπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (1.1%).
Ἄν συγκρίνουμε τά παραπάνω μέ τίς ἀληθινά «ἅγιες καί Μεγάλες Συνόδους» τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες ἀναγνωρίστηκαν κατόπιν ὡς «Οἰκουμενικές», ὑπάρχει τεράστια διαφορά, ἰδιαίτερα ὅσον ἀφορᾷ στά ἐμπόδια πού ἀντιμετώπιζαν οἱ ἱεράρχες τῶν πρώτων αἰώνων ὡς πρός τίς μετακινήσεις τους καί τήν ἐπικοινωνία. Παραδείγματος χάριν, ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος εἶχε 325 θεοφόρους Πατέρες, ἡ Δ’ Οἰκουμενική 630 Πατέρες καί ἡ Ζ’ 350 πατέρες – ὅλοι αὐτοί συμμετεῖχαν μέ  δικαίωμα ψήφου.
Τί πῆγε λοιπόν νά δεῖ ὁ κόσμος στήν Κρήτη; Μία «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο»; Τί πῆγαν να δοῦν; Μία ἐλεύθερη συνάθροιση Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων ἀπ’ ὅλο τόν κόσμο;  Δεῖτε, οἱ περισσότεροι δέν προσκλήθηκαν και σχεδόν σέ ὅλους ὅσοι προσῆλθαν δέν δόθηκε ἡ δυνατότητα ψήφου. Ἑπομένως τί πῆγαν νά δοῦν στήν Κρήτη ;  « Μία σύνοδο Προκαθημένων μέ τίς συνοδεῖες τους»[1].
Ἡ τελευταία αὐτή φράση – «μία σύνοδος Προκαθημένων μέ τίς συνοδεῖες τους»– εἶναι ἡ ἔκφραση πού χρησιμοποίησε ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος γιά νά χαρακτηρίσει τη σύναξη αὐτή, τήν ὁποία παρακολούθησε καί στήν ὁποία ἀσκεῖ σφοδρή κριτική τώρα γιά τίς καινοτομίες, τίς ὁποῖες εἰσήγαγε ἐν σχέσει πρός τήν Πίστη μας. Ἡ τρανή εἰρωνεία, ἀλλά καί τραγωδία εἶναι πώς, παρ’ ὅλους τούς βαρύγδουπους ἰσχυρισμούς τῶν διοργανωτῶν ὅτι ἡ συνοδικότητα ἦταν πού εἶχε ὁδηγήσει σ’ αὐτή τή διοργάνωση καί ὅτι θά ἦταν φανερή στήν Κρήτη, στήν πραγματικότητα ἦταν μία νέα ἀνατολική ἔκφραση παπικοῦ πρωτείου [ - τῶν προκαθημένων – πού πῆρε κεντρική θέση ἐπί σκηνῆς[2].
Ἡ τραγική εἰρωνεία εἶναι πώς, ἐνῷ οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πηγαινοέρχονταν στίς λεωφόρους τοῦ Διαδικτύου  ἐκθειάζοντας τή συνοδικότητα τῆς προσυνοδικῆς διαδικασίας καί τῆς ἐπικείμενης Συνόδου, οἱ Ἱερές Σύνοδοι τῶν ποικίλων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν μόλις ἄρχιζαν νά ἐξετάζουν τό κατά πόσον ἦταν ὀρθόδοξα τά κείμενα τά ὁποῖα γίνονταν δεκτά ἀπό τούς Προκαθημένους τους, χωρίς τήν ἔγκρισή τους.  Αὐτό δείχνει ὅτι ἡ ἀποτυχία τῆς «Συνόδου τῶν Προκαθημένων μέ τίς συνοδεῖες τους» εἶχε ἤδη ἐξασφαλιστεῖ ἐκ τῶν προτέρων.
A. Προ-Συνοδικοί Οἰωνοί τῆς ἐπικείμενης καταστροφῆς
Πολλά ἔχουν γίνει κατά τήν μακρά συνοδική διαδικασία πού κατέληξε στή Συνάντηση τῆς Κρήτης. Χωρίς ἀμφιβολία, πολύς ἱδρώτας χύθηκε καί πολύ μελάνι ξοδεύτηκε γιά νά γίνει πραγματικότητα αὐτό τό γεγονός. Στή διάρκεια τῶν 55 χρόνων ἐνεργοῦ ὀργανωτικῆς προετοιμασίας γιά τή σύγκληση  αὐτῆς τῆς «Συνόδου», ἔλαβαν χώρα:
·         Ἕξι συναντήσεις τῆς «Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς» 
·         Τρεῖς συσκέψεις τῆς «Εἰδικῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς»
·         Πέντε Προ-Συνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις
·         Τρεῖς συναντήσεις τῆς  Συνάξεως τῶν Προκαθημένων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν
·         Δύο εἰδικές θεολογικές διασκέψεις γιά τήν κατάρτιση τῶν Κανόνων Λειτουργίας τῶν συνελεύσεων τῶν Ἐπισκόπων στή Διασπορά
·         Δύο ἀκαδημαϊκά συνέδρια ἐπί τοῦ θέματος ἑνός κοινοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἡμερολογίου, καί κοινοῦ ἑορτασμοῦ τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα μέ τούς ἑτεροδόξους καί ἄλλο ἕνα συνέδριο γιά σύγχρονα ζητήματα βιοηθικῆς.
·         Ἕνα ἀκόμη ἀκαδημαϊκό συνέδριο γιά τό ζήτημα τῆς Χειροτονίας τῶν Γυναικῶν στή Ρόδο, τό 1989.
Εἶναι τραγικό πραγματικά τό γεγονός, ὅτι μετά ἀπό τόσο ἐκτεταμένο ὁρίζοντα χρόνου καί προσπάθειας, τό ἀποτέλεσμα οὐσιαστικά δέν ἱκανοποιεῖ κανένα, οὔτε περιποιεῖ τιμή ἤ δόξα στούς διοργανωτές ἤ στήν ἴδια τήν Ἐκκλησία. Μήπως ὁ ἱεράρχης του Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πού χαρακτήρισε τή σύνοδο «φιάσκο», ἤ ὁ ἐκκλησιαστικός ἀνταποκριτής, ὁ οποῖος τήν ἀποκάλεσε «ἐπικεφαλίδα πού κατέληξε  ὑποσημείωση» εἶχαν ἄδικο;  {Εἶναι προφανές ὅτι στήν περίπτωση τῆς Κρήτης ἐκπληρώθηκε τό ἀρχαῖο ρητό «ὤδινεν ὄρος καί ἔτεκεν μῦν»}. Μακάρι νά ἦταν μόνον αὐτό καί ὄχι κάτι χειρότερο! Διότι τόσες ὠδῖνες τοκετοῦ γιά νά γεννηθεῖ μία τέτοια «σύνοδος», εἶναι ὄνειδος γιά ὅλη τήν Ἐκκλησία.
Πρέπει νά ἀναρωτηθεῖ κανείς: ποῦ ἦταν τό λάθος, ὥστε παρά τόν τόσο κόπο – μοναδικό στά συνοδικά χρονικά – νά καταλήξουμε σέ ἕνα τόσο τραγικό ἀποτέλεσμα;
Στήν Ἑλλάδα ἔχουμε μιά χαρακτηριστική ἔκφραση: «ἡ καλή μέρα ἀπό τό πρωΐ φαίνεται». Λοιπόν, τό ἀντίθετο ἐπίσης ἰσχύει στήν περίπτωση τῆς «μεγάλης Συνόδου». Ἤδη ἀπό νωρίς, στή συνοδική διαδικασία ἦταν φανερό ὅτι ἡ συνήθως ἡλιόλουστη Κρήτη δέν θά ἔλαμπε φεγγοβόλα γιά τήν Ὀρθοδοξία. Ὅπως τό ἔχω ἀναλύσει διεξοδικά ἀλλοῦ [3] οἱ ὁραματιστές τῆς Κρήτης σφράγισαν τή μοίρα τῆς Συνόδου τους ὥστε αὐτή νά μήν ἀκολουθήσει τά ἴχνη τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀλλά νά ἀπορροφήσει τό «πνεῦμα» μιᾶς ἄλλης, ἀκόμη πιό «μεγάλης» καί πολύ προβληματικῆς συνόδου τῆς πιό πρόσφατης μνήμης μας: τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου.
Οἱ δύο αὐτές σύνοδοι  ἔχουν κοινές ρίζες καί καταβολές, παρόμοια μεθοδολογία καί στόχους, ἀλλά ἐπίσης μοιράζονται καί μία τοὐλάχιστον ἐπιφανειακή ἀλλεργία στό δόγμα. Ἀμφότερες αὐτές οἱ συνδιασκέψεις ἰσχυρίστηκαν πώς εἶχαν σκοπό καί στόχο νά ἑδραιώσουν τή δέσμευση τῶν ἱεραρχιῶν τους στόν οἰκουμενισμό καί ἀμφότερες ἐπέτρεψαν οἱ συνοδικές ἀποφάσεις καί τά Κείμενά τους νά διαμορφωθοῦν ἀπό ἀκαδημαϊκούς θεολόγους. Ἀκόμη σημαντικότερο εἶναι πώς, καί οἱ δύο αὐτές συνάξεις, θεώρησαν ἀποδεκτή τήν εἰσαγωγή μιᾶς νέας «περιεκτικῆς» ἐκκλησιολογίας ξένης πρός τήν Πίστη τῆς Ἐκκλησίας εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν[4].
Ἕνα ἄλλο σημεῖο. τό ὁποῖο δυστυχῶς σφυρηλατεῖ τή συγγένεια ἀνάμεσα στίς δύο αὐτές συνόδους, εἶναι ἡ ἀπουσία ὁποιασδήποτε δαιμονολογίας. Εἶναι ἐνδεικτικό ὡς πρός τό φρόνημα καί τίς προτεραιότητες τῶν συντακτῶν τῶν συνοδικῶν κειμένων, ὅτι πουθενά σε ὁποιοδήποτε ἀπό τά κείμενα δέν βρίσκει κανείς τούς παρακάτω ὅρους:
·         Διάβολος, δαίμονας, διαβολικός ἤ πονηρός [5]
·         Αἵρεση[6]  αἱρετικός, σχίσμα ἤ σχισματικός.
Ἐν τούτοις, ἡ διάκριση τῶν μεθόδων τῶν πεπτωκότων πνευμάτων, ἤ ἀλλιῶς δαιμονολογία, ἀποτελεῖ προϋπόθεση γιά τή διαμόρφωση Χριστολογίας καί Ἐκκλησιολογίας[7]. Ὅπως γράφει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου (Α’ Ιωάν. 3:8). Ἡ ἀπουσία τῆς παραμικρῆς ἔστω ἀναφορᾶς στόν πονηρό ἤ στίς μεθοδεῖες του (αἵρεση, σχίσμα, κ.λ.π.), σέ ὁποιοδήποτε ἀπό τά συνοδικά Κείμενα, εἶναι ἐνδεικτική μιᾶς κοσμικῆς, ἐκκοσμικευμένης ἀντιλήψεως, μακράν του Πατερικοῦ φρονήματος.
Τέλος, ἡ «σύνοδος» τῆς Κρήτης ἀκολουθώντας τήν Β’ Βατικανή καί ὄχι τούς Ἁγίους Πατέρες, ὄχι μόνον δέν ἔκανε τήν παραμικρή μνεία στήν αἵρεση, ἀλλά περαιτέρω προσκάλεσε καί ἐκπροσώπους αἱρετικῶν ὁμολογιῶν νά παρακολουθήσουν τίς ἐργασίες της ὡς παρατηρητές, συμπεριλαμβανομένων ἐκείνων πού ἀναγνωρίζονται ὡς τέτοιοι (αἱρετικοί) ἀπό προηγούμενες Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἡ πρακτική αὐτή ἄν καί δέν ἔχει προηγούμενο στήν ἱστορία τῶν συνόδων, εἶχε ἐφαρμοστεῖ στίς Βατικάνειες συνόδους, ἐπιβεβαιώνοντας γιά μία ἀκόμη φορά τό πνεῦμα καί τό φρόνημα πού δυστυχῶς ἐνέπνεε τούς διοργανωτές.
B. Ἡ «Συνοδική» κατάργηση τῆς Συνοδικότητος
Ἄς δοῦμε τώρα εἰδικότερα τή συνοδικότητα (ἤ τήν ἔλλειψη αυτῆς) τῆς προσυνοδικῆς περιόδου καί τῆς ἴδιας τῆς Συνόδου. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας φανερώνεται καί διαμορφώνεται διά τῆς συνοδικότητος. Ὅπως ὁρίζει ὁ 34οςἈποστολικός Κανόνας: «Οὕτω γάρ ὁμόνοια ἔσται καί δοξασθήσεται ὁ Θεός, διά Κυρίου ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι...».  Ὅταν ὁ συνοδικός τρόπος χάνεται, τό πρῶτο καί ἄμεσο θῦμα, ἡ πρώτη καί ἄμεση ἀπώλεια, εἶναι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Μία προσεκτική ἐξέταση τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης ἀπ’ αὐτή τήν ἄποψη ἀποκαλύπτει ὅτι, παραδόξως, αὐτό πού συνέβη ἐκεῖ εἶναι μιά «συνοδική» κατάργηση τῆς συνοδικότητας. Στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν ἐξαίρεση τῶν ληστρικῶν συνόδων, καμία ἄλλη σύνοδος δέν ἔδειξε τόση ἀποστροφή γι΄ αὐτό τό ἴδιο τό νόημα τῆς συνοδικότητος, ὅσο τό ἔκανε ἡ «σύνοδος» τῆς Κρήτης.
Ἐν πρώτοις, ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας (πού περιλαμβάνει τόν κλῆρο, τούς μοναχούς καί τούς λαϊκούς) περιφρονήθηκε ἐντελῶς κατά τήν προσυνοδική διαδικασία καί κατά τήν ἐκτέλεση τῆς «Συνόδου». Αὐτό δέν εἶναι μόνο μιά τεράστια ἀβλεψία. Ἀποτελεῖ ἕνα σοβαρό ἐκκλησιολογικό σφάλμα. Οἱ Ὀρθόδοξοι δήλωσαν στόν Πάπα τό 1848 ὅτι στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ «....οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησαν ποτὲ εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστιν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός [8]
Ὡστόσο, ὄχι μόνο τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας παρέμεινε στό σκοτάδι, ἀλλά καί μεγάλο μέρος τῆς Ἱεραρχίας. Ἡ πλειονότητα τῶν ἐπισκόπων, ἀκόμη καί οἱ σύνοδοι τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, δέν συμμετεῖχαν στήν προετοιμασία τῆς «Συνόδου», συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ προσχεδίου τῶν Κειμένων. Ἀπ’ αὐτή τήν ἄποψη, θυμόμαστε τήν ἔμπονη κραυγή διαμαρτυρίας τοῦ Μητροπολίτου Ἱεροθέου Βλάχου μῆνες πρίν ἀπό τή «Σύνοδο», ὅτι τά προσυνοδικά Κείμενα «ἦταν ἄγνωστα στούς περισσότερους ἱεράρχες καί σέ μένα τον ἴδιο. Ἔχουν κρατηθεῖ ἀπό τήν ἐπιτροπή καί δέν γνωρίζουμε τό περιεχόμενό τους»[9]
Δέν εἶναι ὑπερβολή νά δηλώσουμε ὅτι ἐδῶ ἰσχύει ἡ κρίση τῆς Ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς Συνόδου σέ σχέση μέ τήν ψευδο-εικονομαχική σύνοδο τῆς Ἱερείας: « Τά θέματά τους εἰπώθηκαν σέ μιά γωνιά καί ὄχι ἐπί τοῦ ὄρους τῆς Ὀρθοδοξίας». Αὐτό συνέβη ἐπειδή ἐκεῖνοι πού ἦσαν ὑπεύθυνοι γιά τήν προετοιμασία τῶν Κειμένων γνώριζαν πολύ καλά τήν ἀντίθεση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ στά προβληματικά κείμενα καί γιά τόν λόγο αὐτό ἀρνήθηκαν νά τά δημοσιεύσουν. Ὅπως φαίνεται ἀπό τά Πρακτικά τῆς 5ης καί τελευταίας Προ-Συνοδικῆς Διασκέψεως (Ὀκτώβριος 2015), ἦταν μόνον μετά τήν ἐπιμονή τοῦ Πατριάρχου Γεωργίας καί (ἀργότερα κατά τή Σύναξη τῶν Προκαθημένων τόν Ἰανουάριο τοῦ 2016 – πέντε μόλις μῆνες πριν από τή «Σύνοδο»)  μετά τό αἴτημα τοῦ Πατριάρχου Μόσχας, πού τά κείμενα αὐτά τελικά κοινοποιήθηκαν στήν Ἐκκλησία. Ἔχοντας κανείς αὐτά ὑπ’ ὄψιν μπορεῖ νά κατανοήσει καλύτερα γιατί τέσσερα Πατριαρχεῖα κατέληξαν νά ἀποχωρήσουν τήν τελευταία στιγμή.
Ὁ Μητροπολίτης Μπάτσκας Ειρηναῖος (Σερβική Εκκλησία) εἶπε τά ἑξῆς σχετικά μέ τήν κρίσιμη αὐτή τελευταία συνάντηση τῆς Προ-συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς πού ἔλαβε χώρα τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2015:
«Ὅσον ἀφορᾶ στό κείμενο «Οἱ σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν ὑπόλοιπο Χριστιανικό κόσμο», σοβαρή ἀναθεώρηση καί διόρθωση  του ἀποδείχθηκε δυστυχῶς ἀδύνατη ἐξ αἰτίας τῶν περισσοτέρων πού βρίσκονταν στήν συνάντηση....Παρά τήν ἀποδοκιμασία πολλῶν καί τή σφοδρή κριτική πού τοῦ ἀσκήθηκε, τό κείμενο-γιά λόγους πού δέν κοινοποιήθηκαν - δέν ἐπαναξιολογήθηκε σοβαρά.  Μᾶλλον ἀπεστάλη ὅπως ἦταν, οὐσιαστικά ἀνέπαφο, πρός τή Σύνοδο, ὅπου, λόγῳ  ἐλλείψεως χρόνου καί ὁμοφωνίας (consensus)ἔγιναν μόνο διακοσμητικές ἀλλαγές»[10]
Μία προσεκτική μελέτη τῶν Πρακτικῶν τῆς 5ης Προσυνοδικῆς, Πανορθοδόξου  Διασκέψεως (Ὀκτώβριος 2015), ἀποκαλύπτει ὅτι οἱ ἐργασίες διεξήχθησαν σέ κλῖμα πιέσεως καί βιασύνης καί τήν εὐθύνη γι’ αὐτήν τήν ἀπραξία τήν εἶχε ὁ πρόεδρος τῆς συναντήσεως, Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος ἐν τέλει ἀντικαταστάθηκε.
Εἶναι προφανές καί ἀποτελεῖ κοινή διαπίστωση ἀνάμεσα στούς κριτικούς τῆς «Συνόδου» ὅτι μία ἀπό τίς κύριες αἰτίες πού ἡ συνάντηση στήν Κρήτη ἐξελίχθηκε σέ «φιάσκο» ἦταν αὐτή ἡ ἀντισυνοδική, ἀνορθόδοξη μεθοδολογία καθώς καί ἡ προσυνοδική μυστικοπάθεια πού ἐπέβαλαν οἱ διοργανωτές.
Εἴπαμε νωρίτερα ὅτι οἱ ἱεραρχίες τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν κρατήθηκαν στό σκοτάδι σέ σχέση μέ τό περιεχόμενο τῶν προπαρασκευαστικῶν ἐργασιῶν καί τῶν κειμένων. Τοῦτο εἶναι προφανές ὅταν σκεφθεῖ κανείς ότι οἱ κανόνες προετοιμασίας τῆς Συνόδου ἀπαιτοῦσαν μόνο τίς ὑπογραφές δύο ἐκπροσώπων ἑκάστης Ἐκκλησίας, προκειμένου νά ἐγκριθοῦν τά συνοδικά κείμενα – ἤτοι χωρίς τήν ἔγκριση τῶν Ἱερῶν Συνόδων. Ἔτσι, τό ἀνορθόδοξο κείμενο γιά τούς ἑτεροδόξους θεωρήθηκε «ἐγκεκριμένο» ἀπό τίς Τοπικές Ἐκκλησίες μετά τή συνάντηση τοῦ Ὀκτωβρίου 2015, χωρίς νά ἀποσταλεῖ σ΄αὐτές, χωρίς νά συζητηθεῖ καί χωρίς νά ἐγκριθεῖ ἀπό τίς Ἱερές Συνόδους τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Μέ αὐτόν τόν τρόπο, τό κείμενο θεωρήθηκε δεκτό, δυνάμει τῶν ὑπογραφῶν δύο ἐκπροσώπων, καί δεσμευτικό γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, καί μετά προωθήθηκε στή Σύνοδο.
Ποῦ εἶναι ὁ συνοδικός χαρακτήρας τῆς Ἐκκλησία ἐδῶ στήν πράξη ;
Ἀλλά δέν εἶναι μόνο αὐτό.  Γιά νά τροποποιηθεῖ τό κείμενο, ἤ ἀκόμη καί γιά νά ἀλλάξει μιά φράση του στήν Κρήτη, ἀπαιτεῖτο ἡ ἔγκριση ὅλων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.  Ἐάν ἔστω καί μία διαφωνοῦσε μέ τήν [προτεινόμενη] ἀλλαγή, παρέμενε ὡς εἶχε διότι ἐθεωρεῖτο ἤδη ἐγκεκριμένο [τό κείμενο]ἀπό ὅλες τίς Ἐκκλησίες στήν 5η Προσυνοδική Διάσκεψη!
Γιά μιά ἀκόμη φορά ἐδῶ μποροῦμε νά δοῦμε γιατί οἱ Ἐκκλησίες τῆς Βουλγαρίας καί τῆς Γεωργίας ἀρνήθηκαν νά παρευρεθοῦν στή Σύνοδο : Κατάλαβαν ὅτι οὐσιαστικές ἀλλαγές στά κείμενα θά ἦσαν ἀδύνατες.
Ἡ ἴδια διαδικασία ἀκολουθήθηκε μέ τόν Κανονισμό Λειτουργίας τῆς ἴδιας τῆς συνόδου. Τά κείμενα ἐγκρίθηκαν ἀπό τούς Προκαθημένους (μέ ἐξαίρεση τήν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας) χωρίς συζήτηση ἤ ἔγκριση τῶν Ἱεραρχιῶν τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.
Ἄν καί φαίνεται ἀπαράδεκτη καί ἀτυχής ἡ προσυνοδική διαδικασία, εἶναι μᾶλλον ἀβλαβής σέ σύγκριση μέ τό ἀποκορύφωμα τῆς περιφρονήσεως τῆς συνοδικότητος πού ἔγινε φανερή κατά τή διάρκεια τῆς ἴδιας τῆς Συνόδου.  Ἐκεῖ τό δικαίωμα καί τό καθῆκον πού ἁρμόζει σέ κάθε ἐπίσκοπο νά ψηφίζει ἐπί τῶν προτεινομένων κειμένων καταφρονήθηκε. Τό ἀρνήθηκαν στούς ἐπισκόπους καί τηρήθηκε μόνο γιά τόν κάθε Προκαθήμενο.  Ἀπίστευτο, πρωτοφανές καί τελείως ἀπαράδεκτο ἀπό κανονικῆς πλευρᾶς.
Ἡ εἰρωνεία εἶναι ὅτι πολλοί ἀπό τούς συμμετέχοντες ἐπισκόπους δήλωσαν μέ ἐνθουσιασμό ὅτι ὑπῆρχε μεγάλη ἐλευθερία καί ἦταν εὔκολο γιά τούς ἐπισκόπους νά λάβουν τόν λόγο.  Αὐτό εἶναι βέβαια σημαντικό, ἀλλά ξεκάθαρα, σέ σχέση μέ τό δικαίωμα ψήφου, δευτερεῦον σέ σπουδαιότητα.  Σημασία ἔχει ὄχι ποιός ὁμιλεῖ πρῶτος, ἀλλά ποιός ἔχει τόν τελευταῖο λόγο, δηλ. ποιός ἀποφασίζει.  Ἀκόμη καί ἄν ὅλοι οἱ 152 ἐπίσκοποι πού δέν ψήφισαν, διαφωνοῦσαν μέ μιά λέξη ἤ ἕνα ἀπόσπασμα ἤ ἀκόμη καί μέ ἕνα ὁλόκληρο κείμενο, λίγη σημασία θά εἶχε, γιατί μόνο οἱ ψῆφοι τῶν 10 Προκαθημένων  λαμβάνονταν ὑπ’ὄψιν.
Ὅπως εἶναι εὐρἐως γνωστό, σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία οἱ ἐπίσκοποι εἶναι ἴσοι.  Ὁ Προκαθήμενος δέν εἶναι πάνω ἀπό ὅλους τούς ἐπισκόπους. Μᾶλλον εἶναι «πρῶτος μεταξύ ἴσων». Mέσα σ’αὐτό τό πλαίσιο ἡ πρακτική τῆς Κρήτης νά ἀναγνωρίζει μόνο τήν ψῆφο τοῦ κάθε Προκαθημένου καί ὄχι τήν ψῆφο ὅλης τῆς ἱεραρχίας δέν ἀντιπροσωπεύει μιά ἔκπτωση ἀπό τή συνοδικότητα καί ὀλίσθηση πρός τόν παπισμό; Αὐτή ἡ «παπική» ἀναβάθμιση τῶν Προκαθημένων εἶναι ἐξαιρετικά ἐπικίνδυνη γιά ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία, διότι πέραν τῆς ἐννοίας τῆς καταργήσεως τῆς συνοδικότητος σἐ κάθε Τοπική Ἐκκλησία, αὐτή γρήγορα θά ὁδηγήσει στόν Πρῶτο τῶν Πρώτων, πού θά προαχθεῖ στήν  κατάσταση (status)  τοῦ Πάπα τῆς Ἀνατολῆς sine paribus (χωρίς ἴσους)  γιά νά χρησιμοποιήσουμε τόν ὅρο πού προτίμησε ὁ Μητροπολίτης Προύσης Ἐλπιδοφόρος.
Ἐπιτρέψτε μου νά παρουσιάσω τρία παραδείγματα τά ὁποῖα ἀποτυπώνουν ὅτι στήν Κρήτη συνέβη μιά «συνοδική κατάργηση τῆς συνοδικότητος».
Πρίν ἀπό τή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὁμόφωνα συμφώνησε καί διατύπωσε τή θέση της ὅτι στά συνοδικά κείμενα οἱ ἑτερόδοξες κοινότητες δέν πρέπει νά ἀναφέρονται ὡς «Ἐκκλησίες».  Ἡ Ἱεραρχία ἔδωσε ἐντολή στόν Ἀρχιεπίσκοπο  καί τή συνοδεία του νά μεταφέρει καί νά ὑποστηρίξει αὐτή τήν ἀπόφαση.  Δέν ὑπῆρχε καμμία συνοδική ἐξουσιοδότηση γιά ὁποιαδήποτε τροποποίηση τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱεραρχίας.  Παρά ταῦτα, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καί ἡ συνοδεία του (με ἐξαίρεση τόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ἱερόθεο) ἄλλαξαν τή στάση τους καί ψήφισαν μιά τροποποιημένη ἐκδοχή τοῦ κείμενου (ὑπ΄ἀριθ. 6) πού ἦταν ὑπό συζήτηση καί τό ὁποῖο ἦταν σέ φανερή ἀντίθεση μέ τήν ὁμόφωνη ἀπόφαση ὅλης τῆς ἱεραρχίας.  Κάνοντας αὐτό, αὐτός καί ὅσοι ἦσαν μαζί του  κατεφρόνησαν τόν 34ο Ἀποστολικό Κανόνα πού λέει : «...μηδέ ἐκεῖνος [ὁ Πρῶτος ] ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω τι. Οὕτω γάρ ὁμόνοια ἔσται καί δοξασθήσεται ὁ Θεός, διά Κυρίου ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι...»[1].
Στό δεύτερο παράδειγμά μας, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, ἔχουμε μιά ἀκόμη θρασύτερη περίπτωση ὀλισθήσεως στήν παπική νοοτροπία. Ἡ συνοδεία τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας συνίστατο ἀπό 24 ἐπισκόπους.  Ἀπό αὐτούς μόνον οἱ ἑπτά ἦσαν εὐνοϊκά διατεθειμένοι στό τελικό κείμενο γιά τούς ἑτεροδόξους.  Δεκαεπτά ἀπό τούς 24 ἱεράρχες ἀρνήθηκαν νά τό υπογράψουν.  Παρά ταῦτα ἐπειδή ὁ Πατριάρχης τῆς Σερβίας συμφωνοῦσε καί ὑπέγραψε τό κείμενο, ἡ «Σύνοδος» θεώρησε ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας τό ἀποδέχτηκε! Γιά μιά ἀκόμη φορά ἡ Σύνοδος κατεφρόνησε τόν 34ο Ἀποστολικό Κανόνα, ὁ ὁποῖος καλεῖ τόν Πρῶτο Ἱεράρχη «νά μήν κάνει τίποτε χωρίς τή γνώμη ὅλων». Ἡ εἰρωνεία εἶναι βέβαια ὅτι ἐνῷ οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι στό διάλογο μέ τήν Ρώμη ὑπογραμμίζουν τήν ἀνάγκη τοῦ Βατικανοῦ νά βασίζει τίς σχέσεις μεταξύ ἑνός  Προκαθημένου καί τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας πάνω στόν 34ο Ἀποστολικό Κανόνα, ἡ Πανόρθόδοξη «Σύνοδος» τόν παρεβίασε ἐπανειλημμένα.
Στό τρίτο μας παράδειγμα ἔχουμε τήν τραγική ἀντισυνοδική καί παπική στάση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τῆς Κύπρου.  Τέσσερεις ἀπό τούς 17 ἐπισκόπους ἀπό τήν Κύπρο ἀρνήθηκαν νά ὑπογράψουν τό ὑπ΄ἀριθ. 6 τελικό κείμενο γιά τούς ἑτεροδόξους,  συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ Μητροπολίτου Λεμεσοῦ Ἀθανασίου.  Μετά τήν ἀναχώρηση τῶν ἐπισκόπων αὐτῶν, ἡ ἀντίδραση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἦταν νά ὑπογράψει  ἀντ’ αὐτῶν τό κείμενο, σάν νά εἶχε τήν σύμφωνη γνώμη τους!  Σέ μιά συνέντευξη πού δόθηκε ἀργότερα σέ μιά ἑλληνο-ἀμερικανική ἐφημερίδα ὁ Ἀρχιεπίσκοπος χαρακτήρισε αὐτούς τούς διαφωνούντας ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας του, ὡς «πέμπτη φάλαγγα» στή Σύνοδο.
Τά παραδείγματα αὐτά δείχνουν ὄχι μόνο περιφρόνηση γιά τό συνοδικό σύστημα καί κατάργησή του, ἀλλά καί καταφρόνηση τῆς ἀξίας τοῦ ἐπισκόπου ἀπό τούς «Πρώτους ἱεράρχες». Αὐτές οἱ καινοτομίες καί ἐκτροπές δέν ἔγιναν ἁπλῶς ἀνεκτές καί ἀποδεκτές, ἀπό τήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» ἀλλά ἐπί τῇ βάσει αὐτῶν ἦλθε εἰς πέρας ἡ «Σύνοδος».  Στ΄ἀλήθεια,  χωρίς τέτοια ἀντισυνοδική δραστηριότητα ἡ «Σύνοδος» θά εἶχε πλήρως διαλυθεῖ[11].
Ἐκ τῶν ὑστέρων, δεδομένης τῆς ἀντισυνοδικῆς θεμελιώσεως καί τῆς ἀποτυχίας τῆς «Συνόδου» νά ἑνώσει τούς Ὀρθοδόξους, μπορεῖ νά ἔχει ἐφαρμογή ἡ ἀκόλουθη ρήση : «Ἕνα σπίτι εἶναι τόσο καλό, ὅσο καλό εἶναι τό θεμέλιο πάνω στό ὁποῖο χτίστηκε»(πρβλ. Λουκ. 6, 48).  Ὁ οἶκος τῆς «Μεγάλης καί Ἁγίας Συνόδου» δέν χτίστηκε πάνω στήν πέτρα τῆς συνοδικότητος- «ἔδοξε γάρ τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ καί ἡμῖν»- ἀλλά πάνω στήν ἄμμο τῆς παπικῆς νοοτροπίας- «ὁ ἅγιος πατριάρχης μας εἶπε»!
2.  Τά κείμενα καί οἱ δηλώσεις  τῆς Συνόδου.
Ἄς στραφοῦμε τώρα ἀπό τήν ὀργάνωση τῆς «Συνόδου» στά κείμενά της.
Τρία ἀπό τά ἕξη κείμενα παρουσίασαν σοβαρά προβλήματα  γιά κάποιες Ἐκκλησίες.  Αὐτά ἦσαν : «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον»[12], «Τό Μυστήριο τοῦ Γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ» καί «οἱ σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον».  Θά μιλήσω ἐν συντομίᾳ ὅσον ἀφορᾶ στό δεύτερο κείμενο καί θά ἑστιάσω τήν προσοχή μου στό τρίτο, τό ὁποῖο πραγματικά ἀποτέλεσε τή βάση τῆς Συνόδου.
A.    Τό Μυστήριο τοῦ Γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ.  
Στό κείμενο γιά τόν Γάμο, ἔγιναν διαδοχικά τρεῖς τοποθετήσεις σχετικά μέ τούς «μικτούς Γάμους», δηλ. τό γάμο ἑνός Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ μέ τό μέλος μιᾶς Ἑτερόδοξης ὁμολογίας ἤ μέ κάποιον πού ἀνήκει σέ μιά ἀπό τίς θρησκεῖες  τοῦ κόσμου :
1.  Ὁ Γάμος μεταξύ Ὀρθοδόξων καί μή Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ἀπα
γορεύεται σύμφωνα μέ τήν κανονική ἀκρίβεια ( Κανών 72 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου).
2.  Ἔχοντας τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὡς σκοπό, ἡ δυνατότητα ἀσκήσεως ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας σέ σχέση μέ τά κωλύματα τοῦ γάμου  πρέπει νά ἀποφασισθεῖ ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο κάθε αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,  σύμφωνα μέ τίς ἀρχές τῶν ἱερῶν κανόνων καί μέ πνεῦμα ποιμαντικῆς διακρίσεως.
3. Ὁ γάμος μεταξύ Ὀρθοδόξων καί μή Χριστιανῶν εἶναι κατηγορηματικά ἀπαγορευμένος σύμφωνα μέ τήν κανονική ἀκρίβεια.
Tώρα, βεβαίως, τό ζήτημα τῶν μικτῶν γάμων εἶναι ἕνα ἀκανθῶδες καί δύσκολο ποιμαντικό πρόβλημα, εἰδικά γιά τήν Ἐκκλησία ἔξω ἀπό τίς παραδοσιακές ὀρθόδοξες χῶρες, ὅπως γιά τήν Ἐκκλησία στήν Ἀμερική. Χωρίς νά θέλουμε στό παραμικρό νά μειώσουμε αὐτήν τήν ποιμαντική πρόκληση, μιά πρόκληση, προκειμένου νά ἀντιμετωπισθεῖ ὀρθά ἀπό τούς ποιμένες κατά περίπτωση, εἶναι ἐπιτακτική ἀνάγκη ἡ ποιμαντική πρακτική νά μήν χαλαρώνει ἀπό τήν δογματική της πρόσδεση. Στό σημεῖο αὐτό τό ἐνδιαφέρον μου στρέφεται στίς δογματικές ἐπιπτώσεις αὐτῆς τῆς ἀποφάσεως.
Σύμφωνα μέ τόν Καθηγητή Δημήτριο Τσελεγγίδη ἡ κίνηση «γιά νά νομιμοποιηθεῖ ἡ τέλεση τῶν μικτῶν γάμων» εἶναι κάτι σαφῶς ἀπαγορευμένο ἀπό τόν 72ο Κανόνα τῆς Πενθέκτης Συνόδου. [Εἶναι ἀπαράδεκτο ἑπομένως] γιά μία σύνοδο, ὅπως ἡ ʺἉγία καί Μεγάλη Σύνοδοςʺ τῆς Κρήτης  νά σχετικοποιεῖ ἀπερίφραστα τήν ἀπόφαση μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου»[13].
Στό σχετικό ἀπόσπασμα τοῦ συνοδικοῦ κειμένου πού διάβασα προηγουμένως, παρατηρῶ ὅτι, ἐνῷ ὁ κατ’οἰκονομίαν γάμος Ἑτεροδόξων καί Ὀρθοδόξων θεωρεῖται δυνατός, ὁ γάμος εἶναι αὐστηρά ἀπαγορευμένος μέ τούς μή Χριστιανούς.  Γιατί αὐτή ἡ διαφορά;  Πάνω σέ ποιά βάση γίνονται  οἱ Ἑτερόδοξοι δεκτοί  σέ ἕνα μυστήριο τῆς  Ἐκκλησίας; Ποιά εἶναι τά κριτήρια ἀποδοχῆς;
Ἄς θυμηθοῦμε τόν 72ο Κανόνα, ὁ ὁποῖος δέν θα μποροῦσε νά διατυπωθεῖ εὐκρινέστερα προκειμένου νά δείξει ὅτι εἶναι βασισμένος πάνω στή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καί γι΄αὐτό δέν ἐπιτρέπει οἰκονομία :
Δέν ἐπιτρέπεται ὀρθόδοξος ἄνδρας νά συνάπτεται μέ αἱρετική γυναῖκα, οὔτε ὀρθόδοξη γυναίκα νά δέχεται γιά σύζυγό της αἱρετικό ἄνδρα.  Καί ἄν τυχόν συμβεῖ κάτι τέτοιο, νά θεωρεῖται ἄκυρος ὁ γάμος αὐτός καί νά διαλύεται αὐτή ἡ ἄθεσμη συνοίκηση.  Δέν πρέπει νά ἀναμιγνύονται τά ἄμικτα, οὔτε νά ἑνώνεται ὁ λύκος μέ τό πρόβατο, καί ὁ κλῆρος τῶν ἁμαρτωλῶν μέ τήν μερίδα τοῦ Χριστοῦ. Καί ἄν κάποιος παραβεῖ ὅσα ἔχουμε ὁρίσει νά ἀφορίζεται.  Ἄν δέ κάποιοι πού εἶναι ἄπιστοι καί δέν ἔχουν ἀκόμη συγκαταλεχθεῖ στήν ποίμνη τῶν ὀρθοδόξων ἑνώθηκαν μεταξύ τους μέ γάμο νόμιμο καί ἔπειτα ὁ ἕνας ἀπ΄αὐτούς διάλεξε τό καλό καί πρόστρεξε στό φῶς τῆς ἀληθείας ἐνῷ ὁ ἄλλος  κατέχεται ἀπό τόν δεσμό τῆς πλάνης χωρίς νά θέλει νά ἀτενίσει τίς θεῖες ἀκτῖνες [τῆς Χάριτος] ( καί συμφωνεῖ ἡ ἄπιστη νά ζεῖ μαζί μέ τόν πιστό ἤ τό ἀντίθετο συμφωνεῖ δηλαδή ὁ ἄπιστος νά ζεῖ μαζί μέ τήν πιστή) ἄς μήν χωρίζονται σύμφωνα μέ τόν Ἀπόστολο : ἔχει ἁγιασθεῖ ὁ ἄπιστος ἄνδρας διά τῆς ἑνώσεως μέ τή γυναῖκα του καί ἔχει ἁγιασθεῖ ἡ ἄπιστη γυναῖκα διά τῆς ἑνώσεως με τόν ἄνδρα της.
Αὐτό πού εἶναι σημαντικό ἐδῶ εἶναι ὅτι ἡ Σύνοδος στήν Κρήτη εἰσήγαγε γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία μιά συνοδική ἀπόφαση, ἡ ὁποία ἐπιτρέπει τήν ἀνατροπή ἑνός Κανόνος μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί, τό πιό σπουδαῖο, τήν ὑποκείμενη δογματική της βάση.  Δέν βλέπω πῶς θά μποροῦσε κάποιος νά κατανοήσει αὐτό [δηλ. τό νά ἐπιτρέπονται οἱ μικτοί γάμοι ] ἀλλιῶς.  Γιατί πάνω σέ ποιά βάση ἐπιτρέπουν τούς μικτούς γάμους ἄν ὄχι πάνω σέ μιά ἄλλη θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Ὁρίων Της, τά ὁποῖα τώρα περιλαμβάνουν τούς ἑτεροδόξους (  μέ κάποιο τρόπο «ἐπειδή εἶναι βαπτισμένοι»;).  Ἀλλιῶς θά εἶναι τρέλλα νά μιλᾶμε γιά γάμο-ἕνα ἀληθινό μυστήριο ἑνότητος ἐν Χριστῷ- μεταξύ ἑνός βαπτισμένου καί μεμυημένου μέλους τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί κάποιου μή βαπτισμένου καί μή μεμυημένου.
Γι΄ αὐτό, τό ὑπονοούμενο, ἔστω κι ἄν ἡ [συνοδική] ἀπόφαση ἀναφέρεται ἐδῶ ὡς κατ΄οἰκονομίαν, βρίσκεται στό γεγονός ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι εἶναι «βαπτισμένοι» καί πάνω σ΄αὐτή τή βάση αὐτοί (ἀντίθετα ἀπό ἐκείνους πού ἀνήκουν σέ ἄλλες θρησκεῖες) μποροῦν νά συμμετέχουν στό μυστήριο τοῦ γάμου. Στ’ἀλήθεια αὐτό εἶναι πού καταλαβαίνει κάποιος ὅταν  δώσει προσοχή στίς ἐξηγήσεις τῶν ὑποστηρικτῶν τῶν μικτῶν γάμων.  Αὐτό ἐν τούτοις σημαίνει ὅτι κάτω ἀπό τήν ὑποτιθέμενη «οἰκονομία» τῶν μικτῶν γάμων εἶναι οἱ θεωρίες τῆς λεγόμενης «βαπτισματικῆς θεολογίας» καί τῆς «περιεκτικῆς ἐκκλησίας», οἱ ὁποῖες βρίσκονται στήν καρδιά τοῦ συγκριτιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ.  Αὐτό βρίσκεται σέ ἁρμονία μέ τούς καρπούς πού ἔχουμε δεῖ ἀπό τούς μικτούς γάμους δηλαδή ὅτι πάνω στή βάση τῶν μικτῶν γάμων οἱ οἰκουμενιστικά σκεπτόμενοι δικαιολογοῦν ἄλλες παραβιάσεις τῶν κανόνων, ὅπως τήν κοινή προσευχή μέ τούς αἱρετικούς, ἤ ἀκόμη τήν προσφορά τῆς Θ. Κοινωνίας κατά τή διάρκεια τῆς τελετῆς τοῦ γάμου.         (Ἔμαθα ὅτι αὐτό πράγματι ἐφαρμόζεται ἀπό κάποιον διακεκριμένο καθηγητή ἑνόν Βορειοαμερικανικοῦ Ὀρθοδόξου Σεμιναρίου).
Εἶναι ξεκάθαρο ὅτι δέν ὑπάρχει καμμιά θεολογική βάση γιά τούς μικτούς γάμους, ὅτι δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ «οἰκονομία» ἐφόσον δέν ὁδηγεῖ  στήν ἀκρίβεια, ἀλλά ἀνατρέπει τήν ἑνότητα - ταυτότητα τῶν μυστηρίων μέ τό Ἕνα Μυστήριο τοῦ Χριστοῦ καί ὅτι ἀνοίγει τήν πόρτα γιά περαιτέρω διάβρωση τῆς κανονικῆς καί μυστηριακῆς τάξεως τῆς Ἐκκλησίας.
Β. Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον
Ἄς στραφοῦμε τώρα στό κείμενο τό ὁποῖο πολλοί θεωροῦν ὅτι συνιστᾶ τή βάση τῆς Συνόδου : «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»[14]. Εἶναι κοινή ἄποψη ὅτι αὐτό τό κείμενο, τό ἕκτο καί τελευταῖο κείμενο πού ἔγινε ἀποδεκτό ἀπό τή «Σύνοδο», εἶναι γεμάτο σφάλματα καί σύγχυση, παρά κάποια σποραδικά ἀξιόλογα ἀποσπάσματα.
1.      Πρόϊόν μιᾶς οἰκουμενιστικῆς προοπτικῆς
Ὡς κείμενο μέ καθαρό δογματικό-ἐκκλησιολογικό προσανατολισμό θά ἔπρεπε νά διακρίνεται ἀπό ἀπόλυτη σαφήνεια τοῦ νοήματός του καί ἀκρίβεια στή διατύπωσή του, ὥστε νά ἀποκλείεται ἡ δυνατότητα ποικιλίας ἑρμηνειῶν ἤ ἐσκεμμένες παρερμηνεῖες.  Δυστυχῶς, ἀντιθέτως, σέ  βασικά ἀποσπάσματα  συναντοῦμε ἀσάφεια καί ἀμφισημία, καθώς ἐπίσης ἀντιφάσεις καί ἀντινομία πού ἐπιτρέπουν διαμετρικά ἀντίθετες ἑρμηνεῖες.
Εἶναι χαρακτηριστική ἡ δυσκολία μέ τήν ὁποία ἦλθε ἀντιμέτωπη ἡ «Σύνοδος» στό  ἔργο της νά ἐγκρίνει αὐτό  τό κείμενο, τό ὁποῖο σχεδόν τριάντα ἐπίσκοποι ἀρνήθηκαν νά ὑπογράψουν καί πολλοί ἄλλοι τό ὑπέγραψαν μετά τό πέρας τῆς Συνόδου καί ἀφοῦ οἱ τέσσερεις ἐκδοχές του (σέ τέσσερεις γλῶσσες)  εἶχαν  ὁριστικά ὁλοκληρωθεῖ.
Γιά νά βεβαιωθεῖ κάποιος ὅτι τό κείμενο εἶναι προϊόν μιᾶς οἰκουμενιστικῆς-ὄχι οἰκουμενικῆς-νοοτροπίας, τό μόνο πού χρειάζεται εἶναι νά ἀναλογισθεῖ τί ἔγραψε ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος(Βλάχος) σχετικά μέ τό κείμενο αὐτό καί τή συζήτηση γύρω ἀπ’αὐτό κατά τή διάρκεια τῆς «Συνόδου».
... ὅταν δημοσιευθοῦν τά Πρακτικά τῆς Συνόδου, ὅπου ἀποτυπώνονται οἱ αὐθεντικές ἀπόψεις αὐτῶν πού ἀποφάσισαν καί ὑπέγραψαν τά κείμενα, τότε θά φανῆ καθαρά ὅτι στήν Σύνοδο κυριαρχοῦσαν ἡ θεωρία τῶν κλάδων, ἡ βαπτισματική θεολογία καί κυρίως ἡ ἀρχή τῆς περιεκτικότητος, δηλαδή ἡ διολίσθηση ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀποκλειστικότητος στήν ἀρχή τῆς περιεκτικότητος.... Κατά τήν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου στήν Κρήτη ἐλέχθησαν διάφορα παραποιητικά τῆς ἀληθείας, [προκειμένου νά ὑποστηρίξουν τό κείμενο] ὅσον ἀφορᾶ τόν ἅγιο Μάρκο τόν Εὐγενικό, τήν Σύνοδο τοῦ 1484 καί τό Συνοδικό κείμενο τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, τό 1848, σέ σχέση μέ τήν λέξη Ἐκκλησία στούς ἀποκομμένους Χριστιανούς ἀπό τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία.
Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου ἀναφέρει ἀλλοῦ ὅτι οἱ υποστηρικτές τοῦ κειμένου καί τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς«ἐκκλησιαστικότητος» τῶν Δυτικῶν ὁμολογιῶν μεταχειρίστηκαν ἐπιθετικότητα καί πολλή πίεση  χωρίς νά λείψουν καίλόγια ἄσχημα ἐναντίον ὅσων ἦσαν ἀντίθετοι.
2.      Προώθηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
Εἴχαμε ἀναφέρει προηγουμένως ὅτι ἕνας ἀπό τούς σκοπούς αὐτῆς τῆς «Συνόδου» ἦταν νά παγιώσει τή δέσμευση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στόν οἰκουμενισμό.  Τό κείμενο αὐτό πού ἀφορᾶ στίς σχέσεις μέ τούς Ἑτεροδόξους κατορθώνει αὐτόν τόν στόχο. Περιέχει   θετικές ἀναφορές γιά τό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν πού ἔχουν γίνει μέ φανερό ἐνθουσιασμό.
Στήν παράγραφο 21 τοῦ κειμένου διακηρύσσονται τά ἀκόλουθα:
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐπιθυμεῖ τήν ἐνίσχυσιν τοῦ ἔργου τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καί Τάξις» καί μετ’ ἰδιαιτέρου ἐνδιαφέροντος παρακολουθεῖ τήν μέχρι τοῦδε θεολογικήν αὐτῆς προσφοράν.  Ἐκτιμᾶ θετικῶς τά ὑπ’αὐτῆς ἐκδοθέντα θεολογικά κείμενα, τῇ σπουδαίᾳ συνεργίᾳ καί ὀρθοδόξων θεολόγων, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν ἀξιόλογον βῆμα εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν διά τήν προσέγγισιν τῶν χριστιανῶν.
Ἡ θετική καί μόνο ἀποτίμηση τῶν κειμένων πού ἔχουν γίνει δεκτά ἀπό τό ΠΣΕ εἶναι ἀρκετή γιά νά ἀπορρίψει ἕνας Ὀρθόδοξος τό κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον».  Εἶναι δυνατόν γιά  μία Πανορθόδοξη  Συνοδο νά βλέπει μέ θετικό τρόπο θεολογικά κείμενα τοῦ ΠΣΕ, αὐτά τά συγκεκριμένα κείμενα πού εἶναι γεμάτα ἀπό αἱρετικές προτεσταντικές ἀπόψεις οἱ ὁποῖες ἔχουν ὑποστεῖ ἐπανειλημμένα κριτική ἀπό πολλές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ;
Στήν παράγραφο 19 τοῦ κειμένου ἡ Δήλωση τοῦ Toronto τοῦ ΠΣΕ ἀναφέρεται θετικά, σάν ἕνα θεμελιῶδες κείμενο γιά τήν ὀρθόδοξη συμμετοχή στό ΠΣΕ.  Τί ἐκφράζει ὅμως αὐτή ἡ δήλωση;  Μεταξύ ἄλλων διακηρύσσει ὅτι τό ΠΣΕ περιλαμβάνει ἐκκλησίες πού ὑποστηρίζουν ὅτι :
·         ἡ Ἐκκλησία εἶναι οὐσιαστικά ἀόρατη,
·         ὑπάρχει μιά διάκριση μεταξύ τοῦ ὁρατοῦ καί ἀοράτου σώματος στήν Ἐκκλησία,
·         τό βάπτισμα τῶν ἄλλων ἐκκλησιῶν εἶναι ἔγκυρο καί ἀληθινό
·         ὑπάρχουν «στοιχεῖα τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας» καί «ἴχνη τῆς Ἐκκλησίας» σέ ἄλλα μέλη-ἐκκλησίες στό ΠΣΕ καί ἡ οἰκουμενική κίνηση εἶναι βασισμένη σ’ αὐτό,
·         ὑπαρχουν μέλη-ἐκκλησίες extra muros (ἐκτός τῶν τειχῶν) καί   ὅτι
·         αὐτές aliquo modo( κατά κάποιον τρόπο) ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία καί ὅτι
·         ὑπάρχει μιά «Ἐκκλησία ἐντός τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας».
Πάνω σ΄ αὐτό τό θεμέλιο οἱ Ὀρθόδοξοι συμμετέχουν στό ΠΣΕ, ἕνα ὀργανισμό, στόν ὁποῖο ἡ ἀντορθόδοξη θεωρία περί «ἀοράτου καί ὁρατῆς Ἐκκλησίας» κυριαρχεῖ, ἀνατρέποντας ὁλόκληρη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία.
Ἡ «Σύνοδος τῆς Κρήτης εἶναι ἡ μόνη Σύνοδος ἐπισκόπων πού ἔχει ποτέ ἀναγνωρίσει, προωθήσει ἐπαινέσει καί ἀποδεχθεῖ τόν οἰκουμενισμό καί τό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν.  Αὐτό βρίσκεται σέ ἀντίθεση μέ τή μαρτυρία τῆς χορείας τῶν Ἁγίων, στούς ὁποίους περιλαμβάνεται –μεταξύ πολλῶν ἄλλων - καί ὁ μεγάλος γέροντας Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης, ὁ ὁποῖος μετά ἀπό ἀποκάλυψη πληροφορήθηκε ὅτι ὁ οἰκουμενισμός κυριαρχεῖται ἀπό ἀκάθαρτα πνεύματα.
Οἱ συνέπειες εἶναι τεράστιες : Τί ἐμπειρία καί ἔμπνευση ἐξ Ἁγίου Πνεύματος θά μποροῦσαν νά ἐκφράσουν στήν Κρήτη ὅταν βρίσκονται σέ ἀντίθεση μέ τούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας;
3.      Ἕνα μακρύ μονοπάτι πρός τήν ἀναγνώριση τῆς ἐκκλησιαστικότητος τῶν Ἑτεροδόξων
Αὐτό τό μονοπάτι πρός τήν συνοδική ἀποδοχή τοῦ οἰκουμενισμοῦ ἔχει ὑπάρξει μακρύ καί ταραχῶδες.  Τό ἀπόσπασμα τοῦ κειμένου γιά τόν οἰκουμενισμό ἦταν ξεκάθαρα ὁ ὑπ’ ἀριθμόν ἕνα στόχος τῶν ὁραματιστῶν τῆς «Συνόδου», στόχος πού ἦταν ἐμφανής ἤδη ἀπό τό 1971.
Τό πρῶτο κείμενο, πού συντάχθηκε ἐντός τῆς προσυνοδικῆς διαδικασίας καί ἀναγνωρίζει τήν οὕτως καλουμένη ἐκκλησιαστικότητα τῶν ἑτεροδόξων ὁμολογιῶν, εἶναι τό κείμενο τοῦ 1971 τῆς Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς μέ τίτλο : «Ἡ Οἰκονομία στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία» τό ὁποῖο διεκήρυσσε : «Γιά ποιό λόγο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἀναγνωρίζει-ἄν καί εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία- τήν ὀντολογική ὕπαρξη ὅλων ἐκείνων τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν»[15]. ( Αὐτό τό κείμενο ὑπέστη τότε αὐστηρή κριτική ἀπό τούς θεολόγους στήν Ἑλλάδα καί τελικά ἀποσύρθηκε).
Αὐτή ἡ φράση ἀργότερα τροποποιήθηκε κατά τήν Τρίτη συνάντηση τῆς Ἐπιτροπῆς τό 1986  σέ :«...ἀναγνωρίζει τήν πραγματική  ὕπαρξη ὅλων τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν».
Αὐτό ἄλλαξε πάλι τό 2015  κατά τήν Πέμπτη συνάντηση τῆς Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς σέ : «ἀναγνωρίζει τήν ἱστορική ὕπαρξη τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν πού δέν εὑρίσκονται σέ κοινωνία μέ Αὐτήν».
Ὅταν τόν Ἰανουάριο τοῦ 2016 τό τελικό κείμενο ἐπιτέλους δημοσιεύθηκε, ἡ φράση αὐτή προκάλεσε σωρεία ἀντιδράσεων ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καί τίς Συνόδους τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς Ὑπερορίου Ρωσικῆς Ἐκκλησίας.
Μετά τήν ἀποδοχή ἀπό τούς Προκαθημένους καί τίς συνοδεῖες τους τῆς προτάσεως πού ἔγινε τήν τελευταία στιγμή στήν Κρήτη ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος (ἄν καί 30 ἐπίσκοποι ἀρνήθηκαν νά ὑπογράψουν) τό τελικό κείμενο περιεῖχε τήν ἑξῆς διατύπωση : « Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορική ὀνομασία τῶν ἄλλων ἑτεροδόξων[16] Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν πού δέν εὑρίσκονται σέ κοινωνία μέ Αὐτήν».
Μπορεῖ κάποιος νά δεῖ ὅτι σταδιακά, κατά τή διάρκεια 45 ἐτῶν, ἡ φράση αὐτή ἔχει τροποποιηθεῖ γιά νά ἀνταποκριθεῖ στίς ἐνστάσεις πού προβάλλονταν ἀπό τίς Τοπικές Ἐκκλησίες.  Παρά ταῦτα ἡ τελική ἐκδοχή της παραμένει ἀνορθόδοξη καί ἀπαράδεκτη ἤ, ὅπως ὁ Μητροπολίτης Ἱερόθεος(Βλάχος) γράφει, «ἀντορθόδοξη».. Ὑπάρχουν ποικίλες καί σπουδαῖες ἐπισημάνσεις πού μπορεῖ νά γίνουν σχετικά μ΄ αὐτή τή φράση.
4.      Ἀντορθόδοξη καί συνοδικά καταδικασμένη ὡς Αἵρεση
Κατ’ ἀρχάς, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Μητροπολίτης Ἱερόθεος, ἴσως, μέ τήν ἀποδοχή τοῦ ὅρου «ἐκκλησία» γιά τίς ἑτερόδοξες ὁμολογίες, μιά σπουδαία διάκριση ἀπωλέσθηκε γιά τούς συμμετέχοντες ἱεράρχες.  Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ὅρισε μέ σαφήνεια τό ζήτημα αὐτό στό Συνοδικό Τόμο τῆς Ἐννάτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου τοῦ 1351.  Γράφει ἐκεῖ :
ἕτερόν ἐστιν ἡ ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας ἀντιλογία καὶ ἕτερον ἡ τῆς πίστεως ὁμολογία, καὶ ἐπὶ μὲν τῆς ἀντιλογίας οὐκ ἀνάγκη περὶ τὰς λέξεις ἀκριβολογεῖσθαι τὸν ἀντιλέγοντα, ὡς καὶ ὁ μέγας φησὶ Βασίλειος, ἐπὶ δὲ τῆς ὁμολογίας ἀκρίβεια διὰ πάντων τηρεῖται καὶ ζητεῖται. Δηλαδή, κάποιος θά μποροῦσε νά χρησιμοποιήσει κάθε ἐπιχείρημα γιά νά ἀπαντήσει σέ κάτι, ἐνῷ ἡ ὁμολογία [τῆς πίστεως] θά πρέπει νά εἶναι σύντομη καί δογματικά ἀκριβής. Ἑπομένως σ΄αὐτό τό πλαίσιο, στή Σύνοδο, χάριν τῆς δογματικῆς ἀκριβείας ἡ χρήση τοῦ ὅρου «ἐκκλησία» γιά τούς ἑτεροδόξους εἶναι ξεκάθαρα ἀπαράδεκτη.
Μποροῦμε μόνο νά ἐλπίζουμε, μαζί μέ τόν Μητροπολίτη Ἱερόθεο, ὅτι οἱ Ἱεράρχες στήν Κρήτη «ἐξαπατήθηκαν» ἀπό ἐκείνους πού ἰσχυρίζονταν- χωρίς νά κάνουν ἐκτεταμένες ἀναφορές- ὅτι κατά τή διάρκεια τῆς δευτέρας χιλιετίας οἱ Ὀρθόδοξοι χαρακτήριζαν αἱρετικές ὁμάδες ὡς Ἐκκλησίες.  Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι μόνο ἀπό τόν 20ο αἰώνα καί μετά ἡ Δυτική Χριστιανοσύνη χαρακτηρίστηκε ὡς ἐκκλησία, ὅταν ἡ Ὀρθοδοξη ὁρολογία καί θεολογία διαφοροποιήθηκε ἀπό τήν ὁρολογία καί θεολογία τοῦ παρελθόντος, εἰδικά μέ, καί μετά τήν Ἐγκύκλιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ 1920 «Πρός τάς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ».  Τό μόνο πού χρειάζεται νά κάνει κάποιος εἶναι νά ἀνακαλέσει στή μνήμη του ὅτι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς παρομοίαζε τή Λατινική αἵρεση μέ τόν Ἀρειανισμό, καί τούς Λατίνους μέ πειθήνια ὄργανα τοῦ πονηροῦ.
Ὁ ὅρος Ἐκκλησία δέν χρησιμοποιεῖται ἁπλῶς σάν μιά περιγραφή ἤ σάν παρομοίωση.  Δείχνει  τό ἀληθινό Σῶμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.  Ἡ Ἐκκλησία ταυτίζεται μέ αὐτό τό ἴδιο τό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἐπειδή ὡς Κεφαλή Αὐτός εἶναι ἕνας, καί τό Σῶμα του εἶναι ἕνα.  Ὅπως ἔγραψε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος :
«... καί αὐτόν ἔδωκε κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστί τό σῶμα αὐτοῦ, τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου»( Ἐφ. 1, 22-23).
«Ἕν σῶμα καί ἕν πνεῦμα, καθώς καί ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν˙εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα˙εἷς Θεός καί πατήρ πάντων, ὁ ἐπί πάντων, καί ἐν πᾶσιν ἡμῖν» (Ἐφ. 4, 4-6).
Ἄν καί καί ἔχει ὑποστηριχθεῖ ὅτι ἡ προσβλητική φράση  πού ἀναφέρεται στίς «ἐκκλησίες», ἰδιαιτέρως στήν τελευταία της μορφή, εἶναι συμβατή μέ τήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία καί τόν ἀπόστολο Παῦλο, ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι αὐτή εἶναι συμβατή μᾶλλον μέ τή νέα  «περιεκτική» ἐκκλησιολογία.  Καθώς ἰσχυρίστηκε ὁ Μητροπολίτης Ἱερόθεος : « ἐνῷ ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται ἀκίνδυνη, εἶναι ἀντορθόδοξη».
Γιατί «ἀντορθόδοξη»;  Ἐν πρώτοις εἶναι ἀδύνατο νά μιλήσει κάποιος γιά «ἁπλῆ» «ἀποδοχή τῆς ἱστορικῆς ὀνομασίας», τῶν «ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν», διότι δέν ὑπάρχει ὄνομα χωρίς ὕπαρξη. Ἀλλιῶς ἐκφράζεται ἕνας ἐκκλησιολογικός νομιναλισμός.
Δεύτερον, κάθε ἄλλο παρά ἀφουγκραζόμαστε τόν Ἀπόστολο Παῦλο, «τό στόμα τοῦ Χριστοῦ», ἀφοῦ ἡ φράση « ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορική ὀνομασία τῶν ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν» ὅταν κατανοηθεῖ στό πλαίσιο της, μᾶς θυμίζει μία ἀπό τίς θεωρίες περί ἀοράτου ἐκκλησίας τοῦ Καλβίνου καί τοῦ Ζβιγκλίου, αὐτό πού ὁ Βλαντίμιρ Λόσκυ ἀποκαλοῦσε «Νεστοριανή ἐκκλησιολογία».  Αὐτή ἡ ἐκκλησιολογία ὑποθέτει ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι διαιρεμένη σέ δύο μέρη, ἀόρατο καί ὁρατό, ἀκριβῶς ὅπως ὁ Νεστόριος φανταζόταν τήν θεία καί ἀνθρώπινη φύση στό Χριστό νά εἶναι χωρισμένες.  Ἀπό αὐτή τήν ἰδέα ἔχουν ξεπηδήσει καί ἄλλες  αἱρετικές θεωρίες, ὅπως ἡ θεωρία τῶν κλάδων, ἡ βαπτισματική θεολογία καί ἡ ἐκκλησιολογική περιεκτικότητα.  Αὐτή ἡ περί ἀοράτου ἐκκλησίας θεωρία, στήν πραγματικότητα ἔχει ἤδη ἀπορριφθεῖ ἐν Συνόδῳ ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἡ ἰδέα ὅτι μιά ἐκκλησία μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ ὡς ἑτερόδοξη( αἱρετική) καταδικάσθηκε ἀπό τίς Συνόδους τοῦ 17ουαἰώνα μέ ἀφορμή τήν οὕτως καλουμένη «Ὁμολογία τοῦ Λουκάρεως», γραμμένη, ὑποτίθεται, καί υἱοθετημένη ἀπό τόν Κύριλλο Λούκαρη, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.  Ἡ καταδικασθεῖσα φράση ἦταν : Αληθές γαρ και βέβαιόν εστιν, εν τη οδώ δύνασθαι αμαρτάνειν την Εκκλησίαν και αντί της αληθείας το ψεύδος εκλέγεσθαι...» δηλ. εἶναι ἀληθές καί βέβαιο ὅτι ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά ἁμαρτήσει  καί νά υἱοθετήσει τό ψεῦδος ἀντί τῆς  ἀληθείας.  Ἀντιθέτως οἱ Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας κατεδίκασαν τότε αὐτή τήν ἀπιστία πρός τόν Χριστό δηλώνοντας ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά σφάλλει.
Αὐτή ἡ συνοδική διδασκαλία εἶναι πολύ σημαντική καί πρέπει νά τονισθεῖ πάλι στίς ἡμέρες μας, γιατί ἔρχεται νά θεραπεύσει τήν ψευδαίσθηση τῶν οὐμανιστῶν ἐκείνων, πού βρίσκονται ἀνάμεσά μας καί  ἔχουν ἀπωλέσει τήν πίστη τους στόν Χριστό κάι στήν συνέχιση τῆς Ἐνσαρκώσεως. Εἶναι αὐτή ἡ ἀπιστία πού ἐλλοχεύει πίσω ἀπό τήν ἀπροθυμία πολλῶν νά ἐνστερνισθοῦν τό «σκάνδαλο τοῦ συγκεκριμένου», τό σκάνδαλο τῆς Ἐνσαρκώσεως καί νά δηλώσουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία, ὅπως ὁ Χριστός εἶναι Ἕνας καί ὅτι εἶναι σέ ἕνα συγκεκριμένο χρόνο καί τόπο πού συνεχίζεται ἡ Ἐνσάρκωση καί ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία.  Αὐτή ἡ ἀπιστία ἰσοδυναμεῖ μέ τήν ἐγκατάλειψη τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς προαπαιτούμενο τῆς ἐκκλησιαστικότητος καί δέν εἶναι ἁπλῶς μιά κρίση πεποιθήσεων, ἀλλά, ὅπως ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ ἔγραψε πρίςν 50 χρόνια, σημαίνει ὅτι οἱ ἄνθρωποι «ἔχουν ἐγκαταλείψει τόν Χριστό». 
Φυσικά, οἱ σύγχρονες μορφές πού παίρνουν οἱ θεωρίες περί «ἀοράτου ἐκκλησίας», εἶναι διαφοροποιημένες ἀπό ἐκεῖνες τοῦ 16ου αἰῶνος, ἀλλά ὄχι τόσο πολύ.  Ἄς προσέξουμε πάλι τήν ἐπίμαχη φράση στό πλαίσιο της καί θά δοῦμε τίς ὁμοιότητες πιό καθαρά.  Τό κείμενο λέει :
Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νἀ διαταραχθῇ.  Παρά ταῦτα, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν, ἀλλά πιστεύει ὅτι οἱ πρός αὐτάς σχέσεις αὐτῆς πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί τῆς ὑπ’αὐτῶν ὅσον ἔνεστι ταχυτέρας καί ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καί ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ΄αὐταῖς διδασκαλίας περί μυστηρίων,χάριτος, ἱερωσύνης καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς ( παράγραφος 6).
Τό κείμενο ἀρχίζει δηλώνοντας ὅτι σύμφωνα μέ τήν ὀντολογική φύση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότητά της δέν μπορεῖ νά διαταραχθεῖ.  Ἐδῶ ὑπονοεῖται ἡ ἀόρατη, ἑνωμένη Ἐκκλησία πού εἶναι στούς οὐρανούς.  Αὐτό εἶναι τό νόημα τῆς «ὀντολογικῆς».  Αὐτή ἡ φράση ἀκολουθεῖται ἀμέσως ἀπό τίς λέξεις «παρά ταῦτα...» καί γίνεται ἀναφορά στήν διασπασμένη, ὁρατή ὄψη τῆς Ἔκκλησίας μέ τήν ἀποδοχή τῶν ἄλλων «Ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν».
5.      Μιά ἔκφραση τῆς Νέας Ἐκκλησιολογίας πού ἤδη ἔγινε ἀποδεκτή
Δέν εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ἐμφανίζεται στήν Ὀρθοδοξη ἱεραρχία αὐτή ἡ διχοτόμηση τῆς Ἐκκλησίας σέ ὀντολογικῶς ἑνωμένη Ἐκκλησία στόν οὐρανό ἔξω ἀπό τόν χρόνο καί σέ διαιρεμένη Ἐκκλησία στή γῆ , ἐν χρόνῳ.  Ἐδῶ  βλέπουμε πῶς ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος ἐξέφρασε αὐτό σέ ὁμιλία του στόν Πανάγιο Τάφο στά  Ἱεροσόλυμα τό 2014 :
Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπό τοῦ ἐν “ἀρχῇ Λόγου”, τοῦ “ὄντος πρός τόν Θεόν”, καί “Θεοῦ ὄντος” Λόγου, κατά τόν εὐαγγελιστήν τῆς ἀγάπης, δυστυχῶς κατά τήν ἐπί γῆς στρατείαν αὐτῆς, λόγῳ τῆς ὑπερισχύσεως τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας καί τοῦ πεπερασμένου θελήματος τοῦ ἀνθρωπίνου νοός, διεσπάσθη ἐν χρόνῳ. Οὕτω διεμορφώθησαν καταστάσεις καί ὁμάδες ποικίλαι, ἐκ τῶν ὁποίων ἑκάστη διεκδικεῖ “αὐθεντίαν” καί“ἀλήθειαν”. Ἡ Ἀλήθεια ὅμως εἶναι Μία, ὁ Χριστός, καί ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπ᾿ Αὐτοῦ Μία Ἐκκλησία».
 « Ἡ ἁγία Ὀρθόδοξος ἡμῶν Ἐκκλησία κατέβαλε πρό τοῦ μεγάλου Σχίσματος τοῦ 1054 μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως, ἀλλά καί μετ΄αὐτό, προσπαθείας πρός ὑπέρβασιν τῶν διαφορῶν προερχομένων ἐν ἀρχῇ καί ἐν πολλοῖς ἐξ ἀλλοτρίων τοῦ περιβόλου τῆς Ἐκκλησίας παραγόντων. Ἀτυχῶς, ὑπερίσχυσεν ὁ ἀνθρώπινος παράγων, καί διά τῆς συσσωρεύσεως προσθηκῶν “θεολογικῶν”, “πρακτικῶν” καί “κοινωνικῶν” αἱ κατά τόπους Ἐκκλησίαι ὡδήγηθησαν εἰς διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως, εἰς ἀπομόνωσιν, ἐξελιχθεῖσαν ἐνίοτε εἰς ἐχθρικήν πολεμικήν»
Ἡ ὁμοιότητα τῆς θεωρίας περί ἀοράτου Ἐκκλησίας πού ἔχει καταδικασθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία μέ τά λόγια αὐτά τοῦ Πατριάρχου  γίνεται φανερή στήν ὀξεῖα ἀντίθεση τῆς ὀντολογικῶς ἑνωμένης ἐν οὐρανοῖς Ἐκκλησίας καί τῆς ὑποθετικά διεσπασμένης ἐπίγειας Ἐκκλησίας.  Αὐτή [ἡ ἀντίθεση] ἀντικατοπτρίζει τήν «Νεστοριανή» διαίρεση τῶν δύο φύσεων τῆς θείας καί τῆς ἀνθρωπίνης στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.  Αὐτή ἡ ἄποψη ἐν τούτοις εἶναι, ὄχι ἀπρόσμενα, σέ ἁρμονία μέ τή νέα ἐκκλησιολογία πού ἀναπτύχθηκε στή Δευτέρα Βατικανή Σύνοδο, ἡ ὁποία κάνει λόγο γιά μιά ἐπίγεια ἐκκλησία μέ μεγαλύτερες ἤ μικρότερες διαβαθμίσεις πληρότητος[17], πού ὀφείλεται, στά, ὅπως τά ὀνομάζει, «μπερδέματα τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας»[18].
Αὐτές οἱ ἀπόψεις περί Ἐκκλησίας συνεπάγονται τήν ταύτιση τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν αἵρεση, τῶν ἁγίων μέ τά πεπτωκότα καί γήϊνα.  Μέ πόνο καρδιᾶς ἔρχονται στό νοῦ μας οἱ λόγοι τοῦ Ἁγίου Ταρασίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ὅταν ἐπέπληξε τούς εἰκονοκλάστες γιά  τίς ἀποφάσεις τῆς ψευδο-συνόδου τους στήν Ἱέρεια :
Ὤ τῆς παραφροσύνης καί τῆς συγχύσεως αὐτῶν! Δέν διέκριναν μεταξύ βεβήλου καί ἁγίου καί, ὅπως οἱ κάπηλοι ἀνακατεύουν τό κρασί μέ τό νερό,  αὐτοί ἀνέμιξαν τόν ἀληθινό λόγο μέ τόν διεστραμμένο, τήν ἀλήθεια μέ τό ψεῦδος, σάν νά ἀνακάτευαν τό δηλητήριο μέ τό μέλι. Σ’ αὐτούς ὁ Χριστός καί Θεός μας ἀπευθύνεται διά τοῦ προφήτου : «καί οἱ ἱερεῖς ... ἠθέτησαν νόμον μου καί ἐβεβήλουν τά ἅγιά μου. ἀναμέσον βεβήλου καί ἁγίου οὐ διέστελλον»(Ἰεζ. ΚΒ΄ 26)
Εἶναι σαφές ὅτι ἡ ἐπιθετική αὐτή φράση μέ τήν αἱρετική της ἐκκλησιολογία πρέπει νά ἀπορριφθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία (ἀπό κάθε Τοπική Ἐκκλησία χωριστά καί ἔπειτα σέ μιά μελλοντική Σύνοδο) καί νά ἀντικατασταθεῖ, γιατί ἀλλιῶς θά γίνει ἀναμφίβολα ἡ πηγή μιᾶς ἐκπτώσεως καί ἀπομακρύνσεως ἀπό τήν Ὀρθοδοξία
Ὑπάρχει ἀκόμη χρόνος νά διορθώσουμε καί νά θεραπεύσουμε τό τραῦμα πού ἔχει ἤδη προκληθεῖ στήν Ἐκκλησία.  Μία πρακτική λύση, πού δόθηκε ἀπό τόν Μητροπολίτη Ἱερόθεο, καί ἡ ὁποία θά βοηθοῦσε καί θά διευκόλυνε τήν ἀποκατάσταση τῆς Ὀρθοδοξίας, εἶναι μιά μελλοντική Σύνοδος νά διορθώσει τά σφάλματα καί νά ἐκδώσει ἕνα νέο ὀρθόδοξο κείμενο.  Ὑπάρχει τώρα ὑποστήριξη γι΄ αὐτό ( ἀπό τά Πατριαρχεῖα Ἀντιοχείας, Σερβίας, Ρωσίας, Γεωργίας, Βουλγαρίας καί τῆς Ρουμανίας, καθώς ἐπίσης καί ἱστορικό προηγούμενο ( οἱ συνεδριάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἐκτείνονταν σέ μῆνες καί χρόνια, ἡ Πενθέκτη Σύνοδος συμπλήρωσε τήν 5η καί τήν 6η  Σύνοδο καί ἡ Ἐννάτη Οἰκουμενική Σύνοδος ἦταν στήν πραγματικότητα τέσσερεις ξεχωριστές Σύνοδοι).
Ἄς ἐλπίσουμε ὅτι οἱ ἁπανταχοῦ ἐπίσκοποι  θά κάνουν βήματα πρός αὐτή τήν κατεύθυνση. Τό ζήτημα εἶναι ἐξαιρετικά ἐπεῖγον γιά ἐκεῖνες τίς Ἐκκλησίες πού ἔχουν ἀποδεχθεῖ τό κείμενο καί τη Σύνοδο.
3. Τά ἐπακόλουθα καί οἱ συνέπειες τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης
Α.  Οἱ ἀντιδράσεις τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν
Ἄς στραφοῦμε τώρα ἐν συντομίᾳ στά ἐπακόλουθα τῆς Συνόδου καί τή σημερινή κατάσταση.
Ἐν πρώτοις μεταξύ ἐκείνων πού συμμετεῖχαν στή Σύνοδο, ὑπῆρξαν περίπου 30 ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι ἀρνήθηκαν νά ὑπογράψουν τό τελικό κείμενο γιά τούς Ἑτεροδόξους καί τόν Οἰκουμενισμό. Μεταξύ αὐτῶν εἶναι καί οἱ  εὐρέως γνωστοί ἐπίσκοποι, Μητροπολίτης Ἱερόθεος(Βλάχος), Ἀθανάσιος Λεμεσοῦ(Κύπρος), Νεόφυτος Μόρφου (Κύπρος), Ἀμφιλόχιος τοῦ Μοντενέγκρο (Σερβία) καί Εἰρηναῖος Μπάτσκας(Σερβία).
Ὁ ἐπίσκοπος Μπάτσκας Εἰρηναῖος συνόψισε τή στάση πολλῶν μετά τή Σύνοδο :
«Ὄσον ἀφορᾶ στήν προσφάτως ὁλοκληρωθεῖσα θριαμβευτικά ὄχι ἀκόμη ὅμως τελείως πειστικά «Μεγάλη καί Ἁγία Σύνοδο» τῆς Ἐκκλησίας μας στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης : Αὐτή ἤδη δέν ἔχει ἀναγνωρισθεῖ ὡς τέτοια  ἀπό τίς Ἐκκλησίες πού ἦσαν άποῦσες. Τήν χαρακτήρισαν ὡς μία Σύναξη(συνάντηση) στήν Κρήτη, ἐνῷ ἐπίσης ἀμφισβητεῖται ἀπό πάρα πολλούς ἀπό τούς συμμετέχοντες ἱεράρχες».
Οἱ ὑποστηρικτές καί οἱ συμπαθοῦντες τῆς Συνόδου ἐπικαλοῦνται τήν Δευτέρα Οἰκουμενική Σύνοδο ὡς προηγούμενο, ὡς ἕνα παράδειγμα μιᾶς συνόδου στήν ὁποία κάποιες Τοπικές Ἐκκλησίες ἦσαν ἀποῦσες (δηλαδή ἡ Ρώμη καί ἡ Ἀλεξάνδρεια).  Ἐκεῖνο ὅμως τό ὁποῖο δέν λένε εἶναι ὅτι ἡ Δευτέρα Οἰκουμενική Σύνοδος δέν συνεκλήθη ὡς μία Οἰκουμενική ἤ Πανορθόδοξος Σύνοδος, ἀλλά μᾶλλον σάν μία ἀπό τίς πολλές Τοπικές Συνόδους τῆς Ἀνατολικῆς Αὐτοκρατορίας. Καί ἐξαιτίας τῶν Ὀρθοδόξων ἀποφάσεών της πού ἐλήφθησαν ἐκεῖ, ἔγινε ἀργότερα ἀποδεκτή ἀπό ὅλες τίς Τοπικές Ἐκκλησίες ὡς Οἰκουμενική.
Στήν Κρήτη, στήν πραγματικότητα ἔχουμε τό ἀντίθετο : Αὐτή  συνεκλήθη ὡς Πανορθόδοξη, καί τέσσερα Πατριαρχεῖα ἀρνήθηκαν νά συμμετάσχουν.  Ἐπιπλέον, καί αὐτό εἶναι πάρα πολύ σημαντικό, ἔχουν ἐπίσης ἀρνηθεῖ νά τήν ἀναγνωρίσουν ὡς Σύνοδο ἀκόμη καί μετά.
Τό Πατριαρχεῖο Ἀντοχείας στήν ἀπόφαση του τῆς 27ης Ἰουνίου τοῦ περασμένου ἔτους, δήλωσε ὅτι θεωρεῖ τήν συνάντηση στήν Κρήτη ὡς «μία προπαρασκευαστική συνάντηση πρός τήν Πανορθόδοξο Σύνοδο» καί ὅτι «ἀρνεῖται νά προσδώσει συνοδικό χαρακτήρα σέ ὁποιαδήποτε ὀρθόδοξη συνάντηση, ἡ ὁποία δέν περιλαμβάνει ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες» καί συνεπῶς «ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας ἀρνεῖται νά ἀποδεχθεῖ νά ὀνομάζεται ἡ συνάντηση στήν Κρήτη μία «Μεγάλη Ὀρθόδοξος Σύνοδος»ἤ μία «Μεγάλη καί Ἁγία Σύνοδος».
Τό Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας (στήν ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου του στίς 15 Ἰουλίου 2016) δήλωσε ὅτι «ἡ Σύνοδος πού ἔλαβε χώρα στήν Κρήτη δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ Πανορθόδοξη οὔτε μποροῦν τά κείμενα πού ἐνέκρινε νά ἀποτελέσουν  τήν ἔκφραση μιᾶς Πανορθοδόξου συμφωνίας (consensus)».
Τό Πατριαρχεῖο Βουλγαρίας (στήν ἀπόφασή του μέ ἡμερομηνία 15 Νοεμβρίου 2016) δήλωσε σέ μία συνεδρίαση ὅλης τῆς Ἱεραρχίας του ὅτι «ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης δέν εἶναι οὔτε μεγάλη, οὔτε ἁγία οὔτε Πανορθόδοξος. Αὐτό ὀφείλεται στή μή συμμετοχή ἑνός ἀριθμοῦ Τοπικῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καθώς καί στά ὀργανωτικά καί θεολογικά λάθη πού ἔγιναν ἀποδεκτά.  Προσεκτική μελέτη τῶν κειμένων πού υἱοθετήθηκαν στή Σύνοδο τῆς Κρήτης, μᾶς ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι κάποια ἀπό αὐτά περιέχουν ἀποκλίσεις ἀπό τήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική διδασκαλία, ἀπό τή δογματική καί κανονική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί τό πνεῦμα καί τό γράμμα τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων.  Τά κείμενα πού υἱοθετήθηκαν στήν Κρήτη πρέπει νά ὑποβληθοῦν σέ περαιτέρω θεολογική μελέτη μέ στόχο νά τροποποιηθοῦν, νά ὑποστοῦν ἐπεξεργασία, νά διορθωθοῦν ἤ νά ἀντικατασταθοῦν μέ ἄλλα (νέα κείμενα) στό πνεῦμα καί τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας».
Ἡ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Γεωργίας συνεκλήθη τόν Δεκέμβριο τοῦ περασμένου χρόνου καί ἐξέδωσε μιά τελική ἀπόφαση γιά τή Σύνοδο τῆς Κρήτης.  Μ’ αὐτήν δήλωσε ὅτι αὐτή δέν εἶναι Πανορθόδοξος Σύνοδος, ὅτι κατήργησε τήν ἀρχή τῆς ὁμοφωνίας (consensus)  καί ὅτι οἱ ἀποφάσεις της δέν εἶναι ὑποχρεωτικές γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας.  Ἐπιπλέον τά κείμενα πού ἐξεδόθησαν ἀπό τή Σύνοδο τῆς Κρήτης δέν λαμβάνουν ὑπ’ὄψιν τους τίς σπουδαῖες κριτικές πού ἔγιναν ἀπό τίς Τοπικές Ἐκκλησίες καί ἔχουν ἀνάγκη διορθώσεως.  Εἶναι ἀνάγκη νά συγκροτηθεῖ μιά ἀληθινά Μεγάλη καί Ἁγία Σύνοδος. Ἡ Γεωργιανή Ἐκκλησία  εἶναι πεπεισμένη ὅτι μιά τέτοια Σύνοδος  θά πραγματοποιηθεῖ στό μέλλον καί θά λάβει ἀποφάσεις μέ ὁμοφωνία (Consensus)  βασισμένες στή διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.  Γιά τόν σκοπό αὐτό ἡ Ἱερά Σύνοδος ἔχει συστήσει μιά θεολογική ἐπιτροπή γιά νά ἐξετάσει τά κείμενα πού ἔγιναν ἀποδεκτά στήν Κρήτη καί νά τά προετοιμάσει γιά μιά μελλοντική Σύνοδο πού θά εἶναι Πανορθόδοξος.
Τό Πατριαρχεῖο Ρουμανίας, τό ὁποῖο συμμετεῖχε στή Σύνοδο, ἀργότερα δήλωσε ὅτι «τά κείμενα μποροῦν νά ἐξηγηθοῦν, νά τροποποιηθοῦν ἐν μέρει ἤ νά ἀναπτυχθοῦν περαιτέρω ἀπό μιά μελλοντική Μεγάλη καί Ἁγία Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.  Παρά ταῦτα ἡ ἑρμηνεία τους καί τά προσχέδια τῶν νέων κειμένων πάνω σέ μιά ποικιλία θεμάτων δέν πρέπει νά γίνει ἐσπευσμένα ἤ χωρίς πανορθόδοξη συμφωνία, ἀλλιῶς θά πρέπει νά καθυστερήσουν καί νά τελειοποιηθοῦν μέχρι νά μπορέσει νά ἐπιτευχθεῖ συμφωνία».
Ἡ Αὐτοκέφαλος Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἐνῷ δέν ἀποφάσισε καταφατικά ὑπέρ τῶν τελικῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου, ἔχει ἐκδώσει μία Ἐγκύκλιο πού ἐμφανίζει τήν Σύνοδο ὡς μία Ὀρθόδοξη Σύνοδο. Πολλοί ἔχουν συμπεράνει ὅτι αὐτή ἡ στάση σημαίνει συμφωνία, ἄν καί μεταξύ τῆς Ἱεραρχίας ὑπάρχουν ἐπίσκοποι οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀπορρίψει κάθετα καί ἔχουν καταδικάσει τή «Σύνοδο».  Αὐτή ἡ σύγχυση ἔχει προκαλέσει ἀποστροφή σέ ἕνα μέρος τῶν πιστῶν.
          Β. Οἱ μετά τήν Κρήτη ἐξελίξεις στήν Ἑλλάδα καί τή Ρουμανία
Πρίν κλείσω πιστεύω ὅτι εἶναι ἐπίσης σπουδαῖο νά σᾶς πληροφορήσω γιά τίς τελευταῖες ἐξελίξεις ὅσον ἀφορᾶ στήν ἀποδοχή ἤ ἀπόρριψη τῆς «Συνόδου»τῆς Κρήτης ἀπό τόν λαό τοῦ Θεοῦ.
Ὑπάρχουν θετικές ἀναφορές, εἰδικά μεταξύ τῶν ἐπισήμων ὀργάνων τῶν Ἐκκλησιῶν πού συμμετεῖχαν, οἱ ὁποῖες πῆραν τή μορφή διαλέξεων καί μικρῶν συνεδρίων πάνω στή σημασία τῆς «Συνόδου», μερικές φορές συμπεριλαμβάνοντας καί Ἑτεροδόξους.  Μπορεῖ ἐπίσης κάποιος νά παρατηρήσει μιά ἐκπληκτική δυσαρέσκεια μεταξύ τῶν ὑποστηρικτῶν ὅτι ἡ «Σύνοδος» δέν ἔκανε ἀρκετά ἤ δέν προχώρησε στήν ἀναγνώριση τῶν Ἑτεροδόξων ἤ σέ ὅτι  ἀφορᾶ ἄλλα «καυτά» ζητήματα κυρίως γιά τούς Ὀρθοδόξους ἀκαδημαϊκούς στή Δύση.  Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι θά συνεχισθεῖ ἡ προσπάθεια γιά νά ἐπηρεάσουν τούς πιστούς ὑπέρ τῆς «Συνόδου»-ἕνα σκληρό καθῆκον, δεδομένου ὅτι οἱ περισσότεροι δέν αἰσθάνθηκαν ὅτι ἡ  «Σύνοδος» τούς ἀφοροῦσε.
Παρά τήν ἐπίσημη, θετική ἀποδοχή τῆς «Συνόδου» ἀπό τήν Ἑλλάδα καί τή Ρουμανία, ἡ συντριπτική πλειοψηφία μεταξύ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἀνταποκρίθηκε ἀρνητικά. Οἱ ἐπιπτώσεις τῆς  Συνόδου τῆς Κρήτης εἶναι ἐκτεταμένες γιά πολλούς σέ ἐκεῖνες τίς τοπικές Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες ἔχουν ἀποδεχθεῖ τή Σύνοδο.  Ἡ ἀντίδραση πολλῶν κληρικῶν, μοναχῶν καί θεολόγων στήν εὐνοϊκή ἀποδοχή πού δόθηκε στή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης ἀπό τήν Ἱεραρχία τους κυμαίνεται ἀπό γραπτή καί προφορική ἀπόρριψη ἐκ μέρους γνωστῶν θεολόγων  μέχρι τήν βαριά ἀπόφαση νά παύσουν τήν μνημόνευση τῶν σφαλέντων(πλανηθέντων) ἐπισκόπων ἀπό μοναχούς καί ποιμένες.
Ἡ παύση τῆς μνημονεύσεως τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ἡ ὁποία ἄρχισε στό Ἅγιον Ὄρος τό φθινόπωρο τοῦ περασμένου ἔτους μέ τή συμμετοχή περίπου 100 μοναχῶν, ἔχει ἐξαπλωθεῖ τώρα σέ πολλές ἐπισκοπές στήν Ἐκκλησία τῆς Ελλάδος καί ἐπίσης στή Ρουμανία, ὅπου διάφορα μοναστήρια καί κληρικοί ἔπαυσαν τή μνημόνευση τῶν ἐπισκόπων τους.
 Μία ἀπό τίς πιό σημαντικές ἐξελίξεις συνέβησαν  ἀκριβῶς πρίν δύο ἑβδομάδες. Ὁ ἐξέχων Καθηγητής τῆς Πατρολογίας Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης ἀνήγγειλε τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας ὅτι ἔπαυε τήν μνημόνευση τοῦ ἐπισκόπου του, τοῦ Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Ἀνθίμου ἐξαιτίας τῆς ἐνθουσιαστικῆς ἐκ μέρους του ἀποδοχῆς τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης καί τῶν κειμένων της. Ἐξ αἰτίας τοῦ πνευματικοῦ του ἀναστήματος καί τοῦ γεγονότος ὅτι εἶναι γνωστός( ἦταν διδάσκαλος πολλῶν ἀπό τούς σημερινούς ἐπισκόπους τῆς Ελλάδος), αὐτή ἡ ἀπόφαση ἔχει ἐπηρεάσει καί ἄλλους καί ἔχει ἀναστατώσει τήν ἐκκλησιαστική κατάσταση (status quo) στήν Ἑλλάδα. Αὐτόν τόν δρόμο ἀκολούθησαν τέσσερεις κληρικοί ἀπό τό νησί τῆς Κρήτης, τρία μοναστήρια στή Μητρόπολη Φλωρίνης, κλῆρος καί μοναχοί στίς Μητροπόλεις Θεσσαλονίκης, Κεφαλληνίας, Σύρου καί Ἄνδρου καί ἀλλοῦ.
Ἐπιπλέον, λίγες ἡμέρες πρίν, ὁ Ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος, Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ζωοδόχου Πηγῆς στήν Πάρο (ὅπου ὁ Ἅγιος Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος ἔλαμψε μέ τόν ἀσκητικό του βίο),   ὑπέβαλε στήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μιά ἱστορική ἐπίσημη μήνυση γιά αἵρεση ἐναντίον τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου.  Ὁ καθηγούμενος Χρυσόστομος  ἔχει ζητήσει ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο νά ἀναγνωρίσει, νά ἀποκηρύξει καί νά καταδικάσει τήν «ἑτεροδιδασκαλία» τοῦ Πατριάρχου, ὡς ἀντίθετη στήν ὀρθή διδασκαλία τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς και Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.  Ἔγραψε πρός τήν  Ἱερά Σύνοδο :
«Διὰ τῆς παρούσης καταθέτω ἐνώπιόν σας, ἐνώπιον τοῦ σεπτοῦ Σώματος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τὸν σκανδαλισμὸν ἐμοῦ προσωπικῶς, τῆς συνοδείας μου, κληρικῶν, μοναχῶν καὶ πλήθους κόσμου, ὁ ὁποῖος κλυδωνίζεται ταρασσόμενος ὡς ὑπὸ κυμάτων πολλῶν λόγῳ τῶν ἀλλεπαλλήλων ἑτεροδιδασκαλιῶν, αἱ ὁποῖαι διετυπώθησαν κατὰ καιροὺς ὑπὸ τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου μὲ ἀποκορύφωμα τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον (ΑκΜΣ) τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης».
Ἡ ἐπίσημη αὐτή αἴτηση  προβάλλει 12 δείγματα ἑτεροδόξων διδασκαλιῶν πού ἐδῶ καί πολλές δεκαετίες διαδίδει ὁ Πατριάρχης, καθώς ἐπίσης καί 9 σχετικούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Καταλήγει μέ ἕναν κατάλογο 13 ἐπισκόπων, 14 ἡγουμένων καί κληρικῶν και 9 θεολόγων, τούς ὁποίους ὁ ἡγούμενος προτείνει νά κληθοῦν ὡς μάρτυρες γιά νά τόν ὑποστηρίξουν ἐνώπιον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὅταν κληθεῖ ἐπισήμως νά ὑπερασπίσει  τίς αἰτιάσεις [κατά τοῦ Πατριάρχου].
Σεβασμιώτατοι, Θεοφιλέστατοι καί σεβαστοί πατέρες
Αὐτές καί ἄλλες παρόμοιες ἐξελίξεις στήν Οὐκρανία, Μολδαβία καί Ρουμανία χρησιμεύουν γιά νά ὑπογραμμίσουμε τήν αὐξανόμενη πίεση πού ἀσκεῖται στούς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας γιά νά ἀντιδράσουν μέ πατερικό τρόπο στόν κίνδυνο, ἀπό τόν ὁποῖο ἀπειλεῖται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐξ αἰτίας τῆς κακοσχεδιασμένης, κακο-εκτελεσμένης καί τελικά ἀντορθόδοξης «Συνόδου» τῆς Κρήτης.
Ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία μᾶς πληροφορεῖ ὅτι αὐτή ἡ ἀνεκτίμητη ἑνότης ἐν Χριστῷ ὑπάρχει καί ἀνθίζει μόνο ὅταν ὅλοι εἶναι «ἐν τῷ αὐτῷ νοΐ» καί ὁμολογοῦν τήν ἴδια πίστη στήν Μία Ἐκκλησία. Ἐπιπλέον ἡ πρόσφατη ἱστορία μᾶς διδάσκει ἐπίσης ὅτι ὁ συμβιβασμός ἤ ἡ ἀδιαφορία σέ μιά νέα, καινοτόμο ἐκκλησιολογία, ὅπως αὐτή ἐκφράσθηκε ἔργῳ καί λόγῳ στήν Κρήτη, δέν εἶναι μιά ἐπιλογή καί τό μόνο πού θά κάνει εἶναι νά μᾶς ὁδηγήσει σέ πόλωση καί ναυάγιο καί πρός τά ἀριστερά καί πρός τά δεξιά τῆς Βασιλικῆς Ὁδοῦ.  Αὐτή η Ὁδός βρίσκεται σέ μιά πνευματική θάλασσα μέ πολλούς βράχους, στήν ὁποία ἡ ἐπιδεξιότητα τοῦ πνευματικοῦ ὁδηγοῦ δοκιμάζεται καί ἐπιβεβαιώνεται, φανερώνοντας ὅτι αὐτός ὄχι μόνο γνωρίζει τήν Ἀλήθεια ἀλλά εἶναι ἐπίσης ἐκπαιδευμένος στόν ΤΡΟΠΟ μέ τόν ὁποῖο θά μπορέσει νά ὁδηγήσει ὅλους νά φθάσουν ἐκεῖ μέ ἀσφάλεια.
Κατά Θεία Πρόνοια, ἡ Ὑπερόριος Ρωσική Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία  συνεχίζει νά κατέχει μιά μοναδική θέση στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, ἀπό τήν ὁποία [θέση] μπορεῖ νά κηρύξει ἐλεύθερα καί προφητικά τόν λόγο τῆς Ἀληθείας -ἑναν λόγο, ὁ ὁποῖος ἑνώνει τούς πιστούς, θεραπεύοντας παλαιά σχίσματα καί ἀποτρέποντας  νέα.  Ἡ Καθολική Ἐκκλησία ἔχει ἀνάγκη ἀπό αὐτό σέ αὐτά τά δύσκολα χρόνια.
Δι΄ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων μας καί ἰδίως τῶν ἁγίων νέων μαρτύρων καί ὁμολογητῶν καί μέ τήν σοφή καθοδήγηση τῶν ἐπικεφαλῆς Ποιμένων μας μποροῦμε ὅλοι ἐμεῖς νά συνεχίσουμε τήν σώζουσα ὁμολογία τῆς πίστεως στήν Μία Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ συνέχεια τῆς Ἐνσαρκώσεως. Πάνω σ΄αὐτήν οἰκοδομεῖται ἡ  Ἐκκλησία.
Εὐχαριστῶ ὅλους γιά τήν προσοχή καί τήν εὐγένειά σας νά μέ ἀκούσετε σήμερα καί εὔχομαι σέ ὅλους σας ἕνα λαμπρό καί φωτεινό Πάσχα!
………………………………………………………………………………………..
 ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ  ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γκοτσόπουλος Ἀναστάσιος, Πρωτοπρεσβύτερος, «Πῶς δ΄αὖθις Ἁγία καί Μεγάλη, ἥν οὔτε...οὔτε...οὔτε...;», Πάτρα, 10 Δεκεμβρίου 2016
Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ἹεροθέουΠαρέμβαση καί κείμενο στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Νοέμβριος 2016) http://www.parembasis.gr/index.php/el/mitropolitis-3/ni-various-articles/278 keimena-agia-megali-synodos/4707-2016-11-24
Σημειώσεις
[1] Σημ. Μεταφραστοῦ : Σύμφωνα μέ δημοσιογραφικές πληροφορίες ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καί ἡ συνοδεία του - πλήν τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου - ψήφισαν τήν ἐν λόγῳ τροποποίηση κατόπιν ἀφορήτων πιέσεων.
[1]. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Παρέμβαση καί κείμενο στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Νοέμβριος 2016) http://www.parembasis.gr/index.php/el/mitropolitis-3/ni-various-articles/278keimena-agia-megali-synodos/4707-2016-11-24
[2] Aὐτό ἦταν μία μόνο  ἀπό τίς ποικίλες ἀνησυχητικές ἐκκλησιολογικές καινοτομίες πού εἰσήχθησαν στήν Κρήτη καί τή διαδέχθηκε σέ βαρύτητα  μόνο ἡ ἀποδοχή τῆς αὐτοαναιρουμένης φράσεως «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες».  Ἐν τούτοις ἦταν ἡ προηγούμενη-ἡ κατάργηση τῆς συνοδικότητος-πού ἔκανε δυνατή τήν τελευταία-τήν ἀποδοχή τῆς ἀντιφάσεως, γιά  νά μήν ποῦμε τοῦ τερατουργήματος, δηλαδή τῶν «ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν». Αὐτό ἀληθεύει σἐ περισσότερες ἀπό μία περιπτώσεις. Ἄν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι εἶχαν ἀπό μία ψῆφο καί ὄχι μόνο οἱ Προκαθήμενοι, εἶναι ἀπίθανο τό ἀπαράδεκτο κείμενο γιά τούς Ἑτεροδόξους νά εἶχε γίνει ἀποδεκτό. Εἶναι ἐπίσης γεγονός ὅτι ἄν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν εἶχε σεβασθεῖ τήν καθαρή συνοδική ἐξουσιοδότηση πού τοῦ δόθηκε ἀπό τήν Ἱεραρχία του, ἡ ὁποία ψήφισε ὁμοφώνως τήν ἄρνηση ἀποδοχῆς τοῦ ὅρου «ἐκκλησία» γιά τούς ἑτεροδόξους, δέν θά εἶχε ἀποδεχθεῖ τήν ἀληθοφανῆ καί ἀπερίσκεπτη «διόρθωση».
[3] Βλ. From the Second Vatican Council (1965) to the Pan-Orthodox Council (2016): Signposts on the Way to Crete: https://orthodoxethos.com/post/from-the-second-vatican-council-1965-to-the-pan-orthodox-council-2016-signposts-on-the-way-to-crete.
[4] Σέ κάποιο ἄρθρο δημοσιευμένο στό περιοδικό  The National Catholic Reporter  ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρολομαῖος, ὄταν  ἦταν ἀκόμη Μητροπολίτης, ἔγραψε τά ἀκόλουθα ἀποκαλύπτοντας τίς προθέσεις του γιά τήν Πανορθόδοξο Σύνοδο : «Οἱ στόχοι μας εἶναι ἴδιοι μέ αὐτούς τοῦ Πάπα Ἰωάννου(XXIII) : νά ἐκσυγχρονίσουμε τήν Ἐκκλησία καί νά προωθήσουμε τήν Χριστιανική ἑνότητα...Ἡ Σύνοδος ἐπίσης θά σηματοδοτήσει τό ἄνοιγμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στίς μή Χριστιανικές θρησκεῖες, στήν ἀνθρωπότητα ὡς ὅλον.  Αὐτό σημαίνει μιά νέα στάση ἀπέναντι στό Ἰσλάμ, στόν Βουδισμό, στόν σύσύγχρονο σύγχρονο   σΣύΣύγχρονο πολιτισμσύγχρονο πολιτισμό, στίς προσδοκίες γιά ἀδελφοσύνη ἐλεύθερη ἀπό φυλετικές διακρίσεις...μέ ἄλλα λόγια, αὐτή θά σημάνει τό σύγχρονο πολιτισμό, στίς προσδοκίες γιά ἀδελφοσύνη ἐλεύθερη ἀπό φυλετικές τἐλος σύγχρονο πολιτισμό, στίς προσδοκίες γιά ἀδελφοσύνη ἐλεύθερη ἀπό φυλετικές διακρίσεις...μέ ἄλλα λόγια, αὐτό θά σημάνει τό τέλος δώδεκα αἰώνων ἀπομονώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» Βλ. “ Council Coming for Orthodox", interview by Desmond O'Grady, The National Catholic Reporter, in the January 21, 1977 edition. Seealso:http://orthodoxinfo.com/ecumenism/towards.aspx.
[5] Στά κείμενα τῆς Δευτέρας Βατικανῆς Συνόδου τά πράγματα εἶναι ἐλαφρῶς καλλίτερα. Στό κείμενο LumenGentium  ὁ διάβολος ἀναφέρεται τέσσερεις φορές, ἄν καί στό κείμενο Unitatis Redintegratio δέν ἀναφέρεται.
[6] Ἡ μόνη έξαίρεση στήν τελευταία περίπτωση εἶναι ὅταν ἡ ἐκκλησιολογική αἵρεση τοῦ φυλετισμοῦ ἀναφέρεται στήν Ἐγκύκλιο τῶν Προκαθημένων, πρᾶγμα πού εἶναι ἐνδεικτικό τῶν προτεραιοτήτων τῆς Συνάξεως.
[7]  See: J. S. Romanides, “The Ecclesiology of St. Ignatius of Antioch,” The Greek Orthodox Theological Review 7:1 and 2 (1961–62), 53–77.
[8] http://orthodoxinfo.com/ecumenism/encyc_1848.aspx.
[11] Αὐτό τό τμῆμα τῆς διαλέξεώς μου βασίζεται στήν ἐξαιρετική ἔρευνα καί ἐργασία πού ἔκανε ὁ π. Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος, ἐφημέριος τοῦ Ἱ. Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Μητροπόλεως Πατρῶν, στήν Ἑλλάδα, μέ τήν ἄδειά του.
[12] Ἐξ αἰτίας τῆς σπουδαιότητος καί τῆς φύσεως τοῦ ὑπό συζήτησιν θέματος μιά ἀνάλυση αὐτοῦ τοῦ  τοῦ κειμένου  θά πρέπει νά γίνει σέ μιά ξεχωριστή ἐργασία.
[13]Βλέπε : http://www.pravoslavie.ru/english/90489.htm
[14] Ἡ ἀνάλυσή μου  θά ἀκολουθήσει, καί σέ μεγάλο βαθμό θά βασισθεῖ, σ΄ αὐτήν τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου (Βλάχου).
[15] Συνοδικά, ΙΧ, σ. 107, Γραμματεία Προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Ἐπιτροπή τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου 16-28 Ἰουλίου 1971, ἐκδ. Ὀρθόδοξο Κέντρο Οικουμενικοῦ Πατριαρχείου Chambesy Γενεύης 1973, σ. 143, καί Γραμματεία Προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Πρός τήν Μεγάλην Σύνοδον, 1, Εἰσηγήσεις, τῆς Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τῶν ἕξ θεμάτων τοῦ πρώτου σταδίου, ἐκδ. Ὀρθόδοξο Κέντρο Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Chambesy Γενεύης 1971, σ. 63.
[16] Ἡ ἐπίσημη ἀγγλική μετάφραση λέει «μή Ὀρθόδοξες», ἐνῷ τό ἑλληνικό πρωτότυπο λέει «ἑτερόδοξες».
[17]«Mπορεῖ κάποιος νά θεωρήσει τήν παγκόσμια Ἐκκλησία σάν μία κοινωνία μέ πολλά ἐπίπεδα πληρότητος, σωμάτων πού εἶναι περισσότερο ἤ λιγότερο πλήρεις ἐκκλησίες....Εἶναι μιά πραγματική κοινωνία πού πραγματώνεται σέ ποικίλες διαβαθμίσεις πυκνότητος ἤ πληρότητος, σωμάτων, τά ὁποῖα, ὅλα, ἄν καί κάποια εἶναι περισσότερο πλήρη ἀπό κάποια ἄλλα, ἔχουν ἕναν ἀληθινά ἐκκλησιακό χαρακτήρα». (Francis A. Sullivan, S.J., “The Significance of the Vatican II Declaration that the Church of Christ ‘Subsists in’ the Roman Catholic Church,” in René Latourelle, ed., Vatican II: Assessment and Perspectives, Twenty-five Years After (1962–1987) (New York: Paulist Press, 1989), 283).
[18]Joseph Ratzinger, “The Ecclesiology of Vatican II,” a talk given at the Pastoral Congress of the Diocese of Aversa (Italy), Sept. 15, 2001, http://www.ewtn.com/library/CURIA/CDFECCV2.HTM.

/assets/img/IMG_3834.JPG
The "Council" of Crete and the New Emerging Ecclesiology: An Orthodox Examination
By Protopresbyter Peter Heers, Professor of Old and New Testament, Holy Trinity Orthodox Seminary, Jordanville, NY
Lecture delivered at the Clergy Retreat of the Eastern American Diocese of the Russian Orthodox Church Outside of Russia
For a full written and photo report of the retreat, go to the Eastern American Diocese of ROCOR. Audio and video versions of this lecture will be forthcoming; please check back to orthodoxethos.com for these. 
Howell, New Jersey
Tuesday, March 21st, 2017
Your Eminence, Metropolitan HILARION
Your Eminence, Metropolitan JONAH
Your Grace, Bishop NICHOLAS,
Your Grace, Bishop IRENEI,
Venerable fathers and brothers in Christ,
Christ is in Our Midst!
I consider it an honor to stand before you today, to speak to the Shepherds and Pastors of Christ's rational flock, and in particular to the successors of the great work begun in the Russian Diaspora by such holy ones as St. John the Wonderworker and Metropolitans Anthony, Anastasi, Philaret, and Vitaly, Archbishop Averky and Metropolitan Laurus and many others, who are revered fathers not only of the Russian Church Abroad, but indeed of the Church Catholic.
The witness given by the Fathers of the Russian Church Outside of Russia with regard to the Holy Tradition, the monastic and ascetic ideal and in particular the ecclesiology of the Church, continues to inspire and guide Orthodox throughout the world.
Today, as the Ark of the Church sways in the wake of the passing of the self-styled 'Great and Holy Council" of Crete, we have great need of their exactitude in life and faith - or, better, we have great need to follow and imitate them in these.
In the short time allotted me today, I hope to succinctly but clearly lay out before you what of notability and significance happened in Crete in June of last year, that being informed you may act according to God's will. In particular I will briefly examine and critique the following three aspects of the "Council" and its aftermath:
Organization and Execution
Documents
Outcome and Implications
We will focus, in particular on those aspects of the gathering which represent departures from the Holy Tradition and Holy Faith of the Church, for these necessarily merit a response from the fullness of the Church.
Before I begin this analysis, it is necessary to state the following, in order to remove what has become a kind of "red herring" in the whole discussion of Crete and its significance. Supporters, sympathizers and those indifferent to the event respond to criticism of it in a variety of ways. One hears them say, for example:
The success of the meeting was the meeting itself!
This is just a beginning and it will be improved upon!
Nothing of consequence transpired, so there is no need to make a fuss!
Why even bother with Crete now? It has died and been buried! Within a few years it will be forgotten. (And other such sentiments.)
We can all be sympathetic to the "power of positive thinking," however, I am afraid all of these nice thoughts only function to skirt the issue: what of the "Council" itself? What of its decisions and its impact? One cannot be expected to believe that we've waited more than 50 years (or by other counts 100!) for a grand council the main purpose of which was. . .to happen! Certainly, whatever happened in Crete will and already has impacted the Church (in some places greatly) and will become a precedent for the future.
Indeed, it is for this reason that those clerics who ignore it or downplay it do so to their own - and their flock's - detriment. In the history of the Church, councils - whether false or ecumenical - are either accepted or rejected by the pleroma [the fullness] of the Church. They are not and must not be ignored, especially when they innovate and introduce false teachings into the Church. Just as a fall must be repented of, not swept under the rug, so too errors introduced and accepted in council must be rejected and corrected [ideally in council]. We do not ignore illnesses when they infect our body. How much more should be our care for the Body of Christ! We are all co-responsible, bearing one another's burdens.
1. Organization and Execution:
Let us begin by looking briefly at the basic statistic composition of the "Council:"
Participating Churches: 10 of the 14 Local Churches (71%)
Representation of Orthodox Christians: close to 30%.
Participating Orthodox Bishops: 162 participated of the 350 invited (46%)
Representation of Orthodox Bishops: 162 of a total of 850 (19%)
Total number of Voting Bishops: 10 of the 162 bishops present (6%), or 10 of the 850 bishops in the Orthodox Church (1.1%).
If we compare this with the truly "Great and Holy Councils" of the Church, those later recognized as "Ecumenical," the difference is enormous, especially when we consider the obstacles the ancient hierarchs faced in terms of travel and communication. For example, the First Ecumenical Council had 325 fathers, the Fourth 630 fathers and the seventh 350 fathers - all of which participated with the right to vote.
What, then, did the world go to Crete to see? A "Great and Holy Council"? What went they out to see? A free gathering of the Orthodox Bishops from around the world? Behold, most of them were not invited and nearly all that came were not given a vote. So, what went they out to see in Crete? "A council of primates with their entourages."[1]
This last phrase - "a council of primates with their entourages" - is how Metropolitan Hierotheos Vlachos of Nafpaktou characterized the gathering, which he attended and which he now severely criticizes for introducing novelties with regard to our Faith. The great irony and tragedy is that for all of the organizers' grand claims that conciliarity had led to and would be on display in Crete, it was rather a new eastern form of Papal primacy - of the Primates - which took center stage.[2]
The tragic irony is that while representatives of the Ecumenical Patriarchate criss-crossed internet highways touting the conciliarity of the pre-synodical process and Council-to-be, the Holy Synods of the several Local Churches were only beginning to examine the orthodoxy of the texts accepted by their Primates without their approval. This illustrates that the failure of this "council of Primates with their attendees" was assured ahead of time.
A. Pre-Conciliar Portents of the Impending Disaster
Much has been made of the long conciliar process which led up to the Cretan gathering. Undoubtedly, much sweat and ink had been spent to bring the event to pass. During the 55 years of active, organizational preparation for the convocation there took place:
Six meetings of the "Inter-Orthodox Preparatory Commission"
Three gatherings of the "Special Inter-Orthodox Commission"
Five Pre-Conciliar Pan-Orthodox Conferences
Three meetings of the Synaxis of the Primates of the Local Churches
Two special theological conferences for the drafting of the Rules of Operation of the Episcopal Assemblies in the Diaspora
Two academic conferences, on the issue of a common ecclesiastical calendar and a common celebration of the feast of Pascha with the heterodox and another on contemporary bioethical issues.
And one academic conference on the issue of the Ordination of Women in Rhodes, in 1989.
It is truly tragic that after such an extensive amount of time and effort the outcome pleases virtually no one, nor brings honor or glory to the organizers or to the Church. Perhaps the hierarch of the Ecumenical Patriarchate who characterized the council as a "fiasco" or the ecclesiastical reporter who called it "the headline which ended up a footnote" were unjust? {It is apparent that the ancient saying has been fulfilled in Crete: "it bore a mountain and gave birth to a fly." Would that it were only this and not worse! For such travail in giving birth to such a "council" is a shame upon the entire Church.}
One has to ask: what was at fault, that, in spite of so much work - unique in the conciliar annals - we've had such a tragic outcome?
We have an expression in Greece: "a good day is apparent from the outset." Well, the opposite is also true in the case of the grand council. Early on in the conciliar process it was apparent that the normally sunny Crete would not shine brightly for Orthodoxy. As I have examined elsewhere at length,[3] the visionaries behind Crete sealed their Council's fate to not follow the Holy Fathers by imbibing the "spirit" of another, even grander and thrice-flawed gathering of recent memory: the Second Vatican Council.
The two councils shared common roots and beginnings, a similar methodology and similar aims, and at least a superficial allergy to dogma. Both gatherings aimed at, and claimed to, solidify their hierarchies' commitment to ecumenism and both allowed for their conciliar decrees and documents to be shaped by academic theologians. And, most importantly, both gatherings saw the introduction of a new "inclusivist" ecclesiology, foreign to the Church's Faith in the One, Holy, Catholic and Apostolic Church.[4]
Another point which unfortunately forges kinship between the two gatherings is the absence of any demonology. It is indicative as to the mindset and priorities of the drafters of the conciliar texts that nowhere, in any of the texts, does one find the following terms:
Devil, demon, diabolical, or evil one [5]
Heresy,[6] heretic, schism or schismatic
However, discernment of the methods of the fallen spirits, or demonology, is a requirement in the formation of Christology and Ecclesiology.[7] As the Evangelist John writes, “For this purpose the Son of God was manifested, that he might destroy the works of the devil” (1 John 3:8). The absence of any mention of the evil one or his machinations (heresy, schism, etc.) from any conciliar text is indicative of a worldly, secularized outlook, not the patristic mindset.
Finally, following Vatican II and not the holy fathers, the "Council" in Crete not only made no reference to heresy but invited representatives of heretical confessions to attend as observers, including those recognized as such by previous Ecumenical Councils. Although unprecedented in the history of the councils, it had been practiced in the Vatican councils, confirming once again the spirit and mindset which unfortunately animated the organizers.
B. The "Conciliar" Abolition of Conciliarity
Let us look now more particularly at the conciliarity (or lack thereof) of the pre-synodal period and the Council itself. The unity of the Church is manifest and molded through conciliarity. As the 34th Apostolic canon states: "for so there will be unanimity, and God will be glorified through the Lord in the Holy Spirit." When the conciliar way is lost the first and often immediate victim is the unity of the Church.
A careful examination of the "Council" of Crete in this regard reveals that, paradoxically, there occurred a "conciliar" abolition of conciliarity. In the history of the Church, with the exception of the robber councils, no other council showed so much disdain for the very meaning of conciliarity as did the "Council" of Crete.
Firstly, the people of God, the pleroma of the Church (which includes clergy, monastics and laymen), was bypassed entirely in the run-up and execution of the "Council." This is not only a major oversight, it is a serious ecclesiological flaw. The Orthodox Patriarchs declared to the Pope in 1848 that in the Church of Christ "neither Patriarchs nor Councils could have introduced novelties amongst us, because the protector of religion is the very body of the Church, even the people themselves...".[8]
However, not only was the body of the Church kept in the dark but even much of the hierarchy itself. The majority of the bishops and even synods of the Local Churches were uninvolved in the preparation of the "Council," including the drafting of its texts. In this regard, we recall the painful cry of protest issued by Met. Hierotheos of Nafpaktou months before the "Council" that the pre-conciliar texts "were unknown to most hierarchs and to myself, remain hold-up in committee and we don't know their contents." [9]
It is not overstating our case to state that the judgement of the Seventh Ecumenical Council with regard to the false iconoclast council of Hieria is applicable here: "their things were said as in a corner, and not upon the mountain of orthodoxy." This is because those responsible for the preparation of the texts knew very well the people of God's opposition to the problematic texts and for this reason refused to publish them. As is apparent from the minutes of the 5th (and final) Pre-Conciliar Conference (in October of 2015), it was only upon the insistence of the Patriarchate of Georgia and (later at the Synaxis of the Primates in January of 2016 - just 5 months before the "Council") the request of the Patriarchate of Moscow that the texts were finally released to the Church. With this in mind, then, one can better understand why four Patriarchates ended up pulling out at the last minute.
Metropolitan Irenei of Batskas (Serbian Church) had this to say about that last, crucial meeting of the Pre-Conciliar Commission which took place in October of 2015:
"With regard to the text 'Relations of the Orthodox Church with the Rest of the Christian World' serious review and correction was, unfortunately, proven impossible, because for most of the meeting...in spite of the disapproval of many and the sharp criticism exacted, the text - for reasons never divulged - was not seriously re-evaluated. Rather, it was sent on as is, essentially untouched, to the Council, where, due to a lack of time and consensus, only cosmetic changes were made." [10]
A careful study of the minutes of the 5th Pre-Conciliar, Pan-Orthodox Conference (October of 2015) reveals that the work was carried out in a atmosphere of pressure and haste with responsibility for this resting with the president of the meeting, Met. John of Pergamon, who was subsequently replaced.
It is apparent and a view commonly held among critics of the "Council" that one of the main causes for turning Crete into a "fiasco" was this anti-synodical, unorthodox methodology and pre-conciliar secrecy enforced by the organizers.
We said previously that the hierarchies of the Local Churches were kept in the dark with respect to the preparatory period and texts. This is also apparent when one considers that the rules of preparation for the Council only required the signatures of two representatives of each Church in order to confirm the pre-conciliar texts - that is, without the approval of the Holy Synods. Thus, the unorthodox text on the heterodox was considered "approved" by the Local Churches after the October 2015 meeting without being sent, without being discussed, and without being confirmed by the Holy Synods of the Local Churches. In this way, on the strength of two representatives' signatures, the text was considered accepted and binding for the Church of Greece, and then forwarded to the Council.
Where is the conciliar character of the Church at work here?
But that is not all. For the text to be amended, or even one phrase of it to be changed in Crete, it required the approval of all the Local Churches. If only one disagreed with the change, it remained as it was because it was considered already approved by all the Churches at the 5th Pre-Conciliar Conference!
Once again, here we can see why the Churches of Bulgaria and Georgia declined to attend: they understood that essential changes to the texts would be impossible.
This same process was at work with the Rules of Operation for the Council itself. The texts were approved by the Primates (with the exception of the Church of Antioch) without discussion or approval of the Local Church Hierarchies.
Objectionable and unfortunate as the pre-conciliar process appears, it is rather benign in comparison to the pinnacle of disdain of conciliarity on display at the Council itself. There the right and proper function of each bishop to vote on the proposed texts was scorned and denied and reserved for the Primate alone. Unbelievable, unprecedented, and total inadmissible canonically speaking.
The irony is that many of the bishops in attendance enthusiastically declared that there was great freedom and ease for the bishops to speak. While this is significant, it is obviously secondary in importance to voting. What matters is not who speaks first but who has the last word, that is, who decides. Even if all 152 non-voting bishops disagreed with a word or passage or even an entire document, it mattered little, for the votes of the 10 Primates was all that was registered.
As is well known, according to Orthodox ecclesiology, bishops are equal. The Primate is not above all the bishops. Rather, he is the "first among equals." In this context, then, does not the practice in Crete to recognize the vote of the Primate alone, and not that of the whole of the hierarchy, represent a fall from conciliarity and slide into papism? This "papal" elevation of the Primates is extremely dangerous for the entire Church, for besides meaning the abolition of conciliarity in each Local Church, it will quickly lead to the Primate of Primates being elevated to the status of Pope of the East sine paribus (without equal), to use the preferred term of Met. Elpidophoros of Brusa.
Allow me to provide three examples which illustrate that in Crete there occurred a "conciliar abolition of conciliarity."
Before the "Council" of Crete, the Hierarchy of the Church of Greece unanimously agreed and stated their position that in the conciliar texts heterodox communities must not be referred to as "Churches." The hierarchy mandated that the Archbishop and his entourage convey and champion this decision. There was no conciliar authorization for any modification of the decision of the Hierarchy. Nevertheless, the Archbishop of Athens and his entourage (with the exception of Metropolitan Hierotheos of Nafpaktou) changed their stance and voted for a modified version of the text in question (#6) which clearly contradicted the unanimous decision of the entire hierarchy. In doing this he and those with him disdained the 34th Apostolic Canon, which reads: "neither let him (who is the first) do anything without the consent of all; for so there will be unanimity, and God will be glorified through the Lord in the Holy Spirit."
In our second example, of the Church of Serbia, we have an even more flagrant example of creeping papalism. The Serbian Church's entourage consisted of 24 bishops. Of these only 7 stood in favor of the final text on the Heterodox (#6). Seventeen of the 24 hierarchs refused to sign it. Nevertheless, because the Patriarch of Serbia was favorable and signed the text, the "Council" considered that the Church of Serbia accepted the text! Once again, the Council disdained the 34th Apostolic Canon which calls upon the First Hierarch "to do nothing without the consent of all." The irony is, of course, that while Orthodox representatives to the dialogue with Rome underline the need of the Vatican to base relations between a Primate and Local Church upon the 34th Apostolic Canon, the Pan-Orthodox "Council" violated it repeatedly.
In our third example, we have the tragic anti-synodical and papal approach of the Archbishop of Cyprus. Four of the 17 bishops in attendance from Cyprus refused to sign the final text on the Heterodox (#6), including Metropolitan Athanasius of Lemesou. After these bishops had departed, the Archbishop's response was to sign it for them, as if he had their agreement! In an interview which he later gave to a Greek-American newspaper, the Archbishop characterized these dissenting bishops of his own Church as a "fifth column" at the Council.
It is apparent here that these examples indicate not only a disdain for the conciliar system and even its abolition, but also contempt for the episcopal dignity by the "first hierarchs." These innovations and diversions were not only tolerated and accepted by the "Great and Holy Council;" upon them the "Council" was carried out. Indeed, without such anti-conciliar activity the "Council" would have disintegrated entirely.[11]
In hindsight, given the anti-conciliar foundation and the failure of the "Council" to unite the Orthodox, the following idiom is applicable: "a house is only as good as the foundation upon which it is built" (see Luke 6:48). The "Great and Holy" Council's house was not built on the rock of conciliarity - "it seemed good to the Holy Spirit and to us" - but on the sand of papalism - "our holy patriarch has spoken"!
2. The Documents and Declarations of the Council
Let us now turn from the organization of the "Council" to its documents.
Three of the six documents presented serious problems for several of the Churches. These were: The Mission of the Orthodox Church in Today's World,[12] The Sacrament of Marriage and Its Impediments, and Relations of the Orthodox Church with the Rest of the Christian World. I will speak only briefly concerning the second text and focus on the third, which really constituted the basis of the Council.
A. The Sacrament of Marriage and Its Impediments
In the document on Marriage, three statements are made in succession concerning the issue of "mixed-Marriages," that is marriage of an Orthodox Christian with the member of a Heterodox confession or one of the non-Christian religions of the world:
1. Marriage between Orthodox and non-Orthodox Christians is forbidden according to canonical akriveia (Canon 72 of the Penthekte Ecumenical Council).
2. With the salvation of man as the goal, the possibility of the exercise of ecclesiastical oikonomia in relation to impediments to marriage must be considered by the Holy Synod of each autocephalous Orthodox Church according to the principles of the holy canons and in a spirit of pastoral discernment.
3. Marriage between Orthodox and non-Christians is categorically forbidden in accordance with canonical akriveia.
Now, to be sure, this question of mixed-Marriages is a thorny and difficult pastoral matter, especially for the Church outside of traditional Orthodox lands, such as America. Without wanting in the least to belittle this pastoral challenge, a challenge rightly dealt with by the pastors on a case by case basis, it is imperative that the pastoral practice never be loosed from its dogmatic moorings. My interest here are the dogmatic implications of this decision.
According to Professor Demetrios Tselengides, the move "to legitimize the service of mixed marriage [is] something clearly forbidden by canon 72 of the Penthekte Council. [It is unacceptable, therefore,] for a council such as the "Great and Holy Council" in Crete to explicitly turn a decision of an Ecumenical Council into something relative." [13]
In the relevant excerpt I read of the conciliar document, note that while the kat'oikonomia marriage of the Heterodox with the Orthodox is considered possible, the same is strictly forbidden for the non-Christians. Why the difference? On what basis are the Heterodox admitted to a mystery of the Church? What are the criteria of acceptance?
Let us remember Canon 72, which could not be stated more clearly to show that it is a canon based on the dogma of the Church and thus does not admit of oikonomia:
"An orthodox man is not permitted to marry a heretical woman, nor an orthodox woman to be joined to a heretical man. But if anything of this kind appear to have been done by any [we require them] to consider the marriage null, and that the marriage be dissolved. For it is not fitting to mingle together what should not be mingled, nor is it right that the sheep be joined with the wolf, nor the lot of sinners with the portion of Christ. But if any one shall transgress the things which we have decreed let him be cut off. But if any who up to this time are unbelievers and are not yet numbered in the flock of the orthodox have contracted lawful marriage between themselves, and if then, one choosing the right and coming to the light of truth and the other remaining still detained by the bond of error and not willing to behold with steady eye the divine rays, the unbelieving woman is pleased to cohabit with the believing man, or the unbelieving man with the believing woman, let them not be separated, according to the divine Apostle, “for the unbelieving husband is sanctified by the wife, and the unbelieving wife by her husband.”
What is significant here is that the Council in Crete introduced, for the first time in history, a synodical decision which allows for the overturning of a canon of an Ecumenical Council and - most importantly - its underlying dogmatic basis. I don't see how one could understand it otherwise, for on what basis are they allowing for mixed marriages if not some (new) consideration of the Church and Her Boundaries, now including the heterodox (somehow - "because they are baptized"?). For, otherwise, it would be madness to speak of marriage - a true mystery of unity in Christ - between a baptized and initiated member of the Body of Christ and one not baptized and not initiated.
Therefore, the implication, even when the decision is referred to as "kat'oikonomia" here, is that the heterodox are "baptized" and on this basis they (as opposed to those of other religions) can participate in the mystery of marriage. Indeed, this is what one hears when he pays attention to the reasoning of those champions of mixed marriages. This, however, means that underlying the supposed "oikonomia" of mixed-Marriages is the so-called "baptismal theology" and "inclusive church" theories, which lie at the heart of syncretistic ecumenism. This is consistent with the fruits we have seen from mixed-Marriages, namely, that on the basis of mixed-Marriages the ecumenically-minded justify other violations of the canons, such as joint prayer with the heretics, or even communing them during the marriage ceremony. (I am told that, in fact, this is practiced by a prominent professor at a North American Orthodox seminary).
It is clear that there is no theological basis for mixed-Marriages, that it cannot be considered "oikonomia" since it does not lead to akriveia, but rather overturns the unity-identity of the mysteries with the One Mystery of Christ, and that it opens the door to further erosion of the canonical and sacramental order of the Church.
B. Relations of the Orthodox Church with the Rest of the Christian World
Let us turn now to the text which many consider constituted the basis of the Council: "Relations of the Orthodox Church with the Rest of the Christian world." [14] It is the common view that this text, the sixth and final text accepted by the "Council," is fraught with error and confusion, notwithstanding occasional praiseworthy passages.
1. The Product of an Ecumenistic Outlook
As a text with a clear dogmatic-ecclesiological orientation this text ought to have been distinguished by an absolute clarity of meaning and exactitude in formulation, such as to exclude the possibility of a variety of interpretations or intentional misinterpretations. Unfortunately, to the contrary, in key passages we encounter obscurity and ambiguity, as well as theological contradictions and antinomy, which permit polar opposite interpretations.
It is characteristic with what difficulty the "Council" met the task of approving this text that nearly thirty bishops refused to sign it and many others only signed it after the termination of the Council, after the four versions (in four languages) had finally been completed.
To see that the text is a product of an ecumenistic - and not truly ecumenical - mindset, one only need to consider what Metropolitan Hierotheos (Vlachos) wrote concerning the text and the debate surrounding it during the "Council":
"When the minutes of the Council are published, where the true views of those who decided on and signed the text are recorded, then it will be clear that the Council was dominated by the branch theory, baptismal theology and especially the principle of inclusiveness, i.e. a retreat from the principle of exclusivity to the principle of inclusiveness. During the works of the Council in Crete various distortions of the truth were said [in order to bolster the text] regarding St. Mark of Ephesus, the Council of 1484 and the Synodical encyclical of the Eastern Patriarchs in 1848, with regard to the word “Church” as applying to Christians cut off from the One, Holy, Catholic and Apostolic Church."
The Metropolitan relates elsewhere that proponents of the text and the recognition of the "ecclesiality" of the Western confessions employed aggression and much pressure, including explicatives against those opposed.
2. Endorsement of Ecumenism
We mentioned earlier that one of the aims of this "Council" was to solidify the Orthodox Church's commitment to ecumenism. This text on relations to the Heterodox achieves this goal. It contains positive references to the World Council of Churches, made with apparent enthusiasm.
In paragraph 21 of the text, the following is stated:
"The Orthodox Church wishes to support the work of the Commission on 'Faith and Order' and follows its theological contribution with particular interest to this day. It views favorably the Commission’s theological documents, which were developed with the significant participation of Orthodox theologians and represent a praiseworthy step in the Ecumenical Movement for the rapprochement of Christians."
The positive evaluation of the texts accepted within the WCC alone is sufficient for an Orthodox Christian to reject the text. Is it possible for a Pan-Orthodox Council to favorably view theological documents of the WCC when these very texts are filled with heretical Protestant views that have been repeatedly criticized by many Local Orthodox Churches?
In paragraph 19 of the text, the Toronto Statement of the WCC is referred to positively, as a foundational document for Orthodox involvement. What, however, does this statement express? Among other things it states that the WCC includes churches which hold that:
the Church is essentially invisible,
there is a distinction between the visible and invisible body of the Church,
the baptism of other churches is valid and true,
there are "elements of a true Church" and "traces of Church" in other member churches in the WCC and the ecumenical movement is based on this
there are church members extra muros (outside the walls), and that
these aliquo modo (in some way) belong to the Church, and that
there is a "Church within a Church."
Upon this foundation the Orthodox participate in the WCC, an organization in which the anti-Orthodox "invisible and visible Church" theory clearly dominates, overturning the whole of Orthodox ecclesiology.
The "Council" of Crete is the only council of bishops ever to recognize, promote, praise and accept ecumenism and the World Council of Churches. This stands in direct opposition to the witness of the choir of saints, including - among many others - the great elder Ephraim of Katounakia who by revelation was informed that ecumenism is dominated by unclean spirits.
The implications are enormous: what experience and inspiration of the Holy Spirit could they be expressing in Crete when they stand in opposition to the saints of the Church?
3. A Long Path to the Recognition of the Ecclesiality of the Heterodox
This path to the conciliar acceptance of ecumenism has been long and tumultuous. The passage of this text on Ecumenism was clearly the number one goal of the visionaries of the "Council" - a goal which was apparent as early as 1971.
The first text produced within the pre-conciliar process that recognizes the so-called ecclesiality of the heterodox confessions is the Inter-Orthodox Preparatory Commission text from 1971 entitled "Oikonomia in the Orthodox Church," which stated: "For our Orthodox Church recognizes - even though being the One, Holy, Catholic and Apostolic Church - the ontological existence of all those Christian Churches and Confessions."[15] (This text was severely criticized by theologians in Greece at the time and eventually removed.)
This phrase was later modified at the Third commission meeting in 1986 to "recognizes the actual existence of all the Christian Churches and Confessions."
It was changed again in 2015, at the Fifth such meeting of the preparatory commission, to "recognizes the historic existence of other Christian Churches and Confessions not found in communion with Her."
When, in January of 2016 the final text was finally made public, this phrase provoked a host of reactions and protests from the fullness of the Church and Local Church Synods, including the Russian Church Abroad.
After the last minute proposal in Crete in June of 2016 by the Archbishop of Athens was generally accepted by the Primates and their entourages (although nearly 30 bishops refused to sign), the final text included the formulation: "the Orthodox Church accepts the historical name of other heterodox[16] Christian Churches and Confessions that are not in communion with her."
One can see that progressively, over the last 45 years, the phrase has been modified in response to objections advanced by the Local Churches. Nevertheless, the final version remains unorthodox and unacceptable, or, as Metropolitan Hierotheos (Vlachos) writes, "anti-orthodox." There are several important points to make in this regard.
4. Anti-Orthodox and Synodically Condemned as a Heresy
Firstly, as Metropolitan Hierotheos remarks, it may be that, in accepting the term "church" for the heterodox confessions, an important distinction was lost on the participating hierarchs. St. Gregory Palamas clearly defined this issue in the Synodical Tomos of the Ninth Ecumenical Council of 1351. He writes there: "it is one thing to use counterarguments in favor of piety and another thing to confess the faith." That is, one should use every argument in countering something, while confession should be brief and doctrinally precise. Hence, in this context, in council, for the sake of doctrinal precision the use of the term "church" for the heterodox is clearly inadmissible.
We can only hope, together with Metropolitan Hierotheos, that the hierarchs in Crete "were 'misled' by those who argued - without extensive references - that during the second millennium the Orthodox characterized heretical groups as Churches. The truth is that it wasn't until the 20th century that Western Christianity was characterized as a church, when Orthodox terminology and theology was differentiated from the terminology and theology of the past, especially with [and after] the 1920 Encyclical of the Ecumenical Patriarchate" "Unto the Churches of Christ Everywhere." One has only to recall that St. Gregory Palamas likened the Latin heresy akin to Arianism and the Latins as being obedient organs of the evil one.
The term Church is used not simply as a description or an image. Rather, it indicates the actual Body of our Lord Jesus Christ. The Church is identified with the very Theanthropic Body of Christ and because as Head He is one, His Body is one. As the Apostle Paul wrote:
"...and [He] gave him to be the head over all things to the church, which is his body, the fullness of him that filleth all in all" (Eph. 1:22-23)
"There is one body, and one Spirit, even as ye are called in one hope of your calling; One Lord, one faith, one baptism, One God and Father of all, who is above all, and through all, and in you all" (Eph. 4: 4-6).
Although it has been claimed that the offensive phrase referring to "churches," particularly in its last form, is consistent with Orthodox ecclesiology and the Apostle Paul, the truth is that it is, rather, consistent with the new, "inclusivist" ecclesiology. As Metropolitan Hierotheos stated: "while prima facie it seems harmless, it is anti-Orthodox."
Why "anti-Orthodox?" Firstly, it is impossible to speak of "simply" "accepting the historical name" of "other heterodox Christian Churches," for there is no name without existence, because otherwise an ecclesiological nominalism is expressed.
Secondly, far from hearkening back to the Apostle Paul, "the mouth of Christ," the phrase "the Orthodox Church accepts the historical name of other heterodox Christian Churches," when understood in context, reminds one of the invisible church theory of Calvin and Zwingli, what Vladimir Lossky called a "Nestorian ecclesiology." This ecclesiology supposes that the Church is split into invisible and visible parts, just as Nestorius imagined the divine and the human natures in Christ to be separated. Other heretical theories have sprung from this idea, such as the branch theory, baptismal theology and ecclesiological inclusiveness. This invisible church theory has actually already been rejected in council by the Orthodox Church.
The idea that a church can be characterized as heterodox (heretical) was condemned by the Councils of the 17th century on the occasion of the so-called "Confession of Loukaris," supposed to have been written or adopted by Kyrillos Loukaris, Patriarch of Constantinople. The condemned phrase was: "it is true and certain that the Church may sin and adopt falsehood instead of the truth." On the contrary, the Councils of the Church at the time condemned this faithlessness to Christ declaring that the Church cannot err.
This conciliar teaching is very important and must be stressed again in our day, for it comes to heal the delusion of those humanists in our midst who have lost faith in Christ and the continuation of the Incarnation. It is this faithlessness that lurks behind the unwillingness of many to embrace the "scandal of the particular," the scandal of the Incarnation, and to declare that the Church is One as Christ is One, and it is in a particular time and place, being the continuation of the Incarnation and the One, Holy, Catholic and Apostolic. This faithlessness amounts to an abandonment of orthodoxy as a pre-requisite of ecclesiality and it is not simply a crisis of convictions, but, as Fr. George Florovsky wrote some 60 years ago, it signals that people "have deserted Christ."
To be sure, the contemporary forms that the heresy of the "invisible church" theories take are a bit more nuanced than those in the 16th century, but not by much. Let us look again at the offensive phrase in context and we'll see the similarities more clearly. The text reads:
"In accordance with the ontological nature of the Church, her unity can never be perturbed. In spite of this, the Orthodox Church accepts the historical name of other Heterodox Christian Churches and Confessions that are not in communion with her, and believes that her relations with them should be based on the most speedy and objective clarification possible of the whole ecclesiological question, and most especially of their more general teachings on sacraments, grace, priesthood, and apostolic succession." (Paragraph 6)
It begins by stating that according to the ontological nature of the Church, unity cannot be disturbed. Here the invisible, united Church in the heavens is implied. This is the meaning of "ontological." This is immediately followed by, "but in spite of this..." and reference is made to the fractured, visible aspect of the Church, with the acceptance of other, "Heterodox Churches."
5. An Already Accepted Expression of the New Ecclesiology
This is not the first time this dichotomy of the ontologically united Church in heaven, outside of time, with the divided Church on earth, in time, has appeared among the Orthodox hierarchy. Here is how the Patriarch of Constantinople, Bartholomew, expressed it in the Holy Sepulchre in Jerusalem of 2014:
"The One, Holy Catholic and Apostolic Church, founded by the "Word in the beginning," by the one "truly with God," and the Word "truly God", according to the evangelist of love, unfortunately, during her engagement on earth, on account of the dominance of human weakness and of impermanence of the will of the human intellect, was divided in time. This brought about various conditions and groups, of which each claimed for itself "authenticity" and "truth." The Truth, however, is One, Christ, and the One Church founded by Him.
Both before and after the great Schism of 1054 between East and West, our Holy Orthodox Church made attempts to overcome the differences, which originated from the beginning and for the most part from factors outside of the environs of the Church. Unfortunately, the human element dominated, and through the accumulation of "theological," "practical," and "social" additions the Local Churches were led into division of the unity of the Faith, into isolation, which developed occasionally into hostile polemics."
The similarity with the invisible Church theory condemned by the Church and these words of the Patriarch are apparent in the sharp distinction of the ontologically united heavenly Church with the supposedly fragmented earthly Church. This mirrors the "Nestorian" division of the divine and human natures of the Body of Christ. This view is, however, not surprisingly, in harmony with the new ecclesiology propounded at the Second Vatican Council, which posits an earthly church with greater or lesser degrees of fullness[17] due to the so-called "tangles of human history."[18]
These views of the Church imply the identification of the Church with heresy, of the holy things with the fallen and worldly. With pain of heart the words of Saint Tarasios, Patriarch of Constantinople, to the Fathers of the Seventh Ecumenical Council, are brought to mind, when he rebuked the decisions of the iconoclasts' false-council of Hieria:
"O the derangement and distraction of these [men]. They did not separate between the profane and the holy, and as tavern-keepers mix wine with water they mixed the true word with the perverted, truth with falsehood, just as [as if they were] mixing poison with honey, to whom suitably does Christ our God address through the prophet: 'the priests set aside my law, and defiled my sanctuaries. They did not distinguish between the profane and the holy."
It should be clear, then, that the offensive text with its heretical ecclesiology must be rejected by the Church (by every Local Church separately and then in a future Council), and replaced, for it will undoubtedly be the source of a falling away from Orthodoxy.
There is still time to correct course and heal the wound already inflicted upon the Church. One practical solution, given by Metropolitan Hierotheos, which would help facilitate the restoration of Orthodoxy, is for a future council to correct the errors and to issue a new, orthodox document. There is both contemporary support for this (from the Patriarchates of Antioch, Serbia, Russia, Georgia, Bulgaria and even Romania) as well historical precedent (the meetings of the Ecumenical Councils extended for months and years, the Penthekte Council completed the 5th and 6th Councils and the Ninth Ecumenical Council was actually four separate councils).
Let us hope that bishops everywhere take immediate steps in this direction, for the matter is most urgent in those Local Churches which have accepted the text and Council.
3. The Aftermath and Implications of the "Council" of Crete
A. The Responses of the Local Churches
Let us now turn briefly to the aftermath of the council and the current state of things.
Firstly, among those who attended the Council, there were nearly 30 bishops who refused to sign its final document on the Heterodox and Ecumenism. Among those are the well-known bishops, Metropolitans Hierotheos (Vlachos) of Nafpaktou (Greece), Athanasius of Lemesou (Cyprus), Neophytos of Morphou (Cyprus), Amphilochios of Montenegro, (Serbia), and Irenei of Batskas (Serbia).
Bishop Irenei of Batskas in Serbia summarized the stance of many post-Council:
"Concerning the recently concluded, triumphantly yet not entirely persuasively, "Great and Holy Council" of our Church in Columbari of Crete: it is already not recognized as such by the Churches that were absent, indeed even characterized by them as a "gathering in Crete", and also disputed by most of the attending Orthodox hierarchs!"
The supporters and sympathizers of the Council call upon the example of the Second Ecumenical Council as precedent, as an example of a council at which some Local Churches were absent (namely Rome and Alexandria). What they do not say, however, is that the Second Ecumenical Council was not called as an Ecumenical or Pan-Orthodox Council to begin with, but rather as one of many Local Councils of the Eastern Empire and on account of the Orthodox decisions that were made it was later accepted by all of the Local Churches as Ecumenical.
In Crete we actually have the opposite: it was called as Pan-Orthodox and four Patriarchates refused to attend. Moreover, and most importantly, they also have refused to recognize it as a Council, even after the fact.
The Patriarchate of Antioch, in its June 27th decision of last year, stated that it considered the meeting in Crete as "a preliminary meeting towards the Pan-Orthodox Council," that it "refuses to assign a conciliar character to any Orthodox meeting that does not involve all of the Orthodox Autocephalous Churches," and, thus, that "the Church of Antioch refuses to accept that the meeting in Crete be called a “Great Orthodox Council” or a “Great and Holy Council.”
The Patriarchate of Moscow (in the July 15, 2016 decision of its Holy Synod) stated that "the Council which took place in Crete cannot be considered Pan-Orthodox, nor can the documents which it ratified constitute an expression of Pan-Orthodox consensus."
The Patriarchate of Bulgaria (in its decision dated November 15, 2016) stated in a gathering of the entire hierarchy that "the Council of Crete is neither great, nor holy, nor Pan-Orthodox. This is due to the non-participation of a number of Local autocephalous Churches, as well as the accepted organizational and theological mistakes. Careful study of the documents adopted at the Crete Council leads us to the conclusion that some of them contain discrepancies with Orthodox Church teaching, with the dogmatic and canonical Tradition of the Church, and with the spirit and letter of the Ecumenical and Local Councils. The documents adopted in Crete are to be subject to further theological consideration for the purpose of amending, editing and correcting, or replacing with other (new documents) in the spirit and Tradition of the Church."
The Patriarchate of Georgia met in December of last year and issued a final decision on the Council of Crete. In that it stated that it is not a Pan-Orthodox Council, that it abolished the principle of consensus and that its decisions are not obligatory for the Orthodox Church of Georgia. Furthermore, the documents issued by the Council of Crete do not reflect important critiques made by the Local Churches and they are in need of correction. A truly Great and Holy Council does need to be held and the Georgian Church is confident that it will take place in the future and it will make decisions by consensus, based on the teaching of the Orthodox Church. Towards this goal, the Holy Synod has formed a theological commission to examine the documents accepted in Crete and to prepare for a future Council which will be Pan-Orthodox.
The Patriarchate of Romania, which participated in the Council, later stated that "the texts can be explained, nuanced in part or further developed by a future Great and Holy Council of the Orthodox Church. However, their interpretation and the drafting of new texts on a variety of issues must not be made hastily or without Pan-Orthodox agreement, otherwise they must be delayed and perfected until agreement can be reached.
The Autocephalous Orthodox Church of Greece, while not cataphatically ruling in favor of the final decisions of the Council, has issued an encyclical representing it as an Orthodox Council. Many have concluded that this stance signals agreement, even though within the hierarchy there are bishops which have sharply rejected and condemned the "Council." This confusion has given rise to disgust on the part of the faithful.
B. The Post-Cretan Developments in Greece and Romania
Before I close, I believe it is also important to inform you of the latest developments with respect to the reception or rejection of the Cretan "Council" by the people of God.
There have been positive responses, especially among the official organs of the participating churches, which have take the form of lectures and small conferences on the significance of the "Council," sometimes involving the Heterodox. One can also observe a surprising dissatisfaction among supporters that the "Council" did not do enough or go far enough in recognition of the Heterodox or in terms of other "hot button" issues for, mainly, Orthodox academics in the West. No doubt there will be a continued effort to influence the faithful in favor of the "Council" - a hard task, given that most never felt the "Council" was at all relevant to them.
In spite of the official, positive reception given the "Council" in Greece and Romania, the overwhelming response among the people of God has been negative. The implications of the Cretan Council are far-reaching for many in those Local Churches which have accepted the Council. The response of many clergy, monastics and theologians to the favorable reception given to the Cretan "Council" by their hierarchy has ranged from written and verbal rejection by well-known theologians to the grave decision to cease commemoration of erring bishops by monastics and pastors.
The cessation of commemoration of the Patriarch of Constantinople which began on Mt. Athos in the Fall of last year, with perhaps 100 monastics participating, has now spread to many dioceses in the Church of Greece, as also Romania, where several monasteries and clergy ceased commemorating their bishops.
One of the most significant developments occurred just two weeks ago. The eminent Professor of Patrology Protopresbyter Theodore Zisis announced on the Sunday of Orthodoxy that he was ceasing commemoration of his bishop, the Metropolitan of Thessaloniki, Anthimos, due the latter's enthusiastic reception of the Cretan "Council" and its texts. Due to his stature and high profile (he was the teacher of many of the current hierarchs in Greece), this decision has influenced others and "shaken up" the ecclesiastical status quo in Greece. This path has been followed by four clergy on the island of Crete, three monasteries in the Diocese of Florina, clergy and monastics in the Dioceses of Thessaloniki, Cephalonia, Syros and Andros, and elsewhere.
In addition to this, just a few days ago Archimandrite Chrysostom, the Abbot of the Holy Monastery of the Life-Giving Spring in Paros, Greece (where the Holy Elder Philotheos Zervakos shone in the ascetic life) submitted to the Holy Synod of the Church of Greece an historic formal accusation of heresy against Patriarch Bartholomew. Abbot Chrysostom has petitioned the Holy Synod to recognize, repudiate and condemn the Patriarch's "eterodidaskalia" (heterodox teachings) as contrary to the right teaching of the One, Holy, Catholic and Apostolic Church of Christ.
He wrote to the Holy Synod:
"In submitting this letter to you, we place before the honorable Body of the Hierarchy of the Church of Greece the scandal caused to myself, our brotherhood, clergy, monks and countless laity, by the successive waves of heterodox teachings which have been expressed at various times by His Holiness, the Ecumenical Patriarch, Bartholomew, the pinnacle of which being [expressed at] the Holy and Great Council held in Kolympari of Crete."
The formal petition provides 12 examples of heterodox teaching issued by the Patriarch over several decades, as well as 9 relevant canons of the Church, and ends with a list of 13 bishops, 14 abbots, hieromonks and clergy, and 9 theologians which the abbot is suggesting be called as supportive witnesses before the Holy Synod when he will be formally called to defend his accusation.
Your Eminences, Graces and reverend fathers,
These and other, similar developments in the Ukraine, Moldavia and Romania serve to underscore the mounting pressure upon all the shepherds of the Church to respond patristically to the danger posed to the unity of the Church by the ill-planned and executed, and finally, anti-Orthodox, Cretan "Council."
Church history clearly instructs us that this priceless unity in Christ exists and flourishes only when all are of "one mind" and confess the same faith in the One Church. Moreover, recent history also teaches us that accommodation of, or indifference to, a new, innovative ecclesiology, such as that expressed in word and deed in Crete, is not an option and will only lead to further polarization and shipwrecks on both the left and the right of the Royal Path. It is in such rocky spiritual seas as these that the skill of the spiritual leader is tested and confirmed, showing that he not only knows Truth but is also skilled in the WAY by which all can arrive at it safely.
By God's providence, the Russian Orthodox Church Abroad continues to occupy a unique place in the Orthodox Church from which it can speak freely and even prophetically the word of Truth - "a word" which unites the faithful, healing old schisms and averting new ones. The Church Catholic has need of it now in these trying times.
Through the prayers of our holy fathers, and especially the holy new martyrs and confessors, and by the wise pastoral guidance of our chief Shepherds, may we all continue in the saving confession of faith in the One Church, which is the continuation of the Incarnation - to the up-building of the Church and salvation of the world!
I thank you all for your attention and graciousness in listening to me today and I wish you all a bright and radiant Pascha!
SELECT BIBLIOGRAPHY
Γκοτσόπουλος, Ἀναστάσιος, Πρωτοπρεσβύτερος, «Πῶς δαὖθις Ἁγία καί Μεγάλη, ἣν οὔτε…, οὔτε…, οὔτε…;» 10 Δεκεμβρίου 2016
Metropolitan Hierotheos of Nafpaktos and St. Vlassios, Intervention and Text in the Hierarchy of the Church of Greece (November 2016) regarding the Cretan Council: https://orthodoxethos.com/post/intervention-and-text-in-the-hierarchy-of-the-church-of-greece-november-2016-regarding-the-cretan-council.
Notes:
[1] Metropolitan Hierotheos (Vlachos), Intervention and Text in the Hierarchy of the Church of Greece (November 2016 Regarding the Cretan Council: https://orthodoxethos.com/post/intervention-and-text-in-the-hierarchy-of-the-church-of-greece-november-2016-regarding-the-cretan-council.
[2] This is but one of several alarming ecclesiological innovations introduced in Crete, superseded in gravity only by the acceptance of the self-contradictory "heterodox Churches." It was, however, the former - the sundering of conciliarity - which made possible the latter - the acceptance of the incongruity (if not monstrosity) that is "heterodox Churches." This is true in more than one way. If all of the bishops had had a vote, and not only the Primates, it is unlikely the offending text on the Heterodox would have been accepted. However, it is also the case that if the Archbishop of Athens had respected the the clear, conciliar mandate given him by his hierarchy, which voted unanimously to refuse to accept the term "church" for the heterodox, he would not have accepted the specious and ill-advised "correction."
[3] See: From the Second Vatican Council (1965) to the Pan-Orthodox Council (2016): Signposts on the Way to Crete: https://orthodoxethos.com/post/from-the-second-vatican-council-1965-to-the-pan-orthodox-council-2016-signposts-on-the-way-to-crete.
[4] In an article dating back from when Ecumenical Patriarch Bartholomew was still a Metropolitan, in the journal The National Catholic Reporter, the Patriarch said the following, revealing his intentions for the Pan-Orthodox Council: “Our aims are the same an John's (Pope John XXIII): to update the Church and promote Christian unity... The Council will also signify the opening of the Orthodox Church to non-Christian religions, to humanity as a whole. This means a new attitude toward Islam, toward Buddhism, toward contemporary culture, toward aspirations for brotherhood free from racial discrimination...in other words, it will mark the end of twelve centuries of isolation of the Orthodox Church.” See: “Council Coming for Orthodox", interview by Desmond O'Grady, The National Catholic Reporter, in the January 21, 1977 edition. See also:http://orthodoxinfo.com/ecumenism/towards.aspx.
[5] In the texts of the Second Vatican Council matters are slightly better. In Lumen Gentium the devil is referred to four times, although in Unitatis Redintegratio he is not mentioned.
[6] The only exception to this latter case, is when the ecclesiological heresy of phyletism is mentioned in the Encyclical of the Primates, which is also quite indicative of the priorities of the meeting.
[7] See: J. S. Romanides, “The Ecclesiology of St. Ignatius of Antioch,” The Greek Orthodox Theological Review 7:1 and 2 (1961–62), 53–77.
[8] http://orthodoxinfo.com/ecumenism/encyc_1848.aspx.
[11] This section of my lecture is based extensively upon the excellent research and writing done by Fr. Anastasios Gotsopoulos, Rector of the Church of St. Nicholas in the Diocese of Patra, Greece, with his permission.
[12] Due to its importance and the nature of the subject matter, an analysis of this text will be undertaken in a separate paper.
[13] See: http://www.pravoslavie.ru/english/90489.htm.
[14] My analysis will follow and be largely based upon that of Metropolitan Hierotheos (Vlachos) of Nafpaktou, Greece.
[15] Συνοδικἀ, ΙΧ, σ. 107, Γραμματεία Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου 16-28 Ιουλίου 1971, έκδ. Ορθόδοξο Κέντρο Οικουμενικού Πατριαρχείου Chambesy Γενεύης 1973, σ. 143, και Γραμματεία Προπαρα-σκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Προς την Μεγάλην Σύνοδον, 1, Εισηγήσεις, της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστική Επιτροπή επί των εξ θεμάτων του πρώτου σταδίου, έκδ. Ορθόδοξο Κέντρο Οικουμενικού Πατριαρχείου Chambesy Γενεύης 1971, σ. 63.
[16] Translator’s note: The official English version says “non-Orthodox” while the original Greek version says “Heterodox."
[17] "One can think of the universal Church as a communion, at various levels of fullness, of bodies that are more or less fully churches. . . . It is a real communion, realized at various degrees of density or fullness, of bodies, all of which, though some more fully than others, have a truly ecclesial character" (Francis A. Sullivan, S.J., “The Significance of the Vatican II Declaration that the Church of Christ ‘Subsists in’ the Roman Catholic Church,” in René Latourelle, ed., Vatican II: Assessment and Perspectives, Twenty-five Years After (1962–1987) (New York: Paulist Press, 1989), 283).
[18] 267. Joseph Ratzinger, “The Ecclesiology of Vatican II,” a talk given at the Pastoral Congress of the Diocese of Aversa (Italy), Sept. 15, 2001, http://www.ewtn.com/library/CURIA/CDFECCV2.HTM.