Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2017

Ἡ στάση τῶν λαϊκῶν ἔναντι αἱρετιζόντων Ἐπισκόπων, κατά τήν ἀκαδημαϊκή θεολογία

Αποτέλεσμα εικόνας για ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ
 
τοῦ Μοναχοῦ Σεραφείμ

Οἱ πρόσφατες ἐξελίξεις στήν κατά τήν οἰκουμένη Ἐκκλησία, ἐξ αἰτίας τῆς κακοδόξου Συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου, ὁποία ἐμπέδωσε τά δόγματα τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀναδεικνύουν καί πάλι τό θέμα τῆς συμμετοχῆς τῶν λαϊκῶν Χριστιανῶν στήν προάσπιση τῶν ὑγιῶν ἐκκλησιαστικῶν δογμάτων. Τό θέμα εἶναι βεβαίως εὐρύτατο, καί ἡ πλήρης ἀνάπτυξή του ἀπαιτεῖ λιπαρή γνώση τῆς Ἐκκλησιολογίας, τῆς Ἱστορίας τῶν Δογμάτων, τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας ἐν γένει, καθώς καί τῆς Πατερικῆς Θεολογίας. Ἐδῶ ἐπιχειροῦμε μιά πρώτη ἁπλῆ προσέγγιση.
Πολλοί ἐκ τῶν ἁμαρτησάντων Ἐπισκόπων, ἀλλά καί ὅσοι «οὐ μόνον αὐτά ποιοῦσιν, ἀλλά καί συνευδοκοῦσι τοῖς πράσσουσιν»[1], ἀναγκαστικῶς προσφεύγουν στό (ἀναμφισβήτητα μοναδικῆς σημασίας) κῦρος τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος, γιά νά δικαιολογήσουν τά ἀδικαιολόγητα· ὑπαινίσσονται μάλιστα καί κάποιου εἴδους «ἀλάθητον» γιά τόν ἑαυτό τους καί τίς Συνόδους πού συγκροτοῦν. Ἐδῶ θά μποροῦσε κάποιος νά ὑπενθυμίσει, ὅτι καί στόν Παπισμό γενεσιουργός αἰτία πολλῶν ἐπί μέρους αἱρέσεων καί ἄλλων συμφορῶν ὑπῆρξε τό δόγμα τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα: ποιός μπορεῖ νά ἀντισταθῆ ἐπαρκῶς στά αἱρετικά φρονήματα ἑνός θρησκευτικοῦ πλανητάρχη, ἐπί αἰῶνες ἐπενδεδυμένου μέ κοσμική ἐξουσία ἀλλά καί μία ... «θεϊκή» αἴγλη «ἀλαθήτων» ἐμπνεύσεων (ὁ ὁποῖος κάποτε, πρίν ξεπέσει, ὑπῆρχε Ὀρθόδοξος Πατριάρχης τῆς Ἰταλικῆς Ρώμης);
Στήν ἴδια τήν Σύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου αὐτός ὁ μή ὑγιής «ἐπισκοπο-κεντρισμός», ὁ ὁποῖος στοχεύει στό νά στερήσει ἀπό τούς ἁπλούς πιστούς, ἀπό τούς λαϊκούς Χριστιανούς, τό δικαίωμα νά κρίνουν τά σχετικά μέ τήν Ὀρθοδοξία, βρῆκε τήν ἔκφρασή του στήν παράγραφο §22 τοῦ 6ου Κειμένου, τοῦ τιτλοφορουμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον» · ἐκεῖ γράφεται ὅτι «...ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπετέλει τήν ἀνωτάτην αὐθεντίαν ἐπί θεμάτων πίστεως καί κανονικῶν διατάξεων (κανών 6 τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου)» [2]. Ὅπως συνάγεται ἀπό τήν μαρτυρία τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος προσπάθησε νά μετριάσει αὐτόν τόν «ἐπισκοπο-μονισμό» (τήν ἀπόδοση ἐκκλησιολογικοῦ βάρους ἀποκλειστικῶς στούς Ἐπισκόπους), μέ τήν ἀπάλειψη ἀπό τήν ὡς ἄνω φράση τῆς λέξεως «μόνον», καθώς καί μέ τήν προσθήκη τῶν Κανόνων 14ου καί 15ου τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861), ὁ ὁποῖοι προσδιορίζουν τίς προϋποθέσεις τῆς ἀντιδράσεως τῶν πιστῶν στούς Ἐπισκόπους· ὅμως ἡ πρότασή της δυστυχῶς ἀπορρίφθηκε[3].
Γιά νά φανεῖ πώς καί στό σημεῖο αὐτό ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου ἐξέπεσε ὄχι μόνον ἀπό τήν ἁγιοπατερική διαχρονική ὁμοφωνία, ἀλλά καί ἀπό τήν πρόσφατη ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογική γραμμή, τήν ἐντός τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, ὑπενθυμίζουμε ὅτι πρό τριάκοντα ἕξι ἐτῶν (1981) στόν διάλογο μέ τούς Παλαιοκαθολικούς (οἱ ὁποῖοι ἀποσκίρτησαν ἀπό τήν Ρώμη στίς δεκαετίες 1870-1880, ἐπειδή δέν δέχονταν τό ἀλάθητο καί τήν  λοιπή μοναρχία τοῦ Πάπα), εἶχαν προκριθῆ ἄλλες ἐκκλησιολογικές σταθερές. Στό κοινό κείμενο Ὀρθοδόξων καί Παλαιοκαθολικῶν τοῦ 1981 δηλωνόταν ὅτι ἀνωτάτη αὐθεντία στήν Ἐκκλησία εἶναι ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος (καί ὄχι γενικῶς «τό Συνοδικόν Σύστημα»), καί μέ τήν δικλίδα, ὅτι πρέπει ἡ ἀπόφαση μιᾶς Γενικῆς Συνόδου νά συμφωνεῖ μέ τό φρόνημα τῆς ὅλης Ἐκκλησίας, ὥστε νά χαρακτηρίζεται Οἰκουμενική[4]. Τώρα, στό Κολυμπάρι, οἱ προϋποθέσεις αὐτές ἐπίτηδες ἐξαλείφθηκαν, πρός δόξαν τῶν δικῶν μας, τῶν ἀνατολικῶν, «μοναρχῶν» καί προεστώτων τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὥστε νά φιμωθῆ ἡ ἀντίδραση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος καί νά ἐπαρκέσουν οἱ ἀποφάσεις τῶν «ὑψηλά ἱσταμένων (καί δῆθεν ἀλαθήτων)».
Ὁ γράφων δέν προσδοκᾶ ὅτι τό ἄρθρο θά πείσει κάποιον ἀπό τούς συγκεκριμένους αἱρετίζοντες Ἐπισκόπους νά ἐνωτίζονται τήν φωνή τοῦ δικαίως ἀντιδρῶντος Ποιμνίου τους· διότι δυστυχῶς «εἰ Μωϋσέως καί τῶν Προφητῶν οὐκ ἀκούουσι» (καί τῶν θεοπνεύστων Κανόνων καί Ἁγίων Πατέρων ... ), «οὐδ’ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται» [5]. Παραθέτουμε λοιπόν, χάριν τῶν πιστῶν, τίς διαπιστώσεις παλαιοτέρων ἀκαδημαϊκῶν ἐπιστημόνων γιά τό δικαίωμα καί τήν ὑποχρέωση τῶν ἁπλῶν πιστῶν νά ἀγωνίζονται ὑπέρ τῆς διαφυλάξεως τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ἀκόμη καί ἐναντίον Πατριαρχῶν καί Συνόδων. Δέν ἀσχολούμεθα μέ τό θέμα σφαιρικῶς, ὅπως ἔχει γίνει μέ ἐπάρκεια σέ ἄλλες μελέτες[6], ἀλλά μόνον μέ τήν πανεπιστημιακή θεολογία καί ἱστοριογραφία, ὥστε νά ἀπογυμνωθῆ - καί μόνον μέ βάση τά νεώτερα κείμενα - ἡ ἀδιαφορία ἤ ἡ ἀμάθεια ἤ ἡ πονηρία τῶν αἱρετιζόντων στήν ἐπιχειρούμενη ἀλλοίωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μας φρονήματος καί τῆς συμπαγοῦς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας.
Εὐχόμεθα σέ ὅσους Ἐπισκόπους συναίνεσαν διά τῆς ψήφου ἤ ἔστω τοῦ λόγου τους στίς αἱρέσεις τοῦ Κολυμπαρίου μέ διαφόρους τρόπους, νά μετανοήσουν εἰλικρινῶς. Καί ὁ ἅγιος Ἰουβενάλιος, Ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων, στή λῃστρική Σύνοδο τῆς Ἐφέσου (τήν «ἐν Ἐφέσῳ Δευτέραν») τοῦ ἔτους 449 συντάχθηκε μέ τούς εὐτυχιανούς Μονοφυσῖτες ἐναντίον τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ ἁγίου Φλαβιανοῦ Κωνσταντινουπόλεως, μετέπειτα φονευθέντος, ἀλλά στήν ἀκολουθήσασα Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος τοῦ 451, δύο ἔτη ἀργότερα, ἔλαβε τό μέρος τῶν Ὀρθοδόξων (καί τελικῶς ἁγίασε).
Ὁ Πρωτοπρεσβύτερος Καθηγητής π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ (1893-1979)
Ὁ ρωσικῆς καταγωγῆς Πρωτοπρεσβύτερος καί Καθηγητής (στίς Θεολογικές Σχολές Ἁγίου Σεργίου Παρισίων, St. Vladimirs, Holy Cross καί τά Πανεπιστήμια Harvard καί Princeton τῶν ΗΠΑ) [7] π. Γεώργιος Φλωρόφκσυ, ὑπῆρξε ἀπό τούς θεολόγους πού σφράγισαν μέ τήν διδασκαλία τους τόν 20ό αἰῶνα καί τό μέλλον τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἰδίως τήν ἐπάνοδό της στό φρόνημα τῶν Ἁγίων Πατέρων[8]. Διδάσκαλος τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου, μετέπειτα ἐπίσης Καθηγητοῦ, π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ ὑπῆρξε παρά ταῦτα κάποτε, παρασυρθείς κατά τήν πρώιμη θεολογική πορεία του, καί σοβαρός ὑποστηρικτής μιᾶς «εὐρείας» («περιεκτικῆς») ἐκκλησιολογίας[9]. Κάποια ἐκκλησιολογικά ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο του «Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοση» εἶναι ἰδιαιτέρως σημαντικά γιά τό θέμα μας καί τά παραθέτουμε ἐν ἐκτάσει:
«Ὁλόκληρον τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἔχει τό δικαίωμα νά ἐπαληθεύῃ, καί μάλιστα τό δικαίωμα ἤ μᾶλλον τό καθῆκον νά ἐπιβεβαιώνῃ. Κατ’ αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἔννοιαν οἱ Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς ἔγραψαν εἰς τήν γνωστήν Ἐγκύκλιον ἐπιστολήν τοῦ 1848 ὅτι «ὁ λαός ὁ ἴδιος ὑπῆρξεν ὁ ὑπερασπιστής τῆς Θρησκείας». Ἀκόμη δέ ἐνωρίτερον ὁ μητροπολίτης Φιλάρετος εἶπε τό ἴδιον πρᾶγμα εἰς τήν «Κατηχητικήν» του [...]»[10].
« πεποίθησις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὅτι «φύλαξ» τῆς Παραδόσεως καί τῆς εὐλαβείας εἶναι «ὅλος λαός», δηλαδή, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, οὐδόλως μειώνει περιορίζει τό δικαίωμα τῆς διδασκαλίας πού ἐχορηγήθη εἰς τήν Ἱεραρχίαν [...] Οἱ ἱεράρχαι ἔλαβον τό δικαίωμα νά διδάσκουν ὄχι ἀπό τόν πιστόν λαόν, ἀλλ’ ἀπό τόν Μέγα Ἱερέα, τόν Ἰησοῦν Χριστόν μέ τό μυστήριον τῆς χειροτονίας. Ἀλλ’ ἡ διδασκαλία αὐτή εὑρίσκει τά ὅριά της εἰς τήν ἔκφρασιν τῆς ὅλης Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νά μαρτυρήση εἰς αὐτήν τήν ἐμπειρίαν, πού ἀποτελεῖ ἀνεξάντλητον ἐμπειρίαν καί πνευματικόν ὅραμα. Ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας (episcopus in ecclesia) πρέπει νά εἶναι διδάσκαλος. Μόνον ὁ ἐπίσκοπος ἔχει λάβει πλήρη ἐξουσίαν καί ἐξουσιοδότησιν  διά νά ὁμιλῆ ἐν ὀνόματι τοῦ ποιμνίου του. Τό ποίμνιον λαμβάνει τό δικαίωμα νά ὁμιλῆ διά τοῦ ἐπισκόπου. Διά νά κάμη ὅμως αὐτό ὁ ἐπίσκοπος πρέπει νά κλείση μέσα του τήν Ἐκκλησίαν, πρέπει νά φανερώση τήν ἐμπειρίαν καί τήν πίστιν του. Πρέπει νά ὁμιλῆ ὄχι ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἀλλ’ ἐν ὀνόματι τῆς Ἐκκλησίας, ex consensu ecclesiae. Τοῦτο εὑρίσκεται εἰς πλήρη ἀντίθεσιν μέ τήν φόρμουλαν τοῦ Βατικανοῦ: ex sese, non autem ex consensus ecclesiae» [11].
«Τό πλῆρες δικαίωμα νά διδάσκη δέν τό ἀντλεῖ ὁ ἐπίσκοπος ἀπό τό ποίμνιόν του, ἀλλ’ ἀπό τόν Χριστόν, διά τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Τοῦ ἔχει ὅμως δοθῆ πλήρης ἐξουσία νά μαρτυρῆ περί τῆς καθολικῆς ἐμπειρίας τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἐπίσκοπος περιορίζεται ἀπό αὐτήν τήν ἐμπειρίαν καί ἑπομένως εἰς θέματα πίστεως ὁ λαός πρέπει νά κρίνη σχετικῶς μέ τήν διδασκαλίαν του. Τό καθῆκον τῆς ὑπακοῆς παύει ὅταν ὁ ἐπίσκοπος παρεκκλίνη ἀπό τόν καθολικόν κανόνα καί ὁ λαός ἔχει τό δικαίωμα νά τόν κατηγορήση ἀκόμη δέ καί νά τόν καθαιρέση» [12].
Ἀπό τήν σπουδαία τοποθέτηση τοῦ μακαριστοῦ Καθηγητοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, μολονότι τήν παραθέσαμε ἀποσπασματικῶς, σημειώνουμε τά ἑξῆς στοιχεῖα: (1) ὁ Ἐπίσκοπος μόνος ἔχει πλῆρες τό δικαίωμα τῆς διδαχῆς στήν Ἐκκλησία· (2) τό δικαίωμα αὐτό τό λαμβάνει ὄχι ἀπό τόν λαό, ἀλλά ἀπό τόν Χριστό μέσῳ τῆς ἱερᾶς Χειροτονίας καί τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς (ἀποφυγή λαϊκισμοῦ, «σοσιαλιστικοποιήσεως» τῆς Ἐκκλησίας)· (3) ὁ Ἐπίσκοπος δέν ὁμιλεῖ αφ’ ἑαυτοῦ, ἀλλ’ ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας του, διδάσκει ὡς στόμα τῆς διαχρονικῆς ἐμπειρίας καί τῆς Πίστεως τοῦ ποιμνίου του· (4) συνεπῶς περιορίζεται ἡ διδαχή τοῦ ἐπισκόπου στά ὅρια τῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας, στόν «καθολικό κανόνα», διότι καί ὁ λαός ἔχει τό δικαίωμα νά ἐκφράζει τήν Πίστη καί ἐμπειρία του ἀναλλοίωτα, μέσῳ τοῦ στόματος τοῦ Ἐπισκόπου· (5) ὁ λαός ἔχοντας τό δικαίωμα νά ἐφράζεται μέσῳ τοῦ Ἐπισκόπου, ἔχει καί τό συνοδικῶς δεδομένο καθῆκον νά ἐπιβεβαιώνει ἤ ἀπορρίπτει, ὡς φύλαξ τῆς Πίστεως, ὅσα ὁ Ἐπίσκοπος διδάσκει· τέλος (6) ὅταν ὁ ἐπίσκοπος ἀποκλίνει ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἀλήθεια, ὁ λαός ἔχει τό δικαίωμα τῆς ἀνυπακοῆς στόν Ἐπίσκοπό του, καθώς καί τῆς ἐπικρίσεως καί καθαιρέσεώς του («ἀκουέτω ταῦτα καί ... βασιλεύς», θά μπορούσαμε νά προσθέσουμε[13]) !
Ὁ Βυζαντινολόγος Σέρ Στίβεν Ράνσιμαν (1903 - 2000)
            Ὁ σπουδαῖος ἱστορικός καί Καθηγητής (καί στεφθείς Ἱππότης, “Sir”, τό 1958) Steven Runciman, εἶναι ἕνας ἀπό τούς πλέον ἐπιφανεῖς ἱστορικούς τῆς «Βυζαντινῆς» Ἱστορίας, τῆς Ρωμηοσύνης μας. Στήν Ἑλλάδα μᾶς ἔγινε ἰδιαιτέρως ἀγαπητός χάρις στήν πασίγνωστη πρόβλεψή του, ὅτι ὁ 21ος αἰώνας θά εἶναι ὁ αἰώνας τῆς Ὀρθοδοξίας[14]. Ἄλλωστε ἡ ἀγάπη του γιά τήν Πατρίδα μας ἔχει ἐκδηλωθῆ πολλάκις μέ πολλούς τρόπους· ὁ Σέρ Στίβεν Ράνσιμαν ἦταν οὐσιαστικῶς «ὁ ἄνθρωπος πού κατάφερε σέ μεγάλο βαθμό νά ἀπαλλάξει τήν εἰκόνα τοῦ Βυζαντίου ἀπό τό στίγμα, πού τήν ἐννοοῦσε ὡς περίοδο παρακμῆς, διαφθορᾶς καί δολοπλοκίας [...] ἐνῶ καί ἡ Ἑλλάδα τοῦ ἀναγνωρίζει τή συμβολή του στή μετάδοση μιᾶς εἰκόνας θετικής γιά τήν, ἀπό πολλούς παραγνωρισμένη, περίοδο τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας» [15]. Στό ἔργο του «Ἡ Βυζαντινή Θεοκρατία» ὁ Ράνσιμαν σημειώνει τά ἑξῆς ἐνδιαφέροντα:
«Ὁ Αὐτοκράτορας, ἀπό τήν ἴδια τή φύση τῆς θέσεώς του, ἦταν ὑποχρεωμένος νά εἶναι κατά κάποιο τρόπο ἕνα ἀπομακρυσμένο πρόσωπο. Ὁ Ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ ἔπρεπε νά γνωρίζει τή θέση του, μιά θέση πολύ τιμημένη [...] Τό ἴδιο κι ὁ Πατριάρχης, ἄν καί δέν ἀπολάμβανε τό ἴδιο ἀκριβῶς μυστικό γόητρο, ἔπρεπε νά συμπεριφέρεται ὡς ἕνα ἀξιοσέβαστο πρόσωπο. Ὁ σεβασμός γιά τή θεϊκή ἐξουσία τοῦ Αὐτοκράτορα ἤ τοῦ Πατριάρχη δέν ἐμπόδιζε τούς Βυζαντινούς νά ξεσηκώνονται σέ ἐπανάσταση ἐναντίον ἑνός ἀνθρώπου πού τόν θεωροῦσαν ἀνάξιο γιά μιά τέτοια θέση. Ἡ ἐπανάστασή τους ὅμως στρεφόταν ἐναντίον μιᾶς ἀνθρώπινης ὕπαρξης κι ὄχι ἐναντίον τοῦ ἱεροῦ της ρόλου. Στήν πραγματικότητα ἐπαναστατοῦσαν γιά νά φυλάξουν τήν αὐθεντικότητα τοῦ ρόλου της» [16].
Ἡ μαρτυρία αὐτή τοῦ Σέρ Στίβεν Ράνσιμαν ἐπιβεβαιώνει, ὅτι «οἱ Βυζαντινοί» (καλύτερα, ὅμως, «οἱ Ρωμηοί»): (1) ἀπέδιδαν σεβασμό στόν ἐπισκοπικό (ὅπως καί τόν αὐτοκρατορικό) θεσμό, ἐπειδή εἶχε ἱερό κῦρος, ἀποτελοῦσε θεϊκή ἐξουσία· (2) τό ἱερό αὐτό κῦρος τῶν δύο θεσμῶν τῆς Βασιλείας καί τῆς Ἱερωσύνης ὑποχρέωνε τά πρόσωπα-φορεῖς τους νά συμπεριφέρονται ἀναλόγως· (3) ὁ ἴδιος ὁ σεβασμός αὐτός τοῦ λαοῦ πρός τούς δύο ἱερούς θεσμούς ὁδηγοῦσε καί στήν ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ ἐπανάσταση καί ἀνατροπή ἐναντίον προσώπων (Βασιλέως καί Πατριάρχου) πού ἦταν ἀνάξια γιά τήν ἱερότητα τῶν θεσμῶν τούς ὁποίους ὑπηρετοῦσαν.
Ὁ Καθηγητής Παναγιώτης Τρεμπέλας (1886 - 1977)
Ὁ Καθηγητής Παναγιώτης Τρεμπέλας, ἀπό τά ἱδρυτικά καί ἡγετικά στελέχη τῶν Ἀδελφοτήτων Θεολόγων «Ζωή» (1907) καί «Ὁ Σωτήρ» (1960), ὑπῆρξε σαφέστατα ἀσυνήθης μορφή στήν νεωτέρα Ἑλληνική Θεολογία, διακεκριμένος καί ἀκαταπόνητος ἑρμηνευτής, δογματολόγος, λειτουργιολόγος, ἀπολογητής καί ἱεροκῆρυξ. Εὐρέως γνωστός ἐπίσης στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν πληθύ καί τήν ὑψηλή ποιότητα τῶν συγγραμμάτων του, τά ὁποῖα καλύπτουν μέγα εὖρος πρακτικῶν ἀναγκῶν τοῦ ποιμνίου καί τῶν ἀπαιτήσεων τῶν κατηχητῶν καί τῶν θεολόγων, συνεισέφερε ἐξ ἴσου καί στήν ἀκαδημαϊκή θεολογία στά πεδία τά ὁποῖα ὑπηρέτησε[17].
Ἡ διδασκαλία τοῦ Καθηγητοῦ Τρεμπέλα σήμερα ὑποτιμᾶται ἀπό τό μετα-πατερικό θεολογικό κατεστημένο, ὄχι κατ΄ οὐσίαν λόγῳ τῆς ἐμμέσου διαμφισβητήσεως ἀπό τόν Τρεμπέλα στοιχείων τῆς πατερικῆς ἡσυχαστικῆς καί παλαμικῆς θεολογίας (ἕνα σημαντικό[18], ὄχι πάντως καθοριστικό, λάθος του) [19], ἀλλά διότι ἡ συστηματική ἔκθεση ἀπό τόν μακαριστό Τρεμπέλα τῶν δογμάτων τῆς Πίστεως, ὡς ἐπίσης καί οἱ ἀπολογητικές του συγγραφές κατά τῶν ποικίλων αἱρετικῶν ρευμάτων καί ἀνατρεπτικῶν τάσεων τοῦ μοντερνισμοῦ, ἀποτελοῦν σιωπηλή τροχοπέδη στήν προσπάθεια τῶν καινοτόμων αἱρετικῶν οἰκουμενιστῶν καί νεο-αριστερῶν θεολόγων, νά προωθήσουν τήν δική τους «σύνθεση», μιά «σούπα» δογματικοῦ σχετικισμοῦ καί γενικῆς θεολογικῆς ρευστότητος. Ἔτσι ὁ Τρεμπέλας κατηγορεῖται ὡς «σχολαστικιστής», διότι ἁπλῶς καί μόνον δέν «φιλοσοφοῦσε» μέ ἐλευθεριάζουσα τήν διάνοια, ἀδέσμευτη ἀπό τά δόγματα καί τίς ἱερές παραδόσεις, κατά τό παράδειγμα λίγων συγχρόνων του καί πολλῶν μεταγενεστέρων (ὅπως ἦταν, θά λέγαμε, ὁ τρομερός ἀλλά καί «αἱρετικός» νοῦς, ὁ Καθηγητής κυρός Νίκος Ματσούκας).
Ὁ ἴδιος ὁ π. Ἰωάννης ὁ Ρωμανίδης, ἡ θεολογία τοῦ ὁποίου  ὑπῆρξε πολεμούμενο σημεῖο ἀναφορᾶς, ἀλλά καί κομβικό σημεῖο (ἐπι)στροφῆς στήν μόνη ἀληθῶς ἐκκλησιαστική, τήν νηπτική καί ἡσυχαστική, θεολογία, γράφει περί τοῦ Π. Τρεμπέλα, καί παρά τούς θεολογικούς διαξιφισμούς του μέ τόν ἴδιο τόν πολιό Καθηγητή: «Ἐξ ἴσου ἀπαραίτητος εἶναι ἡ μελέτη τῆς Δογματικῆς τοῦ κορυφαίου Δογματικοῦ καί καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ἀειμνήστου Παναγιώτου Τρεμπέλα, ὅστις ἐπίσης ἠκολούθησε γραμμήν ἐπανόδου τῆς νεωτέρας Ὀρθοδόξου Θεολογίας εἰς τήν Πατερικήν Παράδοσιν»· γιά τόν λόγο αὐτό καί τά ἑρμηνευτικά κείμενα τοῦ Π. Τρεμπέλα μποροῦν νά χρησιμοποιηθοῦν «ὡς γέφυρα πρός τά ἑρμηνευτικά μνημεῖα τῶν Πατέρων» [20]. Εἶναι σαφές, ὅτι ὁ μακαριστός Καθηγητής καί ἡγέτης τῆς Ἀδελφότητος τοῦ «Σωτῆρος» κατατάσσεται στό μέτωπο τῶν ἀγωνιζομένων ὑπέρ τῆς πατερικῆς Παραδόσεως[21].
Παραθέτουμε (σέ μεταφορά στή νεοελληνική) σχετικό μέ τό θέμα μας ἐκκλησιολογικό ἀπόσπασμα ἀπό τήν Δογματική του: «Ἐξηγεῖται λοιπόν πλήρως ἡ τέτοιου εἴδους ἰσχύς τῆς λαϊκῆς ἀναγνωρίσεως, ὅταν ληφθῆ ὑπ΄ ὄψιν, ὅτι οἱ ἀποφάνσεις καί διατυπώσεις τῶν ἱερῶν Συνόδων ὡς πρός τήν χριστιανική ἀλήθεια, γίνονται, ὅπως εἴπαμε, σύμφωνα μέ τήν ἔγγραφη καί ἄγραφη ἀποστολική παράδοση, ἡ ὁποία δέν ἀποτελεῖ κάποια νεκρή καί θεωρητική γνώση, ἀλλά ζωντανό φρόνημα παντός τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο μαρτυρεῖται καί ἀποτελεῖται ἀπό τήν ζωντανή πίστη ὅλων τῶν μελῶν Της. Ὁ θησαυρός τῆς πίστεως, δηλαδή, πού περιέχεται στήν Ἁγία Γραφή καί τήν ἀποστολική παράδοση γενικῶς, πρέπει νά εἶναι κτῆμα κάθε Χριστιανοῦ καί νά βιώνεται στή ζωή του. Συνεπῶς καί οἱ ἀποφάνσεις τῶν ἱερῶν Συνόδων πού σχετίζονται μέ τόν θησαυρό αὐτό, καί πού λαμβάνονται λόγῳ τῶν ἀμφισβητήσεων τῆς ζωοπαρόχου ἀληθείας ἐκ μέρους τῶν αἱρετικῶν, καί οἱ ὁποῖες [ἀμφισβητήσεις] παρακολουθοῦνται μέ ἀδιάπτωτο ἐνδιαφέρον ἀπό τά ζῶντα μέλη τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἀδύνατον νά συναντοῦν ἀδιαφορία  στούς πιστούς, ἐφ΄ ὅσον αὐτοί δέν εἶναι νεκροί [πνευματικῶς, ἐν.].  Ἔτσι ἡ κρίση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος ἐπί τῶν συνοδικῶν ἀποφάνσεων ἐμφανίζεται αὐθόρμητη, κάποιες φορές δέ καί ἀσυγκράτητη, ἀλλά ἐκδηλώνει συγχρόνως καί τό καθολικό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο βέβαια οὐδέποτε ἔπαυσε νά μαρτυρεῖται καί νά κηρύττεται ἀπό Αὐτήν» [22].
Τά συμπεράσματα τοῦ καθηγητοῦ συμπυκνώνονται στά ἑξῆς: (1) ὁ θησαυρός τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Πίστεως δέν εἶναι νεκρό γράμμα διανοητικῆς θεωρίας καί γνώσεως, ἀλλά βίωμα καί φρόνημα ὅλων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας· (2) ὡς ἐκ τούτου ἡ ἀμφισβήτηση τῆς ἀληθείας ἀπό τούς αἱρετικούς προξενεῖ τίς ἱερές Συνόδους καί παρακολουθεῖται καθηκόντως μέ ἐνδιαφέρον ἀπό τά πνευματικῶς ζωντανά (καί ὄχι τά νεκρά) μέλη τῆς Ἐκκλησίας· (3) ἡ αὐθόρμητη (καί ἐνδεχομένως δυναμική) ἀντίσταση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος σέ συνοδικές ἀποφάσεις, ἀποτελεῖ καί ἐκδήλωση τοῦ (προσβαλλομένου ἀπό τήν αἵρεση) διαχρονικοῦ φρονήματος τῆς Εκκλησίας.
Ὁ Καθηγητής Κωνσταντῖνος Μουρατίδης (1918 – 2001)
Ὁ Καθηγητής τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου καί τῆς Ποιμαντικῆς στή Θεολογική Σχολή τῶν Ἀθηνῶν (ἀπό τό 1962) Κωνσταντῖνος Μουρατίδης, Πρόεδρος δέ ἐπί 25 ἔτη τῆς Πανελληνίου Ἑνώσεως Θεολόγων (ΠΕΘ) καί ἱδρυτής τοῦ περιοδικοῦ της «Κοινωνία», ὑπῆρξε κατά τίς μαρτυρίες τῶν συγχρόνων του «θεολόγος μέ πατερικό καί ἐκκλησιαστικό φρόνημα καί ἦθος [...] Εἰρηνικός καί εἰρηνοποιός ἀλλά καί ὁμολογητής, ἀγωνιστής καί μαχητικός ὅταν ἡ πίστις ἦταν τό κινδυνευόμενον» [23]. Ὤν ἐπιστήμων σοφός καί εὐρυμαθής, «ὑποστηρικτής τοῦ δικαίου, νομίμου καί πρέποντος, δέν ἐφοβεῖτο νά ἔλθη εἰς ρῆξιν πρός φίλους καί συνεργάτας, ὡς καί πρός τούς ὑψηλά κατέχοντας ἀξιώματα. Δι’ αὐτόν ἡ ἀλήθεια καί ἡ δικαιοσύνη ἦτο ὑπεράνω πάσης ἀνθρωπίνης φιλίας καί σχέσεως» [24]. Ὁ μακαριστός Καθηγητής ἐκοιμήθη τήν ἀποφράδα ἡμέρα τῆς ἐλεύσεως καί ἐπισήμου θεσμικῆς (ὡς Ἐπισκόπου) ἀποδοχῆς τοῦ Πάπα στήν Ἀθήνα (4 Μαΐου 2001). Τά παρακάτω ἀποσπάσματα (σέ νεοελληνική ἀπόδοση) ἀπό τό σπουδαῖο ἔργο του σχετικῶς μέ τήν οὐσία καί τό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, εἶναι πολύ ἐνδεικτικά:
«Ὁ ἱερός Χρυσόστομος θεωρεῖ τούς λαϊκούς πολύτιμους καί ἀπαραίτητους συνεργάτες τοῦ Κλήρου γιά τήν διάδοση τῆς εὐαγγελικῆς ἀληθείας [...] Ἡ παραμέληση αὐτοῦ τοῦ καθήκοντος ἀποτελεῖ βαρύτατο ἁμάρτημα, γι΄ αὐτό καί Χρυσόστομος θεωρεῖ ἐχθρό τῆς Ἐκκλησίας αὐτόν πού παραμελεῖ τό καθῆκον τῆς διαφωτίσεως τῶν ἄλλων ἀδελφῶν καί μάλιστα ὅσων παραπλανήθηκαν ἀπό αἱρετικούς» [25].
«Ὁ ἱερός Χρυσόστομος δέν δίδαξε μόνον ὅτι εἶναι ἀναγκαία καί ἐπιβεβλημένη ἡ ἐνεργή συμμετοχή ὅλων τῶν πιστῶν στή διαμόρφωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου, ἀλλά ὑπῆρξε καί ὁ ὑπέροχος ἡγέτης ὁ ὁποῖος ἐνέπνευσε τά πλήθη τῶν πιστῶν καί τά μετέβαλε σέ πολύτιμους συμπαραστάτες καί ἀγωνιστές τῆς καλῆς στρατεύσεως. Ὁ Χρυσόστομος στούς λαϊκούς δέν διέβλεπε τούς ἀντιπάλους πού ἔπρεπε νά κρατηθοῦν μακριά ἀπό τόν ὀργανωτικό μηχανισμό τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἀποζητοῦσε μέ ὑπεράνθρωπες προσπάθειες νά ἐπιτύχει τήν ἐνεργή συμμετοχή τους σέ αὐτόν» [26].
Ἀφοῦ δέ ἀναφερθῆ στήν ὑποστήριξη τῶν εὐσεβῶν Κωνσταντινουπολιτῶν πρός τόν Ἅγιο Χρυσόστομο κατά τίς ἐναντίον του διώξεις τῶν ἰσχυρῶν, ὁ Καθ. Μουρατίδης προσθέτει τό ἐπαγωγικό συμπέρασμα:
«Ἀπό τήν σπουδαιότητα τῆς παραπάνω περικοπῆς φανερώνεται σαφέστατα, ὅτι οἱ λαϊκοί ἔχουν κληθῆ ὄχι μόνον νά μεριμνοῦν γιά τά πράγματα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί νά συμβάλλουν στό νά διοικεῖται ἡ Ἐκκλησία συμφώνως πρός τούς Κανόνες. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό, ὅτι σέ κρίσιμες στιγμές γιά τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἀνάξιοι κληρικοί ἀνέτρεπαν τούς Νόμους τῆς Ἐκκλησίας, τούς ὁποίους ἀκριβῶς κλήθηκαν νά προστατεύσουν καί ἐφαρμόσουν, οἱ λαϊκοί ὑπῆρξαν πάντοτε ἐκεῖνοι πού διέσωσαν τό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας πού κινδύνευε. Τό λαμπρό παράδειγμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπί Χρυσοστόμου ἀποτελεῖ ἀσφαλῶς μία ἀπό τίς πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας. Δέν εἶναι συνεπῶς παράδοξο τό γεγονός, κατά τό ὁποῖο ὁ Μέγας Χρυσόστομος ἀπευθυνόμενος στό ὑπέροχο ποίμνιό του διακήρυσσε: “τίποτε δέν θά βάλω σέ ἐφαρμογή χωρίς ἐσᾶς”»[27].
Ἡ ἀνάλυση τοῦ Καθηγητῆ εἶναι εὐκρινέστατη· δέν χρειάζεται, νομίζω, νά σχηματοποιήσουμε τίς θέσεις του.
 
Ὁ Καθηγητής Βλάσιος Φειδᾶς (1936 -  )
 
Ὁ Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἐθνικοῦ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου κ. Βλάσιος Φειδᾶς, Ὁμότιμος ἀπό τό 2003, εἶναι ἀναμφιβόλως ἕνας ἀπό τούς πλέον ἐξέχοντες ἐπιστήμονες τῆς Ἑλληνικῆς Θεολογίας, ἰδίως τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, καί ἀπό τούς παλαιούς προμάχους τῶν ἐκκλησιαστικῶν δικαίων τῆς ἑλληνοφώνου Ὀρθοδοξίας καί τῶν θεσμῶν της[28]. Δυστυχῶς, ὅσοι τόν γνωρίσαμε καί ἐκτιμήσαμε μέσῳ τῶν - ἐν τοῖς πλείστοις - ἀξιολογωτάτων καί πλουσιωτάτων γραπτῶν του (ἤ καί προσωπικῶς, ὅπως ὁ γράφων), δέν μποροῦμε νά ἀποφύγουμε τήν θλιβερή σύγκριση μέ τίς νεώτερες ἐκκλησιολογικές τοποθετήσεις του, ὅπως λ.χ. τήν θετική του ἀποτίμηση τῆς Συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου[29], ἀλλά καί μέ τήν γενική συμβολή του στόν παναιρετικό οἰκουμενισμό. Ἐξ αἰτίας αὐτῶν ὁ «ἐκκλησιαστικός τεχνοκράτης» ἔχει ἔλθει σέ εὐθεία σύγκρουση πρός ὅσα ὁ ἴδιος ἔχει γράψει ὡς ἐκκλησιαστικός ἐπιστήμων. Ἀπό τό εὐσύνοπτο σύγγραμμά του «Βυζάντιον», ἀρυόμαστε ὅσα ἐνδιαφέρουν τό θέμα μας.
Γράφοντας ὁ Καθηγητής Φειδᾶς γιά τήν σχέση μεταξύ τῶν δύο κυριαρχικῶν «θεοδωρήτων ἐξουσιῶν» τῆς Ρωμηοσύνης, δηλαδή τῆς Ἱερωσύνης καί τῆς Βασιλείας, καθώς καί τήν σχέση τοῦ λαοῦ μέ αὐτές, παρατηρεῖ ὅτι, ἐνῷ ὁ λαός δέν ἀναμειγνυόταν στήν ἀνάδειξη (τήν ἐκλογή) τῶν φορέων τῆς Βασιλείας καί τῆς Ἱερωσύνης, δηλαδή τῶν Αὐτοκρατόρων καί τῶν Πατριαρχῶν, ὡστόσο διατηροῦσε τό δικαίωμα τῆς ἐκ τῶν ὑστέρων κρίσεως τῶν ἐν λόγῳ προσώπων: «Ὁπωσδήποτε ὅμως ἀμέσως μετά τήν ἐνθρόνιση τοῦ «ἐκλεκτοῦ τοῦ Θεοῦ» γιά ὁποιαδήποτε ἀπό τίς δύο θεοδώρητες στήν αὐτοκρατορία ἐξουσίες ὁ λαός μεταβαλλόταν αὐτόματα σέ αὐτοδύναμο κριτή τῶν φορέων τῶν δύο ἐξουσιῶν, γιατί ἡ ἄσκησή τους εἶχε ἀνατεθῇ σ΄ αὐτούς ἀπό τό Θεό γιά τή διακονία τοῦ λαοῦ, γι΄ αὐτό καί ὁ λαός ἐνεργοποιοῦσε τά κυριαρχικά του δικαιώματα κυρίως στήν κρίση τῶν φορέων τῶν δύο ἐξουσιῶν καί ὄχι στήν ἀνάδειξή τους, ἡ ὁποία τόσο στήν πολιτική θεωρία, ὅσο καί στήν πολιτική θεολογία τῆς Ἐκκλησίας εἶχε συνδεθῇ μέ τήν ἐνεργοποίηση τῆς θείας βουλήσεως στή ζωή τῆς αὐτοκρατορίας» [30]. Καί ἀλλοῦ γράφει, ὅτι ὁ λαός «...ἔδειχνε συνήθως μεγαλύτερη εὐαισθησία στήν αὐθόρμητη ἀγωνία τῶν μοναχῶν, παρά στούς ἐπιτηδευμένους συλλογισμούς τῶν λογίων ἱεραρχῶν ἤ ἀξιωματούχων τῆς αὐτοκρατορίας» [31].
Ἀπό τήν θέση αὐτή τοῦ Καθηγητοῦ Φειδᾶ, διατηροῦμε τέσσερις διαπιστώσεις ἐπί τῆς ἱστορίας: (1) ἡ πρακτική τῆς μή συμμετοχῆς τοῦ λαοῦ στήν ἀνάδειξη Πατριαρχῶν καί Βασιλέων, δέν συνεπαγόταν ὅτι ὁ λαός δέν μποροῦσε οὔτε καί νά τούς κρίνει, ὡς θεοδωρήτων ἐξουσιῶν ἀναξίους, ἐνδεχομένως, φορεῖς · (2) τό κυριαρχικό αὐτό δικαίωμα τοῦ λαοῦ πήγαζε ἀπό τό γεγονός ὅτι τόσο ἡ Ἱερωσύνη ὅσο καί ἡ Βασιλεία ὑπάρχουν γιά νά ὑπηρετοῦν τόν λαό· (3) συνεπῶς ὁ λαός αὐτομάτως καί αὐτοδυνάμως ἔκρινε τούς φορεῖς τῶν δύο ἐξουσιῶν, Βασιλεῖς καί Ἀρχιερεῖς· καί (4) ὁ πιστός λαός ἐμπιστευόταν τήν ἀνιδιοτέλεια τῶν Μοναχῶν καί ὄχι τήν διπλωματική λογική τῶν «μορφωμένων» Ἱεραρχῶν ἤ τῶν κοσμικῶν ἀξιωματούχων[32].
Επίλογος
Μέ τήν παραπάνω κατάθεση τῶν γνωμῶν διακεκριμένων ἐπιστημόνων τοῦ παρελθόντος ὡς πρός τήν ἀντίδραση τοῦ εὐσεβοῦς ὀρθοδόξου λαοῦ σέ ἐνδεχόμενα θεολογικά ἀτοπήματα τῶν Ποιμένων του, νομίζουμε ὅτι καθίσταται σαφής ἡ ἱστορικῶς τεκμηριωμένη πρακτική τῆς λαϊκῆς ὁμολογιακῆς ἀντιδράσεως κατά πρόσωπον μιᾶς ἀναφυομένης αἱρέσεως. Ἡ ὀρθότητά της μαρτυρεῖται ἄλλωστε καί στά πατερικά συγγράμματα (ἰδίως τά ἱστορικοῦ περιεχομένου), ἀλλά καί στούς ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ σαφέστατη αὐτή πρακτική, ὅπως συνοψίζεται στίς παραπάνω γνῶμες τῶν πανεπιστημιακῶν καθηγητῶν, θά μποροῦσε νά συμπυκνωθῆ στά ἑξῆς:
(α) Κατ΄ ἐξοχήν διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν τό δικαίωμα αὐτό τῆς διδασκαλίας ἀπό τόν Χριστό.
(β) Ἡ διδασκαλία τῶν Ἐπισκόπων περιορίζεται στό νά ἐκφράζει τήν ἐμπειρία τῆς ὅλης Ἐκκλησίας, δηλαδή τήν ἔγγραφη καί ἄγραφη Ἀποστολική Παράδοση, ἡ ὁποία εἶναι βιωματικό φρόνημα καί ὄχι νεκρό διανοητικό γράμμα· ἡ ἐπισκοπική διδασκαλία ἀποτελεῖ διακονία τοῦ λαοῦ.
(γ) Οἱ σωστοί Ἐπίσκοποι δέν εὑρίσκονται σέ ἀντιπαράθεση, ἀλλά σέ συνεργασία μέ τούς λαϊκούς, τούς ὁποίους προσπαθοῦν νά δραστηριοποιοῦν ἱεραποστολικῶς.
(δ) Ὁ πιστός λαός, ὁ ὁποῖος δικαιωματικῶς ἐκφράζεται μέσῳ τοῦ Ἐπισκόπου του, ἔχει τό δικαίωμα, ἤ μᾶλλον τό καθῆκον νά παρακολουθεῖ καί κρίνει τήν ἐπισκοπική διδασκαλία. Πολλές φορές ὁ ἁπλός λαός διαγινώσκει σέ ἀναξίους Κληρικούς ἐσφαλμένες προτεραιότητες, συμβιβασμούς, καιρικές σκοπιμότητες καί ἐπιτηδευμένους συλλογισμούς.
(ε) Ἡ ἐκ μέρους τῶν λαϊκῶν παρακολούθηση τῆς πορείας τῶν αἱρέσεων καί ἡ αὐτοδύναμη ἐπιβεβαίωση ἤ ἀπόρριψη τῆς ἐπισκοπικῆς διδασκαλίας εἶναι σημεῖο ζωῆς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος καί ἐξάσκηση κυριαρχικῶν του δικαιωμάτων· τό ἀντίθετο εἶναι σημεῖο νεκρώσεως.
(στ) Ὁ λαός ἔχει τό δικαίωμα τῆς ἀνυπακοῆς στόν παρεκκλίνοντα Ἐπίσκοπο, ἀκόμη καί τῆς καθαιρέσεώς του.
 (ζ) Ἡ ἐπανάσταση αὐτή κατά τοῦ παρεκκλίνοντος Ἐπισκόπου πηγάζει ἀπό τό σεβασμό καί ὄχι ἀπό ἀσέβεια πρός τήν ἱερότητα τῆς θεοδώρητης ἐπισκοπικῆς ἐξουσίας, τήν ὁποίαν ὁ αἱρετίζων Ἐπίσκοπος ἀναξίως ἐκπροσωπεῖ· ἀποτελεῖ δέ ἡ ἐπανάσταση αὐτή ἐκδήλωση τοῦ θιγομένου διαχρονικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος.
(η) Ἡ ἐκ μέρους τῶν λαϊκῶν παραμέληση τῆς προφυλάξεως τῶν ἀδελφῶν-πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας  ἀπό τίς ἱεροκανονικές παραβάσεις καί ἰδίως τίς αἱρέσεις καθιστᾷ τούς ἀμελεῖς αὐτούς λαϊκούς ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας.
(θ) Ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία μαρτυρεῖ γιά τό ὅτι πολλές φορές τήν προσβαλλόμενη ἐκκλησιαστική Πίστη καί ἱεροκανονική τάξη διέσωσαν λαϊκοί ἀντιτιθέμενοι σέ ἀναξίους Κληρικούς.
 
Οἱ γνῶμες πού παραθέσαμε δέν ἐξαντλοῦν ὅλο τό εὖρος τῶν θεολογικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν τάσεων ἐντός τῆς πρόσφατης ἀκαδημαϊκῆς Θεολογίας· ὡστόσο, εἶναι θαυμαστή ἡ σύμπνοια πού τίς διακρίνει· ἰσχυροποιοῦνται λοιπόν σέ μέγιστο βαθμό μέσῳ τῆς ἀντιπαραβολῆς καί τοῦ συνδυασμοῦ τους ἀποδεικνύοντας καί τό ἑξῆς:  Ἡ ἀντίδραση τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ στήν ἐκκλησιαστική ἡγεσία, ὅταν θίγεται ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδίως τά δόγματα, δέν ἀποτελεῖ ἔκφανση εὐσεβιστικοῦ λαϊκισμοῦ ἤ περιθωριακοῦ ζηλωτισμοῦ, ἀλλά ἀκραιφνοῦς καί θεοφιλοῦς ἐκκλησιολογικῆς ὀρθοφροσύνης καί ἐκκλησιαστικῆς ὑγείας.
Δέν θά μποροῦσε νά βρεθῆ καταλληλότερη ἀπό ἐδῶ θέση γιά μιά σχετική ρήση τοῦ μακαριστοῦ Κυπρίου ἐκκλησιαστικοῦ ἱστορικοῦ π. Παύλου Ἐγγλεζάκη, ἀναφερομένου στήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου στό μεθόριο 19ου καί 20οῦ αἰῶνος : «Τό ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ὑπῆρξε λοιπόν αὐτή πού θά τήν ἤθελαν οἱ κομψοί σοφιστές τοῦ τότε ἤ τοῦ σήμερα, δέν εἶναι ἀναγκαστικά ἤ πάντα ἐναντίον της. Ἡ Ἐκκλησία, στήν ἐσωτερική της πολιτεία, ἦταν συντηρητική, δότι ἦταν ἡ Ἐκκλησία τοῦ λαοῦ, ἄρα τῶν χωρικῶν [...] Στό μέτρο πού ὁ Ἰησοῦς ταύτισε τόν ἑαυτό του μέ τούς ἐλάχιστους τοῦ κόσμου τούτου, ἡ πραγματική ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἡ ἱστορία τῶν μεγάλων καί τῶν ἰσχυρῶν, ἀλλά τῶν ἀδύνατων καί τῶν μικρῶν. Ὁ θεολογικός ἱστορικός στοχασμός [...] δέν ἐνδιαφέρεται γιά τό τί ἔκαμαν οἱ κατά κόσμον μεγάλοι, ἔστω καί ἄν αὐτοί λέγονται ἀρχιεπίσκοποι, οὔτε γιά τό τί ἔκαμαν οἱ καθώς πρέπει μεσαῖοι, ἀλλά ἐξετάζει ποιοί, σάν τόν Θεό, ἦταν φτωχοί γιά ἕνα σύστημα, δηλαδή ἔξω ἀπό αὐτό, χωρίς ἀξία, ἄχρηστοι, καί ἄρα διαθέσιμοι, καί τί ἔκαναν γι΄ αὐτούς οἱ μαθητές τοῦ Ἰησοῦ. Διότι ἐκεῖνος σώζεται πού στά πρόσωπα αὐτῶν τῶν φτωχῶν βλέπει τόν Ἰησοῦ καί τόν ὑπηρετεῖ. Αὐτό εἶναι, σύμφωνα με τό εἰκοστό πέμπτο κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου κατά τόν Ματθαῖο, τό οὐσιαστικό κριτήριο τῆς ἀληθινῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας» [33].
Εἴθε νά ἀναλογισθοῦν οἱ ἐκκλησιαστικοί μας ταγοί τό βάρος τοῦ σκανδαλισμοῦ τῶν Πιστῶν ἀπό τήν ἀλλοίωση τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ δόγματος στό Κολυμπάρι καί νά πράξουν ἐν μεταμελείᾳ τά δέοντα!
Σημειωσεισ τελουσ
[1]. Ρωμ. 1, 3
[3]. Μητρ. Ναυπακτου και Αγ. Βλασιου Ιεροθεοσ, «Οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο καί ἡ κατάληξή τους», Θεοδρομία 18 (2016) 426-428.433. Βλ. τό ἴδιο κείμενο καί ἐδῶ: https://www.scribd.com/document/325254627/ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ-ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ-Ι-Σ-Ι-ΓΙΑ-ΑΜΣΟΕ-ΚΑΙ-ΚΑΤΑΛΗΞΗ-ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ-ΑΚΤΙΝΕΣ#from_embed , ὅπως ἐπίσης καί ἐδῶ http://www.parembasis.gr/index.php/el/mitropolitis-3/ni-various-articles/4618-2016-09-25
[4]. Πρόκειται γιά τό β΄ κείμενο τῆς 4ης Συνδιασκέψεως τῆς Μικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς στό Ζαγκόρσκ τῆς Μόσχας (15-22 Σεπτεμβρίου 1981), ὑπό τόν τίτλο «Τό ἀλάθητον τῆς Ἐκκλησίας». Βλ. Ἐπίσκεψις 259 (1981) 12: «Ἀνώτατον ὄργανον τῆς Ἐκκλησίας διά τήν ἀλάθητον διακήρυξιν τῆς πίστεώς της εἶναι μόνον ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος [...] Αὐτή ἀποφαινομένη ὑπό τήν ἐπιστασίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔχει τό ἀλάθητον αὐτῆς ὡς ἐκ τῆς συμφωνίας αὐτῆς μεθ’ ὁλοκλήρου τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἄνευ τῆς συμφωνίας ταύτης οὐδεμία σύναξις εἶναι Οἰκουμενική Σύνοδος» (ἐλήφθη ἀπό τό Γρ. Λιαντας, Διορθόδοξος Διακονία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί ἡ συμβολή τῶν δύο Ἐκκλησιῶν στούς διμερεῖς θεολογικούς διαλόγους μέ τή Ρωμαιοκαθολιή Ἐκκλησία καί τήν Ἐκκλησία τῶν Παλαιοκαθολικῶν, ἐκδ. Κορνηλία Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 106ἑ.).
[5]. Λουκ. 16, 31
[6]. Ι. Μ. Παντοκρατοροσ Μελισσοχωριου, «Ἐπιτρέπεται οἱ λαϊκοί νά ἀναμειγνύονται σέ θέματα πίστεως;», Θεοδρομία ΙΒ΄ 3 (Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2010) 368-380. Βλ. καί http://www.impantokratoros.gr/769A2154.el.aspx  
[7]. Βλ. M. Baker – Ν. Ασπρουλησ, «π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ (1893-1979). Ἕνα σύντομο βιο-εργογραφικό σημείωμα», Θεολογία 81, τ. 4 (2010) 7-19.
[8]. Γ. Μπεμπησ, «Φλορόφσκυ Γεώργιος», Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία 11 (1967) στ. 1184· «Ἐνταῦθα κατέστη ὁ διαπρύσιος κῆρυξ τῆς ἐπιστροφῆς πρός τούς Πατέρας καί τόν “ἱερόν Ἑλληνισμόν” καί ἐχόμενος στερρῶς τῆς ἑλληνικῆς πατερικῆς Παραδόσεως συνεκρούσθη ἀναποφεύκτως μετά τοῦ διασήμου ἐπίσης Ρώσου στοχαστοῦ καί σοφιολόγου Σεργίου Μπουλγκάκωφ».
[9]. Κριτική ἐπί μερικῶν πρώιμων ἐκκλησιολογικῶν οἰκουμενιστικῶν ἀντιλήψεων τοῦ π. Φλωρόφσκυ ἄσκησε καί ὁ Θεοφ. Ἐπίσκοπος πρώην Ζαχουμίου καί Ἐρζεγοβίνης κ. Ἀθανάσιος (Γιέβτιτς), ὁ ἴδιος τώρα ἐπίσης μεταξύ τῶν προμάχων τοῦ σερβικοῦ οἰκουμενισμοῦ, σέ ἄρθρο του περί τῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ π. Φλωρόφσκυ. Βλ. Επισκοποσ πρ. Ζαχουμιου και Ερζεγοβινησ Αθανασιος Γιεβτιτσ, «Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ περὶ τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας», Θεολογία 81, τ. 4 (2010) 137-158.
[10]. Πρωτοπρ. Καθηγητησ Γ. Φλωροφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, μτφρ. Δημ. Τσάμη, Γεωργίου Φλωρόφσκυ Ἔργα 1, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ , Θεσσαλονίκη 1976, σ. 73ἑ.
[11]. Πρωτοπρ. Καθηγητησ Γ. Φλωροφσκυ, αὐτόθι, σ. 74ἑ.
[12]. Πρωτοπρ. Καθηγητησ Γ. Φλωροφσκυ, αὐτόθι, σ. 75.
[13]. Αγιοσ Γρηγοριοσ ο Θεολογοσ, Λόγος ἐπιτάφιος (ΜΓ΄) εἰς τόν Μέγαν Βασίλειον 50, PG 36, 561A: «Πρός ταῦτα ὕβριζε͵ ἀπείλει͵ ποίει πᾶν ὁτιοῦν ἄν ᾖ βουλομένῳ σοι͵ τῆς ἐξουσίας ἀπόλαυε. Ἀκουέτω ταῦτα καί βασιλεύς͵ ὡς ἡμᾶς γε οὐχ αἱρήσεις οὐδέ πείσεις συνθέσθαι τῇ ἀσεβείᾳ͵ κἄν ἀπειλῇς χαλεπώτερα».
[14]. «Ἡ τελευταία συνέντευξη τοῦ μεγάλου βυζαντινολόγου Σέρ Στῆβεν Ράνσιμαν» http://i-m-patron.gr/i-m-patron-old.gr/keimena/runciman.html (ἀπό τό περιοδικό Πεμπτουσία 4 (Δεκ. 2000-Μαρ. 2001) ): «Μερικές φορές – τί νά πῶ - αἰσθάνομαι πολύ ἀπογοητευμένος ἀπό τίς ἄλλες Ἐκκλησίες τῆς Δύσεως. Ὅμως, χαίρομαι μέ τήν σκέψη ὅτι στά ἑπόμενα 100 χρόνια ἡ Ὀρθοδοξία θά εἶναι ἡ μόνη ἱστορική Ἐκκλησία πού θά ὑφίσταται. Ἡ Ἀγγλικανική ἐκκλησία εἶναι σέ πολύ κακά χάλια. Ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία χάνει συνεχῶς ἔδαφος. Ἀλλά, εὐτυχῶς, ὑπάρχει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Μοῦ κάνει μεγάλη ἐντύπωση ὁ αὐξανόμενος ἀριθμός αὐτῶν πού ἀσπάζονται τήν Ὀρθοδοξία καί μάλιστα στήν Βρετανία. Πιστεύω ὅτι προσφέρει τήν πραγματική πνευματικότητα πού οἱ ἄλλες ἐκκλησίες δέν μποροῦν πλέον νά μεταδώσουν. Ὅλα αὐτά μέ ὁδηγοῦν στό συμπέρασμα ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία θά διατηρηθῆ σέ ἀντίθεση μέ τίς ἄλλες».
[15]. «Στίβεν Ράνσιμαν, Ἱστορικός (1903-2000). Ὁ ἄνθρωπος πού ἄλλαξε τήν ἀντίληψιν τοῦ δυτικοῦ κόσμου διά τό Βυζάντιον», Ὀρθόδοξος Τύπος 1472 (20 Σεπ 2002) 2 (ἀναδημοσίευση ἀπό τό «Βῆμα» τῆς 8.9.2002).
[16]. Steven Runciman, Ἡ Βυζαντινή Θεοκρατία, μτφρ. Ἰωσήφ Ροηλίδης, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 2005, σ. 111ἑ.
[17]. Σύντομο ἐπιμνημόσυνο βιογραφικό καί σκιαγραφικό σημείωμα περί τοῦ σπουδαίου αὐτοῦ θεολόγου, βλ. ὡς Π. Ν. Τρεμπέλας (1886-1977). Ἀμυδρά Σκιαγραφία (ἀνάτυπον ἐκ τοῦ βιβλίου «Ἐκλογή Ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξου Ὑμνογραφίας»), ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 19882.
[18]. Βλ. «Ἡ καταδίκη τοῦ μακαριστοῦ Παναγιώτη Τρεμπέλα ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος», Ὀρθόδοξη Μαρτυρία 42 (Χειμώνας 1994) 78-87. Ἡ ἐν λόγῳ ἁγιορειτική κριτική δημοσιεύθηκε περί τά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1970. Οἱ προβληματικές θέσεις τοῦ Καθηγητοῦ κυροῦ Π. Τρεμπέλα εἶχαν περιληφθῆ στό βιβλίο του Μυστικισμός-Ἀποφατισμός-Καταφατική Θεολογία. Εἴκοσι ἔτη ἀργότερα καταδικάσθηκαν ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος καί οἱ ἀπαράδεκτες πατρομαχικές ἀπόψεις τοῦ θεωρουμένου ὡς ἀντι-δυτικοῦ καί ὡς πατερικῶς θεολογοῦντος Καθηγητοῦ τῆς Παντείου κ. Χρήστου Γιανναρᾶ· βλ. «Ἀναίρεσις τῶν πεπλανημένων θέσεων τοῦ κ. Χρήστου Γιανναρᾶ περί τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου», Ὀρθόδοξη Μαρτυρία 40 ( Ἄνοιξη-Καλοκαίρι 1993) 1-10.
[19]. Περί τοῦ θέματος τούτου ἰδέ χαρακτηριστικῶς Ἐγχειρίδιον· ἀλληλογραφία π. Ἰ.Σ. Ρωμανίδου καί καθ. Π.Ν. Τρεμπέλα, ἐπιμ. π. Γ. Μεταλληνοῦ, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθῆναι 2009. Βλ. συγκεκριμένα καί τήν ἄποψη τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου (Εἰσαγωγή, αὐτόθι, σ. 16), ὅτι: «Ὁ Παναγιώτης Τρεμπέλας μεγάλωσε σέ ὅλο αὐτό τό σχολαστικό κλῖμα καί ἔκανε μεγάλο ἀγῶνα καί ἀξιόλογη προσπάθεια, γιά νά μετακινηθῆ πρός τήν πατερική θεολογία. Αὐτό ἦταν ἕνα δύσκολο ἔργο στήν ἐποχή του [...] ἀπετέλεσε μιά δυναμική προσωπικότητα, πού ἔκανε τήν μεγάλη στροφή στήν Ἑλλάδα πρός τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας».
[20]. Πρωτοπρ. Καθηγητησ Ιω. Ρωμανιδησ, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Α΄, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 19994, σ. 6ἑ.
[21]. Πρωτοπρ. Καθηγητησ Θ. Ζησησ, «Γένεση καί ἐξέλιξη τῆς πατρομαχικῆς μεταπατερικότητας», Πατερική Θεολογία καί μεταπατερική αἵρεση, ἐκδ. Ἱ.Μ. Πειραιῶς, Πειραιεύς 2012, σ. 266.
[22]. Π.Ν.Τρεμπελασ, Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Β΄, ἔκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 19792,  σ. 408: «Ἐξηγεῖται δέ πλήρως ἡ τοιαύτη ἰσχύς τῆς λαϊκῆς ἀναγνωρίσεως, ὅταν ληφθῇ ὑπ’ ὄψιν, ὅτι αἱ ἐπί τῆς χριστιανικῆς ἀληθείας ἀποφάνσεις καί διατυπώσεις τῶν ἱερῶν Συνόδων γίνονται, ὡς εἴπομεν, κατά τήν ἔγγραφον καί ἄγραφον ἀποστολικήν παράδοσιν, ἥτις δέν ἀποτελεῖ νεκράν τινα θεωρίαν καί γνῶσιν, ἀλλά ζῶν φρόνημα παντός τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, μαρτυρούμενον καί ἀποτελούμενον ἐκ τῆς ζώσης πίστεως πάντων τῶν ζώντων μελῶν αὐτῆς. Ὁ ἐν τῇ Ἁγίᾳ Γραφῇ δηλαδή καί γενικῶς τῇ ἀποστολικῇ παραδόσει περιεχόμενος θησαυρός τῆς πίστεως δέον νά εἶναι κτῆμα παντός Χριστιανοῦ καί νά βιῶται ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ. Ἐντεῦθεν καί αἱ σχετιζόμεναι πρός τόν θησαυρόν τοῦτον ἀποφάνσεις τῶν ἱερῶν συνόδων, γινόμεναι ἐκ διαμφισβητήσεων ὑπό αἱρετικῶν τῆς ζωοπαρόχου ἀληθείας, παρακολουθουμένων μετ’ ἀδιαπτώτου ἐνδιαφέροντος ὑπό τῶν ζώντων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἀδύνατον νά συναντῶσιν ἀδιαφορίαν εἰς τούς πιστούς, ἐφ’ ὅσον οὗτοι δέν εἶναι νεκροί. Οὕτω παρουσιάζεται ἡ ὑπό τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος κρίσις τῶν συνοδικῶν ἀποφάνσεων αὐθόρμητος, ἔστι δ΄ ὅτε καί ἀσυγκράτητος, ἀλλ’ ἐκδηλοῖ συγχρόνως καί τό καθολικόν τῆς Ἐκκλησίας φρόνημα, ὅπερ οὐδέποτε ἔπαυσε νά μαρτυρῆται καί νά κηρύττεται ὑπ’ αὐτῆς».
[23]. Αρχιμ. Γ. Καψανης, «Ἐπιμνημόσυνος στόν μακαριστό Καθηγητή», Κοινωνία 44, 2 (Ἀπρ.- Ἰουν. 2001) 121.
[24]. Μ. Ορφανοσ, «Ἐπικήδειος στόν Καθηγητή Κωνσταντῖνο Δωρ. Μουρατίδη», Κοινωνία, αὐτόθι, 118ἑ. 
[25]. Κ. Μουρατιδησ, Ἡ οὐσία καί τό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν διδασκαλίαν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (διατριβή), ἐν Ἀθήναις 1958, σ. 212· « ... ἡ συμμετοχή τῶν λαϊκῶν εἰς τήν διαμόρφωσιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου, ὑπό τάς ἐξυπακουομένας προϋποθέσεις, τοῦτο μέν τοῦ σεβασμοῦ τῆς ἁρμοδιότητος καί τῶν δικαιωμάτων τῆς ἱεραρχίας, ἥτις εἶναι ὁ κύριος φορεύς τῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ λειτουργημάτων, τοῦτο δέ τοῦ βοηθητικοῦ χαρακτῆρος τῆς συμμετοχῆς τῶν λαϊκῶν [...] Ὁ ἱερός Χρυσόστομος θεωρεῖ τούς λαϊκούς πολυτίμους καί ἀπαραιτήτους συνεργάτας τοῦ κλήρου πρός διάδοσιν τῆς εὐαγγελικῆς ἀληθείας [...] Ἡ παραμέλησις τοῦ καθήκοντος τούτου ἀποτελεῖ βαρύτατον ἁμάρτημα, διό καί ὁ Χρυσόστομος θεωρεῖ τόν παραμελοῦντα τό καθῆκον τῆς διαφωτίσεως τῶν ἄλλων ἀδελφῶν καί δή τῶν ὑπό αἱρετικῶν παραπλανηθέντων, ὡς ἐχθρόν τῆς Ἐκκλησίας».
[26]. Κ. Μουρατιδησ, αὐτόθι, σ. 216·  «Ὁ ἱερός Χρυσόστομος δέν ἐδίδαξε μόνον, ὡς ἀναγκαίαν καί ἐπιβεβλημένην τήν ἐνεργόν συμμετοχήν πάντων τῶν πιστῶν εἰς τήν διαμόρφωσιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου, ἀλλ’ ὑπῆρξε καί ὁ ὑπέροχος ἡγέτης, ὅστις ἐνέπνευσε τά πλήθη τῶν πιστῶν καί μετέβαλεν αὐτά εἰς πολυτίμους συμπαραστάτας καί ἀγωνιστάς τῆς καλῆς στρατείας. Ὁ Χρυσόστομος δέν διέβλεπεν εἰς τούς λαϊκούς τούς ἀντιπάλους, οἵτινες ἔπρεπε νά κρατηθοῦν μακράν τοῦ ὀργανωτικοῦ μηχανισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ’ ἀπεζήτει δι΄ ὑπερανθρώπων προσπαθειῶν νά ἐπιτύχῃ τήν ἐνεργόν εἰς αὐτόν συμμετοχήν των».
[27]. Κ. Μουρατιδησ, αὐτόθι, σ. 219· «Ἐκ τῆς σπουδαιότητος τῆς ὡς ἄνω περικοπῆς ἐμφαίνεται σαφέστατα, ὅτι οἱ λαϊκοί κέκληνται οὐ μόνον νά μεριμνῶσι περί τῶν τῆς Ἐκκλησίας πραγμάτων, ἀλλά καί νά συμβάλλωσιν εἰς τήν συμφώνως τοῖς κανόσι διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι δέ χαρακτηριστικόν, ὅτι εἰς κρισίμους διά τόν βίον τῆς Ἐκκλησίας στιγμάς, ὅτε ἀνάξιοι κληρικοί ἀνέτρεπον τούς νόμους τῆς Ἐκκλησίας, οὕς ἀκριβῶς ἐκλήθησαν νά προστατεύσουν καί ἐφαρμόσουν, οἱ λαϊκοί ὑπῆρξαν ἐκεῖνοι, οἵτινες διέσωσαν τό κινδυνεῦον σκάφος τῆς Ἐκκλησίας. Τό λαμπρόν παράδειγμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπί Χρυσοστόμου ἀποτελεῖ ἀσφαλῶς μίαν τῶν πλέον χαρακτηριστικῶν σχετικῶν περιπτώσεων τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας. Δέν εἶναι δέ συνεπῶς παράδοξον τό γεγονός, καθ΄ ὅ ὁ μέγας Χρυσόστομος ἀπευθυνόμενος εἰς τό ὑπέροχον ποίμνιόν του διεκήρυσσεν, ὅτι “χωρίς ὑμῶν οὐδέν ἐργάσομαι”»
[28]. Βλ. σχετικῶς τό ἄρθρο: «Βλάσιος Φειδάς» https://www.wikipedia.gr/wiki/Βλάσιος_Φειδάς
[29]. Βλ. τό ἄρθρο Δ. Αναγνωστησ, «Ὁ κ. Βλ. Φειδᾶς ὁμολογεῖ καί ἀποκαλύπτει περί τῆς συνάξεως τοῦ Κολυμπαρίου (Κρήτης)», http://aktines.blogspot.gr/2016/12/blog-post_999.html (ἀπό τόν Ὀρθόδοξο Τύπο 2146 (30 Δεκ 2016) 1.4.
[30]. Βλ. Φειδασ, Βυζάντιο (Βίος-Θεσμοί-Κοινωνία-Ἐκκλησία-Παιδεία-Τέχνη), Ἀθῆναι 1990, σ. 154. 
[31]. Αὐτόθι, σ. 317.
[32]. Τήν ὁποία ὁ Καθηγητής Φειδᾶς ὀνομάζει «λογική τῶν συμβιβασμῶν ἤ τῶν καιρικῶν σκοπιμοτήτων τῆς πολιτικῆς ἡγεσίας ἤ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας» (αὐτόθι, σ. 317).
[33]. Βενεδικτοσ Εγγλεζακησ (Ἀρχιμανδρίτης Παῦλος), «Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου ἀπό τό 1878 μέχρι τό 1955», στό Εἴκοσι μελέται διά τήν Ἐκκλησίαν Κύπρου (4ος ἕως 20ός αἰών), ἐκδ. Ἵδρυμα Α.Γ. Λεβέντη – ΜΙΕΤ, Ἀθῆναι 1996, σσ. 616.617.