Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2017

Αρχιμ. Αθανάσιος Μετεωρίτης: Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης, Τό χρονικό μιᾶς προμελετημένης ἐκτροπῆς

 ΣΧΟΛΙΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ: Επειδή όταν δεν υπάρχει "ζωντανός ήχος", καλές είναι και οι παλαιές ηχογραφήσεις....., για να μην ξεχνιόμαστε, από σήμερα εγκαινιάζουμε την "παράθεση" θέσεων και απόψεων φωτισμένων σύγχρονων μορφών της Ορθοδοξίας. Ευχόμαστε να μην συμβεί στην πράξη αυτό που διαφήμισε γνωστό εβδομαδιαίο έντυπο.
               "Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΑΠΕΘΑΝΕ ΚΑΙ ΕΤΑΦΗ".
   Λοιπόν άγιοι πατέρες η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, ούτε απέθανε ούτε ετάφη. Ζει και βασιλεύει και την Εκκλησία κυριεύει. Όχι όμως μόνο την Εκκλησία. Η σύνοδος της Κρήτης ελέγχει πνευματικά με τις αιρετικές της θέσεις, σημαντικούς τομείς της ζωής μας.  Όπως  την Παιδεία, μέσα από το μάθημα της θρησκειολογίας, το οποίο με το οικουμενιστικό περιεχόμενό του, αντικατέστησε μέσα σε μία νύχτα τα παραδοσιακά θρησκευτικά. Ας ξυπνήσουμε λοιπόν όσο ακόμα είναι καιρός...
π. Φώτιος Βεζύνιας.
 
Η «ΣΥΝΟΔΟΣ» ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΠΡΟΜΕΛΕΤΗΜΕΝΗΣ ΕΚΤΡΟΠΗΣ
 Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου,Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου.
 
Α΄. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Στήν μακραίωνη πορεία τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ἱστορίας ὁ πιστός λαός τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντοτε ὁ θεματοφύλακας καί ὑπερασπιστής τῆς ἀληθείας τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας· εἶναι ὁ ἔσχατος κριτής τῆς ὀρθότητος καί τῆς ἐγκυρότητος τῶν ἀποφάσεων ὁποιασδήποτε Συνόδου· εἶναι αὐτός, πού μέ τήν γρηγοροῦσα ἐκκλησιαστική καί δογματική του συνείδηση ἐπικυρώνει ἤ ἀπορρίπτει αὐτά πού ἀποφαίνονται οἱ Σύνοδοι1.
Κατά ἀνάλογο τρόπο κρίνεται καί ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης. Καλούμαστε ὅλοι, ὡς πιστά μέλη τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας μας, νά τήν ἀποτιμήσουμε. Εἶναι καθῆκον ὅλων μας νά μήν σιωπήσουμε. Εἶναι καθῆκον μας νά ἐκφράσουμε τήν ἱερατική καί μοναχική μας συνείδηση, νά καταθέσουμε ἁπλά καί ταπεινά τόν λογισμό μας, νά ἐκφράσουμε τήν ἄποψή μας ἐνώπιον τῶν Ποιμένων μας. Εἶναι καθῆκον μας νά ἀναλάβουμε τό μερίδιο τῆς προσωπικῆς μας εὐθύνης, ἀλλά καί τῆς εὐθύνης μας ἔναντι τῶν πνευματικῶν μας τέκνων καί πολλῶν πιστῶν, πού μᾶς ἐμπιστεύονται τήν ἀγωνία, τήν ἀνησυχία, ἀλλά καί τήν ἱερή ἀγανάκτησή τους γιά τά συμβάντα στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης.
Τά γραφόμενά μας στό παρόν τεῦχος, ὅπως καί ἄλλα σχετικά πού προηγήθηκαν καί ὅσα, σύν Θεῷ, θά ἀκολουθήσουν, συνιστοῦν τήν ἐλάχιστη ἀνταπόκρισή μας στά αὐτονόητα τῆς πίστεώς μας, στήν παρακαταθήκη τῶν ἁγίων Πατριαρχῶν, ἐπισκόπων, κληρικῶν, ὁσίων μοναχῶν, καί λαϊκῶν ὁμολογητῶν τῆς πίστεώς μας, στό καθῆκον μας πρός τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία μας. Συνιστοῦν τήν ἐπιβαλλόμενη ὑπακοή μας στούς Ἁγίους Πατέρες μας, πού μᾶς τονίζουν στά θέματα τῆς πίστεως νά ἐκφέρουμε λόγο. Ὄχι λόγο καί ἀπόψεις ἀτομικές, ἀλλά τόν διαχρονικό ἁγιοπνευματικό λόγο τῶν Ἁγίων Πατέρων, τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, τόν αὐθεντικό καί ζωντανό λόγο τῶν συγχρόνων γερόντων μας καί ὅλων ὅσων παραμένουν πιστοί στήν παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας καί πορεύονται «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι».
1. Συνηγορία τῶν Ἁγίων καί συγχρόνων Ἐπισκόπων, Κληρικῶν καί Καθηγητῶν Θεολογίας
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης τονίζει κατηγορηματικά ὅτι: «Εἶναι ἐντολή τοῦ Κυρίου νά μή σιωπᾶμε ὅταν κινδυνεύει ἡ Πίστη... ὅταν πρόκειται γιά τήν πίστη, δέν μποροῦμε νά ποῦμε· Ἐγώ ποιός εἶμαι; Εἶμαι ἱερέας; Ὄχι. Ἄρχοντας; Οὔτε. Στρατιώτης; Ἀπό ποῦ; Γεωργός; Οὔτε καί αὐτό. Εἶμαι φτωχός, ἐξασφαλίζοντας μόνο τήν καθημερινή μου τροφή. Δέν ἔχω λόγο, οὔτε ἐνδιαφέρον γιά τό θέμα αὐτό. Ἀλλοίμονο! Οἱ πέτρες θά κράξουν, καί σύ μένεις σιωπηλός καί ἀδιάφορος;... Ὥστε ἀκόμα καί ὁ φτωχός τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως δέν θά ἔχει καμμιά δικαιολογία, ἄν τώρα δέν μιλᾶ, γιατί θά κριθεῖ καί μόνο γι’ αὐτό»2. 
Ἰδιαιτέρως δέ γιά τήν μαρτυρία τῶν μοναχῶν στά ζητήματα τῆς πίστεως, ὁ μακαριστός Γέροντας Γεώργιος Καψάνης τόνιζε ὅτι «ὅταν ἡ πίστις εἶναι τό διακινδυνευόμενον, τότε οἱ λογιώτεροι ἐκ τῶν μοναχῶν, καί μάλιστα ὅσοι εἶναι ἐμπεπιστευμένοι τήν διαποίμανσι μοναχῶν, γιά τήν ὀρθή καθοδήγησι τῶν ὁποίων τόσο στήν πνευματική ζωή, ὅσο καί στά δόγματα τῆς εὐσεβείας, ἔχουν εὐθύνη, ὀφείλουν νά ὁμιλοῦν, ὄχι γιά νά διδάξουν τήν Ἐκκλησία, ἀλλά γιά νά ὁμολογήσουν τήν πίστι των κατά τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου: “Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς” (Ματθ. ι΄, 32).  Ἡ Ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ὑπηρεσιακό ἔργο, ἀλλά ἔκφρασις ζωῆς. Ὁ Χριστός δέν λέγει “ὅστις ὁμολογήσει με” ἀλλά “ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί”. Ἡ ὁμολογία λοιπόν τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἔκφρασις τῆς κοινωνίας μέ τόν Χριστό ἤ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή ἔχει ὡς φυσική συνέπεια τήν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ. Καί οἱ μοναχοί ζώντας ἐν Χριστῷ ὁμολογοῦν καί ἔτσι διδάσκουν τούς χριστιανούς. Τό κάνουν ταπεινά, ὄχι γιά νά διδάξουν, ἀλλά γιά νά ὁμολογήσουν. Αὐτή εἶναι παράδοσις στόν Ὀρθόδοξο Μοναχισμό ἱστορικά δικαιωμένη»3. 
Οἱ ἐμπνευστές καί ὀργανωτές αὐτῆς τῆς «Συνόδου» ἐπεχείρησαν μέ βίαιο καί ἐξουσιαστικό τρόπο νά ἀνατρέψουν αὐτή τήν ἁγιοπατερική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας καί νά ἀναβιβάσουν, ἀπροϋπόθετα, σέ ἀπόλυτη αὐθεντία μόνον τό συνοδικό θεσμό. Κύρια ἐπιδίωξή τους εἶναι ἡ ἑδραίωση ἑνός συγκεντρωτικοῦ ἐπισκοποκεντρικοῦ κατεστημένου -παπικοῦ τύπου καί προδιαγραφῶν- ὥστε ἀνεμπόδιστα καί ἀνεξέλεγκτα νά θεσπίσουν τίς καινοφανεῖς ἑτεροδιδασκαλίες τους, τήν ἐκκλησιαστικοποίηση, δηλαδή, τῶν αἱρέσεων μέ ἀπώτερο σκοπό τήν «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν», πού θά ὁδηγήσει τελικά στήν πανθρησκεία τῆς Νέας Ἐποχῆς. 
Πάνω σέ αὐτό τό μονομερές καί συγκεντρωτικό σύστημα ἀποφάσεων ὀργανώνεται, ἐπίσης, ἡ θεμελίωση ἑνός Πρώτου -ἄνευ ἴσων- καί στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή. Αὐτή ἡ συγκεντρωτική τακτική ἐκφράζεται στό Κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», ὅπου ἀναφέρεται ὅτι: «ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπετέλει τήν ἀνωτάτην αὐθεντίαν ἐπί θεμάτων πίστεως καί κανονικῶν διατάξεων»4.
Σύμφωνα μέ τόν Καθηγητή κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη, μέ τόν τρόπο αὐτό: «ἡ Μέλλουσα νά συνέλθει Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος προδικάζει τό ἀλάθητο τῶν ἀποφάσεών της... Τό Συνοδικό Σύστημα ἀπό μόνο του δέν διασφαλίζει μηχανιστικά τήν ὀρθότητα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Αὐτό γίνεται μόνο, ὅταν οἱ Συνοδικοί Ἐπίσκοποι ἔχουν μέσα τους ἐνεργοποιημένο τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τήν Ὑποστατική Ὁδό, τό Χριστό δηλαδή, ὁπότε ὡς Συν-Οδικοί (ὡς αὐτοί δηλαδή πού πηγαίνουν ἐπί τῆς Ὁδοῦ πού εἶναι ὁ Χριστός, μαζί μέ τόν Χριστό) εἶναι στήν πράξη καί “ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι”»5. 
Αὐτό τό ἐπισκοποκεντρικό συγκεντρωτικό σύστημα εἶναι τελείως ξένο πρός τήν Ὀρθοδοξία. Τό ἴδιο ξένη, αὐθαίρετη καί παραπλανητική εἶναι ἡ ἐντύπωση, πού ἐσκεμμένα καλλιεργεῖται, ὅτι δῆθεν ἡ Ἐκκλησία ταυτίζεται μέ τό ὄργανο Διοίκησής της, πού εἶναι οἱ Ἐπίσκοποι. Ἔχει, ἔτσι, ἐπικρατήσει ἡ συνήθεια νά ἐπαναλαμβάνουν πολλοί καί νά ἐπικαλοῦνται τήν λανθασμένη θέση «ὅ,τι πεῖ ἡ Ἐκκλησία» ἤ «ἐμεῖς θά κάνουμε ὑπακοή στήν Ἐκκλησία» ἐννοώντας τούς Ἐπισκόπους ἤ τήν Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων, ἀκόμη καί ὅταν αὐτοί φρονοῦν ἤ ἀποφασίζουν ἀντίθετα πρός τήν Ὀρθόδοξη πίστη.
Σύμφωνα μέ τόν Καθηγητή τῆς Δογματικῆς κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη «ὑπάρχει σαφής διάκριση ἀνάμεσα στήν Ἐκκλησία, καθεαυτήν, -ὡς Θεανθρωπίνου μυστηριακοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ- καί τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐκφράζει πράγματι τήν Ἐκκλησία, μόνον ὅμως ὑπό συγκεκριμένες καί σαφεῖς προϋποθέσεις»6.
Ὅπως παρατηρεῖ ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, «τήν πλήρη ἱκανότητα νά διδάσκη δέν τήν ἔχει λάβει ὁ ἐπίσκοπος ἀπό τό ποίμνιό του, ἀλλά ἀπό τό Χριστό, μέσω τῆς Ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Ἀλλ’ ἡ πλήρης αὐτή ἱκανότης, πού ἔχει δοθῆ σ΄ αὐτόν, εἶναι ἱκανότης τοῦ νά φέρη τή μαρτυρία τῆς καθολικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας. Περιορίζεται ἀπό τήν ἐμπειρία αὐτήν. Ἑπομένως, σέ ἐρωτήματα περί πίστεως, ὁ λαός πρέπει νά κρίνη ἀνάλογα μέ τή διδασκαλία του. Τό καθῆκον τῆς ὑπακοῆς παύει νά ἰσχύη, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος ξεφεύγη ἀπό τό καθολικό πρότυπο, ὁπότε ὁ λαός ἔχει τό δικαίωμα νά τόν κατηγορήση ἀκόμη καί νά τόν καθαιρέση»7.
Καί ἐπισημαίνει, ἐπίσης, ὁ μεγάλος αὐτός θεολόγος, ὅτι «ὁ ἐπίσκοπος πρέπει ν΄ ἀγκαλιάση μέσα του ὅλη του τήν Ἐκκλησία· πρέπει νά ἐκδηλώση, νά φανερώση τήν ἐμπειρία καί τήν πίστι της. Δέν πρέπει νά ὁμιλῆ ἀφ’ ἑαυτοῦ ἀλλά ἐν ὀνόματι τῆς Ἐκκλησίας, ‟ex consensu ecclesiae”». Καί καταλήγει ὅτι «τὸ ὅλο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἐπαληθεύη, ἤ, γιὰ νὰ εἴμαστε περισσότερο ἀκριβεῖς, τὸ δικαίωμα, καὶ ὄχι μόνο τό δικαίωμα, ἀλλὰ τὸ καθῆκον τῆς ‟ἐπιβεβαιώσεως”. Μ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ἔγραφαν στὴ γνωστὴ Ἐγκύκλιο ἐπιστολὴ τοῦ 1848 ὅτι «ὁ λαὸς ὁ ἴδιος ἀπὸ μόνος του ὑπῆρξεν ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας»8
Ὁ Σεβασμιώτατος  Μητροπολίτης  Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος ὁριοθετεῖ μέ ἀπόλυτη σαφήνεια τόν ρόλο τῶν λαϊκῶν στίς Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας: «... καί οἱ λαϊκοί εἶναι μάρτυρες τῆς ἀληθείας, εἶναι ποιμένες (ἐμμέσως) τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, εἶναι συνεργοί τῶν Ποιμένων, ἀκόμα συμμετέχουν ὡς σύμβουλοι στίς Οἰκουμενικές Συνόδους καί ἐπί πλέον δέχονται ἤ ἀπορρίπτουν τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ὁ λαός (κλῆρος καί λαϊκοί) δέν δέχθηκαν τήν ἕνωση τῶν “Ἐκκλησιῶν” πού ἔγινε στή Φερράρα-Φλωρεντία»9.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος θέτει μέ ἀπόλυτη σαφήνεια τά ὅρια τῆς ὑπακοῆς τῶν πιστῶν στούς Ἐπισκόπους σέ θέματα ἀντίθετα πρός τήν πίστη μας: (μετάφραση) «Πῶς λοιπόν ὁ Παῦλος λέγει, ‘νά ὑπακοῦτε καί νά ὑποτάσσεσθε στούς προϊσταμένους σας’; Ἀφοῦ εἶπε προηγουμένως, ‘νά ἀναλογίζεσθε τήν ὅλη πορεία τῆς ζωῆς τους καί νά μιμῆσθε τήν πίστι τους’, κατόπιν πρόσθεσε, ‘νά ὑπακοῦτε καί νά ὑποτάσσεσθε στούς προϊσταμένους σας’. Τί λοιπόν θά συμβῆ, λέγει, ὅταν εἶναι κακός καί δέν τόν ὑπακοῦμε; Κακός, πῶς τό ἐννοεῖς; ἐάν εἶναι τέτοιος ἐξ αἰτίας τῆς πίστεως, ἀπόφευγέ τον καί ἀπομακρύνσου ἀπ’ αὐτόν, ὄχι μόνο ἄν εἶναι ἄνθρωπος, ἀλλά κι’ ἄν ἀκόμη εἶναι ἄγγελος πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό· ἐάν ὅμως εἶναι κακός ὡς πρός τήν ἰδιωτική του ζωή, μήν ἀσχολῆσαι μ’ αὐτήν. ...ἀφοῦ καί τό, ‘μή κρίνετε, γιά νά μή κριθῆτε’, ἀναφέρεται στόν τρόπο ζωῆς, κι’ ὄχι στήν πίστι· ... Βλέπεις ὅτι ὁ λόγος δέν γίνεται γιά δόγματα, ἀλλά γιά τρόπο ζωῆς καί πράξεως;»10.
Ἀναφερόμενος, ἐπίσης, ὁ ἱερός Χρυσόστομος στήν «ἀνθρωπίνην διαίρεσιν» τῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος σέ «πρόβατα καί ποιμένες», παρατηρεῖ: «πρόβατα καί ποιμένες πρός τήν ἀνθρωπίνην εἰσί διαίρεσιν, πρός δέ τόν Χριστόν πάντες πρόβατα καί γάρ οἱ ποιμαίνοντες καί οἱ ποιμαινόμενοι ὑφ’ ἑνός, τοῦ ἄνω Ποιμένος, ποιμαίνονται»11. 
Καί ὁ μακαριστός Γέροντας Γεώργιος Καψάνης ἔγραφε γιά τό ἴδιο ζήτημα: «Ὅσον ἀφορᾷ δέ εἰς τήν διοίκησιν καί τήν διδασκαλίαν, ἡ συμμετοχή τοῦ λαοῦ εἶναι θεμελιώδης, ἐφ’ ὅσον οὗτος, χαρισματοῦχος ὤν καί διδακτός Θεοῦ, ἀποτελεῖ μετά τοῦ κλήρου τήν ἀγρυπνοῦσαν συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας, ἥτις μαρτυρεῖ (κρίνει, διακρίνει, ἐγκρίνει καί ἀποδέχεται, ἤ κατακρίνει καί ἀπορρίπτει) τήν διδασκαλίαν καί τάς πράξεις τῆς ἱεραρχίας, ὡς ἀπεφάνθησαν καί οἱ Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς ἐν τῇ Ἐγκυκλίῳ αὐτῶν τῆς 6ης Μαΐου 1848»12. 
2. Οἱ τεχνικές τῆς ὁμάδας κρούσης τῶν Οἰκουμενιστῶν
Αὐτός ὁ λαός, οἱ κληρικοί, οἱ μοναχοί, ἀκόμη καί ἡ πλειοψηφία τῶν Ἐπισκόπων παραθεωρήθηκαν, παραγκωνίστηκαν, περιθωριοποιήθηκαν, ἀγνοήθηκαν καί ἐξαπατήθηκαν ἀπό τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης. Φιμώθηκαν, λοιδορήθηκαν, ὑβρίστηκαν, χλευάστηκαν καί ἀπειλήθηκαν.
Εἶναι χαρακτηριστική καί ἄκρως ἀποκαλυπτική τοῦ πνεύματος πού κυριάρχησε σέ αὐτή τήν «Σύνοδο» ἡ μαρτυρία πού καταθέτει ἕνας ἀπό τούς συμμετέχοντες Ἐπισκόπους, ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος: «Τοὐλάχιστον ἐγώ προσωπικά δέχθηκα σοβαρή πίεση καί ὑβριστική ἀντιµετώπιση ἀπό Ἱεράρχες γιά τήν στάση µου, πληροφορήθηκα δέ ὅτι πιέσεις δέχθηκαν καί ἄλλοι Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας µας. Καί ἐπειδή πάντοτε ἐνεργῶ µέ ψυχραιµία, νηφαλιότητα καί ἐλευθερία, δέν µποροῦσα νά ἀποδεχθῶ τέτοιες ὑβριστικές πρακτικές»13.
Εἶναι πραγματικά πρωτοφανής ἡ ἐκστρατεία συκοφάντησης καί τρομοκράτησης, στήν ὁποία ἐπιδίδονται οἱ γνωστοί κύκλοι καθ’ ὅλο τό διάστημα πρίν, ἀλλά καί μετά τήν «Σύνοδο». Πρόκειται γιά τό γνωστό κατεστημένο, τήν ὁμάδα κρούσης, πού δρᾶ στίς παρυφές τοῦ Φαναρίου καί τῶν λοιπῶν οἰκουμενιστικῶν κέντρων, καί ἔχει ἀναλάβει ἐργολαβικά τήν ἐπιχείρηση προώθησης καί προπαγάνδισης ὅλων τῶν καινοφανῶν ἀντιλήψεων καί τῶν ἑτεροδιδασκαλιῶν πού εἰσβάλλουν στόν χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας. Εἶναι αὐτή ἡ κλειστή ὁμάδα, πού ἀποτελεῖ τόν κύριο φορέα καί ἐκφραστή μιᾶς ἐγκεφαλικῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας, στοχαστικῆς, ἀλειτούργητης, ἀκοινώνητης, ἀμέτοχης στήν μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἀπνευμάτιστης καί τελικά ἀθεολόγητης∙ μιᾶς θεολογίας τῶν συνεδρίων καί τῶν «ἡμετέρων», ἀποκομμένης ἀπό τό ἐκκλησιαστικό σῶμα∙ μιᾶς θεολογίας δυτικότροπης, ἐκκοσμικευμένης, νεωτεριστικῆς, μεταπατερικῆς. 
Δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο ὅτι τά μέλη αὐτῆς τῆς κλειστῆς ὁμάδας τά συναντᾶμε κάθε φορά νά ὑπερασπίζονται καί νά ἐκπροσωποῦν τίς πιό διαλυτικές καί διαβρωτικές τοῦ Ὀρθοδόξου Ἤθους καί τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεώς μας ἀντιλήψεις. Προτείνουν τήν δόλια λειτουργική «ἀνανέωση», τήν μετάφραση καί ἀνάγνωση τῶν λειτουργικῶν κειμένων στήν δημοτική, τήν ἀλλαγή τοῦ χαρακτήρα (θρησκειολογοποίηση) καί τήν σταδιακή κατάργηση τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν στά σχολεῖα.
Παρέχουν στήριξη καί προβάλλουν τά δῆθεν αἰτήματα γιά τήν «ἀναβάθμιση τῆς θέσης τῆς γυναίκας στήν Ἐκκλησία», ὥστε νά ὁδηγηθοῦμε, σταδιακά, καί στήν χειροτονία γυναικῶν, ὅπως στόν Προτεσταντισμό. Ὑποθάλπουν τίς διάφορες κινήσεις ποικίλων ὁμάδων γιά τό ὑποτιθέμενο «δικαίωμα στήν διαφορετικότητα» καί τόν ἐλεύθερο σεξουαλικό προσδιορισμό καί τήν ἀντιβιβλική κατοχύρωση τῆς ὁμοφυλοφιλίας.
Τά ἴδια αὐτά πάντα πρόσωπα -Ἐπίσκοποι, κληρικοί, ἀκαδημαϊκοί θεολόγοι- τοποθετοῦνται ὡς ἐκπρόσωποι τῶν Ἐκκλησιῶν στούς Θεολογικούς Διαλόγους καί στίς Πανορθόδοξες Διασκέψεις. Ἀλλά καί τά γνωστά φερέφωνα, οἱ προσκείμενοι, οἱ διαχειριστές ἱστοσελίδων, οἱ χειροκροτητές, πού κατακλύζουν τά συνέδρια, τίς ἡμερίδες, τά συμπόσια, τά διεθνῆ fora καί τό διαδίκτυο μέ ἀναρτήσεις, εἰσηγήσεις καί ἀρθρογραφία. 
Καί ἀποτελεῖ πράγματι ἀπόλυτη παραδοξότητα καί καταφανή πρόκληση τό γεγονός, ὅτι αὐτοί, πού μέ τά οἰκουμενιστικά ἀτοπήματά τους ἔχουν καταστήσει προβληματική τήν θέση τους μέσα στήν Ἐκκλησία, ἐγκαλοῦν τό εὐσεβές πλήρωμα καί ὅλους ὅσους ἀντιστέκονται στήν οἰκουμενιστική τους διολίσθηση. Αὐτοαναγορεύονται σέ κριτές καί τιμητές τῶν πάντων, καταλογίζουν παραβάσεις, ἀποφαίνονται γιά καθαιρέσεις καί ἐκδίδουν ἀφοριστήρια! Καλοῦν μάλιστα ὅλους ὅσους ἀρνοῦνται νά ἀπαρνηθοῦν τήν πίστη τῶν Ἁγίων μας καί τῶν Πατέρων μας «νά ἐγκαταλείψουν τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί νά ἀποτειχιστοῦν»14. Ἄς γνωρίζουν, λοιπόν, ὅτι ματαιοπονοῦν. Ὅσο καί ἄν ἐπιθυμοῦν κάτι ἀνάλογο, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, θά διαψευσθοῦν.
Δέν ὑποκύπτουμε σέ ἀπειλές, δέν τρομοκρατούμαστε, δέν σιωποῦμε, δέν ὑποχωροῦμε, δέν ἐκχωροῦμε καί δέν τούς παραδίδουμε τά τιμαλφῆ τῆς Ὀρθοδοξίας μας. Παραμένουμε, σύν Θεῷ, πιστοί καί ἀμετακίνητοι στήν Ἁγία μας Ἐκκλησία∙ παραμένουμε «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι», σθεναροί καί σταθεροί στίς ἐπάλξεις τοῦ ἀγώνα ὑπέρ τῆς ἀμωμήτου πίστεώς μας, ἄχρι θανάτου.
Φωτεινός ὁδοδείκτης μας ὁ μεγάλος σύγχρονός μας Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης πού τόνιζε μέ προφητικό καί ἀποκαλυπτικό τρόπο: «Ἄς γνωρίσωμεν καλά ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας δέν ἔχει καμμίαν ἔλλειψιν. Ἡ μόνη ἔλλειψις, πού παρουσιάζεται, εἶναι ἡ ἔλλειψις σοβαρῶν Ἱεραρχῶν καί Ποιμένων μέ πατερικές ἀρχές. Εἶναι ὀλίγοι οἱ ἐκλεκτοί»15. Καί σέ ἄλλο σημεῖο διεκήρυσσε μέ ἀπόλυτο καί ξεκάθαρο τρόπο ὁ ἴδιος ἅγιος: «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί Αὐτός τήν κυβερνάει, δέν εἶναι Ναός, πού χτίζεται ἀπό πέτρες, ἄμμο καί ἀσβέστη ἀπό εὐσεβεῖς καί καταστρέφεται μέ φωτιά βαρβάρων, ἀλλά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. ‘‘Καί ὁ πεσών ἐπί τόν λίθον τοῦτον συνθλασθήσεται· ἐφ’ ὅν δ’ ἄν πέσῃ, λικμήσει αὐτόν’’16»17.
Β΄. ΠΡΟΜΕΛΕΤΗΜΕΝΗ ΚΑΙ  ΜΕΘΟΔΕΥΜΕΝΗ  ΕΠΙΛΟΓΗ
Βασική προϋπόθεση γιά τήν ὁποιαδήποτε ἀποτίμηση τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης εἶναι ὁ ἐντοπισμός τῶν ἰδιαιτεροτήτων της, πού τήν διαφοροποιοῦν πλήρως ἀπό κάθε ἄλλη Ὀρθόδοξη Σύνοδο. Ἡ συγκεκριμένη «Σύνοδος» πραγματοποιήθηκε ὄχι γιά νά καταδικάσει κάποια αἵρεση, ἀλλά γιά νά παράσχει ἐκκλησιαστικότητα στίς αἱρέσεις∙ ὄχι γιά νά ἐπιλύσει κανονικά ζητήματα, ἀλλά γιά νά παραβιάσει συνειδητά τούς κανόνες καί νά λάβει ἀντικανονικές ἀποφάσεις∙ ὄχι γιά νά ἐνισχύσει καί ἀναδείξει τήν ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλά γιά νά ἐπιβάλει τήν κατασκευασμένη «ἑνότητα» μέ τούς αἱρετικούς!!
Καί ὅπως πολύ ὀρθά παρατηρεῖ ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ: «Σύνοδος ἡ ὁποία δὲν διαστέλλει «ἀναμέσον βεβήλου καὶ ἁγίου» (Ὅρος τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς), τὴν Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὴν αἵρεση, τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν δαιμονικὴ πλάνη, νομιμοποιώντας ἐκκλησιαστικὰ τὴν αἵρεση, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι πραγματικὰ Ὀρθόδοξη, ἀλλὰ ἐκπίπτει σὲ ψευδοσύνοδο»18.
Ἡ «Σύνοδος» δέ αὐτή ἦταν ἐξαρχῆς ἐνταγμένη στό συνολικό ἐγχείρημα γιά τήν ἀποδόμηση τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἐγχείρημα αὐτό, πού ξεκίνησε, τῇ συνεργίᾳ τοῦ πονηροῦ, ἀπό τίς ἀρχές ἀκόμη τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα, μέ πρωτοβουλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, εἶναι πολυεπίπεδο καί καταλαμβάνει διαφόρους τομεῖς. Κινεῖται δέ σέ δύο κεντρικούς ἄξονες: α) τόν Θεολογικό Διάλογο μέ τούς ἑτεροδόξους καί β) τίς Διορθόδοξες Συναντήσεις καί Διασκέψεις (πού συστηματοποιοῦνται ἀπό τό 1961 καί ἐντεῦθεν) στήν πορεία τους πρός τήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο». Ἡ κοινή συνισταμένη καί τῶν δύο αὐτῶν ἀξόνων εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός. 
1. Τί εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός
Ὁ Οἰκουμενισμός ἐμφανίζεται γιά πρώτη φορά κατά τό δεύτερο μισό τοῦ 19ου αἰ. στόν αἱρετικό προτεσταντικό χῶρο ὡς προσπάθεια προσεγγίσεως καί συνεργασίας ὅλων τῶν προτεσταντικῶν ὁμολογιῶν. 
Ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰ., μέ ἀποκλειστική εὐθύνη καί πρωτοβουλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ Οἰκουμενισμός κυοφορεῖται, προβάλλεται καί σταδιακά ἐπιβάλλεται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ὡς ἡ κίνηση αὐτή, πού ἔχει στόχο της, σύμφωνα μέ τούς πρωταγωνιστές της, «τήν ἐπανένωση τῶν διηρημένων Χριστιανῶν καί τῶν ἐκκλησιῶν». Πρόκειται γιά μιά προσπάθεια «ἐπανένωσης», πού ἐπιχειρεῖται χωρίς θεολογικές προϋποθέσεις, παραβλέποντας τίς δογματικές διαφορές, τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση καί πρακτική τῶν Ἁγ. Πατέρων, τίς ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων καί τούς ἱερούς Κανόνες. Μιά προσπάθεια «ἐπανένωσης» πού βασίζεται κυρίως στά «ἑνοῦντα», στά κοινά σημεῖα, θεολογικά καί μή, κοινωνικά καί πολιτικά, καί πού γιά τό λόγο αὐτό «διολισθαίνει ὅλο καί περισσότερο σέ συμβιβαστικές–συγκρητιστικές τακτικές πού ἀναιροῦν θεμελιώδεις ἀρχές τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας»19 καί ἀναιροῦν τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
Τό «οἰκουμενιστικό ὅραμα» στήν προέκτασή του δέν περιορίζεται μόνο στήν «ἕνωση τῶν χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν» (Ὀρθόδοξοι, Παπικοί, Προτεστάντες, Ἀντιχαλκηδόνιοι), ἀλλά ἐπεκτείνεται καί στίς «θρησκεῖες τοῦ κόσμου». Σέ πρώτη φάση ξεκινᾶ ἀπό τίς λεγόμενες μονοθεϊστικές θρησκεῖες (Χριστιανισμός, Ἰουδαϊσμός, Ἰσλάμ) μέ προοπτική νά ἐπεκταθεῖ καί στίς ὑπόλοιπες (Ἰνδουισμό, Βουδισμό κ.ἄ.). Ἔχουμε, ἔτσι, ἐκτός ἀπό τόν διαχριστιανικό Οἰκουμενισμό, καί τόν διαθρησκειακό Οἰκουμενισμό.
Ὁ Οἰκουμενισμός προβάλλεται, ἐνεργεῖ καί ἐπιβάλλεται μέ τούς ὅρους, τά μέσα καί τίς πρακτικές τῆς Νέας Ἐποχῆς. Ἡ ἰδιαιτερότητά του σέ σχέση μέ τίς ἄλλες γνωστές αἱρέσεις πού ἔχουν ἐμφανισθεῖ, εἶναι πώς ὁ Οἰκουμενισμός περικλείει μέσα του ὅλες τίς ἄλλες αἱρέσεις, γι’ αὐτό καί ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς χαρακτήρισε πολύ εὔστοχα τόν Οἰκουμενισμό ὡς παναίρεση. «Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι κοινόν ὄνομα διά τούς ψευδοχριστιανισμούς, διά τάς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδία ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὑμανισμῶν μέ ἐπικεφαλῆς τόν Παπισμό. Ὅλοι δέ αὐτοί οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τήν ἄλλην αἵρεσιν. Τό κοινόν εὐαγγελικόν ὄνομά τους εἶναι ἡ παναίρεσις»20.
Ὁ Οἰκουμενισμός δέν προσβάλλει, ἁπλά καί μόνο, μία συγκεκριμένη ἀλήθεια, ἀλλά τό συνολικό οἰκοδόμημα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, χωρίς ὅμως φαινομενικά νά τό ἀμφισβητεῖ. Ἡ οὐνιτίζουσα μάλιστα διάσταση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία παγιώθηκε στίς μέρες μας, στηρίζεται σέ καθαρά νεοεποχίτικη λογική. Δέν θίγει ἐξωτερικά τήν Ὀρθοδοξία, ἀλλά τήν ἀπογυμνώνει ἀπό τόν ἀποκαλυπτικό καί σωτηριολογικό της χαρακτήρα, καθώς τήν ἐξομοιώνει μέ τήν αἵρεση, τήν ὁποία ἀναγνωρίζει ὡς μία ἄλλη ἐκδοχή τῆς ἀληθείας.
Οἱ αὐθαίρετες τακτικές καί ἐπιλογές τῶν συγχρόνων οἰκουμενιστῶν, οἱ ἀντορθόδοξες καί προδοτικές τῆς πίστεως ἐνέργειές τους συντείνουν καί ὁδηγοῦν στήν κατάλυση τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, τήν προώθηση καί ἐπιβολή ἑνός Πρώτου -ἄνευ ἴσων- καί στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, τήν ἀναγνώριση ἐκκλησιαστικότητας στούς αἱρετικούς, τήν ἐπιβολή τῆς ἰδέας τῆς ψευδοενότητος, πού θά ὁδηγήσει τελικά στήν λεγόμενη «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν», μέ ἀπώτερη κατάληξη τήν πανθρησκεία τῆς Νέας Ἐποχῆς.
Ὅλες αὐτές οἱ προσπάθειες τῆς ἀποδόμησης τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν ἐκβάλει θεσμικά καί κατά ἀποδεικτικό τρόπο στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης. Εἶναι φανερό ὅτι ἡ Κανονική, Ἐκκλησιολογική καί, κατά συνέπεια, δογματική ἐκτροπή τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης δέν ἦταν μόνον μία ἐσφαλμένη δογματικά ἀπόφαση∙ δέν προέκυψε ξαφνικά καί ἀναπάντεχα κατά τήν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν της. Ἀντίθετα, ἀποτελοῦσε συγκεκριμένη ἐπιλογή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῶν δορυφόρων του∙ ἦταν μία προμελετημένη, καλά ὀργανωμένη καί μεθοδικά στοχευμένη ἐκτροπή στά πλαίσια τοῦ ἐγχειρήματος, πού περιγράψαμε παραπάνω. 
2. Ἡ προετοιμασία τῆς «Συνόδου»
Ἡ ἐπίτευξη ὅλων αὐτῶν τῶν στόχων ἀπαιτοῦσε καλά μελετημένους χειρισμούς. Γι’ αὐτό καί διήρκησε ἑκατό ὁλόκληρα χρόνια ὅλη αὐτή ἡ προσπάθεια∙ ἑκατό ὁλόκληρα χρόνια γεμάτα αὐθαιρεσίες, μονομερεῖς ἐνέργειες καί ἐπιβολές∙ γεμάτα τακτικισμούς, μεθοδεύσεις, ἴντριγκες, μηχανορραφίες∙ γεμάτα ἀδιαφάνεια, μυστικοπάθεια, ἀπειλές, ἐκφοβισμούς καί ἐκβιασμούς.
Μέ τέτοιες πρακτικές προετοιμάζονται καί ὁλοκληρώνονται, ἐδῶ καί ἕναν αἰώνα, -βῆμα πρός βῆμα- ὅλες οἱ ἀπαιτούμενες κινήσεις, ὥστε νά λάβει πανορθόδοξο κῦρος καί ἀναγνώριση ἡ οἰκουμενιστική ἐκτροπή τοῦ Φαναρίου, πού ξεκίνησε στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα, ἐντελῶς αἰφνιδιαστικά καί χωρίς κανένα ἀπολύτως θεολογικό ἔρεισμα.
Οἱ Πατριαρχικές ἐγκύκλιοι τοῦ 1902, 1904 καί 1920 μετέβαλαν καθοριστικά τήν στάση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἔναντι τῶν αἱρετικῶν τῆς Δύσεως, ἀνατρέποντας ριζικά καί καταπατώντας τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία. 
«Αὐτό πού αἰφνιδιάζει», παρατηρεῖ ὁ π. Γ. Μεταλληνός, «εἶναι ἡ χρησιμοποιούμενη στό κείμενο αὐτό γλώσσα. Χωρίς καμμία, καί στό ἐλάχιστο, κίνηση ἐπιστροφῆς τοῦ προτεσταντικοῦ κόσμου στήν ἐκκλησιαστικότητα, καί ἐνῶ 32 χρόνια πρίν εἶχε δογματισθεῖ τό παπικό ἀλάθητο στήν Α΄ Βατικανή (1870), οἱ χριστιανικές αἱρέσεις τῆς Δύσεως καλοῦνται ‘αἱ δύο μεγάλες τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀναδενδράδες’»21.
Ἡ Πατριαρχική ἐγκύκλιος τοῦ 1902 ἐστάλη πρός ὅλες τίς Τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί ζητοῦσε τίς ἀπόψεις τους γιά τήν δυνατότητα προσεγγίσεως μέ τούς παπικούς. Ὅλες οἱ ἀπαντήσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἦταν ἀρνητικές ὡς πρός αὐτή τήν δυνατότητα. Παρά τήν ἀρνητική αὐτή ἀπάντηση, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἐπανέρχεται μέ τήν νέα ἐγκύκλιό του τό 1920 «πρός τάς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» «φρονοῦσα ὅτι ἡ τῶν διαφόρων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν προσέγγισις πρός ἀλλήλας καί κοινωνία οὐκ ἀποκλείεται ὑπό τῶν ὑφισταμένων μεταξύ αὐτῶν δογματικῶν διαφορῶν»22.
Τά κριτήρια πού τίθενται ἀπό πλευρᾶς Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γι’ αὐτή τήν «προσέγγιση» εἶναι ἀποκλειστικά κοινωνικά καί πολιτικά. Κάθε θεολογική ἀναφορά ἀπουσιάζει καί ὁ θεολογικός λόγος παραχωρεῖ τήν θέση του στήν κοινωνική πολιτική καί διπλωματία. Ὡς βασική ἀναγκαιότητα πού ἐπιβάλλει τόν οἰκουμενικό διάλογο καί τήν «συνεργασία τῶν ἐκκλησιῶν» ὁρίζονται τά δεινά πού προκάλεσε ὁ πρόσφατος τότε πρῶτος παγκόσμιος πόλεμος.
Παρά τήν παντελή ἔλλειψη θεολογικῶν ἐπιχειρημάτων ἡ Πατριαρχική Ἐγκύκλιος προτείνει τήν σύσταση τῆς «Κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν» -πρόδρομο τοῦ ΠΣΕ (Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν)- στά πρότυπα τῆς «Κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν», πού μόλις εἶχε ἱδρυθεῖ. Διατυπώνει δέ ἕντεκα βασικά σημεῖα βάσει τῶν ὁποίων θά οἰκοδομηθοῦν οἱ ἀπαραίτητες καλές σχέσεις καί ἡ φιλία μεταξύ τῶν «ἐκκλησιῶν». Εἶναι χαρακτηριστικό καί ἀποκαλυπτικό τῶν προθέσεων καί τῶν μεθοδεύσεων πού ὑπῆρχαν τό γεγονός ὅτι τά ἕντεκα αὐτά σημεῖα ἀπετέλεσαν τίς βασικές «σταθερές» τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ἀκολουθήθηκαν -βῆμα πρός βῆμα- μέ ἀπόλυτη πιστότητα μέχρι καί τίς μέρες μας. Κάθε φορά δέ πού ἕνα ἀπό αὐτά τά βήματα ὁλοκληρώνεται, ξεκινᾶ ἡ προετοιμασία γιά τήν πραγματοποίηση καί τοῦ ἑπόμενου. Τά σημεῖα αὐτά περιγράφονται στήν Πατριαρχική Ἐγκύκλιο ὡς ἑξῆς: 
«α) διά τῆς παραδοχῆς ἑνιαίου ἡμερολογίου πρός ταυτόχρονον ἑορτασμόν τῶν μεγάλων χριστιανικῶν ἑορτῶν ὑπό πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν, β) διά τῆς ἀνταλλαγῆς ἀδελφικῶν γραμμάτων κατά τάς μεγάλας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἐνιαυτοῦ ἑορτάς, ἐν αἷς εἴθισται, καί ἐν ἄλλαις ἐκτάκτοις περιστάσεσι, γ) διά τῆς οἰκειοτέρας συσχετίσεως τῶν ἑκασταχοῦ εὑρισκομένων ἀντιπροσώπων τῶν διαφόρων Ἐκκλησιῶν, δ) διά τῆς ἐπικοινωνίας τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν καί τῶν ἀντιπροσώπων τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης καί διά τῆς ἀνταλλαγῆς τῶν ἐν ἑκάστῃ Ἐκκλησίᾳ ἐκδιδομένων θεολογικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν περιοδικῶν καί συγγραμμάτων, ε) διά τῆς ἀποστολῆς νέων χάριν σπουδῶν ἀπό τῆς μιᾶς εἰς τάς σχολάς τῆς ἄλλης Ἐκκλησίας, στ) διά τῆς συγκροτήσεως παγχριστιανικῶν συνεδρίων πρός ἐξέτασιν ζητημάτων κοινοῦ πάσαις ταῖς Ἐκκλησίαις ἐνδιαφέροντος, ζ) διά τῆς ἀπαθοῦς καί ἐπί τό ἱστορικώτερον ἐξετάσεως τῶν δογματικῶν διαφορῶν ἀπό τῆς ἕδρας καί ἐν ταῖς συγγραφαῖς, η) διά τοῦ ἀμοιβαίου σεβασμοῦ τῶν κρατούντων ἐν ταῖς διαφόροις Ἐκκλησίαις ἠθῶν καί ἐθίμων, θ) διά τῆς παροχῆς ἀμοιβαίων εὐκτηρίων οἴκων καί κοιμητηρίων διά τάς κηδείας καί τήν ταφήν τῶν ἐν τῇ ξένῃ ἀποθνησκόντων ὀπαδῶν τῶν ἑτέρων Ὁμολογιῶν, ι) διά τοῦ διακανονισμοῦ μεταξύ τῶν διαφόρων Ὁμολογιῶν τοῦ ζητήματος τῶν μικτῶν γάμων, ια) διά τῆς πρόφρονος τέλος ἀμοιβαίας ὑποστηρίξεως τῶν Ἐκκλησιῶν ἐν τοῖς ἔργοις τῆς θρησκευτικῆς ἐπιρρώσεως, τῆς φιλανθρωπίας καί τοῖς παραπλησίοις»23.
Ὅλο αὐτό τό ἐγχείρημα, λοιπόν, πού ὀργανώθηκε καί ξεκίνησε τίς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 20οῦ αἰώνα, ἡ μετάλλαξη, δηλαδή, τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας, πού ἔκτοτε καλλιεργήθηκε καί ἑδραιώθηκε συστηματικά, ἀποζητοῦσε καί ἐπεδίωκε, ἐπί ἑκατό ὁλόκληρα χρόνια, τήν πανορθόδοξη θεσμική κατοχύρωσή της, ὥστε νά προβάλλεται καί νά χρησιμοποιεῖται ἀπό τούς οἰκουμενιστές ὡς πανορθόδοξη ἀπόφαση. Αὐτήν ἀκριβῶς τήν θεσμική καταξίωση παρεῖχε ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης: προσέδωσε ἐκκλησιαστικότητα στίς αἱρέσεις, τίς ἀναγνώρισε, δηλαδή, ὡς «Ἐκκλησίες».
Πρόκειται οὐσιαστικά γιά τήν ἐκτέλεση ἑνός προσυμφωνημένου συμβολαίου, ἀφοῦ εἶναι γνωστό ὅτι ὅλα ὅσα διαδραματίστηκαν στήν διάρκεια τῶν ἑκατό αὐτῶν χρόνων ἦταν σέ ἀπόλυτη συμφωνία καί στενή συνεργασία μεταξύ Φαναρίου καί Βατικανοῦ καί ἐνταγμένα στά γενικά πλαίσια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν. 
Ἡ ἐκκλησιολογική μετάλλαξη μέ τήν θέσπιση μίας νέας ἐκκλησιολογίας, πού θά παρέχει ἐκκλησιαστικότητα στίς αἱρέσεις, θά τίς ἀναγνωρίζει δηλαδή ὡς «Ἐκκλησίες», ἦταν, ἤδη, προαποφασισμένη καί προσυμφωνημένη. Ἐξίσου προαποφασισμένη καί προσυμφωνημένη εἶναι καί ἡ τόσο προβαλλόμενη καί πολυδιαφημιζόμενη «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν». Παρουσιάζονται, ὅμως, καί κοινοποιοῦνται τμηματικά καί μέ προσεκτικά βήματα, ὥστε νά μήν ὑπάρχουν πολλές καί μεγάλες ἀντιδράσεις ἀπό τό ὀρθόδοξο πλήρωμα καί νά ἀφομοιώνονται πιό εὔκολα ἀπό τούς ἀνυποψίαστους πιστούς.
Στίς γραμμές πού θά ἀκολουθήσουν, θά ἐπιχειρήσουμε, ἐντελῶς συνοπτικά, νά ἐκδιπλώσουμε καί νά παρουσιάσουμε ἕναν-ἕναν τούς κρίκους αὐτῆς τῆς ἁλυσίδας, πού ἐδῶ καί ἕναν αἰώνα -μεθοδευμένα καί συστηματικά- περισφίγγει ἀπειλητικά τήν Ἁγία μας Ἐκκλησία. 
3. Οἱ πρῶτες ἀπόπειρες γιά τήν σύγκληση Πανορθόδοξης Συνόδου
Ἡ πρώτη ἀπόφαση γιά τήν σύγκληση τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» λήφθηκε τό 1923 στό «Πανορθόδοξο Συνέδριο» τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐνῶ ἀπουσίαζε ἡ πλειοψηφία τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἐπί πατριαρχίας Μελετίου Μεταξάκη, ὁ ὁποῖος, βέβαια, εἶναι γνωστός γιά τόν τεράστιο καί ἀνεπανόρθωτο διχασμό πού προκάλεσε στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν κατάφωρα παράνομη ἀπόφαση καί ἐπιβολή τοῦ Γρηγοριανοῦ ἡμερολογίου. 
Τότε ξεκίνησε καί ἡ κατάρτιση τοῦ καταλόγου μέ τά θέματα τῆς Συνόδου. Ἀρχική ἐπιδίωξη ἦταν νά πραγματοποιηθεῖ μία νέα «Οἰκουμενική Σύνοδος» τό 1925, μέ ἀφορμή τήν ἐπέτειο 1600 ἐτῶν ἀπό τήν πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδο στήν Νίκαια τό 325. Αὐτό τελικά δέν κατέστη ἐφικτό καί εἶναι ἕνα δεῖγμα τῆς ἀσυμφωνίας καί τῶν ἀντιρρήσεων πού ὑπῆρχαν ἀνέκαθεν γιά τήν συγκεκριμένη Σύνοδο. Ἡ σύγκληση τῆς Συνόδου συζητήθηκε, ἐκ νέου, στά πλαίσια τῆς «Προκαταρκτικῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς», τό 1930 στό Ἅγιον Ὄρος, χωρίς καί πάλι νά ὑπάρξει κάποιο ἀποτέλεσμα.
Ἡ εἴσοδος στό δεύτερο μισό τοῦ 20οῦ αἰώνα ἐπέφερε μία κατακόρυφη αὔξηση καί μία ἰδιαίτερη ἄνθηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, πού συνδέεται μέ συγκεκριμένα πρόσωπα καί γεγονότα. 
Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε τήν ἵδρυση τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ) τό 1948 καί τήν ἀναρρίχηση στούς θρόνους τῆς Ρώμης καί τῆς Κωνσταντινουπόλεως δύο ἀνδρῶν μέ προϊστορία καί προσωπική γνωριμία μεταξύ τους, μέ κοινούς στόχους καί κοινή ἐπικοινωνιακή τακτική. Ὁ Καρδινάλιος Angelo Roncalli ἐκλέγεται Πάπας τό 1958, γνωστός ὡς Πάπας Ἰωάννης ΚΓ΄ καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς Ἀθηναγόρας ἐκλέγεται Οἰκουμενικός Πατριάρχης τό 1948.
Τήν ἴδια ἀκριβῶς περίοδο ἔχουμε τήν ἐμπλοκή τῆς πολιτικῆς, καί ἰδιαίτερα τοῦ ἀμερικανικοῦ παράγοντα, στά ἐκκλησιαστικά ζητήματα. Εἶναι ἡ ἐποχή πού κορυφώνεται ὁ Ψυχρός Πόλεμος καί οἱ ΗΠΑ ἐνισχύουν ἐνεργά τό Φανάρι ὡς τό ἀντίπαλον δέος στήν ἐπιρροή πού ἐπιθυμοῦν νά ἀσκήσουν οἱ Σοβιετικοί, μέσω τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, στίς ὁμόδοξες χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης. Στό πλαίσιο αὐτό οἱ δυτικές Κυβερνήσεις ὑποστηρίζουν καί ἐνισχύουν τόν «οἰκουμενικό διάλογο» καί τίς προσπάθειες γιά τήν «σύσφιγξη τῶν σχέσεων μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καί Δύσεως».
Τό 1948 ἀνατρέπεται βίαια ἀπό τόν Οἰκουμενικό Θρόνο ὁ Πατριάρχης Μάξιμος ὁ Ε΄, καθώς τοῦ ἀποδόθηκαν φιλορωσικά αἰσθήματα καί κινήσεις. Οἱ ΗΠΑ ἀποφασίζουν νά δράσουν ἀποφασιστικά καί ἐπιθυμοῦν νά ἐγκαταστήσουν στό Φανάρι ἕνα ἰσχυρό πρόσωπο τῆς ἐμπιστοσύνης τους, ἱκανό νά ἀνταποκριθεῖ στίς ἀνάγκες πού προαναφέραμε καί νά ἐκπληρώσει τούς συγκεκριμένους στόχους. 
Ἐν ὄψει τῆς ἐκλογῆς νέου Πατριάρχη, ἡ τουρκική κυβέρνηση διαγράφει ὅλους τούς Ἱεράρχες τῆς Ἐνδημούσης Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου ἀπό τόν κατάλογο ὑποψηφίων κι αὐτό γιατί, μέ τήν σύμφωνη γνώμη καί τῆς ἑλληνικῆς καί τῆς ἀμερικανικῆς κυβέρνησης, ἐκλεκτός ὑποψήφιος ἦταν ὁ Ἀμερικῆς Ἀθηναγόρας.
4. Ἡ ἐπιβολή «Πρώτου» καί στήν Ὀρθοδοξία
Ἔκτοτε, οἱ ΗΠΑ παρέχουν -ὡς μέσο ἐξουδετέρωσης τοῦ ρωσικοῦ παράγοντα ἐπιρροῆς- τήν ὑποστήριξή τους στήν πάγια ἐπιδίωξη τοῦ Φαναρίου γιά τήν ἐγκαθίδρυση τοῦ Πρωτείου του στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή. Τό ὅλο ζήτημα προβάλλεται συστηματικά ἀπό κορυφαίους ἐκπροσώπους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ὁ Μητροπολίτης Προύσης Ἐλπιδοφόρος μάλιστα ἔφτασε μέχρι τό σημεῖο νά καταδικάζει ὡς αἱρετικούς ὅσους δέν ἀποδέχονται τήν ἐπιβολή τοῦ Πρωτείου στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία: «Ἡ ἄρνηση ἀναγνωρίσεως πρωτείου τινός στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἑνός πρωτείου τό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά ἐνσαρκώσει παρά κάποιος Πρῶτος –τοὐτέστι κάποιος Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος ἔχει τό προνόμιο νά εἶναι ὁ πρῶτος μεταξύ τῶν ἀδελφῶν του Ἐπισκόπων– συνιστᾷ αἵρεση. Εἶναι ἀπαράδεκτο αὐτό πού συνήθως λέγεται ὅτι ἡ ἑνότητα μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων διασφαλίζεται εἴτε ὑπό μιᾶς κοινῆς πίστεως καί λατρείας εἴτε ὑπό τοῦ θεσμοῦ τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Καί οἱ δύο αὐτοί παράγοντες εἶναι ἀπρόσωποι, ἐνῷ στήν ὀρθόδοξη θεολογία μας ἡ ἀρχή τῆς ἑνότητάς μας εἶναι πάντοτε ἕνα πρόσωπο. Πράγματι, ὅπως στό ἐπίπεδο τῆς Ἁγίας Τριάδος ἡ ἀρχή τῆς ἑνότητας δέν εἶναι ἡ θεία οὐσία, ἀλλά τό πρόσωπο τοῦ Πατρός (ἡ «μοναρχία» τοῦ Πατρός), ἔτσι καί στό ἐκκλησιολογικό ἐπίπεδο, στήν τοπική ἐκκλησία, τό σημεῖο τῆς ἑνότητας δέν εἶναι τό πρεσβυτέριο ἤ ἡ κοινή λατρεία τῶν χριστιανῶν, ἀλλά τό πρόσωπο τοῦ Ἐπισκόπου. Ἑπομένως, ἐπί πανορθοδόξου ἐπιπέδου ἡ ἀρχή τῆς ἑνότητας δέν μπορεῖ νά στηρίζεται ἐπί μιᾶς ἰδέας ἤ ἑνός θεσμοῦ, ἀλλά πρέπει νά εἶναι κάποιο πρόσωπο, ἄν βέβαια θέλουμε νά παραμείνουμε συνεπεῖς στή θεολογία μας»24.
Εἶναι ἐμφανές πώς οἱ ἀπόψεις αὐτές τοῦ Μητροπολίτη Προύσης ἀναπαράγουν τήν θεολογία τοῦ Μητροπολίτη Περγάμου περί προσώπου. Σύμφωνα μέ τόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου «ἡ ὅλη προβληματική περί τοῦ προσώπου ἀποτελεῖ, χωρίς νά κινδυνολογῶ, μιά αἵρεση, συνέχεια τοῦ ἀρειανισμοῦ, τοῦ μονοθελητισμοῦ καί εἶναι ἐπηρεασμός ἀπό τήν ὑπαρξιστική φιλοσοφία...»25. «Ἡ Ἐκκλησία, κατά τήν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, εἶναι Σῶµα Χριστοῦ, ἡ βάση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι Χριστοκεντρική καί ὄχι Τριαδοκεντρική, ἀφοῦ ὁ Χριστός ”ὁ εἷς τῆς Τριάδος” ἐνηνθρώπησε, δηλαδή προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν θέωσε.
Ὅταν χαρακτηρίζεται ἡ Ἐκκλησία ”εἰκών” ἤ ”κατ’ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος”, τότε ἀπό αὐστηρῆς θεολογικῆς πλευρᾶς γίνεται σύγχυση µεταξύ θεολογίας καί οἰκονοµίας καί σύγχυση µεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ. Ἐπί πλέον, στήν διατύπωση τῆς Ἐκκλησίας ὡς εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐµφαίνονται πολλοί προβληµατισµοί ὡς πρός τόν συσχετισµό µεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν καί τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωµάτων τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος!!!»26.
Εἶναι, ἄλλωστε, χαρακτηριστικό ὅτι μέ τήν θεολογία του περί προσώπου καί περί τῆς Ἐκκλησίας ὡς εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τήν χρήση αὐτῆς τῆς θεολογίας γιά τήν ὑποστήριξη τῆς ἐπιβολῆς τοῦ Πρωτείου, ὁ Μητροπολίτης Περγάμου ξεπέρασε ἀκόμη καί τούς παπικούς θεολόγους! Στήν Συνεδρία τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Διαλόγου, στό Ἀμμάν τῆς Ἰορδανίας τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2014, ἐξέπληξε ἀκόμη καί τούς παπικούς ἀντιπροσώπους. «Οἱ τελευταῖοι στά διαλείμματα τῶν συνεδριάσεων [τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Διαλόγου] ἀπελογοῦντο στούς ἐκπροσώπους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί δήλωναν ὅτι ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ποτέ δέν στήριξε τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα στά ἐπιχειρήματα πού ἐξέθεσε ὁ Μητροπολίτης Περγάμου! Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί σημείωσαν ὅτι ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ Πάπας εἶναι διάδοχος στήν ἐξουσία ἐπί τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Πέτρου, ἀλλά ὅτι ποτέ δέν ἐξέφρασαν τήν ἄποψη ὅτι ὁ Πάπας εἶναι, κατ’ ἀναλογίαν, στήν θέση τοῦ Θεοῦ Πατρός στήν Ἁγία Τριάδα, θέση πού ὑποστήριξε γιά τόν Ρώμης καί γιά τόν Κωνσταντινουπόλεως ὁ Μητροπολίτης Περγάμου!...»27.
Δυστυχῶς, οἱ ἀπόψεις τοῦ ΜητροπολίτηΠεργάμου περιλαμβάνονται καί στό Κείμενο τῆς Ἐγκυκλίου τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης καί στό Κεφάλαιο I «Ἡ Ἐκκλησία: Σῶμα Χριστοῦ, εἰκών τῆς Ἁγίας Τριάδος». Σκοπός, ἄλλωστε, ἐξαρχῆς τῆς «Συνόδου» ἦταν, μεταξύ τῶν ἄλλων, καί ἡ καθιέρωση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη ὡς Πρώτου, ἄνευ ἴσων, στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Οἱ μονομερεῖς, ἄλλωστε, ἐνέργειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στά θέματα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ παραμερισμός, ἡ ὑποτίμηση, ἡ ὑποβάθμιση καί ὁ παραγκωνισμός ὅλων τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, δημιούργησαν καί καθιέρωσαν de facto τήν ὑπεροχική αὐτή θέση τοῦ Φαναρίου. Οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Φαναρίου, ἀκολουθώντας παγίως μία μονομερή τακτική καί ἐπιβάλλοντας κάθε φορά τίς δικές τους ἐπιλογές καί ἀποφάσεις ὑπερέβησαν συστηματικά καί ἐξακολουθητικά τόν συντονιστικό ρόλο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στούς Θεολογικούς Διαλόγους καί τίς Διορθόδοξες Διασκέψεις. Προκάλεσαν, ἔτσι, τήν δίκαιη ἀντίδραση ἐκ μέρους τῶν ὑπολοίπων Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.
Ἀνατρέχοντας καί πάλι στό παρελθόν, διαπιστώνουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος προέβαλε πάντοτε σθεναρή ἀντίσταση ἔναντι τῶν ἐπιβουλῶν τοῦ Φαναρίου καί ἀρνεῖτο νά ἀποδεχθεῖ καί νά ἀναγνωρίσει τήν μονοκρατορία, πού αὐτό ἐπεδίωκε νά ἐγκαθιδρύσει ἔναντι τῶν ἄλλων Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ἀρνεῖτο, δηλαδή, νά ἀναγνωρίσει τήν ἐπιβολή ἑνός Πρώτου, ὄχι μεταξύ ἴσων, ἀλλά ἄνευ ἴσων∙ τήν ἐπιβολή ἑνός Πρωτείου ἐξουσίας καί ὄχι Πρωτείου τιμῆς μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἀναφέρουμε ἐνδεικτικά τήν σφοδρή ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν σπουδή τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα νά συγκαλέσει ἐσπευσμένα τήν Πανορθόδοξη Διάσκεψη τό 1963 καί τήν προσπάθειά του γιά τήν ἐγκαθίδρυση τῆς πρωτοκαθεδρίας του ἔναντι τῶν ὑπολοίπων Ὀρθοδόξων.
Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «κατεδίκασεν ὁμοφώνως τόν ἔξω πάσης Κανονικῆς δεοντολογίας τρόπον, δι’ οὗ ἐπιδιώκεται ἡ συγκρότησις τοῦ περί οὗ πρόκειται Διορθοδόξου Συνεδρίου, κωλυομένη ἐκ τῶν Ἱ. Κανόνων νά ἀναγνωρίσῃ μονοκρατορίαν, εἰς οἱονδήποτε τῶν Πρωτοκαθέδρων Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας»28. Ἀπευθυνόμενη δέ πρός τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα τοῦ δηλώνει ὅτι «ἀπέληξεν εἰς τήν ἀμετάτρεπτον ἀπόφασιν, ὅπως μή μετάσχῃ τῆς ὑπό τῆς Ὑμετέρας Παναγιότητος καί μόνον ἀποφασισθείσης Διορθοδόξου ταύτης Διασκέψεως, ἧς αἱ ἐπιπτώσεις θέλουν ἀσφαλῶς κατεργασθῆ τήν καταρράκωσιν τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας ἡμῶν»29.
5. Ἡ πατριαρχία Ἀθηναγόρα - συμφωνία γιά τήν «ἕνωση»
Ἡ πατριαρχία Ἀθηναγόρα, τά ἀναπάντεχα καί ἀνεξέλεγκτα οἰκουμενιστικά του ἀνοίγματα, ἡ ἀνείπωτη καί ἀχαρακτήριστη περιφρόνηση καί καταπάτηση τῶν κανόνων καί τῆς τάξης τῆς Ἐκκλησίας, ἡ παράτολμη καί καθ’ ὅλα ὑπερβολική, «ἄνευ ὅρων καί ὁρίων», σύμφωνα μέ τόν ἴδιο, προσέγγισή του πρός τούς παπικούς, ἡ ἀνεκδιήγητη ἱλαροτραγωδία καί ἡ ἀκατάσχετη ἀγαπολογία στίς συναντήσεις μαζί τους, τά ἐπικοινωνιακά τεχνάσματα καί ὁ πόλεμος τῶν ἐντυπώσεων, ἦταν μία διαρκής πρόκληση γιά τό ὀρθόδοξο ἦθος καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας καί, ὅπως ἦταν φυσικό, δέν εἶχε σέ καμμία περίπτωση τήν συγκατάθεση τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Μέσα στήν συνολική πληθωρική οἰκουμενιστική του δραστηριότητα ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἦταν ἑπόμενο νά ἐντάξει τήν ἀνακίνηση τῶν διαδικασιῶν γιά τήν σύγκληση τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου. Ἀναδεικνύεται, ἔτσι, μέ τόν πλέον ἐμφαντικό τρόπο, ἡ ἄμεση συνάρτηση τῆς λεγόμενης Μεγάλης Συνόδου μέ τούς στόχους καί τίς ἐπιδιώξεις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Μέ τήν ἀναρρίχησή του στόν Θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ξεκίνησε ἐπίσημες καί μυστικές ἐπαφές μέ τό Βατικανό. «Ὁ Ἀθηναγόρας ἐπί συνεχῆ ἔτη διαπραγματεύεται παρασκηνιακῶς μέ τό Βατικανό τήν συνάντησί του μέ τόν Πάπα.
Διαμεσολαβητής εἶναι ὁ Ρουμάνος Ἀρχιμανδρίτης Σκρίμα, διαπρεπής θεολόγος, καί διάφορες προσωπικότητες τοῦ καθολικοῦ κόσμου»30.
Οἱ στενές σχέσεις καί οἱ ἐπαφές, πού εἶχε ἀναπτύξει ἀπό ἐτῶν μέ τόν Καρδινάλιο Angelo Roncalli, μετέπειτα Πάπα Ἰωάννη ΚΓ΄, εἶχαν ὁδηγήσει σέ ἀποφάσεις γιά τήν προώθηση, ἀπό κοινοῦ, τῆς «ἑνώσεως τῶν ἐκκλησιῶν».
Γιά τόν Πάπα Ἰωάννη «ἡ ἕνωσις θά εἶναι ἕνωσις καρδιῶν. Ἕνωσις προσευχῆς. Ἕνωσις – καρπός ἀναζητήσεως τοῦ ἑνός ὑπό τοῦ ἄλλου»31 καί θά πρέπει νά στηριχθεῖ στίς ἀρχές τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως. «Ἐάν δέν ἐπικρατήση τό σύνθημα τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως: ἐλευθερία, ἰσότης, ἀδελφότης, οὔτε εἰρήνη θά ὑπάρξη μεταξύ τῶν ἐθνῶν, οὔτε ἕνωσις μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν»32. 
Τήν μυστική αὐτή ἀπόφαση μεταξύ Φαναρίου καί Βατικανοῦ γιά τήν προώθηση τῆς «ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν» ἀκολούθησαν συγκεκριμένες κινήσεις καί πρωτοβουλίες μέ τεράστιο συμβολικό καί ἐπικοινωνιακό χαρακτήρα. Πρόκειται γιά τήν πολύκροτη συνάντηση τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα μέ τόν μετέπειτα Πάπα Παῦλο ΣΤ΄ στά Ἱεροσόλυμα τό 1964. Ἦταν πραγματικά μία πρωτόγνωρη καί ἀναπάντεχη ἀπόφαση τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, πού ἀνέτρεψε μέσα σέ μιά στιγμή κάθε δεδομένο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἱερούς Κανόνες, συνοδικότητα, ἁγιοπατερική παράδοση, δογματική καί ἐκκλησιαστική συνείδηση καί τόσα ἄλλα. Καί νά σκεφτεῖ κανείς πώς ἐπρόκειτο γιά ἀποφάσεις ἑνός καί μόνο ἀνδρός, χωρίς καμμία προηγούμενη πανορθόδοξη ἀπόφαση ἐπ’ αὐτῶν! «Αἱ ἄνω ἀπόψεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου... ἐδημιούργησαν παρά τοῖς Ὀρθοδόξοις ἀλγεινήν ἐντύπωσιν... Τό ἀποφασιστικόν τοῦτο καί ἀπρόοπτον βῆμα τοῦ Πατριαρχείου, ἔδει νά καταστῇ ἀντικείμενον κοινῆς συσκέψεως καί ἀποφάσεως τῶν κατά τόπους ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν»33, κατήγγειλε καί πάλι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.
Ἡ συνάντηση Πάπα-Πατριάρχη ἐπένδυσε συστηματικά στήν δύναμη τῆς εἰκόνας, τοῦ συμβολισμοῦ καί τῶν ἐντυπώσεων. Ἐπικοινωνιακή τακτική, πολύκροτες δηλώσεις καί μιά ἀκατάσχετη ἀγαπολογία κυριάρχησε στήν διαβόητη συνάντηση ἔτσι, ὅπως μᾶς τήν περιγράφει ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας. Ταυτόχρονα, ὅμως, περιελάμβανε καί ἰδιαίτερες συναντήσεις καί τήν σύναψη μυστικῶν συμφωνιῶν μεταξύ Πάπα καί Πατριάρχη: «Ἐπήγαμε οἱ δύο μας χέρι μὲ χέρι εἰς τὸ δωμάτιόν του, καὶ εἴχαμεν μίαν μυστικὴν ὁμιλίαν οἱ δύο μας. Τί εἴπαμεν; Ποιὸς ξέρει τί λέγουν δύο ψυχὲς ὅταν ὁμιλοῦν! Ποιὸς ξέρει τί λέγουν δύο καρδίαι, ὅταν ἀνταλλάσσουν αἰσθήματα!... Τί εἴπαμεν; Ἐκάμαμε κοινὸν πρόγραμμα, μὲ ἰσοτιμίαν ἀπόλυτον, ὄχι μὲ διαφοράν»34. 
Αὐτό τό «κοινό πρόγραμμα» ἐφαρμόζεται σταδιακά -βῆμα πρός βῆμα- μέχρι καί σήμερα. Ἡ «ἕνωση» εἶναι προδιαγεγραμμένη καί προαποφασισμένη ἀπό τότε. Ὑπῆρξε σαφής συμφωνία γιά «ἕνωση στό κοινό ποτήριο», ἀφοῦ ἐκ τῶν πραγμάτων ἀποκαλύπτεται ὅτι αὐτή ἦταν ἡ ἀρχική ἐπιθυμία τῶν δύο μερῶν. «Καὶ εἴπαμεν ὅτι ἤδη εὑρισκόμεθα εἰς τὴν ὁδὸν εἰς Ἐμμαούς», συνεχίζει στήν περιγραφή του ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, «καὶ πηγαίνομεν νὰ μᾶς συναντήση ὁ Κύριος ἐν τῷ κοινῷ ἁγίῳ Ποτηρίῳ. Ὁ Πάπας ἀπαντῶν μοῦ προσέφερε ἅγιον Ποτήριον. Δὲν ἤξευρεν ὅτι ἐγὼ θὰ μιλοῦσα δι’ Ἅγιον Ποτήριον, οὔτε ἤξερα ὅτι θὰ μοῦ προσέφερεν Ἅγιον Ποτήριον! Τί εἶναι; Συμβολισμὸς τοῦ μέλλοντος»35.
Αὐτή ἡ «ἕνωση στό κοινό Ποτήριο» ἐπιχειρήθηκε μέ τήν περίφημη «ἄρση τῶν ἀναθεμάτων» μεταξύ Βατικανοῦ καί Φαναρίου, πού πραγματοποιήθηκε στά τέλη τοῦ 1965, μέ μονομερή ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Χαρακτηριστική ἦταν ἡ ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία «μέ πολλήν δυσμένειαν ἐπληροφορήθη τήν πρωτοβουλίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Παν. Ἀθηναγόρα. Οὐδείς ἔχει τό δικαίωμα νά προβαίνῃ εἰς παρομοίας πράξεις. Τό δικαίωμα ἔχει μόνον ὁλόκληρος ἡ Ὀρθοδοξία»36.  
Στό λατινικό μάλιστα κείμενο τῆς «ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων» ὑπάρχει ὁ ὅρος excommunicatio=ἀκοινωνησία, ὁ ὁποῖος στήν ἐπίσημη μετάφραση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μεταφράζεται ὡς «ἀναθέματα»37. Τό κείμενο, δηλαδή, μιλοῦσε γιά «ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας». Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ μακαριστός πρωτοπρεσβύτερος Ἰωάννης Ρωμανίδης, «οἱ New York Times μετέδωσαν τήν ἀπό κοινοῦ ἀγγελίαν τοῦ Βατικανοῦ καί τοῦ Φαναρίου τῆς 7ης Δεκεμβρίου 1965 διά τήν ἄρσιν τοῦ excommunicatio (τῆς ἀκοινωνησίας τοῦ Λατινικοῦ κειμένου) εἰς τήν πρώτην σελίδα, ὡς τό τέλος τοῦ σχίσματος τοῦ 1054 καί ὡς τήν ἐπανέναρξιν τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας πού εἶχε τότε δῆθεν διακοπεῖ. Φαίνεται πλέον σαφῶς ὅτι τό Ἑλληνικόν κείμενον πού ἀναγγέλλει τήν ”ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων” ἦτο τεχνηέντως παραπλανητικόν. Φαίνεται εἶχε σκοπόν νά ἀμβλύνη ἐνδεχομένας ἀρνητικάς ἀντιδράσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν»38.
Ἐπιβεβαιωτικό τῆς συμφωνίας πού εἶχε ἐπέλθει γιά τήν ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας εἶναι καί τό γεγονός ὅτι «ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β΄ πρίν ἐπισκεφθεῖ τό Φανάρι (30-11-1979)... ἐξέφρασε τή βεβαιότητά του ὅτι ἡ ἑνότητα ἔχει ἀποκατασταθεῖ στήν πράξη (In Tat war der wiederhesteung der Einheit der Christen)»39.
Αὐτή ἦταν καί ἡ βαθειά πεποίθηση τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ὅτι ἡ «ἕνωση στό κοινό Ποτήριο» δέν θά ἀργοῦσε νά ἔλθει καί ὅτι τήν «ἕνωση ὅλων τῶν χριστιανῶν» θά ἀκολουθοῦσε καί ἡ ἕνωση τῶν ἀνθρώπων ὅλων τῶν θρησκειῶν, ἡ πανθρησκεία, δηλαδή, τῆς Νέας Ἐποχῆς. «Πιστεύω, ὅτι θὰ ἔλθη. Διότι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ ἔλθη, διότι ἤδη ἔρχεται. Διότι ἤδη εἰς τὴν Ἀμερικὴν μεταλαμβάνετε πολλοὺς ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ποτήριον καὶ καλὰ κάνετε! Καὶ ἐγὼ ἐδῶ, ὅταν ἔρχωνται Καθολικοὶ ἤ Προτεστάνται καὶ ζητοῦν νὰ μεταλάβουν, τοὺς προσφέρω τὸ Ἅγιον Ποτήριον! Καὶ εἰς τὴν Ρώμην τὸ ἴδιο γίνεται καὶ εἰς τὴν Ἀγγλίαν καὶ εἰς τὴν Γαλλίαν. Ἤδη ἔρχεται μοναχό του. Ἀλλὰ δὲν κάνει νὰ ἔλθη ἀπὸ τοὺς λαϊκοὺς καὶ ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς. Πρέπει νὰ εἶναι σύμφωνος καὶ ἡ Ἱεραρχία καὶ ἡ Θεολογία. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν προσπαθοῦμε νὰ ἔχωμεν καὶ θεολόγους μαζί, διὰ νὰ ἔλθη αὐτὸ τὸ μεγάλο γεγονός, τοῦ Παγχριστιανισμοῦ. Καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸ τὸ μεγάλο γεγονός, θὰ ἔλθη μίαν ἡμέραν τὸ ὄνειρόν μας τῆς Πανανθρωπότητος»40.
Εἶναι χαρακτηριστικό πώς ὅ,τι ἀποφασίστηκε στίς μυστικές συναντήσεις καί ἐπαφές τῶν ἀντιπροσωπειῶν τῶν δύο πλευρῶν (Βατικανοῦ καί Φαναρίου) τό συναντοῦμε νά ἀναπτύσσεται ὡς σχεδιασμός καί νά ἐφαρμόζεται σταδιακά μέσα ἀπό ἀνάλογες ἐπιλογές καί πρακτικές. Αὐτό δηλώνεται ἀπό ὅλους τούς ὑπέρμαχους τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, πού ἐπιβε-βαιώνουν πώς «πράγματι οἱ ἀρχηγοί τῶν Ἐκκλησιῶν μας τίς τελευταῖες δεκαετίες, μέχρι καί τοῦ Πάπα Ρώμης Φραγκίσκου καί Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου, δέν ἐκφράζουν μόνον μέ λόγια τήν θέλησή των πρός ἐκπλήρωση τῆς ἐπιθυμίας τοῦ Κυρίου πρός ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητος τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλά προβαίνουν καί σέ συγκεκριμένες ἐλπιδοφόρες καί ἀδελφικές πράξεις μέ πλήρη ἀγάπη καί ἀλληλοεκτίμηση, πράξεις, οἱ ὁποῖες ἀποδεικνύουν τήν πραγματική καί εἰλικρινή θέλησή των»41.Ἡ ἀνάγκη «νὰ εἶναι σύμφωνος καὶ ἡ Ἱεραρχία καὶ ἡ Θεολογία»42, τήν ὁποία διαπιστώνει ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, ἔπρεπε νά δρομολογηθεῖ καί νά ὁλοκληρωθεῖ, ὥστε ἡ ἀπόφαση γιά τήν «ἕνωση» νά ὑλοποιηθεῖ λαμβάνοντας καί θεσμικό χαρακτήρα, νά ἐπικυρωθεῖ, δηλαδή, ἀπό Πανορθόδοξο Σύνοδο.
Γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ καί παράλληλα μέ τόν «διάλογο τῆς ἀγάπης» εἶχε σχεδιασθεῖ ἡ σύγκληση μίας «Μεγάλης Συνόδου» ἀπό τούς Ὀρθοδόξους καί μία ἀπό τούς Παπικούς. Οἱ δύο αὐτές «Σύνοδοι» ἦταν ἀπαραίτητες γιά νά θεσμοθετήσουν τίς ἀναγκαῖες προϋποθέσεις καί τίς ἀλλαγές πού ἔπρεπε νά ἐπέλθουν, ὥστε νά προχωρήσει ἡ «ἕνωση».
Στόν χῶρο τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ ἔχουμε τήν ἐξαγγελία, προετοιμασία καί πραγματοποίηση τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου. Στήν Ὀρθόδοξη πλευρά ἀκολουθήθηκε ἡ διαδικασία τῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων ὡς στάδια στήν προπαρασκευή τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου».
Σέ μυστικές συναντήσεις του μέ ἐκπροσώπους τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ὁ Πάπας Ἰωάννης ΚΓ΄ ἀποκαλύπτει τίς προθέσεις τοῦ Βατικανοῦ ἐν ὄψει τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου πού ἐπρόκειτο νά ξεκινήσει τίς ἐργασίες της. «Σκοπός τῆς νέας Συνόδου εἶναι ἡ ἐπανένωσις τῆς Ἐκκλησίας»42, δηλώνει. Στίς 25 Ἰανουαρίου 1959 ἐξαγγέλλεται ἡ πραγματοποίηση τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου. Οἱ ἐργασίες τῆς Συνόδου πραγματοποιοῦνται σέ 178 συνεδριάσεις καί διαρκοῦν τέσσερα ἔτη (1962-1965).
Τό 1961, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο συγκαλεῖ στήν Ρόδο τήν Α΄ Πανορθόδοξο Διάσκεψη. Θά ἀκολουθήσουν καί ἄλλες Πανορθόδοξες (1961, 1963, 1964, 1968), καθώς καί Προσυνοδικές Διασκέψεις (1976, 1982, 1986, 2009, 2015), πού τηροῦν τήν ἴδια μεθοδολογία μέ αὐτή τῆς Β΄ Βατικανῆς. Ὁ ἴδιος, ἄλλωστε, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, ὡς Μητροπολίτης Φιλαδελφίας, ἀπό τό 1977 ἀκόμη, ἀπεκάλυπτε τόν χαρακτήρα τῆς σχεδιαζόμενης τότε Συνόδου σέ συνέντευξή του στό Ρωμαιοκαθολικό περιοδικό The National Catholic Reporter, ὅπου δήλωνε ὅτι: «οἱ δικοί μας στόχοι εἶναι ἴδιοι μέ αὐτούς τοῦ Πάπα Ἰωάννου ΚΓ΄, νά ἐκσυγχρονίσουμε τήν Ἐκκλησία καί νά προωθήσουμε τήν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν. Ἡ Σύνοδος θά σημάνει, ἐπίσης, τό ἄνοιγμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στίς μή χριστιανικές θρησκεῖες καί σέ ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα. Αὐτό σημαίνει μία νέα στάση ἔναντι τοῦ Ἰσλάμ, τοῦ Βουδισμοῦ, τοῦ σύγχρονου πολιτισμοῦ καί ὅσον ἀφορᾶ τίς ἐπιδιώξεις γιά ἀδελφότητα χωρίς ρατσιστικές διακρίσεις ... μέ ἄλλα λόγια θά σημάνει τό τέλος δώδεκα αἰώνων ἀπομόνωσης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»43!!!
Αὐτοί ἦταν ἐξ ἀρχῆς οἱ στόχοι, αὐτή ἦταν ἡ φιλοσοφία, αὐτό ὑπηρέτησε καί αὐτό παρήγαγε ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης. Εἶναι ἐκκλησιολογικά ἀπαράδεκτο καί ὑπερβαίνει κάθε ἐκκλησιαστική λογική νά διατυπώνονται τέτοιες ἀντορθόδοξες θέσεις ἀπό ὀρθόδοξο Ἀρχιερέα, πού κατέχει μάλιστα τό κορυφαῖο ἀξίωμα στήν Ἱεραρχία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, αὐτό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Εἶναι πραγματικά ὀδυνηρό καί ἀδιανόητο, ἀλλά αὐτό πού ὁ κ. Βαρθολομαῖος ὁραματιζόταν ὡς «τό τέλος δώδεκα αἰώνων ἀπομόνωσης», δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά τό τέλος στήν πιστότητα τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας(!)∙ τό τέλος στήν ἁγιοπνευματική παράδοση καί ἐμπειρία(!). Εἶναι ἡ πραγματική «ἀπομόνωση» ἀπό τήν ζῶσα ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.!!!
Ἀνάλογες θέσεις ἐπιβεβαιώνουν τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία, περί Οἰκουμενισμοῦ, τοῦ  μακαριστοῦ Γέροντα Ἐφραίμ Κατουνακιώτη καί ἀποκαλύπτουν τόν εἰσηγητή πάσης πονηρίας... 
1. Ἡ αἵρεση τῆς νέας Ἐκκλησιολογίας
Ἡ μεγαλύτερη ἀλλαγή τήν ὁποία ἔπρεπε νά ἐπιβάλουν οἱ δύο αὐτές Σύνοδοι καί ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν» ἦταν ἡ ἀναγνώριση, ἑκατέρωθεν, τῆς ἐκκλησιαστικότητας τῆς ἄλλης πλευρᾶς. Ἔπρεπε, δηλαδή, οἱ Ρωμαιοκαθολικοί νά ἀναγνωρίσουν τούς Ὀρθοδόξους ὡς Ἐκκλησία καί ἀντίστροφα οἱ Ὀρθόδοξοι νά ἀναγνωρίσουν, ὡς Ἐκκλησία, τούς Ρωμαιοκαθολικούς. Γιά τόν σκοπό αὐτό «ἀνακαλύφθηκε» καί ἐπιβλήθηκε μία νέα ἐκκλησιολογία, οἰκουμενιστικῆς προελεύσεως καί προδιαγραφῶν. Γιά τήν θεμελίωση αὐτῆς τῆς νέας ἐκκλησιολογίας, μάλιστα, προηγήθηκε καί ἡ ἀπαραίτητη στροφή ἀπό τόν «οἰκουμενισμό τῆς ἐπιστροφῆς» στόν «οἰκουμενισμό τῆς ἐνσωμάτωσης»44. 
Ὡς τελευταία κίνηση, πρίν τήν συγκεκριμένη στροφή, μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ἡ πρώτη, μετά τήν ἐκλογή του, ραδιοφωνική ὁμιλία τοῦ Πάπα Ἰωάννη ΚΓ΄, τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1958, καί ἡ πρόσκληση πού ἀπηύθυνε πρός τούς Ὀρθοδόξους νά ἐπιστρέψουν «στόν οἶκο τοῦ κοινοῦ μας Πατρός».
«Προσευχόμαστε, ἔλεγε, νά ἐπιστρέψουν ὅλοι οἰκειοθελῶς, καί εἴθε, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, νά γίνει τοῦτο πολύ σύντομα...»45. Αὐτό τό «κάλεσμα σέ ἐπιστροφή» φάνηκε νά ἐνόχλησε τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ὁ ὁποῖος στό πρωτοχρονιάτικο μήνυμά του τοῦ 1959 ἀνέφερε ὅτι ἡ προσέγγιση τῶν δύο «Ἐκκλησιῶν» θά πρέπει νά γίνει «ἐν πνεύματι ἰσότητος, δικαιοσύνης, ἐλευθερίας πνευματικῆς καί ἀλληλοσεβασμοῦ»46.
Τήν ἑπόμενη διετία, τό κλίμα διαμορφώθηκε κατάλληλα καί μέ τήν Β΄ Βατικανή, πού ἀκολούθησε, θεμελιώθηκε ὁ «οἰκουμενισμός τῆς ἐνσωμάτωσης»47 καί ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Βατικανοῦ. Ὁ «οἰκουμενισμός τῆς ἐνσωμάτωσης» βασίζεται στήν θεωρία πού ἀνέπτυξε τό 1939 ὁ Γάλλος Δομινικανός θεολόγος Congar. Σύμφωνα μέ τήν θεωρία αὐτή κάποια αὐτόνομα ἐκκλησιαστικά «στοιχεῖα», ὅπως εἶναι τό Βάπτισμα, μποροῦν νά ἀποσπῶνται ἀπό τό σύνολο τῆς  Ἐκκλησίας, ἀλλά νά συνεχίζουν νά παρέχουν τήν χάρη καί νά «”ἐπιφέρουν στήν ψυχή τοῦ σχισματικοῦ χριστιανοῦ μία πνευματική ἐνσωμάτωση (voto) στήν Ἐκκλησία”, καθιστώντας τόν σχισματικό μέλος τῆς Ἐκκλησίας»48. 
Ὁ θεολόγος καί ἑρμηνευτής Johannes Feiner μᾶς δίνει μία σαφή περιγραφή αὐτῆς τῆς νέας ἐκκλησιολογίας (communio) τῆς Β΄ Βατικανῆς: «ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖται ὡς μία “communio” ἤ “μία σύνθετη πραγματικότητα μέ τήν μορφή μίας κοινωνίας, ἡ ἑνότητα τῆς ὁποίας ἔχει ἐπέλθει ἀπό πολλούς καί ποικίλους παράγοντες, εἶναι ἀνοιχτή ἡ πιθανότητα τά συστατικά στοιχεῖα τῆς Ἐκκλησίας νά εἶναι παρόντα ἀκόμη καί σέ χριστιανικές κοινότητες ἐκτός τῆς Καθολικῆς ἐκκλησίας καί νά μποροῦν νά προσδίδουν σ’ αὐτές τίς κοινότητες τόν χαρακτήρα Ἐκκλησίας. Συνεπῶς ἡ μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ ἐπίσης νά εἶναι παροῦσα ἐκτός τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καί εἶναι πράγματι παροῦσα”»49.
Στά ἴδια ἀκριβῶς πρότυπα καί στήν ἴδια φιλοσοφία στηρίχτηκε καί ἡ πολύχρονη προπαρασκευή τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου, ἡ ὁποία καθιέρωσε αὐτή τήν νέα ἐκκλησιολογία καί στόν χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας.
2. Κύρια σημεῖα τῆς νέας Ἐκκλησιολογίας
Ἡ νέα αὐτή ἐκκλησιολογία στηρίζεται στήν ἀντίληψη ὅτι ἡ Ἀ­λή­θεια τῆς Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Πί­στε­ως, ἢ ἕνα μέ­ρος αὐ­τῆς, δι­α­σώ­ζε­ται καί σὲ ἄλ­λες χρι­στι­α­νι­κὲς ἐκ­κλη­σί­ες καὶ ὁ­μο­λο­γί­ες. Ἀναιρεῖται, ἔτσι, ἡ ἴδια ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας∙ ἀναιρεῖται ἡ ταυτότητα καί ἡ αὐτοσυνειδησία της. 
Μέ τήν ἀποδοχή τῆς νέας ἐκκλησιολογίας ἔχουμε τήν ἐπέκταση τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας μέ συνέπεια ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νά μήν ταυτίζεται ἀποκλειστικά μέ τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία.
Φτάνουμε, ἔτσι, νά διακηρύσσουμε καί νά ὁμολογοῦμε, ἀπό κοινοῦ μέ τήν πανσπερμία τῶν προτεσταντικῶν ὁμολογιῶν καί ἀμφιλεγόμενων κοινοτήτων τοῦ ΠΣΕ, ὅτι «κάθε ἐκκλησία εἶναι ἡ Καθολική Ἐκκλησία, ἀλλά ὄχι ἡ ὁλότητά της. Κάθε ἐκκλησία ἐκπληρώνει τήν καθολικότητά της ὅταν εἶναι σέ κοινωνία μέ τίς ἄλλες ἐκκλησίες [...] Ὁ ἕνας χωρίς τόν ἄλλο εἴμαστε πτωχευμένοι»50.
Ὅπως εἶναι φανερό, ἡ νέα ἐκκλησιολογία περικλείει ταυτόχρονα ὅλες τίς δυτικογενεῖς ἀντορθόδοξες θεωρίες περί ἀοράτου ἐκκλησίας, περί διηρημένης ἐκκλησίας, τήν θεωρία τῶν κλάδων, τῶν δύο πνευμόνων, τῶν ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν καί τήν μεταπατερική θεολογία.
Τήν πρώτη ἐπίσημη θεμελίωση τῆς νέας ἐκκλησιολογίας ἔχουμε στήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο καί συγκεκριμένα στό «Δι­ά­ταγ­μα πε­ρί Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ», ὅπου ὑ­πάρ­χει εἰ­δι­κό κε­φά­λαι­ο μέ τί­τλο «Οἱ σχέ­σεις τῶν χω­ρι­σμέ­νων ἀ­δελ­φῶν μέ τήν Κα­θο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α». Ἐκεῖ ἀ­να­φέ­ρε­ται συγ­κε­κρι­μέ­να: «Μέ­σα σ’ αὐ­τή, τή μί­α καί μο­να­δι­κή Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Θε­οῦ ἐμ­φα­νί­σθη­καν ἀ­πό μιᾶς ἀρ­χῆς με­ρι­κά σχί­σμα­τα, τά ὁ­ποῖ­α ἀ­πο­δο­κι­μά­ζει αὐ­στη­ρά καί κα­τα­δι­κά­ζει ὁ Ἀ­πό­στο­λος· κα­τά τούς ἑ­πό­με­νους αἰ­ῶ­νες προ­κλή­θη­καν εὐ­ρύ­τε­ρα σχί­σμα­τα, καί ὁ­λό­κλη­ρες Κοι­νό­τη­τες ἀ­πο­χω­ρί­στη­καν ἀ­πό τήν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κή κοι­νω­νί­α τῆς Κα­θο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, με­ρι­κές φο­ρές ὄ­χι χω­ρίς ἀν­θρώ­πι­νη ἐ­νο­χή καί ἀ­πό τίς δύ­ο πλευ­ρές. Ὅ­σοι γεν­νι­οῦν­ται σή­με­ρα σ’ αὐ­τές τίς Κοι­νό­τη­τες καί ζοῦν ἐ­κεῖ τήν πί­στη τους στό Χρι­στό δέν εἶ­ναι δυ­να­τό νά κα­τη­γο­ρη­θοῦν γιά τό ἁ­μάρ­τη­μα τοῦ σχί­σμα­τος καί ἡ Κα­θο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α τούς ἀγ­κα­λιά­ζει μέ ἀ­δελ­φι­κό σε­βα­σμό καί στορ­γή»51. 
Εἶναι πραγματικά ἐντυπωσιακή ἡ πιστότητα μέ τήν ὁποία οἱ Ὀρθόδοξοι Οἰκουμενιστές ἀντιγράφουν τήν Β΄ Βατικανή γιά τήν καθιέρωση τῆς νέας ἐκκλησιολογίας καί στήν Ὀρθοδοξία. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας, ταυτισμένος ἀπόλυτα μέ τίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Βατικανῆς, ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Κάτι αὐτονόητο, πού ὅμως εὔκολα παραθεωροῦν ἀρκετοί Ὀρθόδοξοι, εἶναι ὅτι οἱ ἄλλοι Εὐρωπαῖοι δέν ἐπέλεξαν, μέ διάθεση νά προσχωρήσουν σέ αἵρεση, τή χριστιανική ὁμολογία στήν ὁποία σήμερα ἀνήκουν, ἀλλά γεννήθηκαν σέ χώρα στήν ὁποία ἐπί αἰῶνες ἡ ὁμολογία αὐτή ἐπικρατεῖ. Π.χ. ὁ Νορβηγός στή Λουθηρανή Ἐκκλησία, ὁ Σκωτσέζος στήν Πρεσβυτεριανή. Πῶς τούς κρίνουμε διότι δέν εἶναι Ὀρθόδοξοι;»52
Τό «Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ» θεμελιώνει, ἐπίσης, τήν βαπτισματική θεολογία καί τήν ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν».
Ἀναφέρει συγκεκριμένα: «Πραγ­μα­τι­κά, ὅ­σοι πι­στεύ­ουν στό Χρι­στό καί ἔ­λα­βαν ἔγ­κυ­ρα τό βά­πτι­σμα βρί­σκον­ται σέ κά­ποι­α κοι­νω­νί­α μέ τήν Κα­θο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α, ἔ­στω καί ἄν ἡ κοι­νω­νί­α αὐ­τή εἶ­ναι ἀ­τε­λής... Ὡ­στό­σο, ἔ­χον­τας λά­βει στό βά­πτι­σμα τή δι­καί­ω­ση ἀ­πό τήν πί­στη, εἶ­ναι ἐν­σω­μα­τω­μέ­νοι στό Χρι­στό, καί ἑ­πο­μέ­νως δί­και­α φέ­ρουν τό χρι­στι­α­νι­κό ὄ­νο­μα καί πο­λύ σω­στά ἀ­να­γνω­ρί­ζον­ται ἀ­πό τά παι­διά τῆς Κα­θο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας σάν ἀ­δελ­φοί “ἐν Κυ­ρί­ῳ”»53.
Σέ ἄλ­λο ση­μεῖ­ο τοῦ ἴ­διου δι­α­τάγ­μα­τος ἀ­να­φέ­ρε­ται: «...Δέν εἶ­ναι ἐ­πί­σης λί­γες οἱ ἱ­ε­ρές πρά­ξεις τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς θρη­σκεί­ας, πού τε­λοῦν­ται ἀ­πὸ τούς χω­ρι­σμέ­νους ἀ­δελ­φούς μας, οἱ ὁ­ποῖ­ες μέ δι­α­φό­ρους τρό­πους, ἀ­νά­λο­γα μέ τὴ δι­α­φο­ρε­τι­κή κα­τά­στα­ση κά­θε Ἐκ­κλη­σί­ας ἢ Κοι­νό­τη­τας, μπο­ροῦν ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τα νὰ με­τα­δί­δουν πραγ­μα­τι­κά τὴ ζω­ὴ τῆς χά­ρης, καὶ πρέ­πει νὰ ἀ­να­γνω­ρι­στοῦν ἱ­κα­νές νά ἀ­νοί­γουν τὴν εἴ­σο­δο πρός τήν κοι­νω­νί­α τῆς σωτηρίας»54.
Οὐσιαστικά, ἡ Β΄ Βατικανή Σύνοδος ἔθεσε, ἀπό τήν πλευρά τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, τά θεμέλια γιά τήν ἕνωση τῶν παπικῶν ἰδιαιτέρως μέ τούς Ὀρθοδόξους θέτοντας ὡς ἐμπροσθοφυλακή τόν νέο Οἰκουμενισμό. Ἡ ἴδια βάση τέθηκε καί ἀπό τούς ὀρ­θο­δό­ξους οἰ­κου­με­νι­στές σέ ὅλη τήν μακροχρόνια προπαρασκευή τῆς Μεγάλης Συνόδου. 
3. Ἡ πορεία πρός τήν ἐκκλησιολογική ἐκτροπή
Σταθερός στόχος ὅλης αὐτῆς τῆς προπαρασκευῆς ἦταν ἡ σταδιακή ἀλλοίωση τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας καί ἡ ἀντικατάστασή της μέ τήν νέα ἐκκλησιολογία πού προαναφέραμε. Γιά τήν ἐπίτευξη αὐτοῦ τοῦ στόχου ἦταν ἀπαραίτητο νά πραγματοποιηθοῦν κάποια συγκεκριμένα βήματα. Σέ γενικές γραμμές τά βήματα αὐτά εἶναι:
α) ὁ ἐπαναπροσδιορισμός τῶν κανονικῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας, 
β) ὁ ἐπαναπροσδιορισμός τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιολογίας καί αὐτοσυνειδησίας, 
γ) ἡ προσαρμογή τους πρός τήν κατεύθυνση τῆς προσεγγίσεως καί τῆς ἑνώσεως μέ τούς ἑτεροδόξους, πού εἶναι καί τό τελικό ζητούμενο, 
δ) ἡ ἀποδοχή τῆς ἐγκυρότητας τοῦ Βαπτίσματος, σέ πρώτη φάση, καί συνολικά τῶν μυστηρίων τῶν παπικῶν καί τῶν ἄλλων ἑτεροδόξων.
Πάνω σέ αὐτούς τούς κεντρικούς ἄξονες κινήθηκε ἡ πολυετής προπαρασκευή τῆς Μεγάλης Συνόδου. Στό διάστημα αὐτό, σύμφωνα μέ τόν Ἀρχιεπίσκοπο κ. Ἱερώνυμο, «... τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον συνεκάλεσε τέσσαρας Πανορθοδόξους Διασκέψεις ... διά νά προβληθοῦν τά καθιερωμένα κανονικά κριτήρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς καί ὁ καθορισμός τῶν ὁρίων τῆς σχέσεως αὐτῆς μετά τῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν»55.
Ἡ ἀνάγκη αὐτή γιά ἕναν σαφή καί ξεκάθαρο ἐπανακαθορισμό τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας, πού θά πρέπει νά λάβει καί πανορθόδοξη ἔγκριση, τονίζεται ἀπό τούς οἰκουμενιστές. Ὁ Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος ἐπισημαίνει πώς «πρέπει ἡ Ὀρθοδοξία, αὐτή πρώτη καί μέ δική της εὐθύνη, νά ξεκαθαρίσει τίς θέσεις της καί τίς τοποθετήσεις της στό χῶρο αὐτό τῶν σχέσεών της πρός τούς ἔξω, ὥστε νά μή χωροῦν ἀμφιβολίες, νά μήν ὑπάρχουν ἀμφιλογίες, νά μή γεννῶνται ὑποψίες στούς ἄλλους γιά τίς ἀπόψεις της, νά εἶναι ἀναμφίλεκτες καί ἀπό κοινοῦ εἰλημμένες οἱ ἀποφάσεις πού θά παίρνονται καί νά ἀπηχοῦν πανορθόδοξη συναίνεση καί ἀποδοχή. Μόνο ἔτσι θά καταστήσουμε ἀκουστή καί σεβαστή τή φωνή μας»56.
Στό ἄρθρο 20 τοῦ Κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» πού ἐγκρίθηκε ἀπό τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, ἀναφέρεται: «Αἱ προοπτικαί τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τοῦ λοιποῦ χριστιανικοῦ κόσμου προσδιορίζονται πάντοτε ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας καί τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμεμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως»57.
«Διά τῆς παρούσης παραγράφου», παρατηρεῖ ὁ Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, «προσδιορίσθη­σαν πανορθοδόξως τά ὅρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν, δέν ἀμφισβητήθη ἡ ὕπαρξις αὐτῶν καί “κατ’ οἰκονομίαν” ἀνεγνωρίσθη, τό συμφώνως πρός τήν κανονικήν παράδοσιν, ὑποστατόν καί ἔγκυρον τοῦ βαπτίσματος. Οὕτως ἐνισχύεται ἡ ἀρχή τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας, ὡς ἔκφρασις φιλανθρώπου διαθέσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν λοιπῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν ἐνῶ ἀτονεῖ ἡ ἀρχή τῆς ἀκριβείας»58! 
Μέ τόν ὅρο «διαμορφωμένη ἐκκλησιαστική παράδοση» τῆς παραγράφου 20 δέν ἐννοεῖται, βεβαίως, ἡ δισχιλιετής ἁγιοπνευματική, ἁγιοπατερική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά αὐτή πού διαμορφώθηκε κατά τόν τελευταῖο αἰώνα στά πλαίσια τῆς Οἰκουμενι(στι)κῆς Κινήσεως καί κυρίως τά τελευταῖα 50 χρόνια.
Αὐτή ἡ νέα «διαμορφωμένη ἐκκλησιαστική παράδοση» τοῦ Οἰκουμενισμοῦ προϋποθέτει ἐκ τῶν πραγμάτων καί τήν ἀποδοχή καί καθιέρωση τῆς ἀντορθόδοξης βαπτισματικῆς θεολογίας κι αὐτό γιατί ἡ ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος ἔχει ἀποφασιστική σημασία γιά τήν ἀπόδοση ἐκκλησιαστικότητας στούς ἑτεροδόξους.
Μέ βάση αὐτή τήν ἴδια οἰκουμενιστική ἀντίληψψη, ὁ Ἐπίσκοπος Ἀβύδου κ. Κύριλλο ὑποστηρίζει ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ ὁδηγηθεῖ στὴν ἀναγνώριση τοῦ ὑποστατοῦ τοῦ βαπτίσματος ἑτεροδόξων, ὅταν πρωτίστως ἀποστῆ ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία τῆς ἀποκλειστικότητας. Ἡ ἀποκλειστικότητα δὲν ἀποτελεῖ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»59.
Τό ἴδιο καί ὁ Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ καί μέλος τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Διαχριστιανικῶν Ὑποθέσεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, κ. Στ. Τσομπανίδης, θέτει ὡς ἕναν ἀπό τούς πρωταρχικούς στόχους τῆς Μεγάλης Συνόδου τό «νά καθορίσει πιό πειστικά καί πιό ὁριστικά τή θέση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέσα στό σύγχρονο οἰκουμενικό διάλογο καί νά πεῖ σέ αὐτούς μέ τούς ὁποίους διαλέγεται πῶς βιώνει ἡ Ὀρθοδοξία τή σχέση της μέ αὐτούς καί τί εἶναι αὐτοί γιά τήν Ὀρθοδοξία... Ἀποτελεῖ ἀποστολή τῆς σύγχρονης Ὀρθοδοξίας, μέσω τῆς προσεχοῦς Συνόδου της, νά ἐπιβεβαιώσει τήν ὀρθόδοξη βούληση νά συμπορευθεῖ μέ τίς ἄλλες Ἐκκλησίες καί Ὁμολογίες στό δρόμο πού ὁδηγεῖ πρός τή χριστιανική ἑνότητα»60! 
Στό ἴδιο πνεῦμα κινήθηκαν καί οἱ περισσότεροι ἀπό ὅσους συμμετεῖχαν στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης καί ἰδιαιτέρως ὅσοι διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στήν περαιτέρω προώθηση καί προβολή τῶν νέων αὐτῶν ἀντιλήψεων. 
Κάποιοι, μάλιστα, ἐντεταλμένοι ἀνέλαβαν νά λειτουργήσουν ὡς προπομποί, ὡς ὁμάδα κρούσεως, δημιουργώντας ἕνα συγκρουσιακό κλίμα καί ἐπιτιθέμενοι μέ προπέτεια καί ἀμετροέπεια σέ ὅσους παραμένουν πιστοί στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἡ γνωστή ἐπιθετική τακτική, πού ἐπιχειρεῖ νά καλύψει τήν δική της ἐνοχή προκαλώντας τήν ἐνοχοποίηση τοῦ ἄλλου. Στήν προκειμένη περίπτωση ἔχουμε τόν στιγματισμό καί τήν καταδίκη τῶν ἀντιδρώντων ὡς ζηλωτῶν, φανατικῶν, ἀκραίων, φονταμενταλιστῶν, ἐγωκεντρικῶν, ψυχοπαθῶν, ἀκόμη καί ὡς αἱρετικῶν. 
Ὁ Μητροπολίτης Χριστουπόλεως κ. Μακάριος, «Εἰδικός Σύμβουλος τοῦ Πατριάρχη», σέ συνέντευξή του λίγες μέρες πρίν τήν ἔναρξη τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης ἀναφέρει: «Μιλοῦν κάποιοι γιά τήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ... μήπως θά πρέπει ἡ Ἐκκλησία νά ἀσχοληθεῖ καί μέ μιά ἄλλη, νέας μορφῆς, αἵρεση, πού ἔχει δημιουργηθεῖ σήμερα, τήν αἵρεση τοῦ ζηλωτισμοῦ; ... Αὐτοί πού φοβοῦνται τόν Οἰκουμενισμό προσχωροῦν στήν αἵρεση τοῦ ζηλωτισμοῦ»61. 
Στό ἴδιο μῆκος κύματος καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας κ. Ἀναστάσιος, πού στήν ὁμιλία του κατά τήν ἐναρκτήρια συνεδρίαση τῆς «Συνόδου» σημείωσε: «Ὁρισμένοι ἔθεσαν τό ἐρώτημα: Στίς μεγάλες Ὀρθόδοξες Συνόδους ἀντιμετωπίστηκε κάποια αἵρεση. Ποιά αἵρεση πρόκειται νά ἀντιμετωπισθεῖ ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή. Ἡ μεγαλύτερη αἵρεση, ἡ μητέρα τῶν αἱρέσεων, ὁ ἐγωκεντρισμός. Προσωπικός, ὁμαδικός, φυλετικός, τοπικιστικός, ἐκκλησιαστικός κ.λπ., πού δηλητηριάζει τίς ἀνθρώπινες σχέσεις καί κάθε μορφή ἁρμονικῆς καί δημιουργικῆς συνύπαρξης»62.
Ἀλλά καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Χρυσόστομος στήν ἴδια συνεδρίαση σχολίασε γιά τούς ἀντιφρονοῦντες ὅτι «ὁ ἀγρός τῆς Ἐκκλησίας παράγει καί ζιζάνια πού ἔσπειρε ὁ ἐχθρός»63.
Ὁ μεταπατερικός θεολόγος Γεώργιος Βλαντῆς, ἐπιστημονικός συνεργάτης τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος, σέ ἕνα πλεόνασμα χολῆς καί εἰρωνείας εἰς βάρος τῶν ἀγωνιστῶν τῆς πίστεως, γράφει γι’ αὐτούς: «ἀνίκανοι νά ζήσουν τήν Ἐκκλησία ὡς δρόμο, οἱ ἁπανταχοῦ τῆς γῆς “Ὀρθόδοξοι” φονταμενταλιστές εἶναι καταδικασμένοι νά τή βιώνουν ὡς πεζοδρόμιο... Τά πλέον κραυγαλέα σχετικά παραληρήματα χρήζουν ὄχι θεολογικῆς ἀντίκρουσης, ἀλλά ψυχιατρικῆς ἀντιμετώπισης... Σέ κάθε περίπτωση, περισσότερο ἐνδιαφέρον ἀπό τίς ἐξάρσεις τοῦ θυμικοῦ τῶν παραφρόνων καί τῶν ἀναλφάβητων παρουσιάζει μιά ὑποκρυπτόμενη αἵρεση, χαρακτηριστική τοῦ φονταμενταλισμοῦ...»64.
Μία σειρά παρόμοιων ἀναφορῶν καί σχολιασμῶν, τό ἀκατάσχετο ὑβρεολόγιο τῶν ὁποίων δέν θα μεταφέρουμε στό κείμενό μας, ἀποκαλύπτουν τό ὕφος καί τό ἦθος τῶν ἐντολοδόχων τοῦ Φαναρίου.
Ἄλλωστε, οἱ ὕβρεις, οἱ πιέσεις, οἱ ἀπειλές καί οἱ ἐκφοβισμοί ἀποτελοῦν πάγια τακτική του στήν ἀντιμετώπιση τῶν ἀντιφρονούντων.
Ἀναφέρουμε, ἐντελῶς ἐνδεικτικά, τήν πίεση πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μέ τήν ἀπειλή τῶν Νέων Χωρῶν καί τήν καταγγελία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ὅτι «ὑπονομεύεται ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος»65. Ἀνάλογες πιέσεις ἀσκοῦνται καί μέ ἀφορμή τήν οὐκρανική κρίση, καθώς τό Φανάρι ἐπισείει, ὡς ἀπειλή εἰς βάρος τῆς Μόσχας, τήν ἀνακήρυξη τῆς αὐτονομίας τῆς σχισματικῆς Ἐκκλησίας στήν Οὐκρανία. 
Χαρακτηριστική εἶναι, ἐπίσης, ἡ δίωξη μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους λόγῳ τῆς ἐκπεφρασμένης ἀντίθεσής τους στά οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα καί τίς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης. Ἐσχάτως, μάλιστα, ὑπάρχει ἡ πληροφορία, ὅτι ἀνάλογες πιέσεις -ὑπό τήν ἀπειλή τῆς ἄρσης τοῦ αὐτοδιοίκητου- ἀσκοῦνται καί πρός τήν Ἱερά Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὥστε νά μήν ὑπάρξουν ἀντιδράσεις γιά τίς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου». 
Δέν εἶναι, ἄλλωστε, ἡ πρώτη φορά πού τό Φανάρι ἐπιχειρεῖ νά παραβιάσει τό καθεστώς τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέ σκοπό νά φιμώσει τούς μοναχούς καί νά ἀποτρέψει τίς ἀντιδράσεις καί τόν ἔλεγχο τῶν οἰκουμενιστικῶν ἐκτροπῶν του. Κάτι ἀνάλογο συνέβη καί τό 1994, μετά τήν προδοτική συμφωνία τοῦ Balamand, πού ξεσήκωσε θύελλα ἀντιδράσεων στό ὀρθόδοξο πλήρωμα καί στό Ἅγιον Ὄρος, καθώς καί τόν διάλογο μέ τούς Ἀντιχαλκηδονίους. Γιά τήν καταστολή αὐτῶν τῶν ἀντιδράσεων τό Φανάρι ἀπέστειλε Πατριαρχική Ἐξαρχία ἀποτελούμενη ἀπό τρεῖς Μητροπολίτες μέ τήν ἀξίωση αὐτοί νά λάβουν μέρος στήν Διπλῆ Σύναξη τῶν Ἡγουμένων καί Ἀντιπροσώπων τῶν Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, κάτι πού σαφῶς ἀπαγορεύεται καί παραβιάζει τό αὐτοδιοίκητο. Προχώρησε μάλιστα καί στήν ἐπιβολή ποινῶν, «ἄνευ δίκης καί ἀπολογίας», καί κήρυξε ἔκπτωτους ἀπό τό ἀξίωμά τους ἡγουμένους καί ἀντιπροσώπους Ἱερῶν Μονῶν «ἐπί ἀπειθείᾳ καί πνεύματι στασιαστικῷ ἔναντι τῆς Μητρός Ἐκκλησίας»66!!
4. Ἡ στάση τοῦ Ἁγίου Ὄρους
Ὅλα αὐτά, βέβαια, μπορεῖ, ὡς ἕνα βαθμό, νά ἐξηγοῦν τήν στάση της, ἀλλά σίγουρα δέν ἀπαλλάσσουν τήν Ἱερά Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους γιά τήν ἀφωνία καί τήν ἐκκωφαντική σιωπή, τήν ὁποία τηρεῖ στά θέματα τῆς πίστεως καί ἡ ὁποία εἶναι διαμετρικά ἀντίθετη μέ τό ὁμολογιακό φρόνημα καί τήν μαρτυρία πού διαχρονικά ἔδιδε τό Ἅγιον Ὄρος. 
Ἀναμένουμε, ὅλοι, τήν στάση πού θά κρατήσει τό Ἅγιον Ὄρος σχετικά μέ τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, στήν ὁποία ἤδη παρεῖχε τήν νομιμοποίησή του μέ τήν συμμετοχή ἐκπροσώπου του σέ αὐτή, τοῦ Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα. Ἀναμένουμε τήν ἀντίδραση τῆς Ἱερᾶς Κοινότητας στό γεγονός ὅτι ὅσες προτάσεις κατέθεσε γιά ἀλλαγή τῶν προσυνοδικῶν Κειμένων ἀπορρίφθηκαν καθ’ ὁλοκληρία ἀπό τήν «Σύνοδο».
Ποιά εἶναι τελικά ἡ θέση τῆς Ἱερᾶς Κοινότητας τοῦ Ἁγίου Ὄρους γιά τούς ἑτεροδόξους; Τούς ἀναγνωρίζουν ὡς «Ἐκκλησίες», σύμφωνα μέ τίς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» ἤ τούς ἀποδέχονται ὡς «χριστιανικά δόγματα καί ὁμολογίες»67, ὅπως ἀναφέρουν στήν Ἐπιστολή-Ὑπόμνημά τους τῆς 12ης/25ης Μαρτίου 2016 πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο;
Παραθέτουμε κάποια χαρακτηριστικά ἀποσπάσματα ἀπό παλαιότερες τοποθετήσεις τοῦ Ἁγίου Ὄρους γιά τό συγκεκριμένο ζήτημα, οἱ ὁποῖες ἐξέφραζαν μέ ξεκάθαρο καί αὐθεντικό τρόπο τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία καί αὐτοσυνειδησία, πού καταστρατηγήθηκε στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης καί ἀναμένουμε τήν ἐπαναβεβαίωση τῶν θέσεων αὐτῶν καί ἀπό τούς σύγχρονους ἁγιορεῖτες.
Ἀνακοινώσεις Ἁγίου Ὄρους
1980: «...ἡ πα­ραί­τη­σις ἀ­πό τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­ας καί ἡ υἱ­ο­θέ­τη­σις τῆς κα­κο­δο­ξί­ας, ὅ­τι τήν Μί­α, Ἁ­γί­α, Κα­θο­λι­κή καί Ἀ­πο­στο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α δέν ἀ­πο­τε­λεῖ ἡ κα­θ’ ἡ­μᾶς Ἐκ­κλη­σί­α ἀλ­λά τά δύ­ο ”τμή­μα­τα” αὐ­τῆς, ἤ­τοι ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α καί ὁ Ρ/Κα­θο­λι­κι­σμός,... πεί­θει ἡ­μᾶς, ὅ­τι ἡ κα­τά­στα­σις ἔ­χει πο­λύ χει­ρο­τε­ρεύ­σει καί ὅ­τι ἡ de facto Ἕ­νω­σις εὑ­ρί­σκε­ται ἐ­πί θύ­ραις, ὡς ἐ­σχε­δί­α­σε καί ἐ­προ­γραμ­μά­τι­σεν ἡ Β΄ Βα­τι­κά­νει­ος Σύ­νο­δος»68.
1981: «Οἱ Ἁ­γι­ο­ρεῖ­ται ἔ­χουν γα­λου­χη­θῆ πα­ρά τῶν Θε­ο­φό­ρων Πα­τέ­ρων μας καί τοῦ Σε­πτοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου νά φρο­νοῦν ὅ­τι ὁ Πα­πι­σμός συ­νι­στᾷ αἵ­ρε­σιν, αἵ­ρε­σιν ὁ­μοί­αν μέ τόν Ἀ­ρει­α­νι­σμόν...»69.
1987: «Τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος ὡ­σαύ­τως δέν συμ­με­ρί­ζε­ται τήν ἄ­πο­ψιν, ὅ­τι ἐ­κτός τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας ὑ­πάρ­χου­σιν ”Ἐκ­κλη­σί­αι”. Ὑ­πάρ­χου­σι μό­νον κοι­νό­τη­τες αἱ­ρε­τι­κῶν καί σχι­σμα­τι­κῶν, ὁ­μο­λο­γούν­των πί­στιν εἰς τόν Χρι­στόν, πλήν ὅ­μως ἑ­τέ­ρως κα­θ’ ὅ ὁ­μο­λο­γεῖ ἡ Ἁ­γί­α τοῦ Χρι­στοῦ Ἐκ­κλη­σί­α, ἥ­τις εἶ­ναι Μί­α, καί ταυτίζε­ται μέ τήν ὀρ­θό­δο­ξον Ἐκ­κλη­σί­αν. Οἱ Ρ/κα­θο­λι­κοί εἶ­ναι σχι­σμα­τι­κοί καί Αἱρε­τι­κοί, ἄ­νευ ἐγ­κύ­ρων μυ­στη­ρί­ων καί Θεί­ας χά­ρι­τος»70.
1994: «Ἡ­μεῖς εἴ­με­θα ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νοι, χά­ριν καί τῶν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν καί τοῦ σύμ­παν­τος κό­σμου, διά τούς ὁ­ποί­ους ἡ ἀ­νό­θευ­τος Ὀρ­θο­δο­ξί­α εἶ­ναι ἡ ἐ­σχά­τη ἐλ­πίς, οὐ­δέ­πο­τε νά ἀ­πο­δε­χθῶ­μεν ἕ­νω­σιν, ἤ χα­ρα­κτη­ρι­σμόν τῆς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς “ἀ­δελ­φῆς Ἐκ­κλη­σί­ας”»71.
1995: «Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τόν νά εἴ­με­θα ἀ­δελ­φαί Ἐκ­κλη­σί­αι, ὅ­ταν ἔ­χω­μεν δογ­μα­τι­κάς δι­α­φο­ράς καί ὅ­ταν δέν ἔ­χω­μεν μυ­στη­ρια­κήν κοι­νω­νί­αν; Πρό­κει­ται διά μί­αν κα­τά­στα­σιν ἀν­τι­φα­τι­κήν, πρω­το­φα­νῆ εἰς τήν ἱ­στο­ρί­αν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τῆς ὁ­ποί­ας ἡ σκο­πι­μό­της δέν δύ­να­ται νά κα­τα­νο­η­θῆ. Εἴ­με­θα δέ ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νοι κα­τ’ ἐ­πι­τα­γήν τῆς συ­νει­δή­σε­ώς μας νά δη­λώ­σω­μεν ὅ­τι δέν ἀ­πο­δε­χό­με­θα τήν πε­πλα­νη­μέ­νην θε­ω­ρί­αν πε­ρί ”ἀ­δελ­φῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν”»72.
5. Ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἀπό τήν ἀρχή ἀκόμη τῆς λεγόμενης Οἰκουμενικῆς Κίνησης, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ὑπῆρξε πάντοτε φειδωλή σέ ἀνοίγματα πρός τούς ἑτεροδόξους τηρώντας σαφεῖς ἀποστάσεις ἀπό τίς παρεκτροπές τοῦ Φαναρίου. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶχε ἀπαντήσει ἐξαρχῆς ἀρνητικά στήν γνωστή Πατριαρχική Ἐγκύκλιο τοῦ 1902, πού ἐξέδωσε ὁ Πατριάρχης Ἰωακείμ ὁ Γ΄ καί ἀπέστειλε πρός ὅλες τίς Τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ζητώντας τίς ἀπόψεις τους γιά τό ἄν μπορεῖ νά προχωρήσει τό ζήτημα τῆς «ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν». Σθεναρή ὑπῆρξε καί ἡ ἀντίδραση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β΄ (Χατζησταύρου) στά οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, τήν δεκαετία τοῦ 1960, μέ τόν ὁποῖο ἦρθε σέ σφοδρή ἀντιπαράθεση. Ἐξίσου παραδοσιακή ὑπῆρξε καί ἡ στάση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Σεραφείμ. Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε τήν σύγκρουσή του μέ τήν Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλῆ γιά τήν ἵδρυση Νουντσιατούρας (πρεσβείας τοῦ Βατικανοῦ) στήν Ἀθήνα τό 1979.
Ἱστορικό, ὅμως, ἔμεινε τό γνωστό ἐρώτημα πού διετύπωνε κάθε φορά πού γινόταν λόγος περί «ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν». «Εἶναι Ἐκκλησία τό Βατικανό;»73, διερωτᾶτο, ἀφήνοντας νά ἐννοηθεῖ ἀπό τήν συνάφεια τῶν ἀπαντήσεών του ὅτι δέν ἀποτελεῖ Ἐκκλησία, ἀλλά κρατική ὀντότητα κοσμικοῦ χαρακτήρα. 
Ἡ παραδοσιακή αὐτή στάση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἄρχισε σταδιακά νά μεταβάλεται καί νά διολισθαίνει σέ οἰκουμενιστικές πρακτικές μέ ἀποκορύφωμα τήν ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα Ἰωάννη Παύλου τοῦ Β΄ στήν Ἀθήνα τό 2001 καί τήν ἀντίστοιχη τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου στό Βατικανό τό 2006.
Ἔχουμε, ἔτσι, σταδιακά τήν στελέχωση τῶν σχετικῶν συνοδικῶν ἐπιτροπῶν μέ οἰκουμενιστές Ἱεράρχες καί Ἀκαδημαϊκούς Θεολόγους. Τό ἐρώτημα πού προκύπτει εἶναι μέ ποιά κριτήρια ἐπιλέγονται κάθε φορά οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στούς θεολογικούς διαλόγους, στό Π.Σ.Ε. καί τίς διορθόδοξες διασκέψεις. Ὑ­πάρ­χει ἀ­ξι­ο­λό­γη­ση τοῦ ἔρ­γου τους καί πῶς ἀ­πο­τι­μᾶ­ται αὐ­τό; Τά κείμενα τῶν διαλόγων ἐγκρίνονται ἀπό τήν Ἱεραρχία; Ἀφοῦ, ὅπως προβλέπεται,  ἀπό τήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τοῦ 2009 αὐτά «τελοῦν ὑπό τόν ὅρον τῆς ἀναφορᾶς καί ἐγκρίσεώς τους ἀπό τίς κατά τόπους Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες»74. Ἀποτελεῖ, πραγματικά, τεράστια πρόκληση γιά τό ὀρ­θό­δο­ξο αἴ­σθη­μα τοῦ πι­στοῦ λα­οῦ ἡ ἐπιμονή πλέον τῆς Συ­νό­δου νά ὁρίζει τούς συγκεκριμένους ἀν­τι­προ­σώ­πους στούς δι­α­λό­γους, ἐνῶ γνωρίζει τίς δε­δο­μέ­νες καί ἐκ­πε­φρα­σμέ­νες οἰ­κου­με­νι­στι­κές ἀν­τι­λή­ψεις τους. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα ἀ­πο­τε­λοῦν οἱ Μη­τρο­πο­λί­τες Μεσ­ση­νί­ας κ. Χρυ­σό­στο­μος καί Δη­μη­τριά­δος κ. Ἰ­γνά­τιος.
Πολύ περισσότερο δέ αὐτό ἀποτελεῖ πρόκληση μετά καί ἀπό ὅσα διαδραματίστηκαν στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης καί τήν ἀνατροπή τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱεραρχίας γιά τήν τροποποίηση τοῦ Κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». Ἡ ἐξέλιξη τῆς ὅλης ὑποθέσεως ἀνέδειξε μέ τόν πλέον ἐμφαντικό τρόπο τήν ἀπόλυτη ἀδιαφάνεια, τά στεγανά καί τήν ἐπιβολή τετελεσμένων στήν ὁποία στηρίχτηκε ἡ προπαρασκευή τῆς συγκεκριμένης «Συνόδου». Μιά δράκα ἀνθρώπων, μιά κλειστή καί ἐπιλεκτική ὁμάδα ἐκλεκτῶν, ἕνας σκληρός πυρήνας ἐμπίστων καί προθύμων, μιά ὀλιγαρχία Ἀρχιερέων καί λαϊκῶν θεολόγων κατάφερε νά ἐπιβάλει τήν θέλησή της σέ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία.
Εἰδικά σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἡ πλειοψηφία τῶν Ἱεραρχῶν καί τό εὐσεβές πλήρωμα συνολικά ἔμειναν ἐπί σειρά ἐτῶν παντελῶς ἀπληροφόρητοι, ἀνυποψίαστοι γιά ὅλα ὅσα ἐπί δεκαετίες συντελοῦνταν ἐν κρυπτῷ. Ὅπως ἀνέφερε ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος σέ ἐπιστολή του πρός τόν Ἀρχιεπίσκοπο κ. Ἱερώνυμο, «ἡ Ἐκκλησία μας δέν προετοιμάσθηκε ἐπαρκῶς γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν θεμάτων αὐτῶν. Ἀντίθετα μάλιστα, Ἱεράρχες πού ἀσχολήθηκαν μέ τά θέματα αὐτά μᾶς καθησύχαζαν ὅτι δέν θά δημιουργηθοῦν προβλήματα στήν Ἐκκλησία ἀπό τά κείμενα. Ὅμως, ὄντως ὑπάρχουν θεολογικά προβλήματα»75. Σέ ἄλλη ἐπιστολή του πρός τόν Μακαριώτατο ἔθετε μία σειρά ἀπό ἐρωτήματα ἀπό τά ὁποῖα προέκυπτε ὅτι δέν δόθηκαν ποτέ στούς Ἀρχιερεῖς «οἱ ἐκθέσεις τῆς Ἐπιτροπῆς Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικῶν Σχέσεων πρός τήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο, καί τυχόν κατευθυντήριες γραμμές πού ἔδωσαν οἱ κατά καιρούς Διαρκεῖς Σύνοδοι πρός τήν Ἐπιτροπή Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικῶν σχέσεων γιά τήν βελτίωση τῶν κειμένων»76.
Πρέπει, ἔστω καί τώρα, νά δοθεῖ μία ξεκάθαρη ἀπάντηση καί νά εἰπωθεῖ ὅλη ἡ ἀλήθεια. Ἄν δέν πληροφορήθηκαν ἐγκαίρως οἱ Ἱεράρχες τό περιεχόμενο τῶν κειμένων, ὅπως διατείνονται πολλοί ἀπό αὐτούς, ποιός εἶναι ὑπεύθυνος γι’ αὐτό; Ποιός εὐθύνεται πού ἀπεκρύβησαν ἀπό τήν Ἱεραρχία τόσο σημαντικά κείμενα; Ἀναζητήθηκαν εὐθύνες γιά τήν ἀπόκρυψη τῶν κειμένων; Ἄν ναί, σέ ποιόν ἀποδόθηκαν; 
Ἄν ἰσχύει ἡ ἄλλη περίπτωση, ὅτι, δηλαδή, εἶχε ἐνημερωθεῖ ἐγκαίρως ἡ Σύνοδος καί γνώριζαν οἱ Ἱεράρχες τό περιεχόμενο τῶν κειμένων, γιατί δέν ἀντέδρασαν ἐγκαίρως, ὥστε νά εἶναι καί πιό ἀποτελεσματική ἡ ἀντίδρασή τους αὐτή; Γιατί δέν εἰπώθηκε οὔτε μιά λέξη γι’ αὐτό τό τόσο σημαντικό ζήτημα; Γιατί δέν ὑπῆρξε οὔτε μία δημόσια ἀναφορά, δέν γράφτηκε οὔτε ἕνα κείμενο, δέν ἐκφράσθηκε οὔτε μία ἀντίρρηση, οὔτε μία παρατήρηση, δέν εἰπώθηκε ἀπολύτως τίποτε πρός τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας; Εἶναι προφανές πώς ἡ ὅλη διαδικασία πού τηρήθηκε εἶχε ὡς μοναδικό σκοπό τήν διαμόρφωση καί ἐπιβολή τετελεσμένων ἀποφάσεων, ἐρήμην τῆς Ἱεραρχίας καί τοῦ εὐλαβοῦς πληρώματος.
Στήν διάρκεια τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς 25ης Μαΐου 2016 εἴχαμε μία ἔντονη παρασκηνιακή δραστηριότητα καί μία συζήτηση σέ ὑψηλούς τόνους καί ἀντιπαραθέσεις, τό περιεχόμενο τῆς ὁποίας, φυσικά, δέν ἀνακοινώθηκε ποτέ. Χαρακτηριστικό τῆς ἀδιαφάνειας καί τῆς μυστικότητας πού τηρήθηκε εἶναι τό γεγονός ὅτι στά Δελτία Τύπου, τά Ἀνακοινωθέντα καί τήν Ἐγκύκλιο πρός τόν Λαό, πού ἐκδόθηκαν ἀπό τήν Ἱεραρχία, δέν ἀναφέρεται πουθενά τί ἀκριβῶς ἀποφάσισε καί ποιές ἦταν οἱ τροποποιήσεις πού θά πρότεινε στήν Μεγάλη Σύνοδο.
Οὐσιαστικά, λοιπόν, ποτέ κανείς δέν ἔμαθε ποιές ἤταν τελικά οἱ τροποποιήσεις τῶν κειμένων, πού προτάθηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, γιά τίς ὁποῖες τόσος λόγος ἔγινε στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης. Οἱ μόνες πληροφορίες πού ἔχουμε εἶναι ἀπό τίς ἀναφορές τοῦ Μητροπολίτη Ναυπάκτου στά κείμενα πού ὁ ἴδιος δημοσίευσε καί ἀπό ὅσα διέρρευσαν στά ΜΜΕ.
Τό πρῶτο ἐρώτημα πού προκύπτει ἀπό τίς ἀποφάσεις καί τίς ἀνακοινώσεις τῆς Ἱεραρχίας εἶναι πῶς ἑρμηνεύεται ἡ φράση «ἡ τελική ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας (...) θά ὑποστηριχθεῖ ἀπό τόν Μακαριώτατο κατά τίς συνεδριάσεις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου»77. 
Τί ἀκριβῶς ὑποστήριξε ὁ Μακαριώτατος στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης καί μέ βάση ποιά ἐπιχειρηματολογία; Ποία ἦταν ἡ θεολογική βάση πάνω στήν ὁποία ἐπρόκειτο νά στηρίξει τήν ἐπιχειρηματολογία του; Ἀναπτύχθηκε ποτέ ἐπαρκῶς αὐτή ἡ ἐπιχειρηματολογία; 
Καί τό ἄλλο σημαντικό ἐρώτημα εἶναι ἄν οἱ Ἱεράρχες πού μετεῖχαν στήν ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶχαν υἱοθετήσει πραγματικά καί ἀποδέχονταν τίς τροπολογίες πού ἀνέλαβαν νά ὑποστηρίξουν ἤ ἄν, κάποιοι ἀπό αὐτούς, ἁπλά ἀναδιπλώθηκαν γνωρίζοντας ἐκ τῶν προτέρων ὅτι οἱ τροπολογίες αὐτές δέν θά γίνονταν τελικά δεκτές στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης.
Σύμφωνα, ἄλλωστε, μέ τήν παράγραφο 2 τοῦ ἄρθρου 11 τοῦ Κανονισμοῦ Λειτουργίας τῆς Συνόδου, «... αἱ μή ὁμοφώνως ἀποδεκταί γενόμεναι τροπολογίαι δέν ἐγκρίνονται»78. 
Συμβιβασμός καταδικασμένος νά ἀποτύχει
Σέ κάθε περίπτωση, ἦταν ἀπό τήν ἀρχή ξεκάθαρο ὅτι ἡ πρόταση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀποτελοῦσε οὐσιαστικά μία κίνηση τακτικῆς καί ἕναν συμβιβασμό, πού ἐπεχείρησε νά ἑνώσει τά διεστῶτα καί νά συνθέσει τίς ἀντίθετες ἀπόψεις πού εἶχαν κατατεθεῖ ἀπό πολλούς Ἱεράρχες. Ἐπρόκειτο, ἐπίσης, γιά μία προσπάθεια κατευνασμοῦ τῶν σφοδρῶν ἀντιδράσεων μεταξύ τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες εἶχαν ἐκφρασθεῖ μέσα ἀπό σωρεία ἄρθρων, ἀνακοινώσεων, ἐπιστολῶν, ἐντύπων κ.ἄ.
Εἶναι ὅμως γνωστό ὅτι στά θέματα τῆς πίστεως δέν μπορεῖ νά γίνει συμβιβασμός. Γι’ αὐτό καί εἶχε τονιστεῖ ἐκ τῶν προτέρων ὅτι τό Κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» θά ἔπρεπε νά ἀπορριφθεῖ ἐξ ὁλοκλήρου, καθώς ἦταν ἐκ θεμελίων προβληματικό καί δέν ἐπιδεχόταν βελτιώσεις.
Κατά συνέπεια, ἡ πρόταση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἦταν ἐκ τῶν προτέρων καταδικασμένη σέ ἀποτυχία. Θά μποροῦσε, ὅμως, κάποιος καλόπιστα νά παρατηρήσει ὅτι, παρά ταῦτα, ἡ Ἱεραρχία εἶχε τήν πρόθεση καί τήν διάθεση νά ἐπιφέρει βελτιώσεις στό κείμενο. Εἶναι, ὅμως, ἔτσι; 
Ἡ ὑπονόμευση ἐκ τῶν ἔσω
Ἐλάχιστες ἡμέρες μετά τήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νά προτείνει τροποποιήσεις στό κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», ὁ Συνοδικός της Ἀντιπρόσωπος στίς Προσυνοδικές Διασκέψεις Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος ἔδωσε, στίς 7-6-2016, συνέντευξη στήν ἰταλική ἐφημερίδα La Stampa (στήν ἠλεκτρονική της ἔκδοση). Ἐκεῖ, μεταξύ ἄλλων, ὁ δημοσιογράφος Andrea Tornielli τοῦ ζήτησε νά σχολιάσει τίς πληροφορίες ὅτι μερικοί Ἐπίσκοποι τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ζητοῦν νά  ἀκυρωθεῖ ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» για τούς «Καθολικούς» καί τοῦ ἀπευθύνει τήν ἐρώτηση: «Ἀλλά, μέχρι στιγμῆς, οἱ Καθολικοί ἔχουν θεωρηθεῖ μιά ἀληθινή Ἐκκλησία γιά τούς Ὀρθόδοξους, δέν εἶναι ἔτσι;». «Βέβαια, ἔτσι εἶναι», ἀπαντᾶ ὁ Σεβασμιώτατος κ. Χρυσόστομος καί συνεχίζει: «ἡ Καθολική Ἐκκλησία θεωρεῖται πάντα μιά Ἐκκλησία. Ἡ πρόταση γιά τήν ὁποία μιλᾶτε εἶναι, ἀπό ὁρισμένους συντηρητικούς, οἱ ὁποῖοι δέν θέλουν νά βάλουν στό ἴδιο ἐπίπεδο τίς δύο Ἐκκλησίες. Ἀλλά, πιστεύω, ὅτι θά εἶναι δύσκολο νά περάσει. Ὑπάρχουν πολλοί ἄλλοι πού δέν δέχονται αὐτή τήν τροπολογία»79. 
Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι ἀμέσως μετά τήν ὑποτιθέμενη ὁμοφωνία τῆς Ἱεραρχίας γιά τίς προτεινόμενες τροποποιήσεις, ὁ ἴδιος ὁ ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στίς Προσυνοδικές Διασκέψεις ἀποστασιοποιεῖται ἐπίσημα ἀπό τήν ἐπίσημη θέση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας του. Στιγματίζει ὡς «συντηρητικούς» συνεπισκόπους του καί σπεύδει νά καθησυχάσει τό παπικό ἀναγνωστικό κοινό ὅτι αὐτή ἡ πρόταση δέν θά ἐγκριθεῖ στήν Κρήτη. Προδικάζει δέ ὁ ἴδιος καί προαναγγέλλει τήν ἀπόρριψη τῆς πρότασης τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Ἡ ἀνατροπή τῆς ἀπόφασης τῆς Ἱεραρχίας
Ὅπως ἦταν ἀναμενόμενο, δέν ἄργησαν νά πέσουν οἱ μάσκες καί νά ἀποκαλυφθεῖ τό ἀληθινό πρόσωπο τῶν Ἱεραρχῶν τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Σύμφωνα μέ τήν μαρτυρία τοῦ Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, μέλους τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, «τήν Παρασκευή πού συζητεῖτο τό συγκεκριµένο κείµενο ἡ συζήτηση ἔφθασε σέ ἀδιέξοδο στήν ἕκτη παράγραφο, ὅπου γινόταν λόγος  γιά τήν ὀνοµασία τῶν Ἑτεροδόξων... Σέ εἰδική σύσκεψη τῆς ἀντιπροσωπείας µας τήν Παρασκευή τό µεσηµέρι ἀποφασίσθηκε νά παραµείνουµε σταθεροί στήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας καί νά προταθοῦν ἐναλλακτικές λύσεις, ἤτοι νά γραφῆ “ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τήν ὕπαρξιν ἑτεροδόξων” ἤ “ἄλλων Χριστιανῶν” ἤ “µή Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν”»80. 
Ἡ ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος συνῆλθε καί πάλι τό πρωί τοῦ Σαββάτου, ὅπου προτάθηκε ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο νά κατατεθεῖ μία νέα πρόταση, ἤτοι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνοµασίαν ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁµολογιῶν»81.
Σύμφωνα μέ ὅσα διέρρευσαν στά ΜΜΕ «εἶχε προηγηθεῖ ἕνα ὁλονύκτιο “παζάρι” μεταξύ τῶν Μητροπολιτῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν»82. Σ’ αὐτές τίς ὁλονύκτιες διεργασίες συμμετεῖχαν καί ὁ Μητροπολίτης Νέας Ἰωνίας κ. Γαβριήλ μέ τόν Καθηγητή κ. Βλάσιο Φειδᾶ, οἱ ὁποῖοι φέρονται καί ὡς συντάκτες τῆς νέας πρότασης πού ἀνέτρεψε τήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας.
Στήν ψηφοφορία πού ἀκολούθησε ὑπερψηφίστηκε αὐτή ἡ νέα πρόταση ἀπό ὅλους τούς παρόντες, πλήν τοῦ Μητροπολίτη Ναυπάκτου, ὁ ὁποῖος διαφώνησε καί ἀποφάσισε νά μήν ὑπογράψει τό κείμενο καί νά ἐπέχει ἀπό τήν «περαιτέρω συζήτηση τοῦ θέματος χάριν τῆς ἑνότητος»83.
Αὐτό πού συνέβη τελικά στήν Κρήτη ἦταν ἡ πλήρης ἀνατροπή τόσο τῆς οὐσίας ὅσο καί τοῦ συνολικοῦ πνεύματος τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Μαΐου τοῦ 2016. Καί αὐτό γιατί ἡ ὅλη ὑπόθεση πού ἀπασχόλησε κυρίως τήν Ἱεραρχία ἦταν τό ἄν θεωροῦνται ἤ ὄχι Ἐκκλησίες οἱ ἑτερόδοξοι. Στήν πολύωρη καί γεμάτη ἀντεγκλήσεις συζήτηση πού πραγματοποιήθηκε ἀποφασίστηκε νά γίνει ἡ πρόταση «νά ἀντικατασταθοῦν ὅλες οἱ φράσεις πού χαρακτηρίζουν ὡς “Ἐκκλησίες” καί ἀναφέρονται στίς σχέσεις μέ τούς ρωμαιοκαθολικούς καί τούς προτεστάντες. Ἔτσι, σύμφωνα μέ τήν ἀπόφαση-πρόταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, στά πρός ἐπικύρωση κείμενα τῆς Μεγάλης Συνόδου, ὅπου ὑπάρχει ἡ λέξη “Ἐκκλησία” καί ἀναφέρεται στούς ρωμαιοκαθολικούς καί στούς προτεστάντες, θά πρέπει νά ἀντικατασταθεῖ καί νά γίνει “ὁμολογία” ἤ “χριστιανική κοινότητα”»84.
Τήν πρόταση αὐτή μάλιστα ἡ Ἱεραρχία ἀπεφάσισε νά τήν ὑποστηρίξει σθεναρά καί χωρίς ὑποχωρήσεις. «Ἅς μείνουμε μόνοι. Μοναδικοί κήρυκες τῆς Ὀρθοδοξίας. Γνήσιοι ἐκφραστές»85, διεκήρυσσε ὁ Μητροπολίτης Ἠλείας, κύριος εἰσηγητής τοῦ θέματος στήν Ἱεραρχία, δίνοντας τό στίγμα αὐτῆς τῆς ἀπόφασης. Ὁ στόχος, λοιπόν, καί ἡ δέσμευση πού ἔθεσε ἡ Ἱεραρχία μέ τήν ἀπόφασή της στόν Ἀρχιεπίσκοπο καί τούς Ἀρχιερεῖς, πού συναποτελοῦσαν τήν ἀντιπροσωπεία πού τόν συνόδευε, ἦταν σαφής: νά μήν γίνεται ἀναφορά τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία» σέ σχέση μέ τούς ἑτεροδόξους.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καί οἱ Ἀρχιερεῖς πού μετεῖχαν στήν ἀντιπροσωπεία προχώρησαν σέ μία ὠμή παραβίαση τῆς ἐντολῆς πού εἶχαν λάβει. Λειτούργησαν μέ ἀπόλυτα ἀντισυνοδικό τρόπο, ὑπερβαίνοντας τήν ἐξουσιοδότηση πού εἶχαν λάβει ἀπό τό ἀνώτατο ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἡ Ἱεραρχία. Κι αὐτό γιατί ἡ συγκεκριμένη ἀπόφαση δέν περιελάμβανε καμμία ἀπολύτως πρόβλεψη γιά τήν δυνατότητα ἀλλαγῆς τῶν προτάσεων. 
Αὐτήν τήν κατάλυση τῆς συνοδικότητας, τήν παραβίαση κάθε δεοντολογίας καί κάθε ἀρχῆς δημοκρατικῆς ἐκπροσώπησης, ὁ Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ἰγνάτιος τήν θεωρεῖ καί τήν προβάλλει ὡς ἔνδειξη ἑνότητας! Σύμφωνα μέ τόν Μητροπολίτη, «ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, μέ ἐπικεφαλῆς τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο, ἀπέδειξε ὅτι μπορεῖ νά πορευθεῖ ἑνωμένη, νά συνθέσει τίς ἀπόψεις τῶν προσώπων πού τήν ἀπαρτίζουν καί νά συμβάλει στή σαφήνεια καί τήν αὐθεντικότητα τῆς διατύπωσης τοῦ μηνύματος τῆς Ὀρθοδοξίας»86.
Ὁ ἴδιος Μητροπολίτης, ἄλλωστε, σέ ἄρθρο του στήν ἐφημερίδα Καθημερινή, λίγες μέρες πρίν τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, ἔγραφε, μεταξύ ἄλλων, ὅτι «... οἱ ἀποφάσεις θά ληφθοῦν, ὅπως ἡ παράδοσή μας ὁρίζει: “Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν”. Τίς ἀποφάσεις, ὅμως, τίς παίρνουν οἱ παρόντες»87.  Αὐτή εἶναι μιά δήλωση πού ἐπιδέχεται πολλές ἑρμηνεῖες καί γεννᾶ πολλά ἐρωτηματικά. Ἡ ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Μαΐου 2016 δέν ἦταν «ὅπως ἡ παράδοσή μας ὁρίζει»; Δέν ἦταν «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι» οἱ προτάσεις τῆς Ἱεραρχίας, πού παραβιάστηκαν στήν Κρήτη;
Καί τελικά ἄν «τίς ἀποφάσεις τίς παίρνουν οἱ παρόντες» (ἐνν. στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης), ὅπως ὑποστηρίζει ὁ κ. Ἰγνάτιος, τότε τί νόημα εἶχαν οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας πού προηγήθηκαν; Οἱ παρόντες, δηλαδή στήν Κρήτη, ἀντιπρόσωποι δέν ἐκπροσωποῦσαν τήν Ἱεραρχία τους; Δέν ἀντιπροσώπευαν καί τούς ὑπολοίπους Ἀρχιερεῖς; Ἔχουμε, δηλαδή, ἀποκλεισμό ὅλων τῶν ὑπολοίπων Ἀρχιερέων καί διαχωρισμό σέ Ἐπισκόπους δύο ταχυτήτων, αὐτῶν πού θά ἀποφασίζουν καί αὐτῶν πού θά ἀποδέχονται τίς ἀποφάσεις; Ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος κ. Ἱερώνυμος, στίς προκλήσεις πού δέχτηκε ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου, ἀπήντησε ὅτι «ἐμεῖς ἔχουμε Σύνοδο 80 ἀρχιερέων»88.
Μετά ἀπό ὅλα αὐτά ἀναμένεται μέ τεράστιο ἐνδιαφέρον ἡ προσεχής σύγκληση τῆς Ἱεραρχίας τοῦ μηνός Ὀκτωβρίου, ὥστε νά πληροφορηθοῦμε ὅλοι, πῶς θά ἀντιμετωπισθεῖ ἀπό τούς Ἀρχιερεῖς ἡ ἀνατροπή τῆς ἀποφάσεώς τους. Τί θά πράξουν οἱ ὑπόλοιποι Ἀρχιερεῖς; Θά συνεχίσουν νά κωφεύουν καί νά ἀδιαφοροῦν; Θά συνεχίσουν νά ἀποδέχονται τά πραξικοπήματα μιᾶς ἐπισκοπικῆς ὀλιγαρχίας, πού ἐπί σειρά ἐτῶν ἐπιβάλλει συστηματικά καί μεθοδευμένα τίς οἰκουμενιστικές ἀντιλήψεις κατέχοντας κατ’ ἐξακολούθηση καίριες θέσεις στίς Συνοδικές Ἐπιτροπές καί στούς διαλόγους μέ τούς ἑτεροδόξους; Θά συνεχίσουν νά γίνονται συνυπεύθυνοι καί συνένοχοι στά ἐγκλήματα πού συντελοῦνται κατά τῆς ἀμωμήτου πίστεώς μας;
6. Ἀποτίμηση
Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης, ὄχι μόνο δέν ἀνέδειξε καί δέν προέβαλε τήν ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων, ὅπως διεκήρυσσε, ἀλλά ἀντιθέτως τήν ἔθεσε σέ μία ὀδυνηρή δοκιμασία. Ἀντί νά σφυρηλατήσει τήν ἑνότητα, ἀνατροφοδότησε διχοστασίες καί ἀντιθέσεις, ἀντιπαλότητες καί ἀνταγωνισμούς. Τά πολιτικά παιχνίδια τῶν Προκαθημένων, ἄν καί δέν ἀνέδειξαν κανένα νικητή, ζημείωσαν συντριπτικά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὁδηγώντας την σέ μία ἔντονη ἐσωτερική περιδίνηση μέ ἀπρόβλεπτες συνέπειες. Ἡ ἀπουσία τεσσάρων Πατριαρχείων, πού πληθυσμιακά μάλιστα ἐκπροσωποῦν περισσότερους ἀπό τούς μισούς ὀρθοδόξους παγκοσμίως, ἐπέφερε θανάσιμο πλήγμα στήν εἰκόνα τῆς ἑνότητας, ἀλλά καί τῆς ἴδιας τῆς «Συνόδου».
Ὅπως πολύ εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ ἀναλυτής Victor Gaetan «ἡ ἄρνηση τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νά συμμετάσχει στήν Σύνοδο ματαίωσε τό ὄνειρο τοῦ Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου νά προβάλει τήν ὑπ’ αὐτόν παγκόσμια ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας». Καί σημειώνει ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτή «προκαλεῖ περισσότερα ἐρωτήματα παρά ἀπαντήσεις»89.
Τό εὔλογο καί μείζονος σημασίας ἐρώτημα πού γεννᾶται καί πού τό ὑποβάλλει ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν σχολιαστῶν, παρατηρητῶν καί ἀναλυτῶν τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης εἶναι γιατί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ἐπέδειξε τόση ἐπιμονή στήν πραγματοποίηση αὐτῆς τῆς «Συνόδου».
Γιατί ἐπέμεινε νά πραγματοποιηθεῖ αὐτή ἡ Συνόδος–παρωδία μέ τήν συμμετοχή μιᾶς ἰσχνῆς μειοψηφίας Ἀρχιερέων, πού δέν ἀντιπροσώπευσαν οὔτε στό ἐλάχιστο τό Σῶμα τῶν Ἐπισκόπων, πού δέν εἶχαν κἄν δικαίωμα ψήφου καί ἀδιαφόρησαν πλήρως γιά τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τό ὀρθόδοξο πλήρωμα;
Γιατί ἐπέμεινε τόσο πολύ ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης νά πραγματοποιηθεῖ αὐτή ἡ Σύνοδος–τραγέλαφος, ὅπου ἄλλοι ἀρνήθηκαν νά προσέλθουν, ἄλλοι διετύπωσαν σοβαρές ἐπιφυλάξεις, ἄλλοι ἀρνήθηκαν νά ἀποδεχθοῦν καί νά ὑπογράψουν τά Κείμενα πού ἀποφασίστηκαν καί ἄλλοι ὑπέγραφαν ἀντ’ αὐτῶν, ὅπως ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, πού ὑπέγραψε ἀντί γιά τούς Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας του, πού ἀρνήθηκαν νά ὑπογράψουν -χωρίς φυσικά τήν ἔγκρισή τους- καταλύοντας κάθε ἀρχή δημοκρατικῆς ἔκφρασης καί ἐκπροσώπησης, ἀκόμη καί μέ τήν κοσμική της ἔννοια;
Γιατί ἐπέμεινε τόσο πολύ ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης στήν πραγματοποίηση αὐτῆς τῆς «Συνόδου», πού ἀμαύρωσε τήν εἰκόνα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐξέπεμψε διχαστικά μηνύματα καί λειτούργησε διαλυτικά ἐπηρεάζοντας ἀρνητικά τήν συνοχή μεταξύ τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν;
Καί τελικά γιατί προτίμησε νά ὑποστεῖ μία τέτοια στρατηγική ἥττα, γιατί ἀποδέχτηκε τόν ἐπικοινωνιακό αὐτοχειριασμό καί τήν κατάρρευση ἑνός τόσο μεγαλεπίβουλου σχεδιασμοῦ, πού ἐπί μισό τουλάχιστον αἰώνα πρωτοστατοῦσε στήν ὀργάνωση καί τήν ἐκπλήρωσή του;
Ἡ ἀπάντηση, μετά ἀπό ὅλα ὅσα ἔχουμε ἀναπτύξει, εἶναι προφανής. Οἱ στόχοι τῆς «Συνόδου» ἦταν ἄλλοι∙ ἦταν αὐτοί πού περιγράψαμε ἀναλυτικά καί ἡ ἐπίτευξη τῶν ὁποίων προετοιμαζόταν μέ ἐπιμέλεια, μεθόδευση καί πονηρία, ἐπί ἑκατό ὁλόκληρα χρόνια καί ἰδιαίτερα τήν τελευταία πεντηκονταετία∙ ἦταν ἡ ἀναγνώριση τῶν αἱρέσεων ὡς «ἐκκλησιῶν», ἡ ἐπίσπευση τῶν διαδικασιῶν πρός τήν τελική «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν» καί διά τοῦ «κοινοῦ Ποτηρίου», ἡ ὁποία εἶναι προαποφασισμένη, καί ἡ ἰσχυροποίηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη ὡς Πρώτου, ἄνευ ἴσων, μέσα στήν Ὀρθοδοξία.  
Καί ὅπως ἀποδείχθηκε, μπροστά στήν ἐπίτευξη αὐτῶν τῶν κυρίαρχων καί στρατηγικῶν γιά τούς οἰκουμενιστές στόχων, ὅλα τά ἄλλα τίθενται σέ δεύτερη μοίρα. Ὅπως τέθηκε σέ δεύτερη μοίρα, ἀγνοήθηκε καί ἀπορρίφθηκε ἡ ἁγιοπατερική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ἁγιοπνευματική ὀρθόδοξη θεολογία μας. Ὅπως ἀγνοήθηκαν καί καταπατήθηκαν μία σειρά ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους, πού ἔχουν καταδικάσει ἀπερίφραστα, ὡς αἱρετικές, ποικίλες πλάνες, τίς ὁποῖες πρεσβεύουν, ἀκόμη καί σήμερα, ὅλοι αὐτοί -παπικοί καί προτεστάντες- πού ἀναγνωρίστηκαν ὡς «ἐκκλησίες» ἀπό τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης. Γι’ αὐτό καί παρατηρεῖ πολύ εὔστοχα ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου, «ἡ παραθεώρηση τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας πού ἐκφράζεται μέσα ἀπό τούς ἁγίους αὐτούς, γιά νά βρεθοῦν μερικά κοινά σημεῖα μέ τόν δυτικό Χριστιανισμό, εἶναι προδοσία τῆς πίστεως. Δέν μπορῶ νά βρῶ ἄλλον εὐγενέστερο χαρακτηρισμό»90. 
Παραθέτουμε ἐνδεικτικά μόνο κάποιες ἀπό αὐτές τίς Συνόδους, πού καταπατήθηκαν ἀπό τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης:
Ἡ Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος (381) ἀπαγόρευσε τίς προ­σθα­φαι­ρέ­σεις στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως. Τήν ἀπαγόρευση αὐτή ἐπαναλαμβάνουν καί ὅλες οἱ μετέπειτα Οἰκουμενικές Σύνοδοι. Ἡ Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (879-880) ἐπί Μεγάλου Φωτίου, κατεδίκασε ρητά τίς παπικές αἱρέσεις τοῦ Filioque καί τοῦ πρωτείου. Ἡ Θ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (1341-1351) κατεδίκασε τίς παπικές πλάνες περί κτιστῆς χάριτος καί κτιστῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Τοπική Σύνοδος τοῦ Λατερανοῦ (649) καί ὅλες οἱ Τοπικές Σύνοδοι τῆς Κωνσταντινουπόλεως τῶν ἐτῶν 867, 1009, 1054, 1089, 1170, 1273, 1282, 1285, 1484, 1642, 1722, 1727, 1755, 1838 καί 1895. Ἡ Σύνοδος τοῦ 1324 ἐν Νυμφαίῳ, τοῦ 1441 ἐν Ρωσίᾳ, τοῦ 1443 ἐν Ἱεροσολύμοις. Ἡ Ἀπάντηση τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρός τόν Πάπα Πίο τόν Θ΄ τό 1848 καί τό Πανορθόδοξο Συνέδριο στήν Μόσχα τό 1948.
Εἶναι δέ χαρακτηριστικό ὅτι δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνας Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας πού νά μήν καταδικάζει τόν παπισμό. Δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνας πατέρας καί σύγχρονος ἁγιασμένος Γέροντας, ἀπό τούς παλαιότερους μέχρι καί τόν Ἅγιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη, πού νά μήν καταδικάζει τίς παπικές πλάνες. Εἶναι ὁμόφωνη, ὁμόθυμη καί διαχρονική ἡ ἀπόρριψη καί ἡ καταδίκη τῶν δοξασιῶν τοῦ παπισμοῦ. Ὅλες αὐτές τίς Συνοδικές ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας μας καί τῶν Ἁγίων Πατέρων μας διαχρονικά παραβίασε καί κατεπάτησε βάναυσα ἡ «Σύνοδος»τῆς Κρήτης.
«Σύνοδος» τῆς Κρήτης καταστρατήγησε τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, κατέλυσε τήν συνοδικότητα, κατεπάτησε βάναυσα ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, ἀγνόησε καί ἀπέρριψε τήν ἁγιοπατερική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας καί τήν ἁγιοπνευματική ὀρθόδοξη θεολογία μας.Γι’ αὐτό καί ἡ «Σύνοδος» αὐτή εἶναι ἄκυρη καί οἱ ἀποφάσεις της δέν ἔχουν δεσμευτικό χαρακτήρα γιά τούς πιστούς. Γι’ αὐτό καί ἡ γρηγοροῦσα συνείδηση τοῦ εὐλαβοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας μας ἀρνήθηκε νά ἀποδεχθεῖ τά τετελεσμένα αὐτῆς τῆς «Συνόδου». Γι’ αὐτό καί τήν ἀκύρωσε ἤδη στήν πράξη. Εἶναι σίγουρο ὅτι μιά μελλοντική πραγματικά Πανορθόδοξη Σύνοδος θά καταδικάσει ὅλες αὐτές τίς κακοδοξίες καί θά ἀποκαταστήσει τήν ἀλήθεια.
Ἡ «Σύνοδος» αὐτή εἶναι ἤδη ἀνύπαρκτη στή συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὡς μή γενομένη, ἐπειδή ἔρχεται σέ φανερή ἀντίθεση μέ τήν βιούμενη ἁγιοπνευματική ἑνότητά Της, ἡ ὁποία καθιστᾶ τελικῶς ἀνίσχυρες τίς ἐνέργειες τοῦ πονηροῦ καί τῶν συνεργατῶν του, καθιστᾶ μάταια τά σχέδια καί τίς ραδιουργίες τῶν Οἰκουμενιστῶν.
Οἱ ἐμπνευστές καί ὀργανωτές τῆς «Συνόδου» θά συνεχίσουν τό πονηρό τους ἔργο γιά τήν ἐπίτευξη καί τοῦ τελικοῦ τους στόχου, πού εἶναι ἡ «ἕνωση στό κοινό Ποτήριο» καί ἐν συνεχείᾳ ἡ πανθρησκεία. Γι’ αὐτό καί δέν πρέπει, σέ καμμία περίπτωση, νά ὑπάρξει ἀδράνεια, χαλάρωση, ἐφησυχασμός, φόβος ἤ δειλία ἐκ μέρους τῶν πιστῶν. Ἀπαιτεῖται ἀνδρεῖο καί ὁμολογιακό φρόνημα, θάρρος, πνευματική λεβεντιά, ἐπαγρύπνηση, κινητοποίηση, πληροφόρηση καί παρεμβάσεις τέτοιες, πού θά σταθοῦν ἀνάχωμα στόν οἰκουμενιστικό ὀλετήρα καί θά ἀναχαιτίσουν τίς ὀλέθριες ἐνέργειες τῶν Οἰκουμενιστῶν.
Ἀπαιτεῖται συσπείρωση, συντονισμός καί ἀνάληψη πρωτοβουλιῶν γιά τήν ἐνημέρωση τῶν Ἐπισκόπων μας, τῶν κληρικῶν, τῶν μοναχῶν, τῶν θεολόγων καί τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, πού «ἔ­χει τὸ δι­καί­ω­μα (...) καὶ ὄ­χι μό­νο τό δι­καί­ω­μα, ἀλ­λὰ τὸ κα­θῆ­κον τῆς “ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σε­ως”»91 τῶν ἀποφάσεων τῶν Συνόδων.
Οἱ γρηγοροῦντες, κατά τήν ἐκκλησιαστική συνείδηση, πιστοί παραμένουμε –εὐγνωμόνως– ἀκλόνητοι στήν Ἐκκλησία μέ τόν διαχρονικό Νικητή Χριστό.
Ὁ Χριστός, διά τῆς Ἐκκλησίας, «ἐξῆλθε νικῶν καί ἵνα νικήσῃ»92. Οἱ ἐμπνευστές καί διοργανωτές τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης, ἀλλά καί ὅποιοι ἄλλοι ἐπιχειροῦν τήν ἀποδόμηση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει νά γνωρίζουν, ὅτι «σκληρόν πρός κέντρα λακτίζειν»93.
Ἄς μείνουμε, λοιπόν, ὅλοι σταθεροί καί ἀμετακίνητοι ἐν Χριστῷ. Ἄς ἐναποθέσουμε σ’ Ἐκεῖνον τήν ἀγωνία καί τήν ἀνησυχία μας γιά τά τεκταινόμενα στήν Ἐκκλησία Του. Ἄς ἐντείνουμε τήν προσευχή μας καί τήν μετάνοιά μας, τήν ἄσκηση, τήν ἐγκράτεια, τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του στήν ζωή μας, ὥστε νά γίνουμε δεκτικοί τῆς χάριτος καί τοῦ ἐλέους Του γιά νά θεραπευθοῦν τά ἀσθενῆ καί νά ἀναπληρωθοῦν τά ἐλλείποντα.
Τελικά, ἡ πολυδιαφημιζόμενη καί πολυπροβαλλόμενη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» ἀποδείχθηκε ἕνα πυροτέχνημα καί κατέληξε σέ συντριπτική ἥττα τῶν Οἰκουμενιστῶν ἐμπνευστῶν της. 
Εἶναι πλέον βέβαιο, ὅτι ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης γιά τήν συνείδηση τοῦ εὐλαβοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὡς μή γενομένη. Ζῆ Κύριος ὁ Θεός!
Υποσημειώσεις:
1. Βλ.σχ. ἀπόσπασμα ἀπό τήν Ἐγκύκλιο τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς (1848): «Παρ’  ἡ­μῖν οὔ­τε Πα­τριά­ρχαι οὔ­τε Σύ­νο­δοι ἐ­δυ­νή­θη­σάν πο­τε εἰ­σα­γα­γεῖν νέ­α, δι­ό­τι ὁ ὑ­πε­ρα­σπι­στὴς τῆς θρη­σκεί­ας ἐ­στὶν αὐ­τὸ τὸ σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἤ­τοι αὐ­τὸς ὁ λα­ός, ὅ­στις ἐ­θέ­λει τὸ θρή­σκευ­μα αὐ­τοῦ αἰ­ω­νί­ως ἀ­με­τά­βλη­τον καὶ ὁ­μο­ει­δὲς τῷ τῶν Πα­τέ­ρων αὐ­τοῦ», Ἰ­ω. Καρ­μί­ρη, Τὰ Δογ­μα­τι­κὰ καὶ Συμ­βο­λι­κὰ Μνη­μεῖ­α τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Κα­θο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τ. Ι­Ι, G­r­az-A­u­s­t­r­ia 1968, σελ. 920[1000]­.
2. Ἁγ. Θε­ο­δώ­ρου τοῦ Στου­δί­του, Ἐ­πι­στο­λή πα΄, Φι­λο­κα­λί­α 18Γ, σελ. 77.
3. Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Ἡγουμένου τῆς Ἱ.Μ.Γρηγορίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Συνέντευξη στόν Ὀρθόδοξο Τύπο, 14 Μαρτίου 1997.
4. Κείμενο Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον, Ἄρθρο 22, https://www.holycouncil.org/-/rest-of-christian-world
5. Κα­θη­γη­τῆ Δογ­μα­τι­κῆς τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς Α.Π.Θ. κ. Δη­μη­τρί­ου Τσε­λεγ­γί­δη, Ἐ­πι­στο­λή πρός τήν Ἱ­ε­ράν Σύ­νο­δον τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, 10-2-2016.
6. Κα­θη­γη­τῆ Δογ­μα­τι­κῆς τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς Α.Π.Θ. κ. Δη­μη­τρί­ου Τσε­λεγ­γί­δη, Ἐ­πι­στο­λή πρός τήν Ἱ­ε­ράν Σύ­νο­δον τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, 30-8-2016.
7. π. Γ. Φλω­ρόφ­σκυ, Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθῆναι 1989, σελ. 207.
8. π. Γ. Φλω­ρόφ­σκυ, ὅ.π.
9. Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ἀνατολικά, Τόμος Α΄, ἐκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), 1993, σελ. 94.
10. Ὑ­πό­μνη­μα εἰς τήν πρός Ἑ­βραί­ους Ἐ­πι­στο­λήν, Ὁ­μι­λί­α ΙΔ΄,1, Ε­ΠΕ 25, σ. 372, «Πῶς οὖν ὁ Παῦ­λός φη­σι· ‘πεί­θε­σθε τοῖς ἡ­γου­μέ­νοις ὑ­μῶν καί ὑ­πεί­κε­τε’; Ἀ­νω­τέ­ρω εἰ­πών, ‘ὧν ἀ­να­θε­ω­ροῦν­τες τήν ἔκ­βα­σιν τῆς ἀ­να­στρο­φῆς μι­μεῖ­σθε τήν πί­στι­ν’, τό­τε εἶ­πε, ‘πεί­θε­σθε τοῖς ἡ­γου­μέ­νοις ὑ­μῶν καί ὑ­πεί­κε­τε’. Τί οὖν, φη­σίν, ὅ­ταν πο­νη­ρός ᾖ, καί μή πει­θώ­με­θα; Πο­νη­ρός, πῶς λέ­γεις; εἰ μέν πί­στε­ως ἕ­νε­κεν, φεῦ­γε αὐ­τόν καί πα­ραί­τη­σαι, μή μό­νον ἄν ἄν­θρω­πος ᾖ, ἀλ­λά κἄν ἄγ­γε­λος ἐξ οὐ­ρα­νοῦ κα­τι­ών· εἰ δέ βί­ου ἕ­νε­κεν, μή πε­ρι­ερ­γά­ζου.­.­. ἐ­πεί καί τό, ‘μή κρί­νε­τε, ἵ­να μή κρι­θῆ­τε’, πε­ρί βί­ου ἐ­στίν, οὐ πε­ρί πί­στε­ως· τό γοῦν ἐ­πα­γό­με­νον τοῦ­το δη­λοῖ. ‘Τί γάρ βλέ­πει­ς’, φη­σί, ‘τό κάρ­φος τό ἐν τῷ ὀ­φθαλ­μῷ τοῦ ἀ­δελ­φοῦ σου, τήν δέ δο­κόν τήν ἐν τῷ σῷ ὀ­φθαλ­μῷ οὐ κα­τα­νο­εῖς;­’. ‘Πάν­τα οὖν ὅ­σα ἄν λέ­γω­σιν ὑ­μῖ­ν’, φη­σί, ‘ποι­εῖν, ποι­εῖ­τε’ (τό δέ ποι­εῖν ἔρ­γων ἐ­στίν, οὐ πί­στε­ως), ‘κα­τά δέ τά ἔρ­γα αὐ­τῶν μή ποι­εῖ­τε’. Ὁ­ρᾷς ὅ­τι οὐ πε­ρί δογ­μά­των ἐ­στίν ὁ λό­γος, ἀλ­λά πε­ρί βί­ου καί ἔρ­γων;
11. Ἁγ. Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τήν Ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, PG 52,784.
12. Ἀρ­χιμ. Γε­ωρ­γί­ου Κα­ψά­νη, Ἡ ποι­μαν­τι­κή δι­α­κο­νί­α κα­τά τούς ἱ­ε­ρούς Κα­νό­νας, Πει­ραι­εύς 1976, σ. 110-112.
13. Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Γιατί δέν ὑπέγραψα τό κείµενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον», http://parembasis.gr/index.php/el/menu-teyxos-239/4555-2016-06-30
14. Καθ. Π. Βασιλειάδη, Ἡ διακονία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, http://www.amen.gr/article/i-diakonia-tou-oikoumenikou-patriarxi-stin-orthodoksi-ekklisia.
16. Ματθ. κα΄, 44-45.
18. Ἀνακοινωθέν Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς, 2 Μαρτίου 2016. 
19. Ὑπόμνημα περί Οἰκουμενισμοῦ, Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2004.
20. Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ὁ Οἰκουμενισμός, ἔκδ. Ἱ.Μ.Ἀρχαγγέλων Τσέλιε, Βάλιεβο-Σερβία, σ. 224. 
21. Πρω­το­πρε­σβυ­τέ­ρου Γ. Με­ταλ­λη­νοῦ, Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο καί Οἰ­κου­με­νι­σμός, Πρα­κτι­κά Δι­ορ­θό­δο­ξου Ἐ­πι­στη­μο­νι­κοῦ Συ­νε­δρί­ου: Οἰ­κου­με­νι­σμός, Γέ­νε­ση-Προσ­δο­κί­ες-Δι­α­ψεύ­σεις, Τό­μος Α΄, ἐκδ. Θε­ο­δρο­μί­α, Θεσ­σα­λο­νί­κη 2008, σελ. 237-238.
22. Ἰω. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. 2, Ἀθήνα 1953, σελ. 957 
23. Ἰω. Καρμίρη, ὅ.π., σελ. 958-959.
24. Ἐπίσκεψις, τ. 698, 31/3/2009, σελ. 25.
25. Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Παρατηρήσεις γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο κατά τήν σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, http://www.parembasis.gr/index.php/el/menu-teyxos-236/4447-2016-03-18
26. Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Μετά τήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο», http://www.parembasis.gr/index.php/el/menu-teyxos-240/4566-2016-07-09-ligo-meta-amsoe
27. Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου, Μεταδοτικό μικρόβιο τό παπικό πρωτεῖο..., http://aktines.blogspot.gr/2014/11/blog-post_899.html
28. Χρυσοστόμου Β΄, Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, Τά Πεπραγμένα ἀπό 15-7-1963 μέχρι 15-7-1964, σελ. 18-19.
29. Χρυσοστόμου Β΄, Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, ὅ.π., σελ. 19-20.
30. Κα­θ. Δ. Τσά­κω­να, Ἀ­θη­να­γό­ρας ὁ Οἰ­κου­με­νι­κός τῶν Νέ­ων Ἰ­δε­ῶν, Ἀθῆναι 1976, σελ. 93. 
31. Κα­θ. Δ. Τσά­κω­να, ὅ.π. σελ. 95.
32. Κα­θ. Δ. Τσά­κω­να, ὅ.π. σελ. 95.
33. Δήλωση Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου, ἐφημ. Ὀρθόδοξος Τύπος, Νοέμβριος 1965.
34. Πρω­το­πρε­σβυ­τέ­ρου Γ. Με­ταλ­λη­νοῦ, Ἡ προσ­λα­λι­ά τοῦ Ἀ­θη­να­γό­ρου - Οἱ δι­ά­λο­γοι χω­ρίς προ­σω­πεῖ­ον [Ἀ­νά­τυ­πο ἐκ τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Πα­ρα­κα­τα­θή­κη], σελ. 4.
35. Πρωτοπρεσβυτέρου Γ. Μεταλληνοῦ, ὅ.π., σελ. 4.
36. Δή­λω­ση τοῦ Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Ἀ­θη­νῶν Χρυ­σο­στό­μου, ἐ­φημ. Ὀρ­θό­δο­ξος Τύ­πος, Νο­έμ­βρι­ος 1965.
37. Τά πρωτότυπα κείμενα εἶναι δημοσιευμένα στό Τό­μος Ἀ­γά­πης, V­a­t­i­c­an-P­h­a­n­ar (1958-1970), R­o­me- I­s­t­a­n­b­ul 1971, σελ. 288-289.
38. π. Ἰ­ω. Ρω­μα­νί­δου, Ὀρ­θό­δο­ξος καί βα­τι­κά­νει­ος συμ­φω­νί­α πε­ρί Οὐ­νί­ας, http://www.romanity.org/htm/rom.e.14.orthodoxi_kai_vatikani
a_sumfonia_peri_ounias.01.htm.
39. Ἀντ. Πα­πα­δό­που­λου, Θε­ο­λο­γι­κός Δι­ά­λο­γος Ὀρ­θο­δό­ξων καί Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν (Ἱ­στο­ρί­α-Κεί­με­να-Προ­βλή­μα­τα), ἐκδ. οἶ­κος ἀ­δελ­φῶν Κυ­ρι­α­κί­δη, Θεσ­σα­λο­νί­κη-Ἀ­θή­να 1996, σελ. 40.
40. Πρω­το­πρε­σβυ­τέ­ρου Γ. Με­ταλ­λη­νοῦ, Ἡ προσ­λα­λι­ά τοῦ Ἀ­θη­να­γό­ρου, ὅ.π., σελ. 5.
41. Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Ἡ νέα μορφή ἐπικοινωνίας Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως – Πάπα Ρώμης καί Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Συνέχειες ή ἀσυνέχειες; http://blogs.auth.gr/moschosg/
42. Καθ. Δ. Τσάκωνα, Ἀθηναγόρας ὁ Οἰκουμενικός τῶν Νέων Ἰδεῶν, σελ. 95.
43. “Council coming for Orthodox”, interview by Desmond O’ Grady, The National Catholic Reporter, in the January 21, 1977. Βλ. καί π. Πέτρου Heers (Χίρς), Ἀπό τήν Β΄ Βατικανή (1965) στήν Πανορθόδοξη Σύνοδο (Κρήτη 2016), http://www.romfea.gr/images/hirs.pdf
44. Βλ. σχ. π. Πέτρου Heers, Ἡ ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος τῶν ἑτεροδόξων ὡς βάση μιᾶς νέας ἐκκλησιολογίας, http://aktines.blogspot.gr/2016/03/heers.html.
45. Ἡ ἐκλογή τοῦ Πάπα 23ου, http://www.kathimerini.gr/806488/article/epikairothta/kosmos
/h-eklogh-toy-papa-iwannh-23oy
46. Ἡ ἐκλογή τοῦ Πάπα 23ου, ὅ.π.

47. Βλ. σχ. Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ, Πρακτικά Β΄ Βατικανῆς Συνόδου.
48. Βλ. σχ. π. Πέτρου Heers, Ἡ ἀναγνώριση τοῦ Βαπτίσματος τῶν ἑτεροδόξων ὡς βάση μιᾶς νέας ἐκκλησιολογίας,
http://aktines.blogspot.gr/2016/03/heers.html.
49. π. Πέτρου Heers, ὅ.π.
50. Κείμενο Θ΄ Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Π.Σ.Ε. στό Porto Alegre, Φεβρουάριος 2006.

51. Διατάγματα Β΄ Συνόδου Βατικανοῦ, Γραφεῖον Καλοῦ Τύπου, τ. 7, σελ. 10.
52. Ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας κ. Ἀναστασίου, Ἡ σχέση τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς ἄλλους χριστιανούς, http://panorthodoxcemes.blogspot.gr/2016/06/2007.html
53. Διατάγματα Β΄ Συνόδου Βατικανοῦ, Γραφεῖον Καλοῦ Τύπου, τ. 7, σελ. 10-11.
54. Διατάγματα Β΄ Συνόδου Βατικανοῦ, Γραφεῖον Καλοῦ Τύπου, τ. 7, σελ. 11.
55. Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου, Ἐπιστολή πρός τούς Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀναφορικά μέ τήν Μεγάλη Σύνοδο, ἀριθ. πρωτ. 755, 16-2-2016
56. Μητρ. Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί οἱ «ἄλλοι», Εἰσήγηση στήν ἡμερίδα τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Θείας λατρείας καί Ποιμαντικοῦ Ἔργου, Πεντέλη, 4.6.2010.
57. Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον, https://www.holycouncil.org/-/rest-of-christian-world
58. Μητρ. Μεσσηνίας Χρυσοστόμου, Αἱ σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τάς λοιπάς χριστιανικάς ἐκκλησίας και ὁμολογίας ἐπί τῇ βάσει τῶν Πανορθοδόξων ἀποφάσεων, http://blogs.auth.gr/moschosg/2015/12/08
59. Ἀβύδου Κυρίλλου, Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον, http://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/8579-abudou-kurillos-empisteuomai-tin-ekklisia
60. Στυλιανοῦ Τσομπανίδη, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί Οἰκουμενική Κίνηση: Μιά ἐκκλησιολογική προσέγγιση καθ’ ὁδόν πρός τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, http://blogs.auth.gr/moschosg/2015/12/17.
61. Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Χριστουπόλεως κ. Μακαρίου, Συνέντευξη στόν δημοσιογράφο κ. Νίκο Παναγιωτόπουλο, http://flashnews.gr/post/272241/apokleistikh-synenteyksh-toy-ep-xristoypolews-sto-flashnews-meros-a
62. Ὁμιλία Ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας, Ἐναρκτήρια Συνεδρίαση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, 19 Ἰουνίου 2016, https://www.holycouncil.org/-/opening-archbishop-anastasios
63. Ὁμιλία Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσοστόμου, Ἐναρκτήρια Συνεδρίαση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, 19 Ἰουνίου 2016, https://www.holycouncil.org/-/opening-archbishop-chrysostomos
64. Γιώργου Βλαντῆ, Ὁ φόβος μπροστά στό Πνεῦμα, Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος καί οἱ φονταμενταλιστές, http://fanarion.blogspot.gr/2016/06/blog-post_78.html
65. http://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/6311-i-ixiri-apantisi-tis-athinas-sto-fanari
66. Ἐφημερίδα Ὀρθόδοξος Τύπος, ἀρ.φ. 1064, 25.2.1994.
67. Ἐπιστολή Ἱερᾶς Κοινότητος Ἁγίου Ὄρους, 12/25 Μαΐου 2016.
68. Ἐφημερίδα Ὀρθόδοξος Τύπος, ἀρ.φ. 426, 10-10-1980.
69. ὅ.π., ἀρ.φ. 440, 16-1-1981.
70. ὅ.π., ἀρ.φ. 772, 15-1-1988.
71. ὅ.π., ἀρ.φ. 1067, 18-3-1994.
72. ὅ.π., ἀρ.φ. 1154, 22-12-1995.
73. Συνέντευξη στόν Δημοσιογράφο Γιῶργο Τράγκα, στήν ἐκπομπή «Χωρίς ἀναισθητικό», https://www.youtube.com/watch?v=2Sg6uZnPtFw
74. Ἀνακοινωθέν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 16/10/2009, http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/anakoinothenta.asp?id=1120&what_sub=announce
75.  Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, http://www.parembasis.gr/images/anakoinoseis/2016/NAYPA
KTOY_DIS_PARATHRHSEIS_M_
SYNODO-MAR2016.pdf
76. Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, ὅ.π.
78. Κανονισμός Ὀργανώσεως καί Λειτουργίας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, https://www.holycouncil.org/-/procedures
79. Συνέντευξη Σεβ. Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου, http://www.lastampa.it/2016/06/07/vaticaninsider/eng/inquiri
es-and-interviews/the-panorthodox-council-is-an-historic-event-no-one-must-be-absent-WTlAVSXZ3omyacCGvpoJiO/pagina.html
80. Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Γιατί δέν ὑπέγραψα τό κείµενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον», http://www.parembasis.gr/index.php/el/menu-teyxos-239/4555-2016-06-30
81. Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, ὅ.π
82. Μαρία Αντωνιάδου, Ὁλονύκτιο «παζάρι» γιά τή ρωμαιοκαθολική ἐκκλησία, http://www.tovima.gr/society/article/?aid=810672 
83. Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, ὅ.π.
84. Μαρία Ἀντωνιάδου, Τό παρασκήνιο τῆς Συνόδου πού ἐξόρισε τούς Καθολικούς, http://www.tovima.gr/society/article/?aid=803331
85. ὅ.π., http://www.tovima.gr/society/article/?aid=803331
86. Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος καί Ἀλμυροῦ κ. Ἰγνατίου, Ἡ Σύνοδος τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἡ ἀρχή, http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=812280
87. Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος καί Ἀλμυροῦ κ. Ἰγνατίου, Ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος, http://www.kathimerini.gr/863416/opinion/epikairothta/politi
kh/h-panor8odo3os-synodos
88. http://orthodoxia.info/news/%CE%B1%CE%BD%CF%85%CF%80%CE%BF%CF%87%CF%8E%CF%81%CE%B7%CF%84%CE%BF%CF%82-%CE%BF-%CE%B1%CE%B8%CE%B7%CE%BD%CF%89%CE%BD-%CE%B4%CE%B5%CE%BD-%CE%B8%CE%AD%CE%BB%CE%B5%CE%B9-%CE%B5%CE%BA%CE%BA%CE%BB%CE%B7/
89. Victor Gaetan, Pan-Orthodox Council: Russian Absence Saves Ecumenical Patriarchate’s Status — for Now, http://www.ncregister.com/daily-news/pan-orthodox-council-russias-absence-saves-patriarchate-of-constantinoples/
90. Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Λίγο πρίν τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, http://www.parembasis.gr/index.php/el/menu-teyxos-240/4530-2016-06-11-amsoe
91. π. Γ. Φλωρόφσκυ, Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθῆναι 1989, σελ. 207.
92. Ἀποκ. 6, 2.
93. Πξ. 26,14