Τρίτη 10 Οκτωβρίου 2017

Πρὸς τί ἡ ἔκπληξη μὲ τὰ τερατουργούμενα τῶν ἡμερῶν μας;

 

 
Γράφει ὁ Σάββας Ἠλιάδης, Δάσκαλος
 

     Ὥστε λοιπόν, ἐκπληττόμαστε μὲ τὴν διαμορφούμενη κατάσταση στὴν πατρίδα μας! Ὥστε ἦταν ἀπρόσμενα  ὅλα αὐτὰ τὰ ἀποπατήματα καὶ τὰ σκουπίδια, ποὺ εἰσορμοῦν «ἄμον τὸ σέλ`» («σὰν τὸν χείμαρρο», κατὰ τὴν ποντιακὴ διάλεκτο) καὶ ἐγκαθίστανται «καὶ κατὰ τὸ νόμο» μάλιστα,  χωρὶς ἀντίπαλο, ὡς νέα πραγματικότητα, στὴ ζωὴ τοῦ Νεοέλληνα; Ἴσως φανεῖ ὑπερβολικό, ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ πολλοί, ποὺ δὲν ἐξεπλάγησαν. Γι` αὐτοὺς ἡ ἐπέλαση τοῦ αἴσχους ἦταν ἁπλῶς καὶ μόνο θέμα χρόνου.

     Ἃς εἴμαστε προετοιμασμένοι καὶ γιὰ τὴν ἐπερχόμενη ὁλοκλήρωση. Διότι τὸ πρόγραμμα θὰ ἔχει καὶ συνέχειες. Ὁ διάβολος δὲν ἔχει σταματημὸ στὶς ἐπινοήσεις. Τὰ πράγματα πῆραν τὸ δρόμο τους. Ὄχι μόνο θὰ συνεχίσουν, ἀλλὰ δὲν θὰ ὑπάρξει καὶ ἐπιστροφή. Δὲν ὑπάρχει λύση, διότι δὲν ὑπάρχουν προϋποθέσεις στὴ βάση, στὸ λαό. 

Ὁ Φώτης Κόντογλου, ὁ μεγάλος Δάσκαλος τοῦ Γένους, στὸ βιβλίο: «Μυστικὰ Ἄνθη» καὶ στὸ κεφάλαιο: «Ὁ σημερινὸς κόσμος. Τὸ μέγα φρενοκομεῖο», γράφει πρὶν ἀπὸ πολλὲς δεκαετίες: «Νὰ δοῦμε ἀκόμα ποῦ θὰ φτάξουμε! Δὲν ἀφήσαμε βρωμιά, δὲν ἀφήσαμε σιχαμένη πράξη, ποὺ νὰ μὴν τὴν....

κάνουμε, δὲν ἀφήσαμε πονηρὸ διαλογισμό, ποὺ νὰ μὴν τὸν ποῦμε ἢ νὰ μὴν τὸν γράψουμε μὲ τὴ μεγαλύτερη ἀδιαντροπιά. Ξεχαλινωθήκαμε πιὰ ὁλότελα. Γινήκαμε ἕνα τρελὸ κοπάδι, ποὺ μᾶς σαλαγᾶ ὁ διάβολος μὲ μιὰ βουκέντρα κι ἐμεῖς τρέχουμε λαχανιασμένοι. Ἡ ἐλευθερία ποὺ δώσαμε στὸν ἑαυτό μας, μὲ τὴ διεστραμμένη γνώμη μας, γίνηκε τυραννία καὶ μᾶς κάνει ὅ,τι θέλει. Μεταμορφωθήκαμε σὲ μιὰ μάγισσα Κίρκη καὶ μᾶς μεταμόρφωσε κι ἐμᾶς σὲ χοίρους καὶ γρούζουμε εὐτυχισμένοι, τσαλαβουτώντας μέσα στὶς κοπριὲς καὶ στὶς σάπιες ἀκαθαρσίες. Καταντήσαμε ἀκόμα νὰ τρῶμε τὶς δικές μας τὶς ἀκαθαρσίες καὶ τὰ ἐμπυασμένα κρέατά μας. Ποτὲ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶχε φτάξει οὔτε στὴ μισὴ ἀναισθησία καὶ σιχαμένη παραμόρφωση, ἀπ` ὅσο ἔφταξε σήμερα». Εὐλογημένε, Κόντογλου! Τί θὰ ἔλεγες, ἂν ζοῦσες σήμερα;

     Παρενθετικῶς, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τὴ βάση καὶ τὸ ἑδραίωμα τῆς Ρωμαίικης Παράδοσης. Μέγα μέρος τῆς εὐθύνης, συνεπῶς, ἔχουν οἱ οἰκουμενιστὲς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι, ἀπὸ ἐκατονταετίας καὶ πλέον ξεκίνησαν τὴν προδοσία τῆς Ὀρθόδοξης πίστης, τῆς γεννήτρας ὅλης αὐτῆς τῆς ἱστορίας καὶ τῆς Παράδοσης, παραδίδοντας τὴν στὴν λαιμαργία τοῦ ἐξουσιομανοὺς παπισμοῦ καὶ τῶν λοιπῶν αἱρέσεων τῆς Δύσης. Ἐπ` αὐτοῦ θὰ ἐπανέλθουμε παρακάτω.

     Ποιὸς εἶναι ὅμως ὁ «βόθρος» ποὺ ἀναβλύζει  ὅλα αὐτὰ ἀρρωστημένα, ἀπάνθρωπα καὶ παρὰ φύση «βοθρολύματα»; Ποῦ γεννήθηκαν καὶ ἀνατράφηκαν καὶ ἔρχονται τώρα νὰ μᾶς ἐπισκεφτοῦν ὡς «ἀπρόσκλητοι καὶ ἀνεπιθύμητοι ἐπισκέπτες»; Δὲν ἔχουν τόπο γέννησης; Δὲν ἔχουν προϊστορία; Δὲν ἀνατράφηκαν καὶ ἐφαρμόστηκαν σὲ κάποιες κοινωνίες; Σὲ κάποιες χῶρες; Δὲν ξέραμε ὅτι ὑπάρχουν καὶ ἔγιναν τρόπος ζωῆς σὲ κάποιο ἄλλο μέρος τῆς γῆς; Ἡ «χριστιανικὴ» Εὐρώπη, καθισμένη στὸν ἀνθρωποκεντρικό, πλὴν ἀπάνθρωπο καὶ ἀχρίστιανο «χριστιανισμό» της, μᾶς περίμενε πολὺν καιρό, γιὰ νὰ μᾶς προσφέρει τὰ μεγάλα δῶρα τοῦ πολιτισμοῦ της. Καὶ νὰ ποὺ ἦρθε ἡ κατάλληλη ὥρα. Ἄκοντες ἐκόντες θὰ τὰ παραλάβουμε. Ἔχουμε πάρει ἐντολές.

     Γράφει ὁ ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, στὸ βιβλίο: «Μέσα ἀπὸ τὸ παράθυρο τῆς φυλακῆς»: «Γιὰ ποιὸ λόγο πολλοὶ Εὐρωπαῖοι οὔτε τὸν Θεὸ δὲν φοβοῦνται οὔτε ντρέπονται τοὺς ἀνθρώπους; Ἡ ἐξήγηση εἶναι ἁπλή. Αὐτὸ συμβαίνει, ἐπειδὴ εἶναι διαστρεβλωμένη μέσα τους ἡ ἰδέα γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ἡ ἰδέα τους γιὰ τὸν ἄνθρωπο… Διαθέτει τὴν ἐξυπνάδα νὰ εἶναι ἐγωίστρια καὶ νὰ μεταφέρει παντοῦ «το δικό της πιστεύω», τὸ πιστεύω τοῦ ἐγωισμοῦ, ἀλλὰ δὲν γνωρίζει νὰ εἶναι μεγαλόψυχη καὶ φιλάνθρωπη». Καὶ συνεχίζει: «Ποιὸς θὰ τὴν γιατρέψει; Κανείς, κανείς… Καὶ αὐτό, γιατί κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιβάλλει στὸν ἑαυτό του νὰ εἶναι γιατρὸς σὲ κάποιον, ποὺ νομίζει πὼς εἶναι ὑγιής. Γιὰ τὴν Εὐρώπη δὲν ὑπάρχει οὔτε φάρμακο οὔτε γιατρός, ἐπειδὴ θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ της ὑγιῆ, παρ` ὅλο ποὺ εἶναι βαριὰ ἡ ἀρρώστια της».

     Ὁ δὲ μαθητὴς καὶ πνευματικὸς υἱός του, ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς, στὸ βιβλίο: «Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος» καὶ στὸ κεφάλαιο: «Σκέψεις περὶ  «ἀλαθήτου» Εὐρωπαίου ἀνθρώπου», μᾶς διδάσκει πὼς τὸ ἀδιέξοδό τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ἀνθρωπισμοῦ ὀφείλεται στὸ δόγμα περὶ τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα. Ὡς πρὸς τὴν δυνατότητα ἐπιστροφῆς καὶ ἀλλαγῆς τῆς Εὐρώπης, τὴν θεωρεῖ δύσκολη ἀλλὰ ὄχι ἀκατόρθωτη: «Εἰς τὸ οὐμανιστικὸν πάνθεον τῆς Εὐρώπης ὅλοι οἱ θεοὶ εἶναι νεκροί, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν εὐρωπαϊκὸν Δία (ἐννοεῖ τὸν πάπα). Νεκροί, ἕως ὅτου εἰς τὴν μαραμένην καρδίαν τῶν ἀνατείλει ἡ μέχρι τελευταίας αὐταπαρνήσεως μετάνοια, μὲ τὰς ἀστραπᾶς καὶ τὰς ὀδύνας τῆς τοῦ Γολγοθά, μὲ τοὺς ἀναστασίμους  σεισμοὺς καὶ τὰς μεταμορφώσεις της, μὲ τὰς καρποφόρους τῆς θυέλλας  καὶ ἀναλήψεις. Καὶ τότε; Τότε θὰ εἶναι ἀτελείωτοι αι δοξολογίαι των πρὸς τὸν ἀεὶ ζωοποιὸν καὶ θαυματουργὸν Θεάνθρωπον, τὸν ὄντως μόνον φιλάνθρωπον εἰς ὅλους τους κόσμους».

    Πανηγυρίζαμε μὲ τὴν εἴσοδό μας στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση. Ἤμασταν πεινασμένοι καὶ λιγούρηδες. Λιγουρευόμασταν καὶ λαχταρούσαμε τὸν ἄθεο, μηχανιστικὸ καὶ εὐδαιμονιστικὸ τρόπο ζωῆς τῆς Δύσης. Πέσαμε σὲ λήθαργο καὶ κατὰ συνέπεια στὴ λησμονιὰ καὶ τὴν ἀπάρνηση τοῦ «εἶναι» μας. Μᾶς κατέλαβε ἡ βαριὰ ἀσθένεια τοῦ γραικυλισμοῦ. Πῶς νὰ θυμηθοῦμε τὸ λεβέντικο καὶ ἀσκητικὸ Ρωμαίικό μας; Ἡ ἄθεη Εὐρώπη ἔκανε καλὰ τὴ δουλειά της. Αὐτὴ ἤξερε καὶ ξέρει νὰ ἐργάζεται μὲ δαιμονικὴ συνέπεια καὶ ἀκρίβεια γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῶν σκοπῶν της.

 Δυστυχῶς, πρέπει νὰ σκύψουμε τὸ κεφάλι καὶ νὰ ἔρθουμε ἅπαντες εἰς ἑαυτούς, ἀποδεχόμενοι τὸ βάρος τῆς εὐθύνης μας. Εἴμαστε ὑπεύθυνοι, ἀπόλυτα ὑπεύθυνοι, διότι ξέραμε ἢ τουλάχιστον ὀφείλαμε νὰ ξέρουμε ἢ ἀκόμη καὶ νὰ προβλέψουμε αὐτὸ ποὺ συμβαίνει σήμερα καὶ θὰ συνεχίσει μὲ μεγαλύτερη ὁρμὴ καὶ βία νὰ ἐπιβάλλεται στὴ ζωή μας. Κι ἂν δὲν τὸ ξέραμε, ὑπῆρξαν ἄνθρωποι φωτισμένοι, ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι χτυποῦσαν τὸ καμπανάκι, μᾶλλον τὶς καμπάνες καὶ τὶς σειρῆνες τοῦ κινδύνου, γιὰ νὰ μᾶς τὸ ἀναγγείλουν, ἀλλὰ ἐμεῖς, μεθυσμένοι ἀπὸ τὶς ψεύτικες ὑποσχέσεις καὶ τὶς ἀπατηλὲς ἐλπίδες, τοὺς λοιδορούσαμε ἢ στὴν καλύτερη περίπτωση τοὺς ἀγνοούσαμε. 

     Μέσα στὴν Ρωμαίικη Παράδοση, στὴν Πατερικὴ καὶ Ὀρθόδοξη Παράδοση, ὅπου το δάκρυ, τὸ αἷμα, ὁ ἱδρώτας, ὁ ἀγώνας, ἡ ἀγωνία, ἡ ἀψηφισιὰ τοῦ θανάτου, τὴν φύτεψαν καὶ τὴν στερέωσαν σὲ γενεὲς γενεῶν, ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἐγκάθετοι  τερατογόνοι του σήμερα θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι ἕνα … ἀσήμαντο παρόν! Κι ὅμως κατάφεραν νὰ μᾶς ἐγκλωβίσουν, νὰ φέρουν ἕνα ὁλόκληρο Ἔθνος  πρὸ «ἀδιεξόδου» καὶ νὰ μᾶς παίζουν στὰ δάχτυλα! Μόνοι τους; Προφανῶς ὄχι! Μὲ τὴν ἰσχυρὴ καὶ μανιώδη ὑποστήριξη τῶν ἔξωθεν δυνάμεων, στὶς ὁποῖες ἔδωσαν βαρὺ ὅρκο ὑποταγῆς.

     Ἐπανερχόμαστε. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπῆρξε ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ἡ Κιβωτὸς καὶ τὸ στήριγμα, ἡ παρηγοριὰ καὶ τὸ καταφύγιο σὲ κάθε δύσκολη ὥρα τοῦ Γένους, μὲ τὴν Ἀλήθειά της, μὲ τὴν Ἀποστολικὴ Παράδοσή της καὶ μὲ τοὺς ποιμένες της, οἱ ὁποῖοι φύλαγαν αὐτὴν τὴν διαχρονικὴ Ἀλήθεια μὲ τὴν καθαρότητα τοῦ βίου τους καὶ ἦταν ἡ παρηγοριὰ τοῦ ποιμνίου. Οἱ ποιμένες ἔτρεφαν τὸ ποίμνιο μὲ τροφὴ γνήσια. Ἔτσι ἔπαιρνε δύναμη Ἁγιοπνευματικὴ καὶ ἀντιστεκόταν στὴν πλάνη καὶ στὴν αἵρεση ἀλλὰ καὶ στὶς ἀπειλὲς κατὰ τῶν ἱερῶν καὶ ὁσίων του. Διότι ἡ Ἀλήθεια καὶ μόνον αὐτὴ μπορεῖ νὰ συντηρήσει καὶ νὰ θρέψει τὴν ψυχή. Μόνο αὐτὴ ἐγγυᾶται τὴν γνώση καὶ τὴν βεβαιότητα, ὥστε, ὅταν καθίσταται κινδυνευόμενη, νὰ ἐγερθεῖ ἡ ψυχή, γιὰ νὰ ἀγωνιστεῖ γὶ` αὐτήν.  Δὲν εἶναι τὰ πρόσωπα ποὺ διορθώνουν τὴν πλάνη ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ Ἀλήθεια. Χωρὶς τὸ ἔρεισμα τῆς Ἀλήθειας ὅλα εἶναι ἀνθρωποκεντρικὰ καὶ ὑποκριτικὰ τεχνάσματα. 

     Δυστυχῶς, σήμερα αὐτὴ ἡ Ἀλήθεια ἔχει νοθευτεῖ καὶ τείνει νὰ καταστεῖ συμπίλημα  ἐτεροδιδασκαλιῶν. Μὲ τὴν οἰκουμενιστικὴ κίνηση καὶ τὰ οἰκουμενιστικὰ παιχνίδια «τῶν ἁρμοδίων» καὶ ἐντεταλμένων  μελῶν της, χάθηκε τὸ ὀρθόδοξο κριτήριο καὶ ἀπωλέσθηκαν οἱ ἐσωτερικὲς ἀντιστάσεις. Ποιὸς καὶ πῶς νὰ ἀντιδράσει, μέσα σ` αὐτὴν τὴ νεκρικὴ παγωνιὰ ποὺ ἐνέσκυψε καὶ καταπλάκωσε τὶς ψυχές; 

     Ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ ἀγαποφανεῖς προτροπὲς καὶ ἐνίοτε ἀπειλὲς πρὸς κάθε κατεύθυνση, γιὰ ὑπακοὴ στοὺς «προϊσταμένους», ἀναστέλλουν, ἐκ τοῦ φόβου, τὴν ἐξωτερίκευση τοῦ ἱεροῦ πόθου γιὰ διαμαρτυρία καὶ κατάθεση τῆς Ἀλήθειας. Ὁ κληρικαλισμός,  μὲ τὸ «ὑπακοὴ καὶ τίποτε ἄλλο» καὶ ἡ ἐκκοσμίκευση φίμωσαν τὰ στόματα τῶν ὑγιῶς ἀγωνιούντων. 

     Ἔτσι, ἐνῶ οἱ οἰκουμενιστὲς ξεπουλοῦν τὴν πίστη, ἐξομοιώνοντας τὴν μὲ τὴν αἵρεση, ζητοῦν  οἱ ἴδιοι νὰ ἀντιδράσει ὁ λαὸς κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος. Πῶς, ἀφοῦ δὲν ἔχει τροφὴ γνήσια; Ἀφοῦ παντοῦ ἀφήνεται νὰ ἐννοηθεῖ πῶς εἴμαστε ἴδιοι μὲ τοὺς αἱρετικούς τῆς Δύσης; Οἱ οἰκουμενιστὲς εἶναι τὰ προωθούμενα «πρότυπα» σὲ ὅλα τα ἐκκλησιαστικὰ πράγματα. Ἀπὸ ποῦ λοιπὸν νὰ πάρει γνώση καὶ δύναμη ὁ λαός, γιὰ νὰ συσπειρωθεῖ; 

     Ἡ κοινὴ πίστη τῶν Πατέρων μᾶς εἶναι ἡ πυξίδα, ἡ ὁποία θὰ δώσει τὴ δύναμη στὸ λαό, ὄχι τὰ λόγια μὲ τὴ φοβερὴ διγλωσσία τῶν οἰκουμενιστῶν καὶ οἱ πρόσκαιρες ἐγερτήριες καὶ ἐνθουσιώδεις ἐξάρσεις. Ἡ ζῶσα πίστη, ἡ ὁποία προσφέρει καὶ τὴν ζωντανὴ ἐλπίδα. Διότι, τὰ ἄλλα, ἀνάβουν γιὰ λίγο καὶ ξανασβήνουν, καθὼς εἶναι κενὰ ἀπὸ θεία φλόγα. Ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, προσφέρει τὴν παρρησία. Αὐτὴ ἡ πίστη, ποῦ δυστυχῶς σχετικοποιεῖται, καθὼς φαίνεται κι ἀπὸ τὸν ὑβριστικὸ λόγο ἑνὸς ὀρθόδοξου(;) ἐπισκόπου του Πατριαρχείου: « …Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ ὁδηγηθεῖ στὴν ἀναγνώριση τοῦ ὑποστατοῦ τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος ἑτεροδόξων, ὅταν πρωτίστως ἀποστεῖ ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία τῆς ἀποκλειστικότητας». 

     Καλὲς λοιπὸν καὶ εὐλογημένες οἱ κινήσεις μὲ συλλογὴ ὑπογραφῶν, μὲ ὁμιλίες καὶ συνέδρια, μὲ ἐπιστροφὴ βιβλίων στὰ ὑπουργεῖα, μὲ ἔγγραφες καὶ κάθε εἴδους ἀτομικὲς καὶ ὁμαδικὲς διαμαρτυρίες, ἀλλά, δυστυχῶς, θὰ ἀγνοηθοῦν καὶ πάλι καὶ θὰ καταγραφοῦν καὶ αὐτὰ ἁπλῶς ὡς γεγονότα, ποὺ θὰ ξεχαστοῦν. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν οἰκουμενισμὸ καὶ τὴν ἐπικυρωτικὴ καὶ ἐπισφραγιστικὴ γι` αὐτὸν σύνοδο τῆς Κρήτης, ποὺ θὰ συνεχίσουν ἐλεύθερά το καταστροφικό τους ἔργο, ὀδεύοντας ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο. 

     Εἴθε νὰ διαψευστοῦμε, δυνάμει καὶ χάριτι Θεοῦ!

Κιλκίς, 10-10-2017
ΤΟ ΕΙΔΑΜΕ ΣΤΟ: http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2017/10/blog-post_0.html