Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2018

«Ὃς ἐν νόμῳ καυχᾶσαι, διὰ τῆς παραβάσεως τοῦ νόμου τὸν Θεὸν ἀτιμάζεις;» (πρὸς Ρωμ. 2, 23).

Αποτέλεσμα εικόνας για οι κρυφοί αντιοικουμενιστές
Γράφει ο Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου
 
Ἀπάντηση στὸ κείμενο τοῦ π. Ἀγγέλου Ἀγγελακόπουλου

Οἱ ἀκόλουθες σκέψεις γράφονται ὄχι μὲ διάθεση ἀντιπαράθεσης, ἀλλὰ κινούμενος ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἱερὴ ἀγανάκτηση, ποὺ καταλαμβάνει κάθε πιστό, ὅταν βλέπει ἡ ἀλήθεια νὰ ποδοπατεῖται, ἡ Πίστη νὰ εὐτελίζεται, οἱ ἀδελφοὶ νὰ συκοφαντοῦνται· ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἐκκλησιαστικὸ δικαίωμα ἔκφρασης σὲ θέματα Πίστεως τοῦ κάθε πιστοῦ καὶ πρὸς προβληματισμὸ ὑπὸ τὸ βάρος τῆς θλίψης, τῆς ἀπορίας καὶ τῆς ἀγανάκτησης ποὺ προκάλεσε τὸ ὀγκῶδες κείμενο τοῦ π. Ἀγγέλου Ἀγγελακόπουλου. Ἕνα κείμενο, ποὺ γράφτηκε τὴν στιγμὴ ποὺ ἀδελφοί του ἱερεῖς εἶναι ἄμισθοι γιὰ τὴν πίστη τους, ἐνῶ ἡ οἰκογένεια τους μετὰ βίας προσκομίζει τὰ πρὸς τὸ ζῆν, λειτουργοῦν σὲ ἀπομονωμένους καὶ ἀπομακρυσμένους ναοὺς καί, παράλληλα, μοναστήρια ἀγωνίζονται ὑπὲρ Πίστεως περικυκλωμένα ἀπὸ «λέοντες ὀρυώμενους», ἐνῶ αὐτὸς δὲν ἔχει κἂν ἀποτειχισθεῖ! Ἀντιθέτως ὑπερασπίζεται τὴν ὀρθότητα πίστεως σημερινῶν Ἐπισκόπων ποὺ σιγοντάρουν ἢ ἀνέχονται τὴν οἰκουμενιστικὴ συμφορά, καταδικάζοντας αὐτοὺς ποὺ δὲν τὸν ἀκοῦν.

Ὁ Μ. Βασίλειος ὅμως ἀντιμιλᾶ ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων στὸν τολμητία πρωτοπρεσβύτερο, ποὺ ἀμφισβητεῖ τὴν ἁγιοπνευματικὴ διδαχὴ τοῦ μεγάλου μας Ἁγίου, καὶ χαράζει μὲ τὸ ἄρθρο του αὐτὸ ἄλλη ξενίζουσα σὲ ὀρθόδοξα ὦτα ποιμαντικὴ διδαχή: «Μόνον μὴ ἐξαπατηθῆτε ταῖς ψευδολογίαις αὐτῶν ἐπαγγελομένων ὀρθότητα πίστεως. Χριστέμποροι γάρ οἱ τοιοῦτοι καὶ οὐ Χριστιανοί, τὸ ἀεί αὐτοῖς κατὰ τὸν βίον τοῦτον λυσιτελοῦν τοῦ κατ’ ἀλήθειαν ζῆν προτιμῶντες. (ἐπιστ. 240, Νικοπολίταις Πρεσβυτέροις, ΕΠΕ 3, 226).

Ἕνα κείμενο, στὸ ὁποῖο ὁ π. Ἄγγελος μὴ σεβόμενος οὔτε κἂν τοὺς διωγμοὺς καὶ τὶς ἀπειλὲς ποὺ ἔχουν ὑποστεῖ χριστιανοὶ ἀδελφοί του ἱερεῖς, μοναχοὶ καὶ λαϊκοί, τοὺς ἔβαλε, ὡσὰν καθηγητής, βαθμὸ κάτω ἀπὸ τὴν βάση, ἀφήνοντας τους στὴν ἴδια τάξη καὶ προάγοντας μὲ λίαν ἄριστα μόνον τρεῖς: κατὰ σύμπτωση αὐτοὺς τοῦ περιβάλλοντός του, ἐκθέτοντάς τους μάλιστα στὸ ὑπόλοιπο ποίμνιο, γιατὶ δὲν θέλω νὰ πιστεύω, ὅτι αὐτοὶ οἱ τρεῖς ἱερεῖς τοῦ ὑψίστου εὐλογοῦν τέτοιες συμπεριφορές. Ἕνα κείμενο ποὺ διακατέχεται δυστυχῶς ἀπὸ τὶς ἀγιάτρευτες πληγὲς τῆς σύγχρονης ἐπιστημονικῆς ἔπαρσης, τῆς µαταιότητας, τῆς συμβατικότητας, τῆς φιλαυτίας, τῆς αὐτοδικαίωσης καὶ αὐτοανάδειξης, τῆς παραταξιακῆς νοοτροπίας, τῆς ἐπιβίωσης, τῆς στὴν Ἑλλάδα τόσο γνωστῆς μετριότητας, τοῦ ἐγκοσµίου προσανατολισµοῦ καὶ τοῦ πνευµατικοῦ παραλογισµοῦ.

Καὶ τὸ τραγικό· Ἕνα κείμενο ἀπὸ ἕναν ἱερέα ποὺ ὄχι μόνο μνημονεύει ἀλλὰ καὶ ὑπερασπίζεται σθεναρῶς ἕναν Ἐπίσκοπο ποὺ στέλνει δῶρα στὸν ἀρχιαιρεσιάρχη Βαρθολομαῖο, ποὺ συλλειτουργεῖ μὲ ὅλους τοὺς φορεῖς τῆς αἱρέσεως στὴν Ἑλλάδα, ποὺ ἄλλα λέει δημοσίως μπροστὰ στὴν κάμερα καὶ ἄλλα πράττει. Ἕνα κείμενο ποὺ προβάλλει ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια αἴτια τῆς σημερινῆς θρησκευτικῆς, πολιτικῆς, κοινωνικῆς, πολιτιστικῆς καὶ ἐθνικῆς κατάπτωσης: Τὴν γραικυλικὴ καὶ νεοορθόδοξη «ἀγωνιστικότητα» ἄνευ κόστους, ἄνευ μαρτυρίου, ἄνευ σταυροῦ. Ἕνα κείμενο ποὺ δὲν ἀναφέρεται οὔτε κατὰ διάνοια στὴν ἀγωνία καὶ τὰ δεινὰ τῶν ἀντιδρούντων πιστῶν, στὰ πλήθη τῶν προβάτων ὁλόκληρης τῆς ποίμνης κι ὄχι μόνο τῆς ἐνορίας μας, ποὺ χάνονται καθημερινά, καθὼς τὰ ρουφάει κυριολεκτικὰ ἡ δίνη τῆς αἱρέσεως, στὶς καθημερινὲς συνταρακτικὲς καὶ θλιβερὲς ἀποκαλύψεις, στὶς προσωπικὲς εὐθύνες γιὰ τὴν πολυετὴ καθιέρωση τοῦ οἰκουμενισμοῦ, τὶς λανθασμένες ἐνέργειες ὡς πρὸς τὸν ἀγώνα· καὶ –ὡσὰν ὁ γράφων καὶ οἱ τοῦ κύκλου του νὰ ἦσαν τέλειοι– δὲν γράφτηκαν ἀναφορὲς σὲ προσωπικὲς ἀδυναμίες, στὴν ἀμέτρητη ἀπόσταση ποὺ μᾶς χωρίζει, ὅλους μας, ἀπὸ τὸ πνευματικὸ ὕψος τῶν Ἁγίων Πατέρων, Μαρτύρων καὶ Ὁμολογητῶν, σὲ λάθη, σὲ ἀναξιότητα ἐπαίνων, στην καταδίκη κολακειῶν καὶ ἐπικοινωνιακῶν αὐτοανυψώσεων, στὴν ταπείνωση, χωρὶς τὸ θεμέλιο τῆς ὁποίας τὸ οἰκοδόμημα τῆς σωτηρίας καὶ τῆς ὁμολογίας δὲν κτίζεται.

Ὅμως, ὅπως γράφει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, στὸν πόλεμο γιὰ τὴν Ἀλήθεια κανεὶς δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα, ὅποια θέση κι ἂν κατέχει, νὰ ξεφεύγει ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων, χρησιμοποιώντας δικά του νοητικὰ κατασκευάσματα, προσωπικὲς ἀδυναμίες καὶ ὀρέξεις καὶ ὑπηρετώντας ἀνθρώπινες σκοπιμότητες, ἀλλὰ νὰ λέει καὶ νὰ πράττει αὐτὰ ποὺ εἶπαν οἱ θεῖοι καὶ σοφοὶ Πατέρες ὑπακούοντας συνεχῶς στὸν Θεὸ καὶ ὄχι σὲ ἀνθρώπους «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις» (Πράξεις Ἀποστόλων 5, 29) καὶ θεωρώντας κάθε ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν πίστη ὡς προδοσία καὶ κατάργηση τῆς Ἀλήθειας.

Δὲν θὰ μιλήσω ἐδῶ γιὰ τὴν δυνητικὴ ἑρμηνεία τοῦ 15ου Κανόνα, τῆς ὁποίας ἡ ἀπόρριψη ἔχει ἀποδειχθεῖ πάμπολλες φορές. Ἡ ὑποχρεωτικὴ τήρηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ μάλιστα σὲ θέματα Πίστεως εἶναι σαφέστατη, ὅτι κι ἂν ἰσχυρίζεται ὁ π. Ἄγγελος καὶ δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ μία τήρηση συμβατικῶν Κανόνων συμπεριφορᾶς ποὺ θεσπίστηκαν ἀπρόσωπα ἢ ἀπὸ ἕνα γραφεῖο παραγωγῆς ἐντύπων ἐντυπώσεων, ἀλλὰ ὄχι οὐσίας ἐναντίον τῶν αἱρέσεων καὶ λειτουργοῦν γενικὰ ὡς Κανόνες συμβίωσης καὶ διαπροσωπικῆς γαλήνης καὶ εἰρήνης, ὥστε νὰ προσαρμόζονται στὴν θέληση καὶ δυνατότητα τοῦ κάθε πιστοῦ. Ἀντίθετα μὲ τὴν ἄποψη τοῦ π. Ἀγγέλου, ὁ ὑποχρεωτικὸς χαρακτῆρας τοῦ Κανόνα δὲν πηγάζει ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία ἑνὸς ὁποιουδήποτε κανονολόγου, ὅσο ὁμολογουμένως σεβαστὸς καὶ ἀείμνηστος κι ἂν εἶναι, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν διαχρονικὴ συμφωνία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ αἷμα ποὺ ἔδωσαν γιὰ τὴν τήρησή του.

Νὰ ἀναφέρω μόνο ἐδῶ, ὅτι οἱ ἐμπνευστὲς τῆς τάχα δυνητικότητας τοῦ Κανόνα, γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν ἀνακήρυξη τοῦ Κανόνα σὲ δυνητικό, τὸν ἀποσυνδέουν ἀπὸ τὴν ὅλη ζωὴ τῆς Ἐκκλησία, τὶς ἁγιογραφικὲς μαρτυρίες, τὴν ἁγιοπατερικὴ πρακτική, τὴν λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ διατηρεῖται ζωντανὴ ἕως σήμερα. Θὰ μιλήσω γιὰ τὴν ἀσέβεια ἐναντίον τῶν Ἁγίων ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τοὺς αὐτοεπαίνους καὶ τὶς ἀλληλοκολακεῖες καὶ τὶς δημόσιες κατηγορίες ἐναντίον ἐπίσης διωγμένων χριστιανῶν ἀδελφῶν, ἀπὸ τὶς ἀτέρμονες συνεχόμενες ἐπιστημονικὲς διαλέξεις καὶ ἡμερίδες ἄνευ ἔμπρακτης οὐσίας. Μία μικρὴ σύγκριση φθάνει.

Γράφει ὁ π.Ἄγγελος: «Ἡ καταπολέμηση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἤδη γίνεται μέ τήν ἐνημέρωση κλήρου καί λαοῦ γιά τήν μεγάλη ἀπομείωση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, πού ἔγινε στήν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου, μέ τήν συγγραφή ἀντιοικουμενιστικῶν βιβλίων, κειμένων καί ἄρθρων, μέ αὐστηρό ἔλεγχο, μέ ἀνασκευή τῶν πεπλανημένων θεωριῶν καί μέ θεολογικά συνέδρια καί ἡμερίδες» (γιὰ ἀποτείχιση οὔτε κουβέντα).

Γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Καταπεφρόνηται τὰ τῶν πατέρων δόγματα, ἀποστολικαὶ παραδόσεις ἐξουθένηνται, νεωτέρων ἀνθρώπων ἐφευρέματα ταῖς Ἐκκλησίαις ἐμπολιτεύεται τεχνολογοῦσι λοιπόν, οὐ θεολογοῦσιν οἱ ἄνθρωποι· ἡ τοῦ κόσμου σοφία τὰ πρωτεῖα φέρεται παρωσαμένη τὸ καύχημα τοῦ σταυροῦ. Ποιμένες ἀπελαύνονται, ἀντεισάγονται δὲ λύκοι βαρεῖς διασπῶντες τὸ ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ. Οἶκοι εὐκτήριοι ἔρημοι τῶν ἐκκλησιαζόντων, αἱ ἐρημίαι πλήρεις τῶν ὀδυρομένων» (Τοῖς ἁγιωτάτοις ἀδελφοῖς καί ἐπισκόποις τοῖς ἐν τῇ Δύσει, ΕΠΕ 2, 20).

Καύχημα τοῦ π. Ἀγγέλου ἡ ἡμερίδα. Καύχημα τοῦ Μ. Βασιλείου ὁ Σταυρός. Γεμᾶτες οἱ ἡμερίδες τῆς Μητροπόλεως Πειραιᾶ γιὰ τὸν π. Ἄγγελο, ἄδειες οἱ Ἐκκλησίες καὶ γεμᾶτες οἱ ἔρημοι γιὰ τὸν Μ. Βασίλειο. Καλούμαστε νὰ διαλέξουμε, ποιόν θὰ ἀκολουθήσουμε. Ἂν ἐπιζητεῖ, λοιπόν, κάποιος τὴν σοφία τοῦ κόσμου, τὰ τοῦ κόσμου πρωτεῖα καὶ τὴν ἐκ τοῦ κόσμου ἀναγνώριση, κανεὶς δὲν τὸν ἐμποδίζει νὰ τὸ πράξει. Ὁ καθένας ὡς ἐλεύθερος ἄνθρωπος δύναται νὰ ἐπιλέξει, ποιόν δρόμο θὰ ἀκολουθήσει. Ὅποιος ὅμως τὸ πράξει, δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα γιὰ τὴν δική του ἀδυναμία νὰ παραλλάσει γιὰ τὸ συμφέρον του τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι γιατὶ τὴν ἐκφράζω ἐγὼ σὰν Τσακίρογλου, ὅπως θὰ προτρέξουν νὰ συμπεράνουν κάποιοι, ἀλλὰ γιατὶ τὸ προστάζουν οἱ Ἅγιοί μας.

Γράφει ὁ π. Ἄγγελος: «Οἱ μή μνημονεύοντες κόπτουν τήν μνημόνευση καί τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μόνο μέ τόν αἱρετίζοντα Ἐπίσκοπο. Δέν παύουν, ὅμως, τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία οὔτε μέ τήν Τοπική Ἐκκλησία, στήν ὁποία ἀνήκουν, οὔτε πολύ περισσότερο μέ ὁλόκληρη τήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία».

Γράφει ὁ Μ. Βασίλειος:

«Κεφάλαιον δέ τοῦ κακοῦ οἱ λαοί, τοὺς τῶν προσευχῶν καταλιπόντες οἴκους ἐν ταῖς ἐρήμοις συνάγονται θέαμα ἐλεεινόν, γυναῖκες καὶ παιδία καί γέροντες καὶ οἱ ἄλλως ἀσθενεῖς ἐν ὄμβροις λαβροτάτοις καὶ νιφετοῖς καί ἀνέμοις καὶ παγετῷ τοῦ χειμῶνος, ὁμοίως δὲ καὶ ἐν θέρει ὑπὸ τὴν φλόγα τὴν τοῦ ἡλίου, ἐν τῷ ὑπαίθρῳ ταλαιπωροῦντες. Καὶ ταῦτα πάσχουσι διὰ τὸ τῆς πονηρᾶς ζύμης Ἀρείου γενέσθαι μὴ καταδέχεσθαι» (Μ. Βασιλείου ἐπιστ. 242, Τοῖς Δυτικοῖς, ΕΠΕ 2, 28).

Καὶ ἀλλοῦ:

«ἐβεβηλώθη τὰ ἅγια, φεύγουσι τοὺς εὐκτηρίους οἴκους οἱ ὑγιαίνοντες τῶν λαῶν ὡς ἀσεβείας διδασκαλεῖα, κατὰ δὲ τὰς ἐρημίας πρὸς τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς Δεσπότην μετὰ στεναγμῶν καὶ δακρύων τάς χεῖρας αἴρουσιν... »

(Μ. Βασιλείου, ἐπιστ. 92, Πρός Ἰταλούς καί Γάλλους Ἐπισκόπους, ΕΠΕ 3, 86 ΒΕΠΕΣ 55, 122).

Στὶς ἐρημιὲς λοιπὸν καὶ στὰ δάση, κάτω ἀπὸ τὴν βροχή, τὸν καύσωνα καὶ τὸν δυνατὸ ἄνεμο οἱ πιστοί, μεγάλοι καὶ μικροί, νέοι καὶ γέροι, δυνατοὶ καὶ ἀδύναμοι στὴν ἐποχὴ τοῦ Ἁγίου καὶ σὲ κάθε ἐποχὴ διωγμῶν καὶ αἱρέσεως καὶ ὁ Ἅγιος τοὺς ὑμνεῖ καὶ τοὺς ἀναγνωρίζει γιὰ τὴν ὁμολογία τους, δὲν τοὺς καταδικάζει ὅπως ὁ π. Ἄγγελος. Δὲν τοὺς προτείνει τὴν «ἀσφάλεια» «εὐσεβῶν», ὀρθοδοξοφανῶν ἱερέων, ποὺ σίγουρα ὑπῆρχαν καὶ στὴν ἐποχή του. Δὲν ὑπάρχει πουθενὰ κανένας ὕμνος κανένα τιμητικὸ σχόλιο γιὰ αὐτοὺς ποὺ δὲν φεύγουν στὶς ἐρημιές, γιὰ αὐτοὺς ποὺ δὲν τηροῦν τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περὶ παντελοῦς διακοπῆς κοινωνίας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς σιγονταριστὲς τῆς αἱρέσεως. Δὲν τίμησε ἡ Ἐκκλησία τοὺς συμβιβαζομένους —παρόλο ποὺ δὲν ἄλλαξαν τὸ χριστιανικό τους φρόνημα— μὲ τοὺς Ρωμαίους, μὲ τοὺς Ἕλληνες, μὲ τοὺς Λατινόφρονες, μὲ τοὺς Κομμουνιστές, ἀλλὰ τοὺς ὁμολογητές.

Σήμερα, στέλνουν οἱ «ἀντιοικουμενιστὲς» καὶ τὸ φερέφωνό τους, ὁ π. Ἄγγελος τὸ ποίμνιο ὄχι στὰ δάση, ὄχι στὴν ἐρημιά, ὄχι στὶς σπηλιές, ἀλλὰ φεῦ, στοὺς αἱρετικοὺς ἢ στοὺς «εὐσεβεῖς» γιὰ νὰ λειτουργηθοῦν, ἐπειδὴ οἱ ἴδιοι, εἴτε δὲν διακόπτουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μαζί τους εἴτε τὴν διακόπτουν ἐπιλεκτικῶς καὶ μετὰ τὴν συνεχίζουν, λὲς καὶ πρόκειται γιὰ κάτι ποὺ ἀφορᾶ στεγνὲς τελετουργικὲς παραδόσεις χωρὶς σωτηριολογικὸ περιεχόμενο, χωρὶς παράλληλα ἢ καλύτερα ἐπειδὴ οἱ ἴδιοι δὲν εἶναι ἕτοιμοι, νὰ πᾶνε στὶς ἐρημιὲς καὶ στὰ δάση.

Ἀλήθεια μιὰ ἐρώτηση, ποὺ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ἀπαντηθεῖ, εἶναι ἡ ἀκόλουθη: Ποιός ὁρίζει, ποιός εἶναι εὐσεβὴς ἱερέας; Ἡ προσωπικὴ γνώμη τοῦ καθενὸς ἢ ἡ συμφωνία τοῦ ἱερέα μὲ τὴν διαχρονικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἑτοιμότητά του νὰ θυσιαστεῖ γιὰ τὰ πρόβατα ποὺ τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Κύριος;

Ὁ π. Ἄγγελος ὅμως μᾶς λέει, κατὰ παρόμοιο τρόπο μὲ τοὺς οἰκουμενιστές, ότι ἀφοῦ δὲν μποροῦμε νὰ ἐφαρμόσουμε τὸν Κανόνα μὲ ἀκρίβεια, ἂς τὸν ἀνακηρύξουμε δυνητικό. Ἔτσι, ἀντὶ νὰ εἴμαστε εἰλικρινεῖς μὲ τοὺς ἑαυτούς μας καὶ νὰ ὁμολογήσουμε εἰλικρινὰ καὶ μὲ ταπείνωση τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία μας ἐφαρμογῆς τῶν ἐντολῶν, λέγοντας τὸ ἀνθρώπινο «ἥμαρτον ἀδελφοί, γνωρίζω τί πρέπει νὰ κάνω, ἀλλὰ μέχρι ἐκεῖ μπορῶ» καὶ οἱ ἄλλοι νὰ μὴν τὸν ἀποπάρουν, ἀλλὰ νὰ τὸν περιβάλουν καὶ νὰ τὸν στηρίξουν μὲ ἀγάπη, διότι αὐτὸ ἔγινε μεταξὺ Ἁγ. Θεοδώρου καὶ Ἁγ. Νικηφόρου, παρόλο ποὺ ὁ π. Ἄγγελος δὲν τὸ ἀναφέρει. Ὁ δὲ Ἅγ. Νικηφόρος ἐπέτρεπε στὸν Ἅγιο, ὡς φόρο τιμῆς καὶ ἀναγνώρισης, νὰ κάθεται δεξιά του. Τίποτε δὲν εἶναι δύσκολο, ὅταν θέλουμε καὶ τίποτε δὲν εἶναι εὔκολο, ὅταν δὲν θέλουμε. Ἡ τιμὴ ποὺ ἔκφρασε ὁ Ἅγ. Νικηφόρος καὶ ἐκφράζει ὁ 15ος Κανόνας γιὰ τοὺς ἀποτειχισμένους, ἐκφράζεται γιατὶ ἡ ἀποτείχιση εἶναι μαρτύριο, εἶναι ἀγώνας, εἶναι πόλεμος μὲ μὴ σίγουρη τὴν ἐν ζωῇ ἐμπειρία τῆς νίκης. Εἶναι τιμὴ ποὺ κερδίζεται μὲ θυσίες καὶ μὲ αὐταπάρνηση. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο καὶ οἱ Ἅγιοι μᾶς προειδοποίησαν γιὰ αὐτοὺς τοὺς ἔσχατους καιρούς, μᾶς εἶπαν, ὅτι λόγῳ τῶν δυσκολιῶν θὰ δικαιωθεῖ, ὅποιος ἀντέξει, ἀκριβῶς ἐξ αἰτίας αὐτῶν τῶν δυσκολιῶν μέχρι τέλους.

Θὰ μιλήσω γιὰ τὸ πόσο ἔχουμε ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου μὲ ἀποτέλεσμα οἱ αἱρετικοὶ κατὰ τὸν λόγο τοῦ Μ. Βασιλείου νὰ γελοῦν μαζί μας, βλέποντας μας, ἀντὶ νὰ στηρίζουμε, μὲ ἔλεγχο φυσικά, ἀλλὰ χωρὶς καταδίκη, τοὺς συναγωνιστές μας, νὰ τοὺς καταδικάζουμε ἐκτὸς ἀγῶνος. Ἡ σύγχρονη ζωὴ καὶ τὸ πνευματικὸ καὶ ψυχικὸ κενό, ποὺ ἐπέφεραν ἡ διαφθορά, ὁ καταναλωτισμὸς καὶ ἡ σύγχρονη τεχνολογία ἄμβλυναν τὴν χριστιανικὴ συνείδηση καὶ ἔδεσαν τὸν ἄνθρωπο στὶς χαρὲς καὶ τὴν ἀνάπαυση τῆς ἐφήμερης ζωῆς. Ἔκαναν πιὸ εὔκολη τὴν ἀνοχὴ καὶ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ὑποχρεωτικοῦ μὲ τὸν δυνητισμὸ ἢ τὸν γνωστὸ ἐθελοντισμὸ ὁπότε ἐμφανίζεται ὡς μάταιη ἢ παράλογη ἡ ἀσκητικὴ ζωή, ποὺ εἶναι ἡ πεμπτουσία τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὡς σταυρικῆς ζωῆς καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐπῆλθε ἡ βαθμιαία ἀλλοίωση τῆς Πίστεως καὶ ἡ ἄρνηση νὰ ἀκολουθήσουμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἀποστόλων Του. Δυό παραδείγματα φθάνουν:

Γράφει ὁ π. Ἄγγελος: «Μεταξύ μνημονευόντων καί μή μνημονευόντων πρέπει νά ὑπάρχει ἐκκλησιαστική κοινωνία, ἀρκεῖ οἱ μνημονεύοντες νά μνημονεύουν ὀρθόδοξο ὡς πρός τό φρόνημα Ἐπίσκοπο, νά εἶναι ἐναντίον τῆς παναιρέσεως τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, νά εἶναι πολέμιοι τῆς ληστρικῆς, αἱρετικῆς καί οἰκουμενιστικῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης καί ὑπέρμαχοι τῆς ὀρθῆς ἐφαρμογῆς τοῦ ἱεροκανονικοῦ δικαιώματος τῆς ἀποτειχίσεως» (Δὲν ἐξηγεῖ ὅμως πῶς συμβαίνει τὸ παράδοξο, αὐτοὶ οἱ «ὀρθόδοξοι» Ἐπίσκοποι νὰ μνημονεύουν ἀλλὰ καὶ νὰ εἶναι ὑπέρμαχοι τῆς ἀποτειχίσεως !!!).

Γράφει τὸ Εὐαγγέλιο (Ματθ. 6, 24): «Οὐδεὶς δύναται δυσὶν κυρίους δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἤ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ».

Γράφει ὁ π. Ἄγγελος: «Ἡ ἀνωτέρω ὁμάδα τῶν καλουμένων «Ἀποτειχισμένων» (σσ. τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ. Τὰ ψεύδη τοῦ π. Ἀγγέλου δὲν τὰ ἀναφέρω ἐδῶ) ἔχει ἐσφαλμένες θέσεις περί ἀποτειχίσεως καί σχισματικές, ζηλωτικές τάσεις. Δέχονται α) τό ὑποχρεωτικό τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ΄ Συνόδου, β) τήν θεωρία τῶν συγκοινωνοῦντων δοχείων, γ) τήν θεωρία τοῦ μολυσμοῦ τῶν μυστηρίων, λόγῳ μνημόνευσης... στ) ἔχουν ὡς αὐτοσκοπό τήν διακοπή μνημοσύνου, ζ) κατηγοροῦν, κρίνουν καί ἐξουθενώνουν τούς μνημονεύοντες... ἔχουν διακόψει τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία, δηλ. βρίσκονται σε ἀκοινωνησία, μέ ὅλη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τούς Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους, τούς ὁποίους θεωροῦν αἱρετικούς καί οἰκουμενιστές, ἐπειδή δέν προχωροῦν στή διακοπή μνημοσύνου».

Γράφει ὁ Παῦλος (Β' Κορ. 6, 17-18): «Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς Πατέρα καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ», (Β Κορ. 6, 15): «τίς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαλ; ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου;».

Διαβάζει ὁ π. Ἄγγελος ἄλλο Εὐαγγέλιο; Ἰδίως αὐτὴ ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου, ὅτι δηλαδὴ δέν δύναται κάποιος νὰ δουλεύει καὶ νὰ ὑπηρετεῖ δύο κυρίους, δὲν ἔχει τὴν ἐφαρμογή της μόνο στὸ γεγονός, ὅτι δὲν δύνασαι συγχρόνως νὰ ὑπηρετεῖς τὸν Θεό καί τὸν μαμωνᾶ, ἀλλὰ ἀναφέρεται καὶ στὰ θέματα τῆς πίστεως. Δηλαδὴ δὲν δύναται κάποιος νὰ ὑπηρετεῖ συγχρόνως καὶ νὰ ἀκολουθεῖ καὶ τήν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν αἵρεση, νά ὁμολογεῖ καὶ νὰ ὑπερασπίζεται τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ συγχρόνως νὰ συντάσσεται καὶ νὰ ὑπερασπίζεται τοὺς Οἰκουμενιστές καὶ τοὺς λειτουργούς τους, νὰ κατηγορεῖ τὸ Π.Σ.Ε. καί συγχρόνως νά ἀνήκει μέσῳ τῆς ἱεραρχίας του καὶ τῆς μνημονεύσεως της σ’ αὐτό. Ἀλήθεια π. Ἄγγελε ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σὺν τῷ μητροπολίτῃ σας ἀπεχώρησε ἀπὸ τὸ Π.Σ.Ε. τὸ ὁποῖο ἐσεῖς καταδικάζετε;

Γράφει ὁ π. Ἄγγελος, ὅτι ὅποιος μνημονεύει τὴν Ἱ. Σύνοδο δὲν ἁμαρτάνει, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ καταδικάζουμε μία ὁλόκληρη Σύνοδο. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία ὅμως τὸν διαψεύδει. Ὅλοι οἱ Ἅγιοι ποὺ ἔλαβαν τὸν τιμητικὸ τίτλο «Ὁμολογητής», τὸν ἔλαβαν διότι σὲ καιρὸ ποὺ νόθευε ἡ σύνοδος, αὐτοὶ ὁμολογοῦσαν. Δὲν πρέπει νὰ ἔχει διαβάσει κανεὶς πολλὰ οἰκουμενιστικὰ κείμενα, γιὰ νὰ διακρίνει, ὅτι ὁ π. Ἄγγελος καὶ οἱ Οἰκουμενιστὲς χρησιμοποιοῦν τὸ ἴδιο ἐπιχείρημα. Δυστυχῶς ψεύδεται καὶ ψεύδεται συνειδητὰ ὁ π. Ἄγγελος. Ὁ Νορβηγὸς θεατρικὸς συγγραφέας Ἑρρῖκος Ἴψεν ἐφηῦρε γιὰ αὐτὸ τὸ εἶδος τοῦ ψεύδους τὸν ὅρο «ζωτικὸ ψεῦδος». Κάθε ζωτικὸ ψεῦδος ἀπαιτεῖ τεχνάσματα συγκάλυψης ποὺ ἐξυπηρετοῦν τοὺς σκοπούς μας καὶ ἀποσιωποῦν τὴν ἁπλὴ ἀλήθεια. Αὐτὴ ἡ συγκάλυψη καὶ ἡ ὀνοματικὴ ἀπόκρυψη τοῦ ἐνόχου μᾶς καθιστᾶ αὐτομάτως ἐνόχους. Διότι ὁ ἔνοχος δὲν κατονομάζει τὸν ἔνοχο.

Ὁμοφυλοφιλία, ὁμοφυλοφιλική «οἰκογένεια», τρανσεξουαλικότητα, μητρικός δανεισμός, εὐθανασία, γονιδιακὴ ἐπανάσταση, ἐκμετάλλευση, φτώχεια, πείνα, μαγεία, παγανισμός, διεθνισμός, ἀνεκτικότητα Παγκοσμιοποίηση, μηδενισμός, ἀναγνώριση τῶν αἱρέσεων ὡς «Ἐκκλησία», Οἰκουμενισμός! Ποτὲ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία δὲν ἐμφανίστηκε τέτοια πτώση καὶ τόσο μηδαμινὴ ἀντίδραση ἀπὸ τὴν Ἰεραρχία. Ποτὲ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία δὲν συνυπῆρχαν σὲ μία Ἱερὰ Σύνοδο εἰρηνικὰ καὶ συλλειτουργοῦντες ἐπὶ δεκαετίες –ὅπως σήμερα– αἱρετίζοντες καὶ ὑποτιθέμενοι «ὀρθοτομοῦντες» Ἐπίσκοποι. Ποτὲ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία δὲν κώφευαν καὶ δὲν ὑπάκουαν οἱ ἱερεῖς σὲ μία βλάσφημη καὶ νοσηρὴ κατάσταση, ὅπως σήμερα. Ἄρα ὅλοι εἶναι συμμέτοχοι στὸ ἀνίερο ἔργο ποὺ λαμβάνει μέρος καὶ σ’ αὐτοὺς μᾶς συμβουλεύει ὁ π. Ἄγγελος νὰ πηγαίνουμε νὰ λειτουργούμαστε καὶ νὰ τοὺς μνημονεύουμε.

Αὐτοὺς τοὺς ἀσυνεπεῖς «ἀντιοικουμενιστές» ρωτάει ὁ Παῦλος: «λογίζῃ δὲ τοῦτο, ὦ ἄνθρωπε, ὁ κρίνων τοὺς τὰ τοιαῦτα πράσσοντας καὶ ποιῶν αὐτά, ὅτι σὺ ἐκφεύξῃ τὸ κρῖμα τοῦ Θεοῦ;» (Πρὸς Ρωμ. 2, 3). Ὁ δὲ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς συμπληρώνει «αὐτοὶ ποὺ προσποιητὰ ὁμολογοῦν τὴν ὑγιῆ πίστη, ἔχουν ὅμως κοινωνία μὲ ὅσους φρονοῦν διαφορετικά, ἂν δὲν ἀκούσουν τὶς νουθεσίες μας, ὄχι μόνο νὰ μὴν ἔχουμε κοινωνία μαζί τους, ἀλλὰ οὔτε ἀδελφοὺς νὰ τοὺς ὀνομάζουμε....» (Ὁμολογία περὶ τῆς ὀρθῆς Πίστεως).

Ρωτάει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Ποῦ λοιπόν, εἰπέ μου, θὰ κατατάξουμε αὐτοὺς ποὺ ὁμολογοῦν καὶ συγχρόνως ἀρνοῦνται τὸν Θεό; Μὲ τοὺς πιστούς; Μὲ τὰ ἔργα ὅμως τὸν ἀρνοῦνται. Μὲ τοὺς ἀπίστους; Ἀλλὰ μὲ τὴν γλῶσσα τὸν ὁμολογοῦν... Ἀπὸ ποῦ θὰ διακρίνουμε τὸν πιστὸ ἀπὸ τὸν ἄπιστο τὸν φωτισμένο ἀπὸ τὸν ἀφώτιστο, μὲ ἄλλα λόγια, τὸν βαπτισμένο κατὰ Χριστὸν καὶ συντεταγμένο μὲ τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὸν ἀβάπτιστο καὶ συντεταγμένο μὲ τὸν διάβολο; Ὄχι ἀπὸ τοὺς λόγους, ὄχι ἀπὸ τὰ ἔργα, ὄχι ἀπὸ τοὺς τρόπους; Ἐὰν λοιπὸν κάποιος ἐξομοιώνεται σ’ αὐτὰ μὲ τοὺς ἀφώτιστους, ἂν καὶ λέγει, ὅτι εἶναι βαπτισμένος κατὰ Χριστόν, εἶναι σαφές, ὅτι δὲν ἔχει πάψει νὰ ἀνήκει στὴν συμμορία ἐκείνων» (Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁμιλία μὲ θέμα τοὺς τυφλούς).

Τελικὰ ἀπὸ ποιοὺς Ἁγίους διδάχθηκε ὁ π. Ἄγγελος αὐτὰ ποὺ γράφει; Τί εἴδους ὁμολογία κηρύττει: Ὁμολογία μόνο μὲ λόγια ἢ βαρύγδουπες δηλώσεις τοῦ εἴδους τῆς μητροπόλεως Πειραιᾶ ἄνευ ὅμως ἔργων; Ὁμολογία ποὺ εἶναι στηριγμένη σὲ δικανικὰ ἐφευρήματα μὲ τὴν συνοδεία αὐθαιρέτων καὶ διακατεχομένων ἀπὸ πάθη ἔργων; Ὁμολογία ἀνθρώπων, ποὺ ἐπιζητοῦν ἡγετικὸ ρόλο στὰ τῆς Πίστεως, ἐκφράζοντας σκανδαλώδεις ἀπόψεις πάνω σὲ θεμελιώδη θέματα τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀλλὰ καὶ στὸ θέμα τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων ἐπὶ Βέκκου ἀποκρύπτει ὁ π. Ἄγγελος τὴν ἀλήθεια. Διότι γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὸ συνειδητὸ λάθος του ἀποκρύπτει τοὺς ἀκόλουθους λόγους τῶν Πατέρων πρὸς τὸν αὐτοκράτορα, μιᾶς καὶ ἀναιροῦν τὴν ἀπαράδεκτη ἐπιχειρηματολογία του περὶ μνημόνευσης:

«Εἰ τοῦτο καταδεξόμεθα, τὸ ὀρθόδοξον, καὶ ἐν ἑνὶ τὸ πᾶν ἀνατρέπομεν· καὶ ἐν ὅσοις οἱ ἀναξίως δεχόμενοι ἀνατρέπουσιν. Λέγουσι γὰρ καὶ οἱ θεῖοι καὶ ἱεροὶ κανόνες, «εἴ τις ἀκοινωνήτῳ, κἂν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, ἀφοριζέσθω· καὶ ἀλλαχοῦ, ὁ ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, ἀκοινώνητος ἔσται, ὡς συγχέων τὸν κανόνα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ πάλιν· ὁ αἱρετικὸν δεχόμενος, τοῖς αὐτοῦ ἐγκλήμασιν ὑπόκειται». Ἐν ὅσοις γοῦν οὗτοι ἐγκαλούμενοι ὑπὸ εὐθύνας εἰσίν, τοῖς αὐτοῖς ἅπασι καὶ ἡμεῖς εἰ καταδεξοίμεθα, παρὰ τῶν θείων κανόνων τῶν ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ἀποφαινομένων, ὑπόδικοι γενόμεθα· οὐκ ἔστι τοῦτο τοῦ πονηροῦ· ὃς σκότος ὤν, τὸ φῶς ὑποκρίνεται;·» (βλ. V. Laurent et J. Darrouzes, Dossier Grec de l’ Union de Lyon 1273-1277, Paris 1976 σελ. 395).

Ὅπως καὶ δὲν ἀναφέρει π. Ἄγγελος, ὅτι οἱ μοναχοὶ τοῦ Ἁγ. Ὄρους ποὺ κράτησαν μέση γραμμή, δὲν τιμοῦνται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας:

«…Ὄθεν καὶ ἐν τῆ τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου Λαύρᾳ ἐλθών, οἱ ἐν αὐτῷ οἰκοῦντες φόβῳ καὶ δειλίᾳ, ὡς οὐκ ἔδει, ληφθέντες, ἤ μᾶλλον εἰπεῖν φιλοψυχήσαντες, καὶ προκρίναντες οἱ τάλανες τῶν αἰωνίων τὰ πρόσκαιρα, καὶ ὡς ὁ Δημᾶς ἀγαπήσαντες τὸν νῦν αἰῶνα, καὶ χωρίς βασάνων καὶ ἀπειλῶν θᾶττον ὑπέκυψαν προδόντες τὴν ἑαυτῶν εὐσέβειαν, καὶ μετὰ φώτων καὶ ὕμνων καὶ προπομπῆς τοῦτον ἐδέξαντο, ὡς τέκνα μωμητὰ, ὡς οἱ παράνομοι καὶ ἀλλότριοι τοῦ ἑαυτῶν πατρὸς [ἁγίου Ἀθανασίου], ἐν τῷ κυριακῷ ἱερουργήσαντες ἀνιέρως μετὰ τῶν σὺν αὐτῷ Λατίνων καὶ λατινοφρόνων, τὴν ἀναφορὰν ἐποιήσαντο τῶν αἱρετιζόντων, τοῦ Πάπα λέγω δὴ καὶ τοῦ Πατριάρχου σὺν τῷ βασιλεῖ». (βλ. Ἀρχιμανδρίτου Ἀνδρονίκου. Δημητρακοπούλου «Ἡ Ἱστορία τοῦ Σχίσματος» ἐκδ. Τῆνος, 1996, σελ. 99).

Ἂν λοιπὸν ὁ π. Ἄγγελος δὲν θέλει νὰ ὁμολογήσει καὶ νὰ χάσει δόξες, πλήθη, ἀναγνωρίσεις, διακρίσεις, δημοσιότητα καὶ ἀποδοχή, ἂς ἀφησει τὸ μικρὸ ποίμνιο τουλάχιστον νὰ προσπαθήσει νὰ ἐφαρμόσει, παρὰ τὶς ἁμαρτίες του, αὐτὰ ποὺ προστάζει ἡ Ἐκκλησία.

«Μικρόν μοι το ποίμνιον; Ἀλλ’ οὐκ ἐπὶ κρημνῶν φερόμενον. Στενή μοι ἡ μάνδρα, πλὴν λύκοις ἀνεπίβατος, πλὴν οὐ παραδεχομένη ληστήν, οὐδὲ ὑπερβαινομένη κλέπταις καὶ ξένοις» (Ἁγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος). Σχισματικὸς καὶ ὁ Ἅγιος π. Ἄγγελε;

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου