Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2018

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ








Εν Πειραιεί τη 25η Ιανουαρίου 2018

                    ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΣΚΟΠΙΑΝΟ ΖΗΤΗΜΑ

    Όπως διακηρύσσει ο μέγας Παύλος, «ημών γαρ, [των Χριστιανών], το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει, εξ’ ου και σωτήρα απεκδεχόμεθα Κύριον Ιησούν Χριστόν» (Φιλιπ.3,20). Και τούτο διότι «ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ.13,14). Πραγματική και αιώνια πατρίδα μας είναι ο ουρανός, η ετοιμασμένη «από καταβολής κόσμου» Βασιλεία του Θεού (Ματθ.25,34), «τοις αγαπώσι τον Θεόν» (Ρωμ.8,28). Στο πρωτοχριστιανικό κείμενο «Προς Διόγνητον Επιστολή», ο άγνωστος συγγραφέας του, αναφέρει ότι οι Χριστιανοί «πατρίδας οἰκοῦσινἰδίας, ἀλλ’ ὡς πάροικοι· μετέχουσι πάντων ὡς πολῖται, καὶ πάνθ’ ὑπομένουσιν ὡς ξένοι· πᾶσα ξένη πατρίς ἐστιν αυτῶν, καὶ πᾶσα πατρὶς ξένη» (κεφ. V,4-5). 

  Ωστόσο ο Θεός, ο Οποίος μας έφερε «εκ του μη όντος εις το είναι», για να ζήσουμε στη γη τη σύντομη ζωή μας, μας χάρισε και μια άλλη, επίγεια πατρίδα, για να μπορούμε να επιτύχουμε τον προορισμό μας, να γίνουμε, δηλαδή, «σύσσωμοι και σύμμορφοι» του Χριστού μας. Η Πατρίδα ως έννοια και ως περιεχόμενο, ως τόπος κατοικίας ενός λαού, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, με γλώσσα, με ιστορία και παραδόσεις, δεν απαξιώνεται από την Εκκλησία. Αντίθετα μάλιστα αποτελεί αξία, η οποία βρίσκει θέση στον αιώνιο λόγο του Θεού. Ήδη στην Παλαιά Διαθήκη, στο βιβλίο του Δευτερονομίου αναφέρεται ότι: «ὅτε διεμέριζεν ὁ Ὕψιστος ἔθνη, ὡς διέσπειρεν υἱοὺς Ἀδάμ, ἔστησεν ὅρια ἐθνῶν κατὰ ἀριθμὸν ἀγγέλων Θεοῦ» (32,8). Ο απόστολος Παύλος στην ομιλία του στον Άρειο Πάγο αναφέρει ότι «ἐποίησέ τε ἐξ’ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖνἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν» (Πραξ.17,26). Επίσης ο Χριστός κλαίει για την Ιερουσαλήμ, την πρωτεύουσα της επιγείου Πατρίδος Του, εκφράζοντας το παράπονό Του για την αμετανοησία των κατοίκων της, πράγμα που δείχνει το πατριωτικό Του συναίσθημα: «Καὶ ὡς ἤγγισεν, ἰδὼν τὴν πόλιν ἔκλαυσεν ἐπ᾿αὐτῇ» (Λουκ.19,41). Το ίδιο παράπονο εκφράζει και σε άλλη περίπτωση:«ἹερουσαλὴμἹερουσαλήμ, ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν! ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆςὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε. ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶνἔρημος» (Ματθ.23,37-38). Εάν λοιπόν ο Χριστός αγαπούσε την επίγεια πατρίδα Του, γιατί δεν θα πρέπει και εμείς να αγαπούμε τη δική μας;
  Ιδιαίτερα εμείς οι Έλληνες έχουμε βαθειά αποτυπωμένη στην ιδιοσυγκρασία μας την αγάπη προς την πατρίδα και την ελευθερία. Οι προαιώνιοι και διαχρονικοί αγώνες των προγόνων μας για την ελευθερία, αλλά και ο εθνικός μας ύμνος, που είναι ένας ύμνος προς την ελευθερία, γραμμένος από τον εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό, καταδεικνύουν αυτή την αγάπη, η οποία βεβαίως ουδόλως αντιτίθεται στην παγκοσμιότητα της Ορθοδόξου πίστεώς μας.
Πέρα από την αγάπη προς την ελευθερία έχουμε εμείς οι Έλληνες βαθιά ριζωμένη μέσα στην ύπαρξή μας, μέσα στα γονίδια της εθνική μας αυτοσυνειδησίας και την αγάπη προς την αλήθεια. Όταν δε αυτή η αλήθεια ήρθε στον κόσμο και σαρκώθηκε ως Αυτοαλήθεια, ως ο σαρκωμένος Υιός και Λόγος του Θεού, εμείς Τον πιστεύσαμε, Τον αγαπήσαμε και Τον εγκολπωθήκαμε περισσότερο ίσως από κάθε άλλον λαό της οικουμένης, Τον κρατήσαμε ως πολύτιμο θησαυρό και Τον μεταλαμπαδεύσαμε και σε άλλους λαούς. Γι’ αυτό και ο Θεός ευλόγησε το έθνος μας μ’ ένα ξεχωριστό τρόπο. Η ιδιαίτερη ευλογία του φαίνεται και από το γεγονός ότι ευδόκησε να γραφτεί το Ευαγγέλιο από τους θεόπνευστους συγγραφείς της, δηλαδή όλα τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, στην ελληνική γλώσσα, που ήταν η παγκόσμια γλώσσα της εποχής εκείνης, (1ος αιώνας μ.Χ.). Ευδόκησε ο Θεός ώστε το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας Πατερικής Γραμματείας να έχει γραφεί από έλληνες Πατέρες. Ευδόκησε ο Θεός το ευλογημένο έθνος μας να αναδείξει μυριάδες αγίων μαρτύρων και οσίων και το χώμα αυτό που πατούμε σήμερα εμείς οι νεοέλληνες, να είναι ποτισμένο με αίματα αγίων και ηρώων της πίστεως και της πατρίδος μας.
Δυστυχώς η κεντρική και μεγάλης γεωστρατηγικής σημασίας θέση της στην υφήλιο, στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, μας έταξε να περιστοιχιζόμαστε από λαούς, οι οποίοι στο διάβα των αιώνων, την επιβουλεύονται και την υπονομεύουν. Τις τελευταίες δεκαετίες ένας ακόμη επίβουλος γειτονικός μας λαός αμφισβητεί την εδαφική ακεραιότητά της. Πρόκειται για το τεχνητό κρατίδιο των Σκοπίων, στα βόρεια σύνορά μας, το οποίο δημιουργήθηκε τον 20ο αιώνα, για να προωθήσει διεθνή συμφέροντα στον ευρύτερο χώρο της Βαλκανικής. Ο λαός αυτός, παρ’ ότι αδύναμος, (αριθμητικά, οικονομικά, πολιτισμικά, κλπ.), προβάλλει απίστευτα παράλογες αξιώσεις εις βάρος της εθνικής μας ιστορίας και της εδαφικής μας ακεραιότητας. Επειδή στερείτο ιστορικής παραδόσεως, σφετερίστηκε τη δική μας και την οικειοποιήθηκε, για να έχει την ψευδαίσθηση ότι έχει «λαμπρά ιστορική συνέχεια». Σφετερίστηκε την ιστορική μνήμη και παράδοση της ελληνικής μας Μακεδονίας, παραβλέποντας πως δεν έχει την παραμικρή σχέση με την αρχαία Μακεδονία του μεγάλου Αλεξάνδρου και των διαδόχων του, που ήταν γνήσιοι έλληνες και ομιλούσαν την ελληνική γλώσσα. Και τούτο διότι ο λαός αυτός είναι ουσιαστικά σλαβικός, ο οποίος εγκαταστάθηκε περί τον 7ο μ. Χ. αιώνα σε περιοχή της ευρύτερης αρχαίας Μακεδονίας. Αποσιωπώντας το γεγονός αυτό και παραχαράσσοντας την ιστορία, εμφανίζεται ως «μακεδονικός» με δική του «μακεδονική γλώσσα», ώστε να κατασκευάσει «μακεδονική εθνότητα». Και το χειρότερο, καλλιεργεί αλυτρωτική ιδεολογία, στοχεύοντας στην «απελευθέρωση των εδαφών», που βρίσκονται κάτω από την ελληνική κυριαρχία και στην ενοποίησητης Μακεδονίας στις αρχαίες εδαφικές της διαστάσεις υπό τη δική του κυριαρχία.
  Στις παράλογες εθνικιστικές του πρακτικές ενέπλεξε και την τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία, που βρίσκεται στα γεωγραφικά όρια του σημερινού κράτους των Σκοπίων. Πρόκειται για την Αρχιεπισκοπή Οχρίδας, η οποία προέκυψε από την διάσπαση των τριών νοτιοτέρων επαρχιών της Σερβικής Εκκλησίας, δηλαδή των Μητροπόλεων Σκοπίων, Ζλετόβου - Στρωμνίτσας, Αχρίδας– Βιτωλίων, τον Οκτώβριο του 1958. Με την ίδρυση της, το 1958, βρισκόταν σε κανονική ενότητα με το Σερβικό Πατριαρχείο. Το 1967 όμως ανακήρυξε το αυτοκέφαλό της με αποτέλεσμα η έκτακτη Σύνοδος της Ιεραρχίας της Σερβικής Εκκλησίας, το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, να κηρύξει την ηγεσία της Σλαβομακεδονικής Εκκλησίας σχισματική. Έκτοτε και μέχρι σήμερα παραμένει σχισματική, αφού καμιά τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία δεν την αναγνώρισε.
Το κρατίδιο των Σκοπίων έλκει την ύπαρξή του από της συστάσεως της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, (29.11.1943), με την νίκη των παρτιζάνων κομμουνιστών, υπό την ηγεσία του Κροάτη Τίτο. Για να αποδυναμωθεί η Σερβία, η οποία ήταν και το μεγαλύτερο από τα κράτη της ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας, αποφασίστηκε η δημιουργία ενός ακόμα κρατιδίου, στα νότια σύνορά της, στην περιοχή, η οποία είχε την ονομασία Βαρδανία. Ονομάστηκε δε ως «Δημοκρατία του Βαρδάρη». Όμως αμέσως μετά τα κομμουνιστικά κόμματα της περιοχής υιοθέτησαν τον πανσλαβισμό και τον χρησιμοποίησαν για να ελέγξουν την Βαλκανική. Ο ίδιος ο Τίτο, αφού αποστασιοποιήθηκε από την Σοβιετική Ένωση, οραματίστηκε τη δική του κομμουνιστική ένωση των Βαλκανίων, με αυτή των έξι κρατών και έντεκα εθνών και πολλών μικροτέρων εθνοτήτων της Γιουγκοσλαβίας. Θέλησε να δημιουργήσει τη δική του «υπερδύναμη», με τον «τρίτο δρόμο προς το σοσιαλισμό». Μια από αυτές ήταν και η «μακεδονική εθνότητα», η οποία εκτείνονταν σε τρία κράτη, την Βαρδανία, την Βουλγαρία και την Ελλάδα. Η Βαρδανία και Βουλγαρία ήταν υπό κομμουνιστική επιρροή. Το πρόβλημα ήταν η Ελλάδα. Γι’ αυτό μετονόμασε τη Βαρδανία σε «Μακεδονία», για να μπορέσει έτσι να προωθήσει την κυοφορούμενη «μακεδονική εθνότητα», η οποία θα προήρχετο από την μελλοντική ενοποίηση της Μακεδονίας. Άλλος μεγάλος οραματισμός του Τίτο ήταν η ζωτική έξοδος προς το Αιγαίο. Γι’ αυτό η ελληνική Μακεδονία ονομάστηκε και «Μακεδονία του Αιγαίου».Τα κομμουνιστικά κόμματα της Βαλκανικής υιοθέτησαν αυτή την ενέργεια. Το ΚΚΕ, τάχθηκε ενθουσιωδώς υπέρ της «αυτοδιάθεσης του μακεδονικού λαού»!
Δυστυχώς οι μεταπολεμικές ελληνικές κυβερνήσεις δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στο εθνικό πρόβλημα, το οποίο όμως με την πάροδο του χρόνου έπαιρνε όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις. Προφανώς, επειδή ο Τίτο απολάμβανε την υποστήριξη των δυτικών κυβερνήσεων, λόγω της αποστασιοποίησής του από τη Σοβιετική Ένωση, οι ελληνικές κυβερνήσεις «έπαιρναν γραμμή» να μη δημιουργήσουν προβλήματα σ’ αυτόν. Μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας το 1991 φάνηκε ακόμη πιο ξεκάθαρα η σοβαρότης του προβλήματος και η επιτακτική ανάγκη υπεύθυνης και οριστικής επιλύσεώς του. Το ανεξάρτητο πια κρατίδιο των Σκοπίων απαίτησε να αναγνωρισθεί από την διεθνή κοινότητα, όπως είχε δημιουργηθεί από τους τέως πάτρωνές του κομμουνιστές ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας», ως «μακεδονικό έθνος», με γλώσσα του τη «μακεδονική». Το χειρότερο απ’ όλα, ψήφισε Σύνταγμα, στο οποίο γίνεται λόγος για «απελευθέρωση αλύτρωτων μακεδόνων» και για «κατεχόμενα μακεδονικά εδάφη». Δυστυχώς και πάλι οι ελληνικές κυβερνήσεις, ακόμη και μετά από τις ανησυχητικές αυτές εξελίξεις, δεν μπόρεσαν να αξιολογήσουν τη σοβαρότητα του προβλήματος και να προχωρήσουν στις δέουσες ενέργειες με αποφασιστικότητα και υπευθυνότητα, ώστε να το αντιμετωπίσουν με επιτυχία. Το αποτέλεσμα ήταν ότι προϊόντος του χρόνου η διεθνής κοινότητα έβλεπε πλέον «με καλό μάτι» τις αξιώσεις των Σκοπίων. Όλα σχεδόν τα κράτη αναγνώρισαν την κρατική του οντότητα με το όνομα «Μακεδονία». Εμείς αρκεστήκαμε στην υβριδική ονομασία «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Ο λαός μας έκαμε «λαοσυνάξεις», οι οποίες όμως ελάχιστα ωφέλησαν το εθνικό ζήτημα. Αντίθετα οι σκοπιανοί άρχισαν μια γιγαντιαία προσπάθεια, με θρασείς ενέργειες, για να προωθήσουν τις αξιώσεις τους. Ταυτόχρονα, μια πληθώρα ελλήνων επιχειρηματιών μετακόμισαν τις δραστηριότητές τους στο κρατίδιο αυτό, διότι τους παρείχε μεγαλύτερες δυνατότητες για μεγαλύτερα κέρδη.
Τον τελευταίο καιρό το κρατίδιο αντιμετωπίζει τεράστια προβλήματα και για να επιβιώσει ζητά να ενταχθεί στο Ν.Α.Τ.Ο. και την Ε.Ε. Αλλά οι εκκρεμότητες με την Ελλάδα το εμποδίζουν. Γι’ αυτό και ξεκίνησε πρόσφατα ένας νέος κύκλος διαπραγματεύσεων, οι οποίες επικεντρώνονται κυρίως στον καθορισμό τουονόματος. Η ελληνική κυβέρνηση «στριμωγμένη» από την διεθνή κοινότητα, άρχισε συνομιλίες, υπό την διαμεσολάβηση του εκπροσώπου του ΟΗΕ Μ. Νίμιτς. Συζητούν κάποιας μορφής όνομα, το οποίο θα συμπεριλαμβάνει το όνομα της Μακεδονίας. Το πρόβλημα όμως είναι ο αλυτρωτισμός, που εμπεριέχεται στο Σύνταγμα του κρατιδίου, στην εθνικότητα και στην βουλγαρική διάλεκτο, που εμφανίζεται ως δήθεν μακεδονική γλώσσα. Ο λαός μας όμως αντέδρασε και διοργάνωσε πριν από μερικές ημέρες (21.1.2018) μεγαλειώδες συλλαλητήριο στη Θεσσαλονίκη, στο οποίο συγκεντρώθηκαν περισσότερο από 300.000 λαού, διακηρύσσοντας ότι «η Μακεδονία είναι μια και είναι ελληνική» και διαφωνώντας κάθετα σε οποιαδήποτε ονομασία, που θα περιέχει τον όρο «Μακεδονία». Παράλληλα με την μαζική του συμμετοχή έστειλε ένα ξεκάθαρο μήνυμα στο γειτονικό λαό, ότι οι οραματισμοί και οι φιλοδοξίες του για απελευθέρωση «αλύτρωτων πατρίδων» δεν πρόκειται να «περάσουν».
Κλείνοντας επισημαίνουμε για μια ακόμη φορά τις τεράστιες ευθύνες των πολιτικών μας ηγετών των τελευταίων δεκαετιών. Άφησαν ένα πρόβλημα να ανδρωθεί, χωρίς να το αντιμετωπίσουν εν τη γενέσει του. Αλλά και στη σημερινή χρονική συγκυρία συνεχίζουν τα λάθη τους. Συνεχίζουν να χρησιμοποιούν τα εθνικά μας θέματα για μικροπολιτικά παιχνίδια. Δεν θέλουν να δουν ότι το πρόβλημα ύπαρξης το έχουν τα Σκόπια και ως εκ τούτου θα έπρεπε να παραμείνουν όλες οι πολιτικές παρατάξεις σύσσωμες και σταθερές απένατι στις παράλογες απαιτήσεις των σκοπιανών. Ελπίζουμε ο κυβερνητικός συνασπισμός ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και τα άλλα κόμματα του πολιτικού φάσματος να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και να προασπίσουν τα εθνικά μας συμφέροντα, διότι η ιστορία δεν συγχωρεί λάθη και το χειρότερο, αμέλειες και υποχωρήσεις. Το τρισχιόχρονο όνομα της Ελληνικής Μακεδονίας μας, το οποίο μαρτυρείται περίτρανα ακόμη και από την Παλαιά Διαθήκη, (βιβλίο Μακκαβαίων), από τα αρχαιολογικά ευρήματα της Βεργίνας, όπου και οι τάφοι του βασιλέως της Μακεδονίας Φιλίππου του Β΄,
(και άλλων Μακεδόνων βασιλέων), και τα διαχρονικά ελληνικά έργα του Αριστοτέλους και του Πρωταγόρα, αλλά και από την ιστορία μας, δεν είναι κτήμα καμιάς κυβερνήσεως, και δεν έχει δικαίωμα να το πουλήσει σε κανέναν!


Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών