Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2018

Ο Μεγας Αθανασιος

Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
Μεγάλου Ἀθανασίου
18 Ἰανουαρίου
Toυ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Ο Μεγας Αθανασιος

(ἀγῶνες καὶ περιπέτειες γιὰ τὴν ἀκρίβεια τῆς Ὀρθοδοξίας)

Νὰ τοῦ πλέξουμε ἐγκώμια, ἀγαπητοί μου; Εἴμαστε πολὺ μικροί. Ἐκεῖνος εἶνε γίγαν­τας καὶ τὸ ὕψος του προκαλεῖ δέος. Ὅποιος διαβάζει τὸ βίο του αἰσθάνεται ἴλιγγο μπροστὰ στὴ φυσιογνωμία του. Ἐν τούτοις θὰ ψελ­λίσουμε κ᾿ ἐμεῖς λίγες λέξεις πρὸς τιμήν του.

* * *

Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὠνομάστηκε μέγας, διότι στὴν ἐποχή του ἀγωνίστηκε μόνος νὰ κρατήσῃ τὴν ὀρθόδοξο πίστι.

Κινδύνευε τότε ἡ Ὀρθοδοξία. Παρουσιάστηκε μία αἵρεσις, ἡ αἵρεσις τοῦ Ἀρείου, ποὺ ἔλεγε γιὰ τὸ Χριστό, ὅτι «ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν»· δηλαδή, ἦταν κάποτε ἐποχὴ ποὺ ὁ Χριστὸς δὲν ὑπῆρχε. Αὐτὴ ἦταν βλάσφημη ἰδέα ἐναν­τίον τῆς θεότητος τοῦ Λόγου καὶ τῆς αἰωνιότητος τοῦ Θεοῦ Λόγου. Αὐτό, τὸ ὅτι «ἦταν κά­ποτε ἐποχὴ ποὺ αὐτὸς δὲν ὑπῆρχε», μποροῦ­με νὰ τὸ ποῦμε γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα, ἀλλ᾿ ὄ­χι γιὰ τὸ Χριστό. Διότι δὲν ὑπῆρξε ποτέ ἐπο­χὴ ποὺ δὲν ὑπῆρχε ὁ Χριστός. Εἶνε ἄναρχος, αἰώνιος, ὑπεραιώνιος.
Ἐναντίον τοῦ Ἀρείου ἀγωνίστηκε ὁ Μέγας Ἀ­θανάσιος, καὶ μὲ ἐπιχειρήματα ἀπὸ τὴ Γρα­φὴ τὸν κατετρόπωσε. Διότι τὴ Γραφὴ τὴν ἤ­ξε­ρε ἀπ᾿ ἔξω. Σήμερα οἱ Χριστιανοί, μηδενὸς ἐξαιρουμένου, δὲν διαβάζουμε Γραφή, ὅπως ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Νίκησε λοιπὸν λόγῳ τῆς πίστεώς του, ἀλλὰ καὶ λόγῳ τῆς βαθειᾶς γνώσεως τῆς ἑρμηνείας τῆς ἁγίας Γραφῆς.
Ἀγωνίστηκε ἐναντίον τῶν ἀρειανῶν. Ἀλλὰ ἀγωνίστηκε καὶ ἐναντίον μιᾶς ἄλλης παρατάξεως. Ποιᾶς παρατάξεως; Ἐξ αἰτίας τοῦ Ἀρείου ἡ Ἐκκλησία εἶχε διχασθῆ – ὁ Θεὸς νὰ φυλάῃ τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ διαίρεσι, ἀπὸ σχίσμα. Ὁ λαὸς τῆς Ἀλεξανδρείας ξαφνικὰ χωρίστηκε σὲ τρεῖς παρατάξεις. Ἡ μία ἦταν οἱ ὀρθόδο­ξοι, μὲ τὸ Μέγα Ἀθανάσιο. Ἡ ἄλλη, μὲ βασι­λιᾶδες καὶ αὐτοκράτορες, ἦταν οἱ ἀρειανοί· αὐτοὶ ἔφεραν τὴ διαίρεσι. Καὶ ἡ ἄλλη παράταξι ἦταν οἱ ἡμιαρειανοί. Τί ἔλεγαν αὐτοί; Αὐτοὶ ἦταν οἱ «συμβιβαστικοί». Ἐμεῖς, ἔλεγαν, θέλουμε τὸ μέσον· οἱ ὀρθόδοξοι εἶνε τὸ ἕνα ἄκρο, οἱ ἀρειανοὶ τὸ ἄλλο ἄκρο· ἐμεῖς θὰ τοὺς συμβιβάσουμε.
–Νὰ ὑποχωρήσῃς κ᾿ ἐσύ, ἔλεγαν στὸν Ἀθανάσιο, νὰ ὑποχωρήσουν κι αὐτοί. Νὰ ὑποχωρήσῃς καὶ νὰ δεχθῇς στὸ «Πιστεύω» νὰ προσ­­τεθῇ ἕνα γράμμα, μόνο ἕνα μικρὸ γράμμα. Ἐκεῖ ποὺ λέει γιὰ τὸ Χριστὸ «ὁμοούσιον τῷ Πατρί», νὰ προσθέσουμε τὸ γιῶτα («ι») καὶ ἀντὶ «ὁμοούσιον» νὰ γίνῃ «ὁμοιούσιον».
–Ὄχι, εἶπε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Διότι ὅποιος ἀφαιρέσῃ ἢ προσθέσῃ ἔστω κ᾿ ἕνα γράμμα, θὰ εἶνε ἔνοχος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Τὸ «ὁμοούσιον» σημαίνει Θεός, τὸ «ὁμοιούσιον» σημαίνει ἄνθρωπος.
Δὲν ὑποχώρησε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ τὸν πολέμησαν μὲ λύσσα. Καὶ τί δὲν τὸν κατηγόρησαν! Εἶπαν, ὅτι ἀδικεῖ τοὺς πα­πᾶδες· ὅτι ἄλλους τοὺς ἔχει εὐνοουμένους καὶ ἄλλους ὄχι, ὅτι τὸν ἕνα τὸν ἔχει κον­τά του καὶ τὸν ἄλλο μακριά. Ὅτι εἶνε σκληρός, ὅτι χτυπάει τοὺς παπᾶδες. Ὅτι πίνει. Ὅτι σκότω­σε ἕνα παπᾶ. Ὅτι ἔκλεψε χρήματα ἀπὸ ᾿δῶ κι ἀπὸ ᾿κεῖ. Ὅτι εἶχε ἕνα πιθάρι νομίσματα καὶ τὰ ἔδωσε γιὰ ν᾿ ἀνατρέψῃ τὸ καθεστὼς τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὅτι ἐμπόδισε τὰ καράβια ν᾿ ἀναχωρήσουν ἀπὸ τὸ λιμάνι τῆς Ἀ­λεξανδρείας γιὰ νὰ μεταφέρουν σιτάρι στὴν Κωνσταντινούπολι. Ὅτι…· ὅτι…· ὅτι…· ἱστορία ὁλόκληρη.
Δικάστηκε καὶ καταδικάστηκε. Δικαιώθηκε ὅμως ἀπὸ τὴ Σύνοδο. Μόνο δύο περιστατικὰ θὰ σᾶς πῶ.
⃝ Τὸν συκοφάντησαν, ὅτι ἔκοψε τὸ χέρι ἑνὸς παπᾶ, τὸν ὁποῖο αὐτοὶ τὸν εἶχαν κρύψει. Λέει στὰ παιδιά του ὁ Ἀθανάσιος· Τρέξτε νὰ τὸν βρῆτε. Ἔψαξαν, τὸν βρῆκαν καὶ τὸν ἔφεραν στὴ Σύνοδο.
–Ἔκοψες, λένε στὸν Ἀθανάσιο, τὸ χέρι τοῦ παπᾶ, καὶ μὲ τὸ χέρι αὐτὸ κάνεις μάγια…
–Πόσα χέρια ἔχει κάθε ἄνθρωπος; τοὺς ἐ­ρωτᾷ.
–Δύο, ἀπαντοῦν.
–Μήπως ὑπάρχει ἄνθρωπος μὲ τρία χέρια;
–Ὄχι.
Τότε λέει·
–Φέρτε ἐδῶ τὸν παπᾶ.
Ὅταν παρουσιάστηκε, τοὺς ἐρωτᾷ πάλι·
–Εἶνε αὐτός, γιὰ τὸν ὁποῖο μὲ κατηγορεῖτε;
–Αὐτός εἶνε.
–Δεῖξε τὰ χέρια σου, τοῦ λέει (εἶχε δύο χέρια). Ἐὰν εἶχε καὶ τρίτο χέρι, λέει στοὺς κριτάς, τότε τοῦ ἔκοψα τὸ χέρι καὶ εἶμαι ἔνοχος.
Ἔτσι ἀποδείχθηκε ἡ συκοφαντία.
⃝ Ἄλλη συκοφαντία ἦταν, ὅτι ἀτίμασε μιὰ κοπέλλα – ποιός; ἐκεῖνος ποὺ ζοῦσε σὰν ἄγγελος. Καὶ βρῆκαν μιὰ γυναῖκα, ἕνα πορνικὸ γύναιο, τὴν πλήρωσαν, καὶ τῆς εἶπαν· Ἐσὺ θὰ τὸν κατηγορήσῃς τὸν Ἀθανάσιο…
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἦταν μικρὸς στὸ ἀνάστημα, κοντός. Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα νὰ τὸν δικά­σουν, πῆρε κοντὰ τὸ διᾶκο του, ποὺ εἶχε ἀνάστημα, φαινόταν σὰν δεσπότης. Τοῦ λέει λοιπόν· Στὸ δικαστήριο θὰ παρουσιαστῇς ἐσὺ καὶ θὰ κάνῃς ὅτι εἶσαι ἐγώ, ὁ Ἀθανάσιος.
Ἄρχισε νὰ κλαίῃ τὸ γύναιο καὶ νὰ λέῃ, ὅτι Μιὰ νύχτα μὲ ἀτίμασε ὁ Ἀθανάσιος κ.λπ.. Ἔλεγε ἡμερομηνίες, χρονολογίες – ὁ Θεὸς νὰ φυλάῃ ἀπὸ συκοφαντίες γυναίκας. Ὅλοι πί­στευαν, ὅτι ὁ Ἀθανάσιος ἔκανε τὴν ἁμαρτία.
Τότε παρουσιάζεται ὁ διᾶκος καὶ τῆς λέει·
–Γιά κοίταξέ με καλά· ἐγὼ σὲ ἀτίμασα;
–Ναί ἐσύ, λέει αὐτή (ποὺ οὔτε κἂν ἤξερε τὸν Ἀθανάσιο, οὔτε τὸν εἶχε δεῖ ποτὲ ποιός εἶνε).
Ἔτσι πάλι ἀποδείχθηκε ἡ συκοφαντία.
Χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ Με­γάλου Ἀ­θανασίου ἦταν, ὅτι ὑπῆρξε ἀδιάλλακτος. Δὲν ὑποχωροῦσε. Μία μέρα στὴν ἀρχιεπισκοπὴ τοῦ χτύπησε τὴν πόρτα ἕνας στρατηγός.
–Ἔχεις γράμμα ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα, ὁ ὁ­ποῖος ἐπιμένει νὰ ἐκτελέσῃς ἀμέσως τὴν ἑξ­ῆς διαταγή. Ἐντὸς τριῶν ἡμερῶν θ᾿ ἀνοίξῃς τὴν πόρτα τῆς ἐκκλησίας καὶ θὰ βάλῃς μέσα τὸν Ἄρειο.
–Ὕπαγε, στρατηγέ, καὶ ἀναπαύου…· θὰ κά­νω τὸ καθῆκον μου, τοῦ λέει ὁ Ἀθανάσιος.
Πέρασαν τρεῖς μέρες, δὲν ἄνοιξε τὶς πόρτες· ἄφησε τὸν Ἄρειο ἀπ᾿ ἔξω, δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ μπῇ.
Ἀπὸ ᾿κεῖ ἄρχισε ἡ μεγάλη περιπέτεια καὶ ἡ ἐξορία του. Διότι δὲν ἐπέτρεπε νὰ μποῦν αἱ­ρετικοὶ στὴν ἐκκλησία· ἀγωνίστηκε γι᾿ αὐτό.
Καὶ ὄχι μόνο ἀδιάλλακτος, ἀλλὰ καὶ θαρρα­λέος καὶ ἀτάραχος ἦταν.
Τὸν περικύκλωσαν στὴ μητρόπολί του τάγματα ὅλη νύχτα. Ἀλλ᾽ αὐτὸς ἀτάραχος, εἰρηνικός. Τὸ πρωί, ὅταν ἔφευγε γιὰ τὴν ἐξορία, ὁ οὐρανὸς ἦταν σκεπασμένος ἀπὸ σύννεφα. Τὰ πνευματικά του τέκνα ἔκλαιγαν. Τότε κοιτάζοντας τὰ σύννεφα τοὺς λέει·
–Βλέπετε τὰ σύννεφα; ἔτσι εἶνε καὶ τὰ γεγονότα αὐτά· «νεφύδριόν ἐστι καὶ θᾶττον παρελεύσεται»· συννεφάκι εἶνε αὐτὸ ποὺ συμβαί­νει, σύντομα θὰ περάσῃ καὶ θὰ φύγῃ.
Πέντε φορὲς ἐξωρίστηκε. Ἔζησε μέσα σὲ σπηλιές, σὲ χαράδρες, καὶ σὲ τάφους (μέσα σ᾿ ἕνα τάφο κρυβόταν). Καὶ ἔμεινε μόνος. Μό­νος σήκωσε στοὺς ὤμους του τὴν Ὀρθοδοξία. Λένε στὴ μυθολογία, ὅτι τὴ Γῆ τὴ σήκωνε στοὺς ὤμους του ὁ λεγόμενος Ἄτλας. Ἀλλ᾿ αὐτὸ εἶνε μῦθος. Ἐδῶ εἶνε πραγματικότητα· ὅτι ὁ Ἀθανάσιος κράτησε μόνος στοὺς ὤμους του τὴν Ὀρθοδοξία ὁλόκληρη.

* * *

Τώρα ἐμεῖς τί ἔχουμε νὰ διδαχθοῦμε ἀπὸ αὐτά; Μεγάλοι Ἀθανάσιοι νὰ γίνουμε, δὲν μποροῦμε. Ἐμεῖς ὅλοι τὸ νυχάκι τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου δὲν κάνουμε. Ἂς παρακαλέσουμε τὸ Θεό, ν᾿ ἀναδείξῃ νέα ἀναστήματα ποὺ θὰ ὑπερασπίσουν τὴν ὀρθόδοξο πίστι μας. Καὶ ἂν δὲν μποροῦμε νὰ γίνουμε Μεγάλοι Ἀ­θανάσιοι, ἂς γίνουμε μικροὶ Ἀθανάσιοι. Πολλοὶ μικροὶ Ἀθανάσιοι, ἑνωμένοι, μπορεῖ νὰ φτάσουν στὴν ἐνσάρκωσι τοῦ πνεύματος τῆς ἀντιστάσεως ὑπὲρ τῆς πίστεώς μας.
Σήμερα ζοῦν τὰ ἐγγόνια τοῦ Ἀρείου. Ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀρείου ἀναστήθηκε στὰ πρόσωπα τῶν χιλιαστῶν. Οἱ χιλιασταὶ δὲν λένε τίποτε ἄλλο παρὰ αὐτὰ ποὺ ἔλεγε ὁ ῎Αρειος.
Βάλλεται καὶ κινδυνεύει ἡ Ὀρθοδοξία, καὶ πρέπει νὰ σταθοῦμε φρουροὶ στὰ πνευματικὰ σύνορα. Μικροὶ – μεγάλοι νὰ γίνουμε ἕνας βράχος καὶ νὰ ποῦμε στὰ ἄγρια κύματα τῆς Δύσεως καὶ τῆς Ἀνατολῆς·
Ἄλτ! Εἴμαστε Ἕλληνες Χριστιανοί, δὲν θὰ περάσετε. Μασόνοι, ἄθεοι, χιλιασταί, φράγ­κοι, προτεστάντες, δὲν θὰ περάσετε. Ὄχι. Θὰ μείνουμε ἐδῶ ὅλοι, μία ψυχὴ – ἕνας λαός. Καὶ ἐλπίζω ὁ Θεός, ποὺ βοήθησε τὸ Μέγα Ἀθανά­σιο, θὰ βοηθήσῃ κ᾿ ἐμᾶς νὰ μείνουμε μέχρι τέ­λους πιστοὶ στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερ­υψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Τριάδος Πτολεμαΐδος τὴν 30-12
-1973