Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2018

ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΘΛΙΒΕΡΩΝ ΣΥΚΟΦΑΝΤΕΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

Αποτέλεσμα εικόνας για ιερα μητρόπολη πειραιωσ
 
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

Εν Πειραιεί τη 8η Ιανουαρίου 2018

 
ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΘΛΙΒΕΡΩΝ ΣΥΚΟΦΑΝΤΕΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

  Φαίνεται πως η αλλοτρίωση του ιδιωτικού και δημοσίου βίου μας είναι βαθειά και μη αναστρέψιμη. Τα διδάγματα της «Νέας Εποχής» και της «Νέας Τάξεως Πραγμάτων», οι οποίες σχεδιάστηκαν από σκοτεινά κέντρα εξουσίας εδώ και δεκαετίες, κατόπιν δαιμονικού σχεδιασμού, με απώτερο στόχο την κατάκτηση του κόσμου, έχουν διαβρώσει σε μεγάλο βαθμό τον λαό μας και τείνουν να αποτελέσουν πλέον τα νέα «ιδανικά» του. Ήρθαν να εκτοπίσουν πανανθρώπινες ηθικές αξίες, οι οποίες διαμορφώθηκαν στο διάβα των αιώνων στη συνάντησή τους και στο ζύμωμά τους με τις αιώνιες ηθικές αξίες του Ευαγγελίου για να αποτελέσουν τις βασικές αρχές, που θα ορίζουν την πορεία της. Τέτοιες είναι: η πίστη στον αληθινό Θεό, η φιλοπατρία, η τιμιότητα, ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η αγάπη για την ελευθερία, ο σεβασμός το θεσμού της οικογενειακής ζωής, των θρησκευτικών ελευθεριών, των ατομικών δικαιωμάτων, του ανθρωπίνου σώματος, κλπ. Επειδή δε σε κάθε εποχή υπάρχουν εκείνοι, οι οποίοι παραβαίνουν αυτές τις αξίες και επιχειρούν να τις καταλύσουν, ανατέθηκε στις πολιτισμένες κυβερνήσεις να τις τηρούν και να τις επιβάλλουν με κατάλληλες νομοθετικές ρυθμίσεις.

  Τώρα δυστυχώς όλα αυτά θεωρούνται ξεπερασμένα, κατάλοιπα παλαιών, παρωχημένων εποχών, που έδωσαν τη θέση τους στη «νέα ηθική» της «Νέας Εποχής», η οποία είναι η ακριβώς αντίστροφη της χριστιανικής ηθικής. Η οργανωμένη κοινωνία και κυρίως οι κυβερνήσεις των κρατών, όχι μόνον έπαψαν να είναι οι θεματοφύλακες των προαιώνιων αξιών και του διαμορφωθέντος παγκοσμίου κώδικα ηθικής, αλλά αντιθέτως μάλιστα, ολοφάνερα και απροκάλυπτα πλέον, συντάσσονται με τις αρχές της Νέας Εποχής, οι οποίες περιβάλλονται με νομικό κύρος και μεταβάλλονται σε νόμους του κράτους. Τρανταχτά παράδειγμα τα νομοθετήματα των τελευταίων χρόνων, (αλλαγή του αστικού κώδικα, σύμφωνο συμβίωσης ατόμων του ιδίου φύλου, αλλαγή ταυτότητας φύλου, ποινικοποίηση κάθε αντίδρασης κατάλυσης των παραδοσιακών αξιών, αλλαγή του μαθήματος των θρησκευτικών σε θρησκειολογικό κλπ), τα οποία ήταν αδιανόητα πριν από μερικές δεκαετίες.

  Αφορμή για την παρούσα ανακοίνωσή μας πήραμε από πρόσφατο δημοσίευμα αξιωματικού της Ελληνικής Αστυνομίας. Πρόκειται για τον κ. Μιχάλη Λώλη, Υπαστυνόμο Α΄ του Τμήματος Ρατσιστικής Βίας της Ελληνικής Αστυνομίας(Ιστ.https://left.gr), ο οποίος δημοσίευσε άρθρο του στο Ιστολόγιο: http://www.bloko.gr/2017/11/blog-post_5208.html, με τίτλο: «Θρησκεία, φύλο και σεξουαλικότητα, όταν η πίστη γίνεται ρατσισμός».  Μελετήσαμε με προσοχή το άρθρο με το οποίο υποτίθεται ότι θέλει να στηλιτεύσει το ρατσισμό. Στην πραγματικότητα όμως, όπως θα φανεί στη συνέχεια, αντί να τον στηλιτεύσει, τον προωθεί! Ούτε λίγο ούτε πολύ προσπαθεί να αποδείξει και να πείσει ότι ο Χριστιανισμός είναι θρησκεία, η οποία προωθεί τον πάσης φύσεως ρατσισμό και χρησιμοποιεί κηρύγματα μίσους. Δεν γνωρίζουμε τις ιστορικές και κοινωνιολογικές γνώσεις του αρθρογράφου. Διαπιστώσαμε όμως αβίαστα μια φοβερή άγνοια στοιχειώδους θεολογικής παιδείας. Μια αναπαραγωγή σαθρών και χιλιοειπωμένων επιχειρημάτων, προκειμένου να μπορέσει να «θεμελιώσει» τις απόψεις του, οι οποίες σε τελική ανάλυση δεν είναι τίποτε άλλο παρά συνθηματικές «ρουκέτες», συνήθης πρακτική στην αντιχριστιανική πολεμική. Δεν μας λέει τίποτε το καινούργιο, αλλά αναμασά την περιρρέουσα αντιχριστιανική «φιλολογία».

    Παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα. Παίρνοντας αφορμή από την εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου, γράφει: «Δεν πρέπει όμως να παραβλέψουμε κάτι πολύ σημαντικό και σοβαρό, ότι η δογματική αυτή παραδοχή της Παρθενίας της γυναίκας που γέννησε ένα παιδί, χωρίς δηλαδή σεξουαλική επαφή, είναι καθαρά μια σεξιστική, μισογυνίστικη και έτσι Ρατσιστική ρητορική. Υπακούει στη σεξιστική αντίληψη που θέλει τη γυναίκα καθαρή, άσπιλη και αμόλυντη, χωρίς πάθη και ανάγκες. Μιας γυναίκας που μόνο ως Παρθένα μπορεί να γίνει Παναγία, υποβιβάζοντας την γυναικεία φύση και σεξουαλικότητα σε κάτι βρώμικο και αμαρτωλό. Και φυσικά σε καμία περίπτωση δεν είναι ισότιμη θεότητα με το Θεό, ο οποίος είναι άντρας, ο μοναδικός, ο ένας, ο πατήρ μαζί με το πρωτότοκο υιό του». Τι να πει κανείς και τι να απαντήσει σε έναν άνθρωπο που είναι «βαθειά νυχτωμένος» γύρω από το ιερό πρόσωπο της Θεοτόκου, γύρω από την αξία και το ύψος της παρθενίας, γύρω από τον θεσμό του γάμου ως μυστηρίου της εκκλησίας μας, γύρω από τη θέση των γενετησίων σχέσεων μέσα στα πλαίσια του γάμου, γύρω από την διδασκαλία της Εκκλησίας σχετικά με το τριαδικό δόγμα; Η όλη δομή της σκέψεώς του είναι τόσο στρεβλή, ώστε είναι μάλλον αδύνατον να βοηθήσουμε και να πείσουμε τον άνθρωπο αυτόν, να καταλάβει, ότι η Εκκλησία όχι μόνο δεν υποβιβάζει την γυναικεία φύση, αλλά αντίθετα μάλιστα, την εξυψώνει. Ότι οι γενετήσιες σχέσεις, μέσα στα πλαίσια του γάμου, όχι μόνο δεν είναι κάτι το βρώμικο και αμαρτωλό, αλλά απεναντίας μάλιστα, εξαγιάζονται διά του ιερού μυστηρίου του γάμου. Αυτά που είναι αυτονόητα για έναν οποιοδήποτε απλό πιστό, για τον κ. Μ. Λώλη είναι «γρίφος»! Του απευθύνουμε τα εξής απλά ερωτήματα: Πως «αποδεικνύει» ότι η πίστη της Εκκλησίας στην αειπαρθενία της Θεοτόκου είναι «σεξιστική αντίληψη»; Πως «υποβιβάζεται» η γυναικεία φύση από την χριστιανική πίστη της εκ Παρθένου γεννήσεως του Χριστού; Γνωρίζει ότι ο Χριστός δεν ήταν μόνον τέλειος άνθρωπος, αλλά και τέλειος Θεός, ο Θεός που έγινε άνθρωπος, και επομένως η γέννησή του ήταν θεοπρεπής, δηλαδή μια γέννηση που συνδύαζε το φυσικό με το υπερφυσικό, το ανθρώπινο με το θεϊκό; Μπορεί να μας αποδείξει, σε ποιο σημείο στην αγία Γραφή αναφέρεται ότι ο Θεός έχει φύλο και είναι άντρας; Γνωρίζει τη θέση της γυναίκας στον προχριστιανικό κόσμο, ακόμα και στην «πολιτισμένη» αρχαία Ελλάδα και την Ρώμη, όπου αυτή θεωρούνταν res (πράγμα); Γνωρίζει μήπως τις περί γυναικός αντιλήψεις και αυτών των κορυφαίων φιλοσόφων του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους; Γνωρίζει ότι για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας η γυναίκα καταξιώθηκε ως ανθρώπινη ύπαρξη, απόλυτα ισότιμη με τον άνδρα, με το κήρυγμα του Ευαγγελίου και την πρακτική της Εκκλησίας; Αν δεν πιστεύει στα δόγματα της Εκκλησίας μας (και είναι δικαίωμά του), ουδείς τον ψέγει, αλλά όταν κάνει τέτοια «χοντρά» λάθη, τα οποία έχουν ως στόχο να παραπληροφορήσουν, τότε είμαστε αναγκασμένοι να απαντήσουμε. 

   Παρά κάτω κάνει έναν, πέρα για πέρα, ανιστόρητο συλλογισμό, εντελώς άγνωστο στην παγκόσμια ιστοριογραφία. Συνδυάζει την καθιέρωση της αειπαρθενίας της Θεοτόκου με την εξάπλωση του Χριστιανισμού! Γράφει ότι η καθιέρωση της αειπαρθενίας της Θεοτόκου, «ιστορικά εξηγείται από την ανάγκη προσηλυτισμού στο Χριστιανικό δόγμα, σε μια καθαρά μονοθεϊστική θρησκεία, ανθρώπων - πιστών των τότε κυριαρχουσών πολυθεϊστικών θρησκειών, αναπόσπαστο μέρος των οποίων αποτελούσαν και γυναικείες θεότητες. Έτσι η αναγωγή της Μαρίας ως απλής γυναίκας και μητέρας του Χριστού, σε Υπεραγία Θεοτόκο και Παναγία Παρθένο, εξυπηρετούσε καθαρά την ανάγκη για ευκολότερη εξάπλωση του Χριστιανισμού, και κατ’ επέκταση της εξάπλωσης της εξουσίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η τότε χριστιανική εκκλησιαστική εξουσία, κατάλαβε αυτήν ακριβώς την ανάγκη των ανθρώπων να λατρεύουν μια γυναικεία θεότητα»! Ρωτάμε τον κ. Μ. Λώλη: Γνωρίζει κάτω από ποιές συνθήκες εξαπλώθηκε ο Χριστιανισμός; Ποιους και πόσους φοβερούς διωγμούς αντιμετώπισε ήδη στο ξεκίνημά του και καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορικής του πορείας, ιδιαίτερα στους τρείς πρώτους αιώνες όταν οι χριστιανοί διώκονταν απηνώς μέχρι θανάτου από τους ειδωλολάτρες; Μπορεί να μας εξηγήσει, πως ο Χριστιανισμός δεν πνίγηκε μέσα στο αίμα των εκατομμυρίων μαρτύρων, αλλά αντίθετα μάλιστα, μετά την κατάπαυση των διωγμών, εξήλθε νικητής και θριαμβευτής, ενώ ο αρχαίος ειδωλολατρικός κόσμος κατέρρεε σαν χάρτινος πύργος; Ποιο συμφέρον είχε η Εκκλησία να στηριχθεί πάνω στα δεκανίκια της θνήσκουσας ειδωλολατρίας για την επέκτασή της, όταν πλέον η Εκκλησία βγήκε από τις κατακόμβες, και οι πιστοί της αριθμούσαν περισσότερο από το ήμισυ των ανθρώπων της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας; Γνωρίζει ότι η πολεμική κατά του προσώπου της Θεοτόκου αναπτύχθηκε μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας από αιρετικούς, (όπως ο Νεστόριος), τους οποίους καταπολέμησε η Εκκλησία συνοδικώς μέσω της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου; Πότε λατρεύτηκε στην Εκκλησία η Παναγία ως Θεός; Γνωρίζει την δογματική της Εκκλησίας για το πρόσωπο της Θεοτόκου; Γνωρίζει ότι η ανακήρυξή της σε θεότητα έγινε στην αιρετική Δύση την δεύτερη χιλιετία; Άρα πως βοήθησε στην κατάκτηση του κόσμου η ανύπαρκτη λατρεία της Θεοτόκου;   

   Συνεχίζοντας, προσπαθεί να θεολογήσει. Γράφει: «Η χριστιανική θρησκεία μέσα από το δόγμα της, όπως αυτό κατασκευάστηκε και διαμορφώθηκε στην πορεία της ιστορίας από την εκκλησία, με αξιωματικές παραδοχές, οι οποίες επιβλήθηκαν στους πιστούς, αναπαράγει για αιώνες μέχρι και σήμερα την αναχρονιστική και συντηρητική πλέον αντίληψη που θέλει τη γυναίκα κατώτερη του άνδρα. Μιας γυναίκας που φτιάχτηκε μετά τον άνδρα και μάλιστα από τα πλευρά του άνδρα»! Αν ο κ. Λώλης έκανε τον κόπο να ανοίξει και μελετήσει τα ευαγγελικά κείμενα θα μπορούσε εύκολα να διακρίνει και να διαπιστώσει, ποια στάση κράτησε ο ίδιος ο Κύριός μας απέναντι στις γυναίκες της εποχής του. Ποιο νέο πρωτοποριακό πνεύμα εγκαινίασε μέσα στην Εκκλησία, το οποίο ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τις περί γυναικός αντιλήψεις του ειδωλολατρικού κόσμου, εις ό, τι αφορά το ρόλο και τη θέση της γυναίκας στην οικογένεια και γενικότερα στην κοινωνία. Θα διαπίστωνε πόσο συχνά ο Χριστός συνομιλούσε με γυναίκες, πολλές από τις οποίες ήταν περιθωριακές. Πόσο εύκολα έπιανε συζήτηση μ’ αυτές, όπως με τη Σαμαρείτιδα. Στην περίπτωση της Σαμαρείτιδος αποτελεί ένδειξη ιδιαιτέρας τιμής προς το γυναικείο φύλο, το γεγονός ότι ο Κύριος όχι απλώς ανοίγει θεολογικό διάλογο με μια αμαρτωλή γυναίκα, αλλά και της αποκαλύπτει την μεσσιανική του ιδιότητα, πράγμα που δεν το έκανε σε συζητήσεις με τους Φαρισαίους της εποχής του. Βλέπουμε τον Κύριο να μην αποστρέφεται την αιμορροούσα γυναίκα, που εθεωρείτο ακάθαρτη, αλλά απεναντίας μάλιστα την εγκωμιάζει και προβάλλει την πίστη της. Τον βλέπουμε να θεραπεύει την θυγατέρα της Χαναναίας, μιας αλλοεθνούς, υπερβαίνοντας τον Μωσαϊκό Νόμο και εγκαινιάζοντας το άνοιγμά Του στον γυναικείο εθνικό κόσμο. Τον βλέπουμε να παίρνει θέση και να αποτρέπει τον παρ’ ολίγο λιθοβολισμό μιας μοιχαλίδας με την αποστομωτικά προκλητική Του απάντηση: «Ο αναμάρτητος υμών πρώτος βαλέτω λίθον επ’ αυτήν» (Ιω.8,7).

   Η καλύτερη απόδειξη του νέου ριζικού τρόπου αξιολογήσεως του γυναικείου φύλου από την πλευρά του Κυρίου μας έγκειται στο ζήτημα των γυναικών μαθητριών του. Με το να προσλάβει όχι μόνον άνδρες, αλλά και γυναίκες, στα πλαίσια ενός ευρύτερου κύκλου μαθητριών, τοποθετείται ενάντια στις τότε κοινωνικές αντιλήψεις και προκαλεί σκόπιμα τα έθιμα της εποχής Του. Σύνολο μαθητριών γυναικών κοντά σ’ έναν άνδρα ήταν ένα εκπληκτικό γεγονός, κάτι το αδιανόητο για τους ανθρώπους της Παλαιστίνης και γενικά του αρχαίου κόσμου και όχι μόνον της εποχής εκείνης. Η παρουσία των γυναικών μαθητριών του Κυρίου στα γεγονότα του πάθους μνημονεύεται από όλους τους ευαγγελιστές. Καθ’ όν χρόνον οι άλλοι μαθητές εξ’ αιτίας του φόβου των Ιουδαίων διασκορπίζονται και φεύγουν, οι γυναίκες είναι παρούσες κατά την ώρα της σταυρώσεως και της ταφής. Οι μυροφόρες γυναίκες πρώτες αξιώνονται να γίνουν οι πρώτες αυτόπτες μάρτυρες της αναστάσεως. Αργότερα, όπως μαρτυρούν οι Πράξεις, οι επιστολές του Παύλου και η εκκλησιαστική παράδοση, θα παίξουν σημαντικότατο ρόλο στη διάδοση του Ευαγγελίου ως συνεργάτες και συνοδοί των Αποστόλων.

Από τις επιστολές του Παύλου περιοριζόμαστε να μνημονεύσουμε τον  καταπληκτικό του λόγο: «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ. Πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ.3,28). Μπορεί να μας υποδείξει παρόμοια αναφορά ισότητας και αδελφότητας όλων των ανθρώπων στον ειδωλολατρικό κόσμο; Υπάρχει πιο επαναστατική διακήρυξη, για την εποχή εκείνη, της βαρβαρότητας και της αυθαιρεσίας, από αυτή του αποστόλου Παύλου; Γνωρίζει την χρηστική μεταχείριση της γυναίκας από τους αρχαίους παγανιστές προγόνους μας, όπως αποτυπώνεται στη μνημειώδη φράση του Δημοσθένη: «τις συζύγους έχουμε για παιδοποιία, τις εταίρες για τέρψη και τις παλλακίδες για την περιποίηση του σώματός μας»; Πότε άλλοτε και που αλλού η γυναίκα καταξιώθηκε, να στέκεται δίπλα στον άνδρα ισότιμα μ’ αυτόν, εκτός από την Εκκλησία;

   Παρά κάτω αναφέρεται στην χιλιοειπωμένη από τους χριστιανομάχους πρακτική της Εκκλησίας, να εμποδίζεται η γυναίκα να εισέρχεται στην  Εκκλησία, να κοινωνεί και να ασπάζεται τις άγιες εικόνες, όταν βρίσκεται σε κατάσταση εμμήνου ρήσεως ή λοχείας, τονίζοντας: «Όλα αυτά φαίνονται με διάφορες εκφάνσεις σε όλη τη χριστιανική παράδοση που απαγορεύει μεταξύ άλλων στη γυναίκα να ιερουργεί, να μπαίνει στο Ιερό Βήμα των ναών, να ασπάζεται τις εικόνες όταν βρίσκεται σε έμμηνο ρύση, οι οποίες επίσης υποβιβάζουν την γυναίκα και τη γυναικεία φύση, καθώς και την γυναικεία σεξουαλικότητα και εν γένει τη σεξουαλική επαφή. Αναπαράγουν τη συντηρητική και αναχρονιστική, πατριαρχική και φαλλοκρατική υπεροχή, που τότε ήταν αυτονόητη και κοινωνικά παραδεκτή, αλλά σήμερα έχει πια ξεπεραστεί». Γνωρίζει ότι ουδέποτε η Εκκλησία απαγόρευσε επισήμως στις γυναίκες, που βρίσκονται σε κατάσταση εμμήνου ρήσεως, ή λοχείας να εισέρχονται στους ναούς και να ασπάζονται τις άγιες εικόνες, έχοντας υπ’ όψη της την στάση που κράτησε ο Κύριός μας απέναντι στην αιμορροούσα, όπως εξηγήσαμε παραπάνω; Μόνο την θεία Κοινωνία απαγόρευσε εξ’ αιτίας της αιμορραγίας και όχι διότι την θεώρησε ακάθαρτη, αφού η έμμηνος ρύση και η αιμορραγία κατά την περίοδο της λοχείας, δεν αποτελεί αμαρτία, αλλά μια λειτουργία του ανθρωπίνου οργανισμού, την οποία ο ίδιος ο Θεός όρισε στην ανθρώπινη φύση. Θα τον συμβουλεύαμε να μελετήσει επισταμένως, τον προχριστιανικό κόσμο, αλλά και τον μετέπειτα εξωχριστιανικό, για να δει πού πραγματικά η γυναίκα θεωρούνταν και συνεχίζει να θεωρείται «μιασμένη».  Πού υπήρξε η γυναίκα πραγματικά υποβιβασμένη. Σε ποια όντως «πατριαρχική και φαλλοκρατική» κοινωνία ήταν αναγκασμένη να υπηρετεί την ανδρική σεξουαλικότητα, ακόμα και με την θεσμοθετημένη «Ιερή Πορνεία». Προφανώς δεν γνωρίζει ο αρθρογράφος αξιωματικός, πως ο Χριστιανισμός, με το ανθρωπιστικό του κήρυγμα, άδειασε τα πολυπληθή «Ιερά Πορνεία» του τότε εθνισμού, από τις χιλιάδες γυναίκες ιεροδούλους, οι οποίες εξαναγκάζονταν να εκδίδονται, προς χάριν της ανδρικής σεξουαλικότητας, γεγονός που εξόργιζε υπερβαλλόντως τον ειδωλολατρικό ανδρικό πληθυσμό, εντείνοντας τους διωγμούς κατά των Χριστιανών.

    Καταλήγει με τον εξής απίστευτο συλλογισμό: «Τέλος θα ενισχύσω τη ρατσιστική φύση του Χριστιανισμού, (και των αντίστοιχων μονοθεϊστικών θρησκειών), καθώς απορρίπτει εντελώς την ομοφυλοφιλία και την κοινωνική ταυτότητα φύλου δηλαδή την διεμφυλικότητα, τα οποία αν και είναι στοιχεία της ανθρώπινης φύσης, τα καταδικάζει ως αμαρτία, χαρακτηρίζοντας τα ως ανωμαλία, μη φυσιολογικά και πάρα φύση. Έτσι ένα σημαντικό πλήθος ανθρώπων, όπως τα ΛΟΑΔ άτομα, θεωρούνται από το Χριστιανισμό όχι απλά κατώτεροι, όπως οι γυναίκες, αλλά ως μη-άνθρωποι, στερούμενοι πλήρως κάθε δικαίωμα όχι απλά ισότητας αλλά και ύπαρξης»! Δεν είναι προφανώς σε θέση να διακρίνει ότι η Εκκλησία μας, από καταβολής Της, στηλιτεύει την πλάνη και προσπαθεί με αγάπη να συνεφέρει τον πλανεμένο. Αρχή της Εκκλησίας είναι: «αγάπη για τον πλανεμένο, αποστροφή και αγώνας κατά της αμαρτίας και της πλάνης». Θα τον παρακαλούσαμε να μας υποδείξει έστω και ένα επίσημο βιβλικό ή εκκλησιαστικό κείμενο, που να θεωρεί και να χαρακτηρίζει τους ομοφυλόφιλους ως κατώτερους, ή ως μη-ανθρώπους!

  Κλείνοντας, θα θέλαμε να εκφράσουμε τη λύπη μας, για το εν λόγω, συνθηματικού χαρακτήρα, αντιχριστιανικό δημοσίευμα, το οποίο στερείται έστω και στοιχειώδους επιστημονικής τεκμηριώσεως. Ωστόσο ο εν λόγω αρθρογράφος δεν είναι ο οιοσδήποτε. Είναι κρατικός λειτουργός, ο οποίος ορκίστηκε να σέβεται και να διαφυλάττει την έννομη τάξη, πίστη στο Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους. Όμως με το να συκοφαντεί την Εκκλησία, ότι έχει «ρατσιστική φύση» και την πίστη του 97% του ελληνικού λαού, ότι «γίνεται ρατσισμός», νομίζουμε ότι όχι απλά δεν την υπερασπίζεται, αλλά την παραβαίνει ο ίδιος. Με φθηνούς, σοφιστικού τύπου, αφορισμούς συκοφαντεί την επίσημη και κρατούσα θρησκεία, την Ορθόδοξη Εκκλησία μας, ως ρατσιστική και τους «ιεράρχες της (να) αναπαράγουν για αιώνες μια ρητορική μίσους». Νομίζουμε ότι εκείνος είναι που, μέσα από το ειρημένο κείμενό του, εκφράζει, ανοικτά, ρητορική μίσους, η οποία θα μπορούσε δυνητικά να οδηγήσει κάποιους σε πράξεις βίας εναντίον πιστών. Νομίζουμε ότι έχει παραβεί τον ισχύοντα αντιρατσιστικό νόμο, παρ’ όλο που η Πολιτεία του ανέθεσε να υπηρετεί στον ευαίσθητο τομέα της καταστολής των φαινομένων ρατσισμού, στην Ελληνική Αστυνομία. Αφήνουμε το θέμα στην ίδια την Υπηρεσία του να διερευνήσει το θέμα. Εμείς αρκεστήκαμε να ασκήσουμε τη νόμιμη κριτική μας στη δημόσια τοποθέτησή του. 

 

Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών