Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2018

Τήν Ὀρθοδοξία ἤ τά Προσκυνήματα ;

 
Μία μικρή τρήση στόν ἑλληνικό ἐθνοφυλετισμό

 

τοῦ Μοναχοῦ Σεραφείμ
 
 
 
γιά τόν «Στῦλο Ὀρθοδοξίας»

 
Εἰσαγωγή: ὁ σλαβικός ἐθνοφυλετισμός

 

Πολύ συχνά ἀκούεται στίς μέρες μας ἡ μομφή κατά τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ, δηλαδή τῆς πλάνης ἐκείνης ἡ ὁποία ἐπιμένει νά θέτει ἐθνικές, δῆθεν ἀπό Θεοῦ, φυλετικές προτεραιότητες ἐντός τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, ὅπου ὅμως «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος, οὐδέ Ἕλλην» (Γαλ. 3, 28), διότι «οὐκ ἔστι προσωπολήπτης ὁ Θεός» (Πράξ. 10, 34). Ὁ κατά τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ «Ὅρος» τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης ἐν ΚΠόλει Συνόδου τοῦ 1872, διελάμβανε ὅτι «ἀποκηρύττομεν κατακρίνοντες καί καταδικάζοντες τόν φυλετισμόν, τοὐτέστι τάς φυλετικάς διακρίσεις καί τάς ἐθνικάς ἔρεις καί ζήλους καί διχοστασίας ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ» [1].
Ἡ «δόξα» (δοξασία) τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ καταδικάστηκε ἀπό τήν Σύνοδο αὐτή μέ ἀφορμή τόν ὑποκινούμενο ἀπό τούς Ρώσσους βουλγαρικό ἐθνικισμό, ὁ ὁποῖος ἐκκλησιαστικῶς μέν ὁδήγησε στό σχίσμα (1872-1945) τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας ἀπό τήν Μητέρα Ἐκκλησία, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως, πολιτικῶς δέ ὑποδαύλισε τίς ἐθνικές διαμάχες πού προκάλεσαν τόν ἔνδοξο Μακεδονικό Ἀγῶνα (1904-1908) καί τούς Βαλκανικούς Πολέμους τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰ. [2]. Ὁ μακαριστός π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔχει ἀνατάμει τίς θεολογικές παραμέτρους τοῦ ρωσσικοῦ καί γενικότερα σλαβικοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ καί τίς ἀποδίδει στήν θεωρία τοῦ Ρώσσου φιλοσόφου Χομιακώφ (1804-1860), ὅτι «οἱ “Γραικοί” καί “Λατῖνοι” ὡς Κουσῖται δέν κατενόησαν ἐπαρκῶς καί εἰς βάθος τόν Χριστιανισμόν ὡς κατενόησαν αὐτόν οἱ Ἰρανικοί Σλαῦοι» [3].
Ὁ γράφων, ὡς πρώην Ἁγιοταφίτης, εἶναι σέ θέση νά γνωρίζει καλῶς τήν παλαιά ὑπονομευτική τῆς ἑλληνικῆς παρουσίας δραστηριότητα τῆς ρωσσικῆς διπλωματίας στήν Ἐγγύς καί τήν Μέση Ἀνατολή, ὅπως φαίνεται ἰδιαιτέρως στίς περιπτώσεις τῆς τελείας ἐκδιώξεως τῶν Ἑλλήνων Κληρικῶν ἀπό τό Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας [4] (τό ὁποῖο «ἀραβοποιήθηκε» τό 1899), ἀλλά καί τῆς κινητικότητος καί ἐπιρροῆς τοῦ γνωστοῦ Ρώσσου Κόμητος Ν. Ἰγνάτιεφ (Πρέσβεως τῆς Ρωσσίας στήν ΚΠολη) στήν αὐλή τοῦ  παλαιφάτου Πατριαρχείου τῶν Ἱεροσολύμων ἀπό τοῦ 1863 καί ἑξῆς, καθώς καί τῆς προηγηθείσης δράσεως τοῦ ἀρχιμανδρίτου Πορφυρίου Οὐσπένσκι. Ἐξ αἰτίας τῆς ἐπιρροῆς αὐτῆς, ὁ κατά τἆλλα ἔνδοξος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Κύριλλος Β΄ (1845-1872) ἀπέσχε ἀπό τήν δικαία καταδίκη τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ στή ὡς ἄνω Σύνοδο τοῦ 1872 [5]. Βεβαίως, καί ἐντός τῆς Ὀρθοδόξου Ρωσσίας ὑπῆρξαν ἤδη ἀπό τότε φωνές συνετές, ἐπικριτικές αὐτῆς τῆς παρεμβατικῆς πολιτικῆς καί τῆς παραγνωρίσεως τῶν ἑλληνικῶν ἱστορικῶν «δικαίων».
Αὐτά, βεβαίως, ἀπό τῆς ἡμετέρας, ἑλληνικῆς, ὀπτικῆς! Δέν πρέπει, ὅμως, ἐνίοτε νά ἀκούεται καί ἡ ἄλλη πλευρά (“audienda et altera pars”); Δέν πρέπει νά ἀναγνωρισθεῖ ὅτι καί ἡ ἡγεσία τῶν «ἑλληνικῶν» Ἐκκλησιῶν μεταγενεστέρως, μέ ὑπαιτίους κάποιους κορυφαίους στή Μασονία Πατριάρχες (Φώτιο Ἀλεξανδρείας, Μελέτιο Μεταξάκη, Ἀθηναγόρα Σπύρου), ταύτισε πολλάκις καί ἀτυχῶς τά συμφέροντά της μέ τίς ἐπιδιώξεις τῆς ἐχθρικῆς πρός τήν Ρωσσία, ρωσσοφοβικῆς, δυτικῆς πολιτικῆς (ἀγγλικῆς καί ἀργότερα ἀμερικανικῆς); Δέν πρέπει, πολύ περισσότερο, νά ἀπογυμνωθεῖ καί ἡ θλιβερά «θεολογική» (δῆθεν) δικαίωση τοῦ ἑλληνικοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ; ( Ὤ, ναί, ὑπάρχει καί ἑλληνικός ἐθνοφυλετισμός!). Τήν δεύτερη παράμετρο, τήν θεολογική, θά προσπαθήσουμε νά θίξουμε κάπως ἐδῶ.
Ἡ αἱρετική Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου, στήν «Ἐγκύκλιό» της (§3) ὑποβαθμίζει τίς θεολογικές πλάνες τῶν Προτεσταντῶν καί Παπικῶν,  στίς ὁποῖες ἀναφέρεται ὡς «κακοδοξίες» (ὄχι αἱρέσεις!), ἐνῷ μόνον τόν «ἐθνοφυλετισμό» ὀνομάζει καθαρῶς «αἵρεση», μολονότι ἡ Σύνοδος τοῦ 1872 τόν προσδιορίζει ὄχι ὡς αἵρεση, ἀλλ’ ὡς «δόξα» (δοξασία) ἡ ὁποία προκάλεσε «παρασυναγωγή» καί «σχίσμα» [6]. Πρόκειται, φαίνεται, καί ἐδῶ περί τῆς παγίας τακτικῆς νά διογκώνεται καθ΄ ὑπερβολήν ὁ κίνδυνος νά λάβουν οἱ Ρῶσσοι τήν πρωτοκαθεδρία στήν Ὀρθοδοξία, μέσῳ τοῦ τονισμοῦ τοῦ κινδύνου τοῦ πανσλαβισμοῦ («οἱ Ρῶσσοι διαπνέονται πάντοτε ἀπό ἐθνική ὑπεροψία καί θέλουν νά μᾶς ἀφαρπάσουν τά πρωτεῖα»). Εἶναι πάντως ἀξιοσημείωτο, ὅτι ὁ ὁμολογητής καί μάρτυς τῆς Ὀρθοδοξίας Μοναχός Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος (1786-1852), ἐνῶ διεπνέετο ἀπό ἀγάπη πρός τόν θεσμό τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου, τήν ὁποία καί ἐξέφραζε [7], δέν παρέλειπε νά τονίζει ὅτι οἱ Ἄγγλοι μέσῳ τῆς διπλωματίας καί τῆς Μασονίας τους, καλλιεργοῦσαν στίς αὐλές Ἑλλήνων καί Ρώσσων ἀμοιβαία καχυποψία, ὥστε νά ἀφανίσουν κάθε προοπτική ἐπωφελοῦς συνεργασίας τῶν δύο ὀρθοδόξων λαῶν: «Συστηματικώτερον δέ καί μανικώτερον [ἡ ἐπιβουλή] ἐνεργεῖ καί ἐρεθίζει αὐτά τά σχίσματα μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων. Ἔχει πολλά ὄργανα καί σπερμολόγους εἰς ὅλας τάς ἐπισήμους οἰκογενείας τῆς Ρωσσίας προσάπτοντας ἀδιαλείπτως πολλάς φρικτάς καί μεγάλας συκοφαντίας εἰς τό Ἑλληνικόν γένος, δι΄ αὐτόν τόν σκοπόν [...] Καί πάλιν εἰς τούς Ἕλληνας καί εἰς τόν βασιλέα τῆς Ἑλλάδος ἐπινοεῖ καί κατασκευάζει μυρίας ῥαδιουργίας, ἵνα ἐμπνεύσῃ αὐτοῖς τήν κατά τῆς Ρωσσίας ὑποψίαν, φόβον, ἀποστροφήν καί τό ἀδιάλλακτον μῖσος, τά ὁποῖα οὐδεμίαν χώραν εὑρίσκουσιν εἰς ὅσους σώζεται ἔτι τό πνεῦμα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί ἡ ὀρθή κρίσις καί σύνεσις»[8]. Ἄς δοῦμε, ὅμως, καί τά ἐπιφαινόμενα τοῦ ἑλληνικοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ, ὥστε τουλάχιστον νά ἐντραποῦν καί οἱ Οἰκουμενιστές ὀπαδοί τῆς Συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου, οἱ ὁποῖοι καί μόνον γιά τόν λόγο τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ τους (τῆς ἑλληνικῆς version), παραδέχθηκαν ἄκοντες στό Κολυμπάρι, ὅτι εἶναι οἱ ἴδιοι αἱρετικοί.
Ὁ ἑλληνικός ἐθνοφυλετισμός: «Μή χάσουμε τά Προσκυνήματα ... »
Ὅταν κάποιος Ὀρθόδοξος ἀναπτύξει ἐπαρκῶς σέ κάποια συνομιλία του τίς ἐκφάνσεις καί τήν πρόοδο τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τό πῶς αὐτή ἔχει ἀφομοιώσει τίς Διοικήσεις τῶν περισσοτέρων Ἐκκλησιῶν, ὅταν δέ, περαιτέρω, τίς θεολογικές μάχες τῶν ἁγίων Πατέρων τίς ἀντιπαραθέσει στήν ἀδράνεια καί σιωπή (στήν καλύτερη περίπτωση) τῶν περισσοτέρων συγχρόνων Ποιμένων, ἔρχεται συχνότατα ἀντιμέτωπος μέ τήν ἑξῆς τελευταία (... “last stand”) δικαιολογία τῶν ἀντιφερομένων συνομιλητῶν: «Δέν πρέπει νά ἐπικρίνουμε τό Πατριαρχεῖο, διότι κινδυνεύει ἀπό τούς Τούρκους (ἤ ... τούς Ρώσσους)»· ἤ ἀλλιῶς: «Τί νά κάνουμε, γίνονται κάποιοι θεολογικοί ἑλιγμοί, διότι κινδυνεύουν τά ὀρθόδοξά μας Προσκυνήματα (στήν Μητέρα τῶν Ἐκκλησιῶν Ἁγία Σιών, ἤ τήν Βασιλεύουσα ΚΠολη ἤ τήν Ἀλεξάνδρεια)».
Ὑπῆρξαν αὐτές, ἆραγε, οἱ προτεραιότητες τῶν ἁγίων Πατέρων; Ὑπῆρξε ὄντως ἡ διάσωση τῶν ἐπιγείων, ἔστω καί ἱερωτάτων, Σεβασμάτων καί Προσκυνημάτων ἡ μέριμνα ἡ διήκουσα τήν ἱεράρχηση τῶν προτεραιοτήτων (τήν «προτεραιοποίηση», prioritization) τῆς Ἐκκλησίας; Προδόθηκε ἀπό τούς Ἁγίους μας, ἐν μέσῳ δεινῶν γεωστρατηγικῶν ἀνατροπῶν, ἔστω καί πρός στιγμήν, ἡ Ὀρθοδοξία ἔστω καί κατά «ἰῶτα ἕν ἤ μίαν κεραίαν» (Ματθ. 5, 18), ὥστε νά διασωθοῦν τά ἐπίγεια «ἀπεικονίσματα» καί «σύμβολα» τῆς ἐν Ἀληθείᾳ Χάριτος; Ἄς παραθέσουμε, λοιπόν, μερικά ἱστορικά παραδείγματα ἀπό μόνη τήν ἱστορία τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων (διότι ἐκείνη τῆς ΚΠόλεως ἔχει τά δικά της, ὁμόηχα ἁγιοπατερικά διδάγματα).

 
Ἐρημῖτες τῆς Ἰουδαίας: «Καλύτερα νά καοῦν τά Προσκυνήματα, παρά νά χαθεῖ ἡ Ὀρθοδοξία»

 
Στίς ἀρχές τοῦ 6ου αἰ. ἡ Ἐκκλησία Ἱεροσολύμων κινδύνευσε νά περιέλθει στά χέρια τῶν αἱρετικῶν Μονοφυσιτῶν, ἐξ αἰτίας τῶν πιέσεων τοῦ Αὐτοκράτορος Ἀναστασίου ἐπί τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριάρχου Ἠλία Α΄ (494-516), ὁ ὁποῖος ἐκθρονίσθηκε καί ἐξορίσθηκε στό Ἐιλάτ. Οἱ ἐρημῖτες τῆς Ἰουδαίας, ὑπό τήν καθοδήγηση τῶν Ὁσίων Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, «ἄρχοντος καί νομοθέτου παντός τοῦ ἀναχωρητικοῦ βίου», καί Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου, «ἀρχηγοῦ καί ἀρχιμανδρίτου παντός τοῦ κοινοβιακοῦ κανόνος», ἀντέδρασαν τό ἔτος 516 δυναμικῶς, μέχρι καί μέ ... συλλαλητήριο (!) 10,000 Μοναχῶν ὑπέρ τοῦ διαδόχου τοῦ Πατριάρχου Ἠλία, τοῦ Ἰωάννου Γ΄ (516-524) [9] (θλιβερή ἡ ἀντιπαραβολή μέ τήν σημερινή μοναστική ἀδράνεια). Σέ ἐπιστολή τους οἱ Ὀρθόδοξοι Μοναχοί τῆς Ἁγίας Γῆς δήλωναν γραπτῶς στόν Αὐτοκράτορα, ὅτι - παρά τίς βίαιες μεθόδους πού ἀσκήθηκαν εἰς βάρος τῶν Ὀρθοδόξων στήν Ἱερουσαλήμ - δέν δέχονταν, ὡς Ἱεροσολυμῖτες, νά διδαχθοῦν νέα Πίστη, διαφορετική ἀπό ἐκείνην πού τούς εἶχε παραδοθεῖ ἐξ ἀρχῆς στήν ἴδια τήν Θεοβάδιστη Πόλη, ἡ ὁποία εἶναι «ὀφθαλμός καί φωστήρ πάσης τῆς οἰκουμένης» [10].
            Ἕνα τμῆμα αὐτοῦ τοῦ γράμματός τους πρός τόν Αὐτοκράτορα εἶναι ἰδιαζόντως ἐνδιαφέρον γιά τό θέμα μας: «Ἄς εἶναι πεπεισμένη ἡ ἐξουσία Σου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἐκλεκτῶν ἀγγέλων, ὅτι μέ κανένα τρόπο καί γιά κανένα λόγο δέν ἀποδεχόμαστε τήν ἕνωση πρός τούς προαναφερθέντες Ἀποσχιστές [Μονοφυσῖτες] χωρίς ἔνθεσμη καί κανονική κρίση, οὔτε βέβαια συμφωνοῦμε μέ κάποια καινοτομία στήν Πίστη γιά ὁποιονδήποτε λόγο οὔτε θά δεχθοῦμε νά χειροτονηθεῖ, σέ ὁποιοδήποτε χρόνο μέ ἐπιβολή βίας, πρόσωπο ἀπό τούς Ἀκεφάλους [μερίδα τῶν Μονοφυσιτῶν]. Ἄν ὅμως κάτι τέτοιο θά συνέβαινε γιά τίς ἁμαρτίες μας, πληροφοροῦμε τήν εὐσέβειά Σου ἐνώπιον τῆς Ἁγίας καί Ὁμοουσίου Τριάδος, ὅτι τά αἵματα ὅλων μας προθύμως θά χυθοῦν, καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι Τόποι θά καταστραφοῦν ἀπό τήν φωτιά, πρίν γίνει κάτι τέτοιο σέ αὐτήν τήν Ἁγία τοῦ Θεοῦ Πόλη. Διότι, ποιό εἶναι τό ὄφελος τῆς σκέτης ὀνομασίας “ Ἅγιοι Τόποι”, ὅταν αὐτοί ἔτσι καταστρέφονται καί ἀτιμάζονται;» [11]
            Ὥστε, γιά τούς ἀρχαίους Ἁγιοταφῖτες Μοναχούς καί ἐκείνους τῆς Ἰουδαϊκῆς Ἐρήμου, ἦταν πρᾶγμα αὐτονόητο τό μαρτύριό τους καί ἡ καταστροφή τῶν Ἁγίων Τόπων, προκειμένου νά μή «ἀτιμασθοῦν» οἱ Ἅγιοι Τόποι καί οἱ ὀρθοτομοῦντες Μοναχοί εἴτε μέ τήν χειροτονία αἱρετικοῦ Προκαθημένου εἴτε μέ τήν διακοινωνία μέ αἱρετικούς ἤ μέ τήν καινοτομία στήν Πίστη.

 
Ἅγιος Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων: Ἔνας ὑπεράνω τῆς πολιτικῆς Προκαθήμενος

 
Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων (634-638), διδάσκαλος καί ἐμπνευστής τοῦ Ὁσίου τοῦ Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ καί συνασκητής τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Μόσχου, ὑπῆρξε ὁ Πατριάρχης ἐκεῖνος τῆς Σιωνίτιδος Ἐκκλησίας, στόν ὁποῖον ἡ Θεία Πρόνοια ἐναπέθεσε τόν χειρισμό τῆς τελειωτικῆς ἀπωλείας, δυστυχῶς, τῆς Ἁγίας Πόλεως γιά τήν Αὐτοκρατορία καί τῆς πτώσεώς της στά χέρια τῶν ἀλλοθρήσκων Ἀράβων (τό 638). Ὁ «ἀχτιναμές» (τό διάταγμα) πού ἐξέδωσε ὁ πορθητής τῆς Ἁγίας Πόλεως, χαλίφης Ὀμάρ ἴμπν Ἀλ-Χαττάπ (634-644), χάρις στούς χειρισμούς τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, ἀποτελεῖ ἔκτοτε τόν «καταστατικό χάρτη» τῆς ἐγγυημένης παρουσίας καί πρωτοκαθεδρίας τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν στήν Ἁγία Γῆ [12].
Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος κατηγορεῖται ἀπό τούς συγχρόνους ἱστοριογράφους, διότι δέν ἐπέδειξε ἀρκετή «εὐλυγισία» στά θεολογικά θέματα· ἔπρεπε, κατ΄ αὐτούς, νά ἐγκαταλείψει τήν αὐστηρῶς ὀρθόδοξη «ἀντι-μονοθελητική» γραμμή καί νά προσεγγίσει θεολογικῶς τούς Μονοθελῆτες (ὁ Μονοθελητισμός εἶναι μία ἐκλεπτυσμένη μορφή τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ) καί τόν Αὐτοκράτορα Ἡράκλειο (610-641), πού ἀκολουθοῦσε συμβιβαστική πολιτική, ὥστε νά ἑνώσει τούς θεολογικῶς διχασμένους ὑπηκόους του. Ἐκτιμᾶται συναφῶς, ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική ἀπόσχιση τῶν Μονοφυσιτῶν τῆς Συρίας, τῆς Παλαιστίνης καί τῆς Αἰγύπτου «διέσπασε τήν ἐσωτερική κοινωνική συνοχή στίς περιοχές αὐτές» [13]. Ὁ καθηγητής Κωνσταντῖνος Ἄμαντος, λοιπόν, διαπιστώνει ἐπικριτικῶς περί τοῦ ἁγίου Σωφρονίου: «Τό Βυζάντιον διέπραξε τό λάθος, καθώς λέγει ὁ Gelzer, νά ἀναγνωρίσῃ τόν Σωφρόνιον πατριάρχην Ἱεροσολύμων (634), ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε σφοδρότερον τόν ἀγῶνα κατά τοῦ Μονοθελητισμοῦ, χωρίς νά προσέχῃ καθόλου τόν Ἀραβικόν κίνδυνον, πού ἠπείλει ἤδη τήν Συρίαν [...] Δέν ἠξεύρομεν, ἄν ὁ σοφός Σωφρόνιος ἀντελήφθη ποτέ ὅτι “οὐκ ἐν εὐθέτῳ καιρῷ” συνεζήτει, ἀλλά βέβαιον εἶναι ὅτι ὁ Σέργιος [μονοθελήτης Οἰκουμενικός Πατριάρχης] ἔβλεπε πολύ εὐρύτερον». Γράφει παρομοίως καί ἡ καθηγήτρια Αἰκατερίνη Χριστοφιλοπούλου: «Ὁ Σωφρόνιος, μοναχός ἐκ Δαμασκοῦ, σοφός μελετητής τῶν Γραφῶν καί τῶν βίων τῶν ἁγίων, ἐκκλησιαστικός ποιητής εἰς ἀνακρεόντεια μέτρα, ἀλλ’ ἐστερημένος πολιτικοῦ αἰσθητηρίου, δέν ἀντελήφθη ἤ δέν ἀπέδωκε σημασίαν εἰς τάς ἐνδεχομένας πολιτικάς ἐπιπτώσεις ἐκ τῆς παρατεινομένης ὀξείας θρησκευτικῆς διενέξεως». [14].
Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, ὅμως, στοιχῶν στήν παράδοση τῶν πρό αὐτοῦ Ἁγίων Πατέρων, ἤρθη ὑπεράνω πολιτικῶν σκοπιμοτήτων καί ὀρθολογικῶν στοχασμῶν περί στρατηγικῶν ἀντισταθμισμάτων καί προέκρινε ὑπέρ πάντα τήν ὁμολογία τῆς Ὀρθοδοξίας καί τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως. Ἄλλωστε, τήν ἐκτίμηση ὅτι ἡ κακή γιά τήν Ρωμηοσύνη ἐξέλιξη τῆς ἀραβικῆς προελάσεως ὀφειλόταν πνευματικῶς καί στήν θεολογική παρέκκλιση τοῦ Μονοθελητισμοῦ ἐξέφρασε ἀργότερα ὁ ἅγιος Θεοφάνης ὁ Χρονογράφος (760-815), λέγοντας ὅτι: «Καθώς ἔτσι ταρασσόταν τότε ἡ Ἐκκλησία ἀπό τούς βασιλεῖς καί τούς δυσσεβεῖς κληρικούς, ἀνεφάνη ὁ [λαός] Ἀμαλήκ τῆς βαθείας ἐρήμου, τύπτοντας ἐμᾶς, τόν λαό τοῦ Χριστοῦ, καί γίνεται γιά πρώτη φορά συντριβή τοῦ Ρωμαϊκοῦ Στρατοῦ» [15].
Στή Συνοδική Ἐπιστολή πού ἐξαπέλυσε μόλις ἐνθρονίσθηκε, καί ἐνῷ οἱ Ἄραβες εἶχαν προελάσει ἀπό τά ἀνατολικά μέχρι καί τήν Ἁγία Πόλη Βηθλεέμ, ὁ ἅγιος Σωφρόνιος μή ὑπολογίζοντας μήτε τίς ἐπιταγές τῆς ἀνθρωπαρεσκείας μήτε τήν ἀνάγκη τῆς Παλαιστίνης γιά αὐτοκρατορική προστασία κατεδίκαζε τόν Μονοθελητισμό, τόν ὁποῖον οἱ ὑπόλοιποι τέσσερις Πατριάρχες καί ὁ Αὐτοκράτωρ Ἡράκλειος ὑποστήριζαν [16]. Εἶναι σαφές, ὅτι αὐτή ἡ ὀρθόδοξη πατριαρχική καταδίκη τῆς αἱρετικῆς φόρμουλας τοῦ Ἡρακλείου, ἐνόχλησε σφόδρα τόν Αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Θεοφάνη, ὅταν ἄκουσε τά γραφόμενα τοῦ Σωφρονίου «ντροπιάστηκε καί δέν θέλησε μέν νά καταργήσει τά δικά του, ἀλλά πάλι δέν ὑπέφερε καί τήν καταισχύνη» [17].
            Τί ἔχουν, ἀλήθεια, νά ἀντιπαραθέσουν σήμερα πρός τό πνευματικό κῦρος καί θεολογικό ὕψος τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἐξομοιώνονται καί προωθοῦν τήν ἕνωση μέ τούς αἱρετικούς (Μονοφυσῖτες) Ἀρμενίους καί Κόπτες, χάριν τῆς «χριστιανικῆς συνεργασίας κατά τοῦ (ἀκραίου) Ἰσλάμ», ἀνατρέποντας τήν ἱεράρχηση τῶν θεολογικῶν πρός τά γεωπολιτικά πράγματα καί παραθεωρώντας τούς πνευματικούς νόμους, οἱ ὁποῖοι συχνά διορθώνουν τήν βλάβη τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως μέσῳ τῆς ἐπικυριαρχίας τῶν ἐχθρῶν μας ;  

 
Δοσίθεος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων: «Ἡ Ὀρθοδοξία ὑπῆρχε καί χωρίς τά Προσκυνήματα»

 
Ὁ κλεινός Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Δοσίθεος (1669-1707), εἶναι πιθανότατα ὁ περισσότερο γνωστός Πατριάρχης Ἱεροσολύμων μετά τόν πρῶτο Πατριάρχη τῆς Ἁγίας Πόλεως καί ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, Ἰουβενάλιο (431-458) καί τόν ἅγιο Σωφρόνιο. Πατριάρχης ἀπό ἡλικίας 28 ἐτῶν, μαθητεύσας πλησίον ἑνός ἄλλου ἥρωος Πατριάρχου, τοῦ Νεκταρίου (1660-1669), ὁ Δοσίθεος ἀποτελεῖ τόν πλέον περίλαμπρο κρίκο μιᾶς χρυσῆς ἁλυσίδος Πατριαρχῶν Ἱεροσολύμων τῶν αἰώνων 16ου ἕως 18ου (Γερμανοῦ, Σωφρονίου, Θεοφάνους, Νεκταρίου, Δοσιθέου, Χρυσάνθου, Μελετίου, Παρθενίου κ.ἄ.), μεμαρτυρημένων γιά τήν θεολογική συγκρότησή τους καί συγγραφική παραγωγή, ἀλλά καί τήν ἀσκητικότητα τοῦ βίου, σέ συνδυασμό μέ τήν ἀκαταπόνητη ἐργατικότητα ὑπέρ τῶν δικαίων τοῦ Πατριαρχείου, ὅταν πλέον δέν ὑπῆρχε, μετά τήν Ἅλωση τοῦ 1453, ἡ προστάτιδα δύναμη τῆς Βασιλευούσης ΚΠόλεως γιά νά προστατεύσει τήν Σιωνίτιδα Ἐκκλησία ἀπό τίς δυνάμεις τοῦ Ἰσλάμ καί τῶν Φράγκων.
Τόν Δοσίθεο εὐμοίρησε τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων νά ἔχει Πατριάρχη στήν δυσκολότερη ἐποχή τῶν νεωτέρων χρόνων, ὅταν τό 1689 τά κυριότερα Προσκυνήματά μας στίς Ἅγιες Πόλεις Ἱερουσαλήμ καί Βηθλεέμ περιῆλθαν (καί παρέμειναν ἐπί 68 ἔτη, ἕως τό 1757) στήν κατοχή τῶν ἁρπακτικῶν αἱρετικῶν Φραγκολατίνων, βάσει συνομολογήσεων, ἐξ αἰτίας τῆς προηγηθείσης τό 1688 στήν Εὐρώπη ἥττας τῶν Τούρκων, κυριάρχων τῶν Ἁγίων Τόπων, ἀπό τούς συνασπισθέντες Ρώσσους, Αὐστριακούς, Πολωνούς καί Ἐνετούς [18].
Ὁ Δοσίθεος, σχολιάζοντας σέ κείμενό του τούς πανηγυρισμούς τῶν αἱρετικῶν Λατίνων, ἔγραφε τίς ἑξῆς ἐκκλησιολογικές σκέψεις, τό πνεῦμα τῶν ὁποίων ἀργότερα μετέφερε καί σέ ἐγκύκλιο πρός τό ποίμνιό του: «Οἱ Λατῖνοι ἐκαυχῶντο γιά τήν ἀσέβειά τους, διότι ἔγραφαν ὅτι, ἐπειδή εἶναι καθολικοί ὀρθόδοξοι πῆραν τά Προσκυνήματα. Ἀλλά πρέπει νά λεχθεῖ, πρῶτον, ὅτι σύμφωνα μέ τά λόγια τους, ὅταν δέν τά εἶχαν [τά Προσκυνήματα] ἦταν κακόδοξοι· δεύτερον, ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι, ἄν καί εἶχαν τά Προσκυνήματα τόν περισσότερο καιρό, ποτέ δέν νόμισαν ὅτι ὅσοι ἔχουν τά Προσκυνήματα, εἶναι, σύμφωνα μέ κάποια λογική συνέπεια, Ὀρθόδοξοι ἀπό αὐτό καί μόνον· τρίτον, ὅτι οἱ Λατῖνοι πολλές φορές κατεῖχαν τά Προσκυνήματα, ἀλλά πάντοτε ἦταν σχισματικοί καί κορυφαῖοι μεταξύ τῶν αἱρετικῶν [...] Ἀπό τόν καιρό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων μέχρι τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου, στόν μέν Ἅγιο Τάφο ὑπῆρχε ναός τῆς Ἀφροδίτης, στήν δέ Βηθλεέμ ναός καί εἴδωλο τοῦ Ἄδωνι, καί ἐπί Ἡρακλείου οἱ Πέρσες κατέκαυσαν τούς Ναούς στά Προσκυνήματα, τό δέ ἴδιο ἔκαναν καί οἱ Ἄραβες πολλές φορές, ἀλλ’ οὐδέποτε ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη μειώθηκε ἤ κολοβώθηκε ἀπό τόν λόγο αὐτό [...] Καλό εἶναι νά ἔχουμε ἐμεῖς οἱ γνήσιοι καί ἀληθινοί κληρονόμοι τά ἅγια Προσκυνήματα καί τούς Ναούς μέσα σέ αὐτά, ἀλλά γιά τίς ἁμαρτίες μας ὁ Θεός παρέδωσε τούς Ναούς στούς Λατίνους· ἄς τούς ἔχουν, καί ἐμεῖς προσκυνοῦμε τόν ἅγιο Τάφο καί τό ἅγιο Σπήλαιο τῆς Γεννήσεως στή Βηθλεέμ, καθώς προσκύνησαν οἱ Μάγοι καί οἱ Ποιμένες, ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος καί οἱ Μυροφόρες καί οἱ Ἀπόστολοι καί ἐν συνεχείᾳ οἱ Πατέρες μας· τούς δέ Λατίνους τούς ἔχουμε ὅπως τούς εἶχαν καί οἱ Πατέρες μας σέ κάθε καιρό, καί σέ κάθε πρόσωπο καί σέ κάθε τόπο, αἱρετικούς καί ἀποβεβλημένους ἀπό τήν ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία [...] Παραφρονοῦν οἱ Λατῖνοι, ἄν νομίζουν πώς εἶναι Ὀρθόδοξοι χάρις στήν ἁρπαγή κάποιων τοίχων» [19]!
Κι ὅμως, σήμερα κάποιοι μειοδότες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας καί προωθητές τῆς αἱρετικῆς Συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου στήν ΚΠολη καί ἀλλοῦ, νομίζουν ὅτι διασῴζουν τήν Ὀρθοδοξία τους, ἐπειδή διασώζουν ἐθνοφυλετικῶς, γιά χάριν τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τίς «ἕδρες» καί τά «σεβάσματα» τῆς αἱρετίζουσας πλέον στό ἀνώτατο ἐπίπεδο τοπικῆς Ἐκκλησίας τους· στήν πραγματικότητα, ἔχουν προδώσει τήν Ὀρθόδοξη Πίστη, μέ πρόφαση τήν διατήρηση «κάποιων [ἱερῶν] τοίχων» (δέν εἶναι λόγια τοῦ γράφοντος, τοῦ ἱεροσόφου Δοσιθέου εἶναι), ἀναγνωρίζοντας ἐκκλησιαστικότητα σέ αὐτούς πού ἀναφανδόν ὁ Δοσίθεος ἀποκαλεῖ ἤδη πρό τεσσάρων αἰώνων αἱρετικούς καί σχισματικούς (τούς Παπικούς), στούς ἀκόμη χειρότερους Προτεστάντες, ἀλλά καί στούς ἀρχαίους χριστολογικῶς κακοδόξους, τούς Μονοφυσῖτες !

 
Ἐπίλογος

 
θλιβερή αἱρετική πτώση ὅσων Οἰκουμενιστῶν μεταχειρίζονται σήμερα τήν ἱερά Θεολογία καί Ἐκκλησιολογία τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς ἐργαλεῖα τῆς ἐθνοφυλετικῆς ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς τους δέν θά μποροῦσε νά γίνει προφανέστερη, παρά μέσῳ τῆς παραπάνω συγκρίσεως μέ τούς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ ἴδιος ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐπανειλημμένως ἐπικρίνει τόν παλαιό Ἰσραήλ, διότι ὡς ἄπιστος στήριξε τίς ἐλπίδες του σέ ἀθέμιτες ἀνθρώπινες συμμαχίες, «ἐπί υἱούς ἀνθρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία» (Ψαλμ. 145, 3), καί ὄχι στήν θεία Παντοδυναμία: «Οὐαί, τέκνα ἀποστάται ... οἱ πορευόμενοι καταβῆναι εἰς Αἴγυπτον, ἐμέ δέ οὐκ ἐπηρώτησαν, τοῦ βοηθηθῆναι ὑπό Φαραώ καί σκεπασθῆναι ὑπό Αἰγυπτίων. Ἔσται γάρ ὑμῖν ἡ σκέπη Φαραώ εἰς αἰσχύνην καί τοῖς πεποιθόσιν ἐπ΄ Αἴγυπτον ὄνειδος· ὅτι εἰσίν ἐν Τάνει ἀρχηγοί ἄγγελοι πονηροί» (Ἠσ. 30, 1-4).
Εἶναι, δυστυχῶς ἀποδεδειγμένο, ὅτι ὅσοι δέν διδάσκονται ἀπό τήν ἱστορία εἶναι καταδικασμένοι νά τήν ξαναζήσουν· πολύ περισσότερο, σέ ὅσους δέν διδάσκονται ἀπό τήν ἱερά Ἱστορία καί τήν προδοσία τῆς δογματικῆς ἀκριβείας, οἱ συνέπειες θά εἶναι αἰώνιες, οἱ ἐπίγειες ὑποθέσεις ἀδιέξοδες, «καί οὐκ ἀπεστράφη ὁ θυμός, ἀλλ’ ἔτι ἡ χείρ ὑψηλή ... ».

 
Τό παρόν ἄρθρο εὑρίσκεται δημοσιευμένο καί στό SCRIBD, ἐδῶ.

 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ - ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
 
[1] Πρακτικά τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς ἐν ΚΠόλει [...] περί τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Βουλγαρικοῦ Ζητήματος, Κωνσταντινούπολις 1872, σ. 91.
[2] Πρβλ. ΕΥ. ΚΩΦΟΣ, «Τό ἑλληνοβουλγαρικό ζήτημα», Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους 13 (1977) 300: «Εἶναι λοιπόν ἀνάγκη, πρίν ἀναλύσουμε τόν ἑλληνοβουλγαρικό ἀνταγωνισμό, νά ἐξετάσουμε τίς ἰδιομορφίες τῆς γενέσεως τοῦ βουλγαρικοῦ ἐθνικισμοῦ. Γιατί εἶναι βέβαια ἀναμφισβήτητο ὅτι πρός τήν κατεύθυνση αὐτή συνέβαλαν σημαντικά τά κηρύγματα καί οἱ ἐνέργειες τῶν Ρώσων πανσλαβιστῶν».
[3] Πρωτοπρ. ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, Εἰσαγωγή στό Ρωμαῖοι ἤ Ρωμηοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τόμ. 1 (Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς Ἡσυχαζόντων), ἐκδ. Π. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 85. 
[4] Ἀρχιμ. ΧΡΥΣ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Ἀντιοχείας, τόμ. Β΄, ἐν Ἀλεξανδρείᾳ 1951, σ. κε΄ (παραρτήματος) ἑἑ.
[5] Πρβλ. Ἀρχιμ. ΧΡΥΣ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων, ἐν Ἱεροσολύμοις καί Ἀλεξανδρείᾳ 1910, σσ. 739-767
[6] Πρακτικά ..., ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 89.90.91.103.104.
[7] ΚΟΣΜΑΣ ΜΟΝΑΧΟΣ Ο ΦΛΑΜΙΑΤΟΣ, Ἅπαντα, ἐν Ἀθήναις 1910, σ. 221.
[8] Αὐτόθι, σ. 156ἑ. (πρβλ. καί σ. 33).
[9] ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΣΚΥΘΟΠΟΛΙΤΗΣ, Βίος τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Σάββα §56, στό ED. SCHWARTZ, Kyrillos von Skythopolis, Texte und Untersuchungen 49, J.C. Hinrichs Verlag, Leipzig 1939, σ. 151, ΕΠΕ-Φ 5, 342: «Ὁ οὖν ἀρχιεπίσκοπος ἀπολυθείς διά τῆς νυκτός ἅπαν τό μοναχικόν εἰς τήν ἁγίαν μετεπέμψατο πόλιν, τοῦτο πάντοθεν ἐπισυνάξας· ὡς δέ τινες ἀριθμήσαντες τό πλῆθος ἀπήγγειλαν, ὅτι εἶχε τό ἄθροισμα δέκα χιλιάδας μοναχῶν».
[10] Αὐτόθι, §57, σ. 154, ΕΠΕ-Φ 5, 348.
[11] Αὐτόθι, §57, σ. 157, ΕΠΕ-Φ 5, 354: « ... πεπεισμένον τό ὑμέτερον κράτος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἐκλεκτῶν ἀγγέλων ὡς κατ’ οὐδένα τρόπον ἤ λόγον τήν πρός τούς εἰρημένους Ἀποσχιστάς ἕνωσιν καταδεχόμεθα ἄνευ ἐνθέσμου καί κανονικῆς κρίσεως οὔτε μήν καινοτομίᾳ τινί περί πίστεως καθ΄ οἷον δήποτε λόγον συντιθέμεθα ἤ πρόσωπον τῶν Ἀκεφάλων ἐν οἵῳ δήποτε καιρῷ κατά βίαν χειροτονούμενον καταδεξόμεθα. Εἰ δέ τι τοιοῦτον διά τάς ἁμαρτίας ἡμῶν συμβαίη, πληροφοροῦμεν ἐνώπιον τῆς ἁγίας καί ὁμοουσίου Τριάδος τήν ὑμετέραν εὐσέβειαν ὡς τά αἵματα πάντων ἡμῶν προθύμως ἐκχέηται καί πάντες οἱ ἅγιοι τόποι πυρί ἀναλίσκονται πρίν ἄν τι τοιοῦτον ἐν τῇ ἁγίᾳ τοῦ Θεοῦ ταύτῃ πόλει γένηται. Τί γάρ ὄφελος τῆς ψιλῆς τῶν ἁγίων τόπων προσηγορίας οὕτως αὐτῶν πορθουμένων καί ἀτιμαζομένων;».
[12] Πρβλ. Ἀρχιμ. ΧΡΥΣ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων, ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 249.253ἑ.
[13] ΒΛ. ΦΕΙΔΑΣ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τόμ. Α΄,  Ἀθῆναι 1994, σ. 731.
[14] Κ. ΑΜΑΝΤΟΣ, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους, τόμ. 1ος, Ἀθῆναι 1963, σ. 292ἑ. ΑΙΚ. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Βυζαντινή Ἱστορία, τόμ. Β΄1, ἐκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 44.
[15] ΘΕΟΦΑΝΗΣ, Χρονογραφία Α.Μ. 6121, PG 108, 684A: «Οὕτω δέ τῆς Ἐκκλησίας τότε ὑπό τε τῶν βασιλέων καί τῶν δυσσεβῶν ἱερέων ταραττομένης, ἀνέστη ὁ ἐρημικώτατος Ἀμαλήκ τύπτων ἡμᾶς τόν λαόν τοῦ Χριστοῦ, καί γίνεται πρώτη φορά πτῶσις τοῦ Ῥωμαϊκοῦ στρατοῦ, ἡ κατά τό Γαβιθᾶ λέγω καί Ἰερμουχάν καί τήν ἄθεσμον αἱματοχυσίαν».
[16] Βλ. τό ἐνδιαφέρον σχετικό ἄρθρο τοῦ D. SAHAS, «Why did Heraclius not defend Jerusalem and fight the Arabs?», ἐν Parole de l’ Orient 24 (1999) 79-97.
[17] ΘΕΟΦΑΝΗΣ, Χρονογραφία Α.Μ. 6121, PG 108, 680C: «Ἀκούσας δέ ταῦτα Ἡράκλειος σχύνθη καί καταλῦσαι μέν τά οἰκεῖα οὐκ ἠθέλησεν, καί πάλιν τόν ὀνειδισμόν οὐχ ὑπέφερεν».
[18] Ἀρχιμ. ΧΡΥΣ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων, ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 570-572.    
[19]  Ὅπως καταγράφεται τμηματικῶς στήν Ἱστορία τῶν Ἱεροσολύμων τοῦ Παπαδοπούλου, αὐτόθι, σ. 573ἑ. (μεταφορά στήν νεοελληνική)· κατά τό πρωτότυπο: «... οἱ Λατῖνοι ἐκαυχῶντο εἰς τήν ἀσέβειαν αὐτῶν, ἔγραφον γάρ ὅτι μέ τό νά εἶναι καθολικοί ὀρθόδοξοι ἐπήρασι τά προσκυνήματα. Ἀλλά ρητέον, ἔγραψε χαριέστατα ὁ Δοσίθεος, πρῶτον ὅτι κατ΄ αὐτούς, ὅταν δέν τά εἶχαν ἦσαν κακόδοξοι, δεύτερον ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι, ἔχοντες τόν περισσότερον καιρόν τά προσκυνήματα, ποτέ δέν ἐφρόνησαν ὅτι ν΄ ἀκολουθῇ ὅτι πῶς(sic) ὅσοι ἔχουν τά Προσκυνήματα νά εἶναι ἐκ τούτου καί μόνον ὀρθόδοξοι, τρίτον ὅτι οἱ λατῖνοι πολλάκις τά Προσκυνήματα εἶχον ἀλλά πάντοτε ἦσαν σχισματικοί καί αἱρετικῶν οἱ κορυφαῖοι ... Διότι ἀπό τοῦ καιροῦ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων ἕως τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἦτον εἰς μέν τόν ἅγιον Τάφον ναός τῆς Ἀφροδίτης, εἰς δέ τήν Βηθλεέμ ναός καί εἴδωλον τοῦ Ἀδώνιδος καί ἐπί Ἡρακλείου οἱ Πέρσαι κατέκαυσαν τούς ἐν τοῖς προσκυνήμασι ναούς, τό αὐτό ἐκάμασι καί οἱ ἄραβες πολλάκις, ἀλλ΄ οὐδέποτε διά τοῦτο ἡ ὀρθόδοξος πίστις ἐμειώθη ἤ ἐκολοβώθη [...]...καλόν ἐστι νά ἔχωμεν ἡμεῖς οἱ γνήσιοι καί ἀληθινοί κληρονόμοι τά ἅγια Προσκυνήματα καί τούς ἐν αὐτοῖς ναούς, ἀλλά διά τάς ἁμαρτίας ἡμῶν παρέδωκε τούς ναούς ὁ Θεός τοῖς Λατίνοις, ἄς τούς ἔχουν, καί ἡμεῖς προσκυνοῦμεν τόν ἅγιον Τάφον καί τό ἅγιον τῆς γεννήσεως ἐν Βηθλεέμ σπήλαιον, ὡς ἐπροσκύνησαν οἱ μάγοι καί οἱ ποιμένες, Ἰωσήφ καί Νικόδημος καί αἱ μυροφόροι καί οἱ Ἀπόστολοι καί καθεξῆς οἱ Πατέρες ἡμῶν, τούς δέ λατίνους ἔχομεν ὡς εἶχον οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν παντί καιρῷ καί ἐν παντί προσώπῳ καί ἐν παντί τόπῳ αἱρετικούς καί ἀποβεβλημένους τῆς ἁγίας ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ... Παραφρονοῦσιν οἱ Λατῖνοι ὅτι νομίζουσι νά εἶναι ὀρθόδοξοι μέ ἁρπαγήν τοίχων τινῶν».