Τρίτη 13 Μαρτίου 2018

«Oὐ δεῖ αἱρετικοῖς ἤ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι». Προσεγγίζοντας τήν κατ’ ἀκρίβεια πράξη τῆς Ἐκκλησίας.

Τι σημαίνει «συνεύχεσθαι»;  Γιατί «ου δει συνεύχεσθαι»;

π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος
 
Εφημέριος Ι. Ν. Αγ. Νικολάου Πατρών.
Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, από τους Αποστολικούς ακόμα χρόνους, η αίρεση έχει καταστρεπτικές συνέπειες για τον άνθρωπο. Τον απομακρύνει από τον Θεό και τον οδηγεί στην απώλεια. Γι’ αυτό και ο ίδιος ο Κύριος και οι Απόστολοι είναι ιδιαίτερα αυστηροί με τις «αιρέσεις απωλείας»[1].
Οι Πατέρες της Εκκλησίας επισημαίνουν το μεγάλο κίνδυνο και ακολουθώντας τις Αποστολικές συστάσεις[2] καλούν τους χριστιανούς και μάλιστα τους ακατάρτιστους στην πίστη να μην έχουν καμία σχέση με αιρετικούς, διότι ο κίνδυνος για τη σωτηρία τους είναι βέβαιος.[3]
Δυστυχώς όμως πολλοί, μη έχοντας ουσιαστική σχέση με το πνεύμα των Πατέρων και με τη ζωή της Εκκλησίας μας, βλέπουν πίσω από τις απαγορεύσεις αυτές μίσος και εχθρότητα της Εκκλησίας προς τους αιρετικούς. Ο Αγ. Νεκτάριος όμως πολύ περιεκτικά συγκεφαλαιώνοντας την Ορθόδοξη διδασκαλία μας προτρέπει: «Αποτρέπου την απιστίαν και την αίρεσιν και το σχίσμα, όχι τον άπιστον και τον αιρετικόν και τον σχίστην, όχι τον άνθρωπον. Αποστρέφου την γνώμην, όχι την φύσιν. Δι’  εκείνην είναι αλλότριος και διάφορος, είναι αποστροφής και μίσους υπόδικος. Δια τοιαύτην είναι οικείος και πλησίον, είναι ελέους και συμπαθείας, πολλάκις δε και κηδεμονίας και περιθάλψεως άξιος»[4]. «Οι απαγορεύσεις περί πολυποίκιλης επικοινωνίας με αιρετικούς πήγαζαν ουσιαστικά από την αγάπη της Εκκλησίας. Η Εκκλησία δηλαδή προσπαθούσε αφ’ ενός να διαφυλάξει τα υγιά μέλη της από την ψυχοκτόνο ασθένεια των κακοδόξων, αφ’ ετέρου δε να προβληματίσει τους τελευταίους με τη στάση της και να τους κάνει να καταλάβουν ότι βρίσκονται σε εσφαλμένο δρόμο. Η αποχή δηλαδή από την κοινωνία μαζί τους είχε ταυτόχρονα και παιδαγωγικό χαρακτήρα»[5].
Μελετώντας την Πατερική διδασκαλία για τις σχέσεις μας με τους αιρετικούς βλέπουμε ότι οι Άγιοί μας είναι ιδιαίτερα αυστηροί και κατηγορηματικοί στην απαγόρευση επικοινωνίας με τους αιρετικούς ή σχισματικούς[6] σε θέματα  Λατρείας και κοινής προσευχής. Οι σχετικές αναφορές των Πατέρων είναι πολυπληθείς[7]. Στο παρόν άρθρο δε θα αναφερθούμε στις Πατερικές μαρτυρίες, αλλά αποκλειστικά και μόνο στην Κανονική Παράδοση της Εκκλησίας μας για το θέμα της συμπροσευχής με αιρετικούς και μάλιστα για την κατ’ ακρίβεια εφαρμογή των  Ι. Κανόνων.
 
Α.   Τι είναι  και  τι δεν είναι  συμπροσευχή
Όμως τι σημαίνει «συμπροσευχή»;  Στην αρχαία ελληνική γραμματεία, κατά τον Ιω. Σταματάκο, «συνεύχομαι» σημαίνει  «εύχομαι (προσεύχομαι) από κοινού μετά τινός, ενώνω τας ευχάς μου με τας δικάς του»[8]. Στην Πατερική γραμματεία, σύμφωνα με τον G.W.H.Lampe[9] «συμπροσεύχομαι» σημαίνει “pray together, pray with”, ενώ το «συνεύχομαι» σημαίνει α) «pray with, pray together» (=προσεύχομαι μαζί) και  β) “wish one well” (=εύχομαι να είσαι καλά).
Περαιτέρω θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουμε συμπροσευχή όταν:
1. Υπάρχει σύμπτωση τόπου και χρόνου στην προσευχή [10] (αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη)
2. Υπάρχει κοινή βούληση για τον ίδιο σκοπό, για την τέλεση προσευχής[11] (ικανή και αναγκαία συνθήκη).
3. Συμμετέχουμε στην εξέλιξη της προσευχής, με τη χρήση κοινού προγράμματος λατρείας (π.χ. κοινό το περιεχόμενο των ευχών ή ύμνων, ανταπόκριση στις κελεύσεις του λειτουργού[12], ένδυση λειτουργικών αμφίων για τους  κληρικούς) (ικανή αλλά όχι αναγκαία συνθήκη
4. Συμπερασματικά: Όταν με την όλη μας αναστροφή (λόγια, έργα, συμπεριφορά) επιδιώκουμε να δώσουμε την εντύπωση στους άλλους  ότι επιθυμούμε να συμμετέχουμε και εμείς στη λατρεία τους.
Σύμφωνα λοιπόν με τα ανωτέρω δε συντελείται συμπροσευχή όταν έχουμε επίσκεψη ή παρακολούθηση κάποιας θρησκευτικής τελετής για επιστημονικούς, τουριστικούς, εθιμοτυπικούς ή κοινωνικούς και μόνο λόγους [13].
 
Β.   Οι  Ιεροί  Κανόνες για  τη  συμπροσευχή με αιρετικούς
Οι Ι. Κανόνες της Εκκλησίας, με οικουμενικό κύρος, που αναφέρονται στην απαγόρευση συμπροσευχής με αιρετικούς είναι: 
1.       Κανών Ι’ των Αγ. Αποστόλων: «Ει τις ακοινωνήτω, καν εν οίκω συνεύξηται, ούτος αφοριζέσθω»
2.       Κανών ΙΑ΄ των Αγ. Αποστόλων: «Ει τις καθηρημένω, κληρικός ων, κληρικώ συνεύξηται, καθαιρείσθω και αυτός».
3.      Κανών ΜΕ’ των Αγ. Αποστόλων: «Επίσκοπος, ή Πρεσβύτερος, ή Διάκονος αιρετικοίς συνευξάμενος, μόνον, αφοριζέσθω, ει δε επέτρεψεν αυτοίς, ως Κληρικοίς ενεργήσαί τι, καθαιρείσθω»
4.       Κανών ΞΔ’ των Αγ. Αποστόλων: «Ει τις Κληρικός, ή Λαϊκός εισέλθοι εις συναγωγήν Ιουδαίων, ή αιρετικών προσεύξασθαι, και καθαιρείσθω, και αφοριζέσθω»
5.       Κανών ΟΑ’ των Αγ. Αποστόλων: «Ει τις Χριστιανός έλαιον απενέγκοι εις ιερόν εθνών, ή εις συναγωγήν Ιουδαίων εν ταις εορταίς αυτών, ή λύχνους άπτοι, αφοριζέσθω»
6.       Κανών ΣΤ’ της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου: «Περί του, μη συγχωρείν τοις αιρετικοίς εισιέναι εις τον οίκον του Θεού, επιμένοντας τη αιρέσει»
7.       Κανών  Θ’ της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου: «Περί του, μη συγχωρείν εις τα κοιμητήρια, ή εις τα λεγόμενα μαρτύρια πάντων των αιρετικών απιέναι τους της Εκκλησίας, ευχής ή θεραπείας ένεκα, αλλά τους τοιούτους, εάν ώσι πιστοί, ακοινωνήτους γίνεσθαι μέχρι τινός, μετανοούντας δε, και εξομολογουμένους εσφάλθαι, παραδέχεσθαι»
8.       Κανών ΛΒ’ της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου: «Ότι ου δεί αιρετικών ευλογίας λαμβάνειν, αίτινές εισιν αλογίαι μάλλον, ή ευλογίαι»
9.       Κανών  ΛΓ’ της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου: «Ότι ου δεί αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι«
10.   Κανών ΛΔ’ της εν Λαοδικεία Συνόδου. Ότι ου δεί πάντα χριστιανόν εγκαταλείπειν μάρτυρας Χριστού και απιέναι προς τους ψευδομάρτυρας, τουτέστιν αιρετικών, ή αυτούς προς τους προειρημένους αιρετικούς γενομένους· Ούτοι γαρ αλλότριοι του Θεού τυγχάνουσιν. Έστωσαν ουν ανάθεμα οι απερχόμενοι προς αυτούς.
11.   Κανών ΛΖ’ της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου: «Ότι ου δεί παρά των Ιουδαίων ή αιρετικών τα πεμπόμενα εορταστικά λαμβάνειν, μηδέ συνεορτάζειν αυτοίς»
12.   Κανών Θ’ του Τιμοθέου Αλεξανδρείας: «Ερώτησις. Ει οφείλει Κληρικός εύχεσθαι, παρόντων Αρειανών, ή άλλων αιρετικών; ή ουδέν αυτόν βλάπτει, οπόταν αυτός ποιή την ευχήν, ήγουν την προσφοράν; Απόκρισις. Εν τη θεία αναφορά ο Διάκονος προσφωνεί προ του ασπασμού. «Οι ακοινώνητοι περιπατήσατε.» Ουκ οφείλουσιν ουν παρείναι, ει μη αν επαγγέλλωνται μετανοείν και εκφεύγειν την αίρεσιν»  
Στους πιο πάνω κανόνες θα πρέπει να προστεθούν και  οι:  
13.   Κανών β’ της εν Αντιοχεία Συνόδου: «Πάντας τους εισιόντας εις την Εκκλησίαν και των ιερών Γραφών ακούοντας, μη κοινωνούντας δε ευχής άμα τω λαώ ή αποστρεφομένους την αγίαν μετάληψιν της ευχαριστίας κατά τινα αταξίαν, τούτους αποβλήτους γίνεσθαι της Εκκλησίας, έως αν εξομολογησάμενοι και δείξαντες καρπούς μετανοίας και παρακαλέσαντες τυχείν δυνηθώσι συγγνώμης, μη εξείναι δε κοινωνείν τοις ακοινωνήτοις, μηδέ κατ’ οίκους συνελθόντας συνεύχεσθαι τοις μη τη εκκλησία συνευχομένοις, μηδέ μη συναγομένοις. Ει δε φανείη τις των επισκόπων, ή πρεσβυτέρων, ή διακόνων, ή τις του κανόνος τοις ακοινωνήτοις κοινωνών, και τούτον ακοινώνητον είναι, ως αν συγχέοντα τον κανόνα της Εκκλησίας«.
14.   Κανών Α’ της Δ’ Οικουμενικής  Συνόδου, (επικυρώνει τους Κανόνες των εν Λαοδικεία και Αντιοχεία Τοπικών Συνόδων και του Αγ. Τιμοθέου Αλεξανδρείας)
15.   Κανών Β’ της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου, (επικυρώνει τους Αποστολικούς  Κανόνες, τους κανόνες των εν Λαοδικεία και Αντιοχεία Τοπικών Συνόδων και του Αγ. Τιμοθέου Αλεξανδρείας).
16.   Κανών Α’ της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου (επικυρώνει τους Αποστολικούς  Κανόνες, τους κανόνες των εν Λαοδικεία και Αντιοχεία Τοπικών Συνόδων και του Αγ. Τιμοθέου Αλεξανδρείας).
Από την απλή παράθεση των Κανόνων γίνονται σαφή  τα εξής:
1.      Για τους Πατέρες είναι ιδιαίτερα κρίσιμο από πνευματικής απόψεως το θέμα της επικοινωνίας με αιρετικούς στα πλαίσια της προσευχής και της Θ. Λατρείας. Αυτό είναι εμφανές από το μεγάλο αριθμό των κανόνων που διαπραγματεύονται το θέμα αυτό.
2.      Το θέμα της συμπροσευχής με αιρετικούς απασχολεί διαχρονικά την Εκκλησία. Γι’ αυτό και οι σχετικοί απαγορευτικοί κανόνες καλύπτουν χρονικά ολόκληρη την περίοδο που συντασσόταν το Κανονικό Δίκαιό της.
3.      Προφανώς οι παραβάσεις των κανονικών αυτών διατάξεων ήταν συχνές. Η Εκκλησία όμως εμμένει, επανέρχεται και επαναδιατυπώνει τις ίδιες απαγορεύσεις.
4.      Οι κανονικές διατάξεις είναι σαφείς, απόλυτες και κατηγορηματικές στην απαγόρευση συμμετοχής σε κοινή προσευχή και λατρεία με αιρετικούς ή σχισματικούς.
 
Γ.   «Προφάσεις  εν  αμαρτίαις» και  συμπροσευχαίς!
Βέβαια, παρά τη σαφή και κατηγορηματική απαγόρευση της μετά των αιρετικών ή σχισματικών συμπροσευχής, ορισμένοι Ορθόδοξοι – για ποικίλους λόγους – συμμετέχουν σε κοινές λατρευτικές εκδηλώσεις με αιρετικούς (και ιδιαιτέρως στην εποχή μας με Παπικούς). Πως θα ξεπεράσουν όμως την  πάγια κανονική τάξη της Εκκλησίας που απαγορεύει αυτήν τη συμπεριφορά;
Οι δικαιολογίες – με «θεολογικό» περιεχόμενο –  που επιστρατεύονται είναι κυρίως οι εξής:
1.      Οι παπικοί δεν είναι αιρετικοί, αλλά σχισματικοί,  άρα δεν απαγορεύεται να έχουμε κοινή λατρεία μαζί τους![14] 
2.      Όταν οι κανόνες αναφέρονται σε συμπροσευχή εννοούν μόνο τη συμμετοχή στο «κοινό Ποτήριο», ή την συμμετοχή των κληρικών (Ορθοδόξων και αιρετικών) στη Θ. Ευχαριστία, δηλαδή απαγορεύεται μόνο το συλλείτουργο[15]. Οι άλλες συμπροσευχές δεν απαγορεύονται!
3.      Οι κανόνες αυτοί, επειδή δεν εφαρμόζονται πλέον, έπαψαν να ισχύουν και η Εκκλησία οφείλει να τους καταργήσει και τυπικά[16].
4.      Στα πλαίσια της ποιμαντικής διακρίσεως δικαιούται η Εκκλησία να εφαρμόζει την «εκκλησιαστική οικονομία»  και να συμπροσεύχεται με αιρετικούς.
 
1.  Ομόφωνη η γνώμη των Αγίων:  Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ!
Αναφορικά με την πρώτη «δικαιολογία», έχουμε σε άλλη σύντομη εργασία σημειώσει[17] ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, όπως εκφράζεται μέσα από την ομόφωνη γνώμη των Πατέρων (consesus patrum), εγκρίτων Κανονολόγων και Θεολόγων και κυρίως τις αποφάσεις Τοπικών Συνόδων (με τη συμμετοχή όλων των Πατριαρχών της Ανατολής), από την εποχή του Σχίσματος μέχρι σήμερα, δέχεται χωρίς καμία επιφύλαξη ότι Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ! Αλλά και σχισματικοί να είναι οι Παπικοί και πάλι η συμπροσευχή μαζί τους κατ’ ακρίβεια  απαγορεύεται![18] Το αν κάποιος –  όποιος και αν είναι αυτός – δεν αποδέχεται τη σαφή και πάγια διδασκαλία της Εκκλησίας μας, ότι ο Παπισμός είναι αίρεση, είναι θέμα προσωπικής του επιλογής και ευθύνης. Ίσως αυτός να γνωρίζει περισσότερα από τους …  Αγίους, να είναι ανώτερος των … Συνόδων ή να έχει ιδιαίτερη … αποκάλυψη,  η οποία του παρέχει το δικαίωμα να αποφαίνεται  ex cathedra … «αλαθήτως» αλλά και … αυθαιρέτως!
2. Συμπροσευχή σημαίνει μόνο συμμετοχή στο «κοινό Ποτήριο» και σε συλλείτουργο ;
Ας δούμε όμως λίγο πιο αναλυτικά τη δεύτερη δικαιολογία ότι τάχα οι Ι. Κανόνες όταν ομιλούν για συμπροσευχή εννοούν μόνο τη συμμετοχή στο «Κοινό Ποτήριο» της Θ. Ευχαριστίας, ή το συλλείτουργο, δηλ. την τέλεση κοινής Θ. Λειτουργίας Ορθοδόξου κληρικού με αιρετικό.
Α.  Η έννοια του «συνεύχεσθαι»  στην Αγ. Γραφή, τους  Πατέρες και τη θύραθεν γραμματεία.
 
Αναφερθήκαμε ήδη στην έννοια του «συνεύχεσθαι» στη θύραθεν γραμματεία και τους Πατέρες. Εδώ να σημειώσουμε ότι στην Καινή Διαθήκη απαντάται μόνο το ρήμα «εύχεσθαι»[19], όπου σε καμία περίπτωση δεν υπονοείται η τέλεση Θ. Λειτουργίας, αλλά  μόνο προσευχής ή απλής ευχής. Παρόμοιες είναι και οι αναφορές στην μετάφραση των Ο΄ στην Π. Δ.
Κατά συνέπεια, δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στην Αγ. Γραφή, ούτε στην πατερική ή θύραθεν γραμματολογία η ερμηνεία ότι «συνεύχομαι» ή «συμπροσεύχομαι» σημαίνει αποκλειστικά τη συμμετοχή όχι σε απλή κοινή προσευχή, αλλά στην τέλεση θ. Ευχαριστίας.
Β.  Η έννοια του «συνεύχεσθαι» στους ίδιους τους Ι. Κανόνες 
 
Επίσης, μελετώντας προσεκτικά τα ίδια τα κείμενα των κανόνων προκύπτει σαφέστατα ότι οι Πατέρες απαγορεύουν όχι μόνο τη συμμετοχή σε κοινή Θ. Ευχαριστία, αλλά και την απλή προσευχή μαζί με αιρετικούς:
·   Όταν ο Κανόνας  Ι’ των Αγίων Αποστόλων επιβάλλει αφορισμό σε όποιον «καν εν οίκω συνεύξηται», με ακοινώνητον (αιρετικό ή αφορισμένο),  προφανώς εννοεί την απλή συμπροσευχή και όχι την τέλεση Θ. Λειτουργίας,  διότι τέλεση Θ. Λειτουργίας εν οίκω απαγορεύεται αυστηρά σύμφωνα με τον Κανόνα  ΝΗ’ της εν Λαοδικεία Συνόδου.[20] Άρα με το «καν εν οίκω συνεύξηται» εννοεί οποιαδήποτε απλή συμπροσευχή.  Ο παραβαίνων αυτόν τον κανόνα «αφοριζέσθω»!
·   Ο Κανόνας ΜΕ’ των Αγίων Αποστόλων είναι σαφής και αντιδιαστέλλει πλήρως την απλή συμπροσευχή με αιρετικούς  από την τέλεση οποιασδήποτε ιερατικής πράξεως, άρα και Θ. Ευχαριστίας: «Επίσκοπος, ή Πρεσβύτερος, ή Διάκονος αιρετικοίς συνευξάμενος, μόνον, αφοριζέσθω, ει δε επέτρεψεν αυτοίς, ως Κληρικοίς ενεργήσαί τι, καθαιρείσθω». Άλλωστε περί της «Θ. Ευχαριστίας» των αιρετικών αναφέρεται ο επόμενος Κανόνας ΜΣτ’ των Αγ. Αποστόλων, ο οποίος προστάζει ότι όποιος Κληρικός την αποδεχθεί να καθαιρείται, διότι «τις γαρ συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου».
·   Όταν ο κανών ΞΔ’ των Αγίων Αποστόλων απαγορεύει την είσοδο σε Ιουδαϊκή ή αιρετική σύναξη με σκοπό την προσευχή («προσεύξασθαι»), δεν εννοεί ασφαλώς τη συμμετοχή σε κοινή Θ. Ευχαριστία και σε «κοινό Ποτήριο», διότι στην Ιουδαϊκή Συναγωγή ποτέ δεν τελείται Θ. Ευχαριστία, ούτε μπορεί να υπάρξει   «κοινό Ποτήριο»!  Ασφαλώς εννοεί την απλή προσευχή και αυτή απαγορεύει. 
·   Μόνο ο Αγ. Τιμόθεος Αλεξανδρείας στον Θ’ κανόνα  του ταυτίζει την «ευχή» με την Θ. Ευχαριστία.  Αλλά και εδώ, επειδή περιορίζει την έννοια της «ευχής» μόνο στη Θ. Λειτουργία, και όχι σε οποιαδήποτε προσευχή, αισθάνεται την ανάγκη να το διευκρινίσει σημειώνοντας: «οπόταν αυτός ποιή την ευχήν, ήγουν την προσφοράν». Πάντως πρέπει να σημειώσουμε με έμφαση ότι ο κανόνας αυτός που αναφέρεται στην ευχαριστηριακή προσευχή, δεν αναφέρεται σε συλλείτουργο, αλλά σε απλή παρουσία αιρετικών σε Θ. Λειτουργία, τη οποία και απαγορεύει ρητά,  «ουκ οφείλουσιν ουν παρείναι».
Γ.  Απόψεις εγκρίτων κανονολόγων και ερμηνευτών.
 
 Εκτός της ανωτέρω απλής προσεγγίσεως των ιδίων των κειμένων των Ι. Κανόνων, όλοι οι έγκριτοι κανονολόγοι αναγνωρίζουν ότι κατά ακρίβεια με βάση τους Ι. Κανόνες δεν επιτρέπεται όχι μόνο η συμμετοχή σε κοινή προσευχή, όταν τελείται η Θ. Ευχαριστία, αλλά ούτε και οποιαδήποτε απλή προσευχή, από οιονδήποτε Ορθόδοξο κληρικό ή λαϊκό. Ενδεικτικά αναφέρω:
o  Θεόδωρος  Βαλσαμών (πατριάρχης Αντιοχείας):
§         «Εκλαβού το συνεύξασθαι εις το απλώς κοινωνήσαι, και το ημερώτερον διατεθείναι επί τη ευχή του αιρετικού. Τους γαρ τοιούτους ως μύση (βδέλυγμα) βδελύττεσθαι, ου μην οικειούσθαι οφείλομεν».[21]
§         «Σαφής ο κανών. Ου γαρ συγχωρεί τοις αιρετικοίς επιμένουσι τη αιρέσει συνεκκλησιάζειν μετά Ορθοδόξων».[22]
§         «Ακούων δε του κανόνος του λέγοντος ακοινωνήτους είναι τους επισκόπους και λοιπούς ιερωμένους τους συνευχομένους τοις ακοινωνήτοις, μη είπης εξ αντιδιαστολής ανευθύνους είναι τους  λαϊκούς παρά τον κανόνα ποιούντας. Και ούτοι γαρ αφορισθήσονται κατά τον Ι΄ Αποστολικόν Κανόνα τον μη διαστέλλοντα κληρικούς και λαϊκούς».[23]
§         «Αιρετικός, εστί … ο μικρόν γουν εκκλίνων της Ορθοδόξου πίστεως. Επεί γουν πάντες οι απαριθμηθέντες εις την παρούσαν ερώτησιν (Λατίνοι, Αρμένιοι, Μονοθελήτες, Νεστοριανοί), ου δια μικρόν τι αλλά δια πλάτος μέγα δυσδιεξίτητον εκ της των Ορθοδόξων Εκκλησίας απεξενώθησαν, πάντως ουδέ χάριν αναδοχής παίδων πνευματικών, μεσιτευομένης δι’  αγίων ευχών και αγιασμάτων πολλών, ημίν συγκοινωνήσουσιν, ίνα μη και αυτοί ακοινωνησία κατακριθώμεν κατά τον κανόνα τον λέγοντα ο κοινωνών ακοινωνήτω και αυτός ακοινώνητος εστίν».[24]
§         ΙΕ΄ ερώτησις του Αγιωτάτου Πατριάρχου Αλεξανδρείας Κυρίου Μάρκου: «ακινδύνως ιερουργήσει τις ή συνεύξεται μετά αιρετικών, Ιακωβιτών δηλαδή και Νεστοριανών, εις Εκκλησίαν αυτών, είτε μην και ημετέραν ; ή κοινής μετ’  αυτών μετάσχη τραπέζης ; ή ποιήσει ανάδοχον εκ του Αγίου Βαπτίσματος; Ή κατοιχωμένων ποιήσει μνημόσυνα ; ή μεταδώσει των θείων αγιασμάτων αυτοίς. Η στενοχωρία γαρ του τόπου πολλά τοιαύτα ποιεί και ζητώ το ποιητέον».
Απόκρισις Θεοδώρου Βαλσαμών: «Δια τούτο (μνημονεύει τους κανόνες που απαγορεύουν την συμπροσευχή με αιρετικούς) και ημείς ψηφιζόμεθα, μη μόνον αφορισμώ και καθαιρέσει καθυποβάλλεσθαι τους λαϊκούς τε και κληρικούς, συνευχομένους αυτοίς ιερατικώς, ή μην και συνεσθίοντας, αλλά και μειζόνως κολάζεσθαι, κατά την των ρηθέντων θείων κανόνων περίληψιν. Η γαρ στενοχωρία των τόπων, και ο των αιρετικών πληθυσμός, της ορθοδόξου πίστεως ου μετήμειψε την ακεραιότητα».[25]
§         «Ει ουν οι κατηχούμενοι ουκ εώνται παρείναι τελουμένης της θείας θυσίας, πως αιρετικοί εαθήσονται, ει μη που επαγγέλλονται, φησί, μετανοείν και αφίστανται της αιρέσεως. Και τότε δε, οίμαι, ουκ εντός του Ναού παραχωρηθήσονται είναι, αλλ’ έξω μετά των κατηχουμένων. Ως, ει μη επαγγέλλονται αφίστασθαι της αιρέσεως, ουδέ τοις κατηχουμένοις συστήσονται, αλλ’  εκδιωχθήσονται».[26]
o  Ιωάννης Ζωναράς:
§         «Τους αιρετικούς και τας εκείνων τελετάς υπό των ορθοδόξων βδελύττεσθαι χρη., μάλλον δε ελέγχεσθαι και νουθετείσθαι παρά των επισκόπων και πρεσβυτέρων».[27]
§         «Μέγα αμάρτημα ο κανών ηγείται, το Χριστιανόν εις Ιουδαίων συναγωγήν ή αιρετικών χάριν προσευχής εισιέναι. Τις γαρ συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ;  Ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου κατά τον μέγαν Απόστολον ; Η δε των αιρετικών σύναξις, εναντία τοις Ορθοδόξοις πρεσβευόντων, κακείνη ου τιμητέα ορθοδόξοις, μάλλον μεν ουν και αποβλητέα. Τινές μεν ουν ως μεγάλα αμαρτάνοντας τους εισιόντας εις τας τοιαύτας συναγωγάς δι’ ευχήν, διπλή φασί τιμωρία τον κανόνα τούτον υπάγειν».[28]
§         «Ο ακοινωνήτω συνευξάμενος ή καθηρημένω, δια τους ήδη γεγραμμένους κανόνας υπό επιτίμιον εστίν … καν γαρ μη τα εκείνων φρονή, αλλά γε πολλοίς σκανδάλου δίδωσιν αφορμήν και υπόνοιαν καθ’ εαυτού ως τας Ιουδαϊκάς τιμών τελετάς. Άμα δε και μιαίνεσθαι πιστεύεται τη εκείνων συναναστροφή».[29]
§         «Οι αιρέσει περιπεσόντες και μένοντες εν αυταίς, της Εκκλησίας εξοστρακίζονται, ως ταύτης αλλότριοι . Πως ουν εις τον οίκον του Θεού συγχωρηθήσονται εισιέναι[30]
o  Αλέξιος Αριστινός:
§         «Ο εισελθών εις συναγωγήν Ιουδαίων ή αιρετικών και προσευξάμενος μετ’ αυτών».[31]
§         «Αιρετικοίς το ιερόν ανεπίβατον. ου συγχωρούνται αιρετικοί εις τον οίκον του Θεού εισιέναι»[32]
§         «Ουδεμία κοινωνία φωτί προς σκότος. Δια τούτο γουν ουδέ τοις αιρετικοίς ή τοις Ιουδαίοις Χριστιανός συνεορτάζει»[33]
§         «αιρετικοίς ή σχισματικοίς μη συνεύξη. Ακοινώνητος ο τούτοις συνευχόμενος»[34]
o  Ματθαίος Βλάσταρης:
§         «Ο ΛΓ΄ (κανόνας της εν Λαοδικεία) αιρετικώ ή σχισματικώ όλως ημάς ουκ επιτρέπει συνεύχεσθαι»[35]
§         «Ο Β΄ κανών της εν Αντιοχεία Συνόδου, της κοινωνίας των ακοινωνήτων αποδιίστασθαι παντάπασιν ημίν εγκελεύεται, και μήτε εν οίκω τούτοις συνεύχεσθαι, μήτε εν Εκκλησία».[36]
 
o  Αγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης:
§         «Ο παρών κανών (ΜΕ΄ Αποστολικός) διορίζει, ότι όποιος Επίσκοπος, ή Πρεσβύτερος, ή Διάκονος ήθελε συμπροσευχηθεί μονάχα, άλλ’ όχι και να λειτουργήσει με αιρετικούς ας αφορίζεται.. Επειδή όποιος με αφορισμένους συμπροσεύχηται (καθώς τοιούτοι είναι οι αιρετικοί) πρέπει να συναφορίζεται και αυτός κατά τον Ι΄ των αυτών Αποστόλων. Ει δε και εσυγχώρησεν εις τους αιρετικούς αυτούς να ενεργήσουν κανένα λειτούργημα ωσάν κληρικοί, ας καθαίρηται, επειδή όποιος Κληρικός συλλειτουργήσει με καθηρημένους (καθώς τοιούτοι είναι οι αιρετικοί κατά τον Β΄ και Δ΄ κανόνα της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου) συγκαθαιρείται και αυτός κατά τον ΙΑ΄ των Αποστόλων».[37]
o  Νικηφόρος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο Ομολογητής:
§         «Ου χρη το καθόλου εις τοιαύτας εκκλησίας (που υπάγονται σε αιρετικούς) εισιέναι, κατά τους ειρημένους τρόπους (χάριν ευχής και ψαλμωδίας) … άμα γαρ τω εισαχθείναι την αίρεσι, απέστη ο έφορος των εκείσε Αγγελος, κατά την φωνήν του μεγάλου Βασιλείου, και κοινός οίκος ο τοιούτος χρηματίζει ναός. Και, ου μη εισέλθω, φησίν, εις Εκκλησίαν πονηρευομένων. Και ο Απόστολος τις συγκατάθεσις ναού Θεού μετά ειδώλων ;»[38]
o  Μ. Φώτιος, Νομοκάνων τιτ. Γ΄ κεφ. ιε΄ και τιτ. ιβ΄κεφ. α-ιη[39].
 
o  Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων (1848):
§         «Αποφαίνεται πάλι σήμερα συνοδικώς … ότι (ο Παπισμός) είναι αίρεση και οι οπαδοί του αιρετικοί … Επίσης οι συνάξεις που συγκροτούνται από αυτούς είναι αιρετικές και κάθε κοινωνία πνευματική των Ορθοδόξων τέκνων … με αυτούς είναι αντικανονική, όπως ορίζει ο ζ΄ κανόνας της Γ΄ Οικ. Συνόδου».[40]
o  Αθηναγόρας, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως:
§          «Δέον ίνα οι Ορθόδοξοι κληρικοί αντιπρόσωποι ώσιν όσω το δυνατόν εφεκτικοί (=διστακτικοί) εν ταις λατρευτικαίς μετά των ετεροδόξων συνάξεσιν, ως αντικειμέναις προς τους ιερούς κανόνας και αμβλυνούσαις την ομολογιακήν ευθιξίαν των Ορθοδόξων, επιδιώκοντες ίνα τελώσιν, ει δυνατόν, καθαρώς ορθοδόξους ακολουθίας και τελετάς, προς εμφάνισιν ούτω της αίγλης και του μεγαλείου της ορθοδόξου λατρείας προ των ομμάτων των ετεροδόξων».[41]
      Δ.   Άρνηση συμπροσευχής  δε σημαίνει …
Επέλεξα να ολοκληρώσω την ενδεικτική παράθεση των αναφορών και ερμηνειών στους Ι. Κανόνες με την άποψη ενός εκ των πρωτοπόρων του Οικουμενικού Κινήματος, του Πατριάρχου Αθηναγόρα, ο οποίος κάθε άλλο παρά φανατικός ή ζηλωτής θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, για να γίνει έτι πλέον σαφές, και δι’ αυτής της μαρτυρίας, ότι η  εφαρμογή της ακρίβειας, η άρνηση δηλαδή  συμπροσευχής με αιρετικούς,
  • Δε σημαίνει  μίσος και αντιπάθεια προς τα πρόσωπα των αιρετικών[42].
  • Δε σημαίνει άρνηση της έμπρακτης αγάπης [42β] και αντιλήψεως προς οιονδήποτε, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές του αντιλήψεις.   Είναι χαρακτηριστικό ότι σε όλα τα μοναστήρια του Αγ. Όρους που εφαρμόζεται η ακρίβεια στο θέμα της συμπροσευχής με αιρετικούς δεν υπάρχει καμία διάκριση στη μεταχείριση των Ορθοδόξων και των ετεροδόξων επισκεπτών (απολύτως ίδιες συνθήκες φιλοξενίας).[43] Όμως: στους ετεροδόξους δεν επιτρέπεται η συμπροσευχή ούτε στον Ι. Ναό, ούτε στην κοινή τραπεζαρία.
Σε τελική ανάλυση δε θα είμαστε Χριστιανοί αν δεν αγαπούμε τον «άλλον», όποιος και αν είναι αυτός. Και εχθρός μας και εχθρός του Χριστού.[44]
  • Δε σημαίνει ναρκισσισμό και αλαζονεία, ότι τάχα εμείς είμαστε καλύτεροι από τους «άλλους». Μία τέτοια αντίληψη είναι ξένη προς την ορθόδοξη διδασκαλία και αλλότρια του εκκλησιαστικού ήθους και φρονήματος.
  • Δε σημαίνει διακοπή του Θεολογικού Διαλόγου με τους αιρετικούς. Όταν η Εκκλησία κρίνει ότι διασφαλίζονται όλες οι προϋποθέσεις για να δίνει τη μαρτυρία της και να καλεί σε μετάνοια και επιστροφή, επιβάλλεται να συμμετέχει σε θεολογικούς διαλόγους, χωρίς όμως να υπάρχει εκτροπή από την κανονική τάξη της με τις συμπροσευχές.[45]
  • Δε σημαίνει διακοπή της συνεργασίας για αντιμετώπιση κοινών κοινωνικών ή πολιτικών προβλημάτων. Ο Άγιος Νεκτάριος είναι σαφέστατος: «η δε αποχή από τούτων στρέφεται εις μόνα τα πνευματικά, τα δ’ άλλα επιεικώς και φιλανθρώπως μεταχειριζόμεθα εν πάση ελευθερία την εξωτερικήν μετά τούτων συνδιατριβήν τε και κοινωνίαν, φυλάττοντες προς αυτούς πάντα τα ανθρώπινα δίκαια και καθήκοντα … φεύγε μόνην την μετά των τοιούτων πνευματικήν κοινωνίαν, αν και ο βίος ο πολιτικός σε υποχρεώνει να διασώζεις την κοσμικήν οικειότητα και συνάφειαν»[46] 
 
Αυτή λοιπόν είναι η  κατ’ ακρίβεια στάση της Εκκλησίας στο θέμα της συμπροσευχής με αιρετικούς. Υπάρχει άραγε το δικαίωμα, αν θέλουμε να έχουμε συνεπή Χριστιανική ζωή, να περιφρονούμε την Παράδοση και τη μακραίωνη ζωή της Εκκλησίας μας;
Ε.   Γιατί  «ου δει αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι» ;
Ας δούμε όμως για ποιους λόγους η Εκκλησία είναι τόσο αυστηρή και κατηγορηματική στην απαγόρευση κοινής λατρείας με αιρετικούς ή σχισματικούς, ώστε να χαρακτηρίζεται η συμπροσευχή ως «μέγα αμάρτημα»;
Α΄  Λόγω της μεγάλης αγάπης προς το Θεό: ΛΟΓΟΙ ΠΙΣΤΕΩΣ
Η συμπροσευχή με αιρετικούς είναι  λειτουργική, εκκλησιολογική και δογματική εκτροπή
1.      Για την παράδοση και τη ζωή της Εκκλησίας μας, δηλ. την Ορθόδοξη Θεολογία, σωτηρία υπάρχει μόνο εφ’ όσον ο άνθρωπος ενταχθεί ως οργανικό μέλος στο «σώμα του Χριστού», που έχει κεφαλή τον ίδιο τον Κύριο, δηλαδή την Εκκλησία[47]. Ασφαλώς, το σώμα του Χριστού υπάρχει από την Αποστολική εποχή μέχρι σήμερα και είναι μ ο ν α δ ι κ ό . Και αυτό είναι η «ΜΙΑ, ΑΓΙΑ, ΚΑΘΟΛΙΚΗ και ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ», η Ορθόδοξη Εκκλησία. Δεν υπάρχουν πολλά σώματα, γιατί μία είναι η Κεφαλή, ο Χριστός.
2.      Συνεπώς και η Θ. Λατρεία δεν είναι ατομική υπόθεση του πιστού, αλλά εντάσσεται στην οργανική ενότητα των μελών του σώματος του Χριστού. Μάλιστα, το κέντρο και η ουσία της Χριστιανικής Λατρείας είναι η Θ. Λειτουργία, στην οποία εντάσσονται και οι λοιπές ακολουθίες και τα μυστήρια της Εκκλησίας μας.[48] Με άλλα λόγια η Θ. Λειτουργία δεν είναι μία από τις προσευχές της Εκκλησίας, αλλά ταυτίζεται με την ίδια την Εκκλησία: «Σημαίνεται η Εκκλησία εν τοις μυστηρίοις»,[49] σημειώνει ο Αγ. Νικόλαος Καβάσιλας, εννοώντας τη Θ. Λειτουργία. Δηλαδή η Θεία Λειτουργία δεν είναι το μέσον για την επίτευξη της εν Χριστώ ενότητας των ανθρώπων, αλλά η ίδια η ενότητα, η φανέρωση της ήδη τελεσθείσης ενότητος στο ένα σώμα του Χριστού[50]. Γι’ αυτό και στη Θ. Λειτουργία συμμετέχουν αποκλειστικά και μόνο όσοι δια του Βαπτίσματος έχουν ήδη ενταχθεί και παραμένουν στο σώμα του Χριστού. Ακόμα και οι κατηχούμενοι που ετοιμάζονταν να βαπτισθούν δεν μπορούσαν να παραμείνουν  και να την παρακολουθήσουν. Κατά την Ορθόδοξη εκκλησιολογία είναι εντελώς αδιανόητη η οποιασδήποτε μορφής διακοινωνίας (intercommunion)[50a], διότι για την Ορθόδοξη Εκκλησία το θέμα της ευχαριστιακής κοινωνίας, της εκκλησιολογικής κοινωνίας και της κοινωνίας στην πίστη είναι αλληλένδετα [50b].
3.      Επειδή λοιπόν η αίρεση είναι περιφρόνηση και αποκοπή και σε τελική ανάλυση άρνηση συμμετοχής στην Εκκλησία, στο «σώμα του Χριστού», η συμμετοχή στη λατρεία είναι όχι μόνο χωρίς νόημα, αλλά και αδιανόητη. Πως μπορώ να συμμετέχω στη λατρεία, δηλαδή στη φανέρωση της ενότητας του σώματος του Χριστού, όταν έχω επιλέξει να αποσπαστώ και να μην ανήκω σ’ αυτό;  Για τον εκτός της Εκκλησίας – αιρετικό ή σχισματικό – είναι τουλάχιστον θέμα συνέπειας να μη θέλει να θεωρείται μέλος του σώματος, αφού σε τελική ανάλυση έχει συνειδητά επιλέξει ο ίδιος να αποχωρισθεί από αυτό! 
         Πολύ λογικά και φυσικά ερωτά ο Νικηφόρος Γρηγοράς: «Της ουν προαιρέσεως ενταυθοί μαχομένης και αλλήλων ημάς διιστώσης της των δογμάτων καινοτομίας, πως αν μίαν σχοίημεν τον Χριστόν κεφαλήν, ή πως αν αλλήλοις συνευξαίμεθα ;»[51] και ο Ζωναράς:  «Οι αιρέσει περιπεσόντες και μένοντες εν αυταίς, της Εκκλησίας εξοστρακίζονται, ως ταύτης αλλότριοι. Πως ουν εις τον οίκον του Θεού συγχωρηθήσονται εισιέναι ;».[52]
Μόνο εάν εκλάβουμε την Ορθόδοξη Λατρεία ως θέαμα, χωρίς καμία ουσιαστική προσωπική συμμετοχή, νομιμοποιείται η παρουσία μη Ορθοδόξων σε αυτήν!  Αλλά αλλοίμονο αν γίνει ο Ναός και η Θ. Λατρεία μας … θέατρο!  Με άλλα λόγια η συμμετοχή των αιρετικών στη Θ. Λειτουργία είναι ανατροπή της ίδιας της ουσίας της, είναι  λειτουργική εκτροπή.
4.      Επιπλέον δε,  για να συμμετάσχουμε σε κοινή Λατρεία απαραίτητη προϋπόθεση είναι η συμφωνία της πίστεως.[53]  Τονίζει χαρακτηριστικά ο Αγ. Ειρηναίος:  «ημών σύμφωνος η γνώμη (η ορθόδοξη πίστη) τη ευχαριστία και η ευχαριστία βεβαιοί την γνώμην … Προσφέρομεν γαρ αυτώ (τω Θεώ) τα ίδια εμμελώς κοινωνίαν και ένωσιν απαγγέλλοντες και ομολογούντες»[54]
Σύμφωνα με το Μητρ. Περγάμου Ιωάννη (Ζηζιούλα) «Η ορθοδοξία άνευ Ευχαριστίας είναι αδιανόητος», αλλά και «η  Ευχαριστία άνευ ορθοδοξίας είναι αδύνατος … Η προϋπόθεσις της ορθοδοξίας δια την συμμετοχήν εις την ενότητα της Ευχαριστίας υπήρχε βεβαίως ανέκαθεν εις την Εκκλησίαν, ως μαρτυρούν αι ενσωματωμέναι εις λειτουργικά κείμενα ομολογίαι πίστεως»[55]. Αυτή η λειτουργική παράδοση φτάνει μέχρι  τις ημέρες μας και απαιτεί προ της Αναφοράς την ομολογία της κοινής και ανόθευτης πίστεως, δια της απαγγελίας του συμβόλου της Πίστεως.[56] Αφού λοιπόν «η ενότης εν τη Θεία Ευχαριστία συνδυάζεται μετά της ενότητος εν τη ορθοδοξία»,[57] η τυχόν συμπροσευχή με αιρετικό αποτελεί λειτουργική εκτροπή.
5.      Είναι λοιπόν προφανές ότι για την Εκκλησία μας ο λατρευτικός χώρος δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως χώρος απλής επικοινωνίας και κοινωνικής αναστροφής, αλλά είναι ουσιωδέστατος και άπτεται της ίδιας της φύσεώς της.  Έτσι μπορούμε να ερμηνεύσουμε «τον αποτροπιασμόν, τον οποίον ησθάνοντο οι Ορθόδοξοι έναντι της από κοινού τελέσεως της Θ. Λειτουργίας μετά των ετεροδόξων, μετά των οποίων, κατά το φαινόμενον τουλάχιστον, μόλις είχον συνομολογήσει την Ένωσιν (Φερράρας-Φλωρεντίας)»[58], ή την άρνηση του Αγ. Αλεξάνδρου Αλεξανδρείας να συλλειτουργήσει με τον  Άρειο.
Για τη συνείδηση των Αγίων δε χωρεί κοινωνική ευγένεια και αβροφροσύνη στη Λατρεία: η «εν Εκκλησίαις» υποδοχή και συμπροσευχή με εκπρόσωπο της αιρετικής «συναγωγής», ωσάν να ήταν  κανονικός Επίσκοπος, δεν μπορεί να γίνει εκκλησιολογικά αποδεκτή, διότι έτσι νομιμοποιείται η αίρεση.
Το γεγονός της αναγνωρίσεως, εν τη λατρεία, της αιρέσεως ως κάποιας άλλης «Εκκλησίας», που υφίσταται νόμιμα – από εκκλησιαστικής απόψεως – και παράλληλα με τη «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική» αποτελεί τη βάση για την ανάπτυξη της «θεωρίας των κλάδων»[59], που οδηγεί σε  εκκλησιολογική  εκτροπή.
6.      Τέλος, όταν αποδέχομαι χωρίς κανένα ενδοιασμό ή περιορισμό τους αιρετικούς σε συμπροσευχή παραβλέποντας τις πολλές και ουσιώδεις διαφορές σε θέματα πίστεως, στην πράξη περιφρονώ τους αγώνες της Εκκλησίας και των Αγίων της για τη διαφύλαξη ακαινοτόμητης της πίστεώς μας,  υποτιμώ την αξία του ορθού δόγματος, τελικά εξισώνω την Αλήθεια με την πλάνη. Με άλλες λέξεις θεωρώ την πλανεμένη διδασκαλία ως μία άλλη νόμιμη εκδοχή και δυνατότητα ερμηνείας της Ευαγγελικής Αλήθειας. Μια τέτοια προσέγγιση της εκκλησιαστικής ζωής ασφαλώς οδηγεί και σε δογματική εκτροπή.
Συμπερασματικά: η αυστηρή στάση των αγίων Πατέρων έναντι των συμπροσευχών με αιρετικούς είναι συνέπεια της περί Εκκλησίας  διδασκαλίας τους.
Β.  Λόγω της μεγάλης αγάπης προς τον άνθρωπο: ΛΟΓΟΙ ΑΓΑΠΗΣ
Η συμπροσευχή με αιρετικούς είναι  ποιμαντική εκτροπή
Η βάση της Χριστιανικής ηθικής είναι η αγάπη προς τον άλλον, όποιος και αν είναι αυτός. Και αυτή την ύψιστη αρετή υπηρέτησαν οι Άγιοι της Εκκλησίας μας. Η αγάπη αυτή εκδηλωνόταν όχι μόνο στην φροντίδα τους για την κάλυψη των υλικών αναγκών, αλλά πρώτιστα για την απελευθέρωσή τους από τα δεσμά της πλάνης και του ψεύδους. Διότι ποιο το όφελος για τον άνθρωπο να κερδίσει όλον τον κόσμο, αλλά να ζει όλη του τη ζωή λάθος, με ψεύτικη ελπίδα και εσφαλμένη προοπτική ; Άλλωστε, έργο της Εκκλησίας και των Αγίων της δεν είναι η λύση του κοινωνικού προβλήματος και η αξιοπρεπής διαβίωση του λαού, αλλά κυρίως η υπέρβαση του έσχατου εχθρού του ανθρώπου, του θανάτου,  δια της Αναστάσεως Ιησού Χριστού.
Αυτή η διακονία της αγάπης «εν αληθεία»[59a] και της αληθείας «εν αγάπη»[59b] υπηρετείται με την αυστηρή προσήλωση των Αγίων στην παρακαταθήκη της  πίστεως που έλαβαν και στην ακριβή και αλάνθαστη μεταλαμπάδευσή της στην ιστορία. Γι’ αυτό και βλέπουμε τόση προσοχή στην διατύπωση του δόγματος  και αυστηρότητα στους παραχαράκτες του αιρετικούς.
1. ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ: Η Εκκλησία, λοιπόν, απαγορεύοντας τη συμμετοχή σε συμπροσευχές με αιρετικούς θέλει να προφυλάξει τα ίδια μέλη της και μάλιστα τους ασθενέστερους στην πίστη από την πλάνη της αιρέσεως.
α)  Λέει χαρακτηριστικά ο Άγ. Νεκτάριος για όσους εύκολα μπορεί να αλλοτριωθούν στην πίστη από την αναστροφή με αιρετικούς: «η εξωτερική ακοινωνησία διασώζει την εσωτερική αλλοτριότητα»[60]
      Και «αλλοτριότητα» έχουμε όταν:
§         ο πιστός αρνηθεί την ευαγγελική Αλήθεια και προσχωρήσει στη δαιμονική πλάνη,
§         αλλοιωθεί το ορθόδοξο αισθητήριο και πάψει να διακρίνει την αλήθεια από το ψέμα,
§         θεωρήσει την Εκκλησία και την αίρεση ως ισότιμους ατραπούς προς το Θεό,
§         νομίσει ότι η ορθοδοξία και οι άλλες αιρετικές ομολογίες τιμούν το ίδιο ευάρεστα το Χριστό,
§         θεωρήσει τη «μία Εκκλησία» ως μία από τις πολλές «άλλες»,
§         ταυτίσει την Ορθοδοξία με  την άρνησή της.
β)  Πολλές φορές, όμως, οι συμπροσευχόμενοι με αιρετικούς είναι αξιόλογοι θεολόγοι ή Επίσκοποι με μεγάλη θεολογική κατάρτιση, είναι «δυνατοί και θερμοί και στερεοί στην πίστη»[61] που κατά τεκμήριο δε διατρέχουν τέτοιο κίνδυνο «αλλοτριότητος». Όταν τέτοιος φόβος δεν υπάρχει, μήπως τότε επιτρέπεται η συμπροσευχή με αιρετικούς ;
      ΑΣΦΑΛΩΣ  ΟΧΙ,  διότι – εκτός των άλλων λόγων:
1)η συμπεριφορά τους αυτή είναι βέβαιο ότι θα αμβλύνει στη συνείδηση του ποιμνίου τους «την έννοια της αιρέσεως ως όλως ασυμβιβάστου προς την Αλήθειαν της Εκκλησίας και ως προξένου ψυχικής απωλείας … Εάν οι ποιμένες της Εκκλησίας υιοθετήσουν μίαν συγκριτιστικήν στάσιν έναντι της αιρέσεως, το … ποίμνιον θα απωλέση την ομολογιακήν του ευαισθησίαν και ευκόλως θα υποπέση εις την αίρεσιν»[62] 
2)Επιπλέον δε, η αντίθετη με τους Ι. Κανόνες συμπεριφορά του ποιμένα  «καν μη τα εκείνων (των αιρετικών) φρονή, αλλά γε πολλοίς σκανδάλου δίδωσιν αφορμήν και υπόνοιαν καθ’ εαυτού»,[63] καθώς και «δια το λογίζεσθαι τούτον τοις απίστοις ομόφρονα».[64] Μία τέτοια – εσφαλμένη έστω – εντύπωση ότι ο Επίσκοπος ή ο θεολόγος είναι «τοις απίστοις  ομόφρων», ότι συμφωνεί και ανέχεται την αίρεση ή δεν ορθοτομεί «τον λόγον της αληθείας», γίνεται αφορμή για την «αλλοτριότητα» των πιστών και τότε … «ουαί τω ανθρώπω εκείνω δι ου το σκάνδαλον έρχεται». Αλλοίμονο στους ποιμένες που με απρόσεκτες ενέργειές τους κλονίζουν την εμπιστοσύνη του λαού στην Ιεραρχία και τον σκανδαλίζουν! Όταν μάλιστα οι καταστάσεις οξυνθούν και οι παραβάσεις των Ι. Κανόνων γίνουν αφορμή για σχίσμα στο σώμα του Χριστού[65], τότε δεν έχει καμία ευθύνη ο «δυνατός», αλλά απρόσεκτος εκείνος ποιμένας;  Αντίθετα, η τήρηση των Ι. Κανόνων προστατεύει όλους μας και δεν κάνει καμία ζημιά σε κανένα…
2. ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ: Ίσως εκ πρώτης όψεως φαίνεται παράδοξο ότι η απαγόρευση των συμπροσευχών με αιρετικούς προέρχεται από την αγάπη της Εκκλησίας στους ίδιους τους αιρετικούς. Όμως:
 
α) Ο Αγ. Ιωαν. Χρυσόστομος είναι σαφής: «Αγάπην δείκνυσιν γνησίαν ου κοινωνία τραπέζης, ουδέ πρόσρησις υψηλή, ουδέ κολακεία ρημάτων, αλλά το διορθώσαι και σκοπήσαι το συμφέρον του πλησίον και τον πεπτωκότα διαναστήναι»[65a].
Όταν αποδέχομαι πλήρως τον αιρετικό σε συμπροσευχή, ωσάν να είναι κανονικό μέλος της Εκκλησίας, ωσάν να μη ζει μακριά από την Αλήθεια, δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι θα εφησυχάσει και θα συνεχίζει να παραμένει στην πλάνη του; Δεν είναι σαν να συμφωνώ μαζί του ότι και έξω από τη «Μια Εκκλησία» μπορεί να υπάρχει υγιής και σωτήρια σχέση με τον Κύριό μας; Υπάρχει περίπτωση  η συμπεριφορά μου αυτή να τον προβληματίσει, ώστε  αυτός να επανεξετάσει την επιλογή του;
β)   Όταν όμως με αγάπη, διάκριση και σεβασμό στο πρόσωπό του, του εξηγήσω τις δυσκολίες που – δυστυχώς – υπάρχουν και εμποδίζουν την πνευματική μας επικοινωνία και προπαντός την ενώπιον του Θεού παράστασή μας σε κοινή προσευχή, αν έχει καλή διάθεση, δεν υπάρχουν περισσότερες ελπίδες ο συνάνθρωπός μας να εκτιμήσει τη συμπεριφορά μας και να ωφεληθεί ουσιαστικά; Ασφαλώς αυτός θα στενοχωρηθεί – όπως και εμείς – αλλά μήπως αυτή η θλίψη εις χαράν γεννήσεται;
Όσοι έχουμε επισκεφθεί το Άγ. Όρος [65b] έχουμε ζήσει πως οι ετερόδοξοι εισπράττουν την αγάπη της Εκκλησίας μας που κρύβεται πίσω από την αυστηρότητα αυτή και δεν παρεξηγούν κανένα.[65c] Αντιθέτως, ίσως έχουμε γευθεί αλλού τις συνέπειες της πλαδαρότητας και της περιφρονήσεως της κανονικής παραδόσεως της Εκκλησίας μας …
Σε τελική ανάλυση εμείς, περιφρονώντας τη μακραίωνη εκκλησιαστική τάξη, νομίζουμε ότι δείχνουμε περισσότερη αγάπη από τη  Μάνα μας Εκκλησία και τους Αγίους μας ;  Ας προβληματισθούμε απλά!
 
3.   ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΤΕΡΟΔΟΞΟΥΣ
Τέλος, οι κατά παράβαση των Ι. Κανόνων συμπροσευχές με αιρετικούς, όχι μόνο δεν ωφελούν την Οικουμενική Κίνηση και το έργο της ενώσεως και της καταλλαγής,  αλλά αντιθέτως το ζημιώνουν: α) με τη συσκότιση των πραγμάτων και το βαυκαλισμό των ετεροδόξων με κενές ελπίδες, και β) με τη μεγάλη αντίδραση εκ μέρους σοβαρών παραγόντων της Ορθοδόξου Εκκλησίας (Αρχιερείς, Αγ. Όρος, Ι. Μονές, Κληρικοί, Θεολόγοι) αλλά και μεγάλων τμημάτων του πιστού λαού [65d], που βλέπει με πολλή δυσφορία και  περίσκεψη (μέχρι καχυποψίας) την προς το Κοινό Ποτήριο πορεία.[65e]. Διότι τελικά, ποιος θα διαφωνήσει ότι «η Ένωσις δύο Εκκλησιών δεν είναι ζήτημα συμπτώσεως των αντιλήψεων ολίγων ή πολλών εκατέρωθεν ατόμων, αλλά ταυτότης πίστεως του συνόλου εκατέρων εξ αυτών. Όπως επιγραμματικότατα διετυπώθη υπό του Μητροπολίτου Αθηνών Μελετίου, εν Λονδίνω κατά το έτος 1919, η Ένωσις «δεν πρέπει να είναι μία απλή συμφωνία μεταξύ των Ιεραρχών, αλλά ένωσις της πίστεως και των καρδιών του λαού».[66]
Από την άλλη πλευρά,  αν οι Ορθόδοξοι κληρικοί ήσαν «όσω το δυνατόν εφεκτικοί (=διστακτικοί) εν ταις λατρευτικαίς μετά των ετεροδόξων συνάξεσιν, ως αντικειμέναις προς τους ιερούς κανόνας και αμβλυνούσαις την ομολογιακήν ευθιξίαν των Ορθοδόξων», όπως συστήνει ο Πατριάρχης   Αθηναγόρας, δεν θα εύρισκαν την κατανόηση των συνομιλητών τους ετεροδόξων ; Μήπως εξ αιτίας αυτής της συνεπούς και έντιμης τακτικής θα κινδύνευε να διακοπεί ο θεολογικός Διάλογος! Ασφαλώς όχι!
Στ.   Επιτρέπεται «κατ’ οικονομία» η συμπροσευχή;
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η κατ’ ακρίβεια πράξη της Εκκλησίας μας είναι σαφής και κατηγορηματική: «ου δει αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι». Για όσους περιφρονούν αυτήν την τάξη τα επιτίμια είναι ιδιαιτέρως σοβαρά: καθαίρεση για τους κληρικούς, αφορισμός για τους λαϊκούς. Βέβαια πολλές φορές η ποιμαντική μέριμνα και φροντίδα, αλλά και η ποιμαντική σύνεση επιβάλλουν την κατ’ οικονομίαν αναστολή της εφαρμογής κάποιων κανονικών διατάξεων χάριν της σωτηρίας των ανθρώπων. Θα πρέπει όμως να γίνει σαφές ότι αυτό πρέπει να γίνεται υπό όρους. Διότι η χρήση της Εκκλησιαστικής Οικονομίας δε σημαίνει περιφρόνηση της ακρίβειας, καταστρατήγηση των Ι. Κανόνων και αυθαιρεσία. Προπαντός, δεν μπορεί να γίνει κατ’ οικονομία σχετικοποίηση της Αλήθειας και ελαχιστοποίηση της ορθής Πίστεως.
Επειδή όμως το θέμα είναι μεγάλο και ιδιαίτερα λεπτό θα αναφερθούμε στο β΄ μέρος της εργασίας. Στη συνάφεια αυτή θα εξετασθούν και οι σχετικές απόψεις του Αγ. Ιωάννου της Κλίμακος, του Πατριάρχου Γενναδίου Σχολαρίου και των εγκρίτων κανονολόγων Δημητρίου Χωματηνού, Ιωάννη Κίτρου και Θεοφύλακτου Βουλγαρίας.                                                                                                                                                                                                 
Η παρούσα εργασία αφιερούται στη μνήμη του κατηχητού  Γεωργίου Ξ. Οικονόμου, του πρώτου διδάξαντός με τους  Ι. Κανόνες στα μαθήματα του Μέσου Κατηχητικού Σχολείου της Αναπλαστικής Σχολής Πατρών. Ολοκληρώθηκε στην Πάτρα 15.3.2008.
Σημειώσεις

[1]  Ματθ. ζ΄ 15,  Πράξεις  κ΄ 29,  Β΄ Κορ.  ια΄ 13, Β΄ Πέτρ.  β΄ 1, Α΄ Ιωαν. β΄ 18,  Β΄ Ιωαν.  7
[2]  Τιτ. γ΄ 10, Β΄ Ιωαν. 10-11
[3]   Καψάνη Γεωργ., Η ποιμαντική Διακονία κατά τους Ιερούς Κανόνας, Αθήνα 2003, σ. 155-165.
[4]   Αγ. Νεκταρίου Κεφαλά,  Ευγενίου Βουλγάρεως: Σχεδίασμα περί της Ανεξιθρησκείας   Αθήναι 20002, σ. 21.
[5]    Οι αγώνες των μοναχών υπέρ της Ορθοδοξίας, έκδοσις Ι. Μ. Οσ. Γρηγορίου, Αγ. Όρος 2003, σ.362.
[6]  «σχισματικοί ονομάζονται εκείνοι  οπού διαφέρονται προς την Καθολικήν Εκκλησίαν, όχι διά δόγματα πίστεως αλλά διά κάποια ζητήματα εκκλησιαστικά και ευκολοϊάτρευτα» Αγ. Νικόδημος Αγιορείτης, ερμηνεία εις τον Α΄ Κανόνα του Μ. Βασιλείου, Πηδάλιο, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 588.
Επειδή όμως τα όρια μεταξύ σχίσματος και αιρέσεως δεν ήταν ευδιάκριτα «το σχίσμα συγχέεται προς την αίρεσιν χρησιμοποιούμενον πολλάκις αντί εκείνης», Ζηζιούλα Ιωαν., Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θ. Ευχαριστία και τω Επισκόπω κατά τους τρεις πρώτους αιώνας, εν Αθήναις 19902, σ. 121 .
[7]   ε. α. σ. 361-376.
[8]   Ιω. Σταματάκου, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Αθήναι 1972,  σελ. 950.
[9]   G.W.H. Lampe,  A Patristic Greek Lexicon, Oxford 1961, σ. 1290, 1325-1326.
[10]  Ασφαλώς μόνο η ταυτόχρονη παρουσία στον ίδιο τόπο, χωρίς να συντρέχουν και άλλες προϋποθέσεις, δεν είναι ικανή για να συντελεσθεί συμπροσευχή π.χ. ο προφήτης Ηλίας  στο Καρμήλιο όρος με τους ιερείς του Βάαλ (Γ΄ Βασιλ. ιη΄ 36), ο προφήτης Ιωνάς στο καράβι προς Θαρσίς  (Ιωνά α΄ 5), ο  Απ.  Παύλος στην φυλακή παρουσία των άλλων δεσμίων (Πραξ. ιστ΄25), η Ρωσική αντιπροσωπεία στον Ι. Ν. Αγ. Σοφίας  Κωνσταντινουπόλεως, πριν εκχριστιανισθούν οι Ρώσοι.
[11]   βλ. κανών ΞΔ’ Αποστολικός («εισέλθοι…προσεύξασθαι») και κανών Θ’ της εν Λαοδικεία («ευχής ή θεραπείας ένεκα»).
[12]    κανών ΜΕ’ Αποστολικός «ως Κληρικοίς ενεργήσαί τι«.
[13]    Θεοδωροπούλου Επιφ., Τα δύο άκρα («Οικουμενισμός» και «Ζηλωτισμός») εν Αθήναις 1986, σ. 187
[14]  άρθρο Παν. Ανδριόπουλου, θεολόγου,  με τίτλο «Η Πάτρα, οι Καθολικοί  και ο π. Κύριλλος» εις εφημερίδα ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ ΠΑΤΡΩΝ 16.4.07 και στο διαδίκτυο: http://www.alopsis.gr/alopsis/andriop.htm.
[15]    Ζήση Θεοδ., Για την συμπροσευχή Πατριάρχου και Πάπα. ποία Σύνοδος θα επιβάλει την κανονικότητα;, Θεοδρομία, 6 (2004) σ. 174,. Επίσης «παρά το γεγονός ότι ορισμένοι κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας προβληματίζουν ορισμένους Ορθοδόξους εάν είναι εφικτή η μετά των ετεροδόξων συμπροσευχή, αναγνωρίστηκε ότι η Ορθόδοξη κανονική παράδοση στο σύνολό της χαρακτηρίζεται μάλλον από διάκριση και φιλανθρωπία. Η μόνη Κοινή προσευχή που ρητά απαγορεύεται είναι η ευχαριστηριακή». (Διεθνές Επιστημονικό Συμπόσιο» Θεσσαλονίκη 1-3 Ιουνίου 2003 (Θεοδρομία, 5, (2003) σ. 302-303). 
       «Υστερα από 2.000 χρόνια εκκλησιαστικής ιστορίας για μία ακόμη φορά η σημασία των όρων οδηγεί σε συγκρούσεις. Η συμπροσευχή για τους υπεύθυνους ορθοδόξους σημαίνει κοινή Θεία Ευχαριστία, η οποία δεν υπάρχει, για τους φλογερούς της πίστεως και η “καλημέρα” στον διάλογο φαίνεται ότι είναι αιρετική» εφημερίδα Το ΒΗΜΑ, 17.3.2002, σ. A25, Κωδικός άρθρου: B13517A251.
[16]  «Δεν δύνανται να εφαρμοσθούν σήμερον και πρέπει να τροποποιηθούν αι διατάξεις αι κανονίζουσαι τας σχέσεις των Ορθοδόξων Χριστιανών προς τους ετεροδόξους και ετεροθρήσκους. Δεν δύναται η Εκκλησία να έχη διατάξεις απαγορευούσας την είσοδον εις τους Ναούς των ετεροδόξων και την μετ’ αυτών συμπροσευχήν καθ’  ήν στιγμήν αύτη διά των εκπροσώπων αυτής προσεύχεται από κοινού μετ’  αυτών δια την τελικήν ένωσιν εν τη πίστει, τη αγάπη, τη ελπίδι. Περισσοτέρα αγάπη πρέπει να “αρδεύση” πολλάς κανονικάς διατάξεις “προς ζωογονίαν”. Επιβάλλεται τροποποίησις ωρισμένων διατάξεων επί το φιλανθρωπότερον και ρεαλιστικώτερον». Αρχοντώνη Βαρθολομαίου (νυν Οικουμενικού Πατριάρχου), Περί την κωδικοποίηση των Ι. Κανόνων και των κανονικών διατάξεων εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 73.
[17]  «Ομόφωνη η γνώμη των Αγίων: Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ! Απάντηση σε άρθρο του κ. Παν. Ανδριόπουλου» στο διαδίκτυο: www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=592 & www.oodegr.com/oode/papismos/airesi1.htm και εις εφημερίδα ΑΛΛΑΓΗ ΠΑΤΡΩΝ  3.5.07, εφημερίδα  ΗΜΕΡΑ ΠΑΤΡΩΝ 22, 24.5.07, περιοδικό ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ τ. 53/ Μάρτ-Απρ. 2007, σελ. 4-7. Επίσης,  στην έκδοση: Οι αγώνες των μοναχών υπέρ της Ορθοδοξίας, έκδοσις Ι. Μ. Οσ. Γρηγορίου, Αγ. Όρος  2003 σ. 205-341, παρατίθενται οι απόψεις πληθώρας Αγίων και Διδασκάλων της Εκκλησίας μας (άνω των 40 προσώπων) που κατήγγειλαν τις αιρετικές παπικές καινοτομίες. Μάλιστα ορισμένοι από αυτούς έδωσαν και το αίμα τους για την Ορθόδοξη Πίστη. Περιεκτική είναι και η  εργασία του Θεολόγου Παναγ. Σημάτη, Είναι αίρεση ο Παπισμός; Τι λένε Οικουμενικές Σύνοδοι και Πατέρες, υπόμνημα-ερώτημα στην επί των Νομοκανονικών Επιτροπή της Ιεράς Συνόδου, Αίγιο 2007.
[18] «Οι σχισματικοί ευρίσκονται έξω της Εκκλησίας και συνεπώς δεν δύναται να γίνη λόγος περί μετοχής αυτών εις την σφαίραν του σώματος του Χριστού. Εντεύθεν και δεν υφίσταται ουσιώδης διάκρισις εξ επόψεως εκκλησιολογικής μεταξύ του σχίσματος και της αιρέσεως … αμφότερα κείνται εκτός της Εκκλησίας. Δεδομένου ότι η Εκκλησία είναι το μοναδικόν σώμα του Χριστού, ο εκτός της Εκκλησίας ευρισκόμενος κείται εκτός του Χριστού και εκτός της σωτηρίας» Ζηζιούλα Ιωάν. ε.α. σ. 133.
[19]   Πραξ. κστ΄ 29,  Ρωμ. θ΄ 3,  Β΄ Κορινθ. ιγ΄ 7, 9,  Ιακ. ε΄ 16,  Γ΄ Ιωαν. 2
[20]  «Ότι ου δεί εν τοις οίκοις προσφοράν γίνεσθαι παρά επισκόπων ή πρεσβυτέρων» βλ. και κανόνα ΙΒ΄ της ΑΒ΄ Συνόδου.
[21]   ερμηνεία στον ΜΕ΄ Αποστολικό Κανόνα, PG 137, 129Β,  βλ.  ερμηνεία στον ΞΔ΄ Αποστολικό Κανόνα, PG 137, 165Α
[22]    ερμηνεία στον Στ΄ Κανόνα της εν Λαοδικεία, PG 137, 1349Β
[23]    ερμηνεία στον Β΄ Κανόνα της εν Αντιοχεία, PG 137, 1281Β.
[24] ΛΕ΄ ερώτησις του Αγιωτάτου Πατριάρχου Αλεξανδρείας Κυρίου Μάρκου και απόκρισις Θεοδώρου Βαλσαμών, εις Ράλλη-Ποτλή, Σύνταγμα των Θείων και Ι. Κανόνων, εν Αθήναις 1859, τ. 4ος  σελ. 476.
[25]   εις Ράλλη-Ποτλή, ε.α. τ. 4ος  σελ. 459-460.
[26]   ερμηνεία στον Θ΄ Κανόνα του Αγ. Τιμοθέου Αλεξανδρείας, εις Ράλλη-Ποτλή, ε.α. τ. 4ος  σελ. 336.
[27]   ερμηνεία στον ΜΣτ΄ Αποστολικό Κανόνα, PG 137, 129C.
[28]   ερμηνεία στον ΞΔ΄ Αποστολικό Κανόνα, PG 137, 165ΒC
[29]   ερμηνεία στον Ο΄ Αποστολικό Κανόνα, PG 137, 181ΒC
[30]   ερμηνεία στον Στ΄ Κανόνα της εν Λαοδικεία,  PG 137, 1349Β
[31]   ερμηνεία στον ΞΔ΄ Αποστολικό Κανόνα, PG 137, 168Α
[32]   ερμηνεία στον Στ΄ Κανόνα της εν Λαοδικεία, PG 137, 1349Β
[33]   ερμηνεία στον ΛΘ΄ Κανόνα της εν Λαοδικεία, PG 137, 1393Β
[34]   ερμηνεία στον ΛΓ΄ Κανόνα της εν Λαοδικεία, PG 137, 1381C
[35]   Ράλλη-Ποτλή, ε.α. τ. 6ος σ. 173
[36]   Σύνταγμα κατά στοιχείον Κ, εις Ράλλη-Ποτλή, ε.α. τ. 6ος  σ.334
[37]   ερμηνεία στον ΜΕ΄ Αποστολικό, εις Πηδάλιον, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 50-51
[38]   απόκρισις γ΄ εις Ράλλη-Ποτλή, ε.α. τ. 4ος  σ. 431δ
[39]   εις Ράλλη-Ποτλή, ε.α. τ. 1ος  σ. 118,  261-274
[40]  Ιω. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, εν Αθήναις 1953, σ. 905-925
[41]  Εγκύκλιος προς τους Προκαθημένους των Ορθοδόξων Εκκλησιών (31 Ιανουαρίου 1952), εις Καρμίρη, ε.α. σ. 962-963
[42]  «Τι λοιπόν θα τους σιχαθούμε ή θα τους καταρασθούμε;  Φυσικά όχι. Θα προσπαθήσουμε όμως με όλες μας τις δυνάμεις να μη μολυνθούμε με την εκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους … δεν πρέπει όμως να τους θεωρούμε εχθρούς μας ή να τους μισούμε – έστω και αν αυτοί πάντοτε λυσσομανούν εναντίον μας – διότι ήταν κάποτε αδελφοί μας …ας τους ευσπλαχνιζόμαστε λοιπόν, ας τους αγαπάμε και ας μη παύσουμε ποτέ να προσευχώμαστε γι’ αυτούς» (ιερομόναχος Ιώβ Ιασίτης, εις Οι αγώνες των μοναχών υπέρ της Ορθοδοξίας, έκδοσις Ι. Μ. Οσ. Γρηγορίου, Αγ. Όρος  2003 σ. 230.
[42β] Δ. Στανιλόαε, Για ένα ορθόδοξο Οικουμενισμό, Ευχαριστία-Πίστη-Εκκλησία (Το πρόβλημα της intercommunion), Πειραιεύς 1976, σ. 101-102
[43]  πρβλ. την στάση των αββάδων Αρσενίου, Ποιμένος και Λωτ,  εις Γεροντικόν, έκδοσις Αστέρος, εν Αθήναις 19702, σ. 62, 92.
[44]   βλ.  κανών ΛΓ΄ Αποστολικός.  Επίσης «αι δογματικαί διαφοραί ως αναγόμεναι προς μόνον το κεφάλαιον της πίστεως αφίενται ελεύθερον και απρόσβλητον το της αγάπης κεφάλαιον· το δόγμα δεν καταπολεμεί την αγάπην. Η δε αγάπη χαρίζεται τω δόγματι, διότι πάντα στέγει, πάντα υπομένει. Η χριστιανική αγάπη εστιν αναλλοίωτος, δι’  ο ουδ’  η των ετεροδόξων χωλαίνουσα πίστις δύναται να αλλοιώση το προς αυτούς της αγάπης συναίσθημα … η αγάπη ουδέποτε χάριν δογματικής τινός διαφοράς πρέπον να θυσιάζεται»,  Αγ. Νεκταρίου Κεφαλά, Μάθημα Ποιμαντικής, Θεσσαλονίκη 1974,  σ. 192.
[45]  Κοτσώνη Ιερ. Η κανονική άποψις περί της επικοινωνίας μετά των ετεροδόξων (intercommunio), εν Αθήναις 1957,  σ. 268-271
[46]    Αγ. Νεκταρίου,  Ευγενίου Βουλγάρεως: Σχεδίασμα περί της Ανεξιθρησκείας   Αθήναι 20002, σ. 21.
[47]    Ρωμ. ιβ΄ 5, Α΄ Κορινθ.  ιβ΄ 12-28, Εφεσ. α΄ 22-23 δ΄ 12,16, ε΄ 23, 25-27,  Κολοσ. α΄ 18.
[48]    Μιλόσεβιτς Νένταντ,  Η Θ. Ευχαριστία ως κέντρο της Θ. Λατρείας, Θεσσαλονίκη, 2001, σ.σ. 334
[49]     Νικολάου Καβάσιλα, εις την Θ. Λειτουργίαν, ΛΔ΄,   ΕΠΕ 22, 190
[50]   Θεοδωροπούλου Επιφ., ε.α. σ. 46, Ζηζιούλα Ιωάν., Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θ. Ευχαριστία και τω Επισκόπω κατά τους τρεις πρώτους αιώνας, εν Αθήναις 19902   σ.σ. 211. Επίσης «Το μυστήριο της Εκκλησίας και της Ευχαριστίας υπό το φως του Μυστηρίου της Αγ. Τριάδος» Κείμενο Β΄ Συνελεύσεως της Μικτής Επιτροπής Θεολογικού Διαλόγου, Μόναχο 30.6-6.7.1982, και «Πίστις, μυστήρια και ενότης της Εκκλησίας» κείμενο της Δ΄ Ολομελείας Επιτροπής Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, Μπάρι  1987,  εις Παπαδοπούλου Αντ. Θεολογικός Διάλογος Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών (Ιστορία-Κείμενα-Προβλήματα), Θεσσαλονίκη, 1993, σ. 45-61 και 86-103.
[50a] Αναλυτικά για τη «διακοινωνία» (intercommunion) βλ. Δ. Στανιλόαε, Για ένα ορθόδοξο Οικουμενισμό, Ευχαριστία-Πίστη-Εκκλησία (Το πρόβλημα της intercommunion), Πειραιεύς 1976, σσ. 116, Γ. Γαλίτη, Intercommunion, Το πρόβλημα της μυστηριακής κοινωνίας μετά των ετεροδόξων εξ επόψεως ορθοδόξου, βιβλική και εκκλησιολογική μελέτη, Αθήναι, 1966, σσ. 63, Α. Θεοδώρου, Η Intercommunion εξ επόψεως ορθοδόξου Συμβολικής, ήτοι σχέσεις Ορθοδόξων και ετεροδόξων, Αθήναι 1971.
[50b] Π. Νέλλα, πρόλογος στην έκδοση Δ. Στανιλόαε, Για ένα ορθόδοξο Οικουμενισμό, Ευχαριστία-Πίστη-Εκκλησία (Το πρόβλημα της intercommunion), Πειραιεύς 1976, σ 12-13.
[51]     Κοτσώνη Ιερ.  ε.α. σ. 89
[52]     Ερμηνεία στον Στ΄ Κανόνα της εν Λαοδικεία,  PG 137, 1349Β.
[53] «δια την αρχαίαν Εκκλησίαν και μάλιστα την Ανατολικήν, η ορθή πίστις απετέλει απαραίτητον προϋπόθεσιν δια την συμμετοχήν εις την Θ. Ευχαριστίαν της Εκκλησίας» W. Elert, Abendmahl und Kirchen gemeinschaft in der alten Kirche hauptsaechlich des Ostens, 1954,  εις   Ζηζιούλα  Ιωαν. ε.α. σ. 116.
[54]    Κατά αιρέσεων 18, 5, εις  PG 7, 1028
[55]    Ζηζιούλα  Ιωαν. ε.α. σ. 116-117
[56]    Ιερομονάχου Γρηγορίου, Η θεία Λειτουργία, Σχόλια, 19852, σ. 250-252
[57]    Ζηζιούλα  Ιωαν. ε.α. σ. 121
[58]    Κοτσώνη Ιερ., ε.α. σ. 101-107.
[59] Είναι χαρακτηριστικό ότι η απλή διά επιστολής επικοινωνία του Οικουμενικού Πατριάρχου με τον Αρχιεπίσκοπο Καντέρμπουρυ κατά το 1869, αξιολογήθηκε από τους Αγγλικανούς ως «λίαν φιλική και χριστιανοπρεπής αναγνώρισις εκ μέρους του (Οικουμενικού Θρόνου) περί της θέσεως της Εκκλησίας της Αγγλίας ως κλάδου της παγκοσμίου Εκκλησίας του Χριστού», Κοτσώνη Ιερ., ε.α. σ. 197.
[59a] 1 Ιωαν. 3, 18.
[59b] Εφεσ. 4, 15.
[60]    Αγ. Νεκταρίου, ε.α. σ. 20.
[61]    Αγ. Ιωάννου Κλίμακος, Λόγος  ΛΑ΄ προς ποιμένα, παρ. 65.
[62]    Καψάνη Γ., ε.α.  σ. 160
[63]    Ζωναράς, ερμηνεία στον Ο΄ Αποστολικό Κανόνα, PG 137, 181ΒC
[64]    Βαλσαμών, ερμηνεία στον ΟΑ΄ Αποστολικό Κανόνα, PG 137, 181D
[65]  Προσφώνηση του Σεβ. Μητροπολίτου Καλαβρύτων προς τον Καρδινάλιον Walter Kasper (Αθήνα, 11.2.2003), εις  Ζήση Θεοδ.  Ανησυχητικές εξελίξεις, Θεοδρομία, 5 (2003), σ. 281.
[65a] PG 54, 623.
[65b] Βαρθολομαίου, Μητροπολίτου Φιλαδελφείας (νυν Οικουμενικού Πατριάρχου), Ο μοναχισμός και η επανένωσις των διηρημένων Χριστιανών, εν Συμπόσιον Πνευματικόν επί χρυσώ Ιωβηλαίω Ιερωσύνης του Μητροπολίτου Πατρών Νικοδήμου (1939-1989), Αθήναι 1989, σ. 655 : « το Άγιον Όρος το οποίον φημίζεται διά την συντηρητικότητά του εις τοιαύτα θέματα πίστεως, δεν είναι εις το βάθος αντιοικουμενικόν, έστω και αν εκεί η δογματική αλήθεια βιούται ως πληρότης ζωής και η κανονική ακρίβεια ως έκφρασις αληθούς αγάπης, ως λέγουν οι ίδιοι οι Αγιορείται Πατέρες. Οι οποίοι, δέχονται τους πάντας με περίσσιαν αγάπης, η οποία ακριβώς αισθάνονται ότι τους περιβάλλει τον πλήρη σεβασμόν της αληθείας, άνευ παρεκκλίσεων εξ αυτής … η εμμονή εις την πίστην και την αλήθειαν δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει χώρος διά την κατανόησιν και αγάπην προς εκείνον με τον οποίον διαφωνούμεν», και Archondonis Bartholomeos, The problem of Oikonomia today, Kanon 6(1983), σ. 46 : «Στο Άγιο Όρος πάλι για λόγους αγάπης δεν δίνεται (το αντίδωρο στους ετεροδόξους) με την αιτιολογία ότι με αυτόν τον τρόπο η ίδια ή και μεγαλύτερη ευλογία δίδεται και αυτό είναι πλήρως αποδεκτό από τους θετικά διακείμενους ετεροδόξους επισκέπτες του Άθω»
[65c] «Εγκαλούμε συχνά τους μοναχούς του Αγίου Όρους για την αντίθεση τους στον οικουμενισμό και τους κατηγορούμε ευχαρίστως πως θυσιάζουν την αγάπη χάρη της αλήθειας. Από το πρώτο ταξίδι μας – ενώ ακόμη ήμασταν ρωμαιοκαθολικοί, και η σκέψη να γίνουμε ορθόδοξοι μας ήταν εντελώς ξένη – υπήρξε για μας πολύ εύκολο να εκτιμήσουμε πόσο ξέρουν οι μοναχοί του Όρους να συνδυάζουν μια αγάπη πολύ λεπτή και πολύ περιποιητική προς τα πρόσωπα, όποιες κι αν είναι οι πεποιθήσεις τους κι οπουδήποτε κι αν ομολογιακά ανήκουν, με την ανυποχώρητη στάση σε δογματικά ζητήματα. Εξάλλου, γι’ αυτούς ο πλήρης σεβασμός της αλήθειας είναι ένα από τα πρώτα καθήκοντα, που τους επιβάλλει η αγάπη προς τον άλλο» Π. Deseille, Η πορεία μου προς την Ορθοδοξία, εκδ. Ακρίτας, εν www.oodegr.com/oode/biblia/plakidas1/kef3.htm#25
[65d]  Οι λόγοι του Οικουμενικού Πατριάρχου Δημητρίου προσδιορίζουν επακριβώς το ρόλο του λαού του Θεού: «Η τελική κρίσις εφ’ όλων των εν τω διαλόγω διεξαγωμένων και των εν τέλει επιτευχθησομένων απόκειται μεν εις τας Εκκλησίας, ως διοικούντα και αποφαινόμενα όργανα θείας εμπνεύσεως, αλλά και εις αυτόν τον πιστόν λαόν του Θεού. Ούτος, με το αλάνθαστον κριτήριον της εαυτού πίστεως και την συμμμαρτυρίαν της εαυτού συνειδήσεως, αποδέχεται μεν τα θεαρέστως αποφασιζόμενα, απορρίπτει δε τα μη θεοπρεπώς κατασκευαζόμενα» (Προσφώνησις προς την αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ρώμης την 30.11.1984 στο Φανάρι, εν Επίσκεψις τευχ. 326/1.12.1984).
[65e] O Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός (Χαρκιανάκης) – επί εικοσαετία συμπρόεδρος στον Επίσημο Θεολογικό Διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς – αναφερόμενος σε «λάθη τραγικά» που έχουν γίνει τονίζει σχετικά: «δυστυχώς δημιουργούν πολύ θόρυβο, πολλή ζημία, χωρίς να έχουμε απολύτως κανένα κέρδος. Έτσι δίνουμε την εντύπωση ότι σπεύδουμε να κάνουμε μία Intercommunio, μια μυστηριακή κοινωνία με τους ετεροδόξους … κάνουμε μόνο ζημιά και αντιθέτως δεν βοηθούμε καθόλου τον διάλογο», Στυλιανού, Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας, Ο μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών Θεολογικός Διάλογος. Προβλήματα και προοπτικές, εν Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 29(1986-89), σ. 22-24.
[66]    Κοτσώνη Ιερ., ε.α. σ. 63.