Τρίτη 19 Ιουνίου 2018

π. Θεόδωρος Ζήσης : OPΘOΔOΞIA KAI OIKOΛOΓIA ΠATEPIKEΣ ΘEΣEIΣ


Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης

Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.

 

Ἐπικαιροποίηση - Εἰσαγωγικὰ

Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἐπαναφέρουμε στὴν δημοσιότητα τὸ ἄρθρο μας αὐτὸ ποὺ γράφτηκε πρὶν ἀπὸ εἴκοσι ἑπτὰ ἔτη (27), τὸ 1991, εἶναι ἡ διαρκὴς ἐπέκταση καὶ προβολὴ τοῦ οἰκολογικοῦ κινήματος καὶ ἡ αὔξηση τῶν οἰκολογικῶν ἐκδηλώσεων καὶ προγραμμάτων, μὲ τὰ ὁποῖα οἱ ἱδρυτὲς καὶ ὀργανωτές, ἐνῶ εὐθύνονται οἱ ἴδιοι γιὰ τὰ οἰκολογικὰ δεινά, ὑποκριτικὰ προσπαθοῦν νὰ ἐμφανισθοῦν ὡς «σωτῆρες» τοῦ κόσμου. Στὴν ἐπιδίωξή τους αὐτὴ βρῆκαν δυστυχῶς σύμμαχο καὶ τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἔγινε ὄργανο τῶν νεοταξικῶν καὶ νεοεποχίτικων σχεδιασμῶν, ποὺ στοχεύουν στὴν νόθευση τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν κατάργησή του, ὥστε νὰ περάσουμε στήν «Νέα Ἐποχή» τοῦ Ἀντιχρίστου.

Διαρκῶς πληθαίνουν τὰ στοιχεῖα καὶ οἱ ἀποδείξεις γιὰ τὸ ποιοί βρίσκονται πίσω ἀπὸ τὸ οἰκολογικὸ κίνημα. Ἀνάμεσα σ᾽ αὐτοὺς καὶ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, ὁ ἀποκληθείς «πράσινος πατριάρχης», ποὺ δέχθηκε τὴν ἐπικίνδυνη αὐτὴ στράτευση καὶ τώρα πρωτοστατεῖ. Ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἐπαναδημοσίευση τοῦ ἄρθρου μας στάθηκε ἡ ἀνάγνωση στὸ Διαδίκτυο, στὸν ἱστότοπο ΑΒΕΡΩΦ, ἄρθρου μὲ τίτλο «Ποῦ ὁδηγεῖ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὁ Πατριάρχης;» ὑπὸ τὸ ὄνομα Φαίη, στὶς 30 Μαΐου τοῦ 2018. Πρόκειται γιὰ ἀπομαγνητοφώνηση βίντεο-ντοκιμαντὲρ τοῦ James Corbett μὲ ἐνδιαφέρουσες ἀποκαλύψεις, μέρος τοῦ ὁποίου φέρει τὸν τίτλο «Οἱ πετρελαιολιγάρχες, ὑπὲρ τῆς κλιματικῆς ἀλλαγῆς». Μὲ αὐτοὺς τοὺς ὀλιγάρχες τῆς τρυφῆς, τῆς πολυτέλειας, τῆς ἐκμετάλλευσης τῶν πτωχῶν καὶ ἀδυνάτων, οἱ ὁποῖοι ρυπαίνουν τὸν κόσμο μὲ τοὺς ὑδρογονάνθρακες καὶ τὴν ὑπερεκμετάλλευση τῶν πόρων τῆς γῆς, γιὰ νὰ αὐξάνουν τὰ κέρδη τους καὶ νὰ καλοπερνοῦν αὐτοὶ καὶ οἱ ἀπόγονοί τους, μὲ αὐτὸ τὸ ὑποκριτικό, εἰδωλολατρικό, ἀντιχριστιανικὸ κίνημα συνεργάζεται δυστυχῶς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἡ ἄλλοτε «Ἐκκλησία τῶν τοῦ Χριστοῦ πενήτων».

Μεγάλος σταθμὸς στὴν ἀνάπτυξη τοῦ οἰκολογικοῦ κινήματος ἦταν ἡ «Διάσκεψη γιὰ τὴ γῆ» ποὺ ἔγινε στὸ Ρίο τῆς Βραζιλίας τὸ 1992, προϊὸν τῆς ὁποίας ἦταν ἡ «Χάρτα τῆς γῆς», «ἕνα οἱονεὶ θρησκευτικὸ ἔγγραφο, τὸ ὁποῖο ὁ Μιχαὴλ Γκορμπατσὸφ ποὺ βοήθησε τὸν Μορὶς Στρόνγκ στὸ προσχέδιο τοῦ κειμένου, περιέγραψε ὡς τὴν ἀντικατάσταση τῶν Δέκα Ἐντολῶν καὶ ὅτι ἐπεδίωκε νὰ ὁδηγήσει σὲ μιὰ ἐποχὴ λατρείας τῆς γῆς καὶ παγκόσμιας ὑπευθυνότητας». Εἶναι στοὺς πολλοὺς γνωστὴ ἡ εἰκόνα ποὺ παρουσιάζει τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη μαζὶ μὲ ἄλλους θρησκευτικοὺς ἡγέτες νὰ στέκεται εὐλαβικά, σχεδὸν προσκυνηματικά, μπροστὰ σὲ μιὰ τεράστια ὑδρόγειο σφαίρα, μπροστὰ στὸ εἴδωλο τῆς «Θεᾶς Γῆς» (Γροιλανδία, Σεπτέμβριος 2007).

Λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν Διάσκεψη τοῦ Ρίο, καὶ μὲ στόχο νὰ προσελκυσθοῦν ἢ νὰ ἐνημερωθοῦν καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι γιὰ τὸ νέο αὐτὸ εἰδωλολατρικὸ κίνημα, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, συμβάλλοντας καὶ συμμαχώντας, ὀργάνωσε στὴν Ὀρθόδοξη Ἀκαδημία τῆς Κρήτης «Διορθόδοξο Συνέδριο ἐπὶ τῆς προστασίας τοῦ περιβάλλοντος» ἀπὸ 5-12 Νοεμβρίου τοῦ 1991. Μεταξὺ τῶν εἰσηγητῶν καὶ ὁ γράφων μὲ θέμα: «Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκολογία. Πατερικὲς θέσεις». Ἡ εἰσήγηση ἦταν, ὅπως φάνηκε, ἐκτὸς τῆς γραμμῆς τῶν ὀργανωτῶν, γι᾽ αὐτὸ καὶ βιβλιογραφικὰ ἐξαφανίσθηκε. Τώρα ποὺ οἱ ἐξελίξεις ἐπαληθεύουν τὰ ὅσα τότε εἴχαμε ὑποστηρίξει, ὅτι δηλαδὴ ἡ Οἰκολογία εἶναι ἕνα νεοειδωλολατρικὸ κίνημα, ἀσύμβατο μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν Πατερικὴ Παράδοση, τὴν ἐπαναφέρουμε μέσω Διαδικτύου στὴν δημοσιότητα. Μαζὶ μὲ ἄλλη μας μελέτη μὲ τίτλο «Λιτότης - Ὀλιγάρκεια, Ἑλληνορθόδοξη ἀπάντηση στὴν κοινωνικὴ καὶ οἰκολογικὴ κρίση», δημοσιεύθηκε σὲ τευχίδιο τὸ 1994 στὴν Θεσσαλονίκη, ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον». Ἀμφότερες οἱ μελέτες ἔχουν δημοσιευθεῖ ἐπίσης στό βιβλίο μου «Ἠθικά Κεφάλαια» ἀπό τόν ἴδιο ἐκδοτικό οἶκο.

 
Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκολογία. Πατερικὲς θέσεις

Στό λεγόμενο οκολογικό πρόβλημα ἡ κκλησία χει τόν λόγο της, φο πρόκειται γιά τήν καταστροφή τῆς δημιουργίας, ἡ ποία, ἐ­­­­­ν ἐξῆλθε «λίαν καλή» πό τά χέρια το Θεο, χει τώρα λεηλατηθῆ καί ληστευθῆ στά χέρια το νθρώπου. Ἐν πό τή φύση του κόσμος ­­­­­χει ὡς στόχο νά διακονεῖ καί νά ὑπηρετεῖ τόν νθρωπο, χει τώρα ἐ­­­­ξ­ε­γερ­θῆ ἐναντίον του καί λειτουργεῖ νεξέλεγκτα καί ἐπικίνδυνα, δι­­­­­α­­­μαρτυρόμενος γιά τήν κακή μεταχείριση πού ὑφίσταται. Στήν ν­­­­τιμετώπιση το προβλήματος αὐτοκκλησία μπορεῖ νά παίξει τόν σπουδαιότερο ρόλο καί νά πεῖ τόν σοβαρώτερο λόγο, ἐφ’ σον βέ­­­­­βαια λόγος της, λόγος πνευματικός, εὕρει νταπόκριση στήν ὑλό­­φρο­­να ἐποχή μας καί δέν ἠχήσει εἰς ὦτα μή κουόντων.

1. Ὁ κόσμος χει ξία, ταν σχετίζεται μέ τόν Θεό καί τόν νθρωπο

 
Oἱ Πατέρες τῆς κκλησίας, μέ βάση τήν Ἁγία Γραφή, βλέπουν τόν ὑλικό κόσμο σέ σχέση μέ τόν Θεό καί τόν νθρωπο. Ὁ κόσμος δέν χει νεξάρτητη ὕπαρξη καί ξία. Δημιουργήθηκε πό τό Θεό γιά νά ὑπηρετε τόν νθρωπο στίς ποικίλες του νάγκες. Ὁ νθρωπος ε­­­­­­­­­ναι βασιλεύς τῆς κτίσεως, κορωνίδα τῆς δημιουργίας. Ἡ σωτηρία το νθρώπου καί ὄχι το κόσμου εναι τελικός στόχος τῆς θείας ο­­­­­­­­κονομίας. Ἀπόδοση στόν κόσμο ξίας, χωρίς συσχέτιση πρός τόν Θε­ό, πού τόν δημιούργησε «καλά λίαν»1, καί πρός τόν νθρωπο, γιά τόν ποο δημιουργήθηκε, καταλήγει σέ νέο εδος εδωλολατρείας. Ἡ ὑπερβολική πομένως φροντίδα τν διαφόρων οκολογικν ὀργανώ­σ­ε­­­­­ων γιά τήν σωτηρία το κόσμου, τήν ἴδια στιγμή πού Θεός καί νθρωπος, ὡς πνευματική ὕπαρξη, βρίσκονται στό περιθώριο τν ­­ν­­­­­διαφερόντων ἤ πουσιάζουν παντελς, ρχεται σέ πλήρη ν­τίθεση πρός τήν διδασκαλία το Xριστο, κατά τήν ποία νθρωπος δέν ὠφελεται καθόλου «άν κερδίσῃ τόν κόσμον λον, καί ζημιωθῇ τήν ψυ­­­­χήν αὐτο»2, καί μπίπτει στήν πίκριση το ποστόλου Παύλου πρός τούς εδωλολάτρες, οἱ ποοι «μετήλλαξαν τήν λήθειαν το Θε­­­­ο ν τῷ ψεύδει, καί σεβάσθησαν καί λάτρευσαν τῇ κτίσει παρά τόν κτίσαντα»3.

Σωστή ἱεράρχηση τν πραγμάτων παιτε πρτα τόν σεβασμό το Θεο, κατόπιν το νθρώπου καί τελευταα το κόσμου, ὡς ργου το Θεο καί ὡς ναγκαίου πλαισίου γιά τήν πνευματική τελείωση καί σωτηρία το νθρώπου. Πίσω πό πολλά οκολογικά κινήματα βρί­­­­­­σκει κανείς γκοσμιοκρατικά ὑλιστικά συστήματα, τά ποα φο κα­­­­­­τ­­­έστρεψαν τόν κόσμο μέ τήν λόγιστη χρήση τν γαθν του, τώ­­­­­­­ρα κρούουν τόν κώδωνα το κινδύνου καί καλον νά συστρατευθε καί κκλησία στήν διαφύλαξη τῆς δημιουργίας, ὄχι πό γνήσιο καί ελικρινές νδιαφέρον γι᾽ αὐτήν, λλά γιά νά συνεχίσουν νά πο­λα­­­­­­­­­­μ­­­­­­βάνουν ὑλιστικς τά γαθά της. Ἡ πίκληση πάντως τῆς βοηθείας τῆς κκλησίας φανερώνει τήν πνευματική διάσταση το οκολογικο προ­­­­­­βλήματος.

 

2. Tό οκολογικό εναι πρωτίστως πνευματικό πρόβλημα

Ὑπάρχει μεση συνάρτηση τῆς πνευματικῆς καταστάσεως το ­ν­­­­θρώπου πρός τήν κατάσταση το κόσμου. Ὁ κόσμος πηρεάζεται πό τήν συμπεριφορά το νθρώπου, τόν ποο παρακολουθε κατά βῆ­μα προσαρμοζόμενος στίς πιλογές του. Πειθήνιος καί ὑπάκουος μπρο­στά σ᾽ ἕνα πνευματικά σορροπημένο νθρωπο, παναστατε ­να­ν­τίον το μπαθος καί κακο νθρώπου, πού χει χάσει τήν πνευμα­τι­κή εὐστάθεια καί σορροπία.

Ὁποιαδήποτε πομένως φροντίδα γιά τήν διάσωση καί κεραιότητα τῆς δημιουργίας θά παραμείνει τελέσφορη, ν δέν πιδιωχθε πνευ­­­­ματική διάσωση καί πνευματική κεραιότητα το νθρώπου. Σή­­­μερα σχεδόν συμφωνον λοι τι τό οκολογικό εναι πνευματικό πρ­ό­­­βλημα, τι καταστροφή το περιβάλλοντος ὀφείλεται στήν κα­τα­­­­στροφή τῆς ψυχῆς το νθρώπου, τι φυσική διάβρωση καί μόλυν­ση εναι συνέπεια τῆς πνευματικῆς μόλυνσης καί διάβρωσης. Γι᾽ αὐτό ­­­σαδήποτε προγράμματα προστασίας το περιβάλλοντος καί ν κ­πο­­­­νηθον καί σαδήποτε χρήματα καί ν δαπανηθον, δέν πρό­κειται νά ναστρέψουν τήν οκολογική καταστροφή, ν δέν ὑπάρξει πνευματική ναστροφή καί πιστροφή μέ ριζική λλαγή νοοτροπίας ὡς πρός τή χρήση τν γαθν το κόσμου, ν δηλαδή δέν ὑπάρξει με­­τά­νοια.

 
3. Ὀλιγοδεΐα -Ὀλιγάρκεια - Ἀσκητικότητα

Ὑπάρχει πρόβλημα σοβαρό ὡς πρός τήν χρήση το κόσμου καί τν γαθν του. Ἀναμφιβόλως γιά τήν πιβίωσή του νθρωπος ὀφείλει νά χρησιμοποιε τόν κόσμο καί νά ἱκανοποιε τίς νάγκες τρο­­­­φῆς, νδύσεως, κατοικίας. Tό ριο μως αὐτό τν ναγκν δέν ε­­­ναι λαστικό, μεταβαλλόμενο νάλογα μέ τήν οκονομική κατάσταση, τήν κοινωνική θέση, τήν δυναμικότητα το κρατικο προϋπολογισμο, τήν ποχή καί λλους παράγοντες. Eναι στατικό καί κοινό γιά λους τούς νθρώπους, περιλαμβάνει τά πολύτως παραίτητα γιά τήν δια­τήρηση το νθρώπου στή ζωή. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Xρυ­σό­­στομος δί­νει τόν ξῆς χαρακτηριστικό ρισμό τῆς αὐταρκείας· «Aὐτά­­ρ­κεια δέ τῇ χρείᾳ τούτων ρίζεται, ὧν νευ ζῆν οὐκ νι». Ὅ,τι ὑπε­ρ­βαίνει αὐ­­τά τά ρια εναι περιττό καί χρηστο. Ἡ τροφή δέν πρέ­πει νά με­τα­­­­βάλλεται σέ τρυφή, καί φροντίδα γιά τήν νδυμασία, τήν ὑπόδηση, τήν στέγη δέν πρέπει νά καταλήγει σέ πολυτέλεια καί καλλωπισμό καί φιλαρέσκεια. Oἱ Πατέρες τῆς κκλησίας στό σύνολό τους κα­τα­δ­ι­κάζουν τήν πολυτέλεια καί τήν τρυφηλή ζωή καί προτείνουν ζωή λι­τότητος καί ὀλιγαρκείας. Ἀπολογούμενος Ἅγιος Ἰωάννης Xρυ­σόστομος γιά τήν θεωρούμενη αὐστηρή αὐτή βιοθεωρία λέγει· «Oὐ­­­δέ γάρ ἵνα νέλωμεν τούς νθρώπους καί διαφθείρωμεν, τατα συμ­­­βουλεύομεν, λλ᾽ ἵνα τά περιττά περικόψωμεν, περιττόν δέ στιν, τῆς χρείας πλέον στίν. Ὅταν γάρ καί χωρίς τούτου δυνάμεθα διάγειν ὑγις καί εὐσχημόνως, περιττόν πάντως κενό στι προστεθέν»4.

Ἄλλωστε νθρωπος πλάσθηκε πό τό Θεό νά εναι ὀλιγοδεής, καί μόνο νθρώπινη πληστία καί πλεονεξία μεταβάλλουν αὐτήν τήν φυσική κατάσταση σέ «παρά φύσιν» πραγματικότητα· «Σφόδρα  αὐτάρκη τήν φύσιν ξ ὀλίγων ποίησεν Θεός»5. Ἡ ὀλιγοδεΐα, ὀλι­γά­­­ρ­­κεια, εναι βασική χριστιανική ρετή, πού τήν φήρμοσαν μυριά­δες ἁγίων καί σκητν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, διαίτερα στό χ­­­ρο το Ὀρθοδόξου Mοναχισμο, πού ποτελε πρότυπο βιώσεως τῆς ζωῆς το Xριστο καί τν Ἀποστόλων.

φαρμοζόμενα στό οκολογικό πρόβλημα τά νωτέρω σημαίνουν ­­τι οἱ κάτοικοι τν «προηγμένων» χωρν, πού κυρίως εὐθύνονται γιά τίς οκολογικές καταστροφές, πρέπει νά περιορίσουν τίς νάγκες τους στά πολύτως παραίτητα γιά τή ζωή. Ἤδη πό τήν ρχαιότητα ε­­χε πισημανθῆ πώς «πρόοδος» δέν σημαίνει πολυτέλεια καί τρυφή καί νεση· αὐτά εναι γνωρίσματα τν βαρβάρων. Ὁ Xριστός καί οἱ Ἀ­­πόστολοι ζοσαν σκητικά. Ἄς θυμηθομε αὐτό πού γράφει πό­στο­­­λος Παλος· «Ἔχοντες δέ διατροφάς καί σκεπάσματα, τούτοις ­ρ­­­κε­σθησόμεθα. Oἱ δέ βουλόμενοι πλουτεν μπίπτουσιν ες πειρασμόν καί παγίδα καί πιθυμίας πολλάς νοήτους καί βλαβεράς, αἵτινες βυ­­­θίζουσι τούς νθρώπους ες ὄλεθρον καί πώλειαν»6

σκητικό ἦθος τῆς Ὀρθοδοξίας, συνέχεια καί συνέπεια το ­­σκητικο πνεύματος το Eὐαγγελίου, δέν ὑποχρεώνει μόνο τούς μο­ναχούς, λλά λους τούς Xριστιανούς. Ἡ χρήση το κόσμου, ταν με­ταβάλλεται σέ παράχρηση καί κατάχρηση μέ τίς σύγχρονες μεθόδους το ὑπερκαταναλωτισμο καί τῆς λόγιστης τάσης νά ἱκανοποιονται ­νάγκες πολυτελείας, δηγε σέ κακοποίηση καί ξάντληση το πε­ρι­βάλ­λοντος. Ἡ ὑπερεκμετάλλευση τν φυσικν πόρων, μία πό τίς σπου­­δαιότερες ατίες τῆς οκολογικῆς καταστροφῆς, δέν θά ἦταν ­να­γκαία, ν οἱ νθρωποι μάθαιναν νά ζον σκητικά, ὀλιγοδεες καί ὀλιγαρκες. Γι᾽ αὐτό καί γύρω πό τά ὀρθόδοξα μοναστήρια καί τίς μο­ναστικές πολιτεες, πως αὐτή το Ἁγίου Ὄρους, τό περιβάλλον συν­τηρεται καί διασώζεται.

 
4. Ἡ γωνία γιά τά οκολογικά δεινά δικαιολόγητη καί ντίθετη μέ βασικές ρχές το Xριστιανισμο

 
Παρά τήν ναμφίβολη ὕπαρξη καί αὔξησή τους τά οκολογικά δει­­νά μεγαλοποιονται πό τίς διάφορες οκολογικές ὀργανώσεις, καί ὑπάρχει κίνδυνος νά παρασυρθε καί κκλησία σ᾽ αὐτήν τήν κο­­­σμοκεντρική καί ὑλιστική θεώρηση τν πραγμάτων, πού ρχεται σέ ντίθεση μέ βασικές ρχές τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας.

Oἱ Πατέρες τῆς κκλησίας διδάσκουν τι τό φυσικό κακό δέν ε­­­­­ναι στήν οὐσία του κακό. Tά οκολογικά δεινά καί οἱ οκολογικές κα­­­­ταστροφές, σύμφωνα μέ αὐτή τήν θέση, ποτελον παιδαγωγικό μέ­­­τρο το Θεο γιά τήν ναίρεση τῆς «ὄντως κακίας», το ἠθικο καί πνευματικο κακο. πιτρέπει Θεός, συνέχων καί κυβερνν ρ­­ρήτῳ σοφίᾳ καί πανσθενε δυνάμει τήν κτίση, τήν μφάνιση θεομηνι­ν, κατακλυσμν, σθενειν καί λλων φυσικν κακν, γιά νά δεί­ξει τήν δυναμία καί μηδαμινότητα το γκαυχωμένου γιά τά πιτεύ­γμα­­τά του νθρώπου καί νά τόν δηγήσει σέ λλαγή συμπε­ριφορς. E­­ναι σαφέστατη καί χαρακτηριστική διατύπωση το Mε­γάλου Βα­­σιλείου· «Διά τατα νόσοι πόλεων καί θνν, έρων αὐχμοί καί ­­φορίαι γῆς, καί αἱ κατά τόν βίον κάστῳ τραχύτεραι περιπτώσεις, τῆς κακίας τήν αὔξησιν περικόπτουσαι»7.

γωνία πού συνέχει πολλούς γιά τήν τύχη το κόσμου καί τήν πιθανότητα μεγάλων οκολογικν καταστροφν ρχεται πίσης σέ ντίθεση πρός τήν πίστη στήν πρόνοια το Θεο καί ποτελε με­τ­ά­­θεση εὐθυνν, πό τό προσωπικό πνευματικό πίπεδο, που εναι χρος κδηλώσεως τῆς λευθερίας το νθρώπου, στό κοσμικό πε­δίο, στή λειτουργία το σύμπαντος, πού ποτελε χρο κδηλώσεως τῆς προνοίας το Θεο. Ἡ σωτηρία το κόσμου ἤ καταστροφή του δέν βρίσκεται στίς δικές μας δυνατότητες, δέν εναι δική μας εὐθύνη, δέν νήκει ες τά «φ᾽ μν», εναι ργο τῆς προνοίας το Θεο, εναι εὐ­­­θύνη το Θεο, νήκει πομένως ες τά «οὐκ φ᾽ μν». Kαί νά θέλα­με­ νά καταστρέψουμε τόν κόσμο, δέν θά μπορούσαμε, ν δέν τό πιτρέ­ψει Θεός. Ἀλλοίμονο, ν τό κακό εχε τέτοια δύναμη. Θά καταλήγαμε στήν γνωστική νατολική διαρχία. Δική μας εὐθύνη ε­ναι σωτηρία τῆς ψυχῆς μας· αὐτός φόβος πρέπει νά μς συνέχει διαρκς καί ὄχι φόβος γιά τήν τύχη το κόσμου, τό τέλος το ποίου λλωστε, μό­νον στόν Θεό γνωστό, δέν πρέπει νά μς προβληματίζει. μες πρέπει ἁπλς νά γρυπνομε, νά εἴμαστε ἕτοιμοι πνευματικά, στε νά μήν α­­φνιδιασθομε, πως οἱ νθρωποι τῆς ποχῆς το Nε πρό το κα­τα­­κλυσμο, πού «ἦσαν ν τας μέραις τας πρό το κατα­κλυ­σμο τρώ­­γοντες καί πίνοντες, γαμοντες καί κγαμίζοντες»8.

Στό Γεροντικό ὑπάρχει ξῆς διήγηση γιά τήν πουσία το φό­βου πρό τν φυσικν καταστροφν: Pώτησε κάποιος τόν Ἀββ Θεό­δω­­­­ρο· «Ἄν ξαφνικά γίνη σεισμός, θά φοβηθῆς καί σύ Ἀββ;» Tο λέ­­γει γέρων· «Kαί οὐρανός νά πέση στή γῆ, Θεόδωρος δέν φοβ­ται», γιατί εχε παρακαλέσει τόν Θεό νά τόν παλλάξει πό τή δει­λία. Ἡ φοβία αὐτή στηρίζεται στήν μπιστοσύνη στό Θεό πού προ­νο­­ε καί φροντίζει γιά τόν κόσμο. Eς λα τά κείμενα τῆς Ἁγίας Γρα­φῆς εναι κδηλη αὐτή διδασκαλία. νδεικτικς παραθέτουμε με­ρι­­­κά χωρία πό τό θαυμάσιο βιβλίο τν Ψαλμν. Ὁ Θεός βασιλεύει ­­πί τῆς γῆς καί τῆς οκουμένης, ποία στερεώθη πό τόν ἴδιο, στε νά μή σαλευθε ες τόν αἰῶνα· «καί γάρ στερέωσε τήν οκουμένην, ἥτ­ις οὐ σαλευθήσεται»9. Ἡ εὐστάθεια τῆς δημιουργίας καί καρποφο­ρία τῆς γῆς ξαρτνται μόνο πό τή θέληση το Θεο, ποος, ταν ­­νοίγει τά χέρια του, γεμίζει τά σύμπαντα πό τίς δωρεές του, ν, ­­ταν λόγῳ τν ἁμαρτιν τν νθρώπων ποστρέφει τό πρόσωπό του, λα διαταράσσονται· «Ἀνοίξαντός σου τήν χερα τά σύμπαντα πλη­­σθήσονται χρηστότητος. Ἀποστρέψαντος δέ σου τό πρόσωπον τα­­ρα­χθήσονται»10. Oἱ νωμαλίες στή λειτουργία τν φυσικν νόμων τε­­λον ὑπό τήν πίβλεψη καί τόν λεγχο το Θεο καί εναι ποτέλεσμα τῆς παιδαγωγικῆς ὀργῆς του, ξ ατίας τῆς ποίας «σαλεύθη καί ν­τρο­μος γενήθη γῆ»11. Ἡ πεποίθησις λοιπόν πώς, κόμη καί ταν σα­­λεύεται γῆ καί διαταράσσεται λειτουργία το κόσμου, βρίσκεται ­κε Θεός, κυβερνν τά σύμπαντα, δημιουργε αἴσθημα σφαλείας πού ποδιώκει τόν φόβο· «Διά τοτο οὐ φοβηθησόμεθα ν τῷ ταράσσε­σθαι τήν γῆν καί μετατίθεσθαι ὄρη ν καρδίαις θαλασσν»12.

Ὁ φόβος καί γωνία γιά τά παρόντα εναι πίσης τελείως συμ­βί­­βαστα πρός τήν σχατοκεντρική θεώρηση τῆς ζωῆς, χαρακτηριστι­κό γνώρισμα στή ζωή καί συμπεριφορά τν Ἁγίων. Ἡ παροσα ζωή στόν Xριστιανισμό κτιμται θετικά, ὄχι διότι δίνει τήν δυνατότητα ­νέσεων καί πολαύσεων, λλά γιατί εναι «καιρός» μετανοίας καί σω­­τηρίας, γιατί μπορε κανείς, χοντας τόν ρραβνα το Πνεύματος, νά καρποφορήσει πνευματικά. Kατά τά λλα οἱ Xριστιανοί χουν τό βλέμμα τους στραμμένο στό μέλλον, στά σχατα, στήν λοκλήρωση καί πληρότητα τῆς πολαύσεως τῆς Xάριτος το Θεο, ὄχι πειδή βλέ­πουν ρνητικά αὐτή τή ζωή, πως οἱ διάφοροι αἱρετικοί, λλά για­­τί πιθυμον μεγαλύτερες πολαύσεις, «οὐ τν παρόντων κατηγο­ρον­­τες λλά τν μειζόνων φιέμενοι», κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Xρυ­σόστομο13.

Ὁ Xριστιανός δέν φοβται τόν θάνατο, λλά τόν πιθυμε, πως οἱ ἅγιοι καί οἱ μάρτυρες, γιατί γνωρίζει τι «παράγει τό σχῆμα το κό­­σμου τούτου»14 καί τι «τό πολίτευμα μν ν οὐρανος ὑπάρχει»15. Στή συνάφεια μάλιστα τν χωρίων αὐτν τῆς Πρός Kορινθίους καί τῆς Πρός Φιλιππησίους πιστολῆς πόστολος Παλος, πιστεύοντας τι καιρός «συνεσταλμένος στίν», συνιστ πόσταση καί πόσπαση πό τά γήϊνα, χρήση καί ὄχι κατάχρηση τν το κόσμου, -«καί οἱ χρώ­­μενοι τόν κόσμον ὡς μή καταχρώμενοι»-, διότι οἱ τά πίγεια φρο­­νοντες καί χοντες ὡς θεόν τήν κοιλίαν δέν εναι μιμητές το Xρι­στο στόν σταυρό καί στά πάθη, καί γιά τόν λόγο αὐτό θά στερηθον τή δό­ξα τν σχάτων, ὡς χθροί το σταυρο το Xριστο. Ἄλλωστε σ᾽ αὐτή τή φάση το σχεδίου τῆς σωτηρίας κτίση ὑποτάχθηκε στή μα­­ταιότητα καί στή φθορά καί ναμένει καί αὐτή τήν πελευθέρω­ση πό τή δουλεία τῆς φθορς, συστενάζουσα καί συνωδίνουσα μετά το πεπτωκότος καί ἁμαρτάνοντος νθρώπου. Tά οκολογικά δεινά ­ποτελον κφραση τν στεναγμν τῆς κτίσεως ξ ατίας τῆς δράσεως το ἁμαρτωλο νθρώπου. Ὁ πόστολος Παλος, καί κατά συνέπεια καί οἱ λοιποί Xριστιανοί, δέν στέναζε γιά τούς στεναγμούς τῆς κτί­σεως, λλά γιατί γωνιοσε καί νέμενε νά λθουν τά σχατα, ρι­στι­κή πολύτρωση καί υἱοθεσία· «λλά καί αὐτοί τήν παρχήν το Πνε­ύ­ματος χοντες καί μες αὐτοί ν αυτος στενάζομεν υἱοθεσίαν ­πεκ­δεχόμενοι, τήν πολύτρωσιν το σώματος μν»16. Συγκρινόμενα πρός τήν δόξαν τν σχάτων τά παθήματα τῆς παρούσης ζωῆς εναι ­νάξια λόγου· «λογίζομαι γάρ τι οὐκ ξια τά παθήματα το νν και­­ρο πρός τήν μέλλουσαν δόξαν ποκαλυφθῆναι ες μς»17.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Xρυσόστομος, κλασσικός καί νεπανάληπτος αὐτός ρμηνευτής το ποστόλου Παύλου, μετά Παλον Παλος, ­να­φερόμενος στό χωρίο αὐτό τῆς Πρός Pωμαίους πιστολῆς γράφει ­τι Παλος στέναζε, γιατί ἦταν ναγκασμένος νά ζε στήν παροσα ζω­ή, πό τήν ποία βιαζόταν νά φύγει γιά νά πολαύσει τήν πληρότητα τῆς Xάριτος· «Παλος δέ διά τήν παροσαν στενε ζωήν καί Ῥωμαίοις γρά­φων λεγεν, τι “Kαί κτίσις συστενάζει, καί μες αὐτοί τήν παρ­χήν το πνεύματος χοντες στενάζομεν”. Kαί τατα λεγεν οὐχί τν παρόντων καταγινώσκων, λλά τά μέλλοντα ποθν. γευσάμην, φη­σί, τῆς χάριτος, καί οὐ στέγω τήν ναβολήν·τήν παρχήν χω το πνεύ­ματος, καί πρός τό πν πείγομαι»18. Ὁ ἴδιος πατήρ συνδέοντας τήν ὀλιγάρκεια το νθρώπου μέ τόν τελικό του προορισμό, μέ τήν λ­­λη ζωή, τν σχάτων, παρατηρε τι Θεός πλασε τόν νθρωπο ὀ­λιγοδεῆ σέ σχέση μέ τά λογα ζα καί βραχύσωμο, γιά νά δείξει ­τι βιολογική του κατασκευή δέν εναι τέτοια πού θά χρειαζόταν, ν ­­­πρόκειτο νά ξαντλήσει τή ζωή του σ᾽ αὐτόν τόν κό­σμο, πως συμβαίνει μέ τά ζα. Ἡ σκοπιμότης τῆς ὑπάρξεως τν ζώ­ων, λλά καί τν φυτν, δέν ὑπεβαίνει τά ρια τῆς παρούσης ζωῆς, ν σκοπός τῆς λεύσεως το νθρώπου στόν κόσμο εναι πιτυχία τῆς μελλούσης ζωῆς· «τόν πάντων τν λόγων κρατοντα, ὀλιγοδεέστερον αὐ­τν κατά τήν ναλογίαν ποίησε, καί τό σμα βραχύν, οὐδέν ἕ­τε­ρον ἤ τοτο δηλν, τι πρός τέραν ζωήν πειγόμεθα»19.

Ἀνάλογη σκέψη γιά τά ζα, πού ξαντλον τή ζωή τους στήν πα­­­­ροσα μορφή το κόσμου, καί γιά τόν νθρωπο, πού ὑπερβαίνει τήν αἴσθηση καί τήν ὕλη καί πορεύεται πρός τόν οὐρανό, διατυπώνει καί Mέγας Βασίλειος στή θαυμάσια μικρή πραγματεία του «Eς τό πρό­­­σεχε σεαυτ»· «Ὄρθιον πλασε μόνον τν ζώων τόν νθρωπον, ἵν᾽ ξ αὐτο το σχήματος εδῇς τι κ τῆς νωθεν συγγενείας στίν ζωή σου. Tά μέν γάρ τετράποδα πάντα πρός τήν γῆν βλέπει καί πρός τήν γαστέρα νένευκεν· νθρώπῳ δέ τοίμη πρός οὐρανόν νά­βλε­­­­­­ψις, στε μή σχολάζειν γαστρί μηδέ τος ὑπό γαστέρα πάθεσιν, λλ᾽ λην χειν τήν ρμήν πρός τήν νω πορείαν». Στό ἴδιο ργο δια­­­­τυπώνει παράμιλλα, μέγας κοσμολόγος καί νθρωπολόγος πα­­­τήρ, τήν εὐαγγελική διδασκαλία τῆς «ὑπεροψίας» τν το κόσμου, το νά βλέπουμε δηλαδή καί νά αρόμαστε πάνω πό τά σαρκικά καί τά γήϊνα. Tή σχετική μάλιστα φράση του τήν πέσπασε Ὑμνογρα­φί­α τῆς κκλησίας καί τήν τοποθέτησε στό πολυτίκιο τν ­σίων ­­­σκη­τν καί σκητριν «ν σοί πάτερ (ἤ μῆτερ) κριβς διε­σώθη τό κατ᾽ εκόνα», που λέγεται τι μέ τόν σταυρωμένο βίο πού ζησαν καί μέ τήν πιστή κολούθηση το Xριστο δίδαξαν «ὑπε­ρορν μέν σα­­­ρ­­κός, παρέρχεται γάρ, πιμελεσθαι δέ ψυχῆς πράγματος θανάτου». Ἡ σχετική συνάφεια στή διατύπωση το M. Βασιλείου εναι ξῆς· «Πρό­­­σεχε οὖν σεαυτῷ, μήτε τος θνητος ὡς ϊδίοις να­πομείνῃς, μή­τ­­ε τν ϊδίων ὡς παρερχομένων καταφρονήσῃς. Ὑπερόρα σαρκός, πα­ρ­­έρ­χεται γάρ· πιμελο ψυχῆς, πράγματος θανάτου».

Ἀσφαλς θά σκανδαλισθον πολλοί, πού δέν γνωρίζουν τό πνεμα το Xριστιανισμο καί προσπαθον νά στρέψουν τούς νθρώπους σέ διά­­­­­φορες μορφές δράσεως μέσα στόν κόσμο, ταν θά κούσουν τόν M. Βασίλειο νά λέγει πρός τούς νέους, τι παροσα ζωή καί λες οἱ συνδεόμενες μ᾽ αὐτή δραστηριότητες δέν χουν καμμία ξία, ταν δέν μς προετοιμάζουν γιά τήν λλη ζωή· «Ἡμες, ὦ παδες, οὐδέν εναι χρῆ­­­­­μα παντάπασιν τόν νθρώπινον βίον τοτον ὑπολαμβάνομεν, οὔτ᾽ ­γαθόν τι νομίζομεν λως, οὔτ᾽ ὀνομάζομεν, τήν συντέλειαν ­­­μν ­χρι τούτου παρέχεται... λλ᾽ πί μακρότερον πρόϊμεν τας λ­π­­­­ί­­­­­σι καί πρός τέρου βίου παρασκευήν ἅπαντα πράττομεν. Ἅ μέν οὖν ν συντελῇ πρός τοτον μν, γαπᾷν τε καί διώκειν παντί σθένει χρῆ­­ναί φαμεν, τά δέ οὐκ ξικνούμενα πρός κενον, ὡς οὐδενός ξια πα­ρ­ο­ρᾷν»20.

 

 

5. Προτάσεις γιά τήν ντιμετώπιση το οκολογικο προ­βλή­ματος

 

Ὅλοι θά συμφωνήσουν τι ποτελε λανθασμένη τακτική τό νά κα­­ταπολεμες τίς κδηλώσεις το κακο καί νά τίς περιστέλλεις, ­φή­νοντας θικτη τήν ατία καί τήν πηγή το κακο, ποία θά κδη­λω­θε καί πάλι σέ λλο χρο καί μέ λλο τρόπο. Ἡ καλή θεραπευτική μέ­­θ­οδος πρέπει νά ξουδετερώνει τίς ατίες τν νόσων, καί προσεγμένη πο­­λεμική τακτική ποβλέπει στό νά καταστρέψει τά ρμητήρια το ν­τι­πάλου. Ἡ ατία τν οκολογικν καταστροφν εναι πνευματική· βρί­σκεται στήν προσκόλληση τν νθρώπων στά γαθά τῆς γῆς, στήν πο­λυτελῆ καί τρυφηλή διαβίωση, στήν γκατάλειψη το εὐαγγελικο καί πατερικο τρόπου ζωῆς. Oἱ προτάσεις τῆς κκλησίας γιά τήν λύ­­­ση το οκολογικο προβλήματος δέν εναι τεχνοκρατικές καί νο­μο­­θετικές, λλά πνευματικές, γι᾽ αὐτό καί περισσότερο ποτελεσματικές. Θά μποροσαν νά συνοψισθον στά ξῆς:

α´. Nά προβληθε, ναντι τῆς ὑλιστικῆς βιοθεωρίας, τῆς συνδεδεμέ­νης μέ τήν πολυτέλεια, τήν νεση, τήν σπατάλη, τήν τρυφή, εὐαγγε­λι­κή καί πατερική διδασκαλία γιά τήν ὀλιγάρκεια καί λιτότητα, πού βιώνεται διαίτερα στόν ὀρθόδοξο Mοναχισμό καί πού ὑποχρεώνει λους τούς Xριστιανούς νά τήν τηρήσουν. Δέν ὑπάρχει διπλῆ πνευματικό­τη­τα καί διπλῆ ἠθική, λλη γιά τούς μοναχούς καί λλη γιά τούς λαϊ­κούς. Ἡ χριστιανική ἠθική εναι νιαία, κοινή γιά λους. Mόνον ὡς πρός τόν γάμο καί τήν γαμία Xριστός επε «οὐ πάντες χωροσι τόν λόγον τοτον»21. Στά λλα πρέπει καί οἱ ν τῷ κόσμῳ νά μιμούμεθα τούς μοναχούς. Ἡ πιφύλαξη τι δέν μπορομε νά μεταβάλουμε τόν κό­σμο σέ μοναστήρι εναι δικαιολόγητη. Mακάρι νά μπορούσαμε· αὐτό μως εναι κ τν πραγμάτων δύνατο, πό τή φύση το κόσμου. Nά βελτιώνουμε μως τόν κόσμο, προτρέποντας σέ μίμηση τῆς ὀλιγαρ­κείας τν μοναχν, πού οὐσιαστικς εναι μίμηση το Xριστο καί τν Ἀποστόλων, μπορομε.

β´. Ἡ προβολή αὐτῆς τῆς βιοθεωρίας πρέπει νά γίνεται μέ λα τά μέσα γωγῆς, παιδείας· νά περάσει στήν οκογένεια, στό σχολεο, στά μέσα μαζικῆς νημερώσεως. πί αἰῶνες οἱ νθρωποι ­ζησαν καί ­δημιούργησαν πολιτισμό μέ βασικό περιεχόμενο παιδείας καί ­γω­γῆς τούς βίους τν Ἁγίων. Tό Βυζάντιο πού δημιούργησε τόν λα­μπρό πολιτισμό του ἦταν μποτισμένο πό τό σκητικό μονα­στι­κό δεδες. Ἀναστροφή τῆς κρίσεως μπορε νά πιτευχθε μόνο μέ πιστροφή στήν παράδοση.

γ´. Oἱ διαφημίσεις τν διαφόρων προϊόντων, πού πληρώνονται μά­λιστα κριβά, γιατί αὐξάνουν τά κέρδη τν πιχειρήσεων, νά λ­λά­­­ξουν στόχους καί φιλοσοφία· νά μή δημιουργον πλασματικές ­νά­γ­κες, νάγκες πολυτελείας καί νέσεως, πού τίς παρουσιάζουν λ­κυ­­στικά ὡς πραγματικές, λλά νά στραφον στήν παρουσίαση τν πρα­γματικν ναγκν γιά ἕνα φυσικώτερο τρόπο ζωῆς. Nά λλάξει ­πίσης νοοτροπία πού κυριαρχικά πικρατε καί προβάλλεται δια­φη­μιστικά καί πού συνδέει τήν εὐτυχία μέ τήν νεση, τήν καλοπέραση καί τόν πλοτο. Ἔχει γεμίσει κόσμος πό χορτάτους λλά ψυχικά ρ­­ρώστους νθρώπους.

δ´. Στίς καλογυρισμένες καί πολυέξοδες τηλεοπτικές σειρές, πού τεί­­­­­νουν νά καταστον γενικό σχολεο λων τν λικιν, νά μή προ­βάλ­­­­­λονται ὡς πρότυπα ζωῆς οκονομικά νεξάρτητος νθρωπος, κριβοντυμένος, καλοζωϊσμένος μέσα σέ πολυτελες παύλεις καί διαμερίσματα, πού δέν χει ἠθικούς καί πνευματικούς φραγμούς, για­­­τί στηρίζεται στή δύναμη το χρήματος, λλά πνευματικά λεύ­θε­­­ρος νθρωπος, ὀλιγαρκής, λιτοδίαιτος, πού ρνεται νά ξεπουλήσει τήν λευθερία του καί νά γίνει δολος το καταναλωτισμο καί τν κε­­ρ­­δοφόρων πιχειρήσεων πού λυμαίνονται καί καταστρέφουν τόν κόσμο.

 

 

1. Γεν. 1, 31.

2. Μάρκ. 8, 36.

3. Ρωμ. 1, 25.

4. Εἰς Β Κορ. Ὁμ. 19, 3, PG 61, 534.

5. Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Β Κορ. Ὁμ. 15, 3, PG, 61, 506.

6. Α Τιμ. 6, 8-9.

7. Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός 5, PG 31, 337.

8. Ματθ. 24, 36-38. Αὐτόθι 44: «Διά τοῦτο καί ὑμεῖς γίνεσθε ἕτοιμοι, ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται».

9. Ψαλμ. 92, 1.96, 1. Βλ. ἐπίσης 32, 6: «Τῷ λόγῳ τοῦ Κυρίου οἱ οὐρανοί ἐστερεώθησαν καί τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῶν». 23, 1-2: «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς, ἡ οἰκουμένη καί πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ. Αὐτός ἐπί θαλασσῶν ἐθεμελίωσεν αὐτήν καί ἐπί ποταμῶν ἡτοίμασεν αὐτήν». 88, 12:  «Σοί εἰσιν οἱ οὐρανοί, καί σή ἐστιν ἡ γῆ· τήν οἰκουμένην καί τό πλήρωμα αὐτῆς σύ ἐθεμελίωσας». Βλ. ἐπίσης 95, 10· 96, 1-6· 97, 7-8· 101, 26-28· 103, 1-τέλος.

10. Ψαλμ. 103, 28-29. Βλ. ἐπίσης 49, 10-11: «Ὅτι ἐμά ἐστι πάντα τά θηρία τοῦ δρυμοῦ, κτήνη ἐν τοῖς ὄρεσι καί βόες. Ἔγνωκα πάντα τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ, καί ὡραιότης ἀγροῦ μετ᾽ ἐμοῦ ἐστιν». 64, 10-14· «Ἐπεσκέψω τήν γῆν καί ἐμέθυσας αὐτήν, ἐπλήθυνας τοῦ πλουτίσαι αὐτήν· ὁ ποταμός τοῦ Θεοῦ ἐπληρώθη ὑδάτων· ἡτοίμασας τήν τροφήν αὐτῶν, ὅτι οὕτως ἡ ἑτοιμασία. Τούς αὔλακας αὐτῆς μέθυσον, πλήθυνον τά γεννήματα αὐτῆς, ἐν ταῖς σταγόσιν αὐτῆς εὐφρανθήσεται ἀνατέλλουσα. Εὐλογήσεις τόν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός σου, καί τά πεδία σου πλησθήσονται πιότητος. Πιανθήσεται τά ὄρη τῆς ἐρήμου, καί ἀγαλλίασιν οἱ βουνοί περιζώσονται. Ἐνεδύσαντο οἱ κριοί τῶν προβάτων, καί αἱ κοιλάδες πληθυνοῦσι σῖτον· κεκράξονται, καί γάρ ὑμνήσουσιν». 35, 7: «Ἡ δικαιοσύνη σου ὡς ὄρη Θεοῦ, τά κρίματά σου ὡσεί ἄβυσσος πολλή· ἀνθρώπους καί κτήνη σώσεις, Κύριε». Ἐπίσης 84, 13: «Καί γάρ ὁ Κύριος δώσει χρηστότητα, καί ἡ γῆ ἡμῶν δώσει τόν καρπόν αὐτῆς». 95, 11-12.

11. Ψαλμ. 17, 8. Βλ. ἐπίσης 32, 8-9: «Φοβηθήτω τόν Κύριον πᾶσα ἡ γῆ, ἀπ᾽ αὐτοῦ δέ σαλευθήτωσαν πάντες οἱ κατοικοῦντες τήν οἰκουμένην. Ὅτι αὐτός εἶπε καί ἐγενήθησαν. Αὐτός ἐνετείλατο καί ἐκτίσθησαν». 59, 3-4: «Ὁ Θεός ἀπώσω ἡμᾶς καί καθεῖλες ἡμᾶς, ὠργίσθης καί οἰκτείρησας ἡμᾶς. Συνέσεισας τήν γῆν καί συνετάραξας αὐτήν· ἴασαι τά συντρίμματα αὐτῆς, ὅτι ἐσαλεύθη». 64, 8-9: «Ὁ συνταράσσων τό κῦτος τῆς θαλάσσης, ἤχους κυμάτων αὐτῆς. Ταραχθήσονται τά ἔθνη, καί φοβηθήσονται οἱ κατοικοῦντες τά πέρατα ἀπό τῶν σημείων σου· ἐξόδους πρωΐας καί ἑσπέρας τέρψεις». Ἐπίσης 76, 17-19. 89, 7-9: «Ὅτι ἐξελίπομεν ἐν τῇ ὀργῇ σου καί ἐν τῷ θυμῷ σου ἐταράχθημεν. Ἔθου τὰς ἀνομίας ἡμῶν ἐνώπιόν σου· ὁ αἰών ἡμῶν εἰς φωτισμόν τοῦ προσώπου σου. Ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι ἡμῶν ἐξέλιπον, καί ἐν τῇ ὀργῇ σου ἐξελίπομεν· τἀ ἔτη ἡμῶν ὡσεί ἀράχνη ἐμελέτων». 104, 16-35: «Καί ἐκάλεσε λιμόν ἐπί τήν γῆν, πᾶν στήριγμα ἄρτου συνέτριψεν... Ἐξαπέστειλε σκότος καί ἐσκότασεν, ὅτι παρεπίκραναν τούς λόγους αὐτοῦ· μετέστρεψε τά ὕδατα αὐτῶν εἰς αἷμα, καί ἀπέκτεινε τούς ἰχθύας αὐτῶν. Ἐξῆρψεν ἡ γῆ αὐτῶν βατράχους ἐν τοῖς ταμιείοις τῶν βασιλέων αὐτῶν. Εἶπε, καί ἦλθε κυνόμυια καί σκνῖπες ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῶν. Ἔθετο τάς βροχάς αὐτῶν χάλαζαν, πῦρ καταφλέγον ἐν τῇ γῇ αὐτῶν, καί ἐπάταξε τάς ἀμπέλους αὐτῶν καί τάς συκᾶς αὐτῶν καί συνέτριψε πᾶν ξύλον ὁρίου αὐτῶν. Εἶπε καί ἦλθεν ἀκρίς καί βροῦχος, οὗ οὐκ ἦν ἀριθμός, καί κατέφαγε πάντα τόν χόρτον ἐν τῇ γῇ αὐτῶν, καί κατέφαγε τόν καρπόν τῆς γῆς αὐτῶν».

12. Ψαλμ. 45, 3.

13. Εἰς Ρωμ. Ὁμ. 14, 6, PG , 60, 531.

14. Α´ Κορ. 7, 31.

15. Φιλιπ. 3, 20.

16. Ρωμ. 8, 19-23.

17. Ρωμ. 8, 18.

18. Εἰς Ἀδριάντας Ὁμ. 5, 2, PG 49, 79.

19. Εἰς Ἐφ. Ὁμ. 19, 2, PG 62, 129.

20. Πρός τούς νέους 2, PG 31, 565.

21. Ματθ. 19, 11.