Δευτέρα 13 Αυγούστου 2018

Τα Εγκώμια της Παναγίας

Γι'αὐτό καί ἡ Ἁγία Ἑβδόμη Οἰκουμενική Σύνοδος «τούς τολμῶντας τάς ἐκκλησιαστικάς παραδόσεις ἀθετεῖν καί καινοτομίαν τινά ἐπινοεῖν» θέτει βαρύτατα ἐπιτίμια (Πράξη Η΄).
Καί ἄν δέν μᾶς συνετίζουν οἱ ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ποιός θά μᾶς συνετίσει;
 
egkomia 1
 
Του Αρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη στην Romfea.gr
 

Ξεκίνησαν ἀπό τίς Κυκλάδες, κατά τό μέσα τοῦ 19ου αἰ. προκαλώντας σύγχυση στήν Ἐκκλησία. Τό θέμα ἔφθασε στήν Ἱερά Σύνοδο (Ἀπρίλιος 1865).
Καί ὑπό τήν Προεδρία τοῦ ἀοιδίμου Μητροπολίτου Ἀθηνῶν Θεοφίλου, συζήτησε τό θέμα. Καί οἱ Συνοδικοί Ἀρχιερεῖς, «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσιν», δέν ἐπέτρεψαν τήν εἰσαγωγή τους στή λατρεία, ἔστω καί ἄν ἦταν ὕμνοι πού ἐξυμνοῦσαν τήν Μητέρα τοῦ Χριστοῦ.
Τό σκεπτικό τους ἦταν, πώς τιμοῦμε δέοντως τήν Παρθένο, ὅταν σεβόμαστε τήν τάξη τῆς Ἐκκλησίας, καί ὄχι ὅταν τήν καταφρονοῦμε.
Ἀπέστειλαν λοιπόν «πρός τούς κατά τό Κράτος Σεβασμιωτάτους Ἱεράρχας», τήν ὑπ'ἀριθμ 135, ἀριθμ. πρωτ. 4319, 21/4/1865, Ἐγκύκλιο, «περί ἀπαγορεύσεως Ἐπιταφίου ὕμνου εἰς τήν ἑορτήν τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου», ἐπισημαίνοντας: «... ἡ τοιαύτη ἀκολουθία εἶναι ἀσυνήθης καί πάντῃ ξένη εἰς τήν καθ' ὅλου ὀρθόδοξον Ἀνατολικήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν». (Καί ἄν δέν ἐπιτρέπεται νά ψέλνονται Ἐγκώμια πρός τιμήν τῆς Παναγίας, πόσο μᾶλλον πρός τιμήν τῶν Ἁγίων. Καί ὅμως γίνεται καί αὐτό...!).
Τήν ἴδια ἀρνητική τοποθέτηση γιά τό θέμα ἔχει καί τό «Τυπικό τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας», τονίζοντας μάλιστα: «Ἡ Μ. Ἐκκλησία κατακρίνουσα, πᾶν ὅ,τι καινοφανές καί κακόζηλον, ἔστω καί γινόμενον πρός τιμήν τῆς Θεοτόκου, ἀποδικιμάζει ταῦτα ἐπισήμως καί ἀπαγορεύει μάλιστα αὐστηρῶς». (Ὄρθρος ΙΕ΄Αὐγούστου).
«Ἡ Ἐκκλησία ἐκανόνισεν ἀνέκαθεν τάς Ἱεράς ἀκολουθίας τοῦ ὅλου ἐνιαυτοῦ· καί κατανυκτικώτατα εἰσί τά εἰς τήν Κοίμησιν τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου ψαλλόμενα ἄσματα», σημείωνε ἡ σχεική Ἐγκύκλιος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
Παρόλα αὐτά, ἀπό τά τέλη περασμένου (20ου αἰ), τά Ἐγκώμια τῆς Παναγίας καί ὁ Ἐπιτάφιος ἄρχισαν δειλά-δειλά νά εἰσέρχονται στή λατρεία, καί νά «ἐξαπλώνονται», σύν τῷ χρόνῳ, σ' Ἐνορίες τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, ἀκόμα καί σ' Ἑλληνορθόδοξες Ἐνορίες τῆς Διασπορᾶς, ἀκόμα καί σέ Μοναστήρια, (ἐκτός ἀπό τά Ἁγιορείτικα Μοναστήρια). Σημειωθήτω, πώς στίς περισσότερες Ἐνορίες, δέν λέγονται ἀνήμερα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου (15 Αὐγούστου), ἀλλά στό διάστημα πού γιορτάζεται ἡ Δεσποτική γιορτή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος (6-13 Αὐγούστου)· σέ χρόνο δηλαδή ἄσχετο μέ τή γιορτή τῆς Κοιμήσεως.
Εἶναι ἡ μόνη Ἀκολουθία πού λέγεται «ἐκτός τόπου καί χρόνου». 
Ὁ Ἐπιτάφιος καί τά Ἐγκώμια εἶναι μιά ἰδιαιτερότητα τοῦ Χριστοῦ μέσα στή λατρεία μας. Δέν ἀξίζει ὁ Χριστός νά ἔχει αὐτή τήν ἰδιαιτερότητα; Γιατί τήν καταργοῦμε;
Μπορεῖ βέβαια καί τή Μεγάλη Παρασκευή νά ψέλνουμε Ἐγκώμια στόν Χριστό, καί νά περιφέρουμε τόν Ἐπιτάφιο, κτυπώντας πένθιμα τίς καμπάνες, ὅμως παράλληλα περιμένουμε τήν ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασή Του.
Δέν μένουμε δηλαδή στό θάνατό Του, πού θά ἦταν ἀπελπισία.
Δέν συμβαίνει ὅμως τό ἴδιο καί μέ τά Ἐγκιώμια καί τόν Ἐπιταφιο τῆς Παναγίας.
Ἡ τοποθέτηση τοῦ Ἐπιταφίου στή μέση τοῦ Ναοῦ, ἡ περιφορά του (σέ μερικές ἐνορίες χτυπᾶνε καί τίς καμπάνες πένθιμα!), ἀφήνουν τήν αἴσθηση ὅτι ἡ Παναγία πέθανε καί ἔμενε στόν τάφο.
Ὅμως, μετέστη πρός τούς οὐρανούς, νικώντας καί αὐτή μέ τόν θάνατο, τόν θάνατο. Αὐτή ἡ νίκη κατά τοῦ θανάτου «θάβεται» μέ τόν Ἐπιτάφιο, πού κάνουμε πρός τιμήν της!
Κάτι ἤξεραν οἱ προγενέστεροι Πατέρες-Συνοδικοί Ἀρχιερεῖς, πού εἶπαν: «... Ἡ τοιαύτη ἀκολουθία εἶναι ἀσυνήθης καί πάντῃ ξένη εἰς τήν καθ'ὅλου ὀρθόδοξον Ἀνατολικήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν».
Βέβαια, τό «Τυπικό» δέν εἶναι δόγμα, ὥστε νά μήν μπορεῖ νά ἀλλάξει.
Ὅμως, αὐτό δέν μπορεῖ νά γίνει ἀπό ἕναν Ἱερέα, ἤ ἀπό ἕναν Ἐπίσκοπο, ἀλλά «Συνοδικῶς» (Κανόνας ΛΔ΄ Ἁγίων Ἀποστόλων).
Ἀλίμονο, ἄν ὁ κάθε Ἱερέας ἤ ὁ κάθε Ἐπίσκοπος «ράβει καί ξηλώνει» μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κατά τό δοκοῦν.
Ἄλλωστε, μιά διαφορά ἀνάμεσα στόν Ὀρθόδοξο Χριστιανό καί στόν Προτεστάντη, εἶναι πώς ὁ μέν πρῶτος εἶναι δεσμευμένος ἀπό τήν Παράδοσή του, καί δέν μπορεῖ νά κάνει πράγματα «ὧν ὁ παρελθών χρόνος οὐκ ἔχει τά ὑποδείγματα» ( Μ. Βασίλειος, ἐπιστολή 130), ἐνῶ ὁ δεύτερος, ἐπειδή ἀκριβῶς στερεῖται Παραδόσεως, κάνει ὅ,τι τοῦ ἀρέσει.
Γι'αὐτό καί ἡ Ἁγία Ἑβδόμη Οἰκουμενική Σύνοδος «τούς τολμῶντας τάς ἐκκλησιαστικάς παραδόσεις ἀθετεῖν καί καινοτομίαν τινά ἐπινοεῖν» θέτε βαρύτατα ἐπιτίμια (Πράξη Η΄).
Καί ἄν δέν μᾶς συνετίζουν οἱ ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ποιός θά μᾶς συνετίσει;