Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2018

"ΧΩΡΟΥΔΑ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΜΟΥ" ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΑΖΜΑΝΗ


"ΧΩΡΟΥΔΑ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΜΟΥ" ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΑΖΜΑΝΗ
 
    Γράφει ο Νίκος Αζμάνης Παιδίατρος
Άκουσα για πρώτη φορά το όνομά της όταν ήμουν επτά χρόνων και πήγα στο χωριό μετά από τριάντα πέντε χρόνια το 1977. Το έχω στην μνήμη μου σαν να γεννήθηκα σε ένα από τα γκρεμισμένα σπίτια που είχε κοντά στο μοναδικό δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου.
Στο μικρο ξέφωτο δεν συνάντησα κανέναν στο χωριό πάρα λίγα προβατάκια μόνα τους ήσυχα μέσα στην χωρίς πόρτα εκκλησία. Μια μικρή εκκλησία που είχε κτισθεί ίσως και πριν από τριακόσια χρόνια με λίγες εικόνες μαυρισμένες που μόλις και διακρινόταν στους ολόγυμνους επασβεστομένους τοίχους.
Κάθισα στο πεζούλι του πρόναου και αγναντεύοντας το απέραντο πράσινο από πεύκα οξιές και έλατα αντίκρισα για πρώτη φορά ένα μνημείο φυσικού κάλους που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τα Ελβετικά τοπία.
Σκέφθηκα για λίγο ποιος χάραξε τόσο βαθιά στο θυμικό μου την κατεστραμμένη από τα πάθη του εμφυλίου Χωρούδα και την άφησε με τα γκρεμισμένα σπίτια νεκρή μέσα στο πανέμορφο τοπίο.
Θυμήθηκα τον μπάρμπα Αποστόλη τον μοναδικό άνθρωπο που τον έταξε η μοίρα να βλέπει μετά την καταστροφή αναγκαστικά κάθε μέρα το καμένο χωριό του γιατί συνέχισε να είναι ο Δασοφύλακας της Χωρούδας.
Όλοι είχαν φύγει με ότι πρόλαβαν να πάρουν μαζί τους και οι περισσότεροι δεν γύρισαν παρά μετά τουλάχιστον τριάντα χρόνια.
Μόνο ο μπάρμπα Αποστόλης συνέχισε να περπατά μόνος του στο ερημωμένο χωριό του επί πολλά χρόνια μέχρι να πάρει την σύνταξή του.
Στο στοιχειωμένο χωριό του που έβλεπε μόνο αρπακτικά γεράκια και αετούς να κουρνιάζουν πάνω από τα χαλάσματα των σπιτιών τους.
Να του ξύνουν τις νωπές πληγές του στα σωθικά του την πίκρα και τον καημό του για τους χαμένους φίλους και συγγενείς και τα καμένα σπίτια σχολεία και εκκλησιές που ανάγκασαν όλους τους κατοίκους του χωριού να το εγκαταλείψουν. Πήραν το δρόμο της εσωτερικής προσφυγιάς όλοι και οι περισσότεροι κατέφυγαν στον Λαγκαδά.
Οι πιο πολλοί έμεναν στα ξύλινα σπίτια (παράγκες) που έκανε το κράτος και ήταν στην θέση που είναι σήμερα το πάρκο στην είσοδο του Λαγκαδά, άλλοι νοίκιασαν μικρά σπιτάκια γιατί δεν τους έφτανε το ένα δωμάτιο στις παράγκες.
‘Ο μπάρμπα Αποστόλης Παρασχάς ήταν Δασοφύλακας την εποχή εκείνη για τα Δάση γύρω από την Χωρούδα είχε μεγάλη δεκαμελή οικογένεια και ένα άλογο δυο αγελάδες και μια κατσίκα.
Δίπλα στο πατρικό μου σπίτι είχε ένα μικρό σπιτάκι 4Χ5 τ.μ και διακόσια μέτρα οικόπεδο (ιδιοκτησία της Αγίας Παρασκευής μέχρι και σήμερα} η οποία το διέθεσε στον μπάρμπα Αποστόλη για να μπορεί να έχει και το άλογό του αφού υποχρεωτικά συνέχισε να πηγαίνει κάθε μέρα υπηρεσιακά και μετά την καταστροφή της Χωρουδας στα γύρω από αυτή δάση.
Έτσι σιγά σιγά έκανε και μια καλύβα με καλάμια και σάζια δίπλα στο σπιτάκι για κουζίνα και άλλη μια καλύβα για τα ζώα και στο βάθος της αυλής αριστερά ένα υπαίθριο wc. Τότε τα σπίτια του Λαγκαδά δεν είχαν δημοτική ύδρευση αλλά το κάθε ένα είχε την τουλούμπα του. Δεν είχαμε περίφραξη στην αυλή μας , η αυλή μας και η τουλούμπα μας ήταν και δικιά τους αυλή και τουλούμπα γιατί τους αγαπούσαμε και τους είχαμε σαν αδέλφια μας.
Η κυρά Δήμητρα ήταν η στοργική Μάνα, η Παναγιώτα η μεγάλη αδελφή που δούλευε στα χωράφια και τούς μπαξέδες άξια και ευγενική και ήταν η δεύτερη μάνα του σπιτιού, έκανε οικογένεια και έμενε πάλι στη γειτονιά μας, ο Δημητρός ο μεγαλύτερος από τ’αγόρια δούλευε στο Δασαρχείο Λαγκαδά ο Κώστας δούλευε εργάτης, ο Χαριζάνης ένα ήσυχο και κλειστό παιδί που έβοσκε τις αγελάδες, και κάθε απόγευμα μας έπαιζε φλογέρα, η Βιολέτα που ήταν ένα όμορφο κορίτσι που την θυμάμαι να μας χαιρετά ένα πρωινό για να δουλέψει στην Αθήνα στο σπίτι ενός γιατρού, την συνάντησα μετά σαράντα χρόνια στην Αθήνα με οικογένεια και θυμηθήκαμε τα παιδικά μας χρόνια, την Δέσποινα σοβαρή και ευγενική με οικογένεια στην Θεσσαλονίκη σπάνια συναντιόμαστε, την Ελένη με οικογένεια στον Λαγκαδά τα λέμε όταν βρεθούμε και την Φρειδερίκη που έκανε οικογένεια στον Λαγκαδά και μαθαίνω τα νέα της από τον γαμπρό της.
Με όλη αυτή την οικογένεια μεγαλώσαμε στην ίδια αυλή ,σχεδόν στο ίδιο σπίτι.
Τα καλοκαίρια μαζευόμασταν στην αυλή μας και καθαρίζαμε τα κουμπάκια από τα φύλα και τα βάζαμε στην χειροκίνητη μηχανή για να βγάλουμε το καλαμπόκι. Συχνά επειδή είχαμε στην γειτονιά μας και αρκετά και όμορφα κορίτσια, όταν έφθανε το Αυγουστιάτικο Φεγγάρι πάνω απ’τα κεφάλια μας να μας φωτίζει, ερχόταν κανταδόροι της εποχής με ακορντεόν όπως μια φορά ο καλλίτερος ακορντεονίστας του Λαγκαδά Νίκος Μυλωνάς που τραγουδούσε στην Αθήνα με το Στράτο Διονυσίου και άλλοι όπως ο αξέχαστος Δήμος Κουβαλακίδης με τους φίλους του και τις κιθάρες τους, σταματούσαν κάτω από την μεγάλη ακακία δίπλα στο σπίτι του μπάρμπα Τάκη Οικονόμου στον κεντρικό δρόμο και τραγουδούσε συχνά το καπετάνιε -καπετάνιε χαμόγελα η αγάπη είναι φορτούνα που περνά ρίξε άγκυρα στο πρώτο το λιμάνι και καινούργια αγάπη κοίταξε να βρεις. Και άλλα τραγούδια όμορφα εκείνου του καιρού όπως το μερτικό μου απ’την χαρά μου τόχουν πάρει άλλοι. Το κάποια μάνα αναστενάζει κλαίει και ανησυχεί το παιδί της περιμένει που έχει χρόνια να το δει. Και συνήθως μας καληνυχτούσαν με το θα σε πάρω να φύγουμε σ’άλλη γη σ’ άλλα μέρη που κανέναν δεν ξέρουμε και κανείς δεν μας ξέρει.
‘Ο μπάρμπα Αποστόλης που έφευγε τα Χαράματα με το μαύρο άλογό του και με το το όπλο του και το σακίδιο του κρεμασμένα στην σέλα, για να πάει μέχρι το μαϊμούν ντερέ και την γύρω περιοχή και να προλάβει να γυρίσει το βράδυ στο σπίτι του στον Λαγκαδά. Όταν δεν πήγαινε μακρυά ερχόταν πιο ξεκούραστος και καθόταν πολλές φορές μαζί μας.
Τον ρωτούσαμε για τις περιπέτειες του στα πυκνά και δύσκολα δάση του μαϊμουν ντερέ με τις μεγάλες και επικίνδυνες χαράδρες που εύκολα χανόταν κανείς και εύκολα κρυβόταν.
Γ’αυτό και η κορυφή αυτή ήταν ένα από τα πιο μελανά και αιματηρά τοπωνύμια του εμφυλίου.
Μας έλεγε ότι πολλές φορές όταν περνούσε νύχτα από το μαϊμούν ντερέ άκουγε το κλάμα τούς γογγυσμούς και τις κραυγές εκτελεσθέντων που πολλές φορές ψυχορραγούσαν αγκαλιασμένοι μέχρι να ξεψυχήσουν.
Δεν μας έκρυβε ότι τρόμαζε και αγρίευε η ψυχή του και γιαυτό προσπαθούσε να μην τον βρει το σκοτάδι σ’αυτό το αιματοκυλισμένο κολαστήριο σωμάτων και ψυχών μονοπάτι.
Δεν ξέρω αυτούς που εκτελούσαν και αυτούς που πέθαιναν, δεν ξέρω αυτούς που είχαν δίκιο και αυτούς που είχαν άδικο, αλλά είμαι βέβαιος ότι όλοι ήταν Έλληνες και αρκετοί αδέλφια.
Έτσι και σε μένα έμεινε χαραγμένο στην παιδική ψυχή μου το μαϊμουν ντερέ και η ερειπωμένη μέσα στα ψηλά βουνά και δάση αγαπημένη μου Χωρούδα.
Περάσαν μερικά χρονιά και ξαναπήγα άνοιξη με την γυναικά μου και τον γιο μου.
Βρήκα έναν κάτοικο και τον ρώτησα αν ήξερε το μπάρμπα Αποστόλη και που ήταν το σπίτι του, μου έδειξε προς κάποια χαλάσματα και τους γκρεμισμένους τοίχους .
Με είδε δακρυσμένο και με ρώτησε αν είμαι από την Χωρουδα. Του είπα ότι μεγάλωσα στην ίδια αυλή με την οικογένεια του μπάρμπα Αποστόλη Παρασχά.
Σε λίγο με φώναξε ο γιος μου να φύγουμε, όταν ήλθε κοντά μου με ρώτησε γιατί είμαι συγκινημένος , του είπα ότι νιώθω ότι είμαι απ’την Χωρούδα, δεν με κατάλαβε όπως τα περισσότερα παιδιά, έβαλα το χέρι μου στους ώμους του και φύγαμε όλοι μαζί απ’το χωριό των παιδικών μου χρόνων .
Πέρυσι πήγα στο Πανηγύρι του αγίου Αθανασίου προσκύνησα στην λαμπρά ανακαινισμένη εκκλησία είδα το πέτρινο σχολείο που έγινε μουσείο είδα όλους τους κατοίκους που ξαναγύρισαν στο χωριό τους και έκτισαν ξανά τα πέτρινα σπίτια τους είδα να χορεύουν χαρούμενοι νέοι του χωριού, είδα ψηλά απέναντι από την εκκλησιά το αλπικό τοπίο με τα έλατα και ευτυχισμένος ψιθύρισα είναι δυστυχής όποιος δεν ήλθε να γνωρίσει ακόμη αυτό το ευλογημένο τόπο με τους λίγους φιλόξενους κατοίκους. Έψαξα νοερά να δω τον μπάρμπα Αποστόλη μα δεν τον βρήκα γιατί ήταν κάπου ψηλά στα έλατα και ευτυχισμένος που έβλεπε να ξαναζεί το ρημαγμένο και νεκρό κάποτε πριν πολλά χρόνια αγαπημένο του χωριό.

Νίκος Αζμάνης Παιδίατρος.
Λαγκαδας 9-10-2018 τ.Δήμαρχος Λαγκαδά.

ΤΟ ΕΙΔΑΜΕ ΣΤΟ: http://lagadas24.gr/site/index.php/roi-eidhsewn/item/1361-xorouda-to-xorio-ton-oneiron-mou