Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης,Το Ουκρανικό Αυτοκέφαλο. Ἀπόκρυψη καὶ παρερμηνεία ἐγγράφων



Αποτέλεσμα εικόνας για ΟΥΚΡΑΝΙΑ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟ
ΤΟ ΟΥΚΡΑΝΙΚΟ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟ
Ἀπόκρυψη καὶ παρερμηνεία ἐγγράφων
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης, Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
Προλεγόμενα εἰσαγωγικὰ
Σύμπασα ἡ Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ καὶ ὁ λοιπὸς χριστιανικὸς κόσμος, παρακολουθοῦν, ἄλλος μὲ ἀγωνία καὶ ἀνησυχία καὶ ἄλλοι μὲ κρυφὴ χαρά, τὴν σύγκρουση μεταξὺ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν Κωνσταντινουπόλεως καὶ Μόσχας, ἐξ αἰτίας τῆς διεκδικούμενης δικαιοδοσίας στὴν Οὐκρανία ἢ ἀκριβέστερα ἐξ αἰτίας τῆς αὐθαίρετης καὶ ἀντικανονικῆς εἰσπήδησης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὸ κανονικὸ ἔδαφος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ὅπου πάντοτε καὶ σταθερὰ ἀνῆκε τὸ Κίεβο, ἐκτὸς κάποιων ἀνωμάλων περιόδων ξενικῶν κατακτήσεων, ποὺ προκάλεσαν τὴν ἀπεξάρτησή του. 
Ἤδη μὲ ἄρθρο μας ἔχομε ἐκφράσει τὴν γνώμη μας, ὡς παλαιό-θεν ἀσχοληθέντες ἐρευνητικὰ μὲ τὶς σχέσεις Κωνσταντινουπόλεως καὶ Μόσχας. Τὸ ἄρθρο μας αὐτό, μὲ τίτλο «Ἡ Οὐκρανία εἶναι κανονικὸ ἔδαφος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας. Δὲν ὑπάρχουν ἀποδεικτικὰ ἔγγραφα ὑπὲρ τῆς Κωνσταντινουπόλεως» ἔτυχε εὐρείας ἀποδοχῆς στὸ Διαδίκτυο ἀπὸ ἐπισκέπτες ἑκατοντάδων χιλιάδων. Σὲ μία ἑβδομάδα ξεπέρασαν τὶς τριακόσιες χιλιάδες (300.000), καὶ ὁ ἀριθμὸς αὐτὸς βαίνει αὐξανόμενος. Ἐκεῖ εἴχαμε ὑποσχεθῆ ὅτι ἑτοιμάζουμε ἐκτενέστερο ἄρθρο, ὅπου μὲ εὐρύτερη ἀνάπτυξη θὰ παρουσιάζουμε τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια, ἡ ὁποία ἀποκρύπτεται καὶ κακοποιεῖται ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, γιὰ νὰ ὑποστη-ριχθεῖ ἕνα σχίσμα καὶ πιθανὸν καὶ ἕνας ἐμφύλιος σπαραγμὸς στὴν Οὐκρανία.
Συγκεκριμένα, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὴν ἀντικανονική του εἰσπήδηση σὲ ξένη δικαιοδοσία ἐδημοσίευσε μελέτη μὲ τίτλο «Ὁ Οἰκουμενικὸς Θρόνος καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας - Ὁμιλοῦν τὰ κείμενα», ὅπου παρουσιάζονται καὶ σχολιάζονται δύο πατριαρχικὰ κείμενα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα δῆθεν προκύπτει ὅτι τὸ 1686 τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο παρεχώρησε προσωρινὰ τὸ Κίεβο στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας καὶ ὅτι ἔχει τώρα δικαίωμα νὰ ἄρει ἐκείνη τὴν παραχώρηση καὶ νὰ ἐπαναποκτήσει τὴν παλαιὰ δικαιοδοσία του, ἑπομένως ἔχει καὶ τὸ δικαίωμα νὰ χορηγήσει μονομερῶς αὐτοκεφαλία στὴν Οὐκρανία, χωρὶς τὴν σύμφωνη γνώμη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, στὴν ὁποία ἐπὶ αἰῶνες ἀνήκει ἡ Οὐκρανία. Ἔχει ἤδη προχωρήσει ἡ Κωνσταντινούπολη μὲ ὀλέθριο βηματισμὸ πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή, μὲ συνέπεια νὰ διακόψει ἤδη ἡ Μόσχα τὴν εὐχαριστιακὴ κοινωνία μὲ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ καταλογίζει σχίσμα στὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο, διότι ἀποκατέστησε τὴν κοινωνία μὲ δύο σχισματικὲς παρατάξεις στὴν Οὐκρανία, τὶς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἐξακολουθεῖ νὰ θεωρεῖ δικαιολογημένα ὡς σχισματικές.
Στὸ παρὸν λοιπὸν ἐκτενέστερο ἄρθρο, ποὺ εἴχαμε ὑποσχεθῆ, παρουσιάζουμε πολλὰ κείμενα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀπὸ τὰ ὁποῖα προκύπτει ὅτι τὸ Κίεβο ἱστορικά, φυλετικά, ἐκκλησιαστικὰ ἀνήκει στὴν Ρωσία, χωρίσθηκε σὲ ἀνώμαλες ἱστορικὲς περιόδους καὶ ἐπανενώθηκε ἐκκλησιαστικὰ τὸ 1686 μὲ πατριαρ-χικὴ καὶ συνοδικὴ ἀπόφαση τῆς Κωνσταντινούπολης. Τὰ δύο ἔγγραφα ποὺ ἐπι-καλεῖται τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο συνηγοροῦν ὑπὲρ αὐτῆς τῆς θέσεως, παρερ-μηνεύονται ὅμως ἀπὸ ὅσους ἀνέλαβαν νὰ στηρίξουν τὶς ἀντικανονικὲς διεκδική-σεις τῆς Κωνσταντινούπολης. Οἱ ἐπὶ μέρους ἑνότητες τοῦ ἄρθρου μας περιλαμ-βάνουν τὰ ἑξῆς.
1. Στὸ Οὐκρανικὸ ζήτημα ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἔχει δίκαιο. Κίνδυνος ἐθνοφυλετισμοῦ γιὰ τὶς ἑλληνόφωνες Ἐκκλησίες.
2. Ἑνιαία καὶ ἀδιαίρετη ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας. Περιλαμβάνει καὶ τὸ Κίεβο.
3. Ἀποτυχημένες προσπάθειες διαίρεσης τῆς ἑνιαίας Μητρόπολης Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας
α) Ἡ κακογνωμία τοῦ βαρλααμίτη πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα διαιρεῖ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας.
β) Ἡ ἑνότητα ἀποκαθίσταται ἀπὸ τὸν ἡσυχαστὴ πατριάρχη Ἰσίδωρο Α´.
γ) Ὁ αὐτοκράτωρ Ἰωάννης Στ´ Καντακουζηνὸς ὑπὲρ τῆς ἑνιαίας Ρωσικῆς Ἐκκλησίας.
δ) Οἱ πατριάρχες Κάλλιστος Α´ καὶ Φιλόθεος Κόκκινος ὑπὲρ τῆς ἑνιαίας Ρωσικῆς Ἐκκλησίας.
4. Ἡ διαίρεση τῆς ἑνιαίας μητρόπολης Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας ἔργο Οὐνιτῶν καὶ λατινοφρόνων.
5. Ἡ ἐπανένωση Κιέβου καὶ Μόσχας τὸ 1686 καὶ ἡ παρερμηνεία τῶν σχετικῶν ἐγγράφων.
α) Τὰ δύο ἔγγραφα ποὺ ἐπικαλεῖται ἡ Κωνσταντινούπολη παρερμηνεύονται ἀπὸ δικούς της ἐρευνητάς.
β) Τὸ πρῶτο ἔγγραφο καὶ ἡ ὀρθὴ ἑρμηνεία του.
γ) Τὸ δεύτερο ἔγγραφο ἀποσαφηνίζει καλύτερα τὰ πράγματα.
Συμπεράσματα
1. Στὸ Οὐκρανικὸ ζήτημα ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἔχει δίκαιο. Κίνδυνος νὰ περιπέσουν στὴν αἵρεση τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ οἱ ἑλληνόφωνες Ἐκκλη­σίες.
Ὁ γράφων ὡς παλαιὸς συνεργάτης καὶ ὑποστηρικτὴς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατιαρχείου στὶς διαφαινόμενες τάσεις ἡγεμονισμοῦ τῆς Μόσχας ἐντὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἰδία μὲ τὴν διαμόρφωση τῆς θεωρίας περί «Τρίτης Ρώμης», ἡ ὁποία βέβαια δὲν προεβλήθη οὔτε προβάλλεται ἐπισήμως, καὶ στὰ πλαίσια τῶν ἐρευνητικῶν ἐνδιαφερόντων μου γιὰ τὶς διορθόδοξες σχέσεις καὶ τὴν πορεία τους, ἀσχολήθηκα μὲ τὶς διαχρονικὲς σχέσεις τῶν δύο ἐκκλησιῶν σὲ εἰσηγήσεις ποὺ ἔκανα σὲ δύο διεθνῆ συνέδρια. Οἱ σχέσεις αὐτὲς βρέθηκαν στὴν ἐπικαιρότητα τὸ 1988 μὲ ἀφορμὴ τὸν ἑορτασμὸ τῶν χιλίων ἐτῶν ἀπὸ τὴν βάπτιση τοῦ Ἁγίου Βλαδιμήρου καὶ τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ στὸ Κίεβο (988-1988). Ἡ πρώτη μου μελέτη μὲ τίτλο «Τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας» ἀνακοινώθηκε ὡς εἰσήγηση στὸ Διεθνὲς Σεμινάριο ποὺ ὀργάνωσε στὴ Γενεύη τὸ Ὀρθόδοξο Κέντρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (Μάϊος 1988) μὲ θέμα: «Ρωσία. Χίλια χρόνια χριστιανικοῦ βίου». Ἡ δεύτερη μελέτη μου μὲ θέμα «Ἡ Ἐκκλησία Κωνσταν-τινουπόλεως ὡς παράγων ἑνότητος τῶν ὑπ᾽ αὐτῆς ἐκχριστιανισθέντων Ρώσων» ἀνακοινώθηκε στὸ συγκληθὲν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας Διεθνὲς Ἱστορικὸ Συνέδριο (Ἰούλιος 1988) στὸ Κίεβο στὰ πλαίσια ἐπίσης τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς χιλιετηρίδος. Ἀμφότερες οἱ μελέτες δημοσιεύθηκαν στὸ βιβλίο μου «Κωνσταντινούπολη καὶ Μόσχα»[1], ὅπου ἐπίσης σὲ παράρτημα δημοσιεύονται δεκάδες ἐγγράφων ποὺ ἀφοροῦν στὶς σχέσεις τῶν δύο ἐκκλησιῶν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς χιλιετίας, ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ὁποίων ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ ἐξαγάγει ἀσφαλῆ συμπεράσματα καὶ γιὰ τὸ συζητούμενο σήμερα θέμα τῆς αὐτοκεφαλίας στοὺς Ὀρθοδόξους τῆς Οὐκρανίας. Προκαλεῖ γι᾽ αὐτὸ ἐντύπωση ἡ ἐκ μέρους τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπιλεκτικὴ ἐπίκληση δύο μόνον ἐγγράφων ὡς ἀποδεικτικῶν στοιχείων, τὰ ὁποῖα μάλιστα παρερμηνεύονται, γιὰ νὰ θεμελιώσουν τὴν θέση ὅτι ἡ Οὐκρανία ἀποτελεῖ κανονικὸ ἔδαφος τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἑπομένως δικαιώνουν τὴν πρωτοβουλία καὶ τὶς ἐνέργειές της, γιὰ τὴν χορήγηση αὐτοκεφαλίας στοὺς Ὀρθοδόξους τῆς Οὐκρανίας, ἀγνοώντας τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας καὶ τὸν κανονικὸ μητροπολίτη Κιέβου, οἱ ὁποῖοι δικαιολογημένα ἀντιδροῦν.
Εἶναι χρήσιμο νὰ ἀναφέρω ἀκόμη ὅτι ἡ σύζυγός μου Χριστίνα Μπουλάκη-Ζήση (τώρα μοναχὴ Νεκταρία), ἐπίκουρη καθηγήτρια τῆς «Ἱστορίας τῶν Σλαβικῶν Ἐκκλησιῶν» στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, συνέταξε μονογραφία στὰ πλαίσια καὶ πάλιν τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς χιλιετηρίδος μὲ τίτλο: «Ὁ ἐκχριστιανισμὸς τῶν Ρώσων»[2], ἀνατρέπουσα τὶς ἐπιστημονικὲς ἀπόψεις ὅσων ἐπεδίωκαν καὶ ἐπιδιώκουν νὰ ἀρνηθοῦν τὸ καλὰ τεκμηριωμένο γεγονὸς ὅτι ἡ Κωνσταντινούπολη ἐξεχριστιάνισε τοὺς Ρώσους καὶ νὰ ἀποδώσουν τὸν ἐκχριστιανισμὸ σὲ ἄλλα χριστιανικὰ κέντρα, ἰδιαίτερα στὴ Ρώμη. Τὸ βιβλίο αὐτὸ ἐπὶ πολλὰ ἔτη διενέμετο ὡς διδακτικὸ ἐγχειρίδιο στοὺς φοιτητὰς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς καὶ μετὰ τὴν συνταξιοδότηση τῆς συγγραφέως.
Ὡς Ἕλληνας κληρικὸς καὶ ἐπιστήμων θὰ χαιρόμουν ὑπερβολικά, ἂν τὸ ἑλληνι­κὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως στὸ θέμα τῆς Οὐκρανίας εἶχε τὴν ἱστο­ρία καὶ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες μὲ τὸ μέρος του, ὁπότε θὰ εἶχα ἕνα ἐπὶ πλέον κίνη­τρο νὰ ὑποστηρίξω ἱστορικὰ καὶ θεολογικὰ τὶς διεκδικήσεις του. Δυστυχῶς τὸ δί­καιο εἶναι μὲ τὴν πλευρὰ τῆς Μόσχας, καὶ ἑπομένως ἡ ἀδικουμένη πλευρὰ πρέπει νὰ ὑποστηριχθεῖ καὶ νὰ λεχθεῖ ἡ ἱστορικὴ ἀλήθεια, μολονότι εἶναι βέβαιο ὅτι πολλοὶ κρίνοντας ἐθνοφυλετικὰ θὰ μᾶς κατηγορήσουν γιὰ ἀντιπατριωτικὴ καὶ ἀν­θελληνικὴ στάση. Δὲν θὰ ἀντιπροβάλω τὸ ἀρχαιοελληνικό «Φίλος μὲν Πλάτων φιλτάτη δὲ ἡ ἀλήθεια», οὔτε τὸ τοῦ ἐθνικοῦ μας ποιητοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ «Πρέπει νὰ θεωροῦμε ἐθνικὸ ὅ,τι εἶναι ἀληθινό»[3]. Περισσότερο μὲ ἐκφράζει ἡ θέση ὅτι οἱ Χριστιανοὶ πάνω ἀπὸ τὶς ἐπίγειες πατρίδες μας πρέπει νὰ θέτουμε τὴν οὐράνια πατρίδα μας καὶ τὴν ἐπὶ γῆς παρουσία της, τὴν Ἐκκλησία, τῆς ὁποί­ας ὅλοι εἴμαστε μέλη καὶ πολίτες, ἀνεξαρτήτως φυλετικῆς καὶ ἐθνικῆς καταγωγῆς, Ἕλληνες, Ρῶσοι, Σέρβοι, Βούλγαροι, Γεωργιανοί, Ρουμᾶνοι, Ἄραβες. Ὅλοι εἴμαστε μέλη τοῦ ἑνὸς σώματος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, καὶ ἐν Χριστῷ «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»[4]. Ὅποιος προτάσσει τὸν πατριωτισμὸ καὶ τὸν θέτει ὑπεράνω τῆς ἐκκλησιαστικῆς του ταυτότητος εἰσάγει στὴν Ἐκκλη­σία τὸν ἐθνοφυλετισμό, ὅπως ἀποφάνθηκε ἡ ἐν Κωνσταντινούπολει Τοπικὴ Σύνοδος τοῦ 1872, ὁ ὁποῖος προσβάλλει τὴν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὑπερφυλετικὴ καὶ ὑπερεθνική της διάσταση. Δυστυχῶς στὴν πλάνη τοῦ ἐθνοφυ­λετισμοῦ περιπίπτουν ὅσοι ὑποστηρίζουν ἢ κατακρίνουν πράξεις ἢ ἀποφάσεις ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν, ἀνάλογα μὲ τὴν ἐθνική τους ταυτότητα καὶ ὄχι μὲ βάση τὴν ἀλήθεια. Κινδυνεύουμε τώρα οἱ Ἕλληνες, οἱ ἑλληνόφωνες τοπικὲς ἐκκλησίες, ὑποστηρίζοντας λανθασμένες ἐνέργειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, νὰ περι­πέσουμε στὴν πλάνη τοῦ Ἐθνοφυλετισμοῦ, προσβάλλοντας τὴν καθολικότητα καὶ οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐμεῖς θὰ παρουσιάσουμε τὶς σχέσεις Κωνσταν­τινούπολης καὶ Μόσχας, ὅπως αὐτὲς προκύπτουν ἀπὸ τὴν ἱστορία καὶ τὰ συνοδικὰ κείμενα.
2. Ἑνιαία καὶ ἀδιαίρετη ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας. Περιλαμβάνει καὶ τὸ Κίεβο (Οὐκρανία)
Δὲν χρειάζεται νὰ ἔχει κανεὶς εἰδικὲς ἱστορικὲς γνώσεις γιὰ νὰ γνωρίζει ὅτι τὸ Κίεβο ὑπῆρξε ἡ μήτρα, ἡ κολυμβήθρα, ἀπὸ τὴν ὁποία γεννήθηκε ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία μὲ τὴν βάπτιση τοῦ ἡγεμόνος τοῦ Κιέβου Βλαδιμήρου καὶ τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ τὸ 988. Οἱ διεθνεῖς ἑορτασμοὶ γιὰ τὴν χιλιετηρίδα τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ, ποὺ ἔγιναν τὸ 1988, μαρτυροῦν τὴν πάγκοινη, τὴν καθολικὴ ἀναγνώριση τῆς Κιεβινῆς ἀρχῆς τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Καὶ αὐτὸ δὲν ἦταν μία περιστατική, ὀλιγοχρόνια ἀρχή, ἀλλὰ ἐπὶ τρεῖς σχεδὸν αἰῶνες, μέχρι τὴν μογγολικὴ κατάκτηση τοῦ 1240, τὸ Κίεβο ἦταν ἡ πρωτεύουσα τῆς Ρωσίας, τὸ πολιτικὸ ἐκκλησιαστικὸ καὶ πολιτιστικὸ κέντρο τῶν Ρώσων, πάνω στὸ ὁποῖο θεμελιώθηκε ὁ πολιτισμός τους. Ἡ συνήθης διαίρεση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας τῆς Ρωσίας ἀρχίζει μὲ τὴν κιεβινὴ περίοδο, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι στὶς ἑπόμενες περιόδους τὸ Κίεβο εὑρίσκεται ἐκτὸς τῆς δικαιοδοσίας τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ἔχει ἐκχωρήσει ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία τὸ Κίεβο σὲ ἄλλη, μὴ ρωσικὴ δικαιοδοσία. Ξενικὲς κατακτήσεις τῆς περιοχῆς τοῦ Κιέβου ἀνάγκασαν τοὺς ἡγεμόνες νὰ μεταφέρουν τὸ πολιτικὸ καὶ ἐκκλησιαστικό τους κέντρο βορειότερα, ἀρχικὰ στὴν πόλη τοῦ Βλαδιμὴρ καὶ κατόπιν στὴν Μόσχα, χωρὶς νὰ παραιτηθοῦν ἀπὸ τὴν δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ τοῦ Κιέβου καὶ τῆς περιοχῆς τῆς Οὐκρανίας. Ἀκόμη καὶ ὅταν πρωτεύουσες ἦσαν τὸ Βλαδιμὴρ καὶ ἡ Μόσχα, ἡ μία καὶ μοναδικὴ μητρόπολη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας ποὺ ὑπαγόταν τότε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὡς μία ἀπὸ τὶς μητροπόλεις της, ὀνομαζόταν «Μητρόπολις Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας».
Τὸ ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρον στὴν περίπτωση αὐτὴ εἶναι ὅτι ἡ Κωνσταντινούπολη ἀπέναντι στὶς προσπάθειες ξένων δυνάμεων, δυτικῶν καὶ λατινοφρόνων, νὰ διασπάσουν καὶ νὰ διαιρέσουν τὴν ἑνιαία μητρόπολη «Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας» καὶ νὰ δημιουργήσουν δεύτερη μητρόπολη, ὅπως πράττουν καὶ σήμερα μὲ τὴν δημιουργία αὐτοκέφαλης ἐκκλησίας στὴν Οὐκρανία, ἐκτιμῶσα ὅτι αὐτὸ βλάπτει τὴν ἑνότητα τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ, δὲν ἐπέτρεψε τὴν δημιουργία ἄλλης μητρόπολης. Ὅταν δὲ λόγῳ ἀσφυκτικῶν πιέσεων, βλαπτικῶν καὶ γιὰ τὴν ἴδια τὴν Κωνσταντινούπολη, κάποιοι πατριάρχες ἐπέτρεψαν τὴν δη-μιουργία ἄλλης μητρόπολης, πολὺ γρήγορα οἱ διάδοχοί τους καταργοῦσαν τὴν δεύτερη μητρόπολη καὶ ἀποκαθιστοῦσαν τὴν ἑνότητα τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, μὲ βαρύτατους ἀπαξιωτικοὺς χαρακτηρισμοὺς γιὰ τὶς διασπαστικὲς καὶ διαιρετικὲς ἐνέργειες τῶν προκατόχων τους, ὅπως θὰ δοῦμε. Αὐτὲς τὶς προσπάθειες ποὺ κατέβαλε ἡ Κωνσταντινούπολη γιὰ τὴν ἑνότητα τῶν Ρώσων, κάτω ἀπὸ μία ἑνιαία ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ εἴχαμε παρουσιάσει στὴν μνημονευθεῖσα μελέτη μας «Ἡ Ἐκ-κλησία Κωνσταντινουπόλεως ὡς παράγων ἑνότητος τῶν Ρώσσων»[5]. Ὑπάρχει τώ-ρα λόγος νὰ μετατραπεῖ σὲ παράγοντα διαιρέσεως καὶ σχισμάτων καὶ νὰ εἰσπρά-ξει ὁ προκαθήμενός της, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς διαδόχους του, ἀπαξιωτικοὺς χαρα-κτηρισμούς; Τόσο ἀσφυκτικὲς καὶ ἀναπότρεπτες εἶναι καὶ πάλι οἱ πιέσεις τῶν Δυτικῶν, ποὺ ἐπὶ αἰῶνες καλλιεργοῦν τὴν ρωσοφοβία;
Παραθέτουμε τὶς ἱστορικὲς περιόδους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ὅπως αὐτὲς καταγράφονται ἀπὸ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἱστορικούς: α) Ἀπὸ τοῦ βαπτίσματος τῶν Ρώσων μέχρι τῆς μογγολικῆς κατακτήσεως (988-1240). Χαρακτηρίζεται καὶ ὡς «κιεβινὴ περίοδος» β) Ἀπὸ τῆς μογγολικῆς κατακτήσεως τῆς Ρωσίας μέχρι τῆς διαιρέσεως τῆς Μητροπόλεως Ρωσίας (1240-1462) γ) Ἀπὸ τῆς διαιρέσεως τῆς Μητροπόλεως Ρωσίας, μέχρι τῆς ἱδρύσεως τοῦ Πατριαρχείου (1462-1589) δ) Τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας (1589-1700) ε) Ἡ συνοδικὴ ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας (1700-1917) στ) Ἡ ἐπανίδρυση τοῦ Πατριαρχείου καὶ τὸ σοβιετικὸ καθεστὼς (1917-1990)[6] ζ) Σ᾽ αὐτὲς μπορεῖ νὰ προστεθεῖ καὶ μία ἑβδόμη περίοδος ἀπὸ τὴν κατάρρευση τοῦ σοβιετικοῦ καθεστῶτος μέχρι σήμερα (1990-2018), περίοδος καταπαύσεως τῶν διωγμῶν, ἀναγεννήσεως καὶ ἀκμῆς.
3. Ἀποτυχημένες προσπάθειες διαιρέσεως τῆς ἑνιαίας Μητρόπολης Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας
Ἡ μογγολικὴ κατάκτηση τῆς Ρωσίας (1240) εἶχε θλιβερὲς καὶ καταστροφικὲς συνέπειες γιὰ ὅλες σχεδὸν τὶς ἡγεμονίες τῆς Ρωσίας ἰδιαίτερα γιὰ τὴν Νότια Ρωσία, τῆς ὁποίας ἡ ξακουστὴ πόλη καὶ πρωτεύουσα τῶν Ρώσων, τὸ Κίεβο, καταστράφηκε σχεδὸν ὁλοσχερῶς. Μεγάλο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ μετανάστευσε πρὸς τὶς βορειοανατολικὲς περιοχές, ὅπου ἡ ἕδρα τοῦ μητροπολίτη μεταφέρθηκε ἀρχικὰ στὴν πόλη τοῦ Βλαδιμήρ (1299) καὶ κατόπιν στὴν Μόσχα (1328). Μολονότι ὅμως μετὰ τὴν μογγολικὴ κατάκτηση ὁ μητροπολίτης δὲν ἔμενε στὸ Κίεβο, διατήρησε τὸν παραδοσιακό του τίτλο ὡς «μητροπολίτης Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας» καὶ συνέχισε νὰ εἶναι ἐπίσκοπος τῆς πόλης τοῦ Κιέβου. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς μογγολικῆς κατάκτησης ἡ Ρώμη προσπάθησε ἐκμεταλλευόμενη τὴν δύσκολη ἱστορικὴ συγκυρία, νὰ ἐκλατινίσει τοὺς Ρώσους καὶ νὰ τοὺς ὑποτάξει στὸν Παπισμὸ διὰ τῆς Πολωνίας καὶ τῆς Λιθουανίας, ὀργανώνουσα ἀκόμη καὶ σταυροφορίες ἐναντίον τους. Εἶναι γνωστοὶ οἱ ἀγῶνες τοῦ ἡγεμόνος Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκυ ἐναντίον τῶν Σουηδῶν ἱπποτῶν καὶ τοῦ Τάγματος τῶν Σπαθοφόρων τοὺς ὁποίους ἐνίκησε καὶ ἀπώθησε (1240-1242)· ἀπώθησε ἔτσι τὴν διείσδυση καὶ τὶς ἐπιδράσεις τοῦ Παπισμοῦ στὶς βορειοδυτικὲς περιοχές. Δὲν συνέβη ὅμως τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὶς νοτιοδυτικὲς περιοχές, ὅπου ἀνήκει καὶ ἡ σημερινὴ Οὐκρανία. Ἐκεῖ ἡ Πολωνία καὶ ἡ Λιθουανία καὶ λόγῳ κατακτήσεως κάποιων ἐδαφῶν, ἀλλὰ καὶ λόγῳ πιέσεων καὶ ἐπιδράσεων ἐπὶ τῶν τοπικῶν Ρώσων ἡγεμόνων, ποὺ ὑπέφεραν ἀπὸ τὴν μογγολικὴ ἐπικυριαρχία, κατόρθωσαν νὰ διεισδύσουν καὶ εἰς τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα ἐπιδιώκοντας βέβαια κυρίως τὸν ἐκλατινισμό. Πρὸς ἐπιτυχίαν αὐτοῦ τοῦ στόχου ἔπρεπε νὰ ἐπιτύχουν τὴν ἀπεξάρτηση τῶν νοτιοδυτικῶν περιοχῶν τῆς Ρωσίας ἀπὸ τὴν ἑνιαία ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση τῆς μιᾶς καὶ μοναδικῆς «Μητροπόλεως Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας» μὲ τὴν ἵδρυση καὶ δεύτερης ἢ καὶ τρίτης μητρόπολης.
Ἀκριβῶς τὸ ἴδιο ἐπιδιώκουν καὶ σήμερα· τὸν ἐκδυτικισμὸ τῆς Οὐκρανίας μὲ τὴν συμμαχία καὶ σύμπραξη Ρωμαιοκαθολικῶν καὶ Οὐνιτῶν πολιτῶν τῆς Οὐκρανίας καὶ τῶν δύο φιλοδυτικῶν καὶ λατινοφρόνων σχισματικῶν παρατάξεων, ἐναντίον τῆς κανονικῆς Μητροπόλεως Κιέβου, ὑπὸ τὸν μητροπολίτη Ὀνούφριο, ποὺ ὑπάγεται ἀναμφισβήτητα στὴν ἑνιαία Ρωσικὴ Ἐκκλησία. Εἶναι γνωστὸν ὅτι ὁ πρόεδρος τῆς Οὐκρανίας Ποροσένκο ποὺ προωθεῖ τὴν αὐτοκεφαλία εἶναι Οὐνίτης, καὶ μέσῳ αὐτοῦ ἀπεργάζονται τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀπεξάρτηση τῆς Οὐκρανίας ἀπὸ τὴν Μόσχα σύμπασα ἡ Δύση, Εὐρώπη καὶ Ἀμερική.
Τότε πάντως τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἀκόμη καὶ ἐξασθενημένο μετὰ τὴν λατινικὴ κατάκτηση τῆς Κωνσταντινούπολης τὸ 1204 καὶ τὴν πολυετῆ ἐξορία τῶν πολιτικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντων στὴν Νίκαια μέχρι τὸ 1261, δὲν ὑπέκυψε στὶς προσπάθειες γιὰ διαίρεση τῆς ἑνιαίας ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης τῶν Ρώσων ἢ ὅταν ἀπὸ κακογνωμία κάποιου πατριάρχη καὶ κακὴ ἐκτίμηση ἐπέτρεπε τὴν ἵδρυση ἄλλης μητρόπολης, φιλοπαπικῶν προδιαγραφῶν, ἀποκαθιστοῦσε σύντομα τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα τῶν Ρώσων. Ἐνδεικτικὰ θὰ ἀναφέρουμε κάποιες περιπτώσεις καὶ τὰ σχετικὰ κείμενα.
α) Ἡ κακογνωμία τοῦ βαρλααμίτη Πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα διαιρεῖ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας
Περὶ τὰ μέσα τοῦ 14ου αἰῶνος συνετάραξαν τὴν Ἐκκλησία οἱ ἡσυχαστικὲς ἔριδες, τὶς ὁποῖες προκάλεσε ὁ ἐκ τῆς Δύσεως ἐλθὼν Βαρλαὰμ ὁ Καλαβρὸς μὲ ὕποπτα διασπαστικὰ σχέδια τῆς ἑνότητος τῶν Ὀρθοδόξων, τὸν ὁποῖον θεολογικὰ ἀντιμετώπισε μὲ ἐπιτυχία ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Δυστυχῶς πατριάρχης στὴν Κωνσταντινούπολη ἦταν τότε ὁ περιλάλητος Ἰωάννης Καλέκας (1334-1347), ὁ ὁποῖος ὑπεστήριξε τὸν Βαρλαὰμ Καλαβρὸ καὶ ἐδίωξε καὶ ἐφυλάκισε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ. Δὲν ἔφθαναν αὐτὲς οἱ διαιρετικές του ἐνέργειες στὸν χῶρο τοῦ δόγματος, τῆς Πίστεως, προκάλεσε διαιρέσεις καὶ στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας μὲ τὴν δημιουργία δεύτερης μητρόπολης, ἀπεξαρτημένης ἀπὸ τὴν ἑνιαία μητρόπολη Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας, ὅπως ἀκριβῶς πράττει σήμερα καὶ ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος· δὲν μᾶς ἔφθανε ὁ φιλοπαπισμὸς καὶ ἡ ἀμνήστευση τῶν αἱρέσεων στὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, διαιρεῖ τώρα καὶ διασπᾶ τὴν ἑνιαία Ρωσικὴ Ἐκκλησία, μὲ τὴν ἀπεξάρτηση τῆς Οὐκρανίας καὶ τὴν χορήγηση αὐτοκεφάλου, ὄχι στὴν κανονικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὑπὸ τὸν μητροπολίτη Ὀνούφριο, ἡ ὁποία δὲν ἐζήτησε τὸ αὐτοκέφαλο, ἀλλὰ σὲ δύο σχισματικὲς μερίδες ὑπὸ τοὺς καθηρημένους ἀρχιερεῖς Φιλάρετο καὶ Μακάριο, ἀγνοώντας τὶς ποινὲς ποὺ τοὺς ἐπέβαλε ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία καὶ περιφρονώντας τὶς ἀποφάσεις τῶν ἐκκλησιαστικῶν κανονικῶν δικαστηρίων τῆς αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ὡσὰν νὰ εἶναι πά-πας τῆς Ἀνατολῆς. Αὐτὸ καθιστᾶ τὶς αὐθερεσίες τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου χειρότερες ἀπὸ τὶς αὐθαιρεσίες τοῦ Ἰωάννη Καλέκα, διότι συγχρόνως μὲ τὴν διαιρετικὴ καὶ διασπαστική του ἐνέργεια, γίνεται καὶ κοινωνὸς τοῦ σχίσματος καὶ ἀκοινώνητος, κατὰ τό «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ ἀκοινώνητος ἔσται», διότι ἡ ἐπιβαλοῦσα στοὺς σχισματικοὺς τῆς Οὐκρανίας τὶς ποινὲς τῆς καθαιρέσεως καὶ τοῦ ἀφορισμοῦ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἐξακολουθεῖ νὰ τοὺς θεωρεῖ σχισματικούς, καθηρημένους καὶ ἀφορισμένους»[7].
Ὅταν τὸ 1347 ἔγινε πολιτικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἀλλαγὴ στὴν Κωνσταντινούπο-λη μὲ τὸ νὰ ἀνακηρυχθεῖ αὐτοκράτωρ ὁ Ἰωάννης Στ´ Καντακουζηνός (1347-1354), φίλος τῶν ἡσυχαστῶν, ἐκθρονίσθηκε ὁ Ἰωάννης Καλέκας καὶ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο κατέλαβε ὁ ἡσυχαστὴς Ἰσίδωρος (1347-135). Μαζὶ μὲ τὴν εἰρήνευση τῆς Ἐκ­κλησίας ἀπὸ τὴν καταδίκη τοῦ Βαρλαὰμ καὶ τῶν ὀπαδῶν του, ἀποκαταστάθηκε καὶ ἡ ἑνότητα στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας μὲ τὴν κατάργηση τῆς μητρόπολης Γαλλικίας, ποὺ προώθησε ὁ Ἰωάννης Καλέκας, καὶ τὴν ἐπανένωση ὅλων τῶν Ρώ­σων Ὀρθοδόξων ὑπὸ τὴν ἑνιαία μητρόπολη Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας. Σώζονται πολλὰ ἔγγραφα, ἐξαιρετικῶς ἐνδιαφέροντα περὶ τοῦ ὅτι ἡ περιοχὴ τῆς σημερινῆς Οὐκρανίας ὑπαγόταν πάντοτε στὴν ἑνιαία Ρωσικὴ Ἐκκλησία, καὶ μόνον σὲ περιό­δους συγχύσεως καὶ ἀνωμαλίας ἀποσπάσθηκε προσωρινά, συντελούσης εἰς αὐτὸ καὶ τῆς «κακογνωμίας τοῦ χρηματίσαντος πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, οὐδὲν ἕτερον σπουδάσαντος ἢ τὸ τὰς οἰκείας ὀρέξεις, πληροῦν», ὅπως γράφει ὁ αὐτοκράτωρ, Ἰωάννης Καντακουζηνὸς πρὸς τὸν μέγαν ἡγεμόνα τῆς Ρωσίας Συμεὼν ἐννοώντας τὸν Ἰωάννη Καλέκα. Θὰ παρουσιάσουμε ὀλίγα ἔγγραφα ἀποσπώντας ἐπιλεκτικὰ τὶς σημαντικὲς θέσεις, ἀλλὰ καὶ παραθέτοντας κάποια ἐξ᾽ ὁλοκλήρου γιὰ νὰ ὑπάρχει πληρέστερη εἰκόνα.
β) Ἡ ἑνότητα ἀποκαθίσταται ἀπὸ τὸν ἡσυχαστὴ πατριάρχη Ἰσίδωρο Α´.
Σὲ συνοδικὴ ἀπόφαση ἐπὶ πατριάρχου Ἰσιδώρου ποὺ ἀποκατέστησε τὴν ἑνότητα τῆς μητροπόλεως Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας (1347) γίνεται ἀναφορὰ στὴν σύγχυση καὶ ἀνωμαλία ποὺ προκάλεσαν οἱ διενέξεις καὶ οἱ ἐμφύλιες διαμάχες μεταξὺ τῶν Ρώσων ἡγεμόνων καὶ ὑπενθυμίζεται ἡ ἐπὶ τετρακόσια χρόνια ἀρραγὴς ἑνότης ὑπὸ τὸν μητροπολίτη Κιέβου. Μικροδιενέξεις ἐτακτοποιοῦντο σύντομα ἀπὸ τὸν μητροπολίτη. «Τὸ γὰρ ἔθνος τῶν Ρώσων, χρόνος ἤδη μακρός, εἰς τετρακοσίους ἐγγὺς ἐξήκων, ἕνα μητροπολίτην γνωρίζον τὸν κατὰ καιροὺς τὴν Κυγέβου λαχόντα μητρόπολιν, βαθείας ἀπολαῦον ἦν τῆς μετ᾽ ἀλλήλων εἰρήνης, εἴτι που καὶ τοῦ δέοντος ἐκτραπείη, οἷα φιλεῖ γίγνεσθαι, ἐπαναγόμενον ὑπ᾽ αὐτοῦ καὶ διορθούμενον εὐχερῶς». Παρατίθεται στὴν συνέχεια ἐκτενὲς ἀπόσπασμα ἀπὸ χρυσόβουλλο ἔγγραφο τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ πρὸς τὸν μέγαν ἡγεμόνα Συμεὼν καὶ τοὺς ἄλλους ἡγεμόνες, εἰς τὸ ὁποῖο λέγεται ὅτι ὅλες οἱ ἐπισκοπὲς τῆς Μικρᾶς Ρωσίας, τῆς σημερινῆς Οὐκρανίας, τὶς ὁποῖες κατανομάζει, «ὑπέκειντο, ἀφ᾽ ὅτου τὸ τῶν Ρώσων ἔθνος Χριστοῦ χάριτι τὴν θεογνωσίαν ἐδέξαντο, εἰς τὴν ἁγιωτάτην μητρόπολιν Κυγέβου», στὴν ὁποία ὑπάγονται καὶ οἱ ἐπισκοπὲς τῆς Μεγάλης Ρωσίας. Λόγῳ ὅμως τῆς συγχύσεως καὶ ἀνωμαλίας μετὰ τὴν μογγολικὴ κατάκτηση βρῆκαν τὴν εὐκαιρία πολιτικοὶ καὶ ἐκκλησιαστικοὶ πα­ράγοντες στὴν Κωνσταντινούπολη, καὶ δυστυχῶς «καὶ ὁ τῆς ἐκκλησίας παρὰ τὸ εἰκὸς προϊστάμενος», δηλαδὴ ὁ πατριάρχης Καλέκας, ποὺ γιὰ τίποτε ἄλλο δὲν φρόντιζαν παρὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τὶς ὀρέξεις τους, καὶ προκάλεσαν μεγάλη ἀταξία στὰ πολιτικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα, μὲ τὴν καινοτομία νὰ ἀποσπά­σουν ἀπὸ τὴν μητρόπολη Κιέβου, ποὺ τώρα εἶχε τὴν ἕδρα της στὴ Μόσχα, τὶς ἐπισκοπὲς τῆς Μικρᾶς Ρωσίας καὶ νὰ τὶς ὑπαγάγουν στὸν ἀρχιερέα τῆς Γαλλι­κίας, τὸν ὁποῖο προήγαγαν ἀπὸ ἐπίσκοπο σὲ μητροπολίτη, ὅπως θέλει τώρα ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος νὰ κάνει πατριάρχη Κιέβου τὸν σχισματικὸ Φιλάρετο. Αὐτό, ὅμως, καταλύει τὰ νόμιμα ἔθιμα σὲ ὁλόκληρη τὴν Ρωσία, εἶναι βαρὺ καὶ δυσάρεστο εἰς ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ δὲν θέλουν νὰ ποιμαίνονται ἀπὸ δύο μητροπολίτες, ἀλλὰ ἐπιθυμοῦν νὰ παραμείνει ἀπαρασάλευτη καὶ ἀμετακίνητη ἡ παλαιὰ συνήθεια τῆς μιᾶς καὶ ἑνιαίας ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς, γι᾽ αὐτὸ καὶ θὰ κάνουν τὸ πᾶν ὥστε νὰ μὴ περάσει, νὰ καταλυθεῖ αὐτὴ ἡ καινοτομία, ὅπως καταλύθηκε καὶ στὸ παρελθόν, ὅσες φορὲς ἐπιχειρήθηκε. Εἶναι σὰν νὰ φωτογρα­φίζει τὸ ἔγγραφο τὴν σημερινὴ κατάσταση· ἀπουσιάζει μόνον ἀπὸ τὴν Κωνσταν­τινούπολη ὁ καταλύτης τῆς καινοτομίας. Λέγει τὸ αὐτοκρατορικὸ ἔγγραφο:
«Κατὰ τὸν πρὸν ὀλίγου δὲ γεγονότα καιρὸν τῆς συγχύσεως, σύνδρομον τὸν τοιοῦτον εὑρόντες καιρὸν οἵ τε τὰ τῆς βασιλείας πράγματα διοι­κοῦντες, ἀλλὰ δὴ καὶ ὁ τῆς ἐκκλησίας παρὰ τὸ εἰκὸς προϊστάμενος, μηδὲν ἕτερον σπουδάζοντες ἢ τὸ τὰς οἰκείας ὀρέξεις πληροῦν, καὶ διὰ ταύτας τὴν τῶν κοινῶν καὶ ἐκκλησια­στικῶν πραγμάτων κατάστασιν εἰς ἀταξίαν μετασκευάσαντες καὶ πάντα σχεδὸν ἀνατρέψαντες καὶ συγ­χέαντες καὶ ταῖς τῶν χριστιανῶν ψυχαῖς τε καὶ σώμασι πᾶσαν καὶ παν­τοίαν βλάβην προξενήσαντες καὶ ζημίαν καὶ καινοτομίαν κἀν τούτῳ ποιούμενοι, ἀπέσπασαν ἀπὸ ταύτης δὴ τῆς ἁγιωτάτης μητροπόλεως Κυγέβου τὰς ῥηθείσας τῆς Μικρᾶς ῾Ρωσίας ἐπισκοπὰς καὶ ὑπὸ τὸν ἀρχιερέα Γαλλίτζης ὑποκεῖ­σθαι, προβιβάσαντες αὐτὸν ἀπὸ ἐπισκόπου εἰς μητροπολίτην, ὃ δὴ καὶ γέγονε μὲν εἰς κατάλυσιν τῶν ἐκ παλαιοῦ νενομισμένων ἐθίμων εἰς τὴν τοιαύτην χώραν τῆς πάσης ῾Ρωσίας, ἔδοξε δὲ βαρὺ καὶ ἐπαχθὲς καὶ εἰς τοὺς ἐν αὐτῇ πάντας χριστιανούς, μὴ ἀνασχομένους ὑπὸ δυσὶ μητροπολίταις ποιμαίνεσθαι, ἀλλὰ βου­λομέ­νους ἀσάλευτον καὶ ἀμετακίνητον μένειν τήν, ἣν εἶχον ἐκ παλαιοῦ συνή­θειαν, ὡς δεδήλωται, καὶ πάντα τρόπον κινοῦντας εἰς τὴν τῆς τοιαύτης καινοτομίας κατάλυσιν, καθὼς καὶ ἐν ἄλλοις καιροῖς ἐπεχειρήθη μὲν ἡ τοιαύτη καινοτομία γίνεσθαι, κατελύθη δὲ καὶ ἀνετράπη ἅμα τῷ γεγο­νέναι, μὴ ἀνασχομένων, ὡς εἴρηται, τῶν ἐκεῖσε χριστιανῶν τὸ τοιοῦτον αὐτῶν ἔθος ἀθετηθῆναι».
Μὲ βάση καὶ τὸ αὐτοκρατορικὸ ἔγγραφο ἡ πατριαρχικὴ σύνοδος καταργεῖ τὴν μητρόπολη Γαλλικίας καὶ ἐπαναφέρει ὅλες τὶς ἐπισκοπὲς ὑπὸ τὸν μητροπολίτη Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας ἀποκαθιστώντας τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρω­σίας. Ἡ ρύθμιση αὐτὴ κατὰ τὴν ἐκτίμηση τῆς συνόδου τῆς Κωνσταντινούπολης ἔπρεπε νὰ παραμείνει ἀμετακίνητη στὸ μέλλον, διότι εἶναι ἀρχαία καὶ δίκαιη γιὰ τὸ συμφέρον ἑνὸς τόσο μεγάλου ἔθνους καὶ τῆς μεταξὺ τῶν μελῶν του ὁμονοίας: «Καὶ ὑπακεῖσθαι αὐτῇ, ὡς τὸ πρότερον, εἰς τὸν ἑξῆς ἅπαντα καὶ διηνεκῆ χρόνον...καὶ ἡ κατάστασις αὕτη, ὡς ἀρχαία καὶ δικαία καὶ πολὺ τὸ εὔλογον ἔχου­σα καὶ ἐπὶ συμφέροντι ἔθνους τοσούτου, τῆς μετ᾽ ἀλλήλων δηλονότι εἰρηνικῆς αὐτῶν ὁμονοίας ἕνεκα γεγονυῖα, τὸ ἀπαραποίητον καὶ παρὰ τῶν μεθ᾽ ἡμᾶς ἁγιω­τάτων πατριαρχῶν λήψεται...». Παραθέτουμε ὁλόκληρο τὸ ἔγγραφο τῆς συνοδικῆς ἀπόφασης:
Συνοδικὴ ἀπόφασις ἐπὶ πατριάρχου Ἰσιδώρου (1347-1350) περὶ τῆς ἑνότητος τῆς μητροπόλεως Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας 1347.
Ἡδύ τι καὶ ναυσιπόροις γαληνιῶν πέλαγος καὶ ἐπιπνέων ζέφυρος ἐξουσίας, ἡδὺ αὖ ὁμοίως κἀν τοῖς πολιτικοῖς πράγμασιν εὐνομία, εἰρήνη τε καὶ ὁμόνοια· ὡς γὰρ τοῖς οὕτω ναυτιλλομένοις χειμῶνος δηλαδὴ καὶ ζάλης καὶ τρικυμίας χωρὶς οὐκ ἐν ἀμφιβόλοις ἡ σωτηρία, καὶ τὸ σκάφος εὐχερῶς εἰς λιμένα κατάγεται, οὕτω δὴ καὶ τοῖς ἐν εὐνομίᾳ ζῶσί τε καὶ πολιτευομένοις. Σωτήριος γὰρ αὐτοῖς ὁ βίος, ὅσῳ καὶ ἀπείρατος τῶν τῆς συγχύσεως χαλεπῶν. Σύγχυσις γὰρ τὸ μέγιστον τῶν ἐν βίῳ δεινῶν, ἐπειδὴ καὶ φύσις αὐτῇ, ἄνω τε καὶ κάτω πάντα ποιεῖν καὶ ἀναμὶξ θεῖά τε ὁμοῦ συγκυκᾶν καὶ ἀνθρώπινα πράγματα, καὶ τοῦτο ἴδῃ τις ἂν τοῖς ἤδη ῥηθησομένοις. Τὸ γὰρ ἔθνος τῶν ῾Ρώσων, χρόνος ἤδη μακρός, εἰς τετρακοσίους ἐγγὺς ἐξήκων, ἕνα μητροπολίτην γνωρίζον, τὸν κατὰ καιροὺς τὴν Κυγέβου λαχόντα μητρόπολιν, βαθείας ἀπολαῦον ἦν τῆς μετ᾽ ἀλλήλων εἰρήνης, εἴ τι που καὶ τοῦ δέοντος ἐκτραπείη, οἶα φιλεῖ γίγνεσθαι, ἐπαναγόμενον ὑπ᾽ αὐτοῦ καὶ διορθούμενον εὐχερῶς. Ὁ μέντοι παραχωρήσει θεοῦ διὰ πλῆθος ἁμαρτιῶν ἐπισυμβὰς πρὸ ὁλίγου καιρὸς τῆς συγχύσεως καὶ τὴν τοιαύτην τοῦ ἔθνους κατάστασιν ἀνέτρεψε καὶ συνέχεε, καὶ μικροῦ δεῖν διὰ μάχας σφισὶ καὶ πολέμους ἐμφυλίους κεκίνηκε· καὶ ὁ μὲν τοιοῦτος καιρὸς τοιαῦτα οἰκεῖα πάντως ἑαυτῷ ποιῶν, ὁ ἐκ θεοῦ δὲ τὸ βασιλεύειν κλῆρον λαχὼν δίκαιον ἕνεκεν ἀληθείας καὶ πραότητος καὶ δικαιοσύνης, ἐν οἷς ἅπαντα τοὺς πρὸ αὐτοῦ σχεδὸν ὑπερήλασε βασιλέας, κράτιστος καὶ ἅγιός μου αὐτοκράτωρ, γνωρισθέντος τοῦ πράγματος τῷ ἐνθέῳ κράτει τῆς αὐτοῦ βασιλείας ἐξ ἡμῶν τε αὐτῶν καὶ τῆς περὶ ἡμᾶς ἱερᾶς καὶ θείας συνόδου καὶ ἅμα, ἐξ ὧν ἔλεγε καὶ ἐδεῖτο τὰ ἐκεῖθεν καταπεμφθέντα γράμματα τοῦ τε ἱερωτάτου μητροπολίτου Κυγέβου, ὑπερτίμου καὶ ἐξάρχου πάσης ῾Ρωσίας, ἐν ἁγίῳ πνεύματι ἀγαπητοῦ ἀδελφοῦ καὶ συλλειτουργοῦ τῆς ἡμῶν μετριότητος, τοῦ τε εὐγενεστάτου ῥηγὸς πάσης ῾Ρωσίας καὶ περιποθήτου ἀνεψιοῦ τοῦ κρατίστου καὶ ἁγίου μας αὐτοκράτορος, κῦρ Συμεών, καὶ τῶν ἄλλων ῥηγῶν, ἃ καὶ συνοδικῶς ἡμῖν εἰς ἐπήκοον ἀνεγνώσθησαν, εὐδόκησε σεπτὸν ἀπολυθῆναι χρυσόβουλλον, ἐπ᾽ αὐτῶν ἔχον τῶν λέξεων οὑτωσί: «ἐπεὶ αἱ κατὰ τὸν τόπον τῆς Μικρᾶς ῾Ρωσίας τὸν ἐπικεκλημένον Βουλούνιον εὑρισκόμεναι ἁγιώταται ἐπισκοπαί, ἣ τε Γάλλιτζα, τὸ Βολοδίμηρον, τὸ Χόλμιν, τὸ Περεμίσθλιν, τὸ Λουτζικὸν καὶ τὸ Τούροβον, ὑπέκειντο, ἀφ᾽ ὅτου τὸ τῶν ῾Ρώσων ἔθνος Χριστοῦ χάριτι τὴν θεογνωσίαν ἐδέξαντο, εἰς τὴν ἁγιωτάτην μητρόπολιν Κυγέβου, ἣν διέπει ἀρτίως ὁ κατ᾽ αὐτὴν ἱερώτατος μητροπολίτης, ὑπέρτιμος καὶ ἔξαρχος πάσης ῾Ρωσίας, κῦρ Θεόγνωστος, ὡς καὶ αἱ τῆς Μεγάλης ῾Ρωσίας ἁγιώταται ἐπισκοπαί, κατὰ τὸν πρὸ ὀλίγου δὲ γεγονότα καιρὸν τῆς συγχύσεως, σύνδρομον τὸν τοιοῦτον εὑρόντες καιρὸν οἵ τε τὰ τῆς βασιλείας πράγματα διοικοῦντες, ἀλλὰ δὴ καὶ ὁ τῆς ἐκκλησίας παρὰ τὸ εἰκὸς προϊστάμενος, μηδὲν ἕτερον σπουδάζοντες ἢ τὸ τὰς οἰκείας ὀρέξεις πληροῦν καὶ διὰ ταύτας τὴν τῶν κοινῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων κατάστασιν εἰς ἀταξίαν μετασκευάσαντες καὶ πάντα σχεδὸν ἀνατρέψαντες καὶ συγχέαντες καὶ ταῖς τῶν χριστιανῶν ψυχαῖς τε καὶ σώμασι πᾶσαν καὶ παντοίαν βλάβην προξενήσαντες καὶ ζημίαν καὶ καινοτομίαν κἀν τούτῳ ποιούμενοι, ἀπέσπασαν ἀπὸ ταύτης δὴ τῆς ἁγιωτάτης μητροπόλεως Κυγέβου τὰς ῥηθείσας τῆς Μικρᾶς ῾Ρωσίας ἐπισκοπὰς καὶ ὑπὸ τὸν ἀρχιερέα Γαλλίτζης ὑποκεῖσθαι, προβιβάσαντες αὐτὸν ἀπὸ ἐπισκόπου εἰς μητροπολίτην, ὃ δὴ καὶ γέγονε μὲν εἰς κατάλυσιν τῶν ἐκ παλαιοῦ νενομισμένων ἐθίμων εἰς τὴν τοιαύτην χώραν τῆς πάσης ῾Ρωσίας, ἔδοξε βαρὺ καὶ ἐπαχθὲς καὶ εἰς τοὺς ἐν αὐτῇ πάντας χριστιανούς, μὴ ἀνασχομένους ὑπὸ δυσὶ μητροπολίταις ποιμαίνεσθαι, ἀλλὰ βουλομένους ἀσάλευτον καὶ ἀμετακίνητον μένειν τήν, ἣν εἶχον ἐκ παλαιοῦ συνήθειαν, ὡς δεδήλωται, καὶ πάντα τρόπον κινοῦντας εἰς τὴν τῆς τοιαύτης καινοτομίας κατάλυσιν, καθὼς καὶ ἐν ἄλλοις καιροῖς ἐπεχειρήθη μὲν ἡ τοιαύτη καινοτομία γίνεσθαι, κατελύθη δὲ καὶ ἀνετράπη ἅμα τῷ γεγονέναι, μὴ ἀνασχομένων, ὡς εἴρηται, τῶν ἐκεῖσε χριστιανῶν τὸ τοιοῦτον αὐτῶν ἔθος ἀθετηθῆναι. Ἀνηνέχθη δὲ τὰ περὶ τούτου ἀρτίως εἰς τὴν βασιλείαν μου παρὰ τοῦ εὐγενεστάτου μεγάλου ῥηγὸς ῾Ρωσίας καὶ περιποθήτου ἀνεψιοῦ τῆς βασιλείας μου, κῦρ Συμεών, καὶ ἐζητήθη μετὰ παρακλήσεως αὐτοῦ τε καὶ τῶν ἄλλων ἐκεῖσε ῥηγῶν, ὥστε ἀποκαταστῆναι καὶ αὖθις διὰ χρυσοβούλλου τῆς βασιλείας μου τὰς τοιαύτας ἐπισκοπὰς ὑπὸ τὴν ῥηθεῖσαν ἁγιωτάτην μητρόπολιν Κυγέβου, ὡς καὶ τὸ πρότερον, ἡ βασιλεία μου τὴν τοιαύτην αὐτοῦ ζήτησιν δικαίαν καὶ εὔλογον κρίνασα διά τε τὸ ῥηθὲν καὶ ἄνωθεν μέχρι νῦν κρατῆσαι ἐκκλησιαστικὸν ἔθος, ἔτι δὲ καὶ διὰ τὸ περιὸν τῆς ἀρετῆς τε καὶ θεαρέστου πολιτείας αὐτοῦ δὴ τοῦ διαληφθέντος ἱερωτάτου μητροπολίτου Κυγέβου, ὑπερτίμου καὶ ἐξάρχου πάσης ῾Ρωσίας, τὸν παρόντα χρυσόβουλλον λόγον ἀπολύουσα εὐδοκεῖ καὶ προστάσσει καὶ διορίζεται ὑποκεῖσθαι καὶ αὖθις τῇ ῥηθείσῃ ἁγιωτάτῃ μητροπόλει Κυγέβου τὰς κατὰ τὴν εἰρημένην Μικρὰν ῾Ρωσίαν ἁγιωτάτας ἐποσκοπάς, τήν τε Γάλλιτζαν, τὸ Βολοδίμηρον, τὸ Χόλμιν, τὸ Περεμίσθλιν, τὸ Λουτζικὸν καὶ τὸ Τούροβον, αἵτινες παρὰ τὸ εἰκὸς τῷ Γαλλίτζης ἐδόθησαν, ὡς δεδήλωται, κατὰ τὸν ῥηθένται καιρὸν τῆς συγχύσεως, καὶ τὸν ἐν αὐτῇ τῇ ἁγιωτάτῃ μητροπόλει Κυγέβου ἀρχιερατικῶς διαπρέποντα ποιεῖν ἐν αὐταῖς, ὅσα καὶ οἱ θεῖοι καὶ ἱεροὶ κανόνες τοὺς μητροπολίτας ἐν ταῖς ὑπ᾽ αὐταῖς οἱ προγεγονότες μητροπολῖται καὶ αὐτὸς οὗτος ὁ διαληφθεὶς ἱερώτατος μητροπολίτης Κυγέβου ἐτέλει, χειροτονῶν καὶ ἐγκαθιστῶν ἐν αὐταῖς ἐπισκόπους καὶ τὰ κατ᾽ αὐτοὺς ἀνακρίνων καὶ ἐξετάζων ἐπί τισιν ἐκκλησιαστικοῖς, εἰ δέοι, ζητήμασι καὶ τἆλλα ποιῶν, ὅσα τοῖς θείοις καὶ ἱεροῖς κανόσι νενόμισται, ὀφειλόντων καὶ τῶν κατὰ τὰς τοιαύτας ἁγιωτάτας ἐπισκο­πὰς θεοφιλεστάτων ἐπισκόπων ἔχειν εἰς αὐτὸν δὴ τὸν ἱερώτατον μητρο­πολίτην Κυγέβου, ὑπέρτιμον καὶ ἔξαρχον πάσης ῾Ρωσίας, κῦρ Θεόγνω­στον καὶ τοὺς μετ᾽ αὐτὸν κατὰ καιροὺς ἐν αὐτῇ ἀρχιερατικῶς διαπρέ­ποντας τὴν προσήκουσαν εὐπείθειαν, ὅσα καὶ εἰς πρῶτον ἀρχιερέα τούτων, καὶ ὑπακούειν αὐτῷ, ἐφ᾽ οἷς ἂν ἔχοι λέγειν καὶ εἰσηγεῖσθαι αὐτοῖς, ἀφορῶσιν εἰς καταρτισμὸν τῶν ἐκεῖσε χριστιανῶν καὶ εἰς ἑτέραν ἐκκλησιαστικὴν καὶ κανονικὴν πολιτείαν καὶ κατάστασιν, ὅθεν καὶ τῇ ἰσχύι καὶ δυνάμει τοῦ παρόντος χρυσοβούλλου λόγου τῆς βασιλείας μου ὑποκείσονται μὲν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς αὗται δὴ αἱ ῥηθεῖσαι ἁγιώταται ἐπισκοπαὶ τῆς Μικρᾶς ῾Ρωσίας τῇ διαληφθείσῃ ἁγιωτάτῃ μητροπόλει Κυγέβου καὶ τῷ ταύτην ἀρχιερατικῶς διέποντι κατὰ τὸ παρὸν ἱερωτάτῳ μητροπολίτῃ, ὑπερτίμῳ καὶ ἐξάρχῳ πάσης ῾Ρωσίας, κῦρ Θεογνώστῳ, καὶ ὑπ᾽ αὐτοῦ τὰ κατ᾽ αὐτὰς ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα, ὡς ἀνωτέρω δεδή­λωται, ἀνακριθήσονταί τε καὶ ἐξετασθήσονται, καὶ τῆς προσηκούσης διορθώσεως ἐπιτεύξονται, καὶ τὰ ἐν αὐταῖς ὀφειλόμενα πάντα καὶ νενομισμένα τελεῖσθαι διαπραχθήσονται, μετ᾽ αὐτὸν δὲ καὶ τοῖς κατὰ καιροὺς ἐν αὐτῇ ἀρχιερατικῶς διαπρέψουσι, καὶ ἡ τοιαύτη κατάστασις ἐς ἀεὶ διατηρηθήσεται, ὡς καὶ ἦν ἐξ ἔθους ἐκ παλαιοῦ, καθάπερ δεδήλωται, τὰς κατ᾽ αὐτοὺς ἁγιωτάτας ἐπισκοπὰς ὑφ᾽ ἕνα μητροπολί­την εὑρίσκεσθαι. Ἐπὶ τούτῳ γὰρ καὶ ὁ παρὼν χρυσόβουλλος λόγος τῆς βασιλείας μου ἐγένετο καὶ ἐπεχορη­γήθη τῷ μέρει τῆς ῥηθείσης ἁγιω­τάτης μητροπόλεως Κυγέβου εἰς τὴν περὶ τούτου ἀσφάλειαν, ἀπολυ­θεὶς κατὰ μῆνα αὔγουστον τῆς νῦν τρεχούσης πεντεκαιδεκάτης ἰνδι­κτιῶνος τοῦ ἐξακισχιλιοστοῦ ὀκτακοσιοστοῦ πεντηκοστοῦ πέμπτου ἔ­τους, ἐν ᾧ καὶ τὸ ἡμέτερον εὐσεβὲς καὶ θεοπρόβλητον ὑπεσημήνατο κράτος».
Ἀκολούθως τοιγαροῦν, ὡς ἐχρῆν, καὶ ἡ μετριότης ἡμῶν γνώμῃ κοινῇ τῆς περὶ ἡμᾶς ὁμηγύρεως τῶν ἱερωτάτων ἀρχιερέων, τοῦ Ἡρακλείας, τοῦ Θεσσαλονίκης, τοῦ Κυζίκου, τοῦ Φιλαδελφείας, τοῦ Σεβαστείας, τοῦ Ποντοηρακλείας, τοῦ Προύσης, τοῦ Μιτυλήνης, τοῦ Αἴνου, τοῦ Σουγ­δαίας, τοῦ Γοτθίας, τοῦ Βιζύης, τοῦ Καλλιουπόλεως καὶ τοῦ Γαρέλλης, πέπραχεν ἐπανασωθῆναι καὶ ἐπανελθεῖν τῇ ἁγιωτάτῃ μητροπόλει Κυγέβου τὰς εἰρημένας ταύτης ἐπισκοπάς, τὴν Γάλλιτζαν, τὸ Βολοδίμη­ρον, τὸ Χόλμιν, τὸ Περεμίσθλιν, τὸ Λουτζικὸν καὶ τὸ Τούροβον, καὶ ὑποκεῖσθαι αὐτῇ, ὡς τὸ πρότερον, εἰς τὸν ἑξῆς ἅπαντα καὶ διηνεκῆ χρόνον καὶ τοὺς ἐν αὐταῖς εὑρισκομένους θεοφιλεστάτους ἐπισκόπους, μητροπολίτην καὶ πρῶτον ἑαυτῶν εἶναι τὸ Κυγέβου καὶ εὐπειθεῖν αὐτῷ, ὡς τὸ ἀπ᾽ ἀρχῆς. Ἀκυροῦμεν γὰρ καὶ τὴν ἐν τῷ πρὸ ὀλίγου καιρῷ τῆς συγχύσεως γενομένην παρὰ τοῦ πρὸ ἡμῶν πατριαρχεύσαντος συνοδικὴν ἐπὶ τῇ τῆς Γαλλίτζης πρᾶξιν καὶ λύομεν καὶ συγχωροῦμεν συνοδικῶς καὶ τὸν ἐκφωνηθέντα τῷ τότε ἐκκλησιαστικὸν δεσμὸν κατὰ τῶν μὴ πειθομένων τῷ Γαλλίτζης ἐπισκόπων καὶ τῶν ἄλλων, ὡς παραλόγως γεγονότα, διὸ δὴ καὶ ἔσονται τῇ τῆς Κυγέβου καὶ αὖθις ὑποκείμεναι αἱ ἠριθμημέναι αὗται ἁγιώτατα ἐπισκοπαί, καὶ ἡ κατάστασις αὕτη, ὡς ἀρχαία καὶ δικαία καὶ πολὺ τὸ εὔλογον ἔχουσα καὶ ἐπὶ συμφέροντι ἔθνους τοσούτου, τῆς μετ᾽ ἀλλήλων δηλονότι εἰρηνικῆς αὐτῶν ὁμονοίας ἕνεκα γεγονυῖα, τὸ ἀπαραποίητον καὶ παρὰ τῶν μεθ᾽ ἡμᾶς ἁγιωτάτων πατριαρχῶν λήψεται, καὶ ὁ νῦν τε ἱερώτατος μητροπολίτης Κυγέβου, ὑπέρτιμος καὶ ἔξαρχος πάσης ῾Ρωσίας, ἐν ἁγίῳ πνεύματι ἀγαπητὸς ἀδελφὸς τῆς ἡμῶν μετριότητος καὶ συλλειτουργός, καὶ οἱ μετ᾽ αὐτὸν τῆς αὐτῆς ἐκκλησίας ἱερώτατοι ἀρχιερεῖς διαπράξονται ἐπ᾽ αὐτοῖς ἀπροκριματίστως, ὅσα αὐτοῖς ἐφεῖται κανονικῶς. Ἐπὶ τούτῳ γὰρ καὶ ἡ παροῦσα ἡμετέρα καὶ συνοδικὴ πρᾶξις ἐγένετο καὶ ἐπεδόθη τῷ μέρει τῆς διαληφθείσης ἁγιωτάτης μητροπόλεως Κυγέβου εἰς διαιωνίζουσαν τὴν ἀσφάλειαν.
Μηνὶ σεπτεμβρίῳ ἰνδ. πρώτης[8].
Ἡ σύνοδος ἀποστέλλει ἐπιστολὴ καὶ πρὸς τὸν μητροπολίτη Γαλλικίας, μὲ τὴν ὁποία τοῦ ἀνακοινώνει ὅτι οἱ ἐπισκοπὲς τῆς Μικρᾶς Ρωσίας (Οὐκρανίας) ἐπανέρ­χονται στὴν μητρόπολη Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας, ὅπου ἦσαν καὶ προηγουμένως, καὶ ἑπομένως καταργεῖται ἡ μητρόπολή του. Τὸν προσκαλεῖ ἐπίσης νὰ μεταβεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ ἐξετασθοῦν συνοδικὰ οἱ ἐναντίον του κατηγορίες. Παραθέτουμε τὸ λακωνικὸ κείμενο:
Κλῆσις τοῦ μητροπολίτου Γαλίτσης εἰς Κωνσταντινούπολιν πρὸς κρίσιν ὑπὸ τοῦ πατριάρχου Ἰσιδώρου 1347.
Ἱερώτατε μητροπολῖτα Γαλλίτζης καὶ ὑπέρτιμε, ἀγαπητὲ κατὰ Κύριον ἀδελφὲ τῆς ἡμῶν μετριότητος καὶ συλλειτουργέ. Χάρις εἴη καὶ εἰρήνη παρὰ Θεοῦ τῇ σῇ ἱερότητι. Ἀπὸ τοῦ ἀπολυθέντος ἀρτίως σεπτοῦ χρυσοβούλλου τοῦ κρατίστου καὶ ἁγίου μου αὐτοκράτορος καὶ ἀπὸ τῆς ἡμετέρας καὶ συνοδικῆς πράξεως γνωρίσειν μέλλει καὶ ἡ ἱερότης σου, ὅσον ἐγένετο καὶ ἀποκατέστη καὶ περὶ τῶν ἐπισκοπῶν τῆς Μικρᾶς ῾Ρωσίας, ταχθέντος ὑποκεῖσθαι πάλιν αὐτὰς ὡς τὸ πρότερον τῇ ἁγιω­τάτῃ μητροπόλει Κυγέβου, περὶ δὲ τῆς ἱερότητός σου ἴσθι, ὡς ἐλαλή­θησαν, ὅσα δῆτα καὶ ἐλαλήθησαν αἰτιάματα, συνοδικῆς ἐξετάσεως δεόμενα, καὶ παρεγγυώμεθα, ὡς ἂν ἐπιστῇς καὶ καταλάβῃς εἰς τὴν καθ᾽ ἡμᾶς ἱερὰν καὶ θείαν σύνοδον, ὡς ἂν συνοδικῶς ἐξετασθέντων τῶν τοιούτων αἰτιαμάτων γένηται καὶ ἀποκα(τα)στῇ, ὅσον ἂν διαγνωσθῇ κανονικῶς δίκαιον. Ἐλθὲ οὗν ἀπαραιτήτως, μηδὲν ὑπερθέμενος. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ εἴη μετὰ τῆς σῆς ἱερότητος.
Μηνὶ σεπτεμβρίῳ ἰνδ. α´[9].
γ) Ὁ αὐτοκράτωρ Ἰωάννης Στ´ Καντακουζηνὸς ὑπὲρ τῆς ἑνιαίας Ρωσικῆς Ἐκκλησίας
Τὰ ἄλλα ἔγγραφα ἐπὶ τῆς πατριαρχίας τοῦ Ἰσιδώρου Α´ ἀνήκουν στὸν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Στ´ Καντακουζηνό. Τὸ ἕνα ἀπευθύνεται στὸν μητροπολίτη Κιέβου (1347), ὁ ὁποῖος διαμαρτυρόταν γιὰ τὴν διάσπαση τῆς μητροπόλεως μὲ τὴ ἵδρυση τῆς μητροπόλεως Γαλλικίας. Αὐτὴ ἡ καινοτομία ὀφειλόταν, κατὰ τὸν αὐτοκράτορα, στὴν σύγχυση καὶ ἀνωμαλία τῶν καιρῶν, τῆς ὁποίας τὰ αἴτια ἦσαν πολλά, τὸ μεγαλύτερο ὅμως προερχόταν ἀπὸ τὴν κακογνωμία τοῦ πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα: «Ἐν ταύτῃ γὰρ πολλῶν καὶ ἄλλων ἀτοπημάτων γεγονότων καὶ καινοτομιῶν καὶ δι᾽ ἄλλα μὲν αἴτια, τὸ μεῖζον δὲ διὰ τὴν κακογνωμίαν τοῦ χρηματίσαντος πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ἐγένετο καὶ εἰς ὑμᾶς τοιαύτη καινοτομία». Εἶναι βέβαιο πὼς μεταξὺ τῶν πολλῶν ἀτοπημάτων καὶ καινοτομιῶν ὑπολογίζει ὁ Καντακουζηνὸς τοὺς διωγμοὺς ἐναντίον τῶν ἡσυχαστῶν, ὅπως πράτ-τει καὶ τώρα ὁ Βαρθολομαῖος ἐναντίον ὅσων ἀγωνιζόμαστε κατὰ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης. Ἀνακοινώνει ὁ αὐτοκρά-τωρ στὸν μητροπολίτη ὅτι οἱ ἀποκοπεῖσες ἐπισκοπὲς τῆς Μικρᾶς Ρωσίας ἐπανέρ-χονται στὴν μητρόπολη Κιέβου καὶ ὅτι ἐκλήθη καὶ ὁ μητροπολίτης Γαλλικίας στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ ἐξετασθοῦν οἱ ἐναντίον του κατηγορίες[10].
Τὸ δεύτερο γράμμα τοῦ αὐτοκράτορος ἀπευθύνεται πρὸς τὸν μέγαν ἡγεμόνα τῆς Ρωσίας Συμεών, μὲ τὸ ὁποῖο γνωστοποιεῖ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητος τῆς μητροπόλεως Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας (1347). Ἐπαναλαμβάνει ὅτι μεταξὺ τῶν πολλῶν ἀτοπημάτων καὶ καινοτομιῶν τοῦ πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα εἶναι καὶ ἡ δημιουργία τῆς μητροπόλεως Γαλλικίας, διότι ὁ πατριάρχης γιὰ τίποτε ἄλλο δὲν ἐνδιαφερόταν, ἀλλὰ μόνο γιὰ νὰ ἱκανοποιεῖ τὶς ὀρέξεις του. Τώρα ὅμως ἀπο-καταστάθηκε ἡ εὐταξία, ἐκθρονίσθηκε καὶ καθαιρέθηκε ὁ κακόγνωμος πατριάρχης καὶ στὴν θέση του ἐξελέγη νέος ἄξιος πατριάρχης ἀπὸ τὴν σύνοδο, ἡ ὁποία ἐπί-σης ἀποφάσισε ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι τῆς Ρωσίας, καὶ τῆς Μεγάλης καὶ τῆς Μικρᾶς, νὰ ὑπάγονται στὴν μητρόπολη Κιέβου. Παραθέτουμε τὸ ἐνδιαφέρον ἀπόσπασμα:
«Διὸ δὲ ἔφθασε καὶ ἐγένετο παραχωρήσει θεοῦ ἢ προὐλίγου ἐπισυμ­βᾶσα σύγ­χυσις εἰς τὰ πράγματα, ἣν ἐμέλλετε γνωρίσειν καὶ ὑμεῖς, καὶ ἐγένοντο καὶ ἄλλαι πολλαὶ καινοτομίαι καὶ καταλύσεις πραγμάτων καὶ δι᾽ ἄλλας μὲν αἰτίας, τὸ πλέον δὲ διὰ τὴν κακογνωμίαν τοῦ χρηματί­σαντος, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, οὐδὲν ἕτερον σπουδάσαντος ἢ τὸ τὰς οἰκείας ὀρέξεις πληροῦν, ἐγένετο καὶ αὕτη ἡ καινοτομία εἰς ὑμᾶς, καὶ προεβιβάσθη ὁ Γαλλίτζης εἰς μητροπολίτην. Ἀρτίως δέ, ἐπεὶ εὐδόκησεν ὁ θεός, καὶ ἐγένετο παράλογον κατὰ τὸν τοιοῦτονν καιρὸν τῆς συγχύσεως, γέγονε δὲ καὶ ἀποκατέστη ἕκαστον τῶν πραγμάτων εἰς τὴν προσή­κουσαν καὶ ὀφειλομένην κατάστασιν, ἐξεβλήθη ἐντεῦθεν καὶ αὐτὸς οὗτος ὁ χρημα­τίσας Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως διὰ τὰς αὐτοῦ παραλογίας καὶ ἅπερ ἕτερα εἰργάσατο ἔξω τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων, καὶ καθῃρέθη, καὶ νυνὶ ἰδοὺ ἐξελέξατο ἡ βασιλεία μου μετὰ ψήφου καὶ δοκιμασίας τῆς θείας καὶ ἱερᾶς συνό­δου, καὶ γέγονεν εἰς τὸν θρόνον τῆς θεφυλάκτου, θεοδοξάστου καὶ θεομεγαλύντου Κωνσταντι­νουπόλεως οἰκουμενικὸς πατριάρχης ὁ κριθεὶς ἅξιος καὶ ἁρμόδιος εἰς τὸν τοιοῦτον θρόνον τοῦ πατριαρχείου, δι᾽ ἥνπερ κέκτηται πολιτείαν θεάρεστον καὶ εἰς ὠφέλειαν πολλῶν ψυχῶν συντείνουσαν, καὶ ἐπεὶ ἐζητήσατε καὶ ὑμεῖς, ὡς ἂν ἀποκαταστῶσι καὶ αὖθις αἱ ἁγιώταται ἐπισκοπαί τῆς Μικρᾶς ῾Ρωσίας, ἥ τε δηλονότι Γαλλίτζης καὶ αἱ λοιπαί, ὑπὸ τὴν ἁγιωτάτην μητρόπολιν Κυγέβου, ὡς καὶ τὸ πρότερον, διέκρινεν ἡ βασιλεία μου καὶ αὐτὸς οὗτος ὁ παναγιώτατός μου δεσπότης ὁ οἰκουμενικὸς πατριάρχης μετὰ τῆς περὶ αὐτὸν θείας καὶ ἱερᾶς συνόδου, καὶ ἐτάχθη πάλιν ὑποκεῖσθαι τὰς τοιαύτας ἁγιωτάτας ἐπισκοπὰς εἰς τὴν ῥηθεῖσαν ἁγιωτάτην μητρόπολιν Κυγέβου καὶ ὑφ᾽ ἕνα μητροπολίτην τὴν πᾶσαν ῾Ρωσίαν, τήν τε Μεγάλην καὶ Μικράν, ποιμαίνεσθαι, καθὼς μέλλεις γνωρίσειν ἀπὸ τε τοῦ χρυσοβούλλου τῆς βασιλείας μου καὶ ἀπὸ τῆς τιμίας πατριαρχικῆς καὶ συνοδικῆς διαγνώσεως»[11].
Τὸ τρίτο γράμμα τοῦ αὐτοκράτορος ἀπευθύνεται πρὸς τὸν ἡγεμόνα τοῦ Βλαδι­μήρου Δημήτριον Λιούμπαρτ, στὸν ὁποῖο ἀνακοινώνει ἐπίσης τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητος τῆς μητροπόλεως Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας (1347). Τοῦ γράφει ὅτι ἀπὸ τότε ποὺ ἐκχριστιανίσθηκαν οἱ Ρῶσοι, ἐπεκράτησε νὰ ὑπάγονται ὅλοι, καὶ οἱ κάτοικοι τῆς Μεγάλης καὶ οἱ κάτοικοι τῆς Μικρᾶς Ρωσίας, στὴν ἑνιαία μητρόπολη Ρωσίας, νὰ ἔχουν ἕνα μητροπολίτη ὁ ὁποῖος θὰ χειροτονεῖ τοὺς ἐπισκόπους ὅλων τῶν περιοχῶν. Ὅσοι ἐπεχείρησαν νὰ καταλύσουν αὐτὴν τὴν κατάσταση δὲν τὸ κατόρθωσαν. Ἀναφέρεται στὴν συνέχεια ὅτι, ἐνῶ ὁ ἀρχιε­ρεὺς τῆς Γαλλικίας ὤφει­λε νὰ λογοδοτήσει στὸν μητροπολίτη Κιέβου «ὑπέρτιμον καὶ ἔξαρχον πάσης Ρω­σίας, κῦρ Θεόγνωστον», παρέσυρε τὸν πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα, ὁ ὁποῖος λόγῳ κακογνωμίας ἔπραξε καὶ πολλὰ ἄλλα παράλογα καὶ ἔξω τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων, ἀλλὰ καὶ τοὺς πολιτικοὺς ἄρχοντες στὴν Κωνσταντινούπολη, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔλαβαν ὑπ᾽ ὄψιν τὸ κοινὸν συμφέρον, ἀλλὰ τὶς δικές τους ὀρέξεις καὶ τὸν προήγαγαν σὲ μητροπολίτη Γαλλικίας. Τώρα ὅμως ἀποκαταστάθηκε ἡ τάξη καὶ παρακαλεῖ τὸν ἡγεμόνα, ὅπως μὲ εὐπείθεια καὶ σεβασμὸ δέχθηκαν τὸν μητροπο­λίτην Γαλλικίας, νὰ ἐπανέλθουν στὴν ὑποταγὴ τοῦ μητροπολίτου Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας. Παραθέτουμε ὁλόκληρο τὸ ἔγγραφο:
Γράμμα τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ πρὸς τὸν ἡγεμόνα τοῦ Βλαδιμήρου Δημήτριον Λιούμπαρτ περὶ τῆς ἑνότητος τῆς μητροπόλεως Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας 1347.
«Εὐγενέστατε ῥὴξ Βολοδιμήρου καὶ ἀνεψιὲ τῆς βασιλείας μου, κῦρ Δημήτριε Λούμπορτε. Οἶδας, ὅτι αὐτόθι ἔθιμον ἦν καὶ νενομισμένον, ἀφ᾽ ὅτου τὸ ἔθνος τῶν ῾Ρώσων ἐδέξατο τὴν θεογνωσίαν καὶ τῷ ἁγίῳ βαπτίσματι ἐφωτίσθη, ἵνα εὑρίσκηται εἰς πᾶσαν τὴν ῾Ρωσίαν, τήν τε Μεγάλην καὶ τὴν Μικράν, εἷς μητροπολίτης, ὁ Κυγέβου, καὶ χειροτονῇ ἐπισκόπους εἰς ὅλας τὰς ἁγιωτάτας ἐπισκοπάς, καὶ ἐὰν ἐπεχείρησάν τινες ποτε, ἵνα καταλύσωσι τὴν τοιαύτην κατάστασιν, ἀλλ᾽ οὐκ ἴσχυσαν εἰς τέλος ἀγαγεῖν τὴν ἑαυτῶν σπουδήν. Ἅμα γὰρ ἐγένετο ἡ κατάλυσις, καὶ ἅμα πάλιν κατέστη εἰς τὴν προτέραν κατάστασιν καὶ συνήθειαν, καθὼς γινώσκετε καὶ ὑμεῖς. Ἐλθὼν δὲ πρὸ ὀλίγου ἐνταῦθα ὁ ἀρχιερεὺς Γαλλίτζης, καίτοι γε λαλουμένων κατ᾽ αὐτοῦ αἰτιαμάτων, δι᾽ ἅπερ ὤφειλεν ἀποδοῦνται λόγον εἰς τὸν ἱερώτατον μητροπολίτην Κυγέβου, ὑπέρτιμον καὶ ἔξαρχον πάσης ῾Ρωσίας, κῦρ Θεόγνωστον, ὅμως σύνδρομον εὑρὼν τὸν γεγονότα ἐνταῦθα καιρὸν τῆς συγχύσεως καὶ ὑπελθὼν τὸν χρηματίσαντα πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, ὅστις διὰ κακογνωμίας ἐφάνη καὶ ἄλλα πολλὰ τοιαῦτα ποιήσας παράλογα καὶ ἔξω τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων, σὺν αὐτῷ δὲ καὶ τοὺς τὴν βασιλείαν καὶ τὰ κοινὰ πράγματα κακῶς καὶ ἐπισφαλῶς διοικοῦντας, οἵτινες καὶ τῆς τοιαύτης συγχύσεως ἐγένοντο αἴτιοι διὰ τὸ μὴ τὸ κοινῇ συμφέρον ζητεῖν, ἀλλὰ μόνον τὸ τὰς οἰκείας ὀρέξεις πληροῦν, προεβιβάσθη ἀπὸ ἐπισκόπου εἰς μητροπολίτην, λαβὼν καὶ τὰς αὐτόθι εἰς τὴν Μικρὰν ῾Ρωσίαν εὑρισκομένας ἑτέρας ἁγιωτάτας ἐπισκοπὰς ἔχειν ὑφ᾽ ἑαυτόν. Νῦν γοῦν, ἐπεὶ εὐδόκησεν ὁ θεός, καὶ ἀποκατέστησαν καὶ αὖθις τὰ πράγματα εἰς τελείαν κατάστασιν, καὶ οὗτος μὲν ὁ χρηματίσας πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἐξεβλήθη διὰ τὰς τοιαύτας αὐτοῦ παραλογίας καὶ διὰ τὸ παρὰ τοὺς θείους καὶ ἱεροὺς κανόνας πολιτευθῆναι, ἐγένετο δὲ καὶ ἀποκατέστη ψήφῳ συνοδικῇ οἰκουμενικὸς πατριάρχης ὁ κριθεὶς εἰς τοῦτο ἄξιος καὶ ἁρμόδιος διὰ τὴν ἀρετὴν καὶ κατὰ θεὸν πολιτείαν αὐτοῦ, ἀνετράπησαν μὲν καὶ ἄλλα πολλά, ὅσα τοιαῦτα εἰργάσατο οὗτος δὴ ὁ χρηματίσας πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἔξω τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων, ἐτάχθη δὲ καὶ αὖθις ὁρισμῷ τῆς βασιλείας μου καὶ συνοδικῇ διαγνώσει, ὑποκεῖσθαι καὶ αὖθις τὰς αὐτόθι ἁγιωτάτας ἐπισκοπάς, τήν τε Γάλλιτζαν καὶ τὰς λοιπάς, ὑπὸ τὴν ἁγιωτάτην μητρόπολιν Κυγέβου, ὡς καὶ τὸ πρότερον, αὐτὸς δὲ ὁ ἀρχιερεὺς Γαλλίτζης καταλαβεῖν ἐνταῦθα καὶ γενέσθαι εἰς αὐτὸν μετὰ ἐξετάσεως, ὅσον ἂν φανῇ ἁρμόδιον καὶ κανονικόν. Διὰ τοῦτο δηλοποιεῖ πρὸς σὲ τὰ περὶ τούτου ἡ βασιλεία μου, ἵνα συνδράμῃς καὶ ἐπιμεληθῇς εἰς τὴν ἀπεκβολὴν τοῦ τοιούτου ἀρχιερέως τοῦ Γαλλίτζης, ὥστε καταλαβεῖν αὐτὸν ἐνταῦθα, τὸν δὲ ἱερώτατον μητροπολίτην Κυγέβου, ὑπέρτιμον καὶ ἔξαρχον πάσης ῾Ρωσίας, δέξησθε ἀπὸ τοῦ νῦν ὡς γνήσιον καὶ ἔννομον μητροπολίτην, ποιεῖν εἰς ταύτας δὴ τὰς ἁγιωτά­τας ἐπισκοπὰς καὶ εἰς τοὺς κατ᾽ αὐτὰς θεφιλεστάτους ἐπισκόπους, ὅσον ἔνι καὶ κανονικόν, καὶ καθὼς ἐποίει καὶ πρότερον. Ἐπεὶ οὖν ὑμεῖς διὰ τὸν χριστιανισμόν, ὃν ἔχετε, καὶ τὴν εἰς θεὸν εὐσέβειαν, εὑρίσκεσθε καὶ εἰς τὴν ἁγίαν τοῦ θεοῦ ἐκκλησίαν εὐπειθεῖς καὶ ὑποτακτικοί, καὶ διὰ τοῦτο ἐστέρξατε, τοῦτο ἰδόντες, τὰ πρότερον γεγονότα ἐκκλησια­στικὰ γράμματα τὰ δηλοποιοῦνται εὑρίσκεσθαι τὸν ἀρχιερέα Γαλλίτζης μητροπολίτην, νῦν ἰδοὺ πάλιν δηλοποιούσης αὐτῆς τῆς τοῦ θεοῦ ἁγίας ἐκκλησίας, διοριζομένης δὲ καὶ τῆς βασιλείας μου, εὑρίσκεσθαι καὶ αὖθις τὸ πρᾶγμα, ὡς καὶ τὸ πρότερον, δέξασθε τοῦτο καὶ ὑμεῖς ἀσμέ­νως, καθὼς ἔνι δέον καὶ ὀφειλόμενον καὶ εἰς ψυχικὴν ὑμῶν ὠφέλειαν ἀφορῶν. Διὰ τοῦτο καὶ ἂς γένηται, καθὼς δηλοποιεῖ πρὸς ὑμᾶς ἡ βασιλεία μου.
Εἶχε καὶ δι᾽ ἐρυθρῶν γραμμάτων τῆς βασιλικῆς θείας χειρὸς τό· μηνὶ σεπτεμβρίῳ ἰνδ. α´».[12]
δ) Οἱ πατριάρχες Κάλλιστος Α´ καὶ Φιλόθεος Κόκκινος ὑπὲρ τῆς ἑνιαίας Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας
Τὸν πατριάρχη Ἰσίδωρο Α´ διαδέχθηκε στὸν θρόνο ὁ τῆς αὐτῆς ἡσυχαστικῆς γραμμῆς καὶ παραδόσεως πατριάρχης Κάλλιστος Α´/1350-1353, 1355-1363). Ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ κείμενα ἡ ἀναγκαστικὴ μεταφορὰ τῆς ἕδρας τῆς μητρόπολης ἀπὸ τὸ Κίεβο στὸ Βλαδιμὴρ καὶ μετὰ στὴ Μόσχα προκάλεσε ἐσωτερικὲς διενέξεις καὶ παράπονα ἐκ μέρους τοπικῶν ἡγεμόνων, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν ἀπὸ τὴν Κωνσταν­τινούπολη δημιουργία καὶ ἄλλων μητροπόλεων, γιὰ νὰ μὴ παραμένουν ἀποίμαντοι οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὁ πατριάρχης Κάλλιστος ἐπιπλήττει τὸν ἑλληνικῆς καταγωγῆς μητροπολίτη Κιέβου Θεόγνωστο, διότι ἐγκατέλειψε ἀποίμαντες κάποιες περιοχές, μεταξὺ αὐτῶν καὶ τὸ Κίεβο, ἐνῶ ἔχει ὑπὸ τὴν δικαιοδοσία του ὅλη τὴ Ρωσία. Τοῦ γράφει ὅτι δύο ἡγεμόνες, ὁ ρήγας τῶν Λητβῶν (Λιθουανίας) καὶ ὁ ρήγας Τυφερίου (Τβέρ) Μιχαὴλ παραπονοῦνται ἐναντίον του, ὅτι δὲν ἔχει τὴν ἴδια ἀγάπη καὶ συμπεριφορὰ ἀπέναντι ὅλων τῶν ἡγεμόνων ἀλλὰ κάνει διακρίσεις. Πρέπει ὅμως νὰ γνωρίζει ὅτι χειροτονήθηκε μητροπολίτης Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας καὶ ὄχι μόνον ἑνὸς μέρους ἀλλὰ ὅλης τῆς Ρωσίας, ἐνῶ ἔρχονται πληροφορίες ὅτι δὲν πηγαίνει οὔτε στὸ Κίεβο οὔτε στὴν Λιθουανία, ἀλλὰ μένει σὲ ἕνα μέρος καὶ τὰ ἄλλα ἄφησε ἀποίμαντα, χωρὶς ἐπίσκεψη καὶ πατρικὴ διδασκαλία, πρᾶγμα βαρὺ καὶ ξένο πρὸς τὴν Παράδοση τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Τὸ δίκαιο εἶναι νὰ ἐπιβλέπει ὁλόκληρη τὴν Ρωσία καὶ νὰ ἐπιδεικνύει πρὸς ὅλους τοὺς ἡγεμόνες ἀγάπη καὶ διάθεση πατρική. Παραθέτουμε ὁλόκληρο τὸ κείμενο:
«Ἱερώτατε μητροπολῖτα Κιέβου καὶ πάσης ῾Ρωσίας, ὑπέρτιμε, ἀγαπητέ, ἐν ἁγίῳ πνεύματι ἀδελφὲ τῆς ἡμῶν μετριότητος καὶ συλλειτουργέ, χάρις εἴη καὶ εἰρήνη παρὰ θεοῦ τῇ σῇ ἱερότητι. Τὰ γράμματά σου μετὰ τοῦ ἀνθρώπου σου τοῦ Ἀββακοὺμ ἐδεξάμην, καὶ ἐγνώρισα ἐξ αὐτῶν, ὅσα ἔγραφες καὶ ἀνέφερες· γνωστὸν δὲ ἔστω σοι, ὅτι πρὸ τούτου ᾠκονόμησα ἄνθρωπον καλὸν ἰδικόν μου, καὶ ἀπέστειλα πρὸς τὴν σὴν ἱερότητα, διότι ὁ μέγας ῥήγας Λητβῶν ἀπέστειλε πρός με γράμμα αὐτοῦ, καὶ ἔγραφε πολλά, διὰ τοῦτο ἔκρινα καλόν, καὶ ἀπέστειλα ἄνθρωπόν μου πρὸς τὴν σὴν ἱερότητα μετὰ γραμμάτων τῆς ἡμῶν μετριότητος, ἀφ᾽ ὧν μέλλεις γνωρίσειν ἀκριβῶς, ἅπερ ἔγραφεν ὁ μέγας ῥήγας Λητβῶν. Ἐξερχομένου δὲ τοῦ ἀνθρώπου μου ἦλθεν ἀπὸ τοῦ μεγάλου ῥηγὸς τοῦ Τυφερίου Μιχαὴλ καλόγηρως μετὰ γραμμάτων ἐκείνου· ἐδεξάμην οὖν τὰ γράμματα ταῦτα καὶ ἐγνώρισα, ὅσα μοι ἔγραφε, ἔγραφε δὲ καὶ αὐτὸς πολλά, πρὸς δὲ τοῖς ἄλλοις ἐζήτει, ἵνα κριθῇ καὶ μετά σοῦ, νὰ ἔλθῃ ἡ ἱερότης σου ἐνταῦθα εἰς τὴν σύνοδον, καὶ νὰ πέμψῃ καὶ ἐκεῖνος ἄρχοντάς του, νὰ γένηται κρίσις. Ἐγὼ δέ, πῶς ἦν δυνατόν, ἵνα μὴ δώσω αὐτῷ κρίσιν; διὰ τοῦτο ἔγραψα πρὸς τὴν σὴν ἱερότητα μετὰ τοῦ προρρηθέντος ἀνθρώπου, καθὼς μέλλεις γνωρίσειν ἀπὸ τῶν γραφῶν μου ἢ ἵνα ἔλθῃς σὺ ἐνταῦθα, εἴπερ ἔνι δυνατόν, ἢ πέμψῃς ἄρχοντάς σου, πέμψῃ δὲ καὶ ἐκεῖνος ἰδικούς του ἄρχοντας, καὶ γένηται ἡ κρίσις· νῦν δέ, ἐλθόντος τοῦ ἀνθρώπου σου τοῦ Ἀββακούμ, ἐγνώρισα καὶ ἀπὸ τῆς γραφῆς σου καὶ ἀπὸ τοῦ στόματος τούτου, ὅσα ἔγραφες καὶ ἐζήτεις, ἐγὼ δέ, μιμούμενος τὸν εἰρηνοποιὸν Χριστόν, γράφω καὶ παρακαλοῦμαι πρὸς σέ, ὅτι οὐδέν μοι φαίνεται καλόν, ἵνα ἔχῃς μετὰ τοῦ ῥηγὸς τοῦ Τυφερίου τοῦ Μιχαὴλ σκάνδαλα καὶ ὀχλήσεις, καὶ νὰ ἔρχεσθε εἰς κρίσιν, ἀλλὰ ὡς πατὴρ καὶ διδάσκαλος σπούδασον, ἵνα εἰρηνεύσῃς μετ᾽ αὐτοῦ, καὶ εἴπερ ἔπταισε καὶ τίποτε, σὺ ὡς πατὴρ συγχώρησον καὶ ἀνακάλεσον αὐτὸν ὡς υἱόν σου, καὶ ἔχε καὶ μετ᾽ αὐτοῦ εἰρήνην, ὥσπερ ἔχεις καὶ μετὰ τῶν ἄλλων ῥηγῶν, μέλλει δὲ νὰ ποιήσῃ καὶ αὐτὸς μετάνοιαν καὶ νὰ ζητήσῃ συγχώρησιν καθὼς ἐγὼ γράφω πρὸς αὐτόν. Τοῦτό μοι δοκεῖ καλὸν καὶ συμφέρον, καὶ οὕτω γενέσθω ἄνευ τινὸς λόγου. Εἰ δ᾽ οὐ βούλεσθε τοῦτο, ζητεῖτε δὲ κρίσιν, ἐγὼ τὴν κρίσιν οὐδὲν κωλύω, προσέχετε δέ, μήπως φανῇ εἰς ὑμᾶς βαρύ· ἡ μετριότης ἡμῶν, καθὼς εἶπον, ἔγραψε γράμμα πρὸς τὸν ῥῆγα τὸν Τυφερίου Μιχαήλ, καὶ πέμπω τοῦτο μετὰ τοῦ ἀνθρώπου σου, τοῦ Ἀββακούμ, καὶ ὁπηνίκα ἔλθῃ εἰς τὰς χεῖράς σου, δὸς αὐτὸ πρὸς τὸν ἄνθρωπόν μου, ὃν ἀπέστειλα αὐτοῦ, δὸς δὲ αὐτῷ καὶ ἄνθρωπόν σου δραγουμάνον, ἵνα ὑπάγει μετ᾽ αὐτοῦ εἰς ἐκεῖνον, νὰ τὸν δείξῃ καὶ τὸ πρῶτόν μου γράμμα καὶ τοῦτο, ὃ γράφω νῦν πρὸς αὐτὸν περὶ εἰρήνης, νὰ τὸν εἴπῃ δέ...καὶ λόγους, ὥστε νὰ ἔλθῃ εἰς μετάνοιαν καὶ εἰρήνην, καὶ θαρρῷ, ὅτι οὐ μὴ ποιήσῃ ἄλλως, ἀλλὰ ὡς ἂν γράφω πρὸς αὐτόν. Ἡ ἱερότης σου γινώσκεις ἀκριβῶς, ὅτι ὅτε σε ἐχειροτονήσαμε, Κυέβου καὶ πάσης ῾Ρωσίας μητροπολίτην ἐχειροτονήσαμεν, οὐχ ἑνὸς δὲ μέρους, ἀλλὰ πάσης τῆς ῾Ρωσίας, νῦν δὲ ἀκούω, ὅτι οὔτε εἰς τὸ Κύεβον ὑπάγεις, οὖτ᾽ εἰς τὴν Λητβᾶν, ἀλλ᾽ εἰς ἓν μέρος, τὸ δὲ ἄλλον ἀφῆκες ἀποίμαντον καὶ χωρὶς ἐπισκέψεως καὶ διδασκαλίας πατρικῆς, ὅπερ ἔνι βαρὺ καὶ ἔξω τῆς παραδόσεως τῶν ἱερῶν κανόνων, δίκαιον δὲ ἔνι, ἵνα καὶ τὴν γῆν πάσης ῾Ρωσίας ἐπιβλέπῃς, καὶ ἔχῃς μετὰ πάντων τῶν ῥηγῶν ἀγάπην καὶ διάθεσιν πατρικήν, καὶ ἀγαπᾷς αὐτοὺς ὁμοίως, καὶ δεικνύῃς εἰς αὐτοὺς τὴν αὐτὴν καὶ ὁμοίαν διάθεσιν καὶ εὐμένειαν καὶ ἀγάπην, καὶ μή τινας ἐξ αὐτῶν ἀγαπᾷς καὶ ἔχῃς ὡς υἱούς σου, τοὺς δὲ οὐδὲν ἀγαπᾷς, ἀλλ᾽ ἔχῃς πάντας ὁμοίως υἱούς σου, καὶ ἀγαπᾷς πάντας ὁμοίως, καὶ οὕτω μέλλουσι καὶ αὐτοὶ διδόναι πρός σὲ εὔνοιαν καὶ ἀγάπην καὶ ὑποταγὴν πολλὴν καὶ μεγάλην, μέλλεις δὲ ἔχειν καὶ τὴν παρὰ Θεοῦ βοήθειαν. Γίνωσκε δέ, ὅτι ἐγὼ ἔγραψα καὶ πρὸς τὸν μέγαν ῥῆγα τῶν Λητβῶν, ἵνα σε ἀγαπᾷ καὶ τιμᾷ κατὰ τὴν παλαιὰν συνήθειαν, καθὼς καὶ οἱ ἄλλοι ῥῆγες τῆς ῾Ρωσίας, καὶ ὅτι ὑπάγεις εἰς τὸν τόπον, καὶ νὰ περιπατῇς καὶ τὸν τόπον αὐτοῦ ἀβαρῶς καὶ σύ, ὅσον ἔνι δυνατόν, σπούδασον, ἵνα ἔχῃς εἰς αὐτὸν ἀγάπην καὶ διάθεσιν, καὶ ἔχῃς καὶ αὐτόν, ὥσπερ τοὺς ἄλλους ῥῆγας, διότι ὁ τοῦ Κυρίου λαὸς ὁ χριστώνυμος, ὃς εὑρίσκεται ὑπὸ τὴν ἀρχὴν αὐτοῦ, τῆς σῆς χρήζει ἐπισκέψεως καὶ διδασκαλίας, καὶ ἔνι ἀναγκαιότατον, ἵνα ἔχῃς μετ᾽ αὐτοῦ ἀγάπην, ἵνα βλέπῃς καὶ αὐτὸν καὶ τὸν λαόν τοῦ Θεοῦ νὰ τὸν διδάσκῃς, καὶ ποίει τοῦτο μετὰ πάσης σου δυνάμεως χωρὶς λόγου τινός, περὶ δὲ τῶν λοιπῶν ἔγραψέ σοι πλατύτερον ἡ μετριότης ἡμῶν μετὰ τοῦ ἀνθρώπου μου τοῦ Ἰωάννου, καὶ μέλλεις γνωρίσειν ταῦτα ἀκριβῶς»[13].
Λίγο ἀργότερα (1354) μὲ συνοδικὸ γράμμα ἐπικυρώνεται ἐπίσημα ἡ μεταφορὰ τῆς ἕδρας τῆς μητροπόλεως εἰς τὸ Βλαδιμήρ. Δικαιολογεῖται ὡς ἐπισυμβᾶσα «ὑπὸ τῆς τοῦ καιροῦ συγχύσεως καὶ ἀνωμαλίας», χωρὶς ὅμως αὐτὸ νὰ συνεπάγεται τὴν διαίρεση τῆς ἑνιαίας μητρόπολης· τὸ Κίεβο παραμένει ἱστορικὰ καὶ εἰς τὸν αἰώνα ὁ πρῶτος θρόνος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, καὶ ἐκφράζεται ἡ εὐχὴ νὰ ἐπανέλθει «εἰς τὴν ἀρχαίαν εὐδαιμονίαν τε καὶ κατάστασιν». Ἐπαινεῖται ὁ διάδοχος τοῦ Θεογνώστου μητροπολίτης Ἀλέξιος καὶ ἐπικρίνεται κάποιος Θεοδώρητος, ὁ ὁποῖος ἀποτυχὼν στὴν Κωνσταντινούπολη νὰ χειροτονηθεῖ μητροπολίτης Κιέβου, ἦλθε στὸ Τίρνοβο τῆς Βουλγαρίας καὶ χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν πατριάρχη Τιρνόβου μητροπολίτης Κιέβου. Αὐτὴ μάλιστα, ἡ ἐνέργεια χαρακτηρίζεται ὡς «ληστρικὴ καὶ τυραννική», ὅπως θὰ μποροῦσε κανεὶς κάλλιστα νὰ ὀνομάσει καὶ τὴν σημερινὴ εἰσπήδηση τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαῖου σὲ ξένη δικαιοδοσία μὲ τὴν χορήγηση αὐτοκεφαλίας στὴν ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, χρησιμοποιώντας καὶ τιμώντας σχισματικοὺς ἀρχιερεῖς. Γράφει τὸ κείμενο:
«Εἶχε μὲν ἡ ἁγιωτάτη μητρόπολις ῾Ρωσίας μετὰ καὶ τῶν ἄλλων κάστρων καὶ χωρῶν τῶν ὑπὸ τὴν ἐνορίαν ταύτης τελούντων καὶ τὸ ἐν τῇ Μικρῇ ῾Ρωσίᾳ κάστρον, τὸ Κύεβον ἐπονομαζόμενον, ἐν ᾧ ἦν ἄνωθεν ἡ καθολικὴ ἐκκλησία τῆς μητροπόλεως, ηὑρίσκοντο δὲ καὶ οἱ ἱερώτατοι ἀρχιερεῖς ῾Ρωσίας τὴν οἴκησιν ποιούμενοι ἐν αὐτῇ· ἐπεὶ δὲ ὑπὸ τῆς τοῦ καιροῦ συγχύσεως καὶ ἀνωμαλίας καὶ τῆς τῶν γειτονούντων Ἀλαμάνων διενῆς ἐπιθέσεως ἐφθάρη, καὶ εἰς στενοχωρίαν κατήντησε, κἀντεῦθεν οἱ προϊστάμενοι ἀρχιερατικῶς τῆς ῾Ρωσίας, μὴ τὴν ἀνήκουσαν καὶ ὀφειλομένην αὐτοῖς κυβέρνησιν ἔχοντες, παρὰ πολὺ δὲ λειπομένην τῆς προτέρας, ἐπεὶ οὐδὲ τῆς τῶν ἀναγκαίων ηὐπόρουν προσόδου, μετῴκη­σαν εἰς τὴν ἁγιωτάτην αὐτῆς ἐπισκοπὴν Βλανδιμήρου, ἱκανὴν οὖσαν παρέχειν αὐτοῖς καταμονὴν καὶ ἀνάπαυσιν πάντων τῶν χρειωδῶν, μετῴκησαν δὲ ἐν αὐτῇ τοῦτον τὸν τρόπον ὅ τε ἱερώτατος μητροπολίτης ῾Ρωσίας, κῦρ Θεόγνωστος ἐκεῖνος, καὶ πρὸ αὐτοῦ ἕτεροι δύο, ἐπισκεπτόμενοι μέν, ὅσον εἰκός, καὶ τὸ Κύεβον καὶ τούτῳ τὴν προτίμησιν ἀπονέμοντες διὰ τὸ ἐκεῖσε, ὡς δεδήλωται, εἶναι τὸν θρόνον ἄνωθεν τῆς μητροπόλεως, οἰκοῦντες δὲ καὶ διατρίβοντες καὶ τὴν αὐτῶν πᾶσαν προμήθειαν καὶ ἀνάπαυσιν ποριζόμενοι ἐκ τοῦ Βλαντιμήρου· μαρτυρεῖ τοῦτο καὶ τὸ μὴ γεγονέναι ἐφ᾽ ἱκανοῖς χρόνοις ἐπίσκοπον, ὡς τοῦ μητροπολίτου ἰδιοποιησαμένου καὶ κατασχόντος αὐτήν· ἀλλ᾽ ὁ νῦν προβιβασθεὶς ψήφῳ καὶ ἐκλογῇ τῆς ἡμῶν μετριότητος καὶ τῆς περὶ αὐτὴν ἱερᾶς καὶ θείας συνόδου ἱερώτατος μητροπολίτης πάσης ῾Ρωσίας, ἀγαπητὸς κατὰ κύριον ἀδελφὸς τῆς ἡμῶν μετριότητος καὶ συλλειτουργός, ἀγαθὸς ὢν ἀνὴρ καὶ ὑποταγῆς εἰδὼς νόμους, συνῆν τῷ διαληφθέντι ἀρχιερεῖς, κῦρ Θεογνώστῳ ἐκείνῳ διακυβερνῶν καὶ ὑπανέχων αὐτὸν γήρᾳ κάμνοντα καὶ ἀσθενείᾳ περιπεσόντα δεινῇ καὶ τῶν δικαίων τῆς ἐκκλησίας προσταγῇ καὶ θελήσει ἐκείνου καλῶς ἀντιλαμβανόμενος, ὅθεν καὶ κατανοήσας ἐκεῖνος αὐτὸν ἱκανὸν ὄντα ψυχῶν προστασίαν ἀνεγχειρισθῆναι, ἐπίσκοπον Βλαντιμήρου πρὸς τῷ τέλει τοῦ ἑαυτοῦ βίου κεχειροτόνηκε, καὶ πρὸς τὴν ἡμῶν μετριότητα καὶ τὴν ἱερὰν σύνοδον ἔγραψε καὶ ἐμαρτύρησε καὶ ἠξίωσε προβιβασθῆναι εἰς τὸν θρόνον Κυέβου καὶ πάσης ῾Ρωσίας, ὃς δὴ καὶ μετὰ θάνατον ἐκείνου, προκριθεὶς παρ᾽ αὐτοῦ πρότερον, ὡς εἴρηται, παρά τε τοῦ εὐγενεστάτου μεγάλου ῥηγός, ἐν ἁγίῳ πνεύματι ἀγαπητοῦ υἱοῦ τῆς ἡμῶν μετριότητος, κῦρ Ἰωάννου, καὶ ἑτέρων ῥηγάδων, τῶν κληρικῶν τε καὶ παντὸς τοῦ ἐκεῖσε χριστωνύμου λαοῦ εἰς τὴν ἀρχιερατικὴν προστασίαν αὐτῶν, καὶ ἐλθὼν εἰς τὴν ἡμῶν μετριότητα καὶ τὴν θείαν καὶ ἱερὰν σύνοδον καὶ ψηφισθεὶς καὶ ἐκλεγεὶς καὶ προβιβασθεὶς εἰς μητροπολίτην Κυέβου καὶ πάσης ῾Ρωσίας, εὐδοκίᾳ τοῦ κρατίστου καὶ ἁγίου μου αὐτοκράτορος, ἐκίνησε καὶ τὸν περὶ τούτου λόγον συνοδικῶς πρὸς τὴν ἡμῶν μετριότητα, ὅπως δηλονότι ἐφθάρη καὶ εἰς στενοχωρίαν κατὰ τὸν ἀναγεγραμμέον τρόπον κατήντησε καὶ οὐδὲ ἱκανόν ἐστι κατάντημα τοῦ ἀρχιερέως τὸ Κύεβον, ὅπως δὲ ὁ Θεοδώρητος παρανόμως ἀπελθὼν εἰς τὸν Τύρναβον καὶ παρὰ τοὺς ἱεροὺς κανόνας εἰληφὼς παράνομον χειροτονίαν ἐκεῖσε, καθαιρεθεὶς δὲ καὶ ἀφορισθεὶς παρὰ τῆς ἁγίας τοῦ Χριστοῦ καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς ἐκκλησίας, ληστρικῶς ἅμα καὶ τυραννικῶς ἀντιποιεῖται τοῦ Κυέβου, καὶ εὑρίσκεται, ἐν αὐτῷ. Ἡ γοῦν μετριότης ἡμῶν, συνδιασκεψαμένη τοῖς περὶ αὐτὴν ἱερωτάτοις ἀρχιερεῦσιν, ἀγαπητοῖς κατὰ Kύριον ἀδελφοῖς τῆς ἡμῶν μετριότητος καὶ συλλειτουργοῖς, ἐπεὶ πολλαχόθεν ἐγνώρισεν, ὡς οὐκ ἔστιν ἑτέρα καταμονὴ καὶ ἀνάπαυσις καὶ κατάντημα τῇ ἁγιωτάτῃ μητροπόλει ῾Ρωσίας διὰ τὰς προειρημένας αἰτίας, εἰ μὴ τὸ Βλαντίμηρον, ἐν ᾧ ηὑρίσκοντο καὶ οἱ πρὸ αὐτοῦ μητροπολῖται ῾Ρωσίας, ἔνι δὲ τῶν ἀναγκαιοτάτων πάνυ γε καὶ ὀφειλομένων ἀποκαταστῆναι τὸν ἀρχιερέα διὰ συνοδικῆς πράξεως, ἔνθα δὴ εὑρίσκεσθαι ἀπολαύοντα τῆς ἱκανῆς προμηθείας καὶ κυβερνήσεως, ἐν ἁγίῳ παρακελεύεται πνεύματι διὰ τοῦ παρόντος συνοδικοῦ γράμματος, εἶναι καὶ εὑρίσκεσθαι τόν τε ἱερώτατον μητροπολίτην ῾Ρωσίας καὶ τοὺς μετ᾽ αὐτὸν πάντας ἐν τῷ Βλαντιμήρῳ καὶ ἔχειν τοῦτο ὡς οἰκεῖον κάθισμα ἀναφαιρέτως καὶ ἀναποσπάστως εἰς αἰῶνα τὸν ἅπαντα, καὶ ἔνι μὲν καὶ τὸ Κύεβον ὡς οἰκεῖος θρόνος καὶ πρῶτον κάθισμα τοῦ ἀρχιερέως, ἐὰν περισώζηται, μετ᾽ ἐκεῖνο καὶ σὺν ἐκείνῳ δεύτερον κάθισμα καὶ καταμονὴ καὶ ἀνάπαυσις ἡ ἁγιωτάτη ἐπισκοπὴ Βλαντιμήρου, ἐν ᾗ ἀκωλύτως, ὁπηνίκα δεήσει, ἐνεργήσει ὁ μητροπολίτης ῾Ρωσίας σφραγῖδάς τε ἀναγνωστῶν καὶ ὑποδιακόνων καὶ διακόνων προβιβασμοὺς καὶ χειροτονίας ἱερέων καὶ τὰ ἄλλα, ὅσα κανονικῶς ἐφεῖται καὶ τῷ γνησίῳ ἀρχιερεῖ, ἄνευ τῆς τοῦ ἱεροῦ συνθρόνου ἐγκαθιδρύσεως, ἀλλὰ καὶ εἴπερ βοηθείᾳ Θεοῦ ἐπανέλθοι τὸ Κύεβον εἰς τὴν ἀρχαίαν εὐδαιμονίαν τε καὶ κατάστασιν ἐξωσθῇ δὲ καὶ ὁ καθαιρεθεὶς Θεοδώρητος, ὥστε εἶναι δυνατὸν ἔχειν τινὰ ἐν αὐτῷ τὸν ἀρχιερέα ἀνάπαυσιν, οὐδὲ οὕτως ἐκσπασθήσεται τὸ Βλαντίμηρον τοῦ μὴ προσεῖναι ὡς οἰκεῖον κάθισμα τοῖς μητροπολίταις τῆς ῾Ρωσίας, ἀλλ᾽ ἔσται μέν, ὡς δεδήλωται, τὸ Κύεβον θρόνος καὶ πρῶτον κάθισμα τοῦ...»[14].
Γιὰ τὸν ἐν λόγῳ Θεοδώρητο ποὺ εἰσπήδησε ληστρικῶς καὶ τυραννικῶς σὲ ξένη δικαιοδοσία, χειροτονηθεὶς στὸ Τίρνοβο τῆς Βουλγαρίας, ὑπάρχει γράμμα τοῦ πατριάρχου ἁγίου Φιλοθέου Κοκκίνου, κατὰ τὴν πρώτη πατριαρχία του (1353-1354), πρὸς τὸν ἐπίσκοπο Νόβγοροδ, μὲ τὸ ὁποῖο τοῦ συνιστᾶ, νὰ μὴ δεχθεῖ σὲ κοινωνία τὸν Θεοδώρητο, τὸν ὁποῖο καθήρεσε ἡ σύνοδος βάσει τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Ὅποιος τὸν δέχεται θὰ καταδικασθεῖ μὲ τὴν ἴδια ποινή, διότι ὁ κανὼν λέγει ὅτι αὐτὸς ποὺ κοινωνεῖ μὲ ἀκοινώνητο καθίσταται καὶ αὐτὸς ἀκοινώνητος. Δυστυχῶς ὁ ἴδιος κανὼν ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς ἀρχιερεῖς τῆς Κωνσταντινούπολης, ποὺ κοινωνοῦν μὲ τοὺς καθηρημένους σχισματικοὺς τῆς Οὐκρανίας Φιλάρετο καὶ Μακάριο. Γράφει τὸ κείμενο τοῦ πατριάρχου Φιλοθέου Κοκκίνου: «Πρόσεχε γοῦν ἵνα οὐδὲν παραδέξη ποσῶς τὸν τοιοῦτον Θεοδώρητον, ὡς ἀν μὴ ὑποπέσῃς καὶ σὺ εἰς τὴν καταδίκην, εἰς ἣν ἔνι καὶ ὁ Θεοδώρητος· λέγει γὰρ ὁ κανών, ὅτι ὁ ἀκοινωνήτῳ κοινωνῶν καὶ αὐτὸς ἀκοινώνητος ἔστω»[15].
Ὑπάρχει ἀκόμη σειρὰ πολλῶν ἐγγράφων πατριαρχικῶν καὶ συνοδικῶν μέχρι τὸ τέλος τοῦ 14ου αἰῶνος, μὲ τὰ ὁποῖα προσπαθεῖ ἡ Κωνσταντινούπολη, ἀντίθετα πρὸς ὅσα πράττει σήμερα, νὰ προλάβει τὶς διαιρέσεις στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας. Τὸ σύνολο σχεδὸν αὐτῶν τῶν ἐγγράφων ἀναδημοσιεύσαμε τὸ 1989 στὸ βιβλίο μας «Κωνσταντινούπολη καὶ Μόσχα»[16]. Ὅπως σήμερα, ἔτσι καὶ τότε ἀνεμειγνύοντο οἱ πολιτικοὶ ἄρχοντες εἰς τὰ τῆς Ἐκκλησίας, παρακινούμενοι δὲ ἀπὸ τοὺς ἀντικανο­νικοὺς μητροπολίτες προκαλοῦσαν ἐμφυλίους πολέμους καὶ αἱματοχυσίες. Ἀπὸ συνοδικὸ ἔγγραφο ἀπὸ τὴν δεύτερη πατριαρχία τοῦ Καλλίστου Α´ τοῦ ἔτους 1361 προκύπτει ὅτι ὁ κατὰ συγκατάβασιν καὶ οἰκονομίαν χειροτονηθεῖς μητροπολίτης Λιθουανίας Ρωμανὸς μὲ δύο μόνον ἐπισκοπές, ἐπενέβαινε μὲ ἀντικανονικὲς ἐνέργειες στὴν μητρόπολη Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας καὶ προκαλοῦσε σκάνδαλα. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ παρακινοῦσε καὶ τὸν ἡγεμόνα τῆς Λιθουανίας νὰ ἐπιτίθεται ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν καὶ νὰ προκαλοῦνται φόνοι καὶ αἱματοχυσίες, ὅπως προβλέπεται καὶ ὑπάρχει φόβος νὰ συμβεῖ καὶ σήμερα στὴν Οὐκρανία μὲ τὸ θράσος καὶ τὴν ἐπιθετικότητα τῶν πολιτικῶν ποὺ στηρίζουν τοὺς σχισματικοὺς ἀρχιερεῖς. Διεκδικοῦσε μάλιστα ὁ Ρωμανὸς στηριζόμενος στὴν δύναμη τοῦ ἡγεμόνος τῆς Λιθουανίας νὰ καταλάβει καὶ τὸν θρόνο τοῦ Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας. Γράφει τὸ κείμενο:
«Κακεῖσε παραγενόμενος, ὡς ἀνηνέχθη τῇ ἡμῶν μετριότητι, πολλὰ τῶν ἀκανονίστων εἰργάσατο· ἀπελθὼν γὰρ εἰς τὸ Κύεβον ἀμετόχως ἱε­ρούργησεν ἐν αὐτῷ καὶ χειροτονίας διεπράξατο, καὶ ἑαυτὸν Κυέβου καὶ πάσης ῾Ρωσίας καθολικὸν μητροπολίτην ἀδεῶς ὀνομάζει, ὅπερ προεξέ­νησε σύγχυσιν καὶ ταραχὴν τῇ ἐπαρχίᾳ τοῦ ἱερωτάτου μητροπολίτου Κυέβου καὶ πάσης ῾Ρωσίας, καὶ παρεκίνησε καὶ τὸν εὐθέντην Λιτβῶν κατὰ τῶν Χριστιανῶν κατεξαναστῆναι καὶ οὐκ ὀλίγην φθορὰν καὶ χύσεις αἱμάτων ἐργάσασθαι, ἅπερ ἔδειξαν ἀκριβέστερον οἱ τοῦ ἱερωτάτου μητροπολίτου Κυέβου καὶ πάσης ῾Ρωσίας, κῦρ Ἀλεξίου, ἀποκρισιάριοι, κατλαβόντες ἐνταῦθα καὶ ἐξ ἄλλων μὲν πολλῶν, μάλιστα δὲ καὶ ἀφ᾽ ὧν διεκόμισαν γραμμάτων τοῦ ἱερωτάτου μητροπολίτου, κῦρ ῾Ρωμανοῦ, ὑπὲρ ὧν καὶ ὥσπερ ἐγκαυχώμενοι οἱ τοῦ ἱερωτάτου μητροπολίτου Λιτβῶν ἄνθρωποι, πρότερον καταλαβόντες ἐνταῦθα, διεκήρυττον, ὡς τοσοῦτον ὁ ἱερώτατος μητροπολίτης κῦρ ῾Ρωμανός ἐστιν ἰσχυρὸς καὶ δύναται τὴν ἐπαρχίαν ἅπασαν τῆς μητροπόλεως ἔχειν ῾Ρωσίας, ὅτι καὶ εἰς τὸ Κύεβον ἀπῆλθε καὶ ἐλειτούργησε, καὶ ἐπισκοπὰς πολλὰς προσελάβετο, καὶ τὸν αὐθέντην Λιτβῶν κατὰ τοῦ κῦρ Ἀλεξίου διήγειρε, καὶ πάντα ἔξεστιν ἐκείνῳ ποιεῖν ἀδεῶς, δύναμιν οὐ μικρὰν ἔχοντι, εἰς τοῦτο παρακινοῦσαν τὸν αὐθέντην Λιτβῶν. Διὰ γοῦν τὴν τοιαύτην (κα­τάστασιν) ἐπισφαλῆ παντάπασιν οὖσαν καὶ ἔξω τῆς τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων διαταγῆς καὶ ἅμα διὰ τὸ μὴ προβαίνειν κατὰ τοῦ χριστιανικοῦ τῆς ῾Ρωσίας γένους φόνους καὶ συγχύσεις καὶ μάχας καὶ ταραχάς, ὡς λέγεται, ἅπερ ἐστὶ τοῖς ἔθνεσιν ἴδια τοῖς μὴ φόβον ἐν ἑαυτοῖς ἔχουσι τοῦ Θεοῦ, καὶ οὐ τοῖς ἀρχιερεῦσι»[17].
4. Ἡ διαίρεση τῆς ἑνιαίας μητροπόλεως Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας ἔργο Οὐνιτῶν καὶ λατινοφρόνων.
Ἐπὶ πέντε λοιπὸν αἰῶνες, ἀπὸ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῶν Ρώσων (988) μέχρι καὶ τὰ μέσα τοῦ 15ου αἰῶνος τὸ ἔθνος τῶν Ρώσων συνολικά, περιλαμβανομένης καὶ τῆς σημερινῆς Οὐκρανίας, εἶχε ἑνιαία ἐκκλησιαστικὴ ἀρχή, τὴν μητρόπολη Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας. Παρὰ τὴν μεταφορὰ τῆς πρωτεύουσας ἀπὸ τὸ Κίεβο στὸ Βλαδιμὴρ καὶ κατόπιν στὴν Μόσχα, λόγῳ τῆς μογγολικῆς κατάκτησης, ἡ ἑνότητα αὐτὴ διατηρήθηκε. Προσπάθειες δημιουργίας δεύτερης καὶ τρίτης μητρόπολης, ὥστε νὰ ἀπεξαρτηθοῦν οἱ νοτιοδυτικὲς περιοχὲς καὶ νὰ προσεγγίσουν τοὺς Λατίνους, μέσῳ κυρίως τῆς Πολωνίας ποὺ εἶχε κατακτήσει κάποιες περιοχὲς καὶ ἐπεδίωκε τὸν ἐκλατινισμό τους, μετὰ ἀπὸ σύντομο διάστημα ἐπιτυχίας, τελικῶς ἀποτύγχαναν μὲ τὴν ἐπέμβαση τῆς Κωνσταντινούπολης, ἡ ὁποία ἦταν σταθερὰ προσηλωμένη στὴν ἐπικρατήσασα ἐπὶ αἰῶνες ἀρχὴ νὰ ὑπάρχει μία μητρόπολη γιὰ τὸ πολυάνθρωπο ἔθνος τῶν Ρώσων.
Ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὰ ἔγγραφα ἡ Κωνσταντινούπολη ἐλάμβανε σοβαρὰ ὑπ᾽ ὄψιν τὸν κίνδυνο τοῦ ἐκλατινισμοῦ, τῆς πλήρους δηλαδὴ ὑποταγῆς τῶν Ὀρθοδό­ξων σὲ λατίνους ἐπισκόπους, γι᾽ αὐτὸ καὶ κάποιες φορές, γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ αὐτὸς ὁ κίνδυνος, παρέβη αὐτὴν τὴν ἀρχὴ καὶ ἐχειροτόνησε δεύτερο μητροπολίτη σὲ λατινοκρατούμενες περιοχές. Σὲ πιττάκιο τοῦ ἡγεμόνος τῆς Πολωνίας Καζιμὶρ πρὸς τὸν οἰκουμενικὸ πατριάρχη ἅγιο Φιλόθεο Κόκκινο (1370) διατυπώνεται τὸ αἴτημα νὰ χειροτονηθεῖ μητροπολίτης Γαλλικίας ὁ Ἀντώνιος, γιὰ νὰ ὑπάρχει νόμος καὶ τάξη μεταξὺ τῶν Ρώσων, πολλὲς περιοχὲς τῶν ὁποίων εἶχε κατακτήσει ὁ Καζιμίρ, ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ· «καὶ ἡ γῆ χήρα ἦν, καὶ μετὰ ταῦτα ἐκέρδησα ἐγὼ ὁ κράλης τῆς Λαχίας (=Πολωνίας) τὴν γῆν τῆς Ρωσίας». Στὸ τέλος διατυπώνει τὴν ἀπειλὴ ὅτι, ἂν δὲν χειροτονήσουν δεύτερο μητροπολίτη, θὰ βαπτίσουν τοὺς Ρώσους στὴν πίστη τῶν Λατίνων. «Εἰ δ᾽ οὐ γενήσεται τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ εὐλογία σας τούτῳ τῷ ἀνθρώπῳ, μετὰ ταῦτα μηδὲν λυπεῖσθε καθ᾽ ἡμῶν· ἡ ἡμῶν ἀνάγκη ἔσεται εἰς τὴν τῶν Λατίνων πίστιν βαπτίζειν τοὺς Ρώσους, εἰ οὐκ ἔστι μητροπολίτης εἰς τὴν Ρωσίαν, διότι ἡ γῆ οὐ δύναται εἶναι ἄνευ νόμου»[18].
Αὐτὴν τὴν ἀπειλὴ προβάλλει ὡς δικαιολογία ὁ πατριάρχης Φιλόθεος πρὸς τὸν μητροπολίτη Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας Ἀλέξιο, γιὰ τὸ ὅτι ἀναγκάσθηκε ἀπειλούμενος νὰ χειροτονήσει τὸν Ἀντώνιο μητροπολίτη Γαλλικίας· συγχρόνως ὅμως τὸν ἐπιπλήττει, γιατὶ ἄφησε ἀποίμαντες τὶς κατακτημένες ἀπὸ τοὺς Πολωνοὺς περιοχὲς τῆς Μικρᾶς Ρωσίας, στὶς διαθέσεις τῶν Πολωνῶν κατακτητῶν. «῎Ηκουσα γὰρ ὅτι ἀφῆκας τοὺς χριστιανοὺς πάντας τοὺς εὑρισκομμένους αὐτόθι εἰς πάντα τόπον τῆς Ρωσίας, καὶ κάθησαι εἰς ἓν μέρος, τὸ δὲ ἄλλο ἀφῆκας ἀποίμαντον καὶ χωρὶς διδασκαλίας καὶ πνευματικῆς ἐπισκέψεως... Καὶ ἔμελλε ποιήσειν παραυτίκα μητροπολίτην λατῖνον, καθὼς ἔλεγε, καὶ βαπτίζειν τοὺς Ρώσους εἰς τὴν πίστιν τῶν Λατίνων, ὅπερ διακρίνοις σὺ ὅτι καλὸν ἦν, εἰ ἐγένετο; Ἐγὼ πολλὰ εὐχαριστῷ τῷ Θεῷ, ὅπως οὐκ ἐποίησε, ἀλλ᾽ ἔγραψε καὶ ἐζήτησε παρ᾽ ἡμῶν μητροπολίτην· διὰ ταῦτα ἀναγκασθέντες ἡμεῖς ἐχειροτονήσαμεν, ὃν ἀπέστειλεν, ἐπεὶ οὐκ ἔπρεπε ἵνα ποιήσωμεν ἄλλως»[19].
Ἡ διαίρεση πάντως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας μὲ τὴν ἀπόσπαση τοῦ Κιέβου ἦταν πάντοτε προσωρινὴ καὶ ὄχι μακροχρόνια. Ἡ κατάσταση ἄλλαξε περὶ τὰ μέσα τοῦ 15ου αἰῶνος στὸ ἱστορικὸ πλαίσιο τῆς οὐνιτικῆς ψευδοσυνόδου Φεράρας-Φλωρεντίας (1438-1439), τὴν ὁποία ἀκολούθησε, κατὰ θεϊκὴ παραχώρηση, ἡ ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὸν ἐξισλαμισμὸ δέχθηκαν τὸν ἐκλατινισμό, μὲ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ ἑνωτικοῦ ὅρου τῆς ψευδοσυνόδου. Σὲ ἐπίπεδο ἡγεσίας καὶ ἐπίσημης ἀποδοχῆς γίναμε Οὐνίτες, μὲ τὸν Ἅγιο Μᾶρκο Ἐφέσου τὸν Εὐγενικὸ καὶ τὸν διάδοχό του στὴν ὀρθόδοξη ἀντίσταση, μετέπειτα πατριάρχη, ἅγιο Γεννάδιο Σχολάριο νὰ διασώζουν τὴν ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία. Κατὰ τὸ διάστημα τῶν 14 ἐτῶν, ἀπὸ τὴν ψευδοσύνοδο μέχρι τὴν ἅλωση (1439-1453), ὁπότε ἀνέλαβε τὴν πατριαρχία κατὰ θεία ρύθμιση ὁ Γεννάδιος Σχολάριος, ἡ Κωνσταντινούπολη ἦταν ὑποχείρια τῶν Λατίνων. Ὁ Ἕλληνας μητροπολίτης Ρωσίας Ἰσίδωρος ἀποδείχθηκε πρωταγωνιστὴς τῆς ψευδοενώσεως, τὴν ὁποία θέλησε νὰ ἐπιβάλει ἀνεπιτυχῶς, μόλις ἐπέστρεψε, στὴν Ρωσία. Ἂς παρακολουθήσουμε τὴν ἐξέλιξη τῶν γεγονότων ὅπως τὴν περιγράφει ὁ καθηγητὴς Βλ. Φειδᾶς:
«Ἡ συμμετοχὴ τοῦ Ἰσιδώρου εἰς τὰς συζητήσεις δὲν ἦτο μεγάλη, καίτοι ὁ ρόλος αὐτοῦ εἰς τὴν καθ᾽ ὅλου ἐξέλιξιν τῆς ὑποθέσεως ὑπῆρξε σημαντικός. Γενικῶς ἠκολούθει τὰς ἀπόψεις τοῦ Βησσαρίωνος Νικαίας. Κατὰ τὸν Ἰωσὴφ Ἐπίσκοπον Μεθώνης, ὁ Ἰσίδωρος ὑπῆρξεν ὁ πρῶτος, ὅστις ὑπέδειξε τὴν ἀνάγκην τῆς ἀποδο­χῆς τῶν ὑπὸ τοῦ πάπα προβαλλομένων ὅρων διὰ τὴν ἐπιτυχίαν τῆς ἑνώσεως καὶ ἐπέδρασεν ἀποφασιστικῶς καὶ ἐπ᾽ αὐτοῦ τούτου τοῦ αὐτοκράτορος εἰσέτι. Ὁ πάπας εἰς ἐπιστολὴν αὐτοῦ πρὸς τὸν μητροπολίτην Ἰσίδωρον γράφει λίαν θερ­μῶς, ἐνῶ ὁ ἐκ Σουζδαλίας ἱερομόναχος Συμεών, ὅστις συνώδευσε τὸν Ἰσίδωρον, ἀναφέρει ὅτι “ὁ πάπας οὐδένα μητροπολίτην ἠγάπα τόσον, ὅσον τὸν Ἰσίδωρον”.
Μετὰ πολλὰς ζυμώσεις καὶ ὑπὸ τὴν ἀπειλὴν πάντοτε τοῦ τουρκικοῦ κινδύνου, ὁ ὅρος τῆς ἑνώσεως ἐγένετο δεκτὸς τὴν 5ην Ἰουλίου 1439, ὁ δὲ Ἰσίδωρος ἦτο ἐκ τῶν πρώτων, οἵτινες ἐδέχθησαν τὴν ἕνωσιν. Εἰς τὰς πράξεις τῆς συνόδου, ἐνῷ πάντες ἠκολούθησαν τὸν τύπον: “Ὁρίσας ὑπέγραψα” ἤ “στοιχήσας ὑπέγραψα”, ὁ Ἰσίδωρος Ρωσσίας ὑπέγραψε μετὰ τὴν φράσιν: “στέργων καὶ συναινῶν ὑπέγραψα”. Μετὰ τὴν ἀποδο­χὴν τῆς ἑνώσεως ὁ Ἰσίδωρος ἔλαβεν ὑπὸ τοῦ πάπα τὸν τίτλον τοῦ καρ­διναλίου καὶ ὡρίσθη ληγάτος de latere τῶν ἐπαρχιῶν Λιθουανίας, Λιβο­νίας, πάσης Ρωσσίας καὶ Πολωνίας (Γαλικίας), ἤτοι ἀποστολικὸς ἐπί­τροπος τῆς ἐκκλησίας τοῦ Βορρᾶ, ἀνθ᾽ ὧν ὑπὲρ τῆς ἑνώσεως ἔπραξε...
Μετὰ τὴν κήρυξιν τῆς ἑνώσεως ὁ Ἰσίδωρος ἀνεχώρησε περὶ τὸ τέλος τοῦ 1439 ἀπὸ Βενετίας διὰ μέσου Κροατίας, Ζάγκρεμπ, Βουδαπέστης, Κρακοβίας, Περεμύσλ, Λβώβ, Γαλικίας, Χόλμ, Βίλνας καὶ Κιέβου, γενόμενος, λόγοις καὶ ἔργοις, κῆρυξ τῆς ἑνώσεως. Εἰς Μόσχαν ἔφθασε τὴν 19ην Μαρτίου 1441, ἀλλὰ δὲν εὗρε τὰ πράγματα ὡς ἀνέμενε. Ἤδη πολὺ πρὸ αὐτοῦ εἶχον φθάσει ἐκεῖ οἱ βογιάροι Θωμᾶς καὶ Συμεὼν καὶ ὁ Ἀβραὰμ Σουζδαλίας μετὰ τῆς λοιπῆς ἀκολουθίας τοῦ Ἰσιδώρου, οἵτινες ἐγνώρισαν εἰς τὸν ἡγεμόνα Βασίλειον καὶ τὸν λαὸν τὰ κατὰ τὴν ἕνωσιν. Ὅτε ὁ Ἰσίδωρος ἔφθασεν εἰς Μόσχαν, εἰσῆλθε κατὰ τὸ ἔθιμον τῶν παπικῶν ἀντιπροσώπων, προηγουμένου τοῦ λατινικοῦ σταυροῦ. Εἰς τὴν ἐπακολουθήσασαν λειτουργίαν, ἐμνημόνευσε πρῶτον τὸ ὄνομα τοῦ πάπα Εὐγενίου Δ´, μετὰ δὲ τὴν λειτουργίαν ὁ διάκονος ἀνέγνωσε τὴν πρᾶξιν τῆς ἑνώσεως τῆς 5ης Ἰουλίου 1439. Εἶτα ὁ μητροπολίτης Ρωσσίας ἐπέδωκε τῷ ἡγεμόνι Βασιλείῳ ἐπιστολὴν τοῦ πάπα, δι᾽ ἦς οὗτος προέτεινεν αὐτῷ τὴν μετὰ τοῦ μητροπολίτου συνεργασίαν διὰ τὴν ἐπιτυχίαν τῆς ἑνώσεως.
Ὁ ἡγεμὼν ὀργισθεὶς συνεκάλεσε σύνοδον ἐπισκόπων, ἡ ὁποία κατεδίκασε τὸν μητροπολίτην Ἰσίδωρον καὶ ἐνέκλεισεν αὐτὸν εἰς τὴν μονὴν Τσουντώφ. Τὴν 15ην Σεπτεμβρίου ὁ Ἰσίδωρος διέφυγε καὶ διὰ μέσου Τβὲρ ἔφθασεν εἰς Νόβγκοροντ. Ἐκεῖθεν κατέφυγε πρὸς τὸν ἡγεμόνα τῆς Λιθουανίας Καζιμίρ, μετ᾽ οὐ πολὺ δὲ εἰς Ρώμην.
Κατὰ τὴν πολιορκίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπεστάλη ὑπὸ τοῦ πάπα Γρηγορίου Ε´ κυρίως διὰ νὰ ἐπιτύχη τὴν ἕνωσιν. Φθάσας εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν μετὰ 200 περίπου ἀνδρῶν, διὰ συνεννοήσεων μετὰ τοῦ αὐτοκράτορος ἐπέτυχε πιθανώτατα τὴν τέλεσιν λειτουργίας ἐν τῷ ναῷ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας τὴν 12ην Δεκεμβρίου ὑπὸ παπικῶν καὶ ὀρθοδόξων ἱερέων, ἐν ᾖ ἐμνημονεύθησαν τὰ ὀνόματα τοῦ πάπα Νικο­λάου καὶ τοῦ πρώην πατριάρχου Γρηγορίου. Κατὰ τὴν ὑπεράσπισιν τῆς πόλεως εἶχεν ἀνατεθῇ αὐτῷ τὸ τμῆμα τῶν Βλαχερνῶν, συλληφθεὶς δὲ κατὰ τὴν ἅλωσιν ὑπὸ τῶν Τούρκων, ἐπωλήθη ὡς δοῦλος εἰς Γαλατᾶν. Διαφυγών, περιεπλανήθη εἰς Μ. Ἀσίαν, Χίον, Πελοπόννησον καὶ Κρήτην, φθάσας δ᾽ εἰς Ρώμην, ἔλαβεν ὑπὸ τοῦ πάπα τὸν τίτλον τοῦ πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Ἐκ Ρώμης ἀπηύθυνεν ἐπιστολὴν θερμοτάτην πρὸς πάντας τοὺς ἡγεμόνας, δι᾽ ἦς προέτρεπε τούτους νὰ ἀναλάβουν σταυροφορίαν κατὰ τοῦ “προδρόμου τοῦ ἀντιχρίστου καὶ υἱοῦ τοῦ Σατανᾶ” Μωάμεθ Β´ τοῦ Κατακτητοῦ... Ἐφεξῆς ἡ ὁδὸς πρὸς τὴν Μητρόπολιν Ρωσσίας ἐκλείσθη δι᾽ Ἕλληνα ἱεράρχην, ἡ δὲ Ρωσσικὴ Ἐκκλησία ἤρξατο ἔκτοτε ἀποβλέπουσα εἰς τὴν ἀπόκτησιν πλήρους αὐτονομίας. Συνελόντι δ᾽ εἰπεῖν, αἱ ἐν γένει δραστηριότητες τοῦ Ἰσιδώρου Ρωσσίας περιέπλεξαν ἐπὶ τὰ χείρω ὄχι μόνον τὰς σχέσεις πρὸς τὴν Ρώμην, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὴν μέχρι τότε πειθαρχοῦσαν τῷ Πατριαρχείῳ Κωνσταντινουπόλεως Ἐκκλησίαν τῆς Ρωσσίας.
Ὁ Ἰωνᾶς ἀπεστάλη πάλιν εἰς Κωνσταντινούπολιν, ἀλλ᾽ ὅτε ὁ ἡγεμὼν ἔμαθεν ὅτι καὶ ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εἶχε δεχθῆ τὴν ἕνωσιν, διέταξε τὴν ἀποστολὴν νὰ ἐπιστρέψῃ. Ἐν Ρωσσίᾳ ὅμως ἐπεκράτησεν ἀναρχία, καθ᾽ ἣν ὁ μέγας ἡγεμὼν Βασίλειος ἐτυφλώθη ὑπὸ τοῦ Δημητρίου Σεμιάκυ, ἐνῷ οἱ ἡγεμόνες Σεμιάκυ ἀπώλεσαν τὴν ζωήν των. Ὁ Ἰωνᾶς κατεστάθη τέλος μητροπολίτης τὸ 1448 ὑπὸ συνόδου καὶ ἀπέστειλεν εἰς τὸν πατριάρχην ἀποστολὴν διὰ νὰ λάβῃ τὴν εὐλογίαν του. Ἐν τούτοις, ἕτεραι ἐσωτερικαὶ διαμάχαι ἔπληξαν τὴν Μητρόπολιν Ρωσσίας, διότι τὸ 1458 ὁ ἐκθρονισθεὶς πατριάρχης Κωνσταντινουπό­λεως Γρηγόριος ἐχειροτόνησεν μητροπολίτην Λιθουανίας τὸν μαθητὴν τοῦ Ἰσιδώρου Γρηγόριον. Ἡ χειροτονία αὐτὴ κατεθορύβησε τὴν Μόσχαν. Ὁ ἡγεμὼν καὶ ὁ μητροπολίτης ἔγραψαν γράμμα πρὸς τὸν ἡγεμόνα τῆς Λιθουανίας καὶ τὸν λαὸν νὰ μὴν προβοῦν εἰς τὴν διαίρεσιν τῆς Μητροπόλεως Ρωσσίας.
Τὸ 1459 συνεκλήθη σύνοδος ἐν Μόσχᾳ, ταχθεῖσα ἐναντίον τῆς διαι­ρέσεως τῆς Μητροπόλεως Ρωσσίας καὶ ἀποφασίσασα ὅπως ἡ ἐκλογὴ τῶν μητροπολιτῶν Μόσχας πραγματοποιῆται ὑπὸ τῶν ἐπισκόπων Ρωσσίας ἀνεξαρτήτως ἀπὸ τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ἐν τῇ συνόδῳ ταύτῃ διὰ πρώτην φορὰν ἐμνημονεύθη ὁ τίτλος Μητρόπολις Μόσχας ἀντὶ τοῦ καθιερωμένου τίτλου Μητρόπολις Κιέβου. Τὸ 1461 ἀπέθανε ὁ μητροπολίτης Ἰωνᾶς καὶ τὸ 1462 ὁ μέγας ἡγεμών, ἐνῷ ἡ Ρωσσία εἶχε πλέον ἀπαλλαγῆ οὐσιαστικῶς τοῦ ταταρικοῦ ζυγοῦ»[20].
Ἡ ἐκλογὴ καὶ ἡ χειροτονία τοῦ Ἰωνᾶ, ἀπὸ Ρώσους ἐπισκόπους τὸ 1448, χωρὶς τὴν ὁποιαδήποτε συμμετοχὴ τῆς Κωνσταντινούπολης, ἐσήμανε τὴν ἀπεξάρτηση καὶ ἀνεξαρτησία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἡ ὁποία ὡς κανονικὴ θεολογικὴ δικαιολογία εἶχε τὸ ὅτι πλέον ἡ Κωνσαντινούπολη δὲν εἶχε ὀρθόδοξο πατριάρχη, ἀλλὰ ἦταν οὐνιτική. Δὲν ἀποφεύχθηκε ὅμως ἡ διαίρεση τῆς ἑνιαίας μητροπόλεως, μολονότι τὸ 1459 σύνοδος τῶν Ρώσων ἐπισκόπων στὴν Μόσχα ἐτάχθη ἐναντίον τῆς διαιρέσεως. Ἕνα χρόνο ἐνωρίτερα, τὸ 1458, ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπό­λεως Γρηγόριος Μάμας, περιβόητος γιὰ τὰ οὐνιτικά του φρονήματα καὶ ὑπέρμα­χος τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας, ἐχειροτόνησε μητροπολίτη Κιέβου τὸν μαθητὴ τοῦ Ἰσιδώρου Γρηγόριο βουλγαρικῆς καταγωγῆς. Ἡ κακογνωμία πάλι ἑνὸς λατινό­φρονος οὐνίτη πατριάρχη, ὅπως ἐκείνη τοῦ Ἰωάννη Καλέκα, θὰ ἔχει χειρότερες συνέπειες. Καὶ μολονότι ἡ Ὀρθοδοξία ἀποκαταστάθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ τὴν ἄνοδο στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς μεγαλειώδους μορφῆς τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου, ἀμέσως μετὰ τὴν ἅλωση, ἐν τούτοις ἡ διαίρεση τώρα τῆς ἑνιαίας Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας σὲ δύο μητροπόλεις, τὴν μητρόπολη Μόσχας καὶ τὴν Μητρόπολη Κιέβου, ἐκράτησε ἐπὶ δύο καὶ πλέον αἰῶνες (1458-1686).
Ἡ μητρόπολη Κιέβου ἔχουσα ὑπὸ τὴν δικαιοδοσία της περιοχὲς ὑπὸ πολωνικὴ κατοχὴ καὶ ἐπίδραση ὑπέστη πολλὲς πιέσεις καὶ ἐπιδράσεις, γιὰ νὰ ἀποκοπεῖ τελείως ἀπὸ τὴν Ρωσικὴ Ἐκκλησία. Τὸ Κίεβο ἔγινε τὸ κέντρο τῆς δράσεως τῶν Ἰησουϊτῶν καὶ τῶν Οὐνιτῶν, ὅπου παράλληλα μὲ τὸν ἐκλατινισμὸ τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀπεξάρτησή τους ἀπὸ τὴν Ρωσία ἐπιχειρήθηκε συστημα­τικὰ καὶ ἡ ἐθνική τους ἀπεξάρτηση μὲ τὴν καλλιέργεια οὐκρανικῆς συνειδήσεως, τοῦ Οὐκρανισμοῦ, καὶ τὴν συστηματικὴ ἀνάπτυξη τῆς ρωσοφοβίας. Πουθενὰ στὶς ἑλληνικὲς ἱστορικὲς πηγὲς δὲν συναντᾶται ἡ λέξη Οὐκρανία, ἀλλὰ τὸ ρωσσικὸ ἔθνος παρουσιάζεται ἑνιαῖο μὲ γεωγραφικοὺς πληθυσμιακοὺς χαρακτηρισμούς, ὅπως Μεγάλη Ρωσία, Μικρὰ Ρωσία, Λευκορωσία. Ὁ σημερινὸς Οὐκρανὸς εἶναι ὁ Μικρορῶσος, ὁ Μοσχοβίτης εἶναι ὁ Μεγαλορῶσος καὶ ὁ τῆς Λευκορωσίας εἶναι ὁ Λευκορῶσος. Ὅσα συμβαίνουν σήμερα στὴν Οὐκρανία μὲ τὴν καλλιεργούμενη ρωσοφοβία καὶ τὴν προσπάθεια ἐκδυτικισμοῦ ἔχουν τὶς ρίζες τους πίσω στὴν ἱστορία, στὶς προσπάθειες ἐκπολωνισμοῦ καὶ ἐκλατινισμοῦ τῶν κατοίκων. Ὑπάρχουν μαῦρες σελίδες αὐτῶν τῶν πιέσεων καὶ τῶν διωγμῶν, ἰδιαίτερα μετὰ τὴν διαίρεση τῆς ἑνιαίας Ρωσικῆς Ἐκκλησίας σὲ δύο μητροπόλεις, τὴν Μητρόπολη Μόσχας καὶ τὴν Μητρόπολη Κιέβου τὸ 1458[21].
5. Ἡ ἐπανένωση Κιέβου καὶ Μόσχας τὸ 1686 καὶ ἡ παρερμηνεία τῶν σχετικῶν ἐγγράφων
Οἱ Οὐκρανοὶ ἐθνικιστὲς καὶ οἱ φίλοι τους Πολωνοὶ καὶ Οὐνίτες παρουσιάζουν τὴν ἐπανένωση τῶν μητροπόλεων Μόσχας καὶ Κιέβου ὡς προϊὸν βίας ἐκ μέρους τῶν Ρώσων καὶ ὑποδούλωση τῶν Οὐκρανῶν στὴν Ρωσία, γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὶς σημερινὲς ἀποσχιστικὲς τάσεις τοῦ Κιέβου ἀπὸ τὴν Μόσχα, πολιτικὲς καὶ ἐκκλησιαστικές. Εἶναι σὰν νὰ μιλᾶμε γιὰ ὑποδούλωση τῆς Κύπρου ἢ τῆς Κρήτης ἢ τῆς Μακεδονίας στὴν Ἑλλάδα καὶ ὄχι γιὰ ἕνωσή τους μὲ τὴν Ἑλλάδα στὸ ἑνιαῖο ἐθνικὸ σῶμα. Ὑποδούλωση ὑπῆρχε προηγουμένως στὴν Πολωνία καὶ στὴν Λιθουανία μὲ ἐκλατινισμούς, ἐκπολωνισμοὺς καὶ οὐνιτισμούς, ὅπως ὑποδούλωση στὴν Δύση, στὸ Βατικανό, στὴν Ἀμερική, στὴν Εὐρώπη καὶ στὸ ΝΑΤΟ, ἐπιχειρεῖται καὶ σήμερα, ἀποξένωση καὶ ἀποκοπὴ ἀπὸ τὴν Ρωσία, μετὰ τὴν ἀνακήρυξη τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Οὐκρανίας ποὺ ἀκολούθησε τὴν διάλυση τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης τὸ 1990.
Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἐπὶ τρεῖς δεκαετίες τώρα δέχεται αἰτήματα γιὰ παρέμβαση στὴν χορήγηση αὐτοκεφαλίας στὴν Οὐκρανία, ἀφοῦ ἡ Μόσχα, ὅπως δικαιοῦται, δὲν εἶναι διατεθειμένη νὰ τὸ πράξει, ἔχοντας μάλιστα μὲ τὸ μέρος της καὶ τὰ πορίσματα τῆς διορθόδοξης συζήτησης γιὰ τὸ θέμα τοῦ αὐτοκεφάλου ἀπὸ τὶς προσυνοδικὲς Ἐπιτροπὲς καὶ Διασκέψεις τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου», ποὺ συνῆλθε στὴν Κρήτη τὸν Ἰούνιο τοῦ 2016. Τὸ θέμα τοῦ αὐτοκεφάλου ἐξέπεσε ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν θεμάτων καὶ δὲν συζητήθηκε, ἐνῶ εἶχε ἐπιτευχθῆ συμφωνία στὰ οὐσιώδη καὶ παρέμεναν ἐπουσιώδεις λεπτομέρειες. Γιὰ τὸ πῶς ἐξελίχθηκε ἡ συζήτηση «Περὶ τοῦ αὐτοκεφάλου» στὶς προσυνοδικὲς συναντήσεις καὶ πῶς διεγράφη ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν θεμάτων σὲ σχέση μάλιστα μὲ τὸ αὐτοκέφαλο τῆς Οὐκρανίας, θὰ γράψουμε προσεχῶς ἄλλο ἄρθρο. Ὅλη αὐτὴ ἡ ἀναστάτωση καὶ οἱ διαιρέσεις ποὺ προκαλεῖ τώρα τὸ οὐκρανικὸ αὐτοκέφαλο θὰ εἶχαν ἀποφευχθῆ, ἂν ἡ σύνοδος εἶχε τὴν τόλμη νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ φλέγοντα καὶ ἐπείγοντα θέματα, καὶ ὄχι ἁπλῶς νὰ ἐπιβεβαιώσει πρωτεῖα καὶ συντονιστικοὺς ρόλους. Ὁ στόχος νὰ ὑπηρετηθεῖ ἡ ἑνότητα ἀπέτυχε παντελῶς, διότι, ἐκτὸς τῆς ἀπουσίας τῶν τεσσάρων αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν (Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας), ποὺ ἐκπροσωποῦν περισσότερους ἀπὸ τοὺς μισοὺς Ὀρθοδόξους, δὲν λύθηκε κανένα ἀπὸ τὰ θέματα ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ προκαλέσει διαιρέσεις καὶ σχίσματα, ὅπως τὸ θέμα τοῦ Αὐτοκεφάλου, τῆς Διασπορᾶς, τοῦ Ἡμερολογίου, τῆς παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ κ.ἄ. Εἶναι μάλιστα ἀξιοπαρατήρητο ὅτι ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος ὑποστηρίζοντας τὸν συντονιστικὸ ρόλο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς ἑνότητος τῶν Ὀρθοδόξων, ἔθεσε ὑπὸ ἀμφισβήτηση αὐτὸν τὸν ρόλο, τορπιλλίζοντας ὁ ἴδιος τὴν ἑνότητα μὲ τὴν διαιρετικὴ καὶ σχισματική του παρέμβαση σὲ ξένη δικαιοδοσία, στὸ κανονικὸ ἔδαφος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας.
Ὁ γράφων γνωρίζει ὅτι τὸ Φανάρι ἦταν πολὺ προσεκτικὸ καὶ ἐπιφυλακτικὸ στὸ νὰ ἀναμιχθεῖ στὸ ἀκανθῶδες θέμα τῆς χορήγησης αὐτοκεφάλου στὴν Οὐκρανία, χωρὶς τὴν συναίνεση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, γιατὶ ἀκόμη καὶ οἱ εἰδικὲς συνοδικὲς ἐπιτροπὲς τοῦ Πατριαρχείου, ἀλλὰ καὶ εἰδικοὶ ἐπιστήμονες τῶν ὁποίων ἐζήτησε τὴν γνώμη, κατηύθυναν τὴν λύση, στὸ νὰ δοθεῖ μὲν ἡ αὐτοκεφαλία στὴν Οὐκρανία, ἀφοῦ ὡς ἀνεξάρτητο πλέον κράτος τὴν ἐδικαιοῦτο, ἀλλὰ αὐτὸ νὰ γίνει μὲ τὸν σωστὸ τρόπο, ὅπως αὐτὸς εἶχε ἀποκρυσταλλωθῆ στὶς προσυνοδικὲς συμφωνίες, μὲ αἴτημα δηλαδὴ τῆς ἐνδιαφερομένης γιὰ τὸ αὐτοκέφαλο ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος πρὸς τὴν μητέρα Ἐκκλησία, ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ ἀπεσπᾶτο, μὲ ἀποδοχὴ τοῦ αἰτήματος ἀπὸ τὴν μητέρα Ἐκκλησία καὶ διαβίβασή του πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τῆς πανορθόδοξης συναίνεσης. Καὶ ἀφοῦ γίνουν ὅλα αὐτὰ τὰ βήματα καὶ ἐκπληρωθοῦν ὅλοι αὐτοὶ οἱ ὅροι, τότε θὰ ἐδίδετο καὶ ὁ τόμος τῆς αὐτοκεφαλίας.
Τὸ 1686 λοιπὸν ἔγινε ἡ ἐπανένωση Κιέβου καὶ Μόσχας καὶ ἀποκαταστάθηκε ἡ ἑνότητα τῶν πέντε πρώτων αἰώνων· οὐσιαστικῶς ἔκλεισε ἡ παρένθεση τῆς πολωνικῆς κατάκτησης τῶν περιοχῶν μετὰ τὴν νίκη τῶν Ρώσων τὸ 1654 ἐπὶ τῶν Πολωνῶν καὶ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς περιοχῆς. Ἀφοῦ λοιπὸν ἀπελευθερώθηκε τὸ Κίεβο, ἦταν εὔκολο καὶ ἀναμενόμενο νὰ ἐνσωματωθοῦν ἐκκλησιαστικὰ οἱ ἀπελευθερωθεῖσες περιοχὲς στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, ὅπως ἔγινε. Ἔχουν ἱστορικὰ ἄδικο ὅσοι ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ Ρωσία κατέκτησε τὶς περιοχὲς καὶ διὰ τῆς βίας προσήρτησε τὴν Οὐκρανία ὑπὸ τὴν δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, καὶ γι᾽ αὐτὸ δῆθεν δικαιολογημένα ζητοῦν τώρα τὴν ἀπεξάρτηση μὲ τὴν χορήγηση αὐτοκεφάλου. Μήπως καὶ ἡ Ἑλλάδα διὰ τῆς βίας προσήρτησε τὰ Ἑπτάνησα τὸ 1864 στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή τους; Καὶ μήπως ἐπίσης διὰ τῆς βίας ὑπήχθησαν οἱ λεγόμενες «Νέες Χῶρες» στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση αὐτῶν τῶν περιοχῶν κατὰ τοὺς βαλκανικοὺς πολέμους τοῦ 1912; Μήπως καὶ γιὰ τίς «Νέες Χῶρες» εἶναι σχεδιασμένη κάποια ἀπεξάρτηση καὶ ἀποκοπή τους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος;
Ἀσφαλῶς κατὰ τοὺς δύο αἰῶνες ὑποταγῆς τῆς Οὐκρανίας στοὺς Πολωνούς, στὶς λατινικὲς καὶ οὐνιτικὲς ἐπιδράσεις, διαμορφώθηκαν μεταξὺ τῶν Οὐκρανῶν Ὀρθοδόξων ρωσοβικές, φιλοπαπικὲς καὶ φιλοδυτικὲς δυνάμεις, οἱ ὁποῖες δὲν ἐπιθυμοῦν τὴν ἐξάρτησή τους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι θὰ ἀλλάξουμε καὶ τὴν ἱστορία, ἀγνοώντας τὶς ἱστορικὲς πηγὲς ἢ παρερμηνεύοντας κάποια ἱστορικὰ κείμενα, ὅπως, δυστυχῶς, πράττει τώρα ἡ Κωνσταντινούπολη, ἀντιφάσκοντας πρὸς τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό της. Ἤδη σὲ προηγούμενο σύντομο ἄρθρο μας παρουσιάσαμε ἐνδεικτικὰ γνῶμες ἱστορικῶν περὶ τοῦ ὅτι τὸ 1686 ἡ Οὐκρανία μὲ ἀπόφαση τῆς Κωνσταντινούπολης ἐπανεντάχθηκε στὴν δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, καὶ ἐπὶ τριακόσια τώρα χρόνια ὅλες οἱ τοπικὲς ὀρθόδοξες ἐκκλησίες, καὶ τὸ ἴδιο τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, θεωροῦν τὴν Οὐκρανία κανονικὸ ἔδαφος τῆς Ἐκ­κλησίας τῆς Ρωσίας. Αὐτὲς τὶς ἡμέρες μάλιστα βγῆκε στὴν δημοσιότητα, προ­φανῶς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, ἐπιστολὴ τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου πρὸς τὸν πατριάρχη Μόσχας κυρὸ Ἀλέξιο, τὸν Αὔγουστο τοῦ 1992, ἀναφερόμενη στὴν καθαίρεση τοῦ τότε μητροπολίτου Κιέβου Φιλαρέτου ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, στὴν ὁποία ἀναγνωρίζεται στὸ ἀκέραιο ἡ ἁρμοδιότητα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, καὶ δίδεται μάλιστα ἡ ὑπόσχεση ὅτι δὲν θὰ δημιουρ­γήσει στὸ ἑξῆς ὁποιαδήποτε δυσχέρεια ἡ Κωνσταντινούπολη στὶς σχέσεις μὲ τὴν Μόσχα, ὑπόσχεση ποὺ τὴν ἀνατρέπει τώρα μὲ κανονικὸ πραξικόπημα, διότι, ὄχι μόνο ἀποκαθιστᾶ στὴν ἀρχιερωσύνη τὸν ἐν λόγῳ καθηρημένο σχισματικὸ ἱεράρχη, τὸν ὁποῖο ἐξακολουθεῖ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας νὰ θεωρεῖ σχισματικό, καθηρη­μένο καὶ ἀναθεματισμένο, ἀλλὰ τὸ χειρότερο ἀρνεῖται γενικῶς τὴν δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας ἐπὶ τῆς Οὐκρανίας, τὴν ὁποία ὑποκλέπτει γιὰ τὸν ἑαυτό της. Ἔγραφε τὸ 1992 ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος πρὸς τὸν τότε πατριάρχη Μό­σχας Ἀλέξιο:
«Εἰς ἀπάντησιν πρὸς σχετικὰ τηλεγράφημα καὶ γράμμα τῆς Ὑμετέρας λίαν ἡμῖν ἀγαπητῆς καὶ περισπουδάστου Μακαριότητος, ἐπὶ τοῦ ἀνα­κύψαντος προβλήματος ἐν τῇ καθ᾽ Ὑμᾶς ἀδελφῇ Ἁγιωτάτῃ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ρωσσίας, ὅπερ πρόβλημα ὡδήγησε τὴν Ἱερὰν Σύνοδον αὐτῆς ὅπως προβῇ, δι᾽ οὓς οἶδεν αὕτη λόγους, εἰς τὴν καθαίρεσιν τοῦ ἄχρι πρό τινος ἐκ τῶν τὰ πρῶτα φερόντων Συνοδικοῦ μέλους αὐτῆς Μητροπολίτου Κιέβου κυρίου Φιλαρέτου, ἐπιθυμοῦμεν ἵνα γνωρίσωμεν τῇ Ὑμετέρᾳ Ἀγάπῃ ἀδελφικῶς ὅτι ἡ καθ᾽ ἡμᾶς Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουσα εἰς τὸ ἀκέραιον τὴν ἐπὶ τοῦ θέματος ἀποκλειστικὴν ἁρμοδιότητα τῆς ὑφ᾽ Ὑμᾶς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας ἀποδέχε­ται τὰ Συνοδικῶς ἀποφασισθέντα περὶ τοῦ ἐν λόγῳ, μὴ ἐπιθυμοῦσα τὸ παράπαν ἵνα παρέξῃ οἱανδήτινα δυσχέρειαν εἰς τὴν καθ᾽ Ὑμᾶς ἀδελ­φὴν Ἐκκλησίαν».
Ἐπειδὴ λοιπὸν κατὰ πάγκοινη ἐπιστημονικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἀποδοχὴ ἡ Οὐκρανία, ἑνωμένη ἐπὶ πέντε αἰῶνες, μετὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῶν Ρώσων, μὲ τοὺς λοιποὺς Ρώσους, ὑπὸ τὴν ἑνιαία μητρόπολη Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας, διαιρέθηκε καὶ ἀποτέλεσε ξεχωριστὴ μητρόπολη λόγω ξενικῶν κατακτήσεων καὶ λατινικῶν οὐνιτικῶν ἐπιρροῶν στὰ μέσα τοῦ 15ου αἰῶνος, ἐπανενώθηκε ὅμως τὸ 1686 μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, ἔρχεται τώρα ἡ Κωνσταντινούπολη ἐνισχύον­τας διαιρετικὲς φιλοδυτικὲς δυνάμεις, ἀντίθετα πρὸς ὅ,τι ἔπραττε στὸ παρελθόν, καὶ ἰχυρίζεται ὅτι δὲν παραχωρήθηκε ποτὲ ἡ δικαιοδοσία τῆς Οὐκρανίας στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας καὶ ὅτι ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντα ἔγγραφα προκύπτει ὅτι ἡ παραχώρηση δὲν ἦταν ὁριστική, ἀλλὰ προσωρινή, καὶ γι᾽ αὐτὸ τὴν ἀναιρεῖ τώρα καὶ ἐπαναφέρει τὴν Οὐκρανία στὴν δική της δικαιοδοσία. Ὁ ἰσχυρισμὸς περὶ τοῦ προσωρινοῦ βέβαια καταρρίπτεται αὐτομάτως ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, διότι ἀπὸ τὸ 1686 μέχρι σήμερα πέρασαν 332 χρόνια, τρισήμισυ αἰῶνες, κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ὁποίων οὐδέποτε ἔγινε λόγος γιὰ προσωρινὴ δικαιοδοσία, διότι οὔτε μέσα στὰ ἔγγραφα γίνεται τέτοιος λόγος.
α) Τὰ δύο ἔγγραφα ποὺ ἐπικαλεῖται ἡ Κωνσταντινούπολη παρερμηνεύονται ἀπὸ δικούς της ἐρευνητάς
Ἂς δοῦμε ὅμως τὰ ἴδια τὰ ἔγγραφα. Πρόκειται περὶ δύο ἐγγράφων ποὺ εὑρίσκονται στὸν ὑπ᾽ ἀριθμ. 22 χειρόγραφο κώδικα ποὺ κατέχει, μεταξὺ ἄλλων χειρογράφων, τὸ Ἱστορικὸ καὶ Παλαιογραφικὸ Ἀρχεῖο (ΙΠΑ) τοῦ Μορφωτικοῦ Ἱδρύματος τῆς Ἐθνικῆς Τραπέζης Ἑλλάδος (ΜΙΕΤ). Ὁ κώδικας εἶναι γνήσιος καὶ αὐθεντικός, χρονολογούμενος ἀπὸ τοὺς εἰδικοὺς περὶ τὰ μέσα τοῦ 18ου αἰῶνες, κατὰ πᾶσα πιθανότατα γραμμένος τὸ 1750, ὅπως φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ ὑδατόσημο τοῦ χαρτιοῦ. Τὸν κώδικα περιέγραψαν παλαιογραφικὰ καὶ μετέγραψαν τὸ περιεχόμενό του συνεργάτες τοῦ ΙΠΑ/ΜΙΕΤ, τὴν σχετικὴ δὲ εἰσαγωγὴ στὴν περιγραφὴ ὑπογράφει ὁ Ἀγαμέμνων Τσελίκας, προϊστάμενος τοῦ Ἱστορικοῦ καὶ Παλαιογραφικοῦ Ἀρχείου τοῦ Μορφωτικοῦ Ἱδρύματος τῆς Ἐθνικῆς Τραπέζης. Εἰς αὐτὸ ἔγκειται ἡ ἐπιστημονικὴ προσφορὰ τῶν εἰδικῶν ἐρευνητῶν καὶ εἰς αὐτὸ ἐξαντλεῖται. Σὲ σχετικὸ φυλλάδιο ποὺ ἐκυκλοφόρησε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τὸ ὁποῖο διαδόθηκε μέσῳ τοῦ Διαδικτύου μὲ τίτλο «Ὁ Οἰκουμενικὸς Θρόνος καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας - Ὁμιλοῦν τὰ κείμενα» (The Ecumenical Throne and the Church of Ukraine. The Dokuments speak) προτάσσονται εὐχαριστίες πρὸς τοὺς ἐρευνητάς Ἕλληνας καὶ Ρώσους, «οἱ ὁποῖοι διὰ τῆς ἀδιαβλήτου ἐπιστημονικῆς συνεισφορᾶς των συνέβαλαν εἰς τὴν ἀποκατάστασιν τῆς ἱστορικῆς ἀληθείας περὶ τῆς σχέσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας πρὸς τὴν Μητέρα Ἐκκλησίαν της». Ἀκολουθεῖ σχολιασμὸς τοῦ περιεχομένου τῶν δύο ἐγγράφων, ἀρκετὰ ἐκτενής, ὁ ὁποῖος προφανῶς συντάχθηκε ἀπὸ συνεργάτες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πρὸς τὴν κατεύθυνση νὰ δικαιωθεῖ ἡ γραμμὴ τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, γι᾽ αὐτὸ καὶ δὲν εἶναι ἀντικειμενικός· ἄλλες θέσεις παρερμηνεύονται καὶ ἄλλες θέσεις ἀποκρύπτονται. Ὁ σχολιασμὸς εἶναι ἀνώνυμος, δὲν ξέρουμε τὰ ὀνόματα αὐτῶν ποὺ τὸν συνέταξαν, καὶ δὲν εἶναι πάντως οἱ παλαιογράφοι ἐρευνηταὶ καὶ ἐπιστήμονες τοῦ Μορφωτικοῦ Ἱδρύματος τῆς Ἐθνικῆς Τραπέζης, ὅπως ἐντέχνως ἀφήνεται νὰ ὑπονοηθεῖ, τῶν ὁποίων ἡ συμβολὴ ἔγκειται μόνον στὸ ὅτι ὑπέδειξαν τὰ δύο ἔγγραφα καὶ ἀπέστειλαν ἀντίγραφα στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο.
β) Τὸ πρῶτο ἔγγραφο καὶ ἡ ὀρθὴ ἑρμηνεία του
Τὸ πρῶτο ἔγγραφο περιέχει τὴν πατριαρχικὴ καὶ συνοδικὴ πράξη τοῦ 1686, ποὺ ἐκδόθηκε ἐπὶ πατριάρχου Διονυσίου Δ´, μὲ τὸ ὁποῖο παραχωρεῖται ἡ δικαιοδοσία τῆς μητροπόλεως Κιέβου στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας. Τὸ Κίεβο, ὅπως προαναπτύξαμε, κάτω ἀπὸ ἀνώμαλες ἱστορικὲς συνθῆκες εἶχε ἀποκοπῆ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας καὶ εἶχε παραμείνει προσωρινὰ ὑπὸ τὴν δικαιοδοσία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὅταν ἐξέλιπαν αὐτὲς οἱ ἀνώμαλες συνθῆκες, ἡ ὑποταγὴ δηλαδὴ στὴν Πολωνία, ἐπανέρχεται στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας. Αὐτὸ λέγεται ἀμέσως στὴν ἀρχή, στὴν ἐπιγραφὴ τοῦ ἐγγράφου, ποὺ ἀποτελεῖ περίληψη τοῦ περιεχομένου, καὶ ποὺ καὶ μόνον αὐτὴ ἡ περίληψη ἀρκεῖ γιὰ νὰ σχηματίσει κανεὶς γνώμη γιὰ τὸ ὅλο περιεχόμενο τοῦ ἐγγράφου. Λέγει λοιπὸν ἡ ἐπιγραφὴ ὅτι τὸ πατριαρχικὸ καὶ συνοδικὸ γράμμα δόθηκε στὸν πατριάρχη Μόσχας γιὰ νὰ ὑπαχθεῖ ἡ μητρόπολη Κιέβου στὸν πατριαρχικό του θρόνο καὶ νὰ χειροτονεῖ αὐτὸς τὸν μητροπολίτη Κιέβου ποὺ θὰ ἐκλεγεῖ ἀπὸ τὴν σύνοδο τῶν ἐκεῖ ἐπισκόπων: «Ἴσον ἀπαράλλακτον τοῦ πατριαρχικοῦ καὶ συνοδικοῦ γράμματος τοῦ δοθέντος τῷ μακαριωτάτῳ πατριάρχῃ Μοσχοβίας, ἐκδόσεως φημὶ γράμματος, ἐπὶ τῷ εἶναι τὴν μητρόπολιν Κιέβου ὑποκειμένην τῷ πατριαρχικῷ αὐτοῦ θρόνῳ καὶ χειροτονεῖσθαι τὸν ψηφισθησόμενον Κιέβου ὑπ᾽ αὐτοῦ». Ὑπάρχει σαφέστερη ἀπόδειξη ὑπαγωγῆς τῆς μητροπόλεως Κιέβου στὸ πατριαρχεῖο Μόσχας ἀπὸ αὐτήν; Ὑπάγεται λοιπὸν ἡ μητρόπολη Κιέβου στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Μόσχας, καὶ ὁ μητροπολίτης Κιέβου χειροτονεῖται ἀπὸ τὸν πατριάρχη Μόσχας: «Ἐπὶ τῷ εἶναι τὴν μητρόπολιν Κιέβου ὑποκειμένην τῷ πατριαρχικῷ αὐτοῦ θρόνῳ καὶ χειροτονεῖσθαι τὸν ψηφισθησόμενον Κιέβου ὑπ᾽ αὐτοῦ».
Οἱ σχολιαστὲς καὶ ἑρμηνευτὲς τοῦ Φαναρίου ἀποκρύπτουν τὴν ὁλοφάνερη αὐτὴ ὑπαγωγὴ τοῦ Κιέβου στὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας καὶ διατείνονται αὐθαίρετα, κακοποιοῦντες ἀκόμη γραμματικὰ καὶ νοηματικὰ τὸ κείμενο, πὼς δῆθεν «τὸ νόημα τῆς "ὑποταγῆς" τῆς Μητροπόλεως Κιέβου εἰς τὸν Πατριάρχην Μόσχας συνίστατο, κατ᾽ οὐσίαν, μόνον εἰς τὴν ἄδειαν τῆς χειροτονίας τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου». Ἀπὸ τὴν σαφέστατη αὐτὴ ὑπαγωγὴ τοῦ Κιέβου στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, ποὺ γίνεται ἤδη ἀπὸ τὴν ἐπιγραφὴ τοῦ κειμένου, ἀφοῦ ἀπέκρυψαν τὸ οὐσιῶδες, βρῆκαν νὰ σχολιάσουν τὸ ἐπουσιῶδες «ἐκδόσεως φημὶ γράμματος», τὸ ὁποῖο δὲν κατενόησαν γραμματικὰ καὶ μὲ δική τους μυθοπλασία ἰσχυρίζονται πῶς δῆθεν «ὁ ὅρος "ἐκδόσεως" εἶναι τεχνικὸς καὶ σημαίνει κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην ἐν εὐρυτέρᾳ ἐννοίᾳ "ἄδειαν" καὶ εἰς τὴν συγκεκριμένην περίπτωσιν "ἄδειαν" χειροτονίας ἢ μεταθέσεως», χωρὶς καμμία βιβλιογραφικὴ ἢ κειμενικὴ κατοχύρωση.
Γνωρίζουν ὅμως καὶ οἱ «ἄκρῳ δακτύλῳ» γευσάμενοι τὴν κανονική μας Παράδοση ὅτι ἡ χειροτονία ἐπισκόπου γίνεται πάντοτε ἀπὸ τὸν ἔχοντα τὴν δικαιοδοσία ἐπὶ τῆς περιοχῆς, στὴν ὁποία χειροτονεῖται κάποιος ἐπίσκοπος, καὶ ὅτι ὑπάρχουν πάμπολλοι κανόνες ποὺ ἀπαγορεύουν τὶς ὑπερόριες χειροτονίες καὶ συγχέουν τὰ ὅρια τῶν δικαιοδοσιῶν. Μὲ βάση λοιπὸν αὐτὴν τὴν βασικὴ κανονικὴ ἀρχὴ ἡ ἄδεια ποὺ δόθηκε στὸν πατριάρχη Μόσχας νὰ χειροτονεῖ τὸν μητροπολίτη Κιέβου ἁπλῶς ἐνισχύει καὶ ἰσχυροποιεῖ τὴν ὑποταγὴ τῆς μητροπόλεως Κιέβου στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας· δὲν τὴν ἀναιρεῖ οὔτε τὴν περιορίζει μόνον σὲ ἄδεια χειροτονίας. «Ἐπειδὴ ὑπάγεται ὁ Κιέβου στὸν Μόσχας, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ χειροτονία του θὰ γίνεται ἀπὸ τὸν πατριάρχη Μόσχας». Ποῦ τὸ βρῆκαν ὅτι δόθηκε μόνον ἡ ἄδεια τῆς χειροτονίας καὶ ὅτι ἐξακολουθεῖ τὸ Κίεβο νὰ ὑπάγεται στὴν Κωνσταντινούπολη; Τὸ λέγει αὐτὸ κάπου τὸ κείμενο ἢ εἶναι ἀποκύημα τῆς φαντασίας τους; Ἡ μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου στὶς ἀκολουθίες μαζὶ μὲ τὸ ὄνομα τοῦ κυριάρχου πλέον πατριάρχου Μόσχας, ποὺ εἶναι ὁ κανονικὸς προεστώς, γίνεται μόνο γιὰ λόγους τιμῆς, πρὸς ὑπόμνηση τῶν ἱστορικῶν δεσμῶν Κωνσταντινούπολης καὶ Μόσχας. Ὅταν κυρίαρχος ἀρχιερεὺς καὶ ποιμενάρχης παραχωρεῖ τὸ δικαίωμα τῆς χειροτονίας σὲ ἀρχιερέα ἄλλης δικαιοδοσίας, αὐτὸ γίνεται γιὰ συγκεκριμένη περίπτωση ὀνομαστικὰ καὶ δὲν διαρκεῖ τρεῖς αἰῶνες γιὰ ὅλες τὶς χειροτονίες, οὔτε γίνεται λόγος σ᾽ αὐτὴν τὴν ἄδεια γιὰ ὑπαγωγὴ στὴν δικαιοδοσία τοῦ χειροτονοῦντος, ὅπως γίνεται στὸ ἔγγραφο: «Ἐπὶ τῷ εἶναι τὴν μητρόπολιν Κιέβου ὑποκειμένην τῷ πατριαρχικῷ αὐτοῦ θρόνῳ καὶ χειροτονεῖσθαι τὸν ψηφισθησόμενον Κιέβου ὑπ᾽ αὐτοῦ».
Ἄλλωστε καὶ ἡ συνέχεια τοῦ ἐγγράφου ἀποσαφηνίζει καλύτερα τὰ πράγματα. Λέγει λοιπὸν ὅτι ὅλοι οἱ ἡγεμόνες καὶ αὐτοκράτορες «πάσης Μεγάλης καὶ Μικρᾶς καὶ Λευκῆς Ρωσίας» -πουθενὰ δὲν ὑπάρχει Οὐκρανία- μαζὶ μὲ τὸν πατριάρχη «Μοσχοβίας καὶ πάσης Ρωσίας» Ἰωακεὶμ ἔστειλαν στὴν Κωνσταντινούπολη γράμματα στὰ ὁποῖα ἔλεγαν, ὅτι ἡ ἐπαρχία Κιέβου, ἐπειδὴ ὑπάγεται στὸν Οἰκουμενικὸ Θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐλάμβανε τὴν χειροτονία τοῦ ἀρχιερέως της πάντοτε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπως ὁρίζουν οἱ Ἱεροὶ Κανόνες. Ἡ διατύπωση αὐτὴ σαφέστατα δηλώνει ὅτι χειροτονεῖται κανεὶς ἀπὸ ἀρχιερεῖς τῆς δικαιοδοσίας, στὴν ὁποία ὑπάγεται: «Ἡ τοῦ Κιέβου ἐπαρχία διὰ τὸ εἶναι ὑποκειμένη ὑπὸ τὸν ὑψηλότατον καὶ ἁγιώτατον οἰκουμενικὸν θρόνον τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὴν τοῦ ἀρχιερέως αὐτῆς χειροτονίας ὡς ἀείποτε παρὰ τούτου ἐλάμβανε κατὰ τὴν τῶν ἱερῶν νόμων διακέλευσιν». Ἐπειδὴ ὅμως ἐχήρευσε πρὸ ἀρκετῶν χρόνων ἡ μητρόπολη Κιέβου καί, ἐνῶ πέρασε καιρός, δὲν χειροτονήθηκε γνήσιος ἀρχιερεύς, λόγῳ τοῦ πολέμου μεταξὺ τῶν δύο βασιλείων, Ρωσίας καὶ Πολωνίας, βρῆκε εὐκαιρία ὁ ἐχθρὸς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ ἔσπειρε ζιζάνια, ὥστε νὰ ὑπάρχει κίνδυνος νὰ ὑποταγοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι σὲ ξένα καὶ ἀντίθετα φρονήματα. Γι᾽ αὐτὸ παρακαλοῦν μὲ τὰ γράμματα νὰ δοθεῖ ἄδεια στὸν πατριάρχη Μόσχας νὰ χειροτονεῖ μητροπολίτη Κιέβου, ὅταν χηρεύει ὁ θρόνος, αὐτὸν ποὺ θὰ ἐκλέξουν οἱ ἐπίσκοποι, ἀρχιμανδρίτες, ἡγούμενοι καὶ οἱ ἄλλοι τῆς ἐπαρχίας, ὥστε νὰ μὴ μένει ἀπροστάτευτο τὸ ποίμνιο ἀπὸ τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα ποὺ σπέρνει ὁ Διάβολος. Προστίθεται μάλιστα ἡ ἐνδιαφέρουσα πληροφορία ὅτι εἰς αὐτὸ συμφωνεῖ καὶ ὁ Ὀθωμανὸς βασιλεὺς μετὰ ἀπὸ μεσολάβηση τοῦ βασιλέως τῆς Ρωσίας: «Ὅπερ καὶ ἡ μεγίστη καὶ κραταιὰ βασιλεία καὶ κυριεύουσα ἡμῶν ἐπρόσταξεν, ὡς παρακληθεῖσα ὑπὸ τῆς γαληνοτάτης καὶ χριστιανικωτάτης ταύτης βασιλείας, δηλαδὴ μηδὲν ἔμποδον ποιῆσαι εἰς τὴν ὑπόθεσιν ταύτην». Ζητοῦν λοιπὸν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη οἱ Ρῶσοι ἄρχοντες, ἐκκλησιαστικοὶ καὶ πολιτικοί, τὴν ἄδεια νὰ χειροτονεῖ ὁ Μόσχας τὸν Μητροπολίτη Κιέβου, γνωρίζοντας ὅτι αὐτὸ συνεπάγεται καὶ τὴν ὑπαγωγὴν εἰς τὸν Μόσχας· ἀποφεύγουν ὅμως νὰ τὸ εἰποῦν εὐθέως. Καὶ ἔρχεται ἡ σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως ποὺ γνωρίζει ὅτι ἡ χειροτονία σημαίνει καὶ ὑπαγωγὴ στὴν δικαιοδοσία τοῦ χειροτονοῦντος καὶ δίδει καὶ τὰ δύο, ὑπαγωγὴ καὶ χειροτονία, ποὺ εἶναι ἀλληλένδετα: «Ἀποφαίνεται ἵνα ἡ ἁγιωτάτη ἐπαρχία Κιέβου εἴη ὑποκειμένη ὑπὸ τοῦ ἁγιωτάτου πατριαρχικοῦ θρόνου (ὀρθόν: ὑπὸ τὸν ἁγιώτατον πατριαρχικὸν θρόνον) τῆς Μεγάλης καὶ θεοσώστου πόλεως Μοσχοβίας, χειροτονεῖσθαι δηλαδὴ μητροπολίτην Κιέβου ἐν αὐτῇ ἡνίκα παρεμπέσῃ χρεία παρὰ τοῦ μακαριωτάτου Μοσχοβίας, ὅντινα ἂν ἐκλέξωσιν οἱ ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ ταύτῃ ὑποκείμενοι θεοφιλέστατοι ἐπίσκοποι, αἰδεσιμώτατοι ἀρχιμανδρῖται, ὁσιώτατοι καθηγούμενοι τῶν ἱερῶν καὶ σεβασμίων μοναστηρίων, ὁσιώτατοι ἱερομόναχοι, εὐλαβέστατοι ἱερεῖς, ὅσιοι μοναχοὶ καὶ ἄρχοντες καὶ λοιποί, προτροπῇ καὶ ἀδείᾳ τοῦ ἐκεῖσε περιφανεστάτου μεγάλου χατμάνου, ὡς συνήθειᾳ τῷ τόπῳ ἐπεκράτησε, καὶ λαμβάνειν παρ᾽ ἐκείνου τὴν ἐν μεμβράναις λεγομένην πρᾶξιν καὶ γινώσκειν ἐκεῖνον γέροντα καὶ προεστῶτα αὐτοῦ ὡς παρ᾽ ἐκείνου χειροτονουμένη, καὶ οὐχὶ ὑπὸ τοῦ οἰκουμενικοῦ, ὡς ἀνωτέρω εἴρηται, διά τε τὸ τοῦ τόπου ὑπερβάλλον διάστημα καὶ διὰ τὰς συνεχῶς συμβαινούσας ἀναμεταξύ τῶν δύο βασιλειῶν μάχας».
Ἡ ἀπόφαση τῆς συνόδου σαφῶς ὑπάγει ἐν πρώτοις τὴν ἐπαρχία Κιέβου στὸ πατριαρχεῖο Μόσχας· «ἵνα ἡ ἁγιωτάτη ἐπαρχία Κιέβου εἴη ὑποκειμένη ὑπὸ τὸν ἁγιώτατον πατριαρχικὸν θρόνον τῆς Μεγάλης καὶ θεοσώστου πόλεως Μοσχοβίας». Αὐτὴ εἶναι ἡ κυρία ἀπόφαση· ἡ ἀκολουθοῦσα μὲ τό «δηλαδή» ἐπεξήγηση δὲν ἀναιρεῖ τὴν κυρία ἀπόφαση. Ἀλλὰ ἐπειδὴ τὸ αἴτημα ποὺ ὑπεβλήθη ἦταν τὸ τῆς χειροτονίας τοῦ Κιέβου ἀπὸ τὸν Μόσχας, ἐξηγεῖ ἡ σύνοδος ὅτι μεταξὺ τῶν συνεπειῶν τῆς ὑπαγωγῆς, εἶναι καὶ τὸ πιὸ σημαντικὸ ποὺ ζητήθηκε, νὰ χειροτονεῖται ὁ Κιέβου ἀπὸ τὸν Μόσχας, καὶ ὄχι, ὅπως ἐσφαλμένα ἑρμήνευσαν οἱ τοῦ Φαναρίου, ὅτι ἡ ὑπαγωγὴ σημαίνει μόνον τὴν ἄδεια χειροτονίας. Ἂν ἤθελαν μόνον αὐτὸ νὰ δώσουν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, δὲν θὰ ἔθεταν πρῶτα τὴν ὑπαγωγή, ἀλλὰ θὰ ἔλεγαν ὅτι ἡ σύνοδος «ἀποφαίνεται χειροτονεῖσθαι μητροπολίτην Κιέβου παρὰ τοῦ μακαριωτάτου Μοσχοβίας». Ἡ ὑπαγωγὴ ἐνισχύεται περαιτέρω καὶ ἀπὸ ὅσα λέγει ἡ ἀπόφαση ὅτι ὁ Κιέβου θὰ ἔχει στὸ ἑξῆς «γέροντα καὶ προεστῶτα», ὄχι τὸν οἰκουμενικὸ πατριάρχη ἀλλὰ τὸν πατριάρχη Μόσχας. Ἂν ἐπρόκειτο περὶ ἁπλῆς ἄδειας γιὰ χειροτονία, ἡ σχέση μεταξὺ χειροτονηθέντος καὶ χειροτονήσαντος θὰ ἦταν μία σχέση τιμῆς καὶ σεβασμοῦ πρὸς τὸν χειροτονήσαντα, ἀλλὰ ὄχι σχέση ὑποτακτικοῦ πρὸς Γέροντα καὶ ὑφισταμένου πρὸς προεστῶτα. «Εὐχαριστῶ Μακαριώτατε ποὺ μὲ χειροτονήσατε, θὰ ἔλεγε ὁ χειροτονηθεῖς πρὸς τὸν Μόσχας, ἀλλὰ Γέροντάς μου καὶ προϊστάμενος εἶναι ὁ Κωνσταντινουπόλεως, στὸν ὁποῖο ὑπάγομαι». Αὐτό, ὅμως τὸ ἀνατρέπει ἡ πατριαρχικὴ καὶ συνοδικὴ πράξη: «Καὶ γινώσκειν ἐκεῖνον γέροντα καὶ προεστῶτα αὐτοῦ, ὡς παρ᾽ ἐκείνου χειροτονουμένη καὶ οὐχὶ ὑπὸ τοῦ οἰκουμενικοῦ».
Παρεμπιπτόντως καὶ συναφῶς πρέπει νὰ παρατηρήσουμε ὅτι κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ οἱ ἀρχιερεῖς τῶν λεγομένων «Νέων Χωρῶν» τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐκλεγόμενοι καὶ χειροτονούμενοι ἀπὸ τὴν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀνήκουν ἀποκλειστικὰ στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, διότι χειροτονία καὶ δικαιοδοσία εἶναι ἀλληλένδετα· δὲν ἐπιτρέπονται ὑπερόριες χειροτονίες καὶ ἐπεμβάσεις. Εἶναι ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος· δὲν μπορεῖ συγχρόνως νὰ εἶναι καὶ ἀρχιερεῖς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὅπως ἐσχάτως ἐπεκράτησε. Τὸ νὰ μετέχεις σὲ δύο σώματα ὡς μέλος εἶναι ἀφύσικο καὶ τερατῶδες. Ἔχει βέβαια δικαίωμα ἡ Κωνσταντινούπολη νὰ ζητήσει τὴν ἄρση τῆς πατριαρχικῆς καὶ συνοδικῆς πράξεως τοῦ 1928, ὄχι βέβαια μονομερῶς, ἀλλὰ συναινούσης καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅπερ ἀδύνατο καὶ ἀπίθανο νὰ συμβεῖ. Τὸ ἴδιο ἀδύνατο καὶ ἀπίθανο εἶναι νὰ δεχθεῖ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας τὴν μονομερῆ καὶ αὐθαίρετη ἄρση τῆς πατριαρχικῆς καὶ συνοδικῆς πράξεως τοῦ 1686, ὅπως δυστυχῶς μὲ αὐταρχικὸ καὶ ἀντισυνοδικὸ τρόπο ἐπιχειρεῖ ἡ Κωνσταντινούπολη.
γ) Τὸ δεύτερο ἔγγραφο ἀποσαφηνίζει καλύτερα τὰ πράγματα
Τὰ ἴδια προκύπτουν καὶ ἀπὸ τὸ δεύτερο κείμενο ποὺ ἀποστέλλει ὁ πατριάρ­χης Διονύσιος Δ´ τὸ 1686 «Πρὸς τοὺς βασιλεῖς τῆς Ρωσίας» μὲ ἐνδιαφέρουσες διαφοροποιήσεις. Γράψει ὅτι ὅπως παλαιότερα ὁ Θεὸς ἐπενέβαινε θαυματουργικὰ καὶ βοηθοῦσε τὸν λαό του, ἔτσι καὶ τώρα ποὺ ἡ ἐπαρχία τοῦ Κιέβου πιεζόταν ἀπὸ ποικίλες περιστάσεις, ἔστειλε βοηθοὺς τοὺς πολιτικοὺς ἄρχοντες τῆς Ρωσίας, ὥστε νὰ λυθοῦν τὰ προβλήματα. Ἀποδέχεται ὅτι λόγω τῶν μαχῶν καὶ τοῦ πολέμου μεταξὺ τῶν δύο μεγίστων βασιλείων, προφανῶς τῆς Ρωσίας καὶ τῆς Πολωνίας, ἐπὶ πολὺ καιρὸ ἡ Κωνσταντινούπολη δὲν ἐχειροτόνησε μητροπολίτην Κιέβου, ὅπως εἶχε κανονικὸ δικαίωμα, καὶ ἔτσι ἡ περιοχὴ ἔμεινε ἀποίμαντη καὶ ἀπροστάτευτη μὲ συνέπεια νὰ βλαστήσουν πάμπολλα ζιζάνια, ποὺ θὰ ἀπέπνιγαν τὸ σιτάρι τῆς εὐσεβείας. Αὐτὸ ὅμως ἀπετράπη, διότι οἱ ὀρθοδοξόξατοι βασιλεῖς τῆς Ρωσίας ἀντέδρασαν ἀμυνόμενοι καὶ ἐζήτησαν νὰ ὑπαχθεῖ ἡ ἐπαρχία τοῦ Κιέ­βου ὑπὸ τὸν ἁγιώτατο πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Μόσχας, ὥστε ὅταν χηρεύει ὁ μη­τροπολιτικὸς θρόνος τοῦ Κιέβου νὰ χειροτονεῖται ἄξιο πρόσωπο ἀπὸ τὸν πατρι­άρχη Μόσχας, τὸ ὁποῖο θὰ ἐκλέγεται ἐπιτοπίως ἀπὸ τοὺς κληρικούς, μοναχοὺς καὶ λαϊκούς. Τὸ πατριαρχικὸ ἔγγραφο διαφοροποιεῖται ἀπὸ τὸ προηγούμενο πατριαρχικὸ καὶ συνοδικὸ κατὰ τὸ ὅτι, ἐνῶ ἐκεῖνο ἔλεγε ὅτι ζητήθηκε ἀπὸ τοὺς Ρώσους ἄρχοντες ἡ ἄδεια νὰ χειροτονεῖ ὁ Μόσχας τὸν μητρο­πολίτη Κιέβου, αὐτὸ λέγει ὅτι ἐζητήθη ἡ ὑπαγωγὴ τῆς ἐπαρχίας τοῦ Κιέβου ὑπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Μόσχας καὶ ὡς συνέπεια αὐτῆς τῆς ὑπαγωγῆς νὰ χει­ροτονεῖ ὁ Μόσχας τὸν μητροπολίτη Κιέβου, ποὺ θὰ ἐκλέξουν κλῆρος καὶ λαός: «Ὥστε μικροῦ δεῖν καὶ τὸν σῖτον ἐναπέπνιξαν ἄν, ἤτοι τὴν εὐσέβειαν, εἰ μὴ τὸ Ὑμέτερον Βασιλικὸν ὀρθοδοξότατον Κράτος πρὸς ἄμυναν ἐξεγερθείη ἄν, καὶ ᾐ­τοῦντο τὴν παροικίαν ταύτην Κιέβου ὑποταχθῆναι ὑπὸ τὸν ἁγιώτατον Πα­τριαρχικὸν τῆς Μοσκοβίας θρόνον, ὥστε ἡνίκα περεμπίπτῃ χρεία χειροτονίας προσώπου ἀξίου... ἔχῃ ἄδειαν ὁ κατὰ καιροὺς μακαριώτατος πατριάρχης Μοσχο­βίας καὶ πάσης Ρωσίας χειροτονεῖν τοῦτον κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν διατύπωσιν». Τὸ δι­πλὸ αὐτὸ αἴτημα ἱκανοποιεῖ ἡ σύνοδος, δηλαδὴ καὶ τὴν ὑπαγωγὴ τῆς μητρο­πό­λεως Κιέβου στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Μόσχας καὶ τὴν συνακόλουθη χειρο­τονία τοῦ μητροπολίτου Κιέβου ἀπὸ τὸν πατριάρχη τῆς Μόσχας. Τὰ κείμενα ὁμι­λοῦν, ἀλλὰ κάποιοι οὔτε ἀκούουν οὔτε βλέπουν:
«Διὸ τῆς ἡμῶν μετριότητος τὴν ὑπόθεσιν συνοδικῶς προβαλούσης, καὶ ταύτην συνδιασκεψαμένης μετὰ τῶν περὶ αὐτὴν ἱερωτάτων Μητρο­πολιτῶν, καὶ ὑπερτίμων, τῶν ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ἀγαπητῶν αὐτῆς ἀδελ­φῶν καὶ συλλειτουργῶν, οὐ μόνον εὔλογος ἀπεφάνη, καὶ δικαία ἐκρίθη, ἀλλὰ καὶ ἡ πρόνοια, ἥντινα κατεβάλετε, μεγάλως ἐπῃνέθη, καὶ ἄκρως ἐθαυμαστώθη· περὶ οὗ καὶ γράμματα Πατριαρχικὰ συνοδικὰ ἐξετέθησαν, καὶ εἰς τὸν τῆς μεγάλης τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας, κώδικα κα­τεστρώθησαν, διαλαμβάνοντα ὅτι ὁ μακαριώτατος Πατριάρχης Μοσχο­βίας καὶ πάσης ῾Ρωσσίας κὺρ Ἰωακείμ, ὁ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀγαπητὸς καὶ περιπόθητος ἀδελφὸς καὶ συλλειτουργὸς τῆς ἡμῶν μετριότητος ἔχῃ ἐπ᾽ ἀδείας χειροτονεῖν Κιόβου Μητροπολίτην, κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν διατύπωσιν, ὅντινα ἂν ἐκλέξωσιν οἱ ἐν τῇ Ἐπαρχίᾳ ταύτῃ ὑποκείμενοι, κατὰ τὸ ἐκδοθὲν γράμμα τοῖς ὑποκειμένοις τῇ Κιόβου Ἐπαρχίᾳ, δηλαδὴ ἔχειν τούτους ἄδειαν ἡνίκα ἐμπίπτῃ χρεία προσώπου, γενησομένου Μητροπολίτου Κιέβου, ἐκλέγειν οὗτοι ὅντινα βούλωνται, καὶ οἱ μετὰ τοῦτον Πατριάρχαι ὁμοίως, καὶ ἡ Μητρόπολις αὕτη Κιόβου ἔστω ὑποκειμένη ὑπὸ τὸν Ἁγιώτατον Πατριαρχικὸν τῆς Μοσχοβίας θρόνον, καὶ οἱ ἐν αὐτῇ ἀρχιερατεύοντες, ὅ τε ἤδη καὶ ὁ μετὰ τοῦτον, γινώσκωσι γέροντα καὶ προεστῶτα αὐτὸν τὸν κατὰ καιροὺς Πατριάρχην Μοσχοβίας ὡς ὑπ᾽ αὐτοῦ χειροτονού­μενοι, ἑνὸς μόνου φυλαττομένου, δηλαδὴ ἡνίκα ὁ Μητροπολίτης Κιόβου ἱερουργῶν εἴη τὴν ἀναίμακτον καὶ θείαν μυσταγωγίαν ἐν τῇ παροικίᾳ ταύτῃ, μνημονεύοι ἐν πρώτοις τοῦ σεβασμίου ὀνόματος τοῦ Παναγιωτά­του Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ὡς ἐξ αὐτοῦ πάντα τὰ ἀγαθὰ εἰς τὰ τῆς οἰκουμένης πέρατα διαδιδόμενα, καὶ πηγὴ πάντων ὤν, καὶ τρόπῳ συγκαταβατικῷ χρωμένῃ διὰ τὰς ῥηθείσας αἰτίας, καὶ παρατιθεμένη εἰς τὸν θρόνον τοῦ Πατριάρχου Μοσχοβίας τὴν ταύτης ὑποταγήν, ἔπειτα τοῦ Πατριάρχου Μοσχοβίας».
Τὸ κείμενο προστακτικά, μὲ προστακτικὴ ἐντολὴ λέγει, ὅτι ἐκτὸς τῆς χειροτονίας τοῦ μητροπολίτου Κιέβου, προστάσσουμε, ἐντελλόμεθα ἡ μητρόπολη Κιέβου νὰ ὑπάγεται στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Μόσχας καὶ ὅλοι οἱ μετέπειτα ἀρχιερεῖς νὰ θεωροῦν ὡς προεστῶτα καὶ γέροντα τὸν πατριάρχη Μόσχας, γιατὶ ἀπὸ αὐτὸν χειροτονοῦνται. Ὑπάρχει εἰς αὐτὰ κάτι προσωρινό, ὅπως θέλουν οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου τοῦ Φαναρίου; «Καὶ ἡ μητρόπολις αὕτη Κιέβου ἔστω ὑποκειμένη ὑπὸ τὸν Ἁγιώτατον Πατριαρχικὸν τῆς Μοσχοβίας θρόνον, καὶ οἱ ἐν αὐτῇ ἀρχιερατεύοντες, ὅ τε ἤδη καὶ οἱ μετὰ τοῦτον, γινώσκωσι γέροντα καὶ προεστῶτα αὐτόν, τὸν κατὰ καιροὺς Πατριάρχην Μοσχοβίας, ὡς ὑπ᾽ αὐτοῦ χειροτονούμενοι». Τὸ ἰδιαίτερο μάλιστα ἐνδιαφέρον αὐτοῦ τοῦ ἐγγράφου ἔγκειται καὶ εἰς τὸ ὅτι δίδει ἐξήγηση γιὰ ποιὸ λόγο πρέπει νὰ μνημονεύει ὁ μητρο­πολίτης Κιέβου πρῶτα τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, καὶ ἔπειτα τὸν Πατριάρχη τῆς Μόσχας. Ὄχι γιατὶ παραμένει ὑπὸ τὴν δικαιοδοσία του, ἀλλὰ ἐν πρώτοις γιὰ τὴν μεγάλη γενικῶς προσφορὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως στὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἐπίσης δεύτερον γιατὶ παραχώρησε τὴν δικαιοδοσία στὸν πατριάρχη τῆς Μόσχας. Χρειάζεται μεγαλύτερη προσοχὴ καὶ συναίσθηση εὐθύνης, ὅταν ἀνιχνεύουμε μέσα στὰ κείμενα τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια. Εἶναι στίγμα ἐπιστημονικὸ ἡ νόθευση καὶ ἡ κακοποίηση τῶν κειμένων: «Ἑνὸς μόνον φυλαττομένου, δηλαδὴ ἡνίκα ὁ μητροπολίτης Κιόβου ἱερουργῶν εἴη τὴν ἀναίμακτον καὶ θείαν μυσταγωγίαν, ἐν τῇ παροικία ταύτῃ, μνημονεύοι ἐν πρώτοις τοῦ σεβασμίου ὀνόματος τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ὡς ἐξ αὐτοῦ πάντα τὰ ἀγαθὰ εἰς τὰ τῆς οἰκουμένης πέρατα διαδιδόμενα, καὶ πηγὴ πάντων ὤν, καὶ τρόπῳ συγκαταβατικῷ χρωμένη διὰ τὰς ρηθείσας αἰτίας, καὶ παρατιθεμένη εἰς τὸν θρόνον τοῦ Πατριάρχου Μοσχοβίας τὴν ταύτην ὑποταγήν, ἔπειτα τοῦ Πατριάρχου Μοσχοβίας»
Συμπεράσματα
Ἀπὸ τὴν προηγηθείσα ἀνάπτυξη ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ καταλήξει στὰ ἑξῆς συμπεράσματα:
1. Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο κατὰ πανορθόδοξη ἀποδοχὴ ἀσκεῖ ἕνα συντο­νιστικὸ ρόλο στὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Φροντίζει ἰδιαίτερα νὰ λειτουργεῖ συνοδικὰ καὶ νὰ ἐνισχύει τὴν μεταξύ τους ἑνό­τητα. Ἡ ἀντισυνοδικὴ συμπεριφορὰ στὸ Οὐκρανικὸ ζήτημα καὶ ἡ συνεργασία του μὲ σχισματικὲς παρατάξεις καὶ ὄχι μὲ τὴν κανονικὴ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, στὴν ὁποία ὑπάγεται, προσβάλλει τὸν συντονιστικὸ ἑνοποιὸ ρόλο του. Ἤδη ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἀμφισβητεῖ γιὰ πρώτη φορὰ τὸν συντονιστικό του ρόλο.
2. Οἱ ἑλληνόφωνες Ἐκκλησίες μὲ βάση τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια καὶ τὴν κανονικὴ Παράδοση, γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ τὸ ὁριστικὸ σχίσμα, πρέπει νὰ ὑποστηρίξουν τὰ ἱστορικὰ καὶ ἱεροκανονικὰ δίκαια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας καὶ νὰ μὴ στηρίζουν εἴτε ἐμφανῶς εἴτε διὰ τῆς σιωπῆς των τὴν ἀντικανονικὴ εἰσπήδηση τῆς Κωνσταν­τινούπολης σὲ ξένη δικαιοδοσία. Ἂν πράξουν τὸ ἀντίθετο, ὑποστηρίζοντας, λόγῳ φιλογενείας καὶ πατριωτισμοῦ, τὸν Ἕλληνα πατριάρχη, περιπίπτουν στὴν αἵρεση τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ, τὸν ὁποῖο κατεδίκασε συνοδικὰ ἡ ἴδια ἡ Κωνσταντινούπολη τὸ 1872.
3. Τὸ Κίεβο εἶναι φυσικὸ καὶ ἀδιαίρετο τμῆμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Ρώσων (988). Ἡ Κωνσταντινούπολη ἐφύλαξε αὐτὴν τὴν ἑνότητα τῶν Ρώσων καὶ τῆς Ἐκκλησίας τους. Μόνον κακόγνωμοι καὶ αἱρετίζοντες πατριάρχες σὲ περιόδους ξενικῆς κατοχῆς διήρεσαν ἐκκλησιαστικὰ τοὺς Ρώσους, χαριζόμενοι σὲ λατινικὲς καὶ οὐνιτικὲς πιέσεις καὶ ἐπιδράσεις. Ἡ τωρινὴ κακογνωμία τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου ἐπαναλαμβάνει τὸ ἴδιο λάθος, ὑποτασσόμενη στὶς γεωπολιτικὲς καὶ πολιτιστικὲς πιέσεις τῆς Δύσεως, ἡ ὁποία σχεδιασμένα καλλιεργεῖ καὶ ὑποθάλπει τὴν ρωσοφοβία, διαιροῦσα καὶ βασιλεύ­ουσα.
4. Ἡ συνοδικὴ ἀπόφαση τοῦ 1686 ἐπανέφερε τὴν ἑνότητα μεταξὺ Κιέβου καὶ Μόσχας, ἐπὶ τῇ βάσει τῆς σταθερῆς ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς τῆς Κωνσταντινού­πολης νὰ κρατήσει ἑνωμένο τὸ μεγάλο καὶ πολυάνθρωπο ἔθνος τῶν Ρώσων. Τώρα ἐγκαταλείπεται αὐτὴ ἡ ἐκκλησιαστικὴ πολιτικὴ καὶ συμμαχεῖ ἡ Κωνσταντινού­πολη μὲ τοὺς Λατίνους καὶ Φράγκους τῆς Δύσεως, ἐπὶ ζημίᾳ ὄχι μόνον τῆς Ρωσίας, ἀλλὰ ὅλης τῆς Ὀρθοδοξίας.
5. Τὰ δύο ἔγγραφα ποὺ ἐπικαλεῖται τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο παρερμη­νεύονται καὶ κακοποιοῦνται. Ἡ ὑπαγωγὴ τοῦ Κιέβου στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας βάσει αὐτῶν εἶναι ὁλοφάνερη. Ἀπὸ πουθενὰ δὲν προκύπτει ὅτι εἶναι προσωρινὴ καὶ ὅτι παραμένει τὸ Κίεβο ὑπὸ τὴν δικαιοδοσία τῆς Κωνσταντινούπολης· γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐπὶ τρισήμισυ τώρα αἰῶνες (1686-2018) δὲν διανοήθηκε ἡ Κωνσταντινού­πολη νὰ τὴν διεκδικήσει. Μόνο τώρα μὲ κακοποίηση καὶ παρερμηνεία τῶν ἐγγρά­φων τὸ ἐπιχειρεῖ, χαριζόμενη στοὺς Οὐνίτες, στοὺς σχισματικούς καὶ στοὺς δυτικό­πληκτους τῆς Οὐκρανίας καὶ διαιροῦσα τοὺς Ὀρθοδόξους.


[1]. Βλ. Θεοδωροσ Ζησης, Κωνσταντινούπολη καὶ Μόσχα, Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 21-38, 39-62.
[2]. Χριστινα Μπουλακη-Ζηση, Ὁ ἐκχριστιανισμὸς τῶν Ρώσων, Θεσσαλονίκη 1989.
[3]. Διασώζει τὸ λεχθὲν ὁ Ἰάκωβος Πολυλᾶς στὰ «Προλεγόμενα» τῆς ἐκδόσεως: Διονυσιου Σολω-μου, Τὰ Εὑρισκόμενα, Κέρκυρα 1859, σελ. μθ´: «Πρὸς ἕνα φίλον του ὁ ὁποῖος τοῦ ἐπαρατήρησε ὅτι τὸ ἔθνος ἤθελε δεχθῆ καλήτερα ἕνα ποίημα ἐθνικό, ἀπάντησε εὐθύς· Τὸ ἔθνος πρέπει νὰ μάθῃ νὰ θεωρῇ ἐθνικὸν ὅ,τι εἶναι Ἀληθές».
[4]. Γαλ. 3, 28.
[5]. Ἔνθ. ἀνωτ., ὑποσημ. 1.
[6]. Βλέπε Βλασιου Φειδα, «Ρωσικὴ Ἐκκλησία», εἰς Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία 10, 976.
[7]. Κανὼν Β´ τῆς ἐν Ἀντιοχεία τοπικῆς Συνόδου: «Μὴ ἐξεῖναι δὲ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις, μηδὲ ἐν ἑτέρα Ἐκκλησία ὑποδέχεσθαι τοὺς ἐν ἑτέρᾳ Ἐκκκλησίᾳ μὴ συναγομένους. Εἰ δὲ φανείη τις τῶν Ἐπισκόπων, ἢ Πρεσβυτέρων, ἢ Διακόνων, ἤ τις τοῦ Κανόνος τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καὶ τοῦτον ἀκοινώνητον εἶναι, ὡς ἂν συγχέοντα τὸν Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας».
[8]. Στὸ μνημονευθὲν βιβλίο μας Κωνσταντινούπολη καὶ Μόσχα, σελ. 104-109. Ὅλα τὰ κείμενα ποὺ ἀναδημοσιεύσαμε εἶναι παρμένα ἀπὸ τὴν γνωστὴ ἔκδοση F. Miklosich-I. Müller, Acta et diplomata graeca medii aevi, τόμοι 1-6, Τόμος 1, Vindobonae 1860.
 [9]. Αὐτόθι, σελ. 109.
[10]. Αὐτόθι, σελ. 99-100.
[11]. Αὐτόθι, σελ. 101-102.
[12]. Αὐτόθι, σελ. 102-104.
[13]. Στὸ Miklosich-Müller, Acta et diplomata 1, 320-322.
[14]. Αὐτόθι 1, 351-353 καὶ στὸ δικό μας Κωνσταντινούπολη καὶ Μόσχα, σελ. 117-119.
[15]. Αὐτόθι, Κωνσταντινούπολη καὶ Μόσχα, σελ. 116-117.
[16]. Προσπάθειες βέβαια διασπάσεως τῆς ἑνιαίας μητρόπολης Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας ἔγιναν καὶ ἐνωρίτερα. Περὶ αὐτοῦ βλ. Αντωνιου-Αιμιλιου Ταχιαου, Ἡ κατὰ τὸν ΙΒ´ αἰῶνα γενομένη ἀπόπειρα διασπάσεως τῆς διοικητικῆς ἑνότητος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1960. Καλὴ εἰκόνα τῶν σχέσεων Κωνσταντινούπολη καὶ Μόσχας κατὰ τὸν 14ο αἰώνα μᾶς δίδει ὁ π. Ιωαννησ Μεγεντορφ στὸ βιβλίο του: Βυζάντιο καὶ Ρωσία. Μελέτη τῶν Βυζαντινο-Ρωσικῶν Σχέσεων κατὰ τὸν 14ο αἰώνα, Ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθήνα 1988.
[17]. Στὸ δικό μας Κωνσταντινούπολη καὶ Μόσχα, σελ. 122-123.
[18]. Αὐτόθι, σελ. 137-138.
[19]. Αὐτόθι, σελ. 140-141.
[20]. Βλασιου Ιω. Φειδα, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία τῆς Ρωσσίας (988-1988), Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 19883, σελ. 156-160. Γιὰ τὸ πῶς ἀντιμετώπισαν οἱ Ρῶσοι τὴν Κωνσταντινούπολη μετὰ τὴν Φερράρα-Φλωρεντία καὶ τὴν ἀποστασία τοῦ Ἕλληνος μητροπολίτου Ρωσίας Ἰσιδώρου βλ. ἐπίσης Dimitri Obolensky, Ἡ Βυζαντινὴ Κοινοπολιτεία. Ἡ Ἀνατολικὴ Εὐρώπη, 500-1453, β´ τόμος Ἐκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991, 436, ἑ.
[21]. Βλ. περισσότερα εἰς Νικολαου Σελιτσεφ, «Οἱ ἱστορικὲς ρίζες τῆς "Πορτοκαλὶ Ἐπανάστασης" στὴν Οὐκρανία», εἰς Θεοδρομία 8 (2000) 279-298. Δημοσιεύθηκε γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἐφημερίδα «Ρούσκι Βέστνικ» (Ρωσικὸς Κήρυξ), Ν. 4, 2005.