Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2018

Χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας: τα «επιχειρήματα» των υποκινητών και η επόμενη μέρα


 

 
του Νεκτάριου Δαπέργολα

Διδάκτορος Βυζαντινής Ιστορίας

 

    Εντείνεται εσχάτως η συζήτηση για τον χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας, καθώς η σημερινή κυβέρνηση μετά από τόσα «προοδευτικά» νομοθετήματα φέρεται αποφασισμένη να κλείσει και αυτό το ζήτημα, υπό το κράτος των δεδομένων ιδεοληψιών της και βάσει κάποιων «επιχειρημάτων» εντελώς προσχηματικών.

     Δεν χρειάζεται ασφαλώς ιδιαίτερη προσπάθεια για να καταδειχθεί πόσο έωλα είναι αυτά τα «επιχειρήματα». Κατ’ αρχάς με το κατά κόρον εσχάτως προβαλλόμενο ότι η επίσημη σχέση Κράτους και Εκκλησίας θίγει συνειδησιακά αλλόθρησκες μειοψηφίες της χώρας μας, δεν αξίζει ίσως καν να ασχοληθούμε. Ο σεβασμός και η προστασία των άλλων θρησκειών αποτελεί ξεκάθαρο δεδομένο, καθώς εξάλλου η συνταγματική διατύπωση περί επικρατούσας θρησκείας κυρίως κατοχυρώνει την απότιση πρωτεύοντος σεβασμού στην πίστη που επί 2 χιλιετίες ταυτίστηκε με αυτόν τον λαό και που ακόμη και σήμερα χαρακτηρίζει τη συντριπτική του πλειονότητα. Τώρα αν «θίγονται» κάποιες μειονότητες ακόμη και από αυτό, κάθε παρόμοιου νεοταξικού παραλογισμού απαίτηση, που αποσιωπά σκοπίμως το ότι προστασία των μειονοτικών δικαιωμάτων δεν σημαίνει την τυραννική τους επιβολή επί των πλειονοτικών, είναι πασιφανώς εκ του πονηρού και δεν χρήζει περαιτέρω απάντησης.

     Όσοι πάλι κόπτονται υπέρ του χωρισμού βάσει της μόνιμης…επωδού περί μορφών θεοκρατίας, εντελώς παράταιρων με τον σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό, είναι φανερό πως είτε εθελοτυφλούν ιδεοληπτικά, είτε είναι απλούστατα παντελώς ανίδεοι. Ο όρος «θεοκρατία» παραπέμπει σε φονταμενταλιστικά ισλαμιστικά καθεστώτα και καλό είναι να παραμένει εκεί, εφόσον τουλάχιστον επιθυμούμε στοιχειωδώς να μην ψευδόμαστε εσκεμμένα. Ακόμη και στους βυζαντινούς χρόνους, όπου η δύναμη της Εκκλησίας ήταν όντως μεγάλη, επ’ ουδενί μπορεί να γίνει λόγος για άσκηση πολιτικής διακυβέρνησης εκ μέρους της ή έστω για συμμετοχή σε αυτήν. Ακόμη και ο όρος «συναλληλία» που συχνά χρησιμοποιούμε, είναι μεν ορθός, αλλά υπό την έννοια της συνήθους συμπόρευσης των δύο θεσμών μέσα στο πλαίσιο του χριστιανικού imperium (με σκοπό την πολιτική αφ’ ενός και την πνευματική αφ’ ετέρου διακονία και καθοδήγηση του Λαού του Θεού, σε διακριτούς ωστόσο ρόλους και χωρίς δικαίωμα εκατέρωθεν εισπήδησης), καθώς και της συνεργασίας τους σε συγκεκριμένους τομείς (όπως κυρίως η παιδεία και η πρόνοια). Ουδόλως πάντως η «συναλληλία» υπονοεί οιαδήποτε μορφή πολιτικής δυαρχίας. Αν η ισχύς της Εκκλησίας είχε ενίοτε και πολιτικές προεκτάσεις, αυτές ήταν μόνο έμμεσες, εξαιτίας της θέσης που κατείχε στη συνείδηση του λαού, πράγμα που μοιραία ασκούσε ψυχολογική πίεση στους πολιτειακούς φορείς. Πλην αυτού όμως, η πολιτική εξουσία ήταν η κυρίαρχη και δεν ήταν λίγες οι φορές που οι αυτοκράτορες συγκρούστηκαν με τη διοικούσα Εκκλησία, έπαυσαν και εξόρισαν πατριάρχες, επέβαλλαν ποινές, εξαπέλυσαν μέχρι και διωγμούς (όπως στην εποχή της Εικονομαχίας, αλλά και άλλων αιρέσεων).

     Σε μεταγενέστερες μάλιστα εποχές, ακόμη και αυτή η «συναλληλία» διαταράχτηκε. Στη μεν Τουρκοκρατία, η Εκκλησία βρισκόταν κάτω από τη μπότα του αλλόθρησκου δυνάστη, όσο και αν ο ρόλος που επωμίστηκε για τη διοίκηση των χριστιανικών πληθυσμών, μοιραία της απέφερε κάποια προνόμια και ισχύ (πράγμα που συχνά υπερτονίζεται, χωρίς ωστόσο από την άλλη και να ομολογείται τι είδους τεράστιες πνευματικές αλλά και εθνικές ευθύνες συνόδευαν αυτή την ισχύ και πόσο καταλυτικής σημασίας ήταν αυτό για τη διάσωση του Γένους). Παρά ταύτα όμως, ήταν απόλυτα υποκείμενη στην οθωμανική εξουσία. Αλλά και μετά την ίδρυση του νεότερου ελληνικού κράτους, θεσμικά βρέθηκε εντελώς στο περιθώριο, καθώς το μοντέλο διακυβέρνησης που επιβλήθηκε από τους Βαυαρούς (και ουσιαστικά συνεχίστηκε καθόλο τον 19ο αλλά και 20ό αιώνα) δεν είχε μεν επίσημα αθεϊστικό χαρακτήρα, ωστόσο επεδίωξε -  και πέτυχε - την πλήρη και συχνά ταπεινωτική υποταγή της Εκκλησίας στον κρατικό έλεγχο (με αντίδωρο κάποια…πινάκια φακής). Από τη σχισματικά πραξικοπηματική ανακήρυξη του αυτοκεφάλου ή τον βαυαρικό αντιμοναστικό διωγμό ως τις επανειλημμένες δημεύσεις κι «απαλλοτριώσεις» της εκκλησιαστικής περιουσίας και από την επιβολή κρατικού ελέγχου στις συνοδικές πράξεις ως τη θέσπιση μιας σειράς αντεκκλησιαστικών νόμων κατά τη σύγχρονη πολιτική ιστορία μας, όλα πιστοποιούν το πόσο περιφρονητικά αντιμετωπίστηκε η Εκκλησία από το κράτος και πόση προσπάθεια έγινε για την περιθωριοποίηση κι εξουδετέρωσή της. Πράγμα όχι αφύσικο βέβαια, αν αναλογιστούμε πως αυτό συνέβη από κυβερνήσεις τύποις μόνο χριστιανικές, που συνήθως περισσότερη σχέση είχαν με τις μασονικές στοές παρά με οτιδήποτε που να παραπέμπει στην ορθόδοξη πίστη και ζωή.

     Προφανώς όμως ούτε αυτή η περιχαρακωμένη και σαφώς παραγκωνισμένη παρουσία της Εκκλησίας ήταν για κάποιους αρκετή. Μετά τη λεγόμενη Μεταπολίτευση και την προϊούσα προώθηση της νεοταξικής ατζέντας, εμφανίστηκε πλέον το αίτημα όχι απλώς της υποταγής αλλά του πλήρους εξοβελισμού της Εκκλησίας από το πλαίσιο του κρατικού βίου. Αίτημα όχι φυσικά προερχόμενο από την κοινωνία, αλλά από μία (λόγω μεν προοδευτική, έργω δε εθνομηδενιστική, εκκλησιομαχική και φασίζουσα στις πρακτικές της) νομενκλατούρα, που αφού δηλητηρίασε ιδεολογικά επί δεκαετίες κάθε έκφανση του δημόσιου και ιδιωτικού βίου στην Ελλάδα, ανέλαβε εντέλει εργολαβικά την ολοκλήρωση του έργου της κατεδάφισης φτάνοντας επ’ εσχάτων των χρόνων και αυτοπροσώπως πλέον ως την εξουσία. Τι φυσιολογικότερο άραγε για μια τέτοια εξουσιαστική αρχή, που επί τριετία νομοθετεί αποκλειστικά μέτρα πνευματικής αποσάθρωσης και εθνικής εκποίησης, να προσπαθήσει να επιβάλει και τον παροιμιώδη «φωταδιστικό» αντικληρικαλισμό της, απαιτώντας «χωρισμό» έναντι της Εκκλησίας; Η πραγματική έκπληξη θα ήταν, αν δεν το έπραττε.

     Αν θέλουμε πάντως να σταθούμε και στην επόμενη μέρα (ακροθιγώς φυσικά μόνο, γιατί το θέμα είναι τεράστιο), θα λέγαμε ότι η διοικούσα Εκκλησία δεν έχει λόγους να φοβάται τον χωρισμό. Ίσως μάλιστα να είναι και αφετηρία απελευθέρωσης σε ορισμένους τομείς (όπου η νομική συνύπαρξη με το Κράτος αγγίζει τα όρια του εγκλωβισμού) και πνευματικής ανάκαμψης σε άλλους (εκεί όπου ήσσονος σημασίας προνόμια μόνο ως βαρίδια αλλοτριωτικής εκκοσμίκευσης λειτουργούν). Για ζητήματα πάλι όντως σοβαρά, όπως η μισθοδοσία του κλήρου, είναι στο χέρι της - ακόμη και σε καθεστώς χωρισμού - να διεκδικήσει τη ρύθμισή τους, υπενθυμίζοντας π.χ. μετ’ επιτάσεως το θέμα της ήδη υφαρπαχθείσας εκκλησιαστικής περιουσίας κατά το απώτερο παρελθόν. Πολύ περισσότερο το Κράτος είναι εκείνο που θα το έβλαπτε ένας ενδεχόμενος χωρισμός, καθώς θα το απομάκρυνε ακόμη περισσότερο από το κοινωνικό σώμα. Υπενθυμίζουμε ότι η Ελλάδα κατέχει ήδη από τους πρώτους μετεπαναστατικούς χρόνους το παράδοξο πρωτείο της βαθιάς διάστασης του λαού της με το ίδιο του το Κράτος, το οποίο εξαρχής αντιμετώπισε με καχυποψία ή και εχθρότητα, ως μεταπρατικό φορέα εκμετάλλευσης, καταπίεσης και επιβολής έξωθεν εντολών, ως κάτι ολότελα ξένο και αντίπαλο εντέλει, πράγμα που ουσιαστικά δεν άλλαξε ποτέ έκτοτε. Αυτή η προβληματική σχέση αναμφίβολα θα επιδεινωθεί, αν το Κράτος επιλέξει και επιβάλει τη χάραξη διαχωριστικών (και μοιραία διχαστικών) γραμμών απέναντι στην Εκκλησία, έναν θεσμό δηλαδή που ακόμη και στους σημερινούς αντιπνευματικούς καιρούς χαίρει πάντοτε πολύ ευρύτερης αποδοχής απ’ όσο το ίδιο.

     Μια τέτοια ωστόσο βάθυνση του ήδη υπάρχοντος χάσματος μόνο σε κακό μπορεί να βγάλει από κοινωνική αλλά και εθνική άποψη,καθώς θα επιφέρει νέους διχασμούς και συγκρούσεις, σε μία εποχή ειδικά που ο Ελληνισμός θα έπρεπε να είναι αρραγής για να αντιμετωπίσει τα τεράστια προβλήματά του και θα όφειλε να επουλώνει πληγές, αντί να ανοίγει νέες. Ακόμη πιο ανυπολόγιστες όμως φαντάζουν οι πνευματικές συνέπειες: αυτός ο λαός πορεύτηκε μέσα στους αιώνες χέρι-χέρι με τον κλήρο, ως ενιαίο κι αξεδιάλυτο ευχαριστιακό και συνάμα εθνικό σώμα. Έτσι μεγαλούργησε στην ακμή του, έτσι διασώθηκε στα δεινά. Με ποιο δικαίωμα έρχονται σήμερα κάποιοι να μηδενίσουν ως σκοταδισμό όλη αυτή τη ζείδωρη συμπόρευση και να την καταργήσουν δια νόμου; Αλλά και με ποιο δικαίωμα εμείς θα συναινέσουμε; Εδώ και πολλές δεκαετίες, ως τμήμα της «πολιτισμένης» Ευρώπης, είμαστε κι εμείς (για να θυμηθούμε και τον Άγιο Νικόλαο Βελιμίροβιτς) μία σύγχρονη Χώρα των Γαδαρηνών, που ζήτησαν από τον Χριστό να φύγει πέρα από τα σύνορά τους. Πόσο επιβλαβής άραγε μπορεί να αποβεί μία ακόμη τέτοια επίσημη απαίτησή μας, τραγικό επιστέγασμα στο ήδη ζοφερό κλίμα της αποστασίας από τον Θεό που βιώνουμε ως κοινωνία; Πόσο βάρος ακόμη φορτώνουμε πάνω από τον πνευματικό ουρανό της πατρίδας, αποδεχόμενοι ως λαός ένα «διαζύγιο» από την ίδια τη σάρκα και την ψυχή μας, ένα «διαζύγιο» που δεν το επιζητήσαμε μεν, αλλά θα το αφήσουμε συνενοχικά να συμβεί; Και αφού γνωρίζουμε πόσες περιπέτειες και δοκιμασίες ήρθαν όποτε προδώσαμε την πίστη μας, ένα τέτοιο «διαζύγιο» τι είδους πνευματικούς νόμους μπορεί άραγε επιπλέον να ενεργοποιήσει;

     Αγωνιώδη ερωτήματα, που δείχνουν ότι ένας ενδεχόμενος χωρισμός προφανώς θα βλάψει εντέλει βαθιά και την…Εκκλησία: την Εκκλησία όχι πλέον ως διοικούσα αρχή, αλλά με την ευρύτερη έννοια της ευχαριστιακής κοινότητας, στον βαθμό που αυτή η κοινότητα εγκολπώνει πάντοτε το μείζον μέρος του λαού μας και ταυτίζεται ακόμη ουσιαστικά (όσο ψευδοπροοδευτικώς κι αν ωρύονται οι ευρωμανιχαίοι αποδομητές) με το ίδιο το Έθνος. Δυστυχώς όμως όσους τάσσονται με τόση αβασάνιστη ευκολία υπέρ του χωρισμού, πολύ δε περισσότερο όσους τον επιδιώκουν, οι κίνδυνοι μιας τέτοιας πνευματικής και εθνικής βλάβης δεν φαίνονται καθόλου να τους προβληματίζουν…

 

                                                                              Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Πειραϊκή Εκκλησία»,

                                                                                                  τ. 308,  Νοέμβριος 2018