Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2018

Μνήμη Ἁγίων ἐνδόξων Ὁσιομαρτύρων Καρεωτῶν Μοναχῶν, ὑπὸ τῶν λατινοφρόνων καὶ παποφίλων ξίφει τελειωθέντων

 


Τοῦ πατρὸς Ἀγγέλου Ἀγγελακοπούλου
Ἡ Καθολικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία στὶς 5 Δεκεμβρίου, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου πατρὸς ἠμῶν Σάββα τοῦ Ἠγιασμένου, ἑορτάζει καὶ τὴν μνήμη τῶν ἁγίων ἐνδόξων ὁσιομαρτύρων Καρεωτῶν μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Ὅρους, τῶν ὑπὸ τῶν λατινοφρόνων ἀζυμιτῶν ξίφει τελειωθέντων καὶ τοῦ ἁγίου ἐνδόξου ὁσιομάρτυρος Κοσμᾶ τοῦ Πρώτου τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἀγχόνη ἀπαιωρηθέντος. Σύμφωνα μὲ τὸν ἱερὸ Συναξαριστὴ[1]: «τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ οἱ ἅγιοι ὁσιομάρτυρες οἱ ἐν τοῖς κελλίοις τοῦ Ἄθω κατοικοῦντες, οἱ τοὺς Λατινόφρονας ἐλέγξαντες, τὸν βασιλέα, φημί, Μιχαήλ, καὶ τὸν Πατριάρχην Βέκκον, ὁ μὲν πρῶτος ἀπηγχονίσθη, οἱ δὲ λοιποὶ ξίφει ἐτελειώθησαν». Οἱ στίχοι τοῦ Συναξαρίου ἀναφέρουν: «Τῇ τῶν ὁσίων πληθύι γνώμη μία, ὑπὲρ πατρώων δογμάτων τεθνηκέναι».
Ἂς δώσουμε, ὅμως, τὸν λόγο στὸν πανοσιολογιώτατο ἀρχιμανδρίτη κυρὸ…
Γερβάσιο Ραπτόπουλο, νὰ μᾶς ἀφηγηθεῖ τὰ περὶ τῶν ὁσιομαρτύρων[2].
 
«Κατὰ τέλη τοῦ 13ου αἰῶνος τὸ Βατικανὸ στὸν αἱματηρὸ πόλεμο ἐναντίον τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅταν δόθηκε ἡ ἀφορμή, ἔβαλε στόχο καὶ τὸ Ἅγιον Ὅρος, τὸ Κάστρο αὐτὸ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὄχι ὁ ἴδιος ὁ Πάπας προσωπικά, βέβαια. Ἄλλα μὲ τὸ λατινόφρονα αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Η' τὸν Παλαιολόγο καὶ τὸν λατινόφρονα ἐπίσης Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τὸν Ἰωάννη Βέκκο. Φρονοῦντες καὶ οἱ δύο ὅτι ὁ Πάπας θὰ ἀσκοῦσε τὴν ἐπιρροή του στὴ Δύση καὶ θὰ ἐρχόταν στρατὸς στὴν ἀπειλούμενη πόλη τοῦ Κωνσταντίνου, σκέφθηκαν νὰ ὑπογράψουν ἕνωση μὲ τὴν λεγομένη ἐκκλησία τοῦ Πάπα.

Πῶς ὅμως νὰ πείσουν τὸν Ὀρθόδοξο λαὸ γιὰ τὴν προδοσία αὐτή; Μὲ τὴν πειθώ; Στάθηκε ἀδύνατον νὰ τὸ ἐπιτύχουν. Ἔτσι χρησιμοποίησαν τὴ βία. Τὴ βία παντοῦ. Ἰδιαίτερα ὅμως στὸ «Κάστρο τῆς Ὀρθοδοξίας, στὸν Ἄθωνα. Ἀλλὰ καὶ ἐδῶ συνάντησαν ἄρνηση. Ἁγιορεῖτες Πατέρες προτίμησαν τὸν θάνατο παρά τὴν προδοσία τῆς Ὀρθοδοξίας καί, σὲ τελικὴ ἀνάλυση, τὴν ὑποταγὴ τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ στὸν αἱρεσιάρχη Πάπα τῆς Ρώμης. Αὐτὸ στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ζωγράφου. Αὐτὸ στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Βατοπαιδίου. Αὐτὸ τὸ ἴδιο ἔγινε καὶ στὶς Καρυές.
Ἀπόσπασμα Λατίνων καὶ λατινοφρόνων στρατιωτῶν, ἐκπροσώπων τοῦ Αὐτοκράτορα, διέταξε τὴ σύναξη στὶς Καρυὲς τῶν Μοναχῶν, πού διέμεναν στὰ γύρω ἀπὸ τὶς Καρυὲς κελλιά. Σκοπὸς τῆς συνάξεως ἦταν νὰ πεισθοῦν οἱ Ἁγιορεῖτες Μοναχοί, μὲ ἐπικεφαλής τὸν Πρῶτο, νὰ συγκατατεθοῦν στὴν ἕνωση μὲ τὴν λεγομένη ἐκκλησία τοῦ Πάπα. Νὰ λατινοφρονήσουν καὶ νὰ δεχθοῦν τὰ λατινικὰ δόγματα.
Στὴν πρόταση ὅμως αὐτὴ τῆς προδοσίας ἀντέδρασαν ὅλοι. Καὶ ὁ Πρῶτος καὶ οἱ Μοναχοί. Μὲ ἕνα λόγο καὶ μὲ μία ἀπόφαση, ἀποκρίθηκαν ὅτι εἶναι πρόθυμοι καὶ νὰ μαρτυρήσουν γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη, τὴ μόνη καὶ ἀληθινὴ πίστη. Μάταια οἱ λατινόφρονες τοῦ αὐτοκράτορα ἀπειλοῦσαν τοὺς Μοναχοὺς μὲ κολαστήρια καὶ μὲ αὐτὸν τὸν θάνατο καὶ τὸν Πρῶτο μὲ ἀγχόνη.
 
Μὲ παρρησία καὶ μὲ τὴν ἀπόφαση τοῦ μαρτυρίου, ὁμιλοῦσαν κατὰ τῆς ἑνώσεως μὲ τὸν ἀντίχριστο Πάπα. Δὲν μποροῦν, ἔλεγαν, νὰ συμβιβασθοῦν τὰ ἀσυμβίβαστα πράγματα. Μπορεῖ νὰ συμβιβασθεῖ Χριστὸς καὶ Βελιάρ, Χριστὸς καὶ Διάβολος; «Τὶς συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ»[3]; Καμμιὰ κοινωνία δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει μεταξύ τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως. Ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ προῆλθε ὁ φωτισμός. Καὶ ἀπὸ τὴ Δύση προῆλθε τὸ σκότος.
Ὁ διάλογος κρίθηκε μάταιος ἀπὸ μέρους τῶν λατινοφρόνων. Οἱ Ἁγιορεῖτες Μοναχοὶ κι ἐδῶ στὶς Καρυὲς ἀποδείχθηκαν ἀμετάπειστοι. Βράχοι ἀκλόνητοι. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἐχθροί τῆς Ὀρθοδοξίας ἄρχισαν τὰ βασανιστήρια. Ἀλλὰ ὅσο βασανίζονταν οἱ Μοναχοί, τόσο καὶ πιὸ πολύ, μὲ ὅλη τους τὴ δύναμη, ὁμολογοῦσαν τὴν ὀρθόδοξη πίστη. Γι’ αὐτὸ καὶ διατάχθηκε ὁ θάνατος. Θάνατος σκληρός. Ἡ ἀγχόνη καὶ ἡ σφαγή. Ἡ ἀγχόνη γιὰ τὸν Πρῶτο τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Ἡ σφαγὴ γιὰ τοὺς Μοναχούς. Κοκκίνισε τὸ ἱερὸ χῶμα τῶν Καρυῶν. Ἀλλὰ τὸ αἷμα αὐτὸ ἀνέβηκε στὸν οὐρανό, μπροστὰ στὸ Θεό, μαζὶ μὲ τὶς ψυχὲς τῶν ὁσιομαρτύρων πατέρων, σὰν θυμίαμα εὐωδιαστό. Ἦταν ἡ τελευταία λατρεία τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων, ποὺ τὴν τέλεσαν στὰ ἅγια χώματα τοῦ Ἁγίου Ὅρους μὲ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς τους. Ἀφοῦ προσέφεραν στὸ Θεὸ τὰ πάντα, τελευταία προσέφεραν καὶ τὸ αἷμα τους.
Ἀλλά, ἂς δώσουμε τὸν λόγο καὶ στὸν λόγιο Καθηγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους, πανοσιολογιώτατο ἀρχιμανδρίτη, Γέροντα Γεώργιο Καψάνη, γιὰ νὰ περιγράψει μὲ τὴ δική του γραφίδα τὴ θυσία αὐτὴ τῶν Ἁγιορειτῶν Προμάχων τῆς Ὀρθοδοξίας[4].
«...Μεγάλος πόλεμος ἐγείρεται καὶ πάλι κατὰ τῶν ὀρθοδόξων καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας. Πολλοὶ ἐνδίδουν, γίνονται λατινόφρονες. Οἱ ἐναπομείναντες ὀρθόδοξοι ἔχουν νὰ παλαίσουν πρὸς λατίνους καὶ λατινόφρονες. Στοὺς λατινόφρονες ἀνῆκαν Αὐτοκράτορες, Πατριάρχαι, Ἀρχιερεῖς, πολιτικοὶ ἠγέται, μὲ ἐξουσία καὶ δύναμι κοσμική. Ἀνθίστανται οἱ πιστοὶ ὀρθόδοξοι παντοῦ καὶ ἐδῶ στὸ Ἅγιον Ὅρος.
Ἔρχεται μάλιστα ἐποχὴ ποὺ οἱ Λατινόφρονες ἐκβιάζουν τοὺς Ἁγιορείτας πατέρας νὰ προσκυνήσουν τὸν πάπα. Οἱ πλεῖστοι ὅμως προτιμοῦν τὸν θάνατο πού εἶναι ζωὴ καὶ ὄχι τὴ ζωὴ πού εἶναι θάνατος.
Τελειώνονται μαρτυρικὰ πολλοὶ Ἁγιορεῖτες στὶς ἱερὲς Μονὲς Ἰβήρων, Βατοπεδίου, Ζωγράφου. Ἀλλὰ καὶ ἐδῶ στὶς Καρυές, κατὰ τὸν ἱερὸ Νικόδημο, «εὐρίσκομεν καὶ ὁσιομάρτυρας, τὸν Πρῶτον τοῦ Ἁγίου Ὅρους, καὶ τοὺς κύκλω κατοικοῦντας εἰς τὰ κελλία, οἵτινες, ἐπειδὴ ἤλεγξαν τοὺς λατινόφρονας, Μιχαὴλ τὸν Βασιλέα καὶ Βέκκον τὸν Πατριάρχην, ὁ μὲν πρῶτος ἐκρεμάσθη, οἱ δὲ ἄλλοι ξίφει τὴν κεφαλὴν ἀπετμήθησαν».
Ἐδῶ τελειοῦται μαρτυρικῶς ὁ ὁμολογητὴς Πρῶτος του Ἁγίου Ὅρους Ἱερομάρτυς Κοσμᾶς, τοῦ ὁποίου τὸ σεβάσμιο, εὐωδιάζον καὶ χαριτόβρυτο μαρτυρικὸ λείψανο ἀνεκαλύφθη, μερίμνη τῆς Σεβαστῆς Ἱερᾶς Κοινότητος, στὸν Νάρθηκα τοῦ πανσέπτου αὐτοῦ Ναοῦ[5].
Ἐδέχθη τὸν μαρτυρικὸ θάνατο ὁ μακάριος ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστό. Τὸ μαρτύριο εἶναι ὅ,τι ὑψηλότερο ἔχει νὰ προσφέρη ὁ ἄνθρωπος πρὸς τὸν Θεό.
Μακάριε καὶ Σεπτὲ Πρῶτε τοῦ Ἁγίου Ὅρους, Ἱερομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Κοσμᾶ, πρῶτος στὸ ἱερὸ διακόνημα τοῦ Πρώτου τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος, πρῶτος καὶ στὸ μαρτύριο καὶ τὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ.
Πρῶτος στὴν ἕδρα τοῦ Πρωτάτου, πρῶτος καὶ στὴν ἀγχόνη καὶ τὸν θάνατο καὶ τὸν τάφο.
Τὸ πολυάθλο καὶ μαρτυρικό του σῶμα ὡς πολύτιμο θησαυρὸ ἔκρυψε καὶ ἐφύλαξε ἡ Ἱερὰ αὐτὴ γῆ.
Τώρα, μὲ θεία νεύσι, ὡς ἀστὴρ ἑωθινὸς ἀνατέλλεις πάλι στὸ Ἁγιώνυμο αὐτὸ Ὅρος καὶ στὴν ἁπανταχοῦ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ φώτισης καὶ ὁδήγησης τὶς ψυχές μας στὴν ἀκλινῆ ὁμολογία τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.
 
Σφραγίζονται σήμερα τὰ στόματα ὅσων ἠθέλησαν νὰ ἀμφισβητήσουν τὴν ὁμολογία τῶν Ἁγιορειτῶν καὶ τὴν μαρτυρική τους τελείωσι ἀπὸ τοὺς λατινόφρονες.
Χάρις στὴν ἰδικὴ του θυσία ἠμπορεῖ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ τὸ Ἅγιον Ὅρος νὰ λέγουν πρὸς τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο «ἔρχου καὶ ἴδε»[6], τὸν ἀληθινὸ Χριστό, τὸ πλήρωμα τῆς Ἀληθείας Του καὶ τῆς Χάριτός Του, τὸν ὅλο Χριστό, τὴν Κεφαλὴ καὶ τὸ Σῶμα Του. Ἡ φωνή σου ὡς φωνὴ ὑδάτων πολλῶν ἀκούγεται σήμερα.
Ἀπὸ τὸν τάφο σου ἕνας μυστικὸς ποταμὸς ἀναβλύζει, τοῦ ὁποίου τὰ ὁρμήματα εὐφραίνουν τὴν Πόλι τοῦ Θεοῦ, τὴν Ἁγία ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Ὀρθόδοξον Καθολικὴ Ἐκκλησία.

Εὐλογημένη ἡ ἄσκησίς σου.
Εὐλογημένη ἡ ὁμολογία σου.
Εὐλογημένος ὁ μαρτυρικός σου θάνατος.
Εὐλογημένη ἡ ἐπὶ 700 χρόνια σπορά σου στὴν Ἁγιορείτικη γῆ.
Εὐλογημένη καὶ ἡ φανέρωσίς Σου στοὺς δύσκολους γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὴν Ἐκκλησία καιρούς μας.

Τὸ Ἅγιον Ὅρος στὸ πρόσωπό σου καὶ στὰ πρόσωπα τῶν ἄλλων ἁγίων Ἁγιορειτῶν ὁσιομαρτύρων τῶν ἐλεγξάντων τοὺς λατινόφρονες δὲν συνεβιβάσθη οὔτε συμβιβάζεται.
Ἡ ἀγχόνη σου ἐπιβάλλει καὶ σὲ μᾶς νὰ ἀνανεώσουμε σήμερα τὴν ὁμολογία τὴν ἰδική σου καὶ τῶν λοιπῶν ὁσιομαρτύρων, ὄντες διάδοχοί σας καὶ συνεχισταὶ τῆς Παραδόσεώς σας.
Ὁμολογοῦμε λοιπόν, ὅπως ἔγραψαν οἱ Ἁγιορεῖται πρὸς τὸν λατινόφρονα Αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Η' τὸν Παλαιολόγο, λήγοντος τοῦ 13ου αἰῶνος, ὅτι «Πάσα ἡ τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ ἠμῶν Ποίμνη ἐν σῶμα ἐστίν, ὑπὸ μιᾶς κεφαλῆς διοικούμενον, ὃς ἐστι Χριστὸς Ἰησοῦς».
Ὁμολογοῦμε ἐπίσης ὅτι οἱ Λατίνου μὴ ἀφήσαντες «ἀπαράτρεπτα» καὶ «ἀμώμητα» τὰ κυριώτερα τῆς Πίστεως, «ἀποκόπτονται τοῦ πανταχόθεν ἴσου τὲ καλοῦ ὡραιομόρφου σώματος τοῦ Χριστοῦ».
Ἡ Μία, λοιπόν, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, εἶναι ἡ καθ’ ἠμᾶς Ὀρθοδοξία, διότι μόνη αὔτη διατηρεῖ ἀναλλοίωτη τὴν πίστι τῶν Ἀποστόλων…».
Ἀδελφοί,
Πάνω ἀπ’ὅλα, καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή μας, προέχει ἡ ὀρθόδοξη πίστη, ὅπως μᾶς τὴν παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Πρῶτα ἡ πίστη καὶ ὕστερα ἡ ζωή. Ὕστερα ὅλα τὰ ἄλλα, ποὺ μᾶς εἶναι βασικά, ἀπαραίτητα, στὴ ζωή μας. Ὁ Χριστὸς ὑπογράμμισε ἰδιαίτερα τοῦτο. Εἶπε: «Πλὴν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθῶν ἄρα εὐρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς»[7]; Θὰ ἔλθει ὁ Κύριος καὶ πάλι. Θὰ ἔλθει εἴτε μὲ τὸν θάνατο γιὰ τὸν καθένα μας εἴτε κατὰ τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου εἴτε μὲ θλίψεις καὶ συμφορές. Θὰ βρεῖ στὸν καθένα μας τότε τὴν πίστη τὴν ὀρθόδοξη; Τὴ ζωντανὴ πίστη; Τὴν ἀκλόνητη καὶ σταθερὴ πίστη; Γιατί, ἂς μὴ ξεχνοῦμε ὅτι, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, «ἐγερθήσονται ψευδόχριστοι καί  ψευδοπροφῆται καὶ δώσουσι σημεῖα μεγάλα καὶ τέρατα, ὥστε πλανῆσαι, εἰ δυνατόν, καὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς»[8] 
 
Ἕλληνες ὀρθόδοξοι χριστιανοί,
Μείνετε σταθεροί, βράχοι ἀκλόνητοι στὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ τὰ μάτια σας! Τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς σας»! 

[1] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ. Β΄ (Νοέμβριος-Δεκέμβριος), ἔκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 2003, σ. 248.
[2] ΑΡΧΙΜ. ΓΕΡΒΑΣΙΟΣ ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ, Παπισμὸς καὶ πρόμαχοι Ὀρθοδοξίας, σσ. 281-288. 
[3] Β' Κορ. 6, 15.
[4] Λόγος ποὺ ἐκφωνήθηκε τὸ 1982 στὸν πάνσεπτο Ναὸ τοῦ Πρωτάτου τοῦ Ἁγίου Ὅρους, τὴν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπὸ τὸν Καθηγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους Ἀρχιμ. Γεώργιο, κατ’ ἐντολὴν τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἀνακομιδῆς τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ νεοφανοὺς Ἱερομάρτυρος Κοσμᾶ, Πρώτου τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ποὺ ἀπαγχονίσθηκε ἀπὸ τοὺς λατινόφρονας.

[5] Οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔκδ. Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὅρος 2003, σ. 245. «Ἀφοῦ ὁ Μιχαὴλ ἀνεχώρησε ἀπὸ ἐκεῖ (τὴ μονὴ Ζωγράφου), ἔφθασε στὴν κελλιώτικη Λαύρα τῶν Καρεῶν, στὴν ὁποία εἶναι ἐγκατεστημένη καὶ ἡ ἕδρα τοῦ Πρώτου τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Ὁ δὲ πρῶτος καὶ οἱ συνασκηταὶ του ἐναντιώθηκαν στὸν βασιλέα μὲ γενναιότητα, ἐλέγχοντάς τον, ὅπως καὶ οἱ προηγούμενοι Πατέρες. Ὁ βασιλεὺς τότε ὠργίσθηκε καὶ διέταξε νὰ τοὺς σφάξουν ὅλους μὲ τὰ ξίφη καὶ ἔτσι ἐτελειώθησαν οἱ ἅγιοι Ὁμολογηταί. Στὴν συνέχεια ὁ Μιχαὴλ κατέκαυσε τὴν ἐκκλησία τους καὶ λεηλάτησε τὰ κελλιὰ τῶν μοναχῶν». (Μ. ΓΕΔΕΩΝ, Ὁ Ἄθως, σσ. 142-143). «Εἰς τὸν ναὸν τοῦ Πρωτάτου σώζονται δύο κενοτάφια, καὶ ἕτερον εἰς τὴν μονὴν τοῦ Ζωγράφου ἀποδιδόμενα εἰς τοὺς τότε ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας σφαγιασθέντας» (Κ. ΒΛΑΧΟΣ, Ἡ χερσόνησος τοῦ Ἁγίου Ὅρους Ἄθω, σ. 54).

Μερικοὶ ἰσχυρίζονταν ὅτι ἡ ἱστορία αὐτὴ δὲν ἦταν ἀληθινή. Ὅμως οἱ Ἁγιορεῖται Πατέρες, ποὺ ἐπὶ ἑπτακόσια ἔτη ἀναβαν ἀκοίμητο κανδήλι στὸν τάφο - καὶ ὄχι κενοτάφιο - τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ εἶχαν ἀπόλυτο δίκαιο. Τὸ ἔτος 1982 βρέθηκε μὲ τὴν πρωτοβουλία τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὅρους «τὸ σεβάσμιο, εὐωδιάζον καὶ χαριτόβρυτο μαρτυρικὸ λείψανο» (ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Ὀρθοδοξία καὶ Οὐμανισμὸς - Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός, σ. 52) τοῦ Ἱερομάρτυρος Κοσμᾶ (+1282), ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ Πρῶτος τοῦ Ἁγίου Ὅρους κατὰ τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Λατινοφρόνων (Ι. ΚΟΙΝΟΤΗΣ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, Ὁ ἅγιος Ἱερομάρτυς Κοσμᾶς, σ. 14).

[6] Ἰω. 1,  47. 
[7] Λκ. 18, 8.
[8] Μτθ. 24, 24.
Ἐν Πειραιεί  5-12-2012