Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2019

ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΤΟΣΤΟΜΟΥ Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ;


Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης

Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.

 

 


1. Ἑορτάζουν τούς Ἁγίους ὑποκριτικά

 

Πολλές φορές ἔχομε ἐπισημάνει ὅτι ἡ κακή τριάς τῶν πατριαρχῶν Μελετίου Μεταξάκη, Ἀθηναγόρα τοῦ Α´ καί Βαρθολομαίου, τοῦ νῦν ἀκλεῶς πατριαρχοῦντος, ἔχουν ἐκτρέψει τήν πορεία τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τόν ὀρθόδοξο δρόμο τῶν Ἁγίων Πατέρων στήν σκολιά καί διεστραμμένη ὁδό τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς συναπτόμενης μέ αὐτόν ἐκκοσμίκευσης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου.

Παρά ταῦτα γιά νά μή φανερωθεῖ ἡ καταστροφική αὐτή πορεία, ἔργο τοῦ Διαβόλου, περίτεχνα μέ ἐντυπωσιακή διγλωσσία καί διψυχία, ἐμφανίζονται ὡς ἀκόλουθοι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὡς διάδοχοί των ὄχι μόνον στούς θρόνους ἀλλά καί στούς τρόπους. Γνωρίζουν καλά ἀπό τίς θεολογικές τους σπουδές ὅτι ἡ ἀποστολική διαδοχή διακόπτεται, ὅταν δέν ὑπάρχει διαδοχή στήν ὀρθόδοξη δογματική διδασκαλία, ὅταν ἀποδέχονται αἱρετικές καί ἀντιπατερικές διδασκαλίες, γι᾽ αὐτό καί προσπαθοῦν στούς ἁπλοϊκούς πιστούς νά ἐμφανίζονται ὡς συνεχιστές καί διάδοχοι τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἰδιαίτερα ὅταν τό ἑορτολόγιο ἐπιβάλλει τήν τιμή καί τήν ἐξύμνησή τους.


2. Διωγμένος ἀπό ἀνάξιους πατριάρχες καί ἐπισκόπους

 
Αὐτό συνέβη καί πρό ὀλίγων ἡμερῶν στήν Κωνσταντινούπολη, στόν πάνσεπτο πατριαρχικό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὅπου ἑορτάσθηκε, στίς 27 Ἰανουαρίου, ἡ ἀνακομιδή τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἀπό τά Κόμανα τοῦ Πόντου στήν Κωνσταντινούπολη. Ὡς γνωστόν ὁ μεγάλος αὐτός Ἅγιος καί Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ μέγιστος τῶν Πατέρων ὅλων τῶν ἐποχῶν, θεόθεν κληθείς στόν πατριαρχικό θρόνο τό 397, ἐνῶ ἦταν πρεσβύτερος στήν Ἀντιόχεια, καί ἐνθρονισθείς τόν Φεβρουάριο τοῦ 398, ἐξορίσθηκε δύο φορές καί καθαιρέθηκε ἀπό φαύλους καί ἀναξίους ἐπισκόπους μετά ἀπό ἐλάχιστα ἔτη πατριαρχίας. Τήν πρώτη φορά ἀπό τήν διαβόητη «Ἐπί δρῦν» σύνοδο τό 403· ἐπανῆλθε ὅμως, πρίν φθάσει στόν τόπο τῆς ἐξορίας, λόγῳ τῆς ἐξεγέρσεως τοῦ λαοῦ καί σημειωθέντος σεισμοῦ. Τήν δεύτερη ὅμως ἐξορίσθηκε ὁριστικῶς τό ἑπόμενο ἔτος 404, κατόπιν συμμαχίας ἐναντίον του καί τοῦ πολιτικοῦ καί τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κατεστημένου. Ἐπί τρία ἔτη ἐξόριστος σέ ἀπαράκλητους καί ἀπόμακρους τόπους, στήν Κουκουσό καί Ἀραβισσό τῆς  Ἀρμενίας ὑπό ἀπάνθρωπες συνθῆκες, πού ἀπέβλεπαν στό νά φιμώσουν τόν ἀφυπνιστικό λόγο του καί νά τόν ὁδηγήσουν στόν θάνατο, ὅπως καί ἔγινε. Τελικῶς ἀπό τόν Ἰούνιο τοῦ 407 ὁδοιπορῶν ἐπί τρεῖς μῆνες γιά νά φθάσει στόν νέο τόπο τῆς ἐξορίας του, στήν Πιτυοῦντα τοῦ Καυκάσου, στό βορειοανατολικό ἄκρο τοῦ Εὐξείνου Πόντου, καί ἐνῶ ἐπί τρεῖς μῆνες εἶχαν διανύσει μόνο τό ἕνα τρίτο τῆς ἀποστάσεως μέχρι τήν Πιτυοῦντα, δέν ἄντεξε στήν πολυχρόνια καί τώρα πολύμηνη ταλαιπωρία καί παρέδωσε τό ἀνύστακτο, ἄκαμπτο καί ἀνυποχώρητο πνεῦμα του στόν Κύριο στίς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 407, ἐνταφιασθείς σέ ναΰδριο τοῦ μάρτυρος Βασιλίσκου κοντά στά Κόμανα τοῦ Πόντου.

Οἱ ἐναντίον του διωγμοί, ἀλλά στήν συνέχεια καί τῶν ὀπαδῶν του, ἀπό τήν κρατοῦσα καί διοικοῦσα Ἐκκλησία προκάλεσαν σχίσματα στήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ὑποστηρίζουσα τόν μεγαλομάρτυρα καί χρυσορρήμονα Ἅγιο, διέκοψε τήν κοινωνία μέ τίς Ἐκκλησίες Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας καί Ἀντιοχείας πού τόν ἐδίωξαν, μεγάλος δέ ἀριθμός ἐπισκόπων, κληρικῶν, μοναχῶν καί λαϊκῶν τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως διέκοψαν τήν κοινωνία μέ τόν πατριάρχη καί τούς ἐπισκόπους. Τό διορθόδοξο σχίσμα ἔληξε σταδιακά, ὅταν τό 413 ἡ Ἐκκλησία Ἀντιοχείας ἐπανέγραψε τό ὄνομα τοῦ Χρυσοστόμου στά Δίπτυχα καί στή συνέχεια τό 417 ἔπραξαν τό ἴδιο καί οἱ ἐκκλησίες Κωνσταντινουπόλεως καί Ἀλεξανδρείας. Τό τοπικό σχίσμα στήν Κωνσταντινούπολη ἔληξε τό 438, ὅταν μέ τήν θριαμβευτική ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του, στίς 27 Ἰανουαρίου, ἐπανατοποθετήθηκε στόν θρόνο του, ἀπό τόν ὁποῖο ἀδίκως καί ἀντικανονικῶς εἶχε ἐκδιωχθῆ. Ἐγωϊσμοί, κακίες, ἐμπάθειες, παρασυναγωγές, συνέδρια καί σύνοδοι ἀνόμων, ὅπου κυρίως πρωταγωνιστοῦσαν ἄθλιοι καί ἀνάξιοι ἐπίσκοποι, ἐταλαιπώρησαν καί ἔσχισαν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, μόνο καί μόνο γιά νά μήν ἀκούγεται ὁ προδρομικός ἐλεγκτικός λόγος τοῦ Χρυσοστόμου, καί ὁ ἅγιος βίος του ἀπό φθόνο νά μήν ἀποτελεῖ μέτρο συγκρίσεως πρός τούς φαύλους καί ἀναξίους κληρικούς. Εἶναι συνταρακτική, συντριπτική, γιά τό ἐπισκοπᾶτο ὅλων τῶν ἐποχῶν ἡ ἐκτίμησή του σέ ἐπιστολή πρός τήν διακόνισσα Ὀλυμπιάδα ἀπό τόν τόπο τῆς ἐξορίας του. Τῆς γράφει ὅτι δέν φοβᾶται οὔτε τίς σωματικές κακουχίες καί στερήσεις, οὔτε τίς ἐπιθέσεις τῶν ληστῶν Ἰσαύρων· ἕνα μόνο φοβᾶται, τούς ἐπισκόπους, πλήν ὀλίγων: «Οὐδένα δέδοικα, ὡς τούς ἐπισκόπους, πλήν ὀλίγων»[1].

Τό ἐλεγκτικό του κήρυγμα στήν κοσμική καί αὐτοκρατορική Κωνσταντινούπολη ἐναντίον τῆς πολυτελείας, τοῦ θεάτρου, τοῦ ἱπποδρόμου, τοῦ καλλωπισμοῦ τῶν γυναικῶν, τῆς τρυφηλῆς ζωῆς, τῆς ἐγωϊστικῆς χρήσης τοῦ πλούτου, τῆς ὁμοφυλοφιλίας, τῆς ἀγοραπωλησίας τῆς ἱερωσύνης, τῶν εἰδωλολατρικῶν ἑορτῶν καί ἐθίμων, τά ἀντιϊουδαϊκά καί ἀντιαιρετικά του κηρύγματα, πού τά ἔστρεψε ἀκόμη καί ἐναντίον τῆς αὐτοκράτειρας Εὐδοξίας καί γυναικῶν τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς, συνετέλεσαν στό νά σχηματισθεῖ ἐναντίον του ἕνας ἰσχυρός συνασπισμός ἐχθρῶν καί ἀντιπάλων μέ συνέπεια, ἀπό τά ἐννέα ἔτη τῆς νόμιμης πατριαρχίας του (398-407), μόνον τά ἕξη νά περάσει στήν Κωνσταντινούπολη, καί αὐτά ὄχι ἀδιατάρακτα, τά δέ τρία τελευταῖα (404-407) στήν ἐξοντωτική καί θανατηφόρα ἐξορία του. Βρίσκει κανείς πορτραῖτα, εἰκόνες, τύπους τέτοιων πατριαρχῶν καί Ἁγίων στήν αὐχμηρή καί πνευματοκτόνο ἐποχή μας;

3. Ἄξιος διάδοχος τοῦ Χρυσοστόμου ὁ Βαρθολομαῖος;

 

Αὐτές τίς σκέψεις ἔκανα ὅταν τίς ἡμέρες αὐτές εἶδα νά κυκλοφοροῦν στό Διαδίκτυο φωτογραφίες ἀπό τόν ἑορτασμό, στίς 27 Ἰανουαρίου, τῆς ᾽Ανακομιδῆς τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου. Σέ μία ἀπό αὐτές στόν πατριαρχικό θρόνο, σύμφωνα μέ τήν ἱστορική πράξη τῆς ἐνθρονίσεως τῶν λειψάνων, εἶναι τοποθετημένη ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου. Τιμητικά τήν ἡμέρα αὐτή ὁ πατριάρχης δέν ἀνεβαίνει στόν θρόνο. Στό παραθρόνι δίπλα ἵσταται ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος. Δύο πατριάρχες, δύο ἐπίσκοποι, δύο ἐποχές, δύο κόσμοι, δύο δυστυχῶς διαφορετικοί δρόμοι!

Δέν τολμᾶ κανείς νά κάνει συγκρίσεις, καί δέν θά ἔπρεπε νά κάνει, ἀκόμη καί ἄν στό παραθρόνι καθόταν ἕνας παλαιός ἤ ἕνας σύγχρονος Ἅγιος. Εἶναι ἀσύγκριτο τό μεγαλεῖο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου· μόνον οἱ δύο ἄλλοι ἀπό τούς Τρεῖς Ἱεράρχες, ὁ Μ. Βασίλειος καί ὁ Γρηγόριος Θεολόγος, τόν συναγωνίζονται. Ὑπάρχει μάλιστα διήγηση βιογράφων του πού τήν ἐπισημαίνει ὁ Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ἀραβισσοῦ Ἀδελφειός, πού ἀγαποῦσε πολύ τόν θεῖο Χρυσόστομο, ἐπιθυμοῦσε πολύ νά μάθει ποιά δόξα ἀξιώθηκε νά λάβει ἀπό τόν Θεό στούς οὐρανούς. Σέ ὀπτασία λοιπόν τοῦ ἐμφανίσθηκε ἄγγελος, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδειξε ὅλους τούς Πατέρες καί Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας σέ ἕνα λαμπρό τόπο. Παρατήρησε ὅλους μέ προσοχή, ὅμως ἀνάμεσά τους δέν ἦταν ὁ ἀγαπώμενος ἱεράρχης, γι᾽ αὐτό καί ἦταν περίλυπος. Ὅταν ὁ ἄγγελος ἔμαθε τήν αἰτία τῆς λύπης, τοῦ εἶπε ὅτι τόν Ἰωάννη δέν μπορεῖ κανείς νά τόν ἰδεῖ εὔκολα, καί μάλιστα ἐν ὅσῳ ὡς ἄνθρωπος εἶναι ἐν σώματι, γιατί βρίσκεται ἐκεῖ πού εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ: «Ἰωάννην τόν τῆς μετανοίας λέγεις; Ἄνθρωπος, ἐν σώματι ὤν, ἐκεῖνον ἰδεῖν οὐ δύναται! Ἐκεῖ γάρ παρίσταται, ὅπου ὁ θρόνος ὁ Δεσποτικός»[2].

Θά χαιρόμασταν καί θά καυχόμασταν ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι, ἄν οἱ διάδοχοι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου στόν πατριαρχικό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, στήν ὕψωση τοῦ ὁποίου ὡς οἰκουμενικοῦ θρόνου συνέβαλε τά μέγιστα ὁ χρυσορρήμων Πατήρ, ἦσαν καί στίς ἡμέρες μας συνεχιστές τοῦ ἔργου καί τῆς διδασκαλίας του, ὅπως καί τοῦ ἔργου καί τῆς διδαδασκαλίας τοῦ ἄλλου μεγάλου ἱεράρχου καί πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, πού καί αὐτός ἐπατριάρχευσε δύο μόνον ἔτη, ἀφοῦ ἀναγκάσθηκε λόγῳ δολοπλοκιῶν καί πάλι νά παραιτηθεῖ (379-381). Καί εἶναι ἀλήθεια ὅτι στό διάβα τῶν 17 αἰώνων πατριαρχικῆς ἱστορίας ἡ Κωνσταντινούπολη δοξάσθηκε ἀπό μεγάλα ἀναστήματα πατριαρχῶν, ἄν καί ὄχι τοῦ ὕψους καί τῆς ἀξίας τῶν προμνησθέντων δύο, ἐξαιρέσει τοῦ ἐφαμίλλου τους Μ. Φωτίου. Ὑπῆρξαν βέβαια καί κακοί πατριάρχες πού ἔβλαψαν καί ἐζημίωσαν τήν Ἐκκλησία, ἰδιαίτερα μέ τίς αἱρετικές διδασκαλίες τους κατά τήν ἐποχή ἰδιαίτερα τοῦ Ἀρειανισμοῦ, τῶν Χριστολογικῶν αἱρέσεων, τῆς εἰκονομαχίας, τῆς μετά τό μεγάλο σχίσμα τοῦ 1054 προσπάθειας νά ἐπανέλθουν στήν Ἐκκλησία οἱ αἱρετικοί Λατῖνοι. Ἐνδεικτικά ἀναφέρομε μερικούς: Μακεδόνιος, Νεστόριος, Πύρρος, Ἰωάννης Βέκκος, Ἰωάννης Καλέκας.

Ἡ τωρινή ἀναφορά μας στόν πατριάρχη Βαρθολομαῖο, τόν ὁποῖο ἀπαξιωτικά, ἀλλά δίκαια, συναριθμήσαμε στήν ἀρχή τοῦ μικροῦ ἄρθρου μας στήν κακή Τριάδα τῶν πατριαρχῶν μαζύ μέ τόν Μελέτιο Μεταξάκη καί τόν Ἀθηναγόρα, πού ἀποτελοῦν σύντρεις τούς τρεῖς κακίστους Ἱεράρχας, θεμελιωτάς καί στύλους τῆς παναιρέσεως τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δέν κινήθηκε οὔτε ἀπό ἀπό κακία, οὔτε ἀπό ἀδιάκριτο ζηλωτισμό, ἀλλά ἀπό τό χρέος πού ἔχουν ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀκόμη καί οἱ λαϊκοί, ὅταν προσβάλλεται καί ἀθετεῖται ἡ Πίστη, νά ὁμιλοῦν καί νά ἐλέγχουν, ἐμποδίζοντας τήν διάδοση τῆς πλάνης καί τῆς ἀρρώστειας, ὅταν μάλιστα αὐτή ὑποκριτικά καί παραπλανητικά ἐμφανίζεται ὡς ὑγεία καί ὡς ἀποστολική καί πατερική πορεία.

Ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος καί οἱ σύν αὐτῷ δέν ἔχουν τίποτε κοινό μέ τούς πρό αὐτῶν Ἁγίους καί Ὀρθοδόξους πατριάρχας καί ἱεράρχας, πολύ περισσότερο μέ τόν κορυφαῖο καί μέγιστο Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο. Ἐκεῖνος ἐδιώκετο καί ἐξορίζετο ἀπό τούς τότε ἰσχυρούς· ὁ Βαρθολομαῖος διώκει ὅσους ἀγωνίζονται ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας, συμμαχώντας μέ τό παγκόσμιο πολιτικό καί ἐκκλησιαστικό κατεστημένο, τό ὁποῖο τόν προβάλλει, τόν ἐγκωμιάζει, τόν ἐπιβραβεύει. Ὁ Ἅγιος ἐνδιαφερόταν νά σώσει τούς ἀνθρώπους ἀπό τό κακό καί τήν ἁμαρτία· ὁ Βαρθολομαῖος, ἔνθερμος ὑποστηρικτής τοῦ κινήματος τῆς Οἰκολογίας, παγανιστικό ἐφεύρημα τῆς «Νέας Ἐποχῆς», θέλει νά σώσει τήν φύση, τήν Μητέρα Γῆ, τό εἴδωλο τῆς ὁποίας συμπροσκύνησε μέ ἄλλους φυσιολάτρες. Ὁ Ἅγιος ἀνόρθωσε τά ἤθη τῆς ἐποχῆς του, καταπολέμησε τήν ἐκκοσμίκευση· ὁ Βαρθολομαῖος ὑποδέχεται καί τιμᾶ ὅλους τούς κοσμικόφρονας καί σιωπᾶ γιά τίς ἠθικές ἐκτροπές καί τήν ἔκλυση τῶν ἠθῶν· παντελής σιωπή τοῦ οἰκουμενικοῦ θρόνου γιά τήν μόλυνση τοῦ πνευματικοῦ περιβάλλοντος ἀπό τούς πόρνους, τούς μοιχούς, τούς ὁμοφυλοφίλους. Αἰσχροί καί ἀπαράδεκτοι νόμοι ψηφίσθηκαν στήν Ἑλλάδα καί σέ ἄλλες ὀρθόδοξες χῶρες, θυγατέρες τῆς Μητρός Ἐκκλησίες. Οὔτε φωνή οὔτε ἀκρόαση ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη. Ὁ Ἅγιος μέ σφοδρότητα καί βαρεῖς χαρακτηρισμούς καταδίκασε τίς ἄλλες θρησκεῖες, τίς αἱρέσεις, τά σχίσματα· ὁ Βαρθολομαῖος ἐξισώνει τίς ἄλλες θρησκεῖες, ὡς ὁδούς σωτηρίας μέ τόν Χριστιανισμό, ἐκκλησιοποιεῖ τίς αἱρέσεις, καί δημιουργεῖ σχίσματα. Εἶναι κλασική ἡ διατύπωση τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου ὅτι «τοῦ εἰς αἵρεσιν ἐμπεσεῖν τό τήν Ἐκκλησίαν σχίσαι οὐκ ἔλαττόν ἐστι κακόν»[3]. Ὅμως ὁ Βαρθολομαῖος ὄχι μόνον δέν ἐθεράπευσε τό μεγάλο ἐνδοορθόδοξο σχίσμα τοῦ Ἡμερολογίου, τό ὁποῖο προκάλεσε ὁ προκάτοχός του Μελέτιος Μεταξάκης, τοῦ ὁποίου ὄντως εἶναι ἄξιος διάδοχος, ἀλλά προκαλεῖ τώρα ὁ ἴδιος νέα σχίσματα μέ τήν διαβόητη σύνοδο στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης, πού διέσπασε τήν πανορθόδοξη ἑνότητα, καί μέ τήν ἀντικανονική ἀπόδοση αὐτοκεφαλίας στούς σχισματικούς τῆς Οὐκρανίας. Καί δέν εἶναι μόνο τά σχίσματα, εἶναι καί οἱ αἱρετικές διδασκαλίες του. Εἶναι γνωστή ἡ μήνυση πού ὑπέβαλε στήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιά τίς ἑτεροδιδασκαλίες τοῦ Βαρθολομαίου ὁ ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Πῆχος, ἡγούμενος τῆς ἱστορικῆς Ἱερᾶς Μονῆς Λογγοβάρδας τῆς Πάρου, ὅπως καί τό συγκροτημένο κείμενο τῆς «Συνάξεως Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν» γιά τήν νέα ἐκκλησιολογία τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου.

Εἶναι ἀτελείωτη ἡ σειρά τῶν οἰκουμενιστικῶν παρεκκλίσεων καί ἐκτροπῶν τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου. Ἤδη συνεργάτες μας τίς ἔχουν συγκεντρώσει καί, σύν Θεῷ, θά γίνουν γνωστές στό ἀκατήχητο καί ἀπληροφόρητο ποίμνιο, ἀλλά καί σέ ὅσους ποιμένες περί ἄλλα μεριμνοῦν καί τυρβάζουν. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος ἀσυμβίβαστος καί ἄκαμπτος στήν τήρηση τῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου συγκρούσθηκε μέ τίς ἀρχές καί ἐξουσίες τοῦ κόσμου τούτου, ἔμεινε λίγα χρόνια ὡς πατριάρχης καί τελικῶς ἀπέθανε στήν ἐξορία. Ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος, συμβιβασμένος διπλωμάτης, συνεργάζεται μέ τίς ἀρχές καί τίς ἐξουσίες, εἶναι ὁ ἐκλεκτός τους, στήν κατεδάφιση τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων, διέρχεται μακρά καί ἀδιατάρακτη πατριαρχία ἀπό τό 1991 μέχρι σήμερα. Προσαρμόζει τίς ἐνέργειές του, ὅπως εἶπε στήν προσλαλιά του κατά τήν ἑορτή τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου, στά αἰτήματα τῶν καιρῶν, «πάντοτε συμπορεύεται μέ τά αἰτήματα τῶν καιρῶν, ἔχει ὁράματα διά τό μέλλον». Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος συμπορεύθηκε μέ τά αἰτήματα τοῦ Εὐαγγελίου, καί τά ὁράματά του ξέφευγαν ἀπό τά τερπνά καί ἡδέα τοῦ κόσμου τούτου, τά μικρά καί περιορισμένα, καί ἦσαν στραμμένα πρός τόν ἄπειρο, τόν ἀπέραντο, τόν ἀνέκφραστο, τόν ἀπερινόητο κόσμο τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Εὐχόμαστε πρός τά ἐκεῖ νά στραφεῖ, ἀνατρέποντας τήν μέχρι τώρα κακή πορεία, καί ὁ οἰκουμενικός πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος.



[1]. Εἰς Ὀλυμπιάδα, Ἐπιστολή, 14, 4, PG 52, 617.
[2]. Αγιου Νικοδημου Αγιορειτου, Λόγος ἐγκωμιαστικός εἰς τήν ἀνακομιδήν τοῦ λειψάνου τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἐν Εἰς τόν Οἰκουμενικόν Διδάσκαλον καί φωστῆρα τῆς Ἐκκλησίας, ῞Αγιον Ἰωάννην Χρυσόστομον. Βίος-Ἐγκωμιαστικός λόγος-Παρακλητικός κανών-Χαιρετισμοί-Ἀπανθίσματα, Ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη, σελ. 25ἑ.
[3]. Εἰς Ἐφ. Ὁμιλία 11,5, PG 62,87. Αὐτόθι 11,4, PG 62,85: «Ἀνήρ δέ τις Ἅγιος εἶπέ τι δοκοῦν εἶναι τολμηρόν, πλήν ἀλλ᾽ ὅμως ἐφθέγξατο. Τί δή τοῦτό ἐστιν; Οὐδέ μαρτυρίου αἷμα ταύτην δύνασθαι ἐξαλείφειν τήν ἁμαρτίαν ἔφησεν».