Σάββατο 9 Μαρτίου 2019

Οἱ ἅγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες τῆς Σεβαστείας

 


Λάμπρου Κ. Σκόντζου, Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Οἱ μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς εἶναι τὸ καύχημά Της, διότι ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸ Χριστὸ καὶ τὴν ἐπισφράγισαν μὲ τὸ αἷμα τους. Ἀντάλλαξαν τὴν πρόσκαιρη γήινη ζωή τους μὲ τὴν αἰώνια ἀληθινὴ ζωή, ποὺ δίνει ὁ ζωοδότης Χριστός.
Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς συγκαταλέγονται καὶ οἱ Ἅγιοι Σαράντα Μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι μαρτύρησαν στὴ Σεβάστεια τῆς Μ. Ἀσίας στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰώνα, ὅταν αὐτοκράτορας τῆς Ἀνατολῆς ἦταν ὁ ρωμαῖος εἰδωλολάτρης Λικίνιος (307-324). Ἦταν ὅλοι τοὺς νεαροὶ ἔφηβοι στρατιῶτες καὶ ἀνῆκαν στὸ πιὸ ἐπίλεκτο στρατιωτικὸ τάγμα τῆς περιοχῆς.
Οἱ σκληρότεροι διωγμοὶ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ποὺ εἶχε ἀρχίσει ὁ δεισιδαίμων Διοκλητιανὸς (284-305), συνεχίζονταν καὶ ἐπὶ Λικινίου. Οἱ διοικητὲς τῶν ἐπαρχιῶν εἶχαν ἐπιφορτιστεῖ γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ διατάγματος, ποὺ προέβλεπε τὴν ἀναγκαστικὴ θυσία στοὺς εἰδωλολατρικοὺς «θεοὺς» ἀπὸ ὅλους τοὺς ὑπηκόους τῆς αὐτοκρατορίας, μὲ τὴ χορήγηση πιστοποιητικοῦ! Ὅσοι ἀρνοῦνταν νὰ θυσιάσουν ὁδηγοῦνταν μὲ τὴ βία μπροστὰ στὰ εἴδωλα, προκειμένου νὰ ἐξαναγκαστοῦν εἴτε μὲ ὑποσχέσεις, εἴτε μὲ βασανιστήρια νὰ προσφέρουν τὴ θυσία. Ὅσοι δὲν ὑπέκυπταν στοὺς ἐκβιασμοὺς ὁδηγοῦνταν σὲ...
σκληρὲς ἀνακρίσεις καὶ ὑποβάλλονταν σὲ φρικτὰ καὶ ἀπάνθρωπα βασανιστήρια, καὶ ἂν δὲν ὑπέκυπταν, θανατώνονταν μὲ τοὺς πλέον εἰδεχθεῖς τρόπους. Ἐδῶ ἀξίζει νὰ διευκρινίσουμε, πὼς οἱ θανατώσεις, ὅσων δὲν θυσίαζαν στὰ εἴδωλα, δὲ γινόταν τόσο γιὰ λόγους ἐκδίκησης, ἀλλὰ εἶχαν κυρίως χαρακτήρα τελετουργικό. Θυσιάζονταν στοὺς «θεοὺς» γιὰ νὰ κατευναστεῖ ἡ μήνη τους, διότι αὐτὸ ἀπαιτοῦσαν οἱ σκοταδιστὲς ἱερεῖς τῶν εἰδώλων ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες, ὡς διερμηνεῖς δῆθεν τῆς θέλησης τῶν «θεῶν»!
Ὁ ἔπαρχος τῆς Σεβάστειας Ἀγρικόλας, ἐφαρμόζοντας τὴν αὐτοκρατορικὴ διαταγή, καλεῖ τοὺς ἄνδρες τοῦ στρατεύματος νὰ προσφέρουν τὴν προβλεπόμενη θυσία. Σαράντα ἀπὸ αὐτοὺς ἀρνήθηκαν, δηλώνοντας Χριστιανοί. Ὁ Ἀγρικόλας ἀκολούθησε καὶ ἐδῶ τὴ γνωστὴ τακτική, τάζοντάς τους μεγάλα ἀξιώματα καὶ τιμὲς ἂν προσέφεραν τὴ θυσία. Τότε ἐξ’ ὀνόματος ὅλων ὁ στρατιώτης Κάνδιδος ἀπάντησε στὸ φανατικὸ εἰδωλολάτρη ἔπαρχο: «Εὐχαριστοῦμε γιὰ τοὺς ἐπαίνους τῆς ἀνδρείας μας. Ἀλλὰ ὁ Χριστός, στὸν ὅποιο πιστεύουμε, μᾶς διδάσκει ὅτι στὸν καθένα ἄρχοντα πρέπει νὰ τοῦ προσφέρουμε ὅ,τί τοῦ ἀνήκει. Καὶ γι' αὐτὸ στὸ βασιλέα προσφέρουμε τὴ στρατιωτικὴ ὑπακοή. Ἄν, ὅμως, ἐνῶ ἀκολουθοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν ζημιώνουμε τὸ κράτος, ἀλλὰ μᾶλλον τὸ ὠφελοῦμε μὲ τὴν ὑπηρεσία μας, γιατί μᾶς ἀνακρίνεις γιὰ τὴν πίστη πού μορφώνει τέτοιους χαρακτῆρες καὶ ὁδηγεῖ σὲ τέτοια ἔργα;». Ὁ Ἀγρικόλας κατάλαβε ὅτι ἦταν ἀνώφελο νὰ τοὺς παρακαλεῖ καὶ διέταξε νὰ τοὺς γδύσουν καὶ νὰ τοὺς ρίξουν σὲ μία παρακείμενη παγωμένη λίμνη. Ἦταν χειμώνας καὶ τὸ κρύο δριμύτατο. Πίστευε ὅτι τὸ φρικτὸ αὐτὸ μαρτύριο θὰ τοὺς ἔκανε νὰ ἀλλάξουν γνώμη καὶ νὰ θυσιάσουν στοὺς ἀνύπαρκτους «θεοὺς» τῆς αυτοκρατορίας.
Οἱ ἡρωικοὶ Χριστιανοὶ ὑπέμειναν μὲ πρωτοφανῆ καρτερία τὸ μαρτύριο τοῦ ψύχους. Τὰ κορμιὰ τοὺς εἶχαν μελανιάσει, ἔτρεμαν σύγκορμοι καὶ ἀγκαλίαζε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο γιὰ νὰ μετριάσουν τὸ μαρτύριό τους. Ταυτόχρονα ἔδινε ὁ ἕνας κουράγιο καὶ θάρρος στὸν ἄλλο μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Δριμὺς ὁ χειμώνας, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ παράδεισος. Ἂς ὑπομείνουμε καὶ σὲ μία νύχτα γιὰ νὰ κερδίσουμε ὁλόκληρη τὴν αἰωνιότητα».
Οι δήμιοί τους φρουροῦσαν νὰ μὴ διαφύγουν καὶ διασκέδαζαν μὲ τὸ μαρτύριό τους.
Ἔξω ἀπὸ τὴ λίμνη βρισκόταν καὶ μία Χριστιανὴ γυναίκα, ἡ μητέρα τοῦ νεαρότερου Μάρτυρα, ἡ ὁποία τὸν ἐμψύχωνε μὴ δειλιάσει καὶ θυσιάσει στὰ εἴδωλα καὶ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστό. Ἅπλωνε τὰ χέρια της πρὸς τὸ γιὸ τῆς λέγοντας: «Παιδί μου γλυκύτατο, ὑπόμεινε γιὰ λίγο καὶ θὰ καταστεῖς τέκνο τοῦ Οὐράνιου Πατέρα. Μὴν φοβηθεῖς τὰ βασανιστήρια. Ἰδού, παρίσταται ὡς βοηθός σου ὁ Χριστός. Τίποτε δὲν θὰ εἶναι ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα πικρό, τίποτα τὸ ἐπίπονο δὲν θὰ ἀπαντήσεις. Ὅλα ἐκεῖνα παρῆλθαν, διότι ὅλα αὐτὰ τὰ νίκησες μὲ τὴ γενναιότητά σου. Χαρὰ μετὰ ἀπὸ αὐτά, ἄνεση, εὐφροσύνη. Ὅλα αὐτὰ θὰ τὰ γεύεσαι, διότι θὰ εἶσαι κοντὰ στὸν Χριστὸ καὶ θὰ πρεσβεύεις σὲ Αὐτὸν καὶ γιὰ μένα ποὺ σὲ γέννησα».
Περὶ τὸ μεσονύκτιο ἕνας ἀπὸ τοὺς Μάρτυρες δείλιασε καὶ ζήτησε ἀπὸ τοὺς δημίους νὰ τὸν βγάλουν ἀπὸ τοὺς πάγους τῆς λίμνης καὶ νὰ συμμορφωθεῖ μὲ τὸ διάταγμα. Τότε συνέβη τὸ ἀπροσδόκητο: κατέβηκαν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ 39 ὁλοφώτεινα στεφάνια καὶ τέθηκαν στὸ κεφάλι τοῦ καθενός. Βλέποντας τὰ ὁ δήμιος Ἀγλάϊος ὁμολόγησε ὅτι γίνεται Χριστιανὸς καὶ ὅρμησε καὶ πῆρε τὴ θέση τοῦ δειλιάσαντος στὴ λίμνη καὶ συμπληρώθηκε ὁ ἀριθμὸς τῶν τεσσαράκοντα μαρτύρων.
Ἀφοῦ πέρασε ἡ νύχτα, τοὺς ἔβγαλαν οἱ τρομεροὶ δήμιοι μισοπεθαμένους καὶ τοὺς ἀποτελείωσαν συντρίβοντάς τοὺς τὰ μέλη. Κατόπιν τοὺς ἔριξαν ἀπὸ παρακείμενο γκρεμὸ σὲ δύσβατο μέρος, νὰ μὴ μποροῦν οἱ Χριστιανοὶ νὰ συλλέξουν τὰ τίμια λείψανά τους. ὅμως οἱ Χριστιανοὶ μὲ μεγάλες δυσκολίες τὰ περιμάζεψαν καὶ τὰ ἔθαψαν μὲ μεγάλες τιμές. Τὸ ἔτος 438 ἡ εὐσεβὴς αὐτοκράτειρα Πουλχερία βρῆκε, ὕστερα ἀπὸ ὅραμα, τὰ λείψανά τους στὸ ναὸ τοῦ ἁγίου Θύρσου. Τὰ παρέλαβε καὶ ἀφοῦ ἔκτισε περικαλλῆ ναὸ ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῶν Τρωαδησίων, τὰ ἔκλεισε σὲ πολύτιμες θῆκες καὶ τὰ τοποθέτησε σ’ αὐτὸν γιὰ τὴν εὐλογία τῶν πιστῶν.
Τὰ ὀνόματά τους εἶναι: Κυρίων, Κάνδιδος (ἢ Κλαύδιος), Δόμνας, Εὐτύχιος (ἢ Εὐτυχής), Σεβηριανὸς , Κύριλλος, Θεοδοῦλος, Βιβιανός, Ἀγγίας, Ἠσύχιος, Εὐνοϊκός, Μελίτων, Ἠλιάδης, Ἀλέξανδρος, Σακέδων (ἢ Σακέρδων), Οὐάλης, Πρίσκος, Χουδίων, Ἡράκλειος, Ἐκδίκιος (ἢ Εὐδίκιος), Ἰωάννης, Φιλοκτήμων, Φλάβιος, Ξάνθιος, Οὐαλέριος, Νικόλαος, Ἀθανάσιος, Θεόφιλος, Λυσίμαχος, Γάιος, Κλαύδιος, Σμάραγδος, Σισίνιος, Λεόντιος, Ἀέτιος, Ἀκάκιος, Δομετιανὸς (ἢ Δομέτιος), Γοργόνιος, Ἰουλιανὸς (ἢ Ἐλιανός, ἢ Ἠλιανός), Ἀγλάϊος ὁ δήμιος.
Ἡ μνήμη τοὺς ἑορτάζεται στὶς 9 Μαρτίου, τὴν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου τους. Αὐτοὶ εἶναι οἱ ἥρωες τῆς πίστης μας!