Τετάρτη 26 Ιουνίου 2019

Η εισήγηση του π.Θεοδώρου Ζήση στην Ημερίδα για το Ουκρανικό Αυτοκέφαλο

 
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
Η ΝΕΑ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΦΑΝΑΡΙΟΥ ΟΔΗΓΗΣΕ
ΣΤΗΝ «ΣΥΝΟΔΟ» ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΟΥΚΡΑΝΙΚΟ «ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟ»
 
1. Καταγραφή ἀντιδράσεων πρίν ἀπό τήν «σύνοδο» τῆς Κρήτης καί μετά ἀπό αὐτήν
Ἔχουν περάσει ἤδη τρία (3) χρόνια ἀπό τήν σύγκληση καί διεξαγωγή τῶν ἐργασιῶν τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης τόν Ἰούνιο τοῦ 2016, πού τήν ὀνόμασαν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο», ἡ ὁποία «Οὔτε Ἁγία οὔτε Μεγάλη οὔτε Σύνοδος» ἦταν, ὅπως ἀπέδειξε ἡ ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία, μέρος τῆς ὁποίας καταγράψαμε στό διπλό τεῦχος τῆς «Θεοδρομίας» (Ἰούλιος-Δεκέμβριος 2016) πού φέρει τόν ἴδιο τίτλο, δηλαδή «Οὔτε Ἁγία οὔτε Μεγάλη, οὔτε Σύνοδος». Στό τεῦχος αὐτό ἐκτάσεως 320 σελίδων καταχωρίσαμε τά ἀπορριπτικά τῆς «συνόδου» κείμενα τῶν τεσσάρων αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν, Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας καί Γεωργίας πού δέν ἔλαβαν μέρος στήν ψευδοσύνοδο, γιατί δέν συμφωνοῦσαν οὔτε μέ τόν τρόπο συγκλήσεως καί λειτουργίας, οὔτε μέ κάποια αἱρετίζοντα προσυνοδικά κείμενα, τῶν ὁποίων ζητοῦσαν διορθώσεις, πρᾶγμα πού δέν ἔγινε. Σημειωτέον ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί τῶν τεσσάρων αὐτῶν ἐκκλησιῶν ἀντιπροσωπεύουν τό 70% τοῦ συνόλου τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν, ἑπομένως μόνο τό 30% ἐκπροσωπήθηκε στήν «σύνοδο», γεγονός πού μόνο του δείχνει ὅτι δέν ἦταν «Μεγάλη», πολύ περισσότερο μάλιστα, ἐπειδή ἀπό τό σύνολο τῶν 800 Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων, παρέστησαν μέ ἐπιλογή μόνον 160, καί ἀπό αὐτούς γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία τῶν συνόδων ἐψήφισαν μόνον οἱ δέκα (10) προκαθήμενοι, πατριάρχες καί ἀρχιεπίσκοποι, ἐξευτελίσαντες ἔτσι καί μέ αὐτό τόν ἐκκλησιαστικό θεσμό τῆς ἰσότητος τῶν ἐπισκόπων. Στό ἴδιο διπλό τεῦχος δημοσιεύονται ἀπορριπτικά καί κριτικά τῆς «συνόδου» κείμενα πολλῶν ἀρχιερέων, λοιπῶν κληρικῶν καί μοναχῶν, ὡς καί λαϊκῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἀντίδραση τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος δέν ἦταν βέβαια κατόπιν ἑορτῆς, ἀφοῦ δηλαδή ἔγινε τό κακό, ἀλλά πολλές δεκαετίες ἐνωρίτερα. Ἐπειδή οἱ συγκαλοῦντες τήν «σύνοδο», ἀλλά καί οἱ προετοιμάζοντες τά συνοδικά κείμενα, ἰδιαίτερα στήν τελική τους μορφή, ἦσαν οἱ περισσότεροι ἐκ πεποιθήσεως οἰκουμενιστές, βαμμένοι οἰκουμενιστές, δέν κατόρθωσαν νά ἑλκύσουν τήν ἐμπιστοσύνη τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος, τό ὁποῖο διέβλεπε ὅτι, ἐφ᾽ ὅσον τό δένδρο, οἱ συντελεστές τῆς «συνόδου» ἦσαν οἰκουμενιστές, καί οἱ καρποί τοῦ δένδρου θά ἦσαν ἀνάλογοι, δηλαδή οἰκουμενιστικοί καί συγκρητιστικοί, ὅπως καί ἔγινε, ἀφοῦ «ἐκ τοῦ καρποῦ τό δένδρον γινώσκεται»[1]. Αὐτές τίς πρό τῆς ψευδοσυνόδου ἀντιδράσεις, μέχρι καί τίς παραμονές τῆς συγκλήσεως, τίς συγκεντρώσαμε, μέ ἐπιλογή βέβαια, γιατί θά χρειαζόμασταν τόμους ὁλόκληρους, σέ ἕνα διπλό ἐπίσης τεῦχος τῆς «Θεοδρομίας» (Ἰανουάριος-Ἰούνιος 2016) ἐκτάσεως 350 σελίδων, τό ἐξώφυλλο τοῦ ὁποίου κοσμοῦν τρεῖς ὁσιακές μορφές τῶν χρόνων μας πού ἀγωνίσθηκαν ὥστε νά μή συγκληθεῖ αὐτή ἡ οἰκουμενιστικῶν προδιαγραφῶν σύνοδος, διότι διέβλεπαν ὅτι οἱ καρποί της θά ἦσαν πικροί καί δηλητηριώδεις· πρόκειται γιά τόν ὅσιο Ἁγιορείτη Γέροντα Δανιήλ Κατουνακιώτη, τόν ἀνακηρυχθέντα ἤδη Ἅγιο ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Σερβίας μεγάλο δογματικό θεολόγο ὅσιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς καί τόν ὁσιακῆς ἐπίσης βιοτῆς καί ἀπό τή συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων ὡς Ἅγιο γνωριζόμενο Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο. Ἐκτός ἀπό τά κείμενα τῶν τριῶν Ὁσίων δημοσιεύονται ἐπίσης κείμενα ἀρχιερέων, Ἑλλήνων καί ἀλλογενῶν, Ἱερῶν Μονῶν, κληρικῶν, μοναχῶν καί λαϊκῶν.
Τά ἰδικά μας κείμενα τά πρό τῆς «συνόδου» καί τά μετά ἀπό αὐτήν δημοσιεύθηκαν ἐπίσης σέ δυό ξεχωριστά βιβλία μέ τίτλους α) «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος. Πρέπει νά ἐλπίζουμε ἤ νά ἀνησυχοῦμε;[2]» καί β) «Μετά τήν «σύνοδο» τῆς Κρήτης. Ἡ διακοπή μνημοσύνου καί ἡ δικαστική μου δίωξη»[3]. Ἄλλα δύο συναφῆ δικά μου βιβλία ἐκυκλοφορήθησαν τό ἕνα μέ τίτλο «Ἡ διακονία μου στόν Ἱερό Ναό Ἁγίου Ἀντωνίου Θεσσαλονίκης. Ἀπάντηση στόν μητροπολίτη Θεσσαλονίκης»[4] καί ἕνα μικρό τευχίδιο στήν σειρά «Καιρός» μέ τίτλο «Δέν εἶναι σχίσμα ἡ Ἀποτείχιση. Ὀφειλόμενες ἐξηγήσεις»[5].
2. Ἄλλαξε τό ἐκκλησιαστικό μοντέλο. Ὑψηλότερη μορφή ἀντίστασης
Ἀπό τούς τίτλους τῶν τελευταίων δημοσιευμάτων προκύπτει ὅτι, ἐπειδή ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης νομιμοποίησε καί συνοδικά ἐπεκύρωσε τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὁλοφάνερα, «γυμνῇ τῇ κεφαλῆ», ὅπως ὁλοφάνερα φαίνεται ἀπό τά κείμενα πού ἐνέκρινε, τό ἐκκλησιολογικό κλῖμα, τό ἐκκλησιολογικό πλαίσιο, ἡ ἐκκλησιαστική ἀτμόσφαιρα ἄλλαξε δραματικά, καί ἔπρεπε γι᾽ αὐτό νά ἀντιδράσουμε. Ἡ ἐκκλησιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῆς Μιᾶς, Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὑπέστη βαρύτατα πλήγματα σέ δύο βασικές πλευρές τοῦ περί Ἐκκλησίας δόγματος. Ἐν πρώτοις στό ἄν ὑπάρχουν ἐκκλησιαστικά ὅρια, ἐκκλησιαστικά σύνορα πού ὁρίζουν τά γνωρίσματα πού πρέπει νά ἔχει κανείς, γιά νά εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά περιλαμβάνεται μέσα στά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, καί αὐτά εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη καί τό Ὀρθόδοξο Βάπτισμα. Μποροῦν ὅλοι, καί οἱ αἱρετικοί, νά ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία; Εἶναι ἔγκυρο τό Βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν; Ὑπάρχει μία ἤ πολλές ἐκκλησίες διηρημένες, πού πρέπει νά ἑνωθοῦν, γιά νά ἀποτελέσουν ὅλες μαζί τήν Μία Ἐκκλησία; Εἶναι καί οἱ αἱρέσεις ἐκκλησίες; Καί τό δεύτερο εἶναι ἡ προσβολή τοῦ συνοδικοῦ συστήματος τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο ἀπαιτεῖ οἱ ἀποφάσεις νά λαμβάνονται συνοδικά ἀπό τούς ἐπισκόπους, συμφωνούσης ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο τελικά εἶναι ὁ φύλακας τῆς Πίστεως καί τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν γνωστήν «Ἀπάντησιν τῶν Ὀρθοδόξων πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρός τόν πάπαν Πῖον Θ´ (1848)»[6]. Τώρα ὅμως τό πλήρωμα περιφρονεῖται· ἄν κάποιοι ἀντιδράσουν, τιμωροῦνται, καί οἱ ἐπίσκοποι δέν εἶναι πλέον ἴσοι μεταξύ των, δέν ἀποφασίζουν συνοδικά καί ἰσότιμα, ἀλλά ἀκολουθοῦν δουλικά κάποιους «πρώτους», ἤ ἕναν «πρῶτον», κατά τά παπικά πρότυπα, τόν οἰκουμενικό πατριάρχη τῆς Κωνσταντινούπολης πού φιλοδοξεῖ νά γίνει ὁ πάπας τῆς Ἀνατολῆς.
Πολλοί δέν ἀντιλαμβάνονται, εἴτε ἀπό ἄγνοια εἴτε ἀπό ἀδιαφορία, τήν σοβαρότητα αὐτῶν τῶν ἐκκλησιολογικῶν ἐκτροπῶν σέ βασικά δόγματα καί θεσμούς τῆς Ἐκκλησίας, ἤ ἀντιλαμβάνονται ἀλλά φοβοῦνται νά ἀντιδράσουν. Δέν κατακρίνουμε κανέναν. Τά φροῦτα καί στό ἴδιο φυτό, στό ἴδιο δένδρο, δέν ὡριμάζουν τόν ἴδιο καιρό. Ὅσοι ἀγωνιούσαμε καί ἀνησυχούσαμε γιά τήν κακή πορεία τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, πού διαρκῶς χειροτερεύει, ἀποφασίσαμε, μετά τήν συνοδική ἀναγνώριση στήν Κρήτη τῶν αἱρέσεων ὡς ἐκκλησιῶν καί τήν ὑποτίμηση τοῦ συνοδικοῦ συστήματος διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τούς «πρώτους» τῶν ἐκκλησιῶν καί τόν «πρῶτο» τῆς Κωνσταντινύπολης, νά περάσουμε σέ ὑψηλότερη μορφή ἀγῶνος καί ὁμολογίας. Καλά καί ἅγια εἶναι τά ἀντιοικουμενιστικά κηρύγματα καί κείμενα, καλές καί ἅγιες οἱ προσευχές καί οἱ ἀγρυπνίες γιά νά φωτίσει ὁ Θεός τούς ἐσκοτισμένους. Τά κάναμε καί ἐμεῖς ἐπί πολλές δεκαετίες, ἀλλά ἡ κατάσταση, ἀντί νά καλυτερεύει, γινόταν χειρότερη· ὁ Θεός ἀκούει τίς προσευχές, ἀλλά ὅταν συνοδεύονται καί ἀπό ἔργα· θέλει καί τό ἕνα καί τό ἄλλο. Δέν εἶπε ὁ ἴδιος «οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ᾽ ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»; Σέ ὅσους περιορίζονται μόνον στά λόγια καί στά τυπικά χριστιανικά καθήκοντα θά πεῖ· «οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς· ἀποχωρεῖτε ἀπ᾽ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τήν ἀνομίαν». Γνωρίζει μόνον ὅσους ἀκούουν τούς λόγους Του καί ποιοῦν τό θέλημά Του;[7]
Δέν ἦταν δύσκολο νά καταλάβουμε ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅταν εἰσῆλθε στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑτεροδιδασκαλία, ἡ αἵρεση, ὅταν διδάσκεται ἄλλο εὐαγγέλιο, ὅταν στήν θέση τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ὁ μοναδικός Πρῶτος, μπαίνουν ἄλλοι «πρῶτοι» καί ἄλλος «πρῶτος», ὅταν ἀντί τοῦ Χριστοῦ ἔχομε Ἀντίχριστο καί Ἀντιχρίστους. Ἀκολουθοῦμε τό παράδειγμα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων οἱ ὁποῖοι διέκοπταν τήν κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς, μέχρι τοῦ σημείου οὔτε νά τούς χαιρετοῦν, οὔτε νά τούς καλημερίζουν. Αὐτό ἐπικαιροποίησε τόν 9ο αἰώνα ὁ 15ος Κανών τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τοῦ Μ. Φωτίου (861), πού μᾶς συνιστᾶ νά διακόπτουμε τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ ἐπισκόπου, ὅταν κηρύσσει «γυμνῇ τῇ κεφαλῆ» αἵρεση, συμπληρώνοντας πώς ὅσοι τό πράττουν εἶναι ἄξιοι ἐπαίνων, γιατί ὄχι μόνο δέν διαπράττουν σχίσμα, ἀλλά προφυλάσουν τήν Ἐκκλησία ἀπό τά σχίσματα[8]. Αὐτό ἐπράξαμε καί ἐμεῖς, ὅσοι Πατέρες ἐδῶ στήν Θεσσαλονίκη, στόν Λαγκαδᾶ, στήν Φλώρινα στό Ἅγιον Ὄρος καί ἀλλοῦ στήν Ἑλλάδα, ὅπως καί σέ ἄλλες ὀρθόδοξες χῶρες, σταματήσαμε νά μνημονεύουμε στίς ἀκολουθίες τά ὀνόματα τῶν οἰκείων ἐπισκόπων.
3. Κακή ἡ ὑπακοή στούς κακούς ἐπισκόπους
Πέρασαν ἤδη δύο χρόνια ἀπό τότε, ἀπό τήν ἄνοιξη τοῦ 2017. Μᾶς ἔδιωξαν ἀπό τούς ναούς μας, μᾶς ξεσπίτωσαν καί μᾶς ξεβόλεψαν, γιατί δέν κάναμε ὑπακοή στούς ἐπισκόπους, στούς αἱρετίζοντες ἐπισκόπους. Ἐμεῖς ἀπαντοῦμε ὅτι κάνουμε ὑπακοή στόν Χριστό, στούς Ἀποστόλους καί στούς Πατέρες, στούς Ὀρθοδόξους ἐπισκόπους πού δέν προσβάλλουν τά δόγματα καί τούς θεσμούς τῆς Ἐκκλησίας, μνημονεύουμε «πάσης ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων, τῶν ὀρθοτομούντων τόν λόγον τῆς ἀληθείας», γιατί γνωρίζουμε ἀπό πάμπολλες γνῶμες Ἁγίων Πατέρων, πού συγκεντρώσαμε σέ βιβλίο πού γράψαμε τό 2006, πρίν ἀπό δεκετρία χρόνια, ὅτι ὑπάρχει «Κακή Ὑπακοή καί Ἁγία Ἀνυπακοή»[9]. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος συνιστᾶ ἕνα πρᾶγμα: Νά ἀποφεύγουμε τούς κακούς ἐπισκόπους· «ἕν ἐκτρέπου μοι, τούς κακούς ἐπισκόπους»[10]. Καυχᾶται, γιατί ἀγωνιζόμενος καί αὐτός γιά θέματα πίστεως, γιά τίς ἀλήθειες τῆς πίστεως, βρέθηκε νά εἶναι ἀνάμεσα στούς συκοφαντουμένους καί διωκομένους, στούς «ἀπεχθανομένους». Δικαιολογεῖ τήν καύχησή του λέγοντας ὅτι εἶναι καλύτερος ὁ πόλεμος ἀπό τήν εἰρήνη πού χωρίζει ἀπό τόν Θεό· «Κρείττων γάρ ἐπαινετός πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ»[11]. Ὁ ὁμόψυχος, ὁμόφρων καί πρωτοστάτης στούς ἀγῶνες γιά τήν Πίστη, μεγάλος Καππαδόκης ἐπίσης Θεολόγος Μ. Βασίλειος στήν γνωστή ἀπάντησή του στόν Ἀρειανό αἱρετικό ἔπαρχο Μόδεστο, πού ἀπόρησε, γιατί δέν συνάντησε ἄλλο ἐπίσκοπο πού νά τοῦ μίλησε μέ τέτοια παρρησία, τοῦ ἀπάντησε ὅτι ἴσως δέν συνάντησε ἀληθινό ἐπίσκοπο, διότι, ἄν συναντοῦσε, ἔπρεπε ἀγωνιζόμενος γιά τόσο ὑψηλά θέματα νά τοῦ ἀπαντήσει κατά τόν ἴδιο τρόπο. Καί συμπλήρωσε ὅτι ὡς πρός ὅλα τά ἄλλα θέματα οἱ τῆς Ἐκκλησίας εἴμαστε ἐπιεικεῖς, εἰρηνικοί καί ταπεινοί· δέν ὑψώνουμε φωνή ὄχι μόνο σέ κρατικούς ἀξιωματούχους, ἀλλά καί στόν πιό ἁπλό ἄνθρωπο. Ὅπου ὅμως κινδυνεύει ὁ Θεός, κινδυνεύει ἡ Ὀρθοδοξία, περιφρονοῦμε ὅλα τά ἄλλα, καί πρός τόν Θεό μόνον βλέπουμε· «Οὗ δέ Θεός τό κινδυνευόμενον καί προκείμενον τ᾽ ἄλλα περιφρονοῦντες πρός Αὐτόν μόνον βλέπομεν»[12]. Καί ὁ ἄλλος τῆς Τριάδος τῶν Ἱεραρχῶν, ὁ μεγαλομάρτυς Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, πού κατασυκοφαντήθηκε, καταδικάσθηκε, ἐξορίσθηκε ἀπό ἀναξίους συνεπισκόπους του καί πέθανε τελικῶς στήν ἐξορία, γράφει πρός τήν διακόνισα Ὀλυμπιάδα ὅτι δέν φοβᾶται κανένα, ὅπως φοβᾶται τούς ἐπισκόπους, πλήν ὀλίγων· «Οὐδένα γάρ λοιπόν δέδοικα ὡς τούς ἐπισκόπους, πλήν ὀλίγων»[13]. Ὁ ἴδιος ἑρμηνεύοντας τά λόγια τοῦ Χριστοῦ «Μή νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπί τήν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλά μάχαιραν»[14], λέγει ὅτι δέν εἶναι πάντοτε καλή ἡ ὁμόνοια, γιατί καί οἱ ληστές ὁμονοοῦν. Ὁ Θεός θέλει τήν εἰρήνη καί τήν ὁμόνοια νά συνυπάρχουν μέ τήν εὐσέβεια· ὅταν δέν ὑπάρχει ἡ εὐσέβεια, δικαιολογεῖται ὁ πόλεμος καί ἡ διάσταση· «Οὐ γάρ πανταχοῦ ὁμόνοια καλόν, ἐπεί καί λησταί συμφωνοῦσιν…Αὐτός μέν γάρ ἐβούλετο πάντας ὁμονοεῖν εἰς τόν τῆς εὐσεβείας λόγον· ἐπειδή δέ ἐκεῖνοι διεστασίαζον, πόλεμος γίνεται»[15].
Καυχώμαστε λοιπόν καί ἐμεῖς γιατί περάσαμε ἀπό τά λόγια στά ἔργα, γιατί διαπιστώσαμε ὅτι κινδυνεύει ἡ πίστη μας, ἡ Ἁγία Ὀρθοδοξία, «Θεός τό κινδυνευόμενον», γιατί διαχωρίσαμε τήν θέση μας ἀπό τούς κακούς ἐπισκόπους καί δείξαμε μέ τήν διακοπή τῆς μνημόνευσής τους ὅτι δέν ἔχουμε τήν ἴδια πίστη μέ αὐτούς, ὅτι ἡ ὁμόνοια καί ἡ εἰρήνη δέν εἶναι πάντοτε καλό, ὅταν δέν συνοδεύονται ἀπό τήν εὐσέβεια καί τήν ἀλήθεια, ὅτι στίς περιπτώσεις αὐτές τῆς ἀσεβείας καί τῆς αἱρέσεως εἶναι προτιμότερος ὁ πόλεμος ἀπό τήν εἰρήνη, ἀπό τό βόλεμα καί τήν καλοπέραση, γιατί αὐτά μᾶς χωρίζουν ἀπό τόν Θεό· «Κρείττων γάρ πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ».
4. Παραμένουμε ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Ποιοί εἶναι ἐκτός. Τό παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Μαξίμου καί τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ
Εὐχαριστοῦμε τούς ἀδελφούς κληρικούς πού μνημονεύουν ἀκόμη τούς ἐπισκόπους τους, ἀλλά συμφωνοῦν μαζί μας, εἴμαστε ὅλοι μαζί, μνημονεύοντες καί μή μνημονεύοντες, μέσα στά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καί ἀγωνιζόμαστε ἐναντίον τῶν αἱρέσεων, ἐναντίον τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καί παίρνουμε ἀποστάσεις ἀπό τούς κακούς ἐπισκόπους. Εὐχαριστοῦμε ὅλους ἐσᾶς, τά πνευματικά μας παιδιά, τούς μαθητάς μας καί ὅσους ἄλλους μᾶς ἀκολουθοῦν, γιατί ξεπεράσατε τίς ἐπιφυλάξεις, τίς συκοφαντίες, τίς φοβίες πώς δῆθεν, ἄν μᾶς ἀκολουθήσετε, θά βγῆτε ἐκτός Ἐκκλησίας, τήν ἀπειλή πώς θά εἴσθε ἀποσυνάγωγοι. Αὐτόν τόν φόβο δέν εἶχαν καί οἱ γονεῖς τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ τοῦ Εὐαγγελίου, οἱ ὁποῖοι ἀρνήθηκαν νά συμπαρασταθοῦν στόν υἱό τους, ἀρνήθηκαν νά ὁμολογήσουν τό θαῦμα, γιατί εἶχαν ἀποφασίσει οἱ τότε ἀρχιερεῖς καί οἱ τότε νομικοί καί θεολόγοι, οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι, ὅτι «ἐάν τις αὐτόν ὁμολογήσῃ Χριστόν ἀποσυνάγωγος γένηται»[16]; Διάδοχοι ἐκείνου τοῦ παρανόμου συνεδρίου εἶναι οἱ σημερινοί ἀρχιερεῖς καί θεολόγοι, πού διέστρεψαν μέ τόν Οἰκουμενισμό τό Εὐαγγέλιο, τήν Ὀρθοδοξία, καί ἔχουν ἀποφασίσει νά διώκουν, καί διώκουν, ὅσους ὁμολογοῦμε τήν ἀληθινή Πίστη.
Δέν φοβόμαστε ὅμως, γιατί ξέρομε ὅτι ὁ Χριστός δέν ἐπήνεσε οὔτε πῆγε νά βρεῖ τούς ἀρχιερεῖς πού ἀπειλοῦσαν μέ τό «ἀποσυνάγωγοι», μέ τό σημερινό «ἐκτός Ἐκκλησίας», οὔτε τούς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ πού φοβήθηκαν νά ὁμολογήσουν, ἀλλά πῆγε καί βρῆκε τόν τυφλό πού ἀνέβλεψε ὄχι μόνο σωματικά, ἀλλά καί πνευματικά μέ τό θάρρος τῆς ὁμολογίας καί τῆς ἀλήθειας. Ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία Του ὑπάρχουν ἐκεῖ πού ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια καί ὄχι ἐκεῖ πού ὑπάρχει ἡ αἵρεση καί ἡ πλάνη· ὅσοι εἶναι μέ τήν ἀλήθεια εἶναι μέσα στήν Ἐκκλησία, ὅσοι εἶναι μέ τήν αἵρεση εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας. Τό ἐκφράζει αὐτό ἄριστα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀκολουθώντας τήν προηγούμενη Πατερική Παράδοση, ἰδιαίτερα τόν Ἅγιο Μάξιμο, τόν ἐπαξίως καί ἁρμοζόντως ὀνομασθέντα Ὁμολογητή. Ἀμφότεροι εἶχαν ἀποτειχισθῆ, εἶχαν διακόψει τήν κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς ἐπισκόπους τῆς ἐποχῆς τους, ὁ Ἅγιος Μάξιμος μέ τούς Μονοθελῆτες καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος μέ τούς Βαρλααμίτες. Ὁ Μονοθελήτης Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως συμβουλεύει τόν Ἅγιο Μάξιμο νά ἀκολουθήσει τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία τότε συνολικά μέ τά πέντε πατριαρχεῖα Κωνσταντινουπόλεως, Ρώμης, Ἀντιοχείας, Ἀλεξανδρείας, Ἱεροσολύμων, εἶχε ταχθῆ ὑπέρ τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοθελητισμοῦ. Τοῦ εἶπε ὅτι πρέπει νά ἑνωθεῖ μέ τήν Ἐκκλησία, νά εἶναι ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, διαφορετικά ἀκολουθώντας τόν δικό του ἐκτός Ἐκκλησίας ξένο δρόμο θά ὑποστεῖ τίς συνέπειες. Χειρότερη ἡ κατάσταση ἀπό ὅτι στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης. Ὅλες οἱ τότε αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες στήν αἵρεση. Ὁλομόναχος ὁ Ἅγιος Μάξιμος στήν Ἀποτείχιση. Τί τούς ἀπάντησε δίνοντας καί σέ μᾶς παράδειγμα καί ἐπιχειρήματα; Ἡ Ἐκκλησία τούς εἶπε δέν βρίσκεται ἐκεῖ πού εἶναι ἡ αἵρεση, ἀλλά ἐκεῖ πού ὑπάρχει ἡ ὀρθή καί σωτήριος ὁμολογία τῆς Πίστεως[17].
Ἑπτακόσια χρόνια ἀργότερα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀναιρεῖ γράμμα τοῦ πατριάρχου Ἀντιοχείας Ἰγνατίου πρός τόν γνωστό Βαρλααμίτη καί λατινόφρονα πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννη Καλέκα, μέσα στό ὁποῖο τοῦ ἔγραψε ὅτι, ἀφοῦ ἐστήριξε τόν Βαρλαάμ καί τόν πατριάρχη καί κατέκρινε τόν Ἅγιο Γρηγόριο, ἐπιστρέφει τώρα στήν ἐκκλησία του, πού τοῦ ἐχάρισε ὁ Χριστός· «ἀπέρχεται ἡ μετριότης ἡμῶν εἰς τήν ἐκκλησίαν αὐτῆς, ἥν Χριστοῦ χάριτι γνησίως κεκλήρωται». Ὀργίζεται καί ἀγανακτεῖ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος σχολιάζοντας καί λέγει: Ποιός κλῆρος, ποιά γνήσια σχέση πρός τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νά ἔχει ἕνας συνήγορος τοῦ ψεύδους τῆς αἱρέσεως, πρός τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο εἶναι «στύλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας»[18] καί ἡ ὁποία μέ τήν Χάρη τοῦ Χριστοῦ μένει διαρκῶς ἀσφαλής καί ἀκράδαντη, στηριγμένη παγίως πάνω σ᾽ αὐτά πού στηρίζεται ἡ ἀλήθεια; Τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι ταυτισμένα μέ τήν ἀλήθεια· ὅσοι δέν εἶναι μέ τήν ἀλήθεια δέν ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία· «Καί γάρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί· καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί». Γι᾽ αὐτό καί αὐτοδιαψεύδονται, ὅταν ἀλληλοονομάζονται ποιμένες καί ἀρχιεποιμένες. Ὁ Χριστιανισμός δέν χαρακτηρίζεται ἀπό τά πρόσωπα ἀλλά ἀπό τήν ἀλήθεια καί τήν ἀκρίβεια τῆς πίστεως[19]. Ἕνας ἀποτειχισμένος, διωκόμενος ἱερομόναχος, δέν διστάζει νά θέσει ἐκτός ἐκκλησίας δύο πατριάρχες, τόν Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννη Καλέκα καί τόν Ἀντιοχείας Ἰγνάτιο, πού ἐξετόξευαν ἐναντίον του τοῦ κόσμου τίς κατηγορίες, ὅπως καί τώρα ἐκτοξεύουν ἐναντίον μας, καί νά τούς πεῖ ὅτι, ἐπειδή δέν εἶστε μέ τήν ἀλήθεια, ἀλλά μέ τήν αἵρεση, εἶστε ἐκτός Ἐκκλησίας, ἐνῶ ἐμεῖς, πού διώκετε, εἴμαστε μέ τήν ἀλήθεια, γι᾽ αὐτό καί εἴμαστε ἐντός τῆς Ἐκκλησίας.
5. Ἐκτός Ἐκκλησίας θά βρεθοῦν ὅσοι κοινωνήσουν μέ τό Οὐκρανικό σχίσμα, ἀκολουθώντας τόν πατριάρχη Βαρθολομαῖο
Λυπούμαστε εἰλικρινά ὄχι γιά τούς Οἰκουμενιστές πού σκόπιμα μᾶς κατηγοροῦν καί μᾶς θεωροῦν ὡς σχισματικούς καί ἐκτός Ἐκκλησίας, φοβίζοντας τούς ἁπλοϊκούς πιστούς γιά νά μή μᾶς ἀκολουθήσουν. Αὐτοί καλά κάνουν τήν δουλειά τους καί τό ἔργο πού τούς ἀνετέθη, ὥστε νά ἐξαπλωθεῖ ἡ ἀρρώστια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέσα στήν Ἐκκλησία. Λυπούμαστε γιά πολλούς ἀντιοικουμενιστές, οἱ ὁποῖοι, ἀντί νά μᾶς ἐπαινοῦν καί νά μᾶς ἐνθαρρύνουν, ὅπως συνιστᾶ ὁ 15ος Κανών τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τοῦ Μ. Φωτίου, ἀφήνουν στούς ἁπλοϊκούς πιστούς τήν ἐντύπωση ὅτι ἐμεῖς κάναμε λάθος πού προχωρήσαμε στήν Ἀποτείχιση, ἐνῶ αὐτοί ἔπραξαν σωστά, γιατί ἔμειναν μέσα στήν Ἐκκλησία, ἑπομένως ἐμεῖς τῆς Ἀποτειχίσεως εἴμαστε ἐκτός ἐκκλησίας. Ἔγραψα σέ ἄλλο μου κείμενο ὅτι τέτοια θεολογική ἀμάθεια καί ἀσχετοσύνη δέν τήν περίμενα, ἐκτός ἄν καλύπτουν μέ αὐτά τήν δική τους ἀτολμία νά προχωρήσουν ἀπό τά λόγια στά ἔργα, στίς πράξεις. Δέν θά ἀναιρέσω ἐδῶ ἀδελφικά αὐτήν τήν ἀδικαιολόγητη θέση· ἀρκοῦν ὅσα εἶπα· περισσότερα θά βροῦν στό μικρό τευχίδιο πού γι᾽ αὐτούς ἔγραψα καί πού ἐμνημόνευσα προηγουμένως μέ τίτλο «Δέν εἶναι σχίσμα ἡ Ἀποτείχιση. Ὀφειλόμενες ἐξηγήσεις».
Ἐμεῖς διακηρύξαμε πολλάκις ὅτι δέν πρόκειται νά προχωρήσουμε σέ σχίσμα μνημονεύοντες ἄλλους σχισματικούς ἐπισκόπους. Καί ἐπειδή κακοήθεις καί ψευδολόγοι διέστρεψαν τίς θέσεις μας καί διαδίδουν τοῦ κόσμου τά ψεύδη εἰς βάρος μας, λειτούργησαν οἱ πνευματικοί νόμοι καί φέρουν τώρα πολλούς πρό τοῦ φοβεροῦ διλήμματος νά κοινωνήσουν μέ ἕνα ἀληθινό σχίσμα, μέ ἀληθινούς σχισματικούς, καταδικασμένους καί καθηρημένους συνοδικά ἤ νά διακόψουν τήν κοινωνία καί τήν μνημόνευση τῶν ἐπισκόπων πού θά ἀναγνωρίσουν τούς σχισματικούς. Ἐννοοῦμε βέβαια τούς σχισματικούς τῆς Οὐκρανίας, στούς ὁποίους ὁ Οἰκουμενικός πατριάρχης Βαρθολομαῖος παρεχώρησε αὐτοκεφαλία, ἀφοῦ δῆθεν τούς ἀποκατέστησε στήν κανονικότητα, χωρίς νά ἔχει κανένα σχετικό δικαίωμα καί σχετική ἁρμοδιότητα, ἐπεμβαίνοντας σέ ξένη ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία καί καταπατώντας τήν αὐτονομία καί τήν πλήρη ἀνεξαρτησία αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν, ἐπεβεβαιώνοντας ἔτσι τήν νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Φαναρίου πού τοῦ δίνει δῆθεν τό δικαιώμα ὡς «πρώτου» νά ἐπεμβαίνει στά ἐσωτερικά τῶν ἄλλων ἐκκλησιῶν. Τώρα πλέον δέν εἶναι εὔκολο νά βρεθοῦν δικαιολογίες, ὥστε νά συνεχισθεῖ ἡ μνημόνευση τῶν ἐπισκόπων πού θά ἀναγνωρίσουν τούς σχισματικούς τῆς Οὐκρανίας. Ἤδη δύο ἐκκλησίες τῆς Ρωσίας καί τῆς Σερβίας διέκοψαν τήν κοινωνία μέ τήν Κωνσταντινούπολη, μέχρι τώρα δέ καμμία αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία δέν ἀναγνώρισε τήν αὐτοκεφαλία τῶν σχισματικῶν τῆς Οὐκρανίας, ὅπως θά μᾶς πεῖ ὁ π. Φώτιος στήν εἰσήγησή του. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, μολονότι καί αὐτή δέν ἀναγνώρισε τήν νέα ψευδοαυτοκέφαλη ἐκκλησία, ἀναβάλλει τήν λήψη ἀποφάσεων καί δέχεται πιέσεις, πολιτικές καί ἐκκλησιαστικές, ὥστε νά ἀρχίσει ἀπό αὐτήν τό ξήλωμα, καί νά παρασυρθοῦν στήν συνέχεια καί ἄλλες ἐκκλησίες, ὅπως θά μᾶς πεῖ ὁ π. Ἄγγελος.
Μᾶς ἐλύπησε ἡ παρέμβαση τοῦ μητροπολίτη Ναυπάκτου Ἱεροθέου, μέ τήν ὁποία ἐκτιμᾶ ὅτι πρέπει ἀναγκαστικά νά προχωρήσουμε στήν ἀναγνώριση τῆς αὐτοκεφαλίας, παραγνωρίζοντας ὅλους τούς ἱστορικούς καί ἱεροκανονικούς λόγους, πού προβάλλουν ὅλες σχεδόν οἱ ἐκκλησίες, καί τούς ὁποίους ἀναδείξαμε καί ἐμεῖς μέ εἰδικές μελέτες πού ἔχουν ἐκδοθῆ σέ βιβλία· τό δικό μας βιβλίο μέ τίτλο «Τό Οὐκρανικό Αὐτοκέφαλο. Ἀντικανονική καί διαιρετική εἰσπήδηση τῆς Κωνσταντινούπολης»[20], καί πρόσφατα ἐκυκλοφορήθη τό βιβλίο τοῦ π. ᾽Αναστασίου Γκοτσοπούλου μέ τίτλο: «Τό Οὐκρανικό Αὐτοκέφαλο. Συμβολή στόν Διάλογο»[21]. Μικρή γεύση τῶν θέσεων τοῦ π. Ἀναστασίου θά πάρουμε ἀπό τήν εἰσήγησή του. Στήν ἀπροσδόκητη παρέμβαση τοῦ μητροπολίτη Ναυπάκτου ἀπαντήσαμε μέ ἄρθρο μας στό Διαδίκτυο μέ τίτλο: «Σέ ἀδιέξοδο ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος γιά τό Οὐκρανικό. Σπεύδει σέ βοήθεια ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου», ἐνῶ μετά τήν πρόσφατη ἐπίσκεψη τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου στήν Κωνσταντινούπολη γιά τά ὀνομαστήρια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου (11 Ἰουνίου), ὅπου συναντήθηκε μέ τόν σχισματικό μητροπολίτη Κιέβου Ἐπιφάνιο, ἐξέφρασα τίς ἀνησυχίες μου μέ ἄρθρο ὑπό τόν τίτλο «Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἀπειλεῖται. Ἀδύναμος κρίκος ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος».
Στήν Οὐκρανία ἐνεργώντας ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος ἀντισυνοδικά ὡς «πρῶτος ἄνευ ἴσων» κατά τήν καινοφανῆ ἐκκλησιολογία τοῦ Φαναρίου καί ἀγνοώντας τήν κανονική τοπική αὐτόνομη ἐκκλησία, τήν ὑπό τόν μητροπολίτη ᾽Ονούφριο, καί τήν Μητέρα Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, στήν δικαιοδοσία τῆς ὁποίας ὑπάγεται, ὄχι μονο δέν ἀποκατέστησε τήν ἑνότητα, ἀλλά διηύρυνε καί μεγάλωσε τό σχίσμα, μέ διωγμούς καί μῖσος ἐναντίον τῶν μή σχισματικῶν Ὀρθοδόξων, ὅπως πληροφορούμαστε ἀπό τήν εἰδησεογραφία καί ὅπως θά ἀκούσουμε καί ἀπό τόν ἐξ Οὐκρανίας αὐτόπτη μάρτυρα ὁμιλητή μας. Τό σχίσμα μάλιστα δέν παραμένει στήν Οὐκρανία, ἀλλά ἐπεκτείνεται σέ ὅλο τόν ἐκκλησιαστικό χῶρο τῶν Ὀρθοδόξων. Ἐμεῖς προχωρήσαμε στήν Ἀποτείχιση γιά θέματα πίστεως, γιά τήν ἐκκλησιοποίηση τῶν αἱρέσεων στήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, τήν συνοδική ἔγκριση τῆς συμμετοχῆς μας στό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», δηλαδή αἱρέσεων, καί τήν ἀποδοχή τῶν αἱρετιζόντων κειμένων τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων. Τώρα οἱ Ἀποτειχίσεις καί ἡ διακοπή κοινωνίας μεταξύ τοπικῶν ἐκκλησιῶν, γιά δικαιοδοσίες καί θρόνους, δικαιολογημένες ἀπό τήν ἱεροκανονική εὐταξία, θά προκαλέσουν εὐρύτατο σχίσμα, δυσθεράπευτο. Αὐτό δείχνει πώς ἡ εὐαισθησία γιά θέματα πίστεως ἔχει ἐξασθενήσει στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο, λόγῳ τῶν συγκρητιστικῶν ἐπιδράσεων τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τῆς δῆθεν Νέας Ἐποχῆς.
6. Αἵρεση καί σχίσμα καρποί τῆς νέας αἱρετικῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ Φαναρίου. Οἱ δύο βασικές γραμμές τῆς νέας ἐκκλησιολογίας
Αἵρεση καί σχίσμα, τά δύο χειρότερα δεινά γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά κυρίως τά δύο χειρότερα ἐμπόδια γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, εἶναι ἤδη παρόντα στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, καρποί καί γεννήματα τῆς νέας ἐκκλησιολογίας τοῦ Φαναρίου, ἡ ὁποία ἀναπτύχθηκε καί ἀναπτύσσεται συστηματικά ἀπό τόν περασμένο αἰώνα, κυρίως ἀπό τήν ἐποχή τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα, ἐντονώτερα ὅμως καί προκλητικά τώρα ἀπό τόν πατριάρχη Βαρθολομαῖο καί τούς λοιπούς κληρικούς καί θεολόγους τῆς πατριαρχικῆς αὐλῆς. Ἔχουν γραφῆ πολλά καί ἀξιόλογα γιά τήν νέα αὐτή ἐκκλησιολογία καί τίς ἐπί μέρους πτυχές της, πού ἦταν ἀδύνατο νά παρουσιασθοῦν σέ μία εἰκοσάλεπτη εἰσήγηση. Θά ἐπιχειρήσουμε σύν Θεῷ νά τήν συνθέσουμε καί νά τήν σχολιάσουμε στό μέλλον. Δύο πάντως εἶναι οἱ κατευθυντήριες γραμμές της, ὅπως ὑπαινιχθήσαμε ἐνωρίτερα. Ἡ πρώτη διαλύει τήν Ἐκκλησία, τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, πού δέν ὑπάρχει πλέον πουθενά. Ὁ Ἀθηναγόρας ἔλεγε ὅτι θά ἐπαινιδρύσουμε τήν Ἐκκλησία. Ὑπάρχουν μόνο διηρημένα κομμάτια αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας πού πρέπει νά ἑνωθοῦν, χωρίς γιά τήν ἕνωση αὐτή νά ἀπαιτεῖται ἑνότητα στήν πίστη οὔτε ἑνιαῖο βάπτισμα. Καί οἱ αἱρετικοί εἶναι μέσα στήν Ἐκκλησία, γι᾽ αὐτό καί ὀνομάσαμε στό Κολυμπάρι τίς αἱρέσεις ἐκκλησίες· εἶναι ἡ περίφημη προτεσταντική θεωρία τῶν κλάδων. Τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν εἰσάγει στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς νά ἔχει σημασία ἡ πίστη τοῦ βαπτίζοντος καί βαπτιζομένου, οὔτε ὁ τρόπος τελέσεως τοῦ βαπτίσματος. Γι᾽ αὐτό καί ἀπαγορεύεται ὁ ἀναβαπτισμός τῶν αἱρετικῶν. Εἶναι ἡ βαπτισματική θεολογία τοῦ μητροπολίτη Περγάμου καί ἄλλων.
Ἡ δεύτερη καταστροφική γραμμή τῆς νέας αἱρετικῆς ἐκκλησιολογίας διαλύει τό συνοδικό σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας καί θεσμοθετεῖ καί γιά τήν Ἀνατολή τήν παγκόσμια δικαιοδοσία τοῦ «πρώτου», τοῦ πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Τά ἁπλά «πρεσβεῖα τιμῆς» τοῦ πρώτου μετατρέπονται σέ «πρωτεῖο ἐξουσίας καί δικαιοδοσίας». Ὁ Κωνσταντινουπόλεως δέν εἶναι ὁ προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλά ὁ πατριάρχης ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων. Δέν εἶναι πλέον ὁ «πρῶτος μεταξύ ἴσων» (primus inter pares), ἀλλά «πρῶτος ἄνευ ἴσων» (primus sine paribus), κατά τήν γλοιώδη καί δουλοπρεπῆ ἐκκλησιολογία τοῦ μητροπολίτου Προύσσης Ἐλπιδοφόρου, πού τόν ἔστειλε τώρα ὡς ἀρχιεπίσκοπο στήν Ἀμερική γιά νά φωτίσει καί τούς ἐκεῖ. Καί τό χειρότερο πού ἐξέπληξε ἀκόμη καί τούς παπικούς στόν θεολογικό διάλογο μέ τούς Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι παπικοί στηρίζουν τό πρωτεῖο τοῦ πάπα στόν ἀπόστολο Πέτρο, διάδοχο τοῦ ὁποίου θεωροῦν τόν πάπα: Ὁ δικός μας «Ὀρθόδοξος» μητροπολίτης Περγάμου, ὁ μεγαλοφυής θεολόγος, ἀνέβασε τό πρωτεῖο πολύ πιό ψηλά, τοῦ ἔδωσε βλάσφημη τριαδολογική θεμελίωση καί ἐδίδαξε ὅτι, ὅπως στήν Ἁγία Τριάδα ὑπάρχει πρῶτος, ὁ Πατήρ, ἔτσι καί στήν Ἐκκλησία πρέπει νά ὑπάρχει πρῶτος. Ἡ μοναρχία τοῦ Πατρός στήν Ἁγία Τριάδα, δικαιολογεῖ τήν μοναρχία τοῦ πρώτου στήν Ἐκκλησία, ὅπως θά μᾶς ἐξηγήσει ὁ π. Σεραφείμ στήν εἰσήγησή του. Γι᾽ αὐτό ὁ μονάρχης «πρῶτος» τοῦ Φαναρίου δέν ὑπολόγισε τούς ἀπόντες τέσσαρες πατριάρχες στήν «σύνοδο» τῆς Κρήτης, δέν ἐκάλεσε ὅλους τούς ἴσους μέ αὐτόν ἐπισκόπους, ἀλλά ὅσους ἤθελε, δέν ἔδωσε δικαίωμα ψήφου σέ ὅσους παρέστησαν, καί ἀπείλησε καί ἀπειλεῖ ὅλους ἐμᾶς πού ἀντιδροῦμε, εἰσπηδώντας σέ κανονικό ἔδαφος αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν. Γι᾽ αὐτό κάνει ὅ,τι θέλει στό Οὐκρανικό Αὐτοκέφαλο καί δέν ὑπολογίζει κανέναν, ἔχοντας μάλιστα ἀντίθετες ὅλες τίς τοπικές αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες. Θά ἀντιληφθοῦν, ἔστω καί τώρα οἱ προκαθήμενοι πού τοῦ ἐπέτρεψαν τό «πρωτεῖο» στήν Κρήτη, ὅτι ὁ πρῶτος γίνεται ὁ πάπας τῆς Ἀνατολῆς, ὅτι ὁ μόνος πρῶτος δέν θεωρεῖ ἴσους οὔτε καί τούς πρώτους.
Ἐπίλογος
Πέρυσι ἤμασταν πάλι ἐδῶ στήν Θεσσαλονίκη σέ παρόμοια ἐπιτυχημένη ἡμερίδα μέ θέμα: «2 χρόνια μετά τό Κολυμπάρι. Αἵρεση-Καθαίρεση-Ὀρθόδοξη Ἀντίσταση». Ἐφέτος καί πάλι ἐδῶ μέ τήν ἴδια ἀποφασιστικότητα γιά Ὀρθόδοξη ἀντίσταση καί ὁμολογία, σέ ἕνα κλῖμα ἐκκλησιολογικά πιό βεβαρυμμένο ἀπό τήν ψευδοαυτοκεφαλία τῶν Οὐκρανῶν. Ἐλπίζουμε καί εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ὁ Θεός δέν θά ἐπιτρέψει στούς νέους ἐκκλησιολόγους τοῦ Φαναρίου νά διαλύσουν τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία μέ τίς βλάσφημες τριαδολογικές μοναρχίες καί θά μᾶς ἐνισχύσει νά κρατήσουμε τίς ἀποστάσεις ἀπό τούς κακούς ἐπισκόπους. Τό Οὐκρανικό σχίσμα θά δοκιμάσει τίς συνειδήσεις πολλῶν.

[1]. Ματθ. 12, 33: «Ἤ ποιήσατε τό δένδρον καλόν, καί τόν καρπόν αὐτοῦ καλόν, ἤ ποιήσατε τό δένδρον σαπρόν, καί τόν καρπόν αὐτοῦ σαπρόν· ἐκ γάρ τοῦ καρποῦ τό δένδρον γινώσκεται».
[2]. Ἐκδόσεις «Τό Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2016.
[3]. Ἐκδόσεις «Τό Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2017.
[4]. Ἐκδόσεις «Τό Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2017.
[5]. Ἐκδόσεις «Τό Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2017.
[6]. Βλ. τό κείμενο εἰς Ιωαννου Καρμιρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. ΙΙ, Akademische Druck-u. Verlagsanstalt, Graz-Austria 19682, σελ. 920: «Ἔπειτα παρ᾽ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστής τῆς θρησκείας ἐστίν αὐτό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτός ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τό θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καί ὁμοειδές τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ».
[7]. Ματθ. 7, 21-24.
[8]. «Οἱ γάρ δι᾽ αἵρεσίν τινα παρά τῶν ἁγίων Συνόδων, ἤ Πατέρων, κατεγνωσμένην, τῆς πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τήν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος, καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾽ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι».
[9]. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Κακή Ὑπακοή καί Ἁγία Ἀνυπακοή, Θεσσαλονίκη 2006.
[10]. Ἔπη εἰς ἑαυτόν, Ποίημα ιβ´, Εἰς ἑαυτόν καί περί ἐπισκόπων, ΕΠΕ 10, 174.
[11]. Ἀπολογητικός τῆς εἰς Πόντον φυγῆς 82, ΕΠΕ 1, 176.
[12]. Γρηγοριου Θεολογου, Ἐπιτάφιος εἰς Μ. Βασίλειον 48-50, ΕΠΕ 6, 208-210.
[13]. Ἐπιστολή 14, 4, PG 52, 617.
[14]. Ματθ. 10, 34.
[15]. Εἰς Ματθ. Ὁμ. 35, 1, PG 57, 405.
[16]. Ἰω. 9, 22: «Ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τούς Ἰουδαίους· ἤδη γάρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτόν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται».
[17]. Πρός Ἀναστάσιον μονάζοντα, PG 90, 132 A: «Χθές ὀκτωκαιδεκάτῃ τοῦ μηνός, ἥτις ἦν ἡ Ἁγία Πεντηκοστή, ὁ πατριάρχης ἐδήλωσέ μοι λέγων: Ποίας Ἐκκλησίας εἶ; Βυζαντίου; Ρώμης; Ἀντιοχείας; Ἀλεξανδρείας; Ἱεροσολύμων; Ἰδού πᾶσαι μετά τῶν ὑπ᾽ αὐτάς ἐπαρχιῶν ἡνώθησαν. Εἰ τοίνυν εἶ τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἑνώθητι, μήπως ξένην ὁδόν τῷ βίῳ καινοτομῶν πάθῃς ὅπερ οὐ προσδοκᾷς. Πρός οὕς εἶπον: Καθολικήν Ἐκκλησίαν τήν ὀρθήν καί σωτήριον τῆς εἰς αὐτόν πίστεως ὁμολογίαν, Πέτρον μακαρίσας ἐφ᾽ οἷς αὐτόν καλῶς ὡμολόγησεν, ὁ τῶν ὅλων εἶναι Θεός ἀπεφήνατο. Πλήν μάθω τήν ὁμολογίαν, ἐφ᾽ ἥν πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν γέγονεν ἡ ἕνωσις· καί τοῦ γενομένου καλῶς οὐκ ἀλλοτριοῦμαι».
[18]. Α´ Τιμ. 3, 15.
[19]. Ἀναίρεσις γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας 3, ΕΠΕ 3, 608: «Καί γάρ οἱ τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί· καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες, οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί, καί τοσοῦτο μᾶλλον, ὅσον ἄν καί σφῶν αὐτῶν καταψεύσοιντο, ποιμένας καί Ἀρχιποίμενας ἱερούς ἑαυτούς καλοῦντες καί ὑπ᾽ ἀλλήλων καλούμενοι· μηδέ γάρ προσώποις τόν Χριστιανισμόν, ἀλλ᾽ ἀληθείᾳ καί ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα».
[20]. Ἐκδόσεις «Τό Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2018.
[21]. Ἐκδόσεις «Τό Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2019.


ΠΗΓΗ