Κυριακή 14 Ιουλίου 2019

Όψεις ενός νέου (;) πολιτικού τοπίου - Μετεκλογικές εκτιμήσεις και πρώτες διαπιστώσεις.



 

του Νεκτάριου Δαπέργολα

Διδάκτορος Ιστορίας

 

      Πέρασαν λοιπόν και αυτές οι εκλογές και δυστυχώς όσα δυσοίωνα γράφαμε μετά τις ευρωεκλογές του Μαΐου επαληθεύτηκαν πλήρως. Η χώρα απέκτησε μεν νέα κυβέρνηση στη θέση των μισελλήνων ολετήρων, αλλά η συνολική αυτή εξέλιξη - και έτσι όπως ήρθε - μόνο για πανηγυρισμούς δεν προσφέρεται. Κατ’ αρχάς αυτή η νέα κυβέρνηση σίγουρα δεν είναι αυτό που θα μπορούσε να ονειρευτεί ή να ελπίσει κανείς ότι είναι δυνατόν να βγάλει πραγματικά τη χώρα  από την οικονομική έστω κατάρρευση, πόσο δε μάλλον από την κοινωνική κρίση και κυρίως το βαθύ πνευματικό τέλμα. Αυτό ήταν εκ των προτέρων γνωστό. Μιλούμε για ένα παραδοσιακό κόμμα εξουσίας, και μάλιστα όχι μόνο με το γνωστό αμαρτωλό παρελθόν λόγω της ευρύτερης πολιτικής κρίσης και διαφθοράς δεκαετιών, αλλά περαιτέρω και με εμφανές νεοταξικό πρόσημο εδώ και αρκετά χρόνια, που λίγο διαφέρει πλέον από την εθνομηδενιστική και αθεϊστική αριστερά σε μία σειρά μειζόνων ζητημάτων, όπως τα εθνικά θέματα, η λαθρομετανάστευση, οι εξαρτήσεις από ξένα σκοτεινά κέντρα, η σεξουαλική και λοιπή θεματολογία της νεοεποχίτικης ατζέντας. Και αν σε κάτι διαφέρει είναι μάλλον κυρίως σε επίπεδο κάποιων διαχειριστικών ικανοτήτων, αισθητικής και ύφους εξουσίας, βασικά δε ως προς τον κύριο όγκο των ψηφοφόρων του, που διατηρούν ακόμη μία υποσυνείδητη έστω παραδοσιακότητα και κάποια πατριωτικά αντανακλαστικά, συνεπώς αποτελούν ανασχετικό παράγοντα απέναντι σε πολιτικές εξοφθαλμα αποδομητικές. Φυσικά, το ότι η χώρα απαλλάχθηκε από τους νευρωσικά, τόσο απροκάλυπτα και τόσο χυδαία μισέλληνες κι αντίχριστους έως χτες κυβερνώντες είναι άκρως θετικό και βαθύτατα ανακουφιστικό γεγονός (κανείς δεν μπορεί να είναι χειρότερος από τη μακράν πιο άθλια κι ελεεινή πολιτική ηγεσία που γνώρισε ποτέ στη μακραίωνη Ιστορία του αυτός ο τόπος). Και η αλήθεια είναι πως η νέα κυβέρνηση ξεκίνησε τη θητεία της με την προαναγγελία κάποιων θετικών σχεδίων και τη διατύπωση ορισμένων θετικών προθέσεων (θετικών μεν, σχεδίων ωστόσο ακόμη και προθέσεων). Για να είμαστε δίκαιοι, οφείλουμε να μη μηδενίζουμε συλλήβδην και να περιμένουμε για κάποιο χρονικό διάστημα πριν αποφανθούμε αρνητικά, πόσο δε μάλλον απορριπτικά. Και είναι βέβαιο πως κάποια πράγματα θα γίνουν (που ίσως μας φανούν και σημαντικά, πάντα σε σύγκριση με την προγενέστερη εκτεταμένη ασυδοσία και απόλυτη αλητεία). Κανείς ωστόσο δεν μπορεί δυστυχώς να τρέφει περαιτέρω αυταπάτες.

      Αν πάντως σε όλα όσα προαναφέρθηκαν μπορεί κάποιος να βρει και ορισμένες θετικές πτυχές, το δεύτερο γεγονός που μόνο προβληματισμό και κατήφεια μπορεί να γεννά, αφορά στο μέγεθος της ήττας (;) των μέχρι χτες κυβερνώντων. Το γράφαμε και μετά τις ευρωεκλογές ότι τα πανηγύρια όσων πίστευαν πως γλιτώσαμε πια από δαύτους είναι αδικαιολόγητα, γιατί στην πραγματικότητα δεν γλιτώσαμε καθόλου. Όχι μόνο το ποθούμενο (και απολύτως φυσιολογικό και δίκαιο, ανθ’ ων μιαρών εποίησεν) δεν ήρθε για την εν λόγω μηδενιστική, αντίχριστη κι εθνοαλλεργική φάρα, που θα ήταν να εξαχνωθεί και να αφανιστεί ολοκληρωτικά από προσώπου γης, αλλά εξήλθε από την πρόσφατη εκλογική διαδικασία και ενισχυμένη μάλιστα με αδιανόητα ποσοστά. Ποσοστά, τα οποία αναμφίβολα «επηρεάστηκαν» και από τις αντικανονικές ελληνοποιήσεις που έλαβαν χώρα μέσα στην τετραετία, σε ένα ακόμη βαθμό προφανώς οφείλονται και στην έλλειψη μιας ισχυρής και πειστικής αντίρροπης πολιτικής επιλογής (πράγμα που κυρίως γιγάντωσε την αποχή, για όσους δεν αποφάσισαν εντέλει να κινηθούν για μια ακόμη φορά με τη λογική του «μη χείρονος»), κατά τα λοιπά όμως αποτελούν ξεκάθαρα ένα ακόμη θλιβερό τεκμήριο της βαθιάς πνευματικής κρίσης και έσχατης κατάντιας στην οποία βρίσκεται πια ο λαός μας. Υπάρχουν φυσικά και τα σενάρια περί εκτεταμένης ηλεκτρονικής νοθείας, που όμως, παρότι δεν στερούνται βάσης, επιλέγω να μην τα επικαλεστώ εδώ, όχι μόνο επειδή είναι αναπόδεικτα, αλλά και επειδή θα αποπροσανατόλιζαν τη συζήτηση, ως προς τη διερεύνηση των ευθυνών μας. Και αυτές είναι πραγματικά βαρύτατες. Και ακόμη κι αν ένα μέρος αυτού του απίστευτου 31,5 % οφείλεται πράγματι σε αθέμιτα μέσα, οι ευθύνες μας και πάλι δεν αποσείονται. Οι ευθύνες μας για το ότι όχι μόνο φέραμε στα πράγματα και ακολούθως ανεχθήκαμε επί 4,5 χρόνια αυτόν τον απίστευτο προδοτικό συρφετό, αλλά τον επιβραβεύσαμε εντέλει και με τέτοιο τρόπο, στέλνοντάς τον στη Βουλή ως αξιωματική αντιπολίτευση, αντί στα λαϊκά δικαστήρια επί εσχάτη προδοσία. Και για το ότι αυτή η ακραία φασιστική σύναξη με την αριστερή προβιά παραμένει ισχυρή, παραμένει οιονεί ρυθμιστής μελλοντικών εξελίξεων και επίσης δυνητικός συσπειρωτικός πόλος ενός ευρύτερου παρασιτικού πολιτικού κόσμου που ανδρώθηκε (λεηλατώντας και διαγουμίζοντας την πατρίδα) ως σοσιαληστρική λοιμική σε όλη τη λεγόμενη Μεταπολίτευση.

      Το ότι παραμένει σε τέτοια θέση είναι ίσως το πλέον σημαντικό συμπέρασμα, η πλέον βαρύνουσα εξέλιξη. Κατά τα άλλα, ιδιαίτερες διαφοροποιήσεις στο πολιτικό σκηνικό δεν είχαμε, πέρα από κάποιες μάλλον ανούσιες αλλαγές: θετικές μεν οι εξελίξεις με την εξαΰλωση των εθνοπροδοτών ΑΝΕΛ, του ελληνοφοβικού Ποταμιού και της φασιστικής και νεοπαγανιστικής συμμορίας που βρώμισε και σπίλωσε επί μία δεκαετία (όχι μόνο αυτή, αλλά πρωτίστως αυτή) τη λέξη «πατριωτισμός». Ταυτόχρονα όμως και άκρως αναμενόμενες όλες αυτές οι εξελίξεις, καθώς τα εν λόγω μορφώματα έπαιξαν πια τον ρόλο τους και μια που είχαν πλέον πλήρως αποκαλυφθεί κι αποκαθηλωθεί, τώρα μπήκαν σε διαδικασία απόσυρσης κι αντικατάστασής τους από άλλα νεοταξικά αναχώματα και συστημικά δεκανίκια, όπως το «κίνημα» του εμφατικά άεθνου και μηδενιστή νάρκισσου και η κωμικοτραγική σύναξη του κίβδηλου τηλεπωλητή. Καμμία απολύτως έκπληξη εδώ λοιπόν. Το μείζον γεγονός συνεπώς παραμένει η τρομακτική ισχύς με την οποία δείχνει να εξέρχεται της εκλογικής διαδικασίας ο συριζαϊκός εσμός, ισχύς που θα τον οπλίσει με απίστευτο θράσος όχι μόνο εντός Βουλής, ούτε μόνο δια των ΜΜΕ που του ανήκουν (και ήδη έχουν αρχίσει ξετσίπωτα να κυκλοφορούν πρωτοσέλιδους τίτλους για…Δεξιά Χούντα και για Βόρεια Κορέα, με αφορμή τις απολύτως αυτονόητες άμεσες παρεμβάσεις στην ΕΡΤ και τα σώματα ασφαλείας), αλλά και δια των γνωστών κουκουλοφόρων στρατευμάτων (που σε άλλη φάση «μουδιάσματος» θα βρίσκονταν, αν σήμερα δεν μιλούσαμε για 31,5%, αλλά για κάποιο μονοψήφιο ή έστω μικρό διψήφιο ποσοστό).

       Η νέα κυβέρνηση λοιπόν δεν έχει και εκ τούτου ούτε περίοδο χάριτος, αλλά ούτε και δικαίωμα να αποτύχει (τουλάχιστον όχι παταγωδώς). Και δεν έχει φυσικά το δικαίωμα να αποτύχει ούτε και ως προς αυτό το τελευταίο: την πάταξη δηλαδή των κουκουλοφόρων συμμοριών, μαζί με ένα ευρύτερο στοιχειώδες νοικοκύρεμα στο θέμα της ασφάλειας του πολίτη και μία αυτονόητη επιστροφή σε κάποια στοιχειώδη κανονικότητα. Όσο πιο γρήγορα γίνει από τα μέλη της αντιληπτό ότι η ψήφος που έλαβαν προ ολίγων ημερών ήταν πρωτίστως ψήφος όχι επιδοκιμασίας προς αυτούς, αλλά αποδοκιμασίας προς τους άλλους, τόσο το καλύτερο. Αν δεν το πράξει, ούτε μακρόβια παρουσία στην εξουσία μπορεί να έχει, ούτε άλλη πολιτική ευκαιρία ίσως θα της δοθεί. Έχει την παραμικρή πρόθεση να «σπάσει αυγά» έστω σε κάποια μέτωπα, αποδεικνύοντας ότι όλα όσα λέμε περί στημένων πολιτικών παχνιδιών και εναλλαγής/ανακύκλωσης στην εξουσία ομάδων με διαφορετικά προσωπεία (αλλά με ίδιες αντιλήψεις και ίδια αφεντικά) δεν είναι απολύτως έτσι; Έχει την πρόθεση να διαφοροποιηθεί και να δώσει λύσεις σε κάποια έστω σοβαρά θέματα, παρά την (ούτως ή άλλως) δεδομένη νεοταξική της διάσταση και δομική αδυναμία ουσιαστικής παρέκκλισης από την κυρίαρχη ατζέντα; Ο χρόνος θα το δείξει. Έως τότε απλώς θα επαναλάβω ότι δεν πρέπει να είμαστε εκ των προτέρων αφοριστικοί. Σίγουρα όμως δεν θα τρέφουμε και ψευδαισθήσεις…