Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2020

Η ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΗ.

ΣΧΟΛΙΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ: Η εβδομάδα 18-25 Ιανουαρίου 2020 έχει αφιερωθεί στην προσευχή για την ενότητα των Χριστιανών. Επειδή πολλοί... έχουν κάνει τους Ιερούς Κανόνες... κουρελόχαρτα.. (λυπηρό αλλά αληθές)!... ας θυμηθούμε τί λέγει η Εκκλησία για τις συμπροσευχές.
π. Φώτιος Βεζύνιας


 
Ο Ίδιος ο Θεάνθρωπος Κύριος θεσπίζει την συμπροσευχή , όταν μας διαβεβαιοί «οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. ΙΗ΄ 20). Ο ιερός Χρυσόστομος, επαινών την κοινή - εκκλησιαστική προσευχή, υπογραμμίζει μεταξύ άλλων «Η της Εκκλησίας ευχή τον Πέτρον απο των δεσμών έλυσεν, του Παύλου το στόμα ηνἐωξε. Η τούτων ψήφος, ούχ ώς έτυχε, και τους επί τας πνευματικάς αρχάς ερχομένους κατακοσμεί» (PG. 61, 527).
Ο πιστός χριστιανός είναι μέλος του σώματος του Χριστού και όχι χριστιανός καθεαυτόν. Ακόμη και η προσευχή που επιτελείται «έν τώ ταμείω» είναι προσευχή κοινή, αφού την στιγμή εκείνη ο προσευχόμενος απευθύνεται πρός τον κοινόν Πατέρα, ώς μέλος της Εκκλησίας. Αυτό σημαίνει ότι η κοινή προσευχή, η συμπροσευχή, προυποθέτει για κάθε προσευχόμενο την ιδιότητα του πιστού μέλους της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Ακόμη προυποθέτει την κοινή πίστη πρός τον Ένα Τριαδικό Θεό.
Οι συμπροσευχόμενοι διαλέγονται μετά του Τριαδικού Θεού ώς υιοί Αυτού κατά χάριν. Ο προσευχόμενος κοινωνεί εσωτερικώς μετά της κεφαλής της Εκκλησίας τον Θεάνθρωπο Κύριο, όπως και ο συμπροσευχόμενος σε έναν κοινό διάλογο αληθείας και γνώσεως «εν Αγίω Πνεύματι».
Αυτή η κοινωνία των συμπροσευχόμενων μελών, έχοντας ως περιέχομενο την καθολική αλήθεια της Εκκλησίας, διασπάται όταν ένα ή περισσότερα μέλη αμφισβητούν, αλλοιώνουν ή απορρίπτουν την αποκαλυφθείσα αλήθεια. Και τούτο γιατί η αλήθεια είναι ο τρόπος υπάρξεως της Εκκλησίας, πέρα απο κάθε συμβατική έννοια και σκέψη. Η αλήθεια αυτή εκφράζεται μέσα απο την Αγία Γραφή και την αυθεντική ερμηνεία της στα Πατερικά συγράμματα και τις αποφάσεις των Συνόδων, οι οποίες έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα για τα μέλη της Εκκλησίας. Για τον λόγο αυτό προηγείται της συμπροσευχής η ομολογία πίστεως. Δεν είναι δυνατόν να υπάρξη συμπροσευχή, εαν δεν προυπάρχη ομοφωνία στην πίστη και στο βίωμα.
Η Εκκλησία είναι ενα Θεανθρώπινο σώμα, μία θανθρώπινη κοινωνία. Τα μέλη της δεν ζούν ατομικιστικά, αλλά σε μία οργανική ενότητα πίστεως και αγάπης, αποδεχόμενα την εκκλησιαστική αλήθεια «Αγαπήσωμεν αλλήλους ίνα εν ομονοία ομολογήσωμεν» (εκφώνηση Θείας Λειτουργίας). Το μέλος, το οποίο θα αποδεχθή την οποιαδήποτε αίρεση, αποκόπτεται απο την κοινωνία αυτή και κατ΄ αυτόν τον τρόπο δεν έχει την δυνατότητα της συν - προσευχής. Δεν είναι δυνατόν ο μή αποδεχόμενος την αποκαλυφθείσα αλήθεια περί Θεού να συνυπάρξη με τον αποδεχόμενο την προαναφερθείσα αλήθεια σε μιά στάση - προσευχής - ομολογίας της αποδοχής αυτής, πολλώ δέ μάλλον στην ευχαριστιακή κοινωνία εν τή Θεία Λειτουργία.
Η Εκκλησία αντέδρασε στο αλλόκοτο είδος της συμπροσευχής Ορθοδόξου μετά αιρετικού, επισημαίνουσα τα όρια της αλήθειας αφ΄ ενός και αφ΄ ετέρου το ανεπίτρεπτο της εκκλησιαστικής κοινωνίας και συμπροσευχής του Ορθοδόξου μέλους της μετά του αιρετικού. Η αντίδραση αυτλη φανερώνεται και εν ταύτω εκφράζεται μέσα απο τους ιερούς Κανόνες της Αποστολικής Συνόδου, των Οικουμενικών Συνόδων, αλλά και των Τοπικών, οι οποίες έλαβαν οικουμενικό κύρος. «... η Εκκλησία ούτε τις συμπροσευχές, ούτε τις συλλειτουργίες, ούτε τους συνεορτασμούς, ούτε τα συμβούλια, ούτε τις συνεδριάσεις, ούτε τις συνεστιάσεις αναγνωρίζει ως τρόπο θεραπείας και διορθώσεως των αντικανονικοτήτων. Και τούτο αποδεικνύεται και απο το γεγονός, ότι οι κανόνες όχι μόνον δεν προβλέπουν και δεν συνιστούν , αλλά αντιθέτως και απαγορεύουν αυτού του είδους τις ''θεραπείες''»(Π. Μπούμη, Η θεραπεία μιάς αντικανονικότητας (οι συνέπειες της Συλλειτουργίας), Αθήνα 1993, σσ. 5-6).

1. Κατά τους Αποστολικούς Κανόνες



Ο ΜΕ΄ κανόνας των Αγίων Αποστόλων διαλαμβάνει τα εξής «Επίσκοπος,ή πρεσβύτερος, ή διάκονος, αιρετικοίς συνευξάμενος μόνον, αφοριζέσθω·῝ εί δέ επέτρεψεν αυτοίς, ώς κληρικοίς ενεργήσαι τι, καθαιρείσθω» (Ράλλη - Πότλη, Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων...., τ. 2, σελ. 60). Ο κανόνας αυτός διαπραγματεύεται το θέμα της συμπροσευχής και ορίζει απερίφραστα να αφορίζεται - αποκόπτεται απο το σώμα της Εκκλησίας ο κληρικός όλων των βαθμίδων, ο οποίος θα συμπροσευχηθή μετά αιρετικών, χωρίς να καθαιρήται. Εάν, όμως, επιτρέψη στους αιρετικούς να ενεργοποιήσουν την ''ιερατική'' τους ιδιότητα, τότε πρέπει να υφίσταται την καθαίρεση (Βλ. Ιερόν Πηδάλιον, σσ 50-51).
Η συμπροσευχή του κληρικού μετά αιρετικού επιφέρει τον αφορισμό, ακόμη κι αν συμβή εκτός ιερού Ναού και ιεράς Ακολουθίας, βάσει του Ι΄ Αποστολικού κανόνον «Εί τις ακοινωνήτω, κάν έν οίκω συνεύξηται, ούτος αφοριζέσθω» (Ράλλη - Πότλη, ένθ. ανωτ., σελ. 14). Εάν, όμως, διενεργηθή συμπροσευχή έν τώ Ναώ, τότε επιβάλλεται η καθαίρεση του δράστου, κατά τον προαναφερθέντα ΜΕ΄ κανόνα των Αγίων Αποστόλων. Ο Βαλσάμων στην ερμηνεία του διευκρινίζει «Ενταύθα μή είπεις έν ναώ τον επίσκοπον και τους λοιπούς συνεύξασθαι μετά αιρετικών· οι τοιούτοι γάρ καθαιρεθήσονται κατά τον μστ΄ κανόνα, καθώς και ο επιτρέψας αυτοίς ΄΄ως κληρικοίς ενεργήσαι τι» (Ένθ. ανωτ., σελ. 60).
Συνοψίζοντας τα ανωτέρω εναργώς συμπεραίνουμε ότι ο Ορθόδοξος κληρικός, παντός βαθμού, συμπροσευχηθείς μετά αιρετικού, αφορίζεται. Εάν η συμπροσευχή συμβή σε χώρο λατρείας (ιερό ναό, ιερά μονή) τότε ο κληρικός καθαιρείται, όπως, επίσης, εάν επιτρέψη στον αιρετικό να λάβη ενεργό μέρος στην λατρεία· «εί δέ επέτρεψεν αυτοίς (τοίς αιρετικοίς) ώς κληρικοίς ενεργήσαι τι, καθαιρείσθω» (Αυτόθι).
Τα μέλη της Ρωμαιοκαθολικής «Εκκλησίας», των Διαμαρτυρομένων και άλλων αιρετικών παραφυάδων πιστεύουν ότι το Άγιο Πνεύμα δεν κατέρχεται κατά τρόπο τέλειο στα Μυστήρια ή ότι απλώς χορηγεί στους πιστούς ενα συναισθηματικό δεσμό. Τοιουτοτρόπως, με την θεολογική αυτλη θέση τους εξοβελίζουν ουσιαστικά τον κλήρο και τον λαό του Θεού απο τον χώρο των ακτίστων ενεργειών του Παναγίου Πνεύματος. Με αυτές τις προυποθέσεις πως υπάρχει δυνατότητα συμπροσευχής; Σε ποιόν Θεό απευθύνονται οι συμπροσευχόμενοι και τί το όμοιο και ταυτόσημο επιζητούν; Είναι δυνατόν κατ΄ εκείνη την στιγμή να ταυτισθή η σχετικοποιημένη ευαγγελική αλήθεια των αιρετικών ώς προς το Τριαδικό δόγμα με την απόλυτη τοιαύτη των Ορθοδόξων;
Ο ΜΣΤ΄ Αποστολικός κανόνας αποδεικνύει μέσω του περιεχομένου του την θεολογική αλήθεια περί της μή εγκυρότητος των μυστηρίων των αιρετικών «Επίσκοπον ή πρεσβύτερον, αιρετικών δεξαμένους βάπτισμα, ή θυσίαν, καθαιρείσθαι προστάττομεν. Τίς γάρ συμφώνησις Χριστώ πρός Βελίαρ; ή τίς μερίς πιστώ μετά απίστου;» (Ράλλη - Πότλη, ένθ. ανωτ., σελ. 61).
Ο προαναφερθείς Αποστολικός κανόνας ρητώς απαγορεύει την αποδοχή των απο αιρετικούς τελεσθέντων μυστηρίων του Βαπτίσματος και της Θείας Ευχαριστίας ως κανονικών μυστηρίων. Εκείνος ο Επίσκοπος ή ο πρεσβύτερος, ο οποίος ήθελε αποδεχθή τα μυστήρια αυτά ώς έγκυρα και κανονικά, να καθαιρήται. Ο Ζωναράς λέγει τα εξής «Τούς αιρετικούς, και τάς εκείνων τελετάς υπό των Ορθοδόξων βδελύττεσθαι χρή... Εί δέ τις Επίσκοπος, ή πρεσβύτερος, τον υπ΄ εκείνων (των αιρετικών) βαπτισθέντα δέξοιτο, ή προσαγωγήν τινα παρ΄ εκείνων εις θυσίαν προσαγομένην λάβοι, καθαιρεθήσεται» (Αυτόθι. Βλ. Οσίου Νικοδήμου, Ιερόν Πηδάλιον, σελ. 51).
Και τούτο γιατί η αποδοχή των μυστηρίων των αιρετικών εξαντλεί την αλήθεια στην στατικότητα της υποκειμενικής αγάπης και δεν περνά στην αντικειμενικότητα, εκεί όπου υπάρχει η αγάπη «έν αληθεία». Έτσι με την στάση αποδοχής υπονοείται ότι γίνεται δεκτή η αίρεση, δηλαδή η καθυπόταξη της Βιβλικής και Πατερικής αληθείας στην υποκειμενική και άρα στην αποσπασματική κατανόηση και βίωσή της. Ακόμη, καθίσταται φανερή η προσωπική εκτίμηση των ούτως φρονούντων κληρικών ότι δεν είναι απαραίτητο να αγωνισθούν για την διόρθωση των κακοδοξιών των αιρετικών. Χαρακτηριστικά εξηγεί ο Ζωναράς «ώς υπόνοιαν διδούς, ή τα όμοια εκείνοις φρονείν, ή τέως μή σπεύδειν πρός διόρθωσιν της εκείνων κακοδοξίας» (Αυτόθι). Ο Όσιος Νικόδημος, ερειδόμενος επί του χωρίου του Αποστόλου των Εθνών Παύλου «...είς κύριος, μία πίστις, έν βάπτισμα» (Εφ. Δ΄, 4) και μεταφέροντας την άποψη της εν Καρχηδόνι Συνόδου υπογραμμίζει τα εξής «Εί γάρ φησι, μία είναι η Καθολική Εκκλησία, και έν είναι το αληθές βάπτισμα, πως ημπορεί να είναι αληθές βάπτισμα το των αιρετικών και σχισματικών, εις καιρόν όπου αυτοί δεν είναι μέσα εις την Καθολική Εκκλησίαν, αλλ΄ εξεκόπησαν απο αυτήν διά της αιρέσεως. Εί δέ αληθές είναι το βάπτισμα των αιρετικών και σχισματικών, αληθές δέ είναι και το της ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, λοιπόν δεν είναι έν βάπτισμα, καθώς ο Παύλος βοά, αλλά δύο ''όπερ εστιν ατοπώτατον» (Ιερόν Πηδάλιον, ένθ. ανωτ..).
Δεν είναι δυνατόν κατά τον προαναφερθέντα κανόνα να συνυπάρχη το βάπτισμα το Θεανθρώπινο με το βάπτισμα το δαιμονικό. Πως θα δυνηθή να ταυτισθή ο πιστός με τον απίστο; Ή πως θα αποδείξει ο Ορθόδοξος κληρικός ότι τα μυστήρια των αιρετικών είναι άμοιρα χάριτος, όταν τα αποδέχεται; Για τον λόγο αυτό αποφαίνεται ο Αριστηνός «Βάπτισμα και θυσίαν αιρετικών δεξάμενος ιερεύς, ανίερος» (Ράλλη - Πότλη, ένθ. ανωτ.).
Η συμπροσευχή και η μυστηριακή κοινωνία συμβαίνουν μέσα στο σώμα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, η οποία δεν είναι νομοκανονική οργάνωση. Σε αντίθεση με τον Παπισμό όπου η προσευχή είναι δυνατόν να υφίσταται ως νομοκανονική σχέση κάθε πιστού με τον Θεό, ακόμη κι αν απουσιάζη η ενότητα πίστεως μεταξύ των μελών. Για τον λόγο αυτό δεν είναι δυνατόν να υπάρξη συμπροσευχή μετά των αποκομμένων μελών απο το σώμα της Εκκλησίας ή μυστηριακή κοινωνία μετ΄ αυτών («Και κατά ταύτα, όχι μόνον η συλλειτουργία και συνιερουργία αλλά και αυτή η είσοδος εις ετεροδόξους ναούς, χάριν προσευχής, απαγορεύεται ''κατ΄ ακρίβειαν''. '''Κατ΄ οικονομίαν'' δέ... επιτρέπεται ή εις ετεροδόξους ναούς ''χάριν προσκυνήσεως'' είσοδος, όχι όμως και το συνεύχεσθαι, πολλώ δέ μάλλον το συνεργείν ή συλλειτουργείν μετά των ετεροδόξων κληρικών», Ιερ. Ί. Κοτσώνη (Αρχ.) Η κανονική άποψις περί της επικοινωνίας μετά των ετεροδόξων (Intercommunio), Αθήναις 1957, σελ. 191).

Κατηγορηματικός ως πρός την συμπροσευχή είναι και ΞΔ΄ Αποστολικός κανόνας, ο οποίος διαλαμβάνει τα εξής «Εί τις κληρικός, ή λαικός, εισέλθη, εις συναγωγήν Ιουδαίων, ή αιρετικών προσεύξασθαι, και καθαιρείσθω, και αφοριζέσθω» (Ράλλη - Πότλη, ένθ΄ ανωτ., σσ.81-81). Ο κανόνας αυτός ρητώς απαγορεύει την συμπροσευχή κληρικών και λαικών μετά Ιουδαίων (σήμερα θα λέγαμε μετά αλλοθρήσκων) και αιρετικών. Η ποινή δέ, η οποία επιβάλλεται στους συμπροσευχηθέντας, είναι για μεν τους κληρικούς η καθαίρεση για δέ τους λαικούς ο αφορισμός. Ο Όσιος Νικόδημος, ερμηνεύοντας τον προηγούμενο κανόνα, τονίζει τα εξής «παρανομεί ο Χριστιανός εκείνος όπου συμπροσεύχεται με τους σταυρωτάς του Χριστού... αλλά και των Αιρετικών Εκκλησία και σύναξις ώς εναντία φρονούσα εις τους ορθοδόξους, δεν πρέπει να τιμάται, αλλά μάλλον να αποβάλληται» (Ιερόν Πηδάλιον, σελ. 85). Ο δέ Ζωναράς διασαφηνίζει «Μέγα αμάρτημα ο κανών ηγείται, τον Χριστιανόν εις Ιουδαίων συναγωγήν, ή αιρετικών, χάριν προσευχής, εισιέναι. Τίς γάρ συμφώνησις Χριστώ πρός Βελίαρ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου, κατά τον μέγαν Απόστολον;» (Ράλλη - Πότλη, ένθ΄ ανωτ. - Β΄ Κορ. ΣΤ΄, 14 κ.εξ.). Ο Ο΄ κανόνας των Αγίων Αποστόλων καθαιρεί τον κληρικό και αφορίζει τον λαικό, ο οποίος θα νηστεύση μετά Ιουδαίων ή θα συνεορτάση μετά αζύμων (όπως οι Ρωμαιοκαθολικοί) ή θα δεχθή τα δώρα τους (Βλ. και τον ΟΑ΄ κανόνα των Αγίων Αποστόλων, καθώς και τον ΙΑ΄ της εν Τρούλλω Οικουμενικής Συνόδου). Το ότι δεν πρέπει να συνεορτάζη ο Ορθόδοξος χριστιανός μετά των αιρετικών και των Ιουδαίων ούτε να λαμβάνη εξ΄ αυτών δώρα, το αποσαφηνίζουνοι τρείς κανόνες της εν Λαοδικεία Συνόδου ΛΖ΄, ΛΗ΄ και ΛΘ΄ «Ότι ού δεί παρά των Ιουδαίων, ή αιρετικών, τα πεμπόμενα εορταστικά λαμβάνειν, μηδέ συνεορτάζειν αυτοίς» (Ράλλη - Πότλη, ένθ. ανωτ., τ.3, σελ.206), «Ότι ού δεί παρά των Ιουδαίων άζυμα λαμβάνειν, ή κοινωνείν ταίς ασεβείαις αυτών (Αυτόθι) , και «Ότι ού δεί τοίς έθνεσιν συνεορτάζειν, και κοινωνείν τή αθεότητι αυτών» (Αυτόθι). Οι προαναφερθέντες ιεροί Κανόνες αποτρέπουν τους κληρικούς και τα λαικά μέλη της Εκκλησίας να πορευθούν τον δρόμο του συμβιβασμού και τους υποδεικνύουν τον δρόμο της «εν αληθεία» αγάπης. Η αγάπη «εν αληθεία» δεν επιτρέπει ευκόλους συναισθηματισμούς και ρευστοποίηση της πραγματικότητος. Αποτρέπει τις αμοιβαίες υποχωρήσεις και τις μετακινήσεις απο δογματικές θέσεις, οι οποίες είναι βασισμένες στην αποκαλυφθείσα αλήθεια «επιμένετε τή πίστει τεθεμελιωμένοι και εδραίοι και μή μετακινούμενοι απο της ελπίδος του ευαγγελίου ού ηκούσατε» (Κολ. Α΄, 23). Πως είναι δυνατόν ο συμπροσευχόμενος Ορθόδοξος χριστιανός να ενούται μετά της κεφαλής του σώματος της Εκκλησίας, τον Χριστό, και ταυτοχρόνως να συμπροσεύχεται με τον μή κοινωνούντα μετά του Χριστού αιρετικόν, ο οποίος διαφοροποιείται ως πρός την πίστη; Είναι δυνατόν να υπάρξη κοινωνία «εν τή προσευχή»; Και εαν δεν υφίσταται κοινωνία, πως θα χαρακτηρισθή αυτή η προσευχή ως συμπροσευχή; Σε τι θα μπορούσε να συνίσταται η κοινωνία «εν τή προσευχή», εαν το πιστεύω και γενικώτερα η σκέψη για τον Ενανθρωπήσαντα Λόγο δεν ταυτίζεται με την τοιαύτη του συμπροσευχομένου; Η κοινωνία «εν τή προσευχή» και «τή θεία Κοινωνία» στην Ορθόδοξο Εκκλησία δεν είναι συναισθηματική και επιφανειακή ενότητα μεταξύ των μελών, αλλ΄ είναι βαθειά οντολογική ενότητα εκάστου μέλους μετά του Θεανθρώπου Κυρίου και μετά των εν τώ Θεανθρώπω κοινωνούντων. Για τον λόγο αυτό οι προαναφερθέντες Αποστολικοί κανόνες αφ΄ ενός μέν τονίζουν την ενότητα της πίστεως και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, ως προυποθέσεις της συμπροσευχής, αφ΄ ετέρου δέ καθαιρούν κάθε ανώτερο και κατώτερο κληρικό, ο οποίος θα τολμήση να περιφρονήση την ως άνω αλήθεια. Αφορίζουν δέ και κάθε λαικό μέλος, το οποίο θα θελήση να ακολουθήση την ανεπίτρεπτο αυτή οδό της αντικανονικής συμπροσευχής.


Κατά τους Κανόνες των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων
και των Αγίων Πατέρων



Όπως είναι γνωστό, η Αποστολική Σύνοδος υπήρξε το υπόδειγμα του Συνοδικού συστήματος στην όλη ζωή της Εκκλησία. Όλοι σχεδόν οι ιεροί Κανόνες της Συνόδου αυτής εβασίσθησαν στην Αγία Γραφή, ως πηγή της Θείας Αποκαλύψεως. Οι Οικουμενικές και οι Τοπικές Σύνοδοι είναι, θα λέγαμε, η εν Αγίω Πνεύματι συνέχεια για την προσαρμογή του περιεχομένου της αποκαλυφθείσης αληθείας στην ζωή της Εκκλησίας. Στον σωτηριώδη αυτόν σκοπό αποβλέπουν και οι Κανόνες εκείνοι, οι οποίοι αναφέρονται στην συμπροσευχή μετά αιρετικών και αλλοδόξων, κυρίως των Τοπικών Συνόδων και των Αγίων Πατέρων, οι οποίοι έλαβαν οικουμενικό κύρος. Και τούτο γιατί οι Τοπικές Σύνοδοι και οι Άγιοι Πατέρες συνέθεσαν Κανόνες, οι οποίοι αναφέρονται στις ιδιαίτερες ποιμαντικές υποχρεώσεις των εποσκόπων των εκασταχού επαρχιών και αφορούσαν στις σχέσεις τους μετά των κληρικών, των λαικών μελών και των ασπασθέντων τις παντός είδους αιρέσεις. Τοιουτοτρόπως και στο θέμα της συμπροσευχής αναφέρονται περισσότερο οι Τοπικές Σύνοδοι, παρά οι Οικουμενικές, για τον λόγο ότι τοπικώς ενεφανίζοντο τα ειδικώτερα προβλήματα, τα προερχομένα απο τους παντός είδους αιρετικούς ή αλλοθρήσκους και επιλαμβάνονταν αυτών οι Τοπικές Σύνοδοι. Όλες, ωστόσο, οι τοπικές αυτές αποφάσεις και αποφάνσεις έλαβαν οικουμενικό κύρος (Απο τις Δ΄, ΣΤ΄ και Ζ΄ Οικουμενικές Συνόδους). Η εν Λαοδικεία Σύνοδος (364) με τον ΛΓ΄ κανόνα της ρητώς απαγορεύει την συμπροσευχή μετά αιρετικών. Προχωρεί, όμως, ένα βήμα περαιτέρω και προβαίνει στην απαγόρευση της συμπροσευχής και μετά των σχισματικών «Ότι ού δεί αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι» (Ράλλη - Πότλη, ένθ΄ ανωτ., τ.3, σελ. 198). Ο Ζωναράς, σχολιάζοντας τον ως άνω κανόνα, μεταξύ αλλων υπογραμμίζει και τα εξής «Αιρετικοί δέ λέγονται, οι περί την πίστιν σφαλλόμενοι· σχισματικοί δέ, οι περί μέν την πίστιν και τα δόγματα υγιώς έχοντες, διά τινας δέ αιτίας αποσχίζοντες και αντισυνάγοντες» (ένθ. ανωτ., σελ. 199). Πρέπει να γίνη σε όλους κατανοητό ότι αυτό το οποίο επιδιώκει και η προαναφερθείσα Σύνοδος, έχοντας ως βάση τις αποφάσεις της Αποστολικής Συνόδου, είναι να συνειδητοποιήση κάθε μέλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας ότι καλείται να ομολογή και να υπερασπίζεται την αλήθεια της παραδόσεως και να αντιτάσσεται και πρός αυτούς ακόμη τους Επισκόπους, εάν αυτοί εκπέσουν σε αίρεση ή αποδεχθούν την συμπροσευχή μετά αιρετικών και σχισματικών. Ο Β΄ κανόνας της εν Αντιοχεία Συνόδου με σαφήνεια τονίζει «...Μή εξείναι δέ κοινωνείν τοίς ακοινωνήτοις... Εί δέ φανείη τις των επισκόπων, ή πρεσβυτέρων, ή διακόνων, ή τις του κανόνος τοίς ακοινωνήτοις κοινωνών, και τούτον ακοινώνητον είναι, ώς αν συγχέοντα τον κανόνα της Εκκλησίας» (ένθ΄ ανωτ., σελ. 126). Η σοβαρότητα του ζητήματος περί συμπροσευχής εμφαίνεται και στην παρότρυνση της εν Λαοδικεία Συνόδου, με τον μστ΄ κανόνα, να μην επιτρέπονται οι αιρετικοί να εισέρχωνται στους Ορθοδόξους ναούς, εφόσον επιμένουν στην αίρεσή τους. «Περί του μή συγχωρείν τοίς αιρετικοίς εισιέναι εις τον οίκον του Θεού, επιμένοντας τή αιρέσει» (ένθ΄ ανωτ., σελ. 176). Ο Βαλσάμων, σχολιάζοντας τον ως άνω κανόνα, τονίζει «Σαφής ο κανών· ου γάρ συγχωρεί τοίς αιρετικοίς επιμένουσι τή αιρέσει, συνεκκλησιάζειν μετά ορθοδόξων» (Αυτόθι, Βλ. και τον Η΄ κανόνα της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου). Αλλά και ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Τιμόθεος (372), όταν ερωτήθηκε αν πρέπει ο Λειτουργός του Υψίστου να επιτελή την Θεία Λειτουργία παρόντων Αρειανών ή άλλων αιρετικών, απήντησε αρνητικώς. «Εί οφείλει κληρικός εύχεσθαι παρόντων Αρειανών, ή άλλων αιρετικών, ή εί ουδέν αυτόν βλάπτει οπόταν αυτός ποιή την ευχήν, ηγούν την προσφοράν; (Η ανωτέρω ερώτηση και η απόκριση που ακολουθεί επέχουν θέση κανόνος με οικουμενικό κύρος) Έν τή θεία αναφορά ο διάκονος προσφωνεί προ του ασπασμού· Οι ακοινώνητοι περιπατήσατε· ούκ οφείλουσιν ούν παρείναι, εί μή άν επαγγέλωνται μετανοείν, και εκφεύγειν την αίρεσιν» (ένθ΄ ανωτ., τ.4, σελ. 336). Ο Βαλσάμων έχει την γνώμη ότι δεν πρέπει να παραμένουν οι αμετανόητοι αιρετικοί ούτε μετά των κατηχουμένων. Λέγει χαρακτηριστικά «Εί μή επαγγέλονται αφίστασθαι της αιρέσεως, ουδέ τοίς κατηχουμένοις συστήσονται, αλλ΄ εκδιωχθήσονται» (Αυτόθι. Βλ. και σχόλιο Οσ. Νικοδήμου, Ιερόν Πηδάλιον, σελ. 670). Η εν Λαοδικεία Σύνοδος επισημαίνει στους πιστούς Ορθοδόξους Χριστιανούς ότι δεν επιτρέπεται να μεταβαίνουν στα κοιμητήρια ή τα μαρτύρια των αιρετικών, στα οποία έχουν ενταφιασθή ονομαστοί αιρετικοί ή μάρτυρες. Και τούτο γιατί αυτή η πράξη εντάσσεται στην συμπροσευχή, αφού προσεύχονται στον τόπο εκείνο μετά αιρετικών ή απευθύνουν την προσευχή τους σε αιρετικούς κοιμηθέντας, έστω και δια μαρτυρίου. «Περί του μή συγχωρείν εις τα κοιμητήρια, ή εις τα λεγόμενα μαρτύρια πάντων των αιρετικών απιέναι τους της εκκλησίας, ευχής ή θεραπείας ένεκα· αλλά τους τοιούτους, εάν ώσι πιστοί, ακοινωνήτους γίνεσθαι μέχρι τινός. Μετανοούντας δέ, και εξομολογουμένους εσφάλθαι, παραδέχεσθαι» (ένθ΄ ανωτ., τ.3, σελ. 179).


Η ενότητα της πίστεως και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος είναι οι προυποθέσεις, οι οποίες οδηγούν όπως ήδη ετονίσθη, στην συμπροσευχή και γενικώτερα στην κοινωνία των προσώπων «εν Χριστώ». Για τον λόγο αυτό οι Πατέρες της εν Λαοδικεία Συνόδου, στηριζόμενοι στους Ο΄, ΟΑ΄ και ΜΕ΄ Αποστολικούς κανόνες, συνέθεσαν τέσσερις κανόνες (ΛΒ΄, ΛΖ΄, ΛΗ΄, ΛΘ΄), με τους οποίους αποσαφηνίζουν όσα εξέθεσαν εκείνοι, υποδεικνύοντες κατ΄ αυτόν τον τρόπον την ορθή στάση των Ορθοδόξων κληρικών και λαικών έναντι των αιρετικών και αλλοθρήσκων στο θέμα τηυς συμπροσευχής και της μετ΄ αυτών κοινωνίας. «Ότι ου δεί αιρετικών ευλογίας λαμβάνειν, αιτινές εισιν αλογίαι μάλλον, ή ευλογίαι» (Ένθ. ανωτ. σελ.198)«Ότι ου δεί παρά των Ιουδαίων, ή αιρετικών, τα πεμπόμενα εορταστικά λαμβάνειν, μηδέ συνεορτάζειν αυτοίς» (Στον συνεορτασμό μετά αιρετικών και αλλοθρήσκων υποφώσκει συμπροσευχή και κοινωνία έξω απο τον χώρο της κοινωνίας πίστεως και Αγίου Πνεύματος. Η σοβαρότητα του ζητήματος της κοινωνίας Ορθοδόξων και αιρετικών εμφαίνεται και στον κανόνα αυτόν, ο οποίος δεν επιτρέπει ούτε την ανταλλαγή δώρων. Βλ. και τον Ξ΄ κανόνα της εν Καρθαγένη Συνόδου)«Ότι ου δεί παρά των Ιουδαίων άζυμα λαμβάνειν, ή κοινωνείν ταίς ασεβείαις αυτών» (Οι πράξεις των αλλοθρήσκων είναι , κατα την παρούσα Σύνοδο, ασέβειες)«Ότι ου δεί τοίς έθνεσι συνεορτάζειν, και κοινωνείν τή αθεότητι αυτών» (Ράλλη - Πότλη, ένθ΄ ανωτ., σελ. 206. Απαγορεύει η Σύνοδος αυτή τον συνεορτασμό Ορθοδόξων και απίστων (Αρχαιοελλήνων κ.τ.τ.) Βλ. και τον Ζ΄ κανόνα της εν Αγκύρα Συνόδου).
Αλλά και η εν Τρούλλω ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος επελήφθη του ως ανω ζητήματος με τον ΙΑ΄ κανόνα της, ορίζουσα «Μηδείς των εν ιερατικώ καταλεγομένων τάγματι, ή λαικός, τα παρά των Ιουδαίων άζυμα εσθιέτω, ή τούτοις προσοικειούσθω, ή εν νόσοις προσκαλείσθω, και ιατρείας παρ΄ αυτών λαμβανέτω, ή εν βαλανείοις τούτοις παντελώς συλλουέσθω· ει δέ τις τούτο πράξαι επιχειροίη, ει μέν κληρικός είη, καθαιρείσθω· ει δέ λαικός, αφοριζέσθω» (Ράλλη - Πότλη, ένθ. ανωτ., τ.2, σ.σ. 328-329). Ο κανόνας αυτός παρατίθεται για τον λόγο ότι πρέπει να επισημανθή η αυστηρότητα των Αγίων Πατέρων ως πρός την παντοία κοινωνία των Ορθοδόξων μετά αλλοθρήσκων και αιρετικών.
Η συμπροσευχή είναι, όπως ήδη ελέχθη, μυστήριο κοινωνίας «εν Χριστώ». Δεν είναι δυνατόν να κοινωνή ο Ορθόδοξος μετά του αιρετικού ή του αλλοθρήσκου μέσω της προσευχής ή του συνεορτασμού ή της ανταλλαγής δώρων ή συλλουόμενος ή ιατρευόμενος υπ΄ αυτών. Ο Βαλσάμων επισημαίνει «Σημείωσαι τον παρόντα κανόνα δια τους Λατίνους, τους εορτάζοντας μετά αζύμων, και δια τους ιατρευομένους παρά Ιουδαίων, και παρά αιρετικών· πάντες γαρ ούτοι αφωρισμένοι εισίν» (Αυτόθι).
Για να κατανοηθή δεόντως ο προαναφερθείς κανόνας είναι αναγκαίο ο μελετητής να γνωρίζη ότι αυτή η κοινωνία και συνύπαρξη «εν τη προσευχή» διασπάται απο την αίρεση. Η αίρεση είναι ολική ή μερική άρνηση της αποκαλυφθείσης αληθείας, που στην πράξη εκφράζεται ως κατάλυση της εν Χριστώ αγαπητικής κοινωνίας (Ο Όσ. Εφραίμ ο Σύρος συμβουλεύει «Μηδέποτε συμφιλιάσης μετά αιρετικών· μη συμπίης, μη συνοδοιπορήσης. Μη εισέλθης εις οίκον αυτών, μηδέ εις εκκλησίαν· πάντα γαρ όσα εισίν, ακάθαρτα εισίν...» Έργα 5, 116).
Θα ήθελα στο σημείο τούτο να επεκταθώ λίγο, πέρα απο το διαπραγματευόμενο θέμα μου, στα δύο Μυστήρια, του Βαπτίσματος και του Γάμου, ενδεικτικώς και όχι αναλυτικώς. Άλλωστε η συμπροσευχή εντάσσεται στο μυστήριο.
Η Ορθοδοξία διακηρύσσει ότι τα μυστήρια των αιρετικών είναι άκυρα, για τον λόγο ότι δεν επιδρά η άκτιστη χάρη του Παναγίου Πνεύματος. Η ενότητα στην πίστη, όχι σε οποιαδήποτε πίστη, αλλά στην Ορθόδοξη πίστη, είναι η πρωταρχική βάση για την intercommunio (δια-κοινωνία), για την πλήρη μυστηριακή κοινωνία μετά των αιρετικών.
Κατα τον ΞΗ΄ κανόνα των Αγίων Αποστόλων «τους γαρ παρά των τοιούτων (των αιρετικών δηλαδή) βαπτισθέντας, ή χειροτονηθέντας, ούτε πιστούς, ούτε κληρικούς είναι δυνατόν» (Ράλλη - Πότλη, ένθ. ανωτ., σελ. 87). Σχολιάζων ο Ζωναράς τον προαναφερθέντα κανόνα, μεταξύ άλλων λέγει «...ούτε γαρ βάπτισμα αιρετικών δύναταί τινα ποιήσαι Χριστιανόν, ούτε χειροτονία τούτων κληρικόν εργάσαιτο άν» (Αυτόθι- Άς δώσουν προσοχή οι Ορθόδοξοι εκείνοι, κληρικοί και λαικοί, οι οποίοι ομιλούν θετικώς περί της εγκυρότητος του βαπτίσματος των αιρετικών Ρωμαιοκαθολικών. Βλ. για το θέμα αυτό τους Ζ΄ και Ε΄ κανόνες των Β΄ και ΣΤ΄ Οικουμενικών Συνόδων αντίστοιχα, καθώς και τους Α΄ και ΜΖ΄ του Μ. Βασιλείου).
Ο Μ. Βασίλειος επιμένει στο του Αποστόλου των Εθνών Παύλου «Είς Κύριος, μία πίστις, εν βάπτισμα» (Εφ. Δ΄ 5) και απορρίπτει παντελώς το βάπτισμα των αιρετικών. Στον Α΄ κανόνα του το διασαφηνίζει «...το μεν των αιρετικών (βάπτισμα) παντελώς αθετήσαι» (Ράλλη - Πότλη, ένθ. ανωτ., τ.4, σελ. 89).
Επίσης, οι Άγιοι Πατέρες οι συγκροτήσαντες την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο, με τον ΟΒ΄ κανόνα τους απαγορεύουν την σλυναψη γάμου μεταξύ Ορθοδόξου και αιρετικού «Μη εξέστω ορθόδοξον άνδρα αιρετική συνάπτεσθαι γυναικί, μήτε μήν αιρετικώ ανδρί γυναίκα ορθόδοξον συζεύγνυσθαι· αλλ΄ ει και φανείη τι τοιούτον υπό τινος των απάντων γινόμενον, άκυρον ηγείσθαι τον γάμον, και το άθεσμον διαλύεσθαι συνοικέσιον· ου γαρ χρή τα άμικτα μιγνύναι ουδέ τώ προβάτω λύκω συμπλέκεσθαι, και τη του Χριστού μερίδι τον των αμαρτωλών κλήρον· ει δέ παραβή τις τα παρ΄ ημών ορισθέντα, αφοριζέσθω» (Ράλλη - Πότλη, ένθ. ανωτ., τ.2, σελ. 471). Ο Ζωναράς στα σχόλιά του λέγει μεταξύ των άλλων «Οι της συνόδου ταύτης ιεροί και θείοι Πατέρες...απαγορεύουσι τάς τοιαύτας συζυγίας (ορθοδόξων και αιρετικών) και γενομένας δέ, διασπάσθαι κελεύουσιν» (Αυτόθι).
Όλοι οι προαναφερθέντες Κανόνες των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, αλλά και οι κανόνες των Αγίων και θεοφόρων Πατέρων δεν επιτρέπουν την συμπροσευχή και την μυστηριακή κοινωνία των Ορθοδόξων μετά των αιρετικών και αλλοδόξων, για τον λόγο ότι η αίρεση επιζητεί να καθυποτάξη την εκκλησιαστική αλήθεια στον τεμαχισμένο μεταπτωτικό τρόπο υπάρξεως του ανθρώπου. Η Ορθόδοξος πιστη είναι η έκφραση της αποδοχής της αποκαλυφθείσης αληθείας και άρα μόνο εκείνος ο οποίος έχει ενταχθή σ΄ αυτή την κοινωνία της Ορθοδόξου πίστεως είναι αποδεκτός στην συμπροσευχή και την μυστηριακή κοινωνία και ενότητα. Ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος αναφωνεί «Τοιγαρούν παραιτού την κοινωνίαν των σχισματικών και αιρετικών» (Έργα 6, 176).
Η κοινωνία είναι σχέση και η σχέση προυποθέτει αυθυπέρβαση και ταύτιση. Υπερβαίνει ο Ορθόδοξος χριστιανός τον υποκειμενισμό του και ταυτίζεται με την εν Χριστώ αντικειμενική αλήθεια. Εάν δεν συμβαίνη το αυτό και με τον συμπροσευχόμενο καθίσταται αδύνατος και α-νόητος η συμπροσευχή.
Οι Αποστολικοί κανόνες, οι κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων και των Αγίων Πατέρων και Διδασκάλων της Εκκλησίας, τους οποίους προαναφέραμε, απαγορεύουν ρητώς την συμπροσευχή μετά αιρετικών και αλλοθρήσκων. Και τούτο γιατί επιδιώκουν να απομακρυνθούν τα μέλη της Ορθοδόξου Εκκλησίας, κληρικοί και λαικοί, απο μία αισθηματο-εξωτερική αντίληψη της κοινωνίας και ενότητος κατά την ώρα της προσευχής και να αποδεχθούν την συμπροσευχή ως πράξη οντολογικο-πνευματική εντός του χώρου της ορθής πίστεως.
Η διαφορετική στάση απέναντι στην συμπροσευχή φανερώνει μία αλλοτριωμένη αντίληψη περί της εν Χριστώ κοινωνίας, η οποία δεν είναι δυνατόν να υιοθετηθή απο την Ορθόδοξο Εκκλησία. Ο ιερός Χρυσόστομος, ομιλών περί της κοινωνίας μετά των αιρετικών, συμβουλεύει τα εξής «Φεύγε των τοιούτων (αιρετικών) τας συνουσίας ως των φαρμάκων τα δηλητήρια. Και γαρ εκείνων ούτοι χαλεπώτεροι· εκείνα μεν γαρ μέχρι του σώματος ίστησι την βλάβην, ούτοι δέ αυτή τή σωτηρία της ψυχής λυμαίνονται» (Catecheses ad illuminados 1, p198).
Οι ιεροί Κανόνες εμπεριέχουν, ως γνωστόν, ερμηνευμένη την αποκαλυφθείσα αλήθεια. Ώς εκ τούτου εκφράζουν το θέλημα του Θεού. Ο Ζωναράς γράφει «Οι ιεροί κανόνες εκτίθενται υπό των Συνόδων εις κατάστασιν εκκλησιαστικήν και ωφέλειαν πιστών» (Αμ. Αλιβιζάτου, Οι ιεροί Κανόνες, Αθήναις 1949, σελ. 120). Για τον λογο αυτό και οι ανωτέρω κανόνες περί συμπροσευχής πρέπει να τύχουν της δεούσης προσοχής και εκ μέρους των λαικών μελών της Εκκλησίας, αλλά κυρίως εκ μέρους των κληρικών - ποιμένων της.

Η συμπροσευχή σήμερα

Δεν θα ήταν λάθος να 
αποδοθή η αδυναμία κατανοήσεως και αποδοχής των ιερών Κανόνων στο επικρατούν πνεύμα του ''ανθρωπισμού'' και ''φιλελευθερισμού'', αλλά και του εκνομικισμού - πιετισμού, τα οποία τους απογυμνώνουν απο το σωτηριολογικό και λυτρωτικό νόημά τους. Για να γίνη κατανοητό το ιερό και αιώνιο νόημα των ιερών Κανόνων είναι ανάγκη να παύσωμε να κινούμαστε στον χώρο της διανοητικής θεολογίας και ζωής και να ομολογήσουμε με ταπείνωση και απλότητα «Λάλει Εκκλησία μου και ο δούλος σου (κληρικός ή λαικός) ακούει». Εάν συμβή τούτο, τότε η μελέτη των ιερών Κανόνων θα αποτελεί όχι αντικείμενο κριτικής, αλλά μέτρο κρίσεως του μελετητού και οδός «εν ή πορευσόμεθα». Η οδός, την οποία υποδεικνύουν οι ιεροί Κανόνες να πορευθούμε είναι η Θεανθρώπινη οδός. Ο όρος «έδοξε τώ Αγίω Πνεύματι και ημίν» δεσπόζει σε όλες τις Συνόδους και τούτο γιατί εκφράζουν «εν τόπω και χρόνω» την θεανθρώπινη βούληση της Αγίας μας Εκκλησίας. Η χρήση, άρα, των ιερών Κανόνων συνεπάγεται την αυθεντική συνέχιση της αποστολής της Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο, αφού εκφράζουν την αποκαλυφθείσα αλήθεια. Αυτήν την θέση αποδέχονται de facto και στην σημερινή εποχή όλες οι αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες. «Φρονούμε ότι δεν θα υπήρχε ομαλή πορεία της όλης Εκκλησίας, εαν παραθεωρούνταν οι ιεροί Κανόνες, οι οποίοι οριοθετούν, όπως προαναφέρθηκε, την Εκκλησία και υποδεικνύουν το χάος, όπου θα πέση εκείνος, ο οποίος θα θελήση να εξέλθη των ορίων αυτών» (Αρχιμ. Κυρίλλου Κωστόπουλου, εργασία μεταπτυχιακή, εκφωνηθείσα στο θεολογικό συνέδριο στην Ρόδο το 1988). Για τον λόγο αυτό ο Όσιος Νικόδημος με τρόπο γλαφυρό προειδοποιεί «Καθώς η παντουργική αγία Τριάς τον πρώτον και υλικόν τούτον κόσμον δημιουργήσασα με διαφόρους φυσικούς Κανόνας των στοιχείων αυτόν συνηρμόσατο... Τοιουτοτρόπως η αυτή Τριάς και τον δεύτερον τούτον και νοητόν κόσμον της Καθολικής εκκλησίας κατασκευάσασα, με τους ιερούς τούτους και θείους Κανόνας συνέδησεν ευτόν και συνέπηξεν... Έκβαλε τους ιερούς τούτους κανόνας απο την εκκλησίαν, και παρευθύς επεισέρχεται η αταξία, και εκ της αταξίας άπασα η ιερά αυτής διακόσμησις αφανίζεται» (Ιερόν Πηδάλιον, Αθήναι 1957, σελ. ιστ). Ο δέ Μ. Βασίλειος, ως ένας απο τους θεμελιωτές του Κανονικού και Εκκλησιαστικού Δικαίου, πίστευε ότι οι ι. Κανόνες ρυθμίζουν τον βίο της Εκκλησίας και καθορίζουν τη διοικητική της διάρθρωση, όπως και τα πνευματικά πλαίσια, εντός των οποίων πρέπει να κινούνται οι μετέχοντες στην εκκλησιαστική κοινωνία, για να δύνανται να υφίστανται ως οντολογικά μέλη της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Για τον λόγο αυτό αναφωνεί «Πάνυ με λυπεί, ότι επιλελοίπασι λοιπόν οι των Πατέρων κανόνες, και πάσα ακρίβεια των εκκλησιών απελήλαται· και φοβούμαι μή κατά μικρόν της αδιαφορίας ταύτης οδώ προιούσης, εις παντελή σύγχυσιν έλθη τα της εκκλησίας πράγματα» (Ράλλη - Πότλη, Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων, τ.4, Αθήνησιν 1854, σελ. 275). Εάν δεν τηρούνται επακριβώς οι ιεροί Κανόνες, κατά τον οικουμενικό διδάσκαλο Βασίλειο, περιπίπτουν σε σύγχυση οι εκκλησιαστικές υποθέσεις και ουδέν πρόβλημα λύεται κατά το θέλημα του Θεού. Πολύ δέ περισσότερο όταν τολμούμε και αλλοιώνουμε αυτούς, προσθέτωντας ή αφαιρούντας κατά το δοκούν. Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης αναφέρει «ουκ έστιν ούν...ούτε την καθ΄ ημάς εκκλησίαν ούτε ετέραν παρά τους κειμένους νόμους και κανόνας ποιείν τι. επεί, ει τούτο δοθείη, κενόν το ευαγγέλιον, εική οι κανόνες, και έκαστος κατά τον καιρό της οικείας αρχιερωσύνης, επειδή έξεστιν αυτώ ως δοκεί μετά των σύν αυτώ πράσσειν, έστω νέος ευαγγελιστής, άλλος απόστολος, έτερος νομοθέτης. αλλ΄ ουδαμώς· παραγγελίαν γαρ έχομεν εξ΄ αυτού του αποστόλου, παρ΄ ό παρελάβομεν, παρ΄ ό οι κανόνες των κατά καιρούς συνόδων καθολικών τε και τοπικών εάν τις δογματίζη ή προστάσση ποιείν ημάς, απαράδεκτον αυτόν έχειν μηδέ λογίζεσθαι αυτόν εκ κλήροω αγίων» (Theodori Studitae, Epist. 2, vol. 1-2, De Gruyter, Berolini 1992). Στην συνοδική πράξη του 1828 διατυπώθηκε υπό του Κωνσταντινουπόλεως Αγαθαγγέλου το κοινό για την Ορθόδοξο Εκκλησία φρόνημα «...των δογματικών και όσα οι ιεροί κανόνες διακελεύονται περί εκείνων ούτε φρονησαί τι εναντίον όλων ημίν δυνατόν, ούτε προσθήκην, ή αφαίρεσιν μέχρι και της κεραίας αυτής διαπράξαι θεμιτόν» (Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Κοτσώνη, Προβλήματα εκκλησιαστικής οικονομίας, Αθήναι 1972, σελ. 69). Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε πως παρέχεται η δυνατότητα σε κληρικούς και λαικούς να καταπατούν τους προαναφερθέντας ιερούς Κανόνες, τους αναφερομένους στην συμπροσευχή μετά αιρετικών και αλλοθρήσκων και να κάμνουν τα αντίθετα απο όσα αυτοί διακελεύουν; Πως τολμούν Πατριάρχες, Αρχιεπίσκοποι, Αρχιερείς, Πρεσβύτεροι και Διάκονοι ή και λαικοί να κοινωνούν μέσω των Μυστηρίων και της προσευχής; Δύναται να υπάρχη κοινωνία ''εν Χριστώ'' άνευ του Παναγίου Πνεύματος; Ο καθηγητής Ανδρέας Θεοδώρου γράφει επ΄ αυτού «Επί τη βάσει της αρχής των Πατέρων «ubi Ecclesia, ibi et Spiritus Sanctus» δηλαδή όπου η Εκκλησία εκεί το Πνεύμα το Άγιο, η ορθόδοξη θεολογία δέχεται την Εκκλησία ως την μόνη ταμειούχο της θείας χάριτος κιβωτό. Επομένως ό, τι υπάρχει έξω απ΄ αυτή, δεν μπορεί να μεταδώσει την λυτρωτική χάρη του Κυρίου. Οι αιρετικοί που είναι έξω απο την Εκκλησία δεν μπορούν να μεταδώσουν τη χάρη, την οποία έχασαν. Δίδει κανείς εκείνο το οποίο έχει, όχι εκείνο που δεν έχει» (Αν. Θεοδώρου, Βασική δογματική διδασκαλία, Αθήνα 2006, σελ. 215). Τους κοινωνούντας και συμπροσευχομένους μετά αιρετικών Επισκόπους, οι οποίοι με τον τρόπο αυτόν κηρύσσουν «γυμνή τη κεφαλή» αίρεση και οι οποίοι απο τους προαναφερθέντας Κανόνες καθαιρούνται, ο ΙΕ΄ Κανόνας της Πρωτοδευτέρας Συνόδου χαρακτηρίζει «ψευδεπισκόπους» και «ψευδοδιδασκάλους» και καλεί τους πιστούς, κληρικούς και λαικούς, να διακόπτουν την κοινωνία μετ΄ αυτών (Ράλλη - Πότλη, Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων...τ.2, σσ. 692-693). Επομένως, η συμπροσευχή και η μυστηριακή κοινωνία μετά των αιρετικών απαγορεύεται ως αντι-κανονική και ο συμπροσευχόμενος, εάν είναι κληρικός, καθαιρείται, εάν δέ είναι λαικός, αφορίζεται. Είναι αδήριτος ανάγκη να γίνη κάποτε κατανοητό ότι η πιστή τήρηση των όσων διακελεύουν οι ιεροί Κανόνες είναι μαρτυρία υπακοής στην Εκκλησία και σημείο υποταγής της ατομικότητος στην κοινή μετοχή όλων των πιστών στην αποκαλυφθείσα αλήθεια.
 
ΑΡΧΙΜ. ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ ''Η ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΗΣ'' ΣΕΛ. 73-92 ΚΑΙ 107-111