Τρίτη 13 Απριλίου 2021

1821-2021: ΑΝΑΨΗΛΑΦΩΝΤΑΣ ΜΙΑ ΠΡΟΔΟΜΕΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ…

 


του Νεκτάριου Δαπέργολα

Διδάκτορος Ιστορίας

 

    Πέρασε λοιπόν άλλη μια 25η Μαρτίου που την «τιμήσαμε» με τον ίδιο ανούσιο τρόπο, με παρόμοια αφιερώματα, με παραπλήσια ανιαρές επετειακές αναφορές. Και για μια ακόμη φορά μάλλον χάσαμε την ευκαιρία να αντικρίσουμε αυτή τη μέρα στις πραγματικές της διαστάσεις. Και με τρόπο που πολύ απλά καλεί σε προβληματισμό, σε περίσκεψη ή ακόμη και σε μελαγχολία. Γιατί, 200 χρόνια μετά την έναρξη της Μεγάλης μας Επανάστασης, ο μόνος τρόπος για να τιμήσουμε ειλικρινά τους ηρωικούς αγωνιστές της, περνάει πια αναγκαστικά μέσα από τέτοιους δρόμους.

    Δεν είναι λοιπόν ένα επετειακό κείμενο για μια νικηφόρα επανάσταση αυτό. Είναι απλά η αναψηλάφηση μιας αποτυχίας. Και ασφαλώς της αποτυχίας όχι των συγκλονιστικών ανθρώπων που κουβάλησαν στις πλάτες τους τον μεγαλειώδη Αγώνα, αλλά εκείνων που διαχειρίστηκαν την απόληξή του: των επιγόνων της επόμενης και μεθεπόμενης μέρας. Μ’ άλλα λόγια, για τη φενάκη εκείνου του μικροελλαδικού κρατιδίου του 1832, που χτίστηκε εξαρχής πάνω στην απόλυτη προδοσία του οράματος όσων πραγματικά αγωνίστηκαν, αλλά στη συνέχεια πέρασαν ατιμωτικά στο περιθώριο, για να καρπωθούν άλλοι τους αγώνες τους: ένας ατελείωτος συρφετός από καιροσκόπους, διαδρομιστές, λακέδες ξένων συμφερόντων, μέλη στοών και παρατρεχάμενους κάθε λογής κυκλωμάτων. Και απολύτως χαρακτηριστική είναι βέβαια η περίφημη φράση του μεγάλου Μακρυγιάννη ότι «αν μας έλεγε κανένας αυτείνη την λευτερία οπού θα γευόμαστε, θα περικαλούσαμε τον Θεόν να μας αφήση εις τους Τούρκους, άλλα τόσα χρόνια, όσο να γνωρίσουν οι άνθρωποι τι θα ειπή πατρίδα, τι θα ειπή θρησκεία, φιλοτιμία, αρετή και τιμιότητα».

     Και φυσικά αυτή η φράση του Μακρυγιάννη δεν αντικατοπτρίζει μόνο τον ζόφο του καιρού του. Αποτελεί και προφητική  κραυγή αγωνίας, απόλυτα δικαιωμένη από όλη τη μετέπειτα Ιστορία μας. Κραυγή για ένα τμήμα του Ελληνισμού που γλίτωσε πράγματι από τον τουρκικό ζυγό, αμέσως όμως πέρασε κάτω από άλλους ζυγούς, όχι τόσο ορατούς, αλλά εξίσου επικίνδυνους - και τελικά πιο αποτελεσματικούς. Που έγινε έρμαιο ξένων δυνάμεων, θύμα οικονομικής καχεξίας, χώρος αέναης ανακύκλησης αδικιών και ανισοτήτων, πεδίο εισβολής και επιβολής ξένων πολιτισμικών προτύπων που οδήγησαν στην πνευματική του διάβρωση και εν τέλει εκποίηση. Που έγινε έρμαιο μιας ατέλειωτης σειράς ανελλήνιστων πολιτικών, φραγκεμένων κληρικών και πλεγματικών ψευτοδιανοούμενων, η οποία, ως πεμπτοφαλαγγίτικο σκουπιδαριό, ανέλαβε να φέρει εις πέρας το έργο της μετακένωσης του Ευρωπαϊκού Διασκοτισμού, πλήττοντας το σφύζον σώμα της Ρωμηοσύνης με τη νεκρόφιλη λατρεία μιας (ιδεαλιστικά άλλωστε μεταλλαγμένης) αθηνοκεντρικής αρχαιότητας και καθιστώντας σύντομα δυνατή την κατάντια του δύσμοιρου κρατιδίου σε ένα μόρφωμα απρόσωπο, ασυνάρτητο και χαοτικό. Κι αν κάποιες σπίθες ζωντανές παρέμειναν ακόμη μέσα του, τροφοδοτούμενες από το μεγαλύτερο και αείποτε ζων κομμάτι του Ελληνισμού, που επιβίωνε πανσθενές - παρά τα δεινά - πέρα από τα επίσημα σύνορα, έσβησαν αργότερα κι αυτές μαζί με τη συθέμελη κατάρρευση του παντός, μέσα στο αίμα και τους καπνούς της Μικρασίας. Το 1922, ακροτελεύτια στην πραγματικότητα χρονιά όχι μόνο της Ελληνικής Επανάστασης αλλά και του Βυζαντίου, χρονιά που οριστικά «η Ρωμανία επάρθεν», είναι ίσως το πιο καθοριστικό χρονικό ορόσημο στη συνολική Ιστορία του Ελληνισμού. Η συνθλιπτική ταφόπλακα, το βίαιο τέλος μιας περιπέτειας 4000 χρόνων. Και συνάμα η οριστική επιστροφή στη μίζερη, ευνουχισμένη και μικρονοϊκή λογική του άθλιου εκείνου κρατιδίου της Μελούνας.

     Από κει και πέρα, ο κατήφορος προς τον πάτο δεν είχε πια τελειωμό. Μία χώρα πλέον ανάπηρη, μια ιστορία ακρωτηριασμένη κι ένας λαός σε βαθιά σύγχυση, που μετά και την τελευταία αναλαμπή του - το μεγάλο κύκνειο άσμα του στα Βορειοηπειρωτικά βουνά και στην Αντίσταση - παραδόθηκε πια εντελώς. Ένας λαός που (κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν άλλωστε μιας άρχουσας - και αυτοφερόμενης ως μεγαλοαστικής τάξης - γουνένδυτης και αφελληνισμένης κουρελαρίας) αφιερώθηκε πια ολοκληρωτικά στο νεόδμητο greek dream του κομποδέματος και στο πλέον ασυνάρτητο πολιτισμικό παραλήρημα. Και με ευθύνη όλων μας φυσικά. Και για κείνα που οι ίδιοι προκαλέσαμε, αλλά και για όσα δίχως αντίδραση αφήσαμε να συμβούν. Κανένα άλλοθι δεν μπορεί να σταθεί για τον πάλαι ποτέ λαό της αντιστάσεως, που απλώς κάποια στιγμή επέλεξε, ως πλεγματικός νεόπλουτος, να πετάξει αβασάνιστα στη χωματερή όλη την Ουσία του, όλα τα σημαίνοντα και σημαινόμενα του καθ’ ημάς Τρόπου, που τον γέννησαν και τον κράτησαν ζωντανό επί χιλιετίες. Και που θέλησε να γίνει «πολιτισμένος», πιθηκίζοντας ξένα πρότυπα και τρόπους αλλότριους, για να μάθει απλά να συλλαβίζει - κατά πώς λέει κι ο Σεφέρης - «σπασμένες λέξεις από ξένες γλώσσες».

    Και έτσι πια εδώ, στο Σήμερα, έχοντας απολέσει πλέον την ταυτότητά μας, απομείναμε να κάνουμε κύκλους γύρω από το Πουθενά. Αποστερημένοι από τα βασικότερα δομικά στοιχεία της ταυτότητάς μας, παραλυμένοι από την ιστορική αμνησία, αποξενωμένοι από τις αιώνιες αξίες μας, σε  πλήρη αποστασία από τον Θεό, επιδέξια χειρουργημένοι επί χρόνια πάνω στο κρεβάτι του Προκρούστη με τα νυστέρια του εύκολου πλουτισμού, της αφελληνισμένης «παιδείας» και του εγκάθετου ψευδο-εκσυγχρονισμού. Πνιγμένοι στην ευτέλεια και προσκυνώντας ειδωλόθυτα και σκύβαλα τραγικά. Και ειδικά τα τελευταία χρόνια, αφημένοι παθητικά σε αντίχριστες και μισελληνικές κυβερνήσεις, που εμείς τις ανακυκλώνουμε στην εξουσία και τις παρακολουθούμε να αποτελειώνουν ακόμη και τα λίγα που απέμειναν όρθια από τις ζωές μας, να πετούν τα μαργαριτάρια στους χοίρους, να εξεμούν ξεδιάντροπα πάνω στα ιερά και στα τίμια. Έχει απομείνει άραγε μέσα μας κάποια σπίθα ζωντανή από τους παλιούς εκείνους καιρούς που αντέχαμε ενάντια σε δυσκολίες απερίγραπτες; Είναι γνωστό ότι «μικρά ζύμη όλον το φύραμα ζυμοί». Έχει απομείνει όμως άραγε πια εδώ ζύμη, που θα ξαναζυμώσει από την αρχή το φύραμα;

      Ως λαός, έχουμε έρθει από μακριά, δημιουργώντας και συνθέτοντας, παράγοντας και αναπαράγοντας ύλη και πνεύμα, βιώματα και αξίες, οικονομικές σχέσεις και πολιτικές δομές, τέχνες και γράμματα, θεσμούς και ιδανικά. Σαρκία ένθεα, ατέρμονοι οδίτες, εμπνευσμένοι ταυτόχρονα από το κατά Λόγον και το υπέρ Λόγον. Έχουμε έρθει από μακριά, γεννώντας και αναδιαμορφώνοντας έναν Πολιτισμό με αδιατάρακτη ιστορική συνέχεια χιλιετιών, έσχατα απομεινάρια εμείς σήμερα ενός λαού που κάποτε μεγαλούργησε με μετριοπάθεια, ταπεινοί μαζί και άνω θρώσκοντες, χοϊκοί και περιπατούντες επί πτερύγων ανέμων.

      Στο τέλος πλέον αυτής της μακραίωνης διαδρομής, καθώς βουλιάζουμε στις εσχατιές της παρακμής, είναι πια επιτακτική η ανάγκη να παλέψουμε για να ξαναβρούμε επιτέλους την περπατησιά μας. Μόνο έτσι άλλωστε θα εμπνευστούμε από τη μεγάλη μας Επανάσταση του 1821 - και μόνο έτσι βέβαια θα την τιμήσουμε πραγματικά. Όχι με δεκάρικους και ξεφτισμένες επετειακές αναφορές, αλλά ξεκινώντας μια νέα Επανάσταση - και μάλιστα τούτη τη φορά κυρίως ενάντια στους ίδιους τους εαυτούς μας. Μία πραγματική Επανάσταση, όπως η ίδια η λέξη το ορίζει: δηλαδή να κοιτάξουμε πίσω, να βρούμε τι χάσαμε κι έτσι να σηκωθούμε πάλι, πολεμώντας για ν’ ανακτήσουμε την κατάστασή μας την προπτωτική. Για να ξαναβρούμε την αυθεντική μας ταυτότητα, που την απωλέσαμε στη δίνη των καιρών, και να αναζητήσουμε το μονοπάτι που θα μας βγάλει από το τέλμα.

      Μπορούμε άραγε να το πράξουμε;