Δευτέρα 22 Μαΐου 2023

Κωνσταντίνος Ι. Βαθιώτης : Απέχω, άρα υπάρχω! Η αποχή από τις εκλογές ως αναγκαία (αλλά μη επαρκής) συνθήκη για την καταπολέμηση της «έξυπνης δικτατορίας»

ΣΧΟΛΙΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ: Ύστερα από την καλοστημένη θεατρική παράσταση που παρακολουθήσαμε, και απ΄ότι φαίνεται θα έχουμε και δεύτερο μέρος, νομίζω έχουμε δικαίωμα να εκφράσουμε την άποψή μας, πλαγίως πλην σαφώς. Εχθρός της δικτατορίας είναι η κριτική σκέψη.

π. Φώτιος Βεζύνιας



Γράφει ο Κωνσταντίνος Ι. Βαθιώτης


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ι. Εισαγωγή
ΙΙ. Τρεις τρόποι αντιμετώπισης ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος
Α. Προεξόφληση της ήττας
Β. Αυτοπεριθωριοποίηση
Γ. Δυναμική αντιπαράθεση
ΙΙΙ. Καμία συνεργασία με τους «έξυπνους δικτάτορες»
Α. Η κάλπικη κάλπη: Γλωσσικός προϊδεασμός
Β. Εκλογές από πετεινούς για όρνιθες μέσα σε περιχαρακωμένο κοτέτσι
Γ. Τα ευάριθμα πολιτικά τζάκια και οι πολίτες-κούτσουρα: Μια αέναη φαρσοκωμωδία
Δ. Το κοινοβουλευτικό μάπετ-σόου, οι πολύχρωμες μαριονέτες και ο αόρατος μαριονετίστας
Ε. Πολίτες απέχοντες από την κάλπη = πολίτες απαθείς; Μια εσφαλμένη εξίσωση
1. Η κατάλυση του κράτους Δικαίου
2. Αρνητές των υποχρεωτικών ιατρικών πράξεων και του qr code = Αρνητές των εκλογών: Η σωστή εξίσωση
3. Η προσφυγή στα λυκόπουλα για προστασία από τους λύκους
4. Ο έλεγχος των επιλογών και το κόλπο της κάλπικης κάλπης
5. Το παράδειγμα της βρύσης και η θεωρία της μολύνσεως
6. Γιατί καθιερώθηκε ο θεσμός των εκλογών: Η εξημέρωση του εξαγριωμένου όχλου
7. Η ψήφος ως «εκλογικό έγκλημα συσσώρευσης» και η αντίρροπη λογική της αποχής
8. Κι αν γίνει η έκπληξη από κάποιο μικρό-πατριωτικό κόμμα;
IV. H προεξασφαλισμένη αποτυχία της αποχής
A. Ο προπαγανδιστικός μηχανισμός ανήκει στους κατέχοντες και όχι στους απέχοντες
B. Εν αναμονή των νέων τσοπάνηδων: Η αβάσταχτη βαρύτητα της ελευθερίας
Γ. Από τον Ντοστογιέφσκι στον ψυχίατρο Τόμας Σαζ
V. Απέχω, άρα υπάρχω!
VI. Δύο τρόποι για να αποκτήσει η αποχή επιδημική-αποδομητική δυναμική
Α. Αποσυνδέουμε την πρέζα από την πρίζα!
Β. Αφυπνίζουμε τους τηλεδιασωληνωμένους!
VII. Η αποχή ως αναγκαία αλλά μη επαρκής συνθήκη για την καταπολέμηση της «έξυπνης δικτατορίας»
Α. Η διαλεκτική σημασία του “Όχι” ως «άρνηση της άρνησης»
Β. Αν είχε ανακοινώσει εκλογές ο Χίτλερ; – Η λογική του σαμποτάζ!
VIII. Ο Θαυμαστός Ανάποδος Κόσμος και το σποτάκι του ΣΥΡΙΖΑ κατά της αποχής
IX. Δεν πείσθηκες ακόμη ότι η αποχή είναι η μόνη αξιοπρεπής λύση; Διάβασε Κυριάκο Σιμόπουλο, «Η διαφθορά της εξουσίας»!
A. Νοθεία μέσω Singular Logic;
B. Eκλογές: ένα (τηλε)παιχνίδι για την εξουσία
1. Το φαινόμενο της αποχής ως έκφραση της απέχθειας των πολιτών για το διεφθαρμένο σύστημα
α) Ο κατά Θουκυδίδη ανάποδος κόσμος
β) Η αποχή των Ελλήνων από τις εκλογές στα μέσα του 19ου αιώνος
2. Οι προεκλογικές εκστρατείες μετά το 1974
α) Ο υποψήφιος ως «επιδειξιομανής σταρ» και ο ψηφοφόρος ως «καταναλωτής προϊόντος υπό κηδεμονίαν»
β) Συσχετισμός με την άποψη του Αριστόβουλου Μάνεση
γ) Το φαινόμενο της βρεφοποίησης των πολιτών ήδη ως πλατωνική επισήμανση
δ) Η προεκλογική δράση των κομμάτων κατ’ απομίμηση της λειτουργίας των ολοκληρωτικών καθεστώτων
ε) Κόμματα-εκλογές: Καταρράκωση των δημοκρατικών θεσμών και ηθικός εξανδραποδισμός των πολιτών
στ) Η ενασχόληση των έντιμων και ανιδιοτελών με τα κοινά
Γ. Το προφητικό οπισθόφυλλο
X. Κλείνοντας με Χάρολντ Λάσκι: Ο φτωχός οδηγός της συνείδησής μας, εγγυητής της ελευθερίας και της επιτυχίας μας

– Ο ταύρος σε στριμώχνει σε μια γωνιά με τα κέρατά του – όχι με ένα κέρατο, από το οποίο μπορεί να γλυτώσεις αλλά με ένα ζευγάρι κέρατα, τα οποία σε παγιδεύουν ανάμεσά τους. Είτε τρέξεις δεξιά είτε αριστερά πέφτεις επάνω στις μυτερές κορυφές τους και ματώνεσαι.
Robert Greene, Δύναμη: Οι 48 νόμοι της.
– Γιατί ο πολίτης να μετέχει σ’ αυτήν την κωμωδία; Μόνον και μόνον διά να γίνεται παίγνιον; Προς τι να χορηγήση το μικρότατον επικάλυμμα παρανομίας; Ας περιορισθή εις τον ιδιωτικόν του βίον… Και να διαβή από μέρος όπου γίνεται η λεγομένη ψηφοφορία, ας αποστρέψει αλλαχού το πρόσωπόν του, διά να μη μολυνθή ουδ’ η όρασις αυτού”.
Εφημ. «Αθηνά», 23 Οκτ. 1856.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Δεν θυμάμαι ποτέ άλλοτε η συζήτηση περί αποχής να δίχασε περισσότερο τον ελληνικό λαό. Έναν λαό, ο οποίος σε μεγάλο ποσοστό αρέσκεται να κλασαυχενίζεται ότι τα ξέρει όλα. Αμέτρητοι παντογνώστες που δεν έχουν ανοίξει ποτέ τους μία σελίδα από ένα εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου ή πολιτικής επιστήμης, που δεν έχουν μελετήσει τις ιστορικές καταβολές του θεσμού των εκλογών, που δεν έχουν ξεφυλλίσει παλιά και καινούργια βιβλία κοινωνικής ψυχολογίας, παίρνουν στα χέρια τους το πληκτρολόγιο και αρχίζουν να ξεφωνίζουν όσους τολμούν να αρθρώνουν λόγο εναντίον της «έξυπνης δικτατορίας» και υπέρ της αποχής.

Προσπαθώντας να μείνω πιστός στις αρχές που διέπουν μια αντικειμενική επιστημονική έρευνα, αρχικώς αμφιταλαντεύθηκα πολύ για το αν η ορθή λύση στην παρούσα, πρωτόγνωρη ιστορική συγκυρία είναι η αποχή. Εν συνεχεία, ξεκίνησα να μελετώ πλήθος βιβλίων και άρθρων που πραγματεύονταν την αποχή ως συνειδητή στάση των εν δυνάμει ψηφοφόρων σε συνδυασμό με τον τρόπο διεξαγωγής των εκλογικών αναμετρήσεων από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα.

Όσο πιο πολύ μελετούσα, τόσο περισσότερο ενισχυόταν η πεποίθησή μου ότι τελικώς οι εκλογές δεν είναι παρά ένα τηλεπαιχνίδι για την εξουσία που απευθύνεται σε πελάτες και όχι σε πολίτες, σε βρεφοποιημένους καταναλωτές προϊόντων οι οποίοι θαμπώνονται από επιδειξιομανείς σταρ.

Ταυτοχρόνως, γινόταν ολοένα και πιο σαφές ότι ιδίως οι εκλογές που διεξάγονται στις σημερινές μεταδημοκρατίες στοχεύουν στην καλλιέργεια της ψευδαίσθησης ότι κυρίαρχος είναι ο λαός, ενώ στην πραγματικότητα κυρίαρχος είναι όποιος έχει την γνώση να κατασκευάζει την εικόνα των υποψηφίων ή να χρηματοδοτεί «την παροχή επαγγελματικών υπηρεσιών σε θέματα πολιτικού σχεδιασμού, τις σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης και τις προεκλογικές εκστρατείες, με αντάλλαγμα την ευνοϊκή μεταχείριση των συγκεκριμένων επιχειρήσεων από το κόμμα όταν είναι στην κυβέρνηση» (Κράουτς, Μεταδημοκρατία, μτφ.: Αλ. Κιουπκιολής, εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα 2006, σελ. 142).

Ο προεκλογικός αγώνας είναι ένας ακόμη «πόλεμος» που διεξάγεται από «αόρατους εχθρούς» των πολιτών, οι οποίοι κάνουν το παν για να εκμαιεύσουν την λαϊκή συναίνεση ή, ακόμη καλύτερα, να βιάσουν συνειδήσεις. Άπαξ και οι εν δυνάμει ψηφοφόροι πεισθούν να προσέλθουν στις κάλπες, αδιάφορο υπέρ ποίου κόμματος θα κατακυρωθεί το ψηφοδέλτιο, ο «πόλεμος» κερδήθηκε.

Διότι τα φαινομενικώς διαφορετικά κόμματα στην πραγματικότητα αποτελούν μουσικά όργανα μιας ολοκληρωτικού τύπου ορχήστρας που παίζει υπό την καθοδήγηση του ίδιου μαέστρου. Όποιο πρόσωπο κι αν βρεθεί στα έδρανα της Βουλής, η ορχήστρα θα εξακολουθήσει να παίζει την ίδια μελωδία (της δυστυχίας), γιατί σημασία δεν έχει η ταυτότητα του οργανοπαίκτη αλλά η στέρεη υποδομή του συστήματος.

Όπως σε μια εγκληματική οργάνωση εναλλάσσονται πρόσωπα που υπηρετούν τους προκαθορισμένους σκοπούς της, έτσι και σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς τα πρόσωπα που εργάζονται γι’ αυτό είναι αναλώσιμα ροδάκια του συστήματος.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, όποιος κι αν ψηφισθεί, δεν θα καταφέρει να αλλάξει ούτε μια τρίχα από το status quo, αντιθέτως θα γίνει εξάρτημα του καθεστώτος.

Κατέληξα, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι κάθε ψηφοδέλτιο στην κάλπη ισοδυναμεί με ένα λιθαράκι που συμβάλλει στην εδραίωση της «έξυπνης δικτατορίας», την οποία είχαμε μεν την τύχη να βιώσουμε στην μέχρι σήμερα μεγαλύτερη έντασή της λόγω της τριετίας του κορωνοϊού, πλην όμως, λίγες μόλις ημέρες πριν από την διεξαγωγή των εκλογών, συμπεριφερόμαστε πάλι όπως και προ κορωνοϊού.

Εφόσον κάθε δικτατορία (είτε συμβατική είτε «υβριδική»-«έξυπνη») συνεπάγεται την άρνηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της αξίας του ανθρώπου, κάθε αφυπνισμένος και συνειδητοποιημένος πολίτης θα όφειλε να αρνηθεί την άρνηση, απέχοντας από το κόλπο της κάλπικης κάλπης.

Σε ένα κείμενο του 1973 βρήκα την ωραία φράση ότι «ο άνθρωπος που δρα σύμφωνα με τη συνείδησή του δεν αποτυχαίνει ποτέ». Υπό αυτό το πρίσμα, λοιπόν, η συνειδητή αποχή από τις εκλογές είναι από μόνη της μια νικηφόρος (συνεπής και αξιοπρεπής) επιλογή, η σημασία της οποίας δεν εξαρτάται από την στάση που θα κρατήσουν οι υπόλοιποι πολίτες.

Η συνειδητή αποχή επικυρώνει την ιδιότητά μου και την αξία μου ως ελεύθερου ανθρώπου. Απέχω, άρα υπάρχω!   

Ι. Εισαγωγή

Ενόψει των βουλευτικών εκλογών του 1996 ο Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης, Καθηγητής Ποινικού Δικαίου και υποψήφιος βουλευτής με το ΠΑΣΟΚ, είχε πει τα ακόλουθα λόγια:

«Το λευκό πρέπει να μπαίνει και στα ψηφοδέλτια που μοιράζονται στον ψηφοφόρο γιατί μέσα στο δικαίωμά του είναι όχι μόνο να επιλέγει ποιους θέλει αλλά και να αποδοκιμάζει όλους συλλήβδην. Αυτό είναι το λευκό. Ένας τέτοιος τρόπος είναι και το άκυρο. Δεν είναι η αποχή, γιατί είναι έξω από την λογική της δημοκρατίας. Η δημοκρατία δέχεται να πεις οτιδήποτε, δέχεται και να την αποδοκιμάσεις. Η δημοκρατία είναι το μόνο πολίτευμα που δέχεται και την αμφισβήτησή του. Επομένως είναι δημοκρατικά θεμιτό και εκείνο το ψηφοδέλτιο στο οποίο γράφουν διάφορες φράσεις σατιρικές ή βάζουν ζωγραφιές. Κι αυτό είναι μέσα στο νόημα της δημοκρατίας, είναι η σάτιρά της που την ανέχεται. Τι δεν ανέχεται; Την αυτοκατάργηση του πολίτη. Την αποχή».

Η αποτροπή της αυτοκατάργησης του πολίτη θα μπορούσε να αποτελέσει επιχείρημα υπέρ της θέσπισης της υποχρεωτικής ψήφου, την οποία προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα στο άρθρο 51 παρ. 5 του Συντάγματος:

«Η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος είναι υποχρεωτική».

Η ένσταση περί πατερναλιστικής επιλογής του συντακτικού νομοθέτη να αποτρέψει την αυτοκατάργηση του πολίτη αντιμετωπίζεται με την αντένσταση ότι αυτή η αποτροπή αποσκοπεί στην περιφρούρηση της δημοκρατίας, αφού, αν όλοι οι πολίτες αυτοκαταργούνταν, τότε θα καταργείτο και η δημοκρατία.

Σημειωτέον ότι, όπως τα ψευδοσυντάγματα της δικτατορίας των απριλιανών πραξικοπηματιών (1968, 1973), έτσι και ο συντακτικός νομοθέτης του 1975 ανήγαγε την υποχρεωτική ψηφοφορία σε συνταγματική αρχή (Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, Π.Ν. Σάκκουλας, 5η έκδ., Αθήνα 2016, σελ. 387).

Η επιλογή αυτή θεωρήθηκε ότι είχε έναν παιδευτικό ρόλο, υπό την έννοια ότι «απέβλεπε στην διάπλαση δημοκρατικής συνείδησης απέναντι στις μοναρχικές, φεουδαλιστικές και άλλες αντιδημοκρατικές τάσεις» (Κασιμάτης, Οι βάσεις του πολιτεύματος και οι θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος με βάση την ερμηνεία του άρθρου 1 του Συντάγματος, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2022, σελ. 238· πρβλ. και Βενιζέλο, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Νέα Έκδοση, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2021, σελ. 440).

Ενώ, όμως, στην αρχική της μορφή, η εν θέματι διάταξη του Συντάγματος προέβλεπε και την δυνατότητα θέσπισης ποινικών κυρώσεων, με την αναθεώρηση του 2001 η σχετική μνεία απαλείφθηκε. Άρα, η υποχρεωτικότητα της ψήφου έχει πλέον συμβολικό μόνο χαρακτήρα (στην νομική ορολογία κάνουμε λόγο για «ατελή διάταξη» [lex imperfecta]).

Ο Χρυσόγονος (Συνταγματικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2η έκδ., 2014, σελ. 416) επισημαίνει:

«Από τη διάταξη αυτή [άρ. 51 παρ. 4 Συντ.] διαφαίνεται ότι, κατά την αντίληψη του συντακτικού νομοθέτη, η ψήφος δεν αποτελεί απλώς πολιτικό δικαίωμα, δηλ. δικαίωμα για ενεργητική συμμετοχή στο σχηματισμό της πολιτειακής βούλησης […], αλλά και άσκηση δημόσιας λειτουργίας, δηλ. αρμοδιότητα. Αντιλαμβανόμενο το άτοπο να είναι υποχρεωτική η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος και να προβλέπεται ποινική κύρωση για την μη άσκησή του, αλλά να ασκείται ποινική δίωξη σπανίως, ιδίως όταν επρόκειτο για ομαδική άρνηση ψήφου, ο αναθεωρητικός νομοθέτης κατάργησε το εδ. β΄, όχι με την έννοια ότι οι ποινικές κυρώσεις απόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του κοινού νομοθέτη, αλλά με την έννοια ότι απαγορεύεται πλέον συνταγματικά η πρόβλεψη και επιβολή ποινικών και κατ’ επέκταση διοικητικών ή άλλων κυρώσεων».

Ο ερμαφρόδιτος χαρακτήρας του «υποχρεωτικού εκλογικού δικαιώματος» ανάγεται στην πρώτη συντακτική συνέλευση (Assemble) της γαλλικής επαναστάσεως, όπου αναπτύχθηκε η θεωρία του δημόσιου λειτουργήματος και τονίσθηκε η υποχρεωτικότητα της άσκησης του εκλογικού δικαιώματος. Υπό αυτό το πρίσμα, «το εκλογικό δικαίωμα αποτελεί βασικό λειτούργημα κρατικού οργάνου και, επομένως, υποχρέωση των πολιτών» (Χρυσόγονος, ό.π.).

Ωστόσο, για να ισχύει ο κανόνας ότι η δημοκρατία δεν ανέχεται την αποχή, θα πρέπει να αφορά ένα δημοκρατικό πολίτευμα που πραγματώνεται ως τέτοιο από μια εξίσου δημοκρατική κυβέρνηση. Αντιθέτως, ο κανόνας αυτός δεν έχει καμία ισχύ, όταν αξιώνεται να εφαρμοσθεί στο πλαίσιο ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος.

Έτσι, το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται σήμερα είναι αν έχουμε δημοκρατία ή δικτατορία. Εφόσον (πρέπει να) συμφωνήσουμε ότι συμβαίνει το δεύτερο, τότε θα πρέπει να αναλογισθούμε ποιοι είναι οι τρόποι αντιμετώπισής της και, ακολούθως, να θέσουμε υπό το μικροσκόπιό μας την λύση της αποχής. 

ΙΙ. Τρεις τρόποι αντιμετώπισης ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος

Ο Νικολάε Στάινχαρτ στην «Πολιτική Διαθήκη» του, την οποία κυκλοφόρησε στις αρχές του 1970 με το ψευδώνυμο «Νικολάε Νικολέσκου» και επανεξέδωσε αργότερα, μετά την κατάσχεση του αρχικού κειμένου (στην ελληνική γλώσσα μεταφράσθηκε από τον Νεκτάριο Κουκοβίνο: Στάινχαρτ, Το ημερολόγιο της ευτυχίας, εκδ. Μαΐστρος, 3η έκδ, Αθήνα 2009, σελ. 14 επ.), αναφέρει τρεις τρόπους που έχει στην διάθεσή του ο πολίτης για να ξεφύγει από τα νύχια ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος.

Α. Προεξόφληση της ήττας

Ο πρώτος τρόπος είναι να προεξοφλήσει ο πολίτης την αδυναμία του να νικήσει το ολοκληρωτικό καθεστώς και να περιμένει στωικά την στιγμή του αποκεφαλισμού του. Έχοντας, όμως, συνειδητοποιήσει ότι δεν έχει καμία ελπίδα και, επομένως, ότι είναι ούτως ή άλλως ξοφλημένος, παραμένει αμετακίνητος στην απόφασή του να μη συνεργασθεί με το καθεστώς ό,τι κι αν συμβεί:

«Ο κίνδυνος να λυγίσεις στην ανάκριση, να υπογράψεις μια ψεύτικη καταγγελία, πεθαίνει για πάντα».

Β. Αυτοπεριθωριοποίηση

Ο δεύτερος τρόπος αντιμετώπισης του ολοκληρωτικού καθεστώτος είναι να επιλέξει ο πολίτης να αυτοπεριθωριοποιηθεί από την κοινωνία, ζώντας ως «τρελός για την ελευθερία, τρελός μέσα στην ελευθερία του». Γι’ αυτόν τον τύπο πολίτη, ο Στάινχαρτ γράφει:

«δεν υπάρχει κάτι να του πάρεις, [δεν μπορείς] να τον κλείσεις κάπου, να τον περιφρονήσεις, να μην τον αφήσεις σε χλωρό κλαρί. […] Μέσα στην φτώχεια, στην έλλειψη εμπιστοσύνης και σοβαρότητας έφτιαξε ένα δικό του πιστεύω. Μοιάζει με άγριο ζώο, με θεριό ανήμερο, με ληστή του δρόμου. Ένας λαϊκός τύπος, ένας ακούραστα περιπλανώμενος οδοιπόρος».

Ο Ρουμάνος συγγραφέας τον παρομοιάζει με το παιδί του παραμυθιού του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν «Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα», που μιλά για αλήθειες τις οποίες οι άλλοι δεν διανοούνται καν να ψιθυρίσουν.

Γ. Δυναμική αντιπαράθεση

Ο τρίτος τρόπος αντιμετώπισης του ολοκληρωτικού καθεστώτος βρίσκεται στην αντίπερα όχθη των δύο προηγούμενων και υπαγορεύει την δυναμική αντιπαράθεση ενάντια στο σύστημα:

«σε περιπτώσεις τυραννίας […] όχι μόνο να μην υποκύπτουμε, αλλά απεναντίας να αντλούμε από αυτές τις καταστάσεις μια τρελή τάση για αγώνα και ζωή. […] Δέχεσαι επίθεση από όλες τις πλευρές και από δυνάμεις πολύ μεγαλύτερες; Αγωνίσου! Σε συντρίβουν; Περιφρόνησέ τους προκλητικά! Χάνεις; Κάνε επίθεση! […] Όχι μόνο δεν απελπίζεσαι, όχι μόνο δεν δηλώνεις νικημένος και καταβεβλημένος, αλλά απεναντίας δοκιμάζεις τη γεύση που σου προκαλεί η χαρά ότι αντιστέκεσαι, εναντιώνεσαι και γεύεσαι μια ερμητική και παράφρονα ευθυμία».

Ο Στάινχαρτ είναι κατηγορηματικός ότι άλλος τρόπος εκτός από τους τρεις προαναφερθέντες «για να βγει κανείς από μια οριακή κατάσταση, από μια κοινωνία συγκεντρωτική, από ένα παιχνίδι τύπου ντόμινο, από τους διαδρόμους ενός λαβυρίνθου ή ενός ανακριτικού δωματίου, από τον φόβο, τον πανικό, από οποιανδήποτε παγίδα, από οποιονδήποτε εφιάλτη» δεν υπάρχει.

Συνοψίζοντας τις αντιπροσωπευτικές έννοιες που αντανακλούν συνθηματικά την φιλοσοφία αυτών των τριών τρόπων-στάσεων ζωής, ο Στάινχαρτ γράφει:

«[1] Θάνατος με τη δική μας συγκατάθεση, τον οποίο εμείς προκαλέσαμε και για τον οποίο εμείς έχουμε την ευθύνη, [2] αδιαφορία και απειθαρχία, [3] γενναιότητα συνοδευόμενη από μια λυσσαλέα χαρά».  

ΙΙΙ. Καμία συνεργασία με τους «έξυπνους δικτάτορες»

Ο κοινός παρονομαστής των τριών συνταγών που πρότεινε ο Στάινχαρτ για να διαλυθεί ο «σιδερένιος κύκλος της δικτατορίας, ο οποίος κατά μέγα μέρος του είναι εύθραυστος σαν κιμωλία» (εδώ ο συγγραφέας παραπέμπει στο θεατρικό έργο του Αλμπέρ Καμύ «Κατάσταση Πολιορκίας» και ειδικότερα στην φράση του: «το θεμέλιο της δικτατορίας είναι ένα φάντασμα: ο φόβος»), συνίσταται στην απαρασάλευτη άρνηση του πολίτη να συνεργασθεί με τους δικτάτορες, οι οποίοι υπηρετούν ένα καθεστώς που στην πραγματικότητα εκδηλώνει την έλξη του για τον θάνατο, ενώ «το μυστικό όλων εκείνων που δεν προσαρμόζονται στο χάος του ολοκληρωτισμού είναι απλό: όλοι αυτοί αγαπούν την ζωή, όχι τον θάνατο».

Πουθενά ο Στάινχαρτ, ο οποίος έζησε στο πετσί του το δικτατορικό καθεστώς του Τσαουσέσκου, δεν αναφέρει ότι υπάρχει και ένας τέταρτος τρόπος, δηλαδή η απόφαση του πολίτη να ανταποκριθεί στο εκλογικό προσκλητήριο του δικτατορικού καθεστώτος, το οποίο πριν από την λήξη της θητείας του στήνει κάλπες. Τέτοιος τρόπος, φυσικά, δεν μνημονεύεται από τον χαρισματικό Ρουμάνο συγγραφέα, διότι θα ήταν αφελής, αν όχι νηπιακή η σκέψη ότι μια δικτατορία χρειάζεται την λαϊκή ετυμηγορία για να συνεχίσει να υπάρχει!

Η διεξαγωγή εκλογών από ένα δικτατορικό καθεστώς συνιστά μια contradictio in adiecto, είναι δηλαδή μια παραδοχή με οξύμωρο περιεχόμενο, αφού η βιωσιμότητα ενός τέτοιου καθεστώτος δεν εξαρτάται από την λαϊκή βούληση, η οποία εξ ορισμού δεν γίνεται σεβαστή.

Α. Η κάλπικη κάλπη: Γλωσσικός προϊδεασμός

Όταν ένα δικτατορικό καθεστώς σέβεται μεν τους τύπους όχι όμως και την ουσία της δημοκρατίας, φορά δημοκρατική προβιά. Κι όταν αυτό το καθεστώς ανακοινώνει στους σκλαβωμένους πολίτες ότι στήνει κάλπες, υπονοεί ότι στήνει παγίδες με ψηφοδέλτια.

Η ελληνική γλώσσα είναι τόσο έξυπνη, που ήδη η λέξη «κάλπη» θα έπρεπε να εμβάλλει την υποψία στον επίδοξο ψηφοφόρο ότι είναι κάλπικη. Μπορούμε, μάλιστα, να αξιοποιήσουμε στο έπακρο την γλωσσική ευελιξία που μας παρέχουν τα ελληνικά και να μιλήσουμε για το «κόλπο της κάλπικης κάλπης», στο οποίο θα αναφερθούμε παρακάτω.

Β. Εκλογές από πετεινούς για όρνιθες μέσα σε περιχαρακωμένο κοτέτσι

Όποιος δεν έχει πεισθεί ότι η κάλπη είναι κάλπικη, μπορεί να εμπνευσθεί από την οργουελική αλληγορία της «Φάρμας των Ζώων» και να παραλληλίσει τους ψηφοφόρους που καταδέχονται να ρίξουν το ψηφοδέλτιό τους στην ψηφοδόχο του δικτατορικού καθεστώτος με όρνιθες που ανταποκρίνονται στο αντίστοιχο εκλογικό κάλεσμα για την ψήφιση του ικανότερου πετεινού μέσα στο περιχαρακωμένο κοτέτσι. Ο πετεινός που θα αναδεικνυόταν νικητής, θα ήταν αυτός που θα δικαιούτο να βατεύει ως νομιμοποιημένος σουλτάνος τις υποταγμένες στην κυριαρχία του όρνιθες. Αποκωδικοποιώντας την αλληγορία:

Οι εκλογές που διεξάγονται από μια «έξυπνη δικτατορία» είναι ένας ακόμη μηχανισμός υφαρπαγής της συναινέσεως του πολίτη στον καθημερινό βιασμό του από τον κάθε κυβερνητικό προδότη. Αν, φυσικά, μετά τις εκλογές οι όρνιθες διαπιστώσουν ότι ο πετεινός τις εξαπάτησε, θα είναι ήδη πολύ αργά για να διαμαρτυρηθούν και να ζητήσουν την αποχώρηση του βατευτή τους από το κοτέτσι. Ο σουλτάνος θα έχει γίνει ήδη παντοδύναμος.

Θα έχει, μάλιστα, φροντίσει να τοποθετήσει σε κάποια γωνιά του κοτετσιού όρνιθες-δικαστίνες, οι οποίες θα προσποιούνται ότι είναι πρόθυμες να αποφανθούν περί της εκλογικής απάτης του πετεινού. Φυσικά, ο πετεινός που τις διατηρεί καλοζωισμένες έχει εξασφαλίσει εκ των προτέρων ότι η κρίση τους θα είναι απολύτως ευνοϊκή γι’ αυτόν. 

Γ. Τα ευάριθμα πολιτικά τζάκια και οι πολίτες-κούτσουρα: Μια αέναη φαρσοκωμωδία

Μετά την δολοφονία Καποδίστρια, και αδιαλείπτως μέχρι τις μέρες μας, επαναλαμβάνεται το ίδιο πληκτικό μοτίβο: μέσω δήθεν ανόθευτων εκλογών, ανεβοκατεβαίνουν τα ίδια κατά βάσιν ονόματα, που δίνουν την εντύπωση ότι η Ελλάδα ανήκει σε ευάριθμα πολιτικά τζάκια, τα οποία, «θεωρούντα την Ελλάδα δορύκτητον χωράφιον προωρισμένον εις αποκλειστικήν βοσκήν της αγέλης των» (Ροΐδης, Πολιτικόν Δελτίον, 8-6-1875, εις: Άπαντα, Τόμ. Β΄, 1868-1879, Φιλολογική Βιβλιοθήκη-1, επιμ.: Άλκ. Αγγέλου, Αθήνα 1978, σελ. 138), επιχειρούν περιοδικώς την αναρρίπιση της φωτιάς τους χρησιμοποιώντας τους ευκολόπιστους πολίτες ως κούτσουρα. Και μόνο η τριπλέτα Καραμανλής / Παπανδρέου / Μητσοτάκης είναι αρκετή για να συνειδητοποιήσουμε την αέναη φαρσοκωμωδία που εκτυλίσσεται σταθερά και ανερυθρίαστα μπροστά στα μάτια των αόμματων Ελλήνων.

Μόλις που χρειάζεται να αναφερθεί ότι, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, ανεβοκατέβαιναν στο ελληνικό κΥνοβούλιο δύο και μόνο ονόματα: ο Χαρίλαος Τρικούπης και ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης. Ο πρώτος είχε λατρεία στην φορολόγηση και εδίωκε αμειλίκτως τους φοροφυγάδες, ενώ ο δεύτερος προσπαθούσε να ανέλθει στην εξουσία με κραυγές του τύπου «κάτω ο πετρέλαιος», «κάτω ο φορομπήχτης», «κάτω οι φόροι», «κάτω η ακρίβεια» (βλ. π.χ. Ρωμαίο, Η Ελλάδα των δανείων και τον χρεοκοπιών, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2012, σελ. 103 – η ακρίβεια, επομένως, δεν είναι ο νέος «αόρατος εχθρός» των Ελλήνων, αλλά έχει μακρά προϊστορία). Ας θυμηθούμε, παρεμπιπτόντως τι είχε συμβεί στις εκλογές του 1895:

«Νοθείες, τρομοκρατία και εξαγορές ήταν τα χαρακτηριστικά των εκλογών του 1895. Ο φατριασμός έφτασε στην εξαγορά τρικουπικών, τους οποίους τοποθετούσαν στα ψηφοδέλτια των αντιπάλων. Χαρακτηριστική η περίπτωση του Γουλιμή, πρώην βλαχοδημάρχου και κομματάρχη του τρικουπικού κόμματος. Με τρεις ψήφους ο Γουλιμής στέρησε την έδρα από τον Τρικούπη, ο οποίος σχολίασε πικρόχολα: “Ανθ’ ημών Γουλιμής”. Μετά την ήττα, ο Χαρίλαος Τρικούπης αναχώρησε για τη Γαλλία, όπου και πέθανε μετά από ένα χρόνο». Ποιος ήρθε, λοιπόν, ξανά στην εξουσία; Μα φυσικά ο Δηλιγιάννης!

Από τότε, επομένως, επαναλαμβάνεται η εναλλαγή των «εκλογικών ντουέτων» (επιστημονικότερα: ο λεγόμενος δικομματισμός) σε ένα προβλέψιμο φωσκολικό σίριαλ, που πλέον, εν έτει 2023, μόνο αναγούλα μπορεί να προκαλεί. Αν οι Νεοέλληνες ραγιάδες μελετούσαν στοιχειωδώς την ιστορία της χώρας τους και, επιπλέον, σταματούσαν να έχουν μνήμη ψαριού, θα γνώριζαν σήμερα γιατί συμμετέχουν στην «μαζική-τυπική δημοκρατία της εκλογικής κωμωδίας».

Για «εκλογική κωμωδία» μιλούσε ο Γάλλος Πολιτειολόγος Guy Hermet (Η δημοκρατία, μτφ.: Οντέτ Παπαδημητρίου, εκδ. Τραυλός-Κωσταράκη, Αθήνα 1997, σελ. 43/44), υπό την έννοια ότι:

«η δημοκρατία […] εμφανίζεται ως απάτη που επέτρεπε τη συγκάλυψη των κοινωνικών ανισοτήτων κάτω από το πρόσχημα της ψευδο-ισότητας των πολιτικών δικαιωμάτων».

Ο ίδιος (ό.π., σελ. 52) μιλούσε για τυπική δημοκρατία, διότι «σε τελική ανάλυση, η ίδια η συνειδητοποίηση ενός βασικού χαρακτηριστικού της δημοκρατικής λογικής, η οποία χαρακτηρίζεται όλο και λιγότερο από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και όλο και περισσότερο από τις διαδικασίες ενός κράτους δικαίου που σιωπά σε ό,τι αφορά το μέλλον των ανθρώπων, αν και αντιπροσωπεύει μια πρόοδο της πολιτικής σκέψης των πολιτών, αναμφίβολα γεννά την αμηχανία που αισθάνονται οι πολίτες απέναντί της. Η τυφλή προσήλωση σε αβάσιμες βεβαιότητες αποδεικνύεται ότι ήταν πιο καθησυχαστική».

Επίσης, χαρακτήριζε την δημοκρατία «μαζική», διότι διαμορφωνόταν «από την άμεση σχέση που η τηλεόραση και η σύγχρονη τεχνολογία της επικοινωνίας καθιέρωσαν ανάμεσα στους πολιτικούς υπεύθυνους και τη μάζα των εκλογέων» (ό.π., σελ. 53).

Ο Hermet (ό.π., σελ. 53-55) προχωρεί σε μια καίρια παρατήρηση που εξηγεί γιατί ο μηχανισμός των εκλογών εντός πλαισίου μιας «μαζικής τηλεδημοκρατίας» είναι μια φενάκη και εν τέλει ένας παντελώς άχρηστος θεσμός:

«Σε όλες τις βιομηχανικές κοινωνίες, όπου οι πολιτικοί προσποιούνται ότι διερωτώνται ακατάπαυστα ποιες είναι οι ανάγκες, τα αισθήματα και οι ευαισθησίες των λαών που κυβερνούν, το καθημερινό σφυροκόπημα των σφυγμομετρήσεων έχει αντικαταστήσει τις επευφημίες ή την αποδοκιμασία κατά τις επαναλαμβανόμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Με λίγα λόγια, η εποχή των πληκτικών λόγων στις πλατείες έχει ξεπεραστεί. Τώρα, πρέπει να δείξουμε ότι η πολιτική είναι μια εκτόνωση, να αποδείξουμε ότι ο σοβαρός δημοκρατικός διάλογος μετατράπηκε σε κατ’ οίκον τυχερό παιχνίδι και, επιπλέον, είμαστε υποχρεωμένοι να προβλέψουμε την έλευση μιας τηλεδημοκρατίας συνδεδεμένης με το Ίντερνετ, όπου ο καθένας θα εκφράζεται για τα τρέχοντα ζητήματα χωρίς να χρειάζεται να μετακινηθεί προς το εκλογικό κέντρο».

«Στη μαζική δημοκρατία, αντιθέτως, η πολυπλοκότητα των προβλημάτων του κράτους ενισχύει τον ρόλο των ειδικών, που επεξεργάζονται νομοσχέδια τα οποία το εκτελεστικό μεταβιβάζει “ετοιμοπαράδοτα” στο Κοινοβούλιο. Επιπλέον, ο αριθμός των ρυθμιστικών αποφάσεων που παίρνονται κατευθείαν από αυτούς τους ειδικούς σχετικά με το πλαίσιο της κρατικής πολιτικής, για τις οποίες ο εκλογέας της βάσης δεν έχει ιδέα, ξεπερνά κατά πολύ τον αριθμό των νομοθετικών μέτρων για των οποίων τη συζήτηση ενημερώνονται τουλάχιστον οι πολίτες. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η εκλεγμένη εθνική αντιπροσωπεία και το γενικό συμφέρον το οποίο θεωρείται ότι υπηρετεί αγνοούνται από τις άμεσες σχέσεις που το κράτος διατηρεί με τις επαγγελματικές ή συνδικαλιστικές οργανώσεις και τις ομάδες που ασκούν πιέσεις».

Τούτο σημαίνει ότι «τάξεις προνομιούχες λόγω της στρατηγικής τους θέσης στο οικονομικό ή το κοινωνικό πεδίο υπερασπίζονται και προωθούν κεκτημένα δικαιώματα. Παρά το όνομά της, η μαζική δημοκρατία θέτει ελάχιστα εμπόδια στις παρεκκλίσεις· επιπλέον, συνεπάγεται σοβαρά μειονεκτήματα στον τομέα της ατομικής συμπεριφοράς καθώς και στη λειτουργία της δημοκρατίας».

Επίσης, οι πολιτικοί «αλλάζουν μονίμως πρόσωπο προκειμένου να προσαρμοστούν στις συνταγές του μάρκετινγκ, παρέχοντας έτσι ένα πλεονέκτημα στους επαγγελματίες που έμαθαν άριστα την τέχνη της διασκέδασης του πλήθους έναντι εκείνων που τους χαρακτηρίζει μόνο η κοινωνική αυθεντικότητα ή η ορθότητα των επιχειρημάτων τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εξατομικεύει σε υπερβολικό σημείο το πολιτικό παιχνίδι, εισάγει από το φεγγίτη του τηλεοπτικού δέκτη έναν λαϊκισμό μεγαλύτερο κι απ’ αυτόν των εθνικιστικών κομμάτων και, τέλος, εξευτελίζει την αξιοπρέπεια κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Επιπλέον, σε ό,τι αφορά την ίδια τη λειτουργία της δημοκρατίας, η τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα είναι τέτοια, ώστε οποιαδήποτε καλή πρόθεση υποσκελίζεται από εσωτερικούς και εξωτερικούς καταναγκασμούς τους οποίους καλύπτει το θέατρο των media. Οι πολιτικές κρίσεις δεν έχουν πια καμία σχέση με τις συγκρούσεις των τάξεων. Γεννιούνται απλώς, λίγο έως πολύ άμεσα, από τις οικονομικές κρίσεις».

Δ. Το κοινοβουλευτικό μάπετ-σόου, οι πολύχρωμες μαριονέτες και ο αόρατος μαριονετίστας

Φυσικά τα προβεβλημένα ονόματα είναι απολύτως ελεγχόμενα από την υπερεθνική ελίτ της Νέας Τάξης Πραγμάτων, που δίκην αόρατου μαριονετίστα κινεί τα νήματα των μαριονετών του κοινοβουλευτικού μάπετ-σόου. Για να πεισθούν οι χαυνοπολίτες ότι ζουν σε δημοκρατία, οι μαριονέτες ανεμίζουν σημαίες διαφορετικού χρώματος και ανοιγοκλείνουν τα χείλη τους για να υποστηρίξουν φαινομενικά αντίθετες ιδεολογίες, προσποιούμενες έτσι ότι μαλλιοτραβιούνται μεταξύ τους, ώστε να πωρώνουν τους βρεφοποιημένους θεατές του κουκλοθεάτρου, οι οποίοι έχουν εκπαιδευθεί να αντιμετωπίζουν τα κόμματα σαν ποδοσφαιρικές ομάδες. Το εκλογικό αντισύνθημα του αφυπνισμένου πολίτη θα μπορούσε να είναι το εξής:  

Διαφορετικά χρώματα και ονόματα για βρέφη αόμματα και εκλογικά αποτελέσματα που βγαίνουν οιονεί αυτόματα!

Ο Σαράντος Καργάκος έχει προβεί σε παρόμοια διαπίστωση (Ελληνική παιδεία. Ένας νεκρός με… μέλλον, 3η έκδ., Αρμός, Αθήνα 2008, σελ. 121):

«“Κυβερνώντες” δεν είναι αυτοί που ψηφίζουμε εμείς. Αυτούς, προτού τους εκλέξουμε εμείς, τους έχουν επιλέξει άλλοι, πιο ισχυροί. Αυτοί οι “άλλοι” είναι σήμερα οι κυβερνώντες· και υπήκοοί τους είναι οι πολιτικοί και οι πολίτες των διάφορων εξαρτημένων κρατών».

Ε. Πολίτες απέχοντες από την κάλπη = πολίτες απαθείς; Μια εσφαλμένη εξίσωση

Η συχνά προβαλλόμενη θέση ότι πολίτες απέχοντες από την κάλπη ισοδυναμούν εκ προοιμίου με πολίτες απαθείς, που εν τέλει επιτρέπουν εν τη απουσία τους να βγουν νικητές οι ίδιοι ή παρόμοιοι προδότες, είναι ριζωμένη σε ακατάλληλο έδαφος. Διότι αυτονόητη προϋπόθεση για να ισχύει ότι η ψήφος αποτελεί «δικαίωμα και υποχρέωση» του συνειδητοποιημένου πολίτη που οφείλει να ενδιαφέρεται για τα κοινά, είναι να ασκείται στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής και ευνομούμενης πολιτείας, η οποία λειτουργεί με γνώμονα τις αρχές του κράτους Δικαίου. Ζούμε, όμως, σε ένα τέτοιο κράτος;

1. Η κατάλυση του κράτους Δικαίου

Προφανώς, ισχύει το ανάποδο: ζούμε σε ένα κράτος Αδίκου, παρότι (ή ορθότερα: ακριβώς επειδή) οι εκπρόσωποι της κυβερνώσας ελίτ χρησιμοποιούν πληθωριστικά και φαρισαϊκά την παραπλανητική ετικέτα του «δημοκρατικού πολιτεύματος»!

Οι αρχές αυτές έχουν προ πολλού καταλυθεί με τον πιο κραυγαλέο τρόπο ιδίως από το καθεστώς της «Νέας Δικτατορίας» (Ν.Δ.), η οποία από τις 7 Ιουλίου 2019 μέχρι και σήμερα έχει ποδοπατήσει το Σύνταγμα και έχει αποπατήσει πάνω σε αυτό κατ’ επανάληψιν. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς:

  • Το μισάνθρωπο lockdown με τις επιμέρους εκφάνσεις του, δηλαδή την απαγόρευση της βραδινής κυκλοφορίας, την αποστολή SMS στις αρχές για γνωστοποίηση του σκοπού μετακίνησης και το λουκέτο των εκκλησιών;

  • Την θέσπιση ως υποχρεωτικού του πειραματικού εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού και την πρόσβαση σε κλειστούς χώρους μόνο με qr code;

  • Την επιβολή μάσκας παντού, ακόμη και στον ιδιωτικό χώρο του αυτοκινήτου, καθώς και σε εξωτερικούς χώρους;

  • Την μετατροπή των πολιτών σε οιονεί τρομοκράτες που οφείλουν να δέχονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα την διείσδυση της μπατονέτας (επιστημονικότερα: του βαμβακοφόρου στειλεού) στα ρουθούνια τους;

  • Την θέσπιση ακαταδίωκτου για τα μέλη Επιτροπών, είτε πρόκειται για λοιμωξιολόγους είτε για εμπειρογνώμονες που εξετάζουν τα αίτια δυστυχήματος (βλ. Τέμπη), με αποτέλεσμα να καταλύεται η αρχή της ισότητας και της διάκρισης των εξουσιών;

  • Τον αποκλεισμό κόμματος από την συμμετοχή του στις εκλογές με αναδρομικής ισχύος νόμο, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος, και μάλιστα με δύο αλλεπάλληλες τροπολογίες στο παρά πέντε των εκλογών;

  • Τις παρακολουθήσεις ιδιωτικών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, που για να απενοχοποιηθούν βαπτίσθηκαν επιστημονικά «επισυνδέσεις»; 

Εξάλλου, όπως και με άλλη αφορμή επισημάνθηκε

κάθε δικτατορία (είτε συμβατική είτε υβριδική-«έξυπνη») στηρίζεται ιδίως στις εξής τεχνικές:

Στην προπαγάνδα και την πλύση εγκεφάλου, σε ψευδομάρτυρες, συκοφάντες και χαφιέδες, στην φίμωση της ελευθερίας της έκφρασης, στον ασφυκτικό έλεγχο της δικαιοσύνης, στην συνεργασία της εκκλησίας, στην παρακολούθηση της ιδιωτικής ζωής, στην διαστρέβλωση της κοινής λογικής (χαρακτηριστική η αλλοίωση της βασικής μαθηματικής πράξης 2 + 2 = 4, με αντικατάσταση του 4 από τον αριθμό 5) και στην εν γένει φρενοβλαβοποίηση του πολίτη (για την τεχνική αυτή βλ. Βαθιώτη, Από την τρομοκρατία στην πανδημία. Υποχρεωτικές ιατρικές πράξεις στον πόλεμο κατά του αόρατου εχθρού, Τρίτη επικαιροποιημένη έκδοση, Αλφειός, Αθήνα 2023, σελ. 195 επ.), στην ψευδή, ωραιοποιημένη και ανάποδη παρουσίαση της πραγματικότητας, στην τιμωρία-διωγμό των άξιων αντιφρονούντων-αρνητών και στην επιβράβευση των ανάξιων οσφυοκαμπτών, στην ενοχοποίηση των αθώων και την αθώωση των ενόχων.

Αναγνωρίσιμη είναι μια δικτατορία και από το λεγόμενο «σύνδρομο του εσωτερικού εχθρού». Βαρύνουσας σημασίας είναι η σχετική ανάλυση που είχε κάνει ο Αριστόβουλος Μάνεσης στο άρθρο του «Ο εύκολος βιασμός της νομιμότητας και η δύσκολη νομιμοποίηση της βίας» (εις: Συνταγματική Θεωρία και Πράξη 1980-2000, Τόμ. ΙΙ, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σελ. 321 επ., 334):

«Πράγματι, “εσωτερικός εχθρός” για τους κρατούντες μπορεί να είναι δυνάμει –και να αντιμετωπίζεται ως τέτοιος– κάθε πολίτης: ένας ψηφοφόρος, αλλά και ένας δημόσιος υπάλληλος και ένας αξιωματικός ή στρατιώτης και ένας δικαστής και ένας επιστήμονας και ένας διανοούμενος και ένας καλλιτέχνης και ένας εργαζόμενος και ένας ελεύθερος επαγγελματίας (ως “επικίνδυνοι διά την δημοσίαν τάξιν και ασφάλειαν” συνελήφθησαν, φυλακίσθηκαν ή εκτοπίσθηκαν πολλοί από αυτούς κατά τη διάρκεια της δικτατορίας). Ακόμη και πολιτικά κόμματα ενδέχεται να θεωρηθούν ως “εσωτερικός εχθρός” (γι’ αυτό και [κατά την διάρκεια της χούντας των συνταγματαρχών] προβλεπόταν η διάλυσή τους από το Συνταγματικό Δικαστήριο). Δεν αποκλείεται επίσης να καταστεί “εσωτερικός εχθρός” ένας βουλευτής ή ένας υπουργός, επίσης ο Πρωθυπουργός και η Κυβέρνηση, ακόμη και η Βουλή (δηλαδή η συγκεκριμένη πλειοψηφία της). Αλλά και το εκλογικό σώμα, δηλαδή ο “κυρίαρχος” Λαός ενδέχεται να αντιμετωπισθεί ως “εσωτερικός εχθρός” –ο “εχθρός Λαός”– κατά το μέτρο που η θέλησή του, έστω και αν εκδηλώνεται νόμιμα, θέτει σε κίνδυνο την εξουσία των κρατούντων (οπότε τον βάζουν σε “γύψο”)».

«Στο πλαίσιο των αυταρχικών καθεστώτων ο “εσωτερικός εχθρός” είναι πανταχού παρών [Σ.Σ.: άρα στην δημοφιλή ορολογία της εποχής του κορωνοϊού είναι ένας “αόρατος εχθρός”], γι’ αυτό και η κρατική εξουσία, στη μέριμνά της να τον αντιμετωπίσει, γίνεται διάχυτη, πανταχού παρούσα και πανοπτική. Όπως είχε σημειώσει ο Μαρκούζε, “Ο εχθρός βρίσκεται μέσα στο σύστημα... είναι εκεί μόνιμα... είναι εξ ίσου απειλητικός σε καιρό ειρήνης και σε καιρό πολέμου (είναι ίσως πιο απειλητικός σε ειρηνική περίοδο)· έτσι εντάσσεται στο σύστημα· είναι συνεκτικό στοιχείο του”. Ο εστί μεθερμηνευόμενον: το κρατούν σύστημα φοβάται αλλά και χρειάζεται τον “εσωτερικό εχθρό”. Και εν ανάγκη τον εφευρίσκει, για να τονώσει τη συνοχή του...».

Όλες αυτές οι τεχνικές μαζί με το προαναφερθέν «σύνδρομο του εσωτερικού εχθρού» ανιχνεύονται ευχερώς στα έργα και τις ημέρες της παρούσας κυβέρνησης, η οποία πρόκειται να διεξαγάγει τις εκλογές! Δεν χρειάζεται φυσικά να εξηγήσουμε ειδικότερα ποιοι στοχοποιήθηκαν από τον Κυρ. Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του ως «εσωτερικοί εχθροί»: και επιστήμονες-πανεπιστημιακοί και αρχηγοί κομμάτων και πολιτικά κόμματα και καλλιτέχνες και μια ολόκληρη κατηγορία πολιτών!

Δεδομένου, όμως, ότι κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν επεσήμανε στον ελληνικό λαό την συρροή τους, η οποία αποδεικνύει ακλόνητα ότι μας κυβερνά ένα δικτατορικό καθεστώς, δεν χωρεί η παραμικρή αμφιβολία ότι το κΥνοβούλιο συναπαρτίζεται φαινομενικώς μόνο από διαφορετικά κόμματα.

Στην πραγματικότητα, αποτελούν μουσικά όργανα μιας ολοκληρωτικού τύπου ορχήστρας που παίζει υπό την καθοδήγηση του ίδιου μαέστρου. Μάλιστα, ουδεμία σημασία έχει αν στις επόμενες εκλογές θα καθίσουν στα έδρανα της Βουλής τα ίδια ή άλλα πρόσωπα. Η ορχήστρα θα εξακολουθήσει να παίζει την ίδια μελωδία (της δυστυχίας), γιατί σημασία δεν έχει η ταυτότητα του οργανοπαίκτη αλλά η στέρεη υποδομή του συστήματος.

Όπως σε μια εγκληματική οργάνωση εναλλάσσονται πρόσωπα που υπηρετούν τους προκαθορισμένους σκοπούς της, έτσι και σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς τα πρόσωπα που εργάζονται γι’ αυτό είναι αναλώσιμα ροδάκια του συστήματος.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, όποιος κι αν ψηφισθεί, δεν θα καταφέρει να αλλάξει ούτε μια τρίχα από το status quo, αντιθέτως θα γίνει εξάρτημα του καθεστώτος.  

2. Αρνητές των υποχρεωτικών ιατρικών πράξεων και του qr code = Αρνητές των εκλογών: Η σωστή εξίσωση

Με αφορμή, μάλιστα, τα επονείδιστα πεπραγμένα της κυβέρνησης Μητσοτάκη στην εποχή του υγειοναζισμού, αξίζει να επιχειρήσουμε τον εξής παραλληλισμό:

Όπως κάποιοι συνειδητοποιημένοι πολίτες αρνήθηκαν πεισματικά να δώσουν την συγκατάθεσή τους στην αντισυνταγματική και εν δυνάμει θανατηφόρα ιατρική πράξη του πειραματικού εμβολιασμού και όπως αντιστοίχως αρνήθηκαν να αυτοπροσβάλλονται και να αυτοεξευτελίζονται φορώντας «μάσκα παντού», σαν να ’ναι ληστές και απαγωγείς, ή σκαναριζόμενοι από οσφυοκάμπτες πορτιέρηδες σαν να είναι προϊόντα σούπερ-μάρκετ, έτσι και τώρα, την υστάτη ώρα, που ήχησε το προσκλητήριο για να προσέλθουν οι πολίτες όχι στην εμβολιαστική καρέκλα αλλά στο παραβάν του εκλογικού θεάτρου σκιών, θα έπρεπε να είναι αυτονόητο, ιδίως για τους «αρνητές των υποχρεωτικών ιατρικών πράξεων», ότι θα επιλέξουν να συμπεριφερθούν και ως «αρνητές της κάλπης».  

Αλλιώς, θα ήταν αθεράπευτη η αντίφαση να αρνούνται μεν να συγκατατεθούν στην τέλεση των ιατρικών πράξεων και του ψηφιακού σκαναρίσματός τους, πλην όμως να συμπράττουν στην διεξαγωγή των εκλογών από τους ίδιους νοσηρούς εγκεφάλους που απανθρωποποίησαν τον πολίτη αντιμετωπίζοντάς τον ως άψυχο πράγμα και άβουλο ον που οφείλει να επαναλαμβάνει καθημερινά την φράση «πετάει ο γάιδαρος; Πετάει!».

Ως εμπλουτισμένο σύνθημα των αναβαθμισμένων αρνητών προσφέρεται το εξής:

Δεν βιάζομαι, δεν εκβιάζομαι, δεν εμβολιάζομαι, δεν παραμυθιάζομαι (με στημένες κάλπες).

3. Η προσφυγή στα λυκόπουλα για προστασία από τους λύκους

Όσοι, όμως, αρνητές των υποχρεωτικών ιατρικών πράξεων και του qr code δεν μπορούν να χωνέψουν ότι ζούμε πλέον υπό ένα καθεστώς «έξυπνης δικτατορίας», θα εξακολουθήσουν και την ημέρα των εκλογών να διαπράττουν το ίδιο λάθος που έκαναν και όταν κατέθεταν μηνύσεις, προσφυγές και αγωγές, για να τερματίσουν τον υγειονομικό εφιάλτη.

Όπως η δικαιοσύνη αποτελούσε ανέκαθεν γρανάζι της εξουσίας και, συνεπώς, η επιλογή της δικαστικής οδού σε εποχή «έξυπνης δικτατορίας» θυμίζει το ατόπημα μιας πολιορκούμενης στάνης προβάτων από λύκους που αποφασίζει να ζητήσει προστασία από τα λυκόπουλα, έτσι και τα κόμματα αποτελούν ελεγχόμενα πλοκάμια του κΥνοβουλευτικού τέρατος. Όποιο και να ψηφισθεί, το αποτέλεσμα δεν πρόκειται να αλλάξει. 

Αξίζει εδώ να θυμηθούμε τι αποκάλυπτε για την «Δικαιοσύνη» ο David Icke στο βιβλίο του «Επαναστάτες της συνείδησης» (μτφ.: Πάτρα Περισσάκη, εκδ. Έσοπτρον, Αθήνα 1998, σελ. 321/322):

«Το σύστημα αστυνομίας-δικηγόρων-ενόρκων-δικαστών υπηρετεί και προστατεύει το κατεστημένο και ελέγχεται από τις μυστικές οργανώσεις της Αδελφότητας – ιδιαίτερα από τους ελευθεροτέκτονες. Ένας υψηλόβαθμος δικαστικός έδωσε το πραγματικό στίγμα της “Δικαιοσύνης”, όταν είπε ότι αυτοί που έχουν καταδικαστεί άδικα από το σύστημα δεν θα πρέπει να αφεθούν ελεύθεροι, γιατί έτσι κλονίζεται η εμπιστοσύνη του λαού στην αγγλική δικαιοσύνη! Χρειάζονται, συνεχείς και πολύχρονες, μαζικές εκστρατείες για να ελευθερωθούν αυτοί που έχουν φυλακιστεί άδικα. Μερικοί δεν αποφυλακίζονται ποτέ. […]».

«Οι υπουργοί και οι αξιωματούχοι που δεν θα έπρεπε να επηρεάζουν στο ελάχιστο τα δικαστήρια ή τις δημόσιες ανακρίσεις, ανακατεύονται όσο περισσότερο μπορούν όταν κάποιες ποινές ή αποφάσεις τούς συμφέρουν πολιτικά. […] Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο όπου ένας δικαστής επηρεάζεται στις αποφάσεις του από τα αδιόρατα μηνύματα που τον πληροφορούν ότι ο κατηγορούμενος ή ο δικηγόρος είναι αδελφός τέκτονας. […] Αν ήξεραν οι άνθρωποι τι πραγματικά συμβαίνει στα παρασκήνια, τα ρομπότ θα είχαν επαναστατήσει εδώ και πολύ καιρό».

«Οι νικητές αυτού του γρίφου που ονομάζεται Δημοκρατία και Δικαιοσύνη είναι το Σύστημα, και το νομικό επάγγελμα είναι αυτό που βρίθει από τέκτονες, όπως εξάλλου και η αστυνομία. Ένα επάγγελμα που περισσότερο εξυπηρετεί τα συμφέροντα των κυκλωμάτων του και τις σκοπιμότητες της ελίτ, παρά τη Δικαιοσύνη».

«Το νομικό σύστημα ανήκει στην ίδια κατηγορία με την οικονομία, την πολιτική και τα περισσότερα από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Πάσχει, είναι διεφθαρμένο, ανόητο, παιδαριώδες, αυτοκαταστροφικό και ελεγχόμενο από την Αδελφότητα. Ρωτήστε τους δικηγόρους εκείνους, οι οποίοι παρακινούνται από την επιθυμία να βοηθήσουν τους ανθρώπους και όχι από την κερδοσκοπία, και θα σας απαντήσουν το ίδιο. Αντιλαμβάνομαι πόση απογοήτευση αισθάνονται οι υπεύθυνοι αυτοί δικηγόροι, όταν αναγκάζονται να ασκήσουν το έργο τους μέσα σε τέτοια ανηθικότητα και σε ένα τόσο διεφθαρμένο σύστημα. Αλλά, βλέπετε, το Σύστημα πρέπει να μας πείσει ότι έχουμε πραγματική ελευθερία, ότι ζούμε σε δημοκρατία και ότι απολαμβάνουμε ένα σύστημα αληθινής δικαιοσύνης. Αν δεν φορέσει αυτό το προσωπείο, είναι πιθανότερο για μας να επαναστατήσουμε».

«Οι κυβερνήσεις δεν εξετάζουν τίμια και σε βάθος τις αιτίες του εγκλήματος, γιατί τότε θα έπρεπε να παραδεχτούν πως οι “αξίες” που απαιτούνται για την οικονομική ανάπτυξη είναι οι ίδιες αξίες που ενθαρρύνουν το έγκλημα και τη βία. Αντίθετα, καταδικάζουν τους καταπατητές του νόμου, νίπτουν τας χείρας τους από την ευθύνη κι απαιτούν αυστηρότερες ποινές. Οι φυλακές είναι υπερπλήρεις, επειδή η κοινωνία τιμωρεί τα συμπτώματα και δεν αναζητά τις αιτίες. Και ποια είναι η αντίδραση του “πολιτισμένου” κόσμου στις γεμάτες φυλακές; Το βρήκατε: χτίζουν περισσότερες. Στην Αμερική, η οποία υποστηρίζει ότι είναι η πατρίδα της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και του πολιτισμού, μερικές πολιτείες στέλνουν ακόμα ανθρώπους στην ηλεκτρική καρέκλα ή στο εκτελεστικό απόσπασμα. Αυτό δεν είναι δικαιοσύνη… είναι βαρβαρότητα. Οι σφυγμομετρήσεις (ή καλύτερα οι κατευθυνόμενες απόψεις) στη Βρετανία, δείχνουν συνεχώς ότι η πλειοψηφία θα ξανάφερνε την κρεμάλα για μερικά εγκλήματα. Τι υπεροψία, στ’ αλήθεια, να νομίζουμε ότι έχουμε το δικαίωμα να αφαιρέσουμε τη ζωή κάποιου άλλου και τι νοητικά παιχνίδια πρέπει να παίζονται για να πούμε ότι η δολοφονία είναι πράξη άδικη και κακή, αλλά το κράτος οφείλει να σκοτώνει όποιον τη διαπράττει! Καθώς τα χρόνια περνούν, εμείς θα βλέπουμε τις κυβερνήσεις να προσπαθούν να εισάγουν ακόμη πιο αυταρχικούς νόμους που θα διαβρώνουν όλο και περισσότερο την ελευθερία. […]».

4. Ο έλεγχος των επιλογών και το κόλπο της κάλπικης κάλπης

Ότι το αποτέλεσμα δεν αλλάζει όσο διαφορετικά κι αν ψηφίσει ένα μεγάλο μέρος των πολιτών είναι μια θέση που εναρμονίζεται με τον 31ο νόμο ισχύος που διετύπωσε ο Robert Greene στο βιβλίο του «48 νόμοι ισχύος» (The 48 Laws of Power, Profile Books, London 2002, σελ. 277· βλ. και την ελληνική μετάφραση: Greene, Δύναμη. Οι 48 νόμοι της, μτφ.: Σ. Λειβαδοπούλου, εκδ. Έσοπτρον, Αθήνα 1998, σελ. 334 επ.):

Σύμφωνα με τον νόμο αυτόν, που επιγράφεται «έλεγξε τις επιλογές: κάνε τους άλλους να παίζουν με τα τραπουλόχαρτα που εσύ τους μοιράζεις» (“Control the Options: Get Others to Play With the Cards You Deal”), οι καλύτερες απάτες είναι εκείνες που φαίνεται να δίνουν επιλογές στους ανθρώπους:

Ο δεξιοτέχνης απατεώνας είναι εκείνος που καλλιεργεί στα θύματά του την ψευδαίσθηση ότι αυτά έχουν τον έλεγχο, ενώ στην πραγματικότητα είναι οι μαριονέτες του απατεώνα. Το καλύτερο κόλπο του θα είναι να κατασκευάσει επιλογές για τα θύματά του που όλες θα αποβαίνουν υπέρ του. Μια στρατιά από Σκύλλες και Χάρυβδες που θα μοιάζουν με διαφορετικά κακά για τα θύματα, αλλά θα είναι πάντοτε καλά για τον απατεώνα.

Greene (ό.π., εκδ. Έσοπτρον, σελ. 339/340) μας διαφωτίζει επί του συγκεκριμένου φαινομένου, το οποίο συνδέει και με τις εκλογές, γράφοντας τα ακόλουθα:

«Λέξεις όπως “ελευθερία”, “εναλλακτικές λύσεις” και “επιλογές”, δημιουργούν την αίσθηση μιας δύναμης πέρα από την πραγματικότητα των πλεονεκτημάτων που συνεπάγονται. Όταν τις εξετάσουμε από κοντά, οι επιλογές που έχουμε –στην αγορά, στις εκλογές, στις δουλειές μας– τείνουν να έχουν αξιοσημείωτους περιορισμούς: είναι συχνά θέμα μιας επιλογής μεταξύ του Α και του Β, με το υπόλοιπο αλφάβητο παροπλισμένο. Ωστόσο, σπάνια εστιάζουμε στις επιλογές που λείπουν εφόσον υπάρχει έστω και ένα ελάχιστο ίχνος ψευδαίσθησης επιλογής. “Διαλέγουμε” να πιστεύουμε ότι το παιχνίδι είναι τίμιο και ότι είμαστε ελεύθεροι. Προτιμάμε να μη σκεφτόμαστε πολύ γύρω από το μέγεθος της ελευθερίας μας να επιλέγουμε».

«Η απροθυμία αυτή να ερευνήσουμε το πόσο περιορισμένες είναι οι επιλογές μας προέρχεται από το γεγονός ότι η πολλή ελευθερία δημιουργεί ένα είδος ανησυχίας. Η φράση “απεριόριστες επιλογές” ακούγεται ελκυστική, αλλά οι απεριόριστες επιλογές στην πραγματικότητα θα παρέλυαν την ικανότητά μας να επιλέξουμε. Η περιορισμένη ποικιλία των επιλογών μας, μας ανακουφίζει».

«Κάτι τέτοιο παρέχει στον έξυπνο και στον επιτήδειο άπειρες ευκαιρίες για εξαπάτηση, διότι οι άνθρωποι που επιλέγουν μεταξύ εναλλακτικών λύσεων δυσκολεύονται να πιστέψουν ότι τους μεταχειρίζονται ή ότι τους εξαπατούν. Δεν μπορούν να δουν ότι εσύ τους επιτρέπεις να έχουν ένα μικρό κομμάτι ελεύθερης βούλησης ως αντάλλαγμα για την επιβολή της δικής σου βούλησης επάνω τους. Επομένως, θα πρέπει να προσφέρεις ένα στενό περιθώριο επιλογών στις απάτες σου. Υπάρχει ένα ρητό: Αν μπορείς να κάνεις το πουλί να μπει μέσα στο κλουβί από μόνο του, θα τραγουδάει ακόμη πιο ωραία».

Ο Greene ολοκληρώνει την ανάλυση του 31ου νόμου ισχύος ως εξής (ό.π., σελ. 343/344):

«Όταν ελέγχεις τις εναλλακτικές λύσεις εξυπηρετείς δύο σκοπούς: να μη φανεί ότι είσαι ο κάτοχος της δύναμης και ο εκτελεστής της τιμωρίας. […] Από την άλλη μεριά, αν περιορίσεις τις επιλογές των άλλων, μερικές φορές καταλήγεις να περιορίζεις και τις δικές σου. Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες σε συμφέρει να επιτρέψεις στους αντιπάλους σου ένα μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας: Καθώς τους παρακολουθείς να λειτουργούν, σου δίνονται πολλές ευκαιρίες να κατασκοπεύσεις, να συγκεντρώσεις πληροφορίες και να σχεδιάσεις τις απάτες σου. Ο τραπεζίτης του 19ου αιώνα, Τζέιμς Ρόθτσαϊλντ, προτιμούσε την ακόλουθη μέθοδο: Ένοιωθε πως αν προσπαθούσε να ελέγξει τις κινήσεις των αντιπάλων του, θα έχανε την ευκαιρία να παρατηρήσει τη στρατηγική τους και να σχεδιάσει μια πιο αποτελεσματική στρατηγική. Όσο πιο πολλή ελευθερία τους επέτρεπε άμεσα, τόσο πιο βίαια θα μπορούσε να ενεργήσει εναντίον τους μακροπρόθεσμα» (για τον πολύ σκοτεινό ρόλο που έπαιξε, και παίζει ακόμη, η δυναστεία των Ρόθτσαϊλντ και Ρόκφελερ σε βάρος της ανθρωπότητας απαιτείται αυτοτελής ανάλυση).

H παραπάνω ανάλυση του Greene συνδυάζεται περίφημα με όσα έγραφε ο Έριχ Φρομ στο εξαιρετικό βιβλίο του «Πέρα από τα δεσμά της αυταπάτης. Η γνωριμία μου με τον Μαρξ και τον Φρόυντ» (μτφ.: Μ. Κορνήλιου, εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα 1977, σελ. 128 επ.), γραμμένο το 1962. Ο Γερμανός καθηγητής εφιστούσε την προσοχή του αναγνώστη στις ασυνειδητοποίητες δυνάμεις που κατευθύνουν την ανθρώπινη συνείδηση, με άλλα λόγια τους αντικειμενικούς παράγοντες που βρίσκονται πίσω από την πλάτη του και καθορίζουν τις σκέψεις, τα αισθήματα και εμμέσως τις πράξεις του.

Χρησιμοποιώντας ορολογία κουκλοθεάτρου, ο Φρομ αποδίδει τον πυρήνα της σκέψης του Φρόυντ γράφοντας τα εξής:

«Ο άνθρωπος, ο τόσο περήφανος για την ελευθερία του να σκέφτεται και να κάνει την εκλογή που νομίζει, είναι, στην πραγματικότητα, μια μαριονέτα που κινείται από νήματα πίσω απ’ αυτόν και πάνω απ’ αυτόν που, με τη σειρά τους, κινούνται από δυνάμεις άγνωστες στο συνειδός του. Για να δημιουργήσει στον εαυτό του την αυταπάτη ότι ενεργεί σύμφωνα με την ελεύθερη βούλησή του, ο άνθρωπος επινοεί ορθολογικές φαντασιώσεις, που τον κάνουν να πιστεύει ότι κάνει εκείνο που πρέπει να κάνει, επειδή έχει αποφασίσει ο ίδιος έτσι, για ορθολογικούς ή ηθικούς λόγους».

Αντιστοίχως και ο Σπινόζα, σημειώνει ο Φρομ, διακήρυξε ότι οι άνθρωποι «έχουν συνείδηση των επιθυμιών τους, αλλά αγνοούν τους παράγοντες που καθορίζουν αυτές τις επιθυμίες». Κατά τον Σπινόζα, «η ίδια η ύπαρξη αγνώστων στον άνθρωπο δυνάμεων καθοριστικών της βούλησής του αποτελεί τη δουλεία του».

Αλλά και ο Μαρξ, συνεχίζει ο Φρομ, «πίστευε ότι η ανθρώπινη συνείδηση είναι στο μεγαλύτερο βαθμό “σφαλερή συνείδηση”. Ο άνθρωπος πιστεύει ότι οι σκέψεις του είναι αυθεντικές, ολότελα δικές του, προϊόν της δραστηριότητας της δικής του σκέψης, ενώ, στην πραγματικότητα, καθορίζονται απ’ τις αντικειμενικές δυνάμεις που δρουν πίσω απ’ την πλάτη του».

Ο Φρομ καταλήγει:

«Στη φροϋδική θεωρία, οι αντικειμενικές αυτές δυνάμεις αντιπροσωπεύουν φυσιολογικές και βιολογικές ανάγκες. Στη μαρξιστική θεωρία αντιπροσωπεύουν τις κοινωνικές και οικονομικές ιστορικές δυνάμεις που διέπουν την ύπαρξη και, επομένως, έμμεσα, και τη συνείδηση του ατόμου».

Με αφορμή τον προπεριγραφέντα νόμο του Greene, αλλά και την σχετική ανάλυση του Φρομ, αξίζει να τεθεί το εξής ερώτημα προς εκείνους που διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους ότι την Κυριακή των εκλογών δεν πρέπει να πάμε στην εκκλησία ή/και για μπάνιο στην θάλασσα αλλά πρέπει να σπεύσουμε στην κάλπη ρίχνοντας την αντισυστημική μας ψήφο:

Άραγε, αυτοί οι –ας τους ονομάσουμε έτσι– «αντι-αποχίτες» θα καταδέχονταν να κάτσουν στην ίδια ροτόντα με χαρτοκλέφτες και να παίξουν μαζί τους πόκερ; Θα καταδέχονταν να γίνουν μαριονέτες του εκλογικού κουκλοθεάτρου και να κινεί τα νήματά τους ο υποκρυπτόμενος «αόρατος μαριονετίστας» που επινόησε το κόλπο της κάλπικης κάλπης για να καλλιεργήσει στις μαριονέτες την ψευδαίσθηση της αυτόνομης επιλογής τους;  

Ίσως πολλοί από τους «αντι-αποχίτες», μολονότι θα έβλεπαν ότι η ορθή απάντηση είναι αυτονόητα αρνητική, θα απαντούσαν καταφατικά, αλλά θα δυσκολεύονταν να την τεκμηριώσουν. Αν, όμως, είχαν διαβάσει το βιβλίο του Φρομ, θα ήξεραν γιατί είναι ορθή η καταφατική απάντηση.

Μεταξύ των άλλων εμποδίων που δεν επιτρέπουν σε ορισμένα αισθήματα να φθάσουν στην συνείδηση, είναι και τα λεγόμενα κοινωνικά ταμπού «που χαρακτηρίζουν ορισμένες ιδέες και ορισμένα συναισθήματα σαν ακατάλληλα, απαγορευμένα, επικίνδυνα πράγματα και, γι’ αυτό, ούτε και στο επίπεδο της συνείδησης δεν τους επιτρέπουν να φτάσουν» (ό.π., σελ. 152).

«Είναι δυνατό», αναρωτιέται ο Φρομ, «να λείπει απ’ τους περισσότερους πολίτες η φυσική νοημοσύνη, ώστε να μη βλέπουν πόσο ανίκανοι είναι πολλοί απ’ τους ηγέτες τους –άσχετα με το πώς ανέβηκαν στην κορυφή– να εκπληρώνουν την αποστολή τους;» (ό.π., σελ. 154).

Ακολουθεί ευθύς αμέσως η αποστομωτική απάντηση:

«Τι θα γινόταν όμως η κοινωνική συνοχή κι η ενιαία δράση, αν τέτοια πράγματα γίνονταν συνείδηση σε περισσότερους από μια μικρή μειοψηφία; Διαφέρει μήπως απ’ αυτή την άποψη σε τίποτα η πραγματικότητα απ’ αυτό που συμβαίνει με τον γυμνό αυτοκράτορα στο παραμύθι του Άντερσεν; Μ’ όλο που ο αυτοκράτορας είναι ολόγυμνος, λίγα παιδιά μόνο το προσέχουν, ενώ όλοι οι άλλοι άνθρωποι μένουν με την πεποίθηση ότι ο αυτοκράτορας φοράει πραγματικά μια λαμπρή καινούργια φορεσιά».

Ο Φρομ συμπληρώνει (ό.π., σελ. 155):

«Σε όλη την ανθρώπινη ιστορία, με εξαίρεση μερικές πρωτόγονες κοινωνίες, το τραπέζι στρωνόταν πάντα για ελάχιστους, ενώ για τη μεγάλη πλειονότητα δεν έμεναν παρά τα ψίχουλα. Αν η πλειονότητα συνειδητοποιούσε ότι την εξαπατούσαν, θα φούντωνε ίσως μια αγανάκτηση που θα έθετε σε κίνδυνο το καθεστώς. Γι’ αυτό, τέτοιες σκέψεις έπρεπε ν’ απωθούνται και, όσοι δεν τις απωθούσαν αρκετά, κινδύνευαν να χάσουν τη ζωή τους ή την ελευθερία τους».

Εν συνεχεία, ο Φρομ εμπλουτίζει τον μηχανισμό της απώθησης της αλήθειας αναφερόμενος στον φόβο της απομόνωσης και του εξοστρακισμού (ό.π., σελ. 159):

«Ο άνθρωπος σαν άνθρωπος φοβάται την τρέλα, ακριβώς όπως ο άνθρωπος σαν ζώο φοβάται τον θάνατο. Ο άνθρωπος, για να είναι υγιής διανοητικά, έχει ανάγκη από σχέσεις κι επαφές, από ενότητα με τους άλλους ανθρώπους. Η ανάγκη αυτή, να είναι ένα με τους άλλους, αποτελεί το ισχυρότερο πάθος του, πάθος ισχυρότερο απ’ το σεξουαλικό και, συχνά, κι απ’ αυτή ακόμη την επιθυμία να ζει. Ο φόβος αυτός, της απομόνωσης και της αποξένωσης, και όχι ο φόβος του “ευνουχισμού”, είναι εκείνος που αναγκάζει τους ανθρώπους να απωθούν απ’ τη συνείδηση ό,τι είναι ταμπού, επειδή, αν επέτρεπαν στα ταμπού να επιπλεύσουν στη συνείδησή τους, θα σήμαινε ότι είναι πλάσματα διαφορετικά, ξεχωριστά, πλάσματα επομένως που πρέπει να “εξοστρακιστούν”. Για το λόγο αυτό, το άτομο πρέπει να κλείνει τα μάτια, για να μη βλέπει εκείνο που η κοινωνική του ομάδα ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει ή για να δέχεται σαν αλήθεια ό,τι δέχεται η πλειονότητα σαν αλήθεια, ακόμα κι αν τα δικά του μάτια τον βεβαιώνουν ότι είναι ψέμα. Η ομάδα έχει τόσο ζωτική σημασία για το άτομο, ώστε οι αντιλήψεις της, τα αισθήματά της, οι πεποιθήσεις της ν’ αποτελούν γι’ αυτό, το άτομο, πραγματικότητα, πολύ πιο “αληθινή” πραγματικότητα απ’ αυτήν που του αποκαλύπτουν οι αισθήσεις του και το λογικό του» (επ’ αυτού πρβλ. και Βαθιώτη, Από την τρομοκρατία στην πανδημία, ό.π., σελ. 533, υποσ. 1476).

Στο σημείο αυτό, ο Φρομ πλάθει μια υπέροχη παρομοίωση:

«Όπως ακριβώς για τον υπνωτισμένο η φωνή και τα λόγια του υπνωτιστή του παίρνουν τη θέση της πραγματικότητας, έτσι και το κοινωνικό πρότυπο αποτελεί πραγματικότητα για τους περισσότερους ανθρώπους».

Συνεπώς, «όσα ο άνθρωπος θεωρεί αληθινά, πραγματικά, υγιή, είναι τα “κλισέ” που δέχεται η κοινωνία του· και, πολλά απ’ όσα δεν συμβιβάζονται μ’ αυτά τα κλισέ, αποκλείονται απ’ τη συνείδηση, μένουν στο ασυνείδητο. Δεν υπάρχει τίποτα που να μην το πιστεύει –ή να μην το απωθεί– ο άνθρωπος, όταν απειλείται, απροκάλυπτα ή συγκαλυμμένα, με αποξένωση, με εξοστρακισμό. […] Θέλω να προσθέσω ότι, για τους περισσότερους ανθρώπους, η ταυτότητά τους είναι ακριβώς ριζωμένη στον κομφορμισμό τους, στην προσαρμογή τους στα κοινωνικά κλισέ. “Είναι” εκείνοι που πρέπει αναγκαστικά να είναι, αφού ο φόβος της αποπομπής εμπεριέχει και τον φόβο να χάσουν την ταυτότητά τους. Ο συνδυασμός των δύο αυτών φόβων ασκεί πανίσχυρη επίδραση πάνω τους».

5. Το παράδειγμα της βρύσης και η θεωρία της μολύνσεως

Το ακόλουθο παράδειγμα είναι χαρακτηριστικό για να εξουδετερώσει και την παραμικρή αμφιβολία περί της ορθότητας της σκέψης ότι, όταν η εξουσία έχει καταληφθεί από ένα δικτατορικό καθεστώς, είναι καθαρός παραλογισμός να τρέφει ο πολίτης εμπιστοσύνη προς τους δικτάτορες ότι από την κάλπη που στήνουν πρόκειται να βγει ένα καθαρό και αδιάβλητο αποτέλεσμα:

Ποιος έμφρων εκδρομέας που μετά από πολύωρη πεζοπορία διψά για λίγο νερό θα δεχόταν να πιει από την βρύση, όταν γνωρίζει άριστα ότι το νερό που καταλήγει στα σχηματιζόμενα ρυάκια είναι μολυσμένο;

Τα ρυάκια είναι όλα τα επιμέρους (αντισυνταγματικά) έργα της κυβέρνησης που βοούν ότι ανήκει στην κατηγορία των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Η βρύση από την οποία τρέχει το μολυσμένο νερό είναι η εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη του κόμματος εκείνου που ο λαός θέλει να αναλάβει την διακυβέρνηση της χώρας.

Δυστυχώς, σε ένα δικτατορικό καθεστώς ο μηχανισμός της βρύσης ελέγχεται πλήρως από τα γρανάζια της δικτατορίας και όχι από τους εκδρομείς που ανοιγοκλείνουν την στρόφιγγα της βρύσης. Συνεπώς, όποιο κόμμα κι αν ψηφίσουν οι επίδοξοι ψηφοφόροι, πολλοί εκ των οποίων αυτήν την στιγμή διψούν για μια ριζική αλλαγή του τετριμμένου και παλαιομοδίτικου πολιτικού σκηνικού, οι κυρίαρχοι του μηχανισμού θα έχουν φροντίσει η βρύση να ξεβράσει το μολυσμένο νερό που θα εξυπηρετεί τους πραγματικούς λόγους ύπαρξης της βρύσης.

Αν, όμως, φθάναμε σε ένα σημείο όπου κανένας εκδρομέας δεν θα καταδεχόταν να ανοίξει την βρύση και να πιει νερό, τότε η βρύση θα σκούριαζε και πλέον ο λόγος ύπαρξής της θα εξέλειπε!

Η αχίλλειος πτέρνα της παραπάνω παραβολής είναι ότι περιγράφει από αμιγώς ορθολογική σκοπιά την επιτακτική ανάγκη να προστατευθούν οι πολίτες από το μολυσμένο νερό αποφεύγοντας τη βρύση, και έτσι αφήνει αθέατη την δυσκολία τους να αποφασίσουν με ορθολογικά κριτήρια. Λόγω των διαρκών επιθέσεων που δέχονται συστηματικώς τα τελευταία χρόνια από την μισάνθρωπη κρατική εξουσία, οι πολίτες δεν μοιάζουν με νηφάλιους εκδρομείς αλλά περισσότερο με εξουθενωμένους πεζοπόρους μιας απέραντης ερήμου, οι οποίοι μέσα στην απόγνωσή τους είναι έτοιμοι να πιουν απ’ όποιο τρεχούμενο νερό θα κυλούσε αίφνης μπροστά τους, απωθώντας στο υποσυνείδητό τους το ενδεχόμενο να είναι το νερό αυτό μη πόσιμο. Άρα εδώ ισχύει η παροιμία: Ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται.

6. Γιατί καθιερώθηκε ο θεσμός των εκλογών: Η εξημέρωση του εξαγριωμένου όχλου

Όποιος θέλει να μάθει ποιοι είναι αυτοί οι λόγοι, θα πρέπει να μελετήσει την ιστορία του κοινοβουλευτισμού και, ειδικότερα, της καθιέρωσης της καθολικής ψηφοφορίας. Αν το κάνει αυτό, θα διαπιστώσει προς μεγάλη του έκπληξη ότι στην πραγματικότητα οι εκλογές είναι ένας ύπουλος μηχανισμός που στοχεύει στην εξημέρωση του εξαγριωμένου όχλου.

Όπως σημειώνει ο Hermet (Η δημοκρατία, ό.π., σελ. 32):

«Αν οι Γάλλοι κατέκτησαν τα πρωτοτόκια της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης, αυτό έγινε με τρόπο παράδοξο: η καθολική ψηφοφορία, που συμπεριλήφθηκε στο σύνταγμα της Δεύτερης Δημοκρατίας με μοναδικό σκοπό να καταπνίξει τη φλόγα της εξέγερσης του 1848, πολύ γρήγορα εμφανίστηκε ως πολύ πιο αποτελεσματικό φράγμα κατά της επαναστατικής ανατροπής απ’ ό,τι οι στρατιωτικές δυνάμεις».

Αλλά και «στις υπόλοιπες δυτικοευρωπαϊκές βιομηχανικές χώρες, αργά ή γρήγορα, επιβεβαιώθηκε ότι, αντί να λειτουργήσει ως Δούρειος Ίππος της μεγάλης κοινωνικής παλίρροιας, όπως πίστευε ο Μαρξ, η καθολική ψηφοφορία έθεσε τέλος στην εποχή των βίαιων λαϊκών εξεγέρσεων και τις υποκατέστησε μ’ έναν αριθμητικό μηχανισμό ειρηνικής διευθέτησης των αντιπαραθέσεων που, θεωρώντας τις ανισότητες αναπόφευκτες, προσπαθούσε απλώς να τις καταστήσει ανεκτές» (Hermet, ό.π., σελ. 33).

O Γάλλος Πολιτειολόγος συμπλήρωνε ότι «ως τίμημα της μετάβασής του από την κατάσταση του υπηκόου του βασιλιά σε εκείνη του συμβολικού κυρίαρχου του ίδιου του εαυτού του, επιβλήθηκε στο λαό το καθήκον να αισθάνεται ότι ανήκει σε μια χώρα υποταγμένη σε μια κεντρική κυβέρνηση, η οποία κυριαρχεί εν ονόματί του πάνω σε ένα σταθερό και θεωρητικά φυσικό έδαφος. […] Το γεγονός μάλιστα του εκδημοκρατισμού ενός προϋπάρχοντος κράτους, της επιθυμίας να μετατρέψουν τους υπηκόους του, οι οποίοι μέχρι τότε καλούνταν να υποτάσσονται σε μια ελέω Θεού βούληση, σε πολίτες πεπεισμένους ότι οι κυβερνήσεις του δεν “βασίλευαν” παρά με τη δική τους συγκατάθεση, συνεπαγόταν αυτή την επανεκπαίδευση» (ό.π., σελ. 78).

7. Η ψήφος ως «εκλογικό έγκλημα συσσώρευσης» και η αντίρροπη λογική της αποχής

Η συμμετοχή των ψηφοφόρων στις εκλογές διέπεται από την ίδια συνεργατική λογική η οποία καθορίζει όλες τις καλές πράξεις που καλούμαστε ανά περιόδους να τελέσουμε εκδηλώνοντας πνεύμα αλληλεγγύης.

Το μυστικό της επιτυχίας τέτοιων συλλογικών δράσεων κατ’ αρχήν αγαθού σκοπού, όπως είναι π.χ. η αιμοδοσία ή ο εμβολιασμός (με αποτελεσματικά και ασφαλή εμβόλια), δεν βρίσκεται, βεβαίως, στην μεμονωμένη πράξη αλλά στην πολλαπλασιαστική δυναμική της: η συσσώρευση πολλών μεμονωμένων πράξεων επιφέρει το πολυπόθητο αποτέλεσμα. Η παροιμία που ταιριάζει εδώ είναι: «φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι».

Όταν, όμως, αυτή η δυναμική έχει αρνητικό πρόσημο, τότε στο Ποινικό Δίκαιο μιλάμε για «εγκλήματα συσσώρευσης», τα οποία διαπράττονται όχι μόνο σε βάρος του περιβάλλοντος (με αυτά συνδυάσθηκε πρωτογενώς η λογική της συσσώρευσης: 1 σταγόνα πετρελαίου σε έναν θαλάσσιο κόλπο είναι αμελητέα, 1.000+ σταγόνες από διάφορα σκάφη γίνονται πετρελαιοκηλίδα), αλλά και σε βάρος της δημόσιας υγείας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα εγκλήματος συσσώρευσης αποτελεί και η τιμώρηση πράξεων διακίνησης ναρκωτικών ουσιών: Το αξιόποινο της κατοχής και απόκτησης ακόμη και πολύ μικρών ποσοτήτων κάνναβης νομιμοποιείται με την σκέψη ότι αυτή η πράξη συμβάλλει στην ύπαρξη των παράνομων αγορών και, συνακολούθως, στις επιβλαβείς συνέπειές της (επ’ αυτού βλ. π.χ. Βαθιώτη, Τραγικά διλήμματα στην εποχή του “πολέμου κατά της τρομοκρατίας”. Από την σανίδα του Καρνεάδη στο “Ποινικό Δίκαιο του Εχθρού”, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2010, σελ. 355).

Αντιστοίχως, η δύναμη της αποχής εντοπίζεται στην επιδημική-αποδομητική δυναμική της, στηρίζεται όμως στην ανάποδη λογική εκείνης που διαφημίζεται ως αναγκαία για την υλοποίηση των στόχων της υγειονομικής δικτατορίας:

Ενώ οι θιασώτες του υγειοναζισμού μάς έλεγαν ότι «κάθε εμβόλιο μετράει», γιατί έτσι μόνο μπορούσε (υποτίθεται) να χτισθεί το τείχος της ανο(η)σίας, οι θιασώτες της αποχής πρέπει να βροντοφωνάξουν το εξής σύνθημα:

«Κάθε μη-ψήφος μετράει, διότι κάθε ψήφος το καθεστώς καθαγιάζει».

Επομένως, όποιος αποφασίσει να ανταποκριθεί στο προσκλητήριο της «έξυπνης δικτατορίας» και ρίξει στην κάλπη το ψηφοδέλτιο της αρεσκείας του, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι διαπράττει ένα οιονεί «εκλογικό έγκλημα συσσώρευσης», μέσω του οποίου εν τέλει νομιμοποιείται το καθεστώς της «έξυπνης δικτατορίας»: αν η ρίψη ψηφοδελτίου στην κάλπη που έχει στήσει το καμουφλαρισμένο ολοκληρωτικό καθεστώς παρομοιασθεί με εγκληματική πράξη, 1 φάκελος εντός της κάλπης είναι αμελητέος, αλλά 1.000 ή, ακόμη χειρότερα, 1.000.000 φάκελοι στέλνουν ένα σωρευτικό-ηχηρό μήνυμα επικύρωσης του καθεστώτος. Άρα, η μη ρίψη του φακέλου εντός της κάλπης είναι η επιβεβλημένη, αντικαθεστωτική παράλειψη εκ μέρους κάθε πολίτη ξεχωριστά.

Δυστυχώς, υπήρξαν κάποιοι σύγχρονοι Αντίνοες, οι οποίοι επεχείρησαν να αναποδογυρίσουν την επιδημική-αποδομητική λογική της αποχής, υποστηρίζοντας ότι η αποχή στηρίζει την δικτατορία! Αυτός είναι, προφανώς, ένας συλλογισμός που επαληθεύει την υπόνοια ότι στην εποχή μας κυριαρχεί ο Θαυμαστός Ανάποδος Κόσμος.

8. Κι αν γίνει η έκπληξη από κάποιο μικρό-πατριωτικό κόμμα;

Ακόμη κι αν κάποιο από τα λεγόμενα μικρά ή πατριωτικά κόμματα κάνει την έκπληξη, το ενδεχόμενο αυτό έχει προβλεφθεί από τον αόρατο μαριονετίστα του κΥνοβουλίου, ο οποίος θα ήταν περιχαρής αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, αφού με ένα ή κάποια μικρά κόμματα-πρόβατα μέσα στην φωλιά του λύκου, το κουκλοθέατρο θα αναζωογονηθεί καλλιεργώντας ακόμη πιο πειστικά προς τους θεατές του την ψευδαίσθηση ότι «έχουμε πολυφωνία, άρα έχουμε δημοκρατία».

Πάντως, ένα πιθανό σενάριο είναι, αργά ή γρήγορα, τα καλοκάγαθα προβατάκια να αρχίσουν να μοιάζουν με τους λύκους, αφού θα συναγελάζονται μέσα στην φωλιά τους, ενθυλακώνοντας μάλιστα με το πάτημα του ποδιού τους στην Βουλή την παχυλή επιβράβευση για την είσοδό τους. Δεν θα ήταν ανέντιμο αυτοί που πληρώνονται από το δικτατορικό καθεστώς να προσπαθήσουν να το ανατρέψουν;

Αν τα πρόβατα δεν μεταλλαχθούν σε λύκους, τότε οι (λ)οικο-δεσπότες θα τα κατασπαράξουν! Ένα ολοκληρωτικό καθεστώς έχει οργανωθεί κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να μπορεί να αυτοαναπαράγεται και να αποβάλλει όσους το πολεμούν.

Μάλιστα, είναι πάγια η τακτική του να μεταμφιέζει σε εχθρούς κάποια έμπιστα πρόσωπά του, τα οποία υποδύονται τους αντισυστημικούς, ενώ στην πραγματικότητα λειτουργούν ως μαγνήτες που θα προσελκύσουν τα άγρια πρόβατα με ροπή αμφισβήτησης ή κατακρήμνισης του καθεστώτος. Κι όταν οι μεταμφιεσμένοι εχθροί κάνουν την βρόμικη δουλειά, μαντρώνοντας τους αμφισβητίες, θα τους παραδώσουν στους καθαρόαιμους λύκους για να τους κατασπαράξουν ή απλώς θα τους εγκαταλείψουν αφήνοντάς τους χωρίς πυξίδα μέσα στην ζούγκλα του ολοκληρωτισμού, αφού θα τους έχουν χρησιμοποιήσει για να εδραιώσουν τη θέση τους.

Δεν πρέπει, φυσικά, να λησμονούμε ότι πίσω από κάθε ολοκληρωτικό καθεστώς κρύβονται κάποιες ελίτ. Στην δημιουργία διαφόρων κύκλων ελίτ, όπως είναι κυρίως η βιομηχανική, η κυβερνητική και η στρατιωτική ελίτ (ώς έναν βαθμό και η ελίτ των συνδικάτων), οι οποίες είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους, αναφέρεται ο Έριχ Φρομ στο προμνημονευθέν βιβλίο του (ό.π., σελ. 137), καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι δύο μεγάλες κατηγορίες ελίτ (οι «κυβερνώσες ελίτ»), δηλαδή από την μια πλευρά η καπιταλιστική και, από την άλλη πλευρά, η κομμουνιστική ελίτ, αισθάνονται και σκέφτονται με όμοιο τρόπο, όπως όμοιος είναι και ο βασικός τρόπος παραγωγής.

Ο Φρομ εφιστά την προσοχή του αναγνώστη σε μια ζοφερή αλήθεια που καθορίζει την καθημερινή ζωή των πολιτών αταλάντευτα μέχρι και σήμερα:

«Η συνείδηση των μελών των ελίτ είναι προϊόν της κοινωνικής τους υπόστασης. Θεωρούν τον τρόπο οργάνωσής τους και τις αξίες που τον συνοδεύουν σαν την “καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων του ανθρώπου”, που κάνει να φαίνεται εύλογη αυτή η αντίληψη, εχθρεύονται κάθε ιδέα ή σύστημα που αμφισβητεί ή θέτει σε κίνδυνο το δικό τους σύστημα. Είναι κατά του αφοπλισμού, αν αισθάνονται ότι η οργάνωσή τους κινδυνεύει απ’ αυτόν, είναι καχύποπτοι κι εχθρικοί για ένα σύστημα, όπου η τάξη τους θα έδινε τη θέση της σε μια διαφορετική και νέα τάξη ιθυνόντων».

Λίγες αράδες πιο κάτω, ο Φρομ (ό.π., σελ. 138) προβαίνει σε μια διαπίστωση που μπορεί να περιέχει το κλειδί του απεγκλωβισμού της ανθρωπότητας από τον αραχνοΰφαντο ιστό των ελίτ, οι οποίες κατά την εποχή συγγραφής του βιβλίου του ήταν grosso modo η καπιταλιστική και η κομμουνιστική, ενώ σήμερα μπορεί να είναι κάποιες άλλες, που όμως διαφέρουν μόνο κατ’ όνομα, όχι όμως κατ’ ουσίαν:

«Βλέπουμε ότι οι ελίτ των δύο μεγάλων συνασπισμών βρίσκονται σε μια πορεία προς τη σύγκρουσή τους και ότι είναι μεγάλες οι δυσκολίες που πρέπει να υπερπηδήσουν για να φτάσουν σε μια ρύθμιση που θα εξασφαλίσει την ειρήνη. Δε χωράει αμφιβολία ότι ένας πυρηνικός πόλεμος θα σήμαινε το θάνατο των περισσότερων απ’ τα μέλη των ελίτ με τις οικογένειές τους και την καταστροφή των περισσότερων απ’ τους οργανισμούς τους».

Άραγε, όντως η μόνη διέξοδος για τον τερματισμό της παγκόσμιας σκλαβιάς της ανθρωπότητας θα είναι ένας πυρηνικός (Γ΄ παγκόσμιος) πόλεμος; Θα επιτρέψουν οι ελίτ να ανακοπούν βιαίως τα επίσημα αποκαλυπτήρια του παγκόσμιου κυβερνήτη, τα βρομερά χνώτα του οποίου έχουν γίνει ήδη αισθητά στους επαγρυπνούντες;    

IV. H προεξασφαλισμένη αποτυχία της αποχής

Ότι, βεβαίως, δεν υπάρχει περίπτωση το ποσοστό εκείνων που θα απέχουν να φθάσει το ποσοστό εκείνων που εμβολιάσθηκαν και άρα ότι η αποχή είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο. Οι βασικοί λόγοι είναι οι εξής δύο:

A. Ο προπαγανδιστικός μηχανισμός ανήκει στους κατέχοντες και όχι στους απέχοντες

Πρώτον, ο προπαγανδιστικός ιστός ανήκει στους κατέχοντες και όχι στους απέχοντες. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, ιδίως του ελληνικού, ξημεροβραδιάζεται μπροστά σε έναν τηλεοπτικό δέκτη, ο οποίος βομβαρδίζει συστηματικά και ύπουλα το μυαλό των τηλεθεατών που, όταν θα έρθει η ώρα να ψηφίσουν, θα νομίζουν ότι επιλέγουν αυτόνομα τον ηγέτη και το κόμμα της αρεσκείας τους, ενώ η απόφασή τους θα έχει ετεροκαθορισθεί από την καθημερινή τηλεοπτική πλύση εγκεφάλου.

Σε αυτήν την πλύση εγκεφάλου οι πολίτες εκτίθενται οικειοθελώς, εκτός κι αν δεχθούμε ότι η τηλεόραση είναι ένα οιονεί ναρκωτικό, στον οποίο ο τηλεθεατής εθίζεται αναπόδραστα. Εν αντιθέσει, μάλιστα, προς ό,τι ισχύει για τα κατά κυριολεξίαν ναρκωτικά που αποτελούν μάστιγα πρωτίστως για την νεολαία, το μεταφορικώς νοούμενο τηλε-ναρκωτικό πλήττει πρωτίστως τις μικρές και τις μεγάλες ηλικίες. Πολλοί εξ αυτών, ιδίως όταν ζουν μόνοι τους, αναπληρώνουν το έλλειμμα της συντροφιάς, ανάβοντας την τηλεόραση αμέσως μόλις ξυπνήσουν ή μόλις μπουν στο σπίτι, αρνούμενοι να την κλείσουν ακόμη κι όταν πηγαίνουν για ύπνο.

Κανένα, όμως, από τα περισσότερο ή λιγότερο συστημικά κανάλια ούτε υποστηρίζει ούτε πρόκειται ποτέ να υποστηρίξει την λογική της αποχής, αφού αυτό θα σήμαινε ότι οι καναλάρχες τολμούν να υπονομεύσουν έναν δαιδαλώδη εξουσιαστικό μηχανισμό (με αιχμή του δόρατος την τηλεοπτική προπαγάνδα), ο οποίος τους επιτρέπει να πλουτίζουν. Γι’ αυτό και ο συρφετός των δημοσιογράφων, των καλλιτεχνών, των ειδικών της ιατρικής και της νομικής επιστήμης κ.λπ. συντάσσεται πάντοτε με το κυρίαρχο ρεύμα, ευλογώντας τα «νεοταξίτικα γένια» του συστήματος.

Ότι τα ΜΜΕ είναι η «μηχανή της προπαγάνδας του παρόντος Συστήματος», ότι «εξαρτώνται από το Σύστημα για να επιβιώσουν και έτσι του προσφέρουν όλη την υποστήριξη που μπορούν» και εν τέλει ότι «συμβάλλουν καταλυτικά στον εγκλωβισμό της σκέψης μας, επειδή και η δική τους σκέψη είναι εγκλωβισμένη» επισημαίνεται από τον David Icke (ό.π., σελ. 317/318), ο οποίος μας πληροφορεί ότι «αναμφίβολα, οι μυστικές υπηρεσίες, όπως είναι η C.I.A., διαθέτουν την τεχνολογία και χρησιμοποιούν τους τηλεοπτικούς σταθμούς για να στέλνουν μηνύματα στο υποσυνείδητό μας, χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε εμείς ή ακόμη και ο ίδιος ο τηλεοπτικός σταθμός».

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ακόλουθο (Icke, ό.π., σελ. 320/321):

«Το 1994 ένας πολωνικός ραδιοφωνικός σταθμός άρχισε να εκπέμπει στη συχνότητά του έναν ανεπαίσθητο ήχο για να διώχνει τα κουνούπια από τα σπίτια που ήταν συντονισμένα στο σταθμό αυτό. Απ’ ό,τι φάνηκε, ο συγκεκριμένος ήχος ήταν πολύ αποτελεσματικός, όμως χιλιάδες ακροατές άρχισαν να παραπονιούνται ότι αυτός ο ήχος τρέλανε τις γάτες τους».

Ο Icke προειδοποιούσε ήδη πριν από τριάντα περίπου χρόνια:

«Αν μπορούν να κάνουν κάτι τέτοιο σε έντομα και γάτες, σίγουρα μπορούν και σε ανθρώπους. […] Αν συνειδητοποιούσατε τι σχεδιάζει για σας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης η Νέα Παγκόσμια Τάξη, θα σας στεκόταν ένας κόμπος στον λαιμό!».

B. Εν αναμονή των νέων τσοπάνηδων: Η αβάσταχτη βαρύτητα της ελευθερίας

Δεύτερον, η συμπαγής πλειοψηφία είναι παιδιόθεν εκ του συστήματος εκπαιδευμένη να λειτουργεί με ρουσφετολογικά αντανακλαστικά και κριτήρια καλοπέρασης, αναμένοντας πάντοτε από τσοπάνηδες να καθοδηγήσουν πατερναλιστικά τα καλοκάγαθα πρόβατα προς τον «σωστό» δρόμο.

Οι προβατόμορφοι μαζάνθρωποι δεν αντέχουν να σηκώσουν ατομικά το βάρος της ελευθερίας που τους δόθηκε ως πολύτιμο δώρο από τον Δημιουργό τους. Παραφράζοντας (και αντιστρέφοντας) τον τίτλο του βιβλίου του Κούντερα «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι», θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την «αβάσταχτη βαρύτητα της ελευθερίας» του ανθρώπου. Επομένως, ισχύει ό,τι είχε επισημάνει ο Ντοστογιέφσκι στην διαχρονική αλληγορία του Μεγάλου Ιεροεξεταστή από το ογκώδες μυθιστόρημά του «Αδελφοί Καραμάζοφ».

Το μόνο, δηλαδή, που θέλει ο λαός είναι να έρθει να καταθέσει την ελευθερία του στα πόδια των εκλεκτών αρχόντων και να τους πει:

«Κάντε μας σκλάβους, μα χορτάστε μας» (Ο Μέγας Ιεροεξεταστής, μτφ.: Άρ. Αλεξάνδρου, εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα 2015, σελ. 42).

Κι αν οι άρχοντες αυτοί δεχθούν να ικανοποιήσουν το αίτημά τους, τότε οι «ευτυχισμένοι σκλάβοι» θα τους προσκυνήσουν όλοι μαζί, υπακούοντας στην ανάγκη της «γενικής λατρείας».

Γ. Από τον Ντοστογιέφσκι στον ψυχίατρο Τόμας Σαζ

Σκεπτόμενος ομόρροπα, ο Αμερικανός ψυχίατρος και ψυχαναλυτής ουγγρικής καταγωγής Thomas Szasz (Τόμας Σαζ) στο βιβλίο του «Αιρετικά» (μτφ.: Α.-Α. Τσέγκου, Εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα 2006, σελ. 64) σημείωνε:

«Δουλεία είναι το να πρέπει να παίξεις σ’ ένα έργο που έχει γράψει κάποιος άλλος· ενώ ελευθερία είναι το να γράψεις το δικό σου έργο. Μιας και οι πιο πολλοί άνθρωποι δεν ξέρουν ούτε καν να συλλαβίσουν, θεωρούν ότι το να γράψεις ένα θεατρικό έργο είναι στόχος δυσεπίτευκτος, γι’ αυτό και προτιμούν να παίζουν έναν ρόλο στο έργο κάποιου άλλου παρά να μην παίζουν καθόλου».

Λίγες σελίδες πιο κάτω (ό.π., σελ. 69), ο Sazs αναφέρεται και πάλι στην «απροθυμία των ανθρώπων να καταλάβουν και να αναγνωρίσουν τη σκοτεινή τυραννία αυτών που οι ίδιοι έχουν επιλέξει για να τους κυβερνούν», ενώ μιλά και «για την τυραννία της ίδιας της συνείδησής τους, κατ’ εντολήν της οποίας “οι ελεύθεροι άνθρωποι” απαλλάσσονται από το βάρος μιας ελευθερίας την οποία είναι αδύναμοι να αντέξουν».

Αλλά και ο Πασκάλ Μπρυκνέρ στο βιβλίο του «Ο πειρασμός της αθωότητας» (μτφ.: Λ. Αβαγιανού, εκδ. Αστάρτη, 2η έκδ., Αθήνα 1995, σελ. 50), επαναφέροντας το περίφημο ερώτημα του Στεντάλ «γιατί στον σύγχρονο κόσμο οι άνθρωποι δεν είναι ευτυχισμένοι», απαντά:

«επειδή έχουν απελευθερωθεί από όλα και αντιλαμβάνονται πως η ελευθερία είναι αβίωτη. Ενώ η απελευθέρωση έχει ένα είδος επικού και ποιητικού μεγαλείου όταν μας απολυτρώνει από την καταπίεση, η ελευθερία μας βασανίζει με τις απαιτήσεις της».

Τέλος, ο Sazs προβαίνει σε μια άκρως επίκαιρη διαπίστωση που αφορά το ντουέτο πολιτικών και ιατρών (ό.π., σελ. 73):

«Για να αποφύγουν το βάρος που συνεπάγεται ο αυτοέλεγχος, οι λαοί προσλαμβάνουν πολιτικούς για να κουτσουρέψουν τα δικαιώματά τους και γιατρούς για να κουτσουρέψουν τα σώματά τους. Όταν συνειδητοποιήσουν τη βαρύτητα των τραυματισμών αυτών, οι λαοί και τα άτομα, συνήθως, ούτε και τότε αναλαμβάνουν τον αυτοέλεγχό τους· αντιθέτως προλαμβάνουν κι άλλους πολιτικούς και γιατρούς και υποβάλλουν τους εαυτούς τους σε σοβαρότερους ακρωτηριασμούς· και όλα αυτά με τη μάταιη ελπίδα ότι μπορούν να “εξαγνίσουν” τους εαυτούς τους απορρίπτοντας το “μίασμα” της αυτονομίας και διαπράττοντας ένα είδος πολιτικής ή φυσικής αυτοκτονίας».

V. Απέχω, άρα υπάρχω!

Ενόψει των ανωτέρω, η αποτυχία της αποχής είναι δεδομένη, αφού η τηλεδιασωληνωμένη «συμπαγής πλειοψηφία» εξακολουθεί να λειτουργεί μέχρι και σήμερα με τον τρόπο που επισημαινόταν από τον Ντοστογιέφσκι και τον Σαζ: Κάθε οθονόπληκτο μέλος της δεν επιθυμεί να είναι κυρίαρχο του εαυτού του, υπηρετώντας τις επιταγές της συνείδησής του, αλλά εκχωρεί το πηδάλιο του μυαλού και της ψυχής του σε διαχειριστές που αυταπατάται ότι θα τον κυβερνήσουν σύμφωνα με την βούλησή του και, πάντως, προς το συμφέρον του.

Μάλιστα, αυτή η αυτοεξαπάτηση είναι κολοσσιαίων διαστάσεων για τους Έλληνες, αν σκεφθεί κανείς με ποιον μισάνθρωπο και κτηνώδη τρόπο έχουν συμπεριφερθεί οι (ανθ)ελληνικές κυβερνήσεις των τελευταίων ετών στους πολίτες: Τους ξεπουπουλιάζουν με μνημόνια, τους καίνε ζωντανούς με πυρκαγιές, τους σκοτώνουν με σύριγγες και βαγόνια, αλλά εκείνοι εξακολουθούν και πιστεύουν ότι οι διαχειριστές τους θα φροντίσουν να κάνουν ό,τι επιτάσσεται «για το καλό τους».

Όποιοι, όμως, έχουν κατανοήσει τους κανόνες του στημένου παιχνιδιού και έχουν αποκρυπτογραφήσει τις πονηρές προθέσεις του «εκλογικού σκηνοθέτη», δεν είναι δυνατόν να καμφθούν από την προεξοφλημένη «αποτυχία της αποχής» και να μεταμορφωθούν σε «μαριονέτες του κουκλοθεάτρου», αφού αυτό θα ισοδυναμούσε με μια ταπεινωτική ήττα της ανεξάρτητης και αφυπνισμένης συνείδησής τους.

Μπορεί, όπως σημειώθηκε παραπάνω, οι περισσότεροι άνθρωποι να αντλούν την ταυτότητά τους από το «ανήκειν σε ένα κοινωνικό κοπάδι», υπάρχουν όμως και κάποιοι άλλοι που δεν κυριαρχούνται από τον φόβο της αποξένωσης ή του εξοστρακισμού τους από την κοινωνική τους ομάδα, αλλά –όπως έξοχα παρατηρεί ο Φρομ (ό.π., σελ. 160)– από τον φόβο να αποξενωθούν «απ’ την ανθρώπινη υπόστασή του[ς] που υπάρχει μέσα του[ς] κι εκφράζεται απ’ τη συνείδησή του[ς] και τη λογική του[ς]».

«Το να πάψει κανένας να είναι άνθρωπος, σαν συνείδηση, είναι τρομακτικό, ακόμα κι όταν μια ολόκληρη κοινωνία έχει καθιερώσει απάνθρωπους κανόνες συμπεριφοράς. […] Όσο περισσότερο ανθρώπινη είναι μια κοινωνία, τόσο πιο σπάνια βρίσκεται το άτομο στην ανάγκη να διαλέξει ανάμεσα στην αποξένωση απ’ την κοινωνία ή στην αποξένωση απ’ την ανθρωπιά του. Όσο μεγαλύτερη η σύγκρουση ανάμεσα στις κοινωνικές επιδιώξεις και στις ανθρώπινες επιδιώξεις, τόσο περισσότερο υποφέρει το άτομο παραδέρνοντας ανάμεσα σε δυο επικίνδυνους πόλους αποξένωσης. Όσο περισσότερο ένα άτομο –χάρη στη διανοητική και πνευματική του ανάπτυξη– αισθάνεται δεμένο κι αλληλέγγυο με την ανθρωπότητα, τόσο περισσότερο βρίσκει τη δύναμη να υπομείνει την κοινωνική του αποξένωση – και τ’ αντίστροφο. Η ικανότητα να ενεργεί κανένας σύμφωνα με τη συνείδησή του εξαρτάται απ’ το κατά πόσο έχει ξεπεράσει τα όρια της κοινωνίας του κι έχει γίνει πολίτης του κόσμου» (Φρομ, ό.π., σελ. 161).

Έχοντας εισέλθει από το 2020 στην εποχή μιας διαρκώς μεταλλασσόμενης «έξυπνης δικτατορίας» (από υγειονομική ετοιμάζεται να γίνει κλιματική και τούμπαλιν) που στραγγαλίζει τις θεμελιώδεις ελευθερίες του πολίτη και θίγει βάναυσα την αξία του ως ανθρώπου, η λύση της αποχής από το κόλπο της κάλπικης κάλπης είναι μονόδρομος για όσους θέλουν και μπορούν να μείνουν κυρίαρχοι του εαυτού τους, υπερασπιζόμενοι την ανθρώπινη υπόσταση που υπάρχει μέσα τους και εκφράζεται από την συνείδηση και την λογική τους.

«Απέχω, άρα υπάρχω!» είναι το σύνθημα που αντιπροσωπεύει την στάση των αρνητών των εκλογών.

Ως εκ τούτου, η αποχή από το κόλπο της κάλπικης κάλπης θα μπορούσε να ιδωθεί ως μια πράξη ειρηνικής εξέγερσης του ανθρώπου, ο οποίος, με τα λόγια του Αλμπέρ Καμύ από το βιβλίο του «Ο επαναστατημένος άνθρωπος» (δημοσιευθέν στο πρωτότυπο το 1951· μτφ.: Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ / Μαρία Κατσαμπάλογλου-Ρόμπλιν, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2020, 17η έκδ., σελ. 400), όταν εξεγείρεται, δηλώνει την «άρνησή του να τον χειρίζονται σαν πράγμα και να τον υποβιβάζουν σε απλή ιστορία».

Η εξέγερση «[ε]ίναι η επιβεβαίωση μιας φύσης κοινής σε όλους τους ανθρώπους, που ξεφεύγει από τον κόσμο των ισχυρών. Η ιστορία, βέβαια, είναι ένα από τα όρια του ανθρώπου· από αυτή την άποψη ο επαναστάτης έχει δίκιο. Αλλά ο άνθρωπος με την εξέγερσή του βάζει, με τη σειρά του, ένα όριο στην ιστορία. Σε αυτό το όριο γεννιέται η υπόσχεση μιας αξίας. Και τη γέννηση αυτής της αξίας πολεμά σήμερα ανελέητα η καισαρική επανάσταση, γιατί απεικονίζει την πραγματική της ήττα και την υποχρέωσή της να αρνηθεί τις αρχές της. […] Η επανάσταση που θριαμβεύει πρέπει να αποδείξει, με τις αστυνομίες της, τις δίκες της και τους αφορισμούς της, ότι δεν υπάρχει ανθρώπινη φύση. Η ταπεινωμένη εξέγερση, με τις αντιφάσεις και τα δεινά της, τις συνεχείς ήττες και την αδάμαστη περηφάνια της, πρέπει να δώσει το περιεχόμενο του πόνου και της ελπίδας που ανήκει σ’ αυτή τη φύση».

Σημειωτέον ότι, ήδη πριν από περίπου 70 χρόνια, ο Καμύ στο προμνημονευθέν βιβλίο του (σελ. 397), διεπίστωνε ότι «η σημερινή Ευρώπη, γη του ανθρωπισμού, κατάντησε γη απάνθρωπη». Φανταστείτε, αν ζούσε σήμερα, τι μπορεί να έλεγε για την διαρκώς μεταλλασσόμενη «έξυπνη δικτατορία» της Νέας Τάξης Πραγμάτων!

Ο Γάλλος συγγραφέας είχε κάνει και μια άλλη διαπίστωση, η οποία είναι εξίσου επίκαιρη:

«Ο φασισμός», τόνιζε, «θέλει να εγκαθιδρύσει την έλευση του νιτσεϊκού υπερανθρώπου. Ανακαλύπτει αμέσως ότι ο Θεός, αν υπάρχει, είναι ίσως αυτό ή εκείνο, αλλά πρώτα απ’ όλα είναι ο άρχοντας του θανάτου. Αν ο άνθρωπος επιδιώκει να γίνει Θεός, παίρνει με το έτσι θέλω το δικαίωμα ζωής ή θανάτου των άλλων. Κατασκευάζοντας πτώματα και υπανθρώπους, γίνεται ο ίδιος υπάνθρωπος κι όχι Θεός, καταντά ελεεινός υπηρέτης του θανάτου».

VI. Δύο τρόποι για να αποκτήσει η αποχή επιδημική-αποδομητική δυναμική

Οι παραπάνω σκέψεις μάς βοηθούν να καταλάβουμε γιατί τα γρανάζια της «έξυπνης δικτατορίας» κάνουν το παν για να κρατούν τους λαούς υπνωτισμένους και διανοητικά υπανάπτυκτους, ταΐζοντάς τους καθημερινά με την σκυλοτροφή των αμέτρητων σκουπιδοεκπομπών που κατακλύζουν τις τηλεοπτικές οθόνες, «εμβολιάζοντάς» τους ταυτοχρόνως με την προπαγάνδα του ανάποδου και ψεύτικου κόσμου που υλοποιείται ποικιλοτρόπως μέσω των κατασκευασμένων ειδήσεων αλλά και των υποσυνείδητων μηνυμάτων τα οποία περιέχονται σε διαφημίσεις, ντοκιμαντέρ, ταινίες, σίριαλ, τηλεπαιχνίδια και τραγούδια.

Συνεπώς, για να μπορεί να αναπτύξει η ιδέα της αποχής την επιδημική-αποδομητική δυναμική της, θα πρέπει απαραιτήτως να συμβούν τουλάχιστον δύο πράγματα: Πρώτον, να αποσυνδέσουμε την πρέζα από την πρίζα, δηλ. να κλείσουμε τις τηλεοράσεις (βλ. ακολούθως υπό Α.) και δεύτερον οι αφυπνισμένοι πολίτες να συμβάλουν στην αφύπνιση των τηλεδιασωληνωμένων (βλ. κατωτέρω υπό Β.).

Α. Αποσυνδέουμε την πρέζα από την πρίζα!

Τα τηλεδιασωληνωμένα μέλη της «συμπαγούς πλειοψηφίας» θα πρέπει να πετάξουν τα σωληνάκια τους, δηλαδή να κλείσουν τις τηλεοράσεις, αποκόπτοντας έτσι τον δίαυλο της επικοινωνίας του τρομο-κράτους με το μυαλό τους, υιοθετώντας την λογική που υποκρύπτεται στην απαγόρευση δημοσίευσης των προκηρύξεων των τρομοκρατικών οργανώσεων.

Εφόσον, βεβαίως, η τηλεόραση επιδρά στο νοητικό του ανθρώπου σαν οιονεί ναρκωτικό –δεν θα ήταν, νομίζω, καθόλου υπερβολικό να χαρακτηρίσουμε την τηλεόραση ως την «πρέζα με την πρίζα»–, απαιτείται η πειθαρχημένη εφαρμογή ενός αντίστοιχου προγράμματος οξείας αποτοξίνωσης, το οποίο θα πρέπει να στηρίζεται στην αντικατάσταση της εθιστικής τηλε-σκυλοτροφής από μια άλλη διανοητική τροφή που θα έχει ισοδύναμη εθιστική δράση. Αυτή θα μπορούσε να αναζητηθεί στο πεδίο της μελέτης ολοένα και περισσότερων ποιοτικών-αφυπνιστικών βιβλίων. Ότι και η ανάγνωση βιβλίων έχει την δυναμική να καταστεί εθισμός προκύπτει από το γεγονός ότι τον άνθρωπο που θέλει να διαβάζει βιβλία ασταμάτητα, τον αποκαλούμε βιβλιοφάγο! Ωφέλιμα συνθήματα θα ήταν τα εξής:

«Βγάζουμε την πρέζα από την πρίζα!»

«Σπάμε τις τηλεοράσεις και πάμε στα ποιοτικά βιβλία!».

Βγαίνουμε από τα σπίτια μας και τρέχουμε όχι μόνο στα βιβλιοπωλεία αλλά και στις βιβλιοθήκες ή στα παλαιοπωλεία, για να βρούμε και να μελετήσουμε σπουδαία κείμενα γραμμένα από χαρισματικούς ανθρώπους, οι οποίοι διέθεταν πνευματική τηλεόραση και έβλεπαν πολύ μπροστά από την εποχή τους

.

Εύστοχα η τηλεόραση έχει παραλληλισθεί με το δηλητηριασμένο μήλο της Χιονάτης και αποτελεί το κορυφαίο μέσο προπαγάνδας και διαμόρφωσης των προτύπων που έχει σχεδιάσει η Νέα Τάξη Πραγμάτων. Όπως έγραφε πριν από πολλά χρόνια ένας μάλλον άγνωστος στο ευρύ κοινό συγγραφέας, ο Kenneth Klein (Ο Ψευτοπροφήτης. Ο υποχθόνιος αρχιτέκτονας της Νέας Τάξης των Πραγμάτων, εκδ. Στερέωμα, μτφ.: Χαρ. Μπίμπη, χ.χ., σελ. 181-182):

«το πνεύμα του Αντιχρίστου κυριαρχεί στα τηλεοπτικά δίκτυα σε εθνική και παγκόσμια κλίμακα. Είναι ένα από τα τρία όργανα του Ψευδοπροφήτη για την οργάνωση της Παγκόσμιας Αυτοκρατορίας. Η τηλεόραση είναι ξεκάθαρα ένα εργαλείο στα χέρια των Σχεδιαστών της Νέας Τάξης για την πνευματική επεξεργασία της ανθρωπότητας, ώστε να υποδεχθεί τον επερχόμενο Αντίχριστο».

Αλλά και ο μακαριστός Μητροπολίτης Αυγουστίνος Καντιώτης μάς προέτρεπε να κλείσουμε τις τηλεοράσεις, παρομοίαζε δε τα τηλεοπτικά κανάλια με δηλητηριώδεις βόθρους. Μιλούσε για αυτοδηλητηρίαση των πολιτών, οι οποίοι κάθε φορά που ανοίγουν την τηλεόραση είναι σαν να αγγίζουν «ηλεκτροφόρα σύρματα που καίουν και πυρπολούν την ψυχή τους».

Διακόσια χρόνια πριν από τον Καντιώτη ήταν ο Κοσμάς ο Αιτωλός εκείνος που προανήγγειλε ότι «ένα κουτί που θα κυβερνά όχι ο Θεός αλλά ο διάβολος θα τρελάνη τον κόσμο».

Για να αντιληφθούμε την εμβέλεια της πνευματικής τηλεόρασης του Κοσμά του Αιτωλού αξίζει να ανακαλέσουμε στο μυαλό μας ποιοι και πόσοι φρενοβλαβοποιητές έκαναν πασαρέλα στα κανάλια με τα δημοσιογραφικά αλάνια για να μας πείσουν ότι πρέπει να καθόμαστε σούζα μπροστά στους ειδικούς.

Μέσω της τηλεόρασης εξαπλώθηκε η δικτατορία των λοιμωξιολόγων, η οποία πήγε πακέτο με την δικτατορία των συνταγματολόγων.

Είναι δε εντυπωσιακό ότι με κέρατα απεικονίζεται ο άρχων του Ψεύδους και μέγιστος απατεώνας, δηλαδή ο κοσμοκράτορας διάβολος. Ότι η οθόνη πρέπει να είναι δικό του εργαλείο θα μπορούσε να προκύπτει από το γεγονός ότι οι πρώτες τηλεοράσεις είχαν δύο κεραίες. Τι κεραίες, τι κέρατα! Στην πορεία, βεβαίως, ο διάβολος βελτιώθηκε μαζί με την τεχνολογία: έβγαλε τα κέρατα και φόρεσε ψηφιακό προσωπείο.

Πάντως, θα ήταν ίσως ορθότερο αν δεν περιοριζόμασταν στην δαιμονοποίηση της τηλεόρασης, αλλά την επεκτείναμε εν γένει στην οθόνη, την οποία έχουμε φθάσει σήμερα σε σημείο να την βλέπουμε παντού: Πέρα από την οθόνη της τηλεόρασης του σπιτιού μας αλλά και της οθόνης του κινητού, που την έχουμε σχεδόν πάντοτε πάνω μας ή δίπλα μας σε θέση άμεσης πρόσβασης και την κοιτάμε κάθε τρεις και λίγο, οθόνη είμαστε αναγκασμένοι να βλέπουμε στα εστιατόρια, στα ιατρεία, στις εθνικές οδούς και τους μεγάλους δρόμους, στις στάσεις των λεωφορείων και στα αεροδρόμια, αλλά και μέσα στο αυτοκίνητό μας.

Όποιος θα ήθελε να φτιάξει ένα περιπαικτικό σύνθημα για να σημάνει έναν εκκωφαντικό συναγερμό, θα μπορούσε να βάλει στην σειρά πέντε λέξεις:

«Μια οθόνη για κάθε κοθώνι»!

Αντιστοίχως, θα μπορούσε να ονομάσει αυτήν την σύγχρονη μάστιγα ως οθονοπληξία, και με ένα κάπα μπροστά εντός παρενθέσεων: κοθωνοπληξία.

Η μεγάλη παγίδα που κρύβεται στην μάστιγα της οθονοπληξίας είναι η ψευδαίσθηση που μας δημιουργείται ότι αυτό που βλέπουμε με τα μάτια μας να συμβαίνει στην οθόνη είναι και η πραγματικότητα. Κι όταν όλες οι οθόνες δείχνουν συντονισμένα από το πρωί μέχρι το βράδυ τις ίδιες και τις ίδιες εικόνες, τότε το εικονικό εγγράφεται ανεξίτηλα στο υποσυνείδητο του εγκεφάλου μας ως πραγματικό κι όποιος τολμήσει να το αμφισβητήσει λοιδορείται ως ψεκασμένος ή συνωμοσιολόγος, αλλά και ως «εχθρός του λαού» κατά το θεατρικό έργο του Ερρίκου Ίψεν.

Β. Aφυπνίζουμε τους τηλεδιασωληνωμένους!

Δεύτερον, οι συνειδητοποιημένοι πολίτες που έχουν επίγνωση του κόλπου της κάλπικης κάλπης και εν γένει του τρόπου λειτουργίας της «έξυπνης δικτατορίας» οφείλουν να συνδράμουν τα μέχρι πρότινος τηλεδιασωληνωμένα μέλη της «συμπαγούς πλειοψηφίας» να αναγνωρίζουν τις κρυφές δυνάμεις που δρουν πισώπλατα, ώστε να είναι σε θέση να εγκαταλείψουν τις αυταπάτες τους. Μόνο έτσι θα μπορέσουν από υπνοβάτες και ανελεύθερα, εξαρτημένα και παθητικά πρόσωπα να μεταβληθούν σε αφυπνισμένους, παρόντες, δραστήριους και ανεξάρτητους πολίτες (βλ. και Φρομ, ό.π., σελ. 139).         

Ιδιαιτέρως χρήσιμη εν προκειμένω είναι η τοποθέτηση ενός ακτιβιστή, πρώην υπηρέτη του συστήματος, ο οποίος με βιβλία και συνεντεύξεις του προσπαθεί από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90 να αφυπνίσει τον κόσμο. Πρόκειται για τον David Icke, ο οποίος στο προαναφερθέν βιβλίο του «Επαναστάτες της συνείδησης» (ό.π., σελ. 307 επ.) γράφει τα εξής:

«Ένας από τους μεγαλύτερους μύθους που έχει γνωρίσει ποτέ η ανθρώπινη φυλή είναι ότι οι πολιτικοί έχουν δύναμη. Κάθε άλλο παρά αληθινό είναι αυτό. […] Η μοναδική τους δύναμη έγκειται στο να μας πείθουν ότι τη διαθέτουν».

Η αληθινή δύναμη «βρίσκεται σε μας, στο πλήθος του λαού και όχι στις κυβερνήσεις, τους στρατούς, τις βιομηχανικές συσπειρώσεις ή την Αδελφότητα. Απλώς, φαίνεται σαν να έχουν δύναμη εξαιτίας της απάθειας και της κατήχησης των ρομπότ. Όταν όμως ξυπνήσουν αρκετά ρομπότ και επαναστατήσουν, θα καταλάβουμε πόσο μεγάλη και ευφυής απάτη είναι στην πραγματικότητα αυτή η επιχείρηση της “δύναμης”. Λυπάμαι τους πολιτικούς. Από πολλές απόψεις αποτελούν τα μεγαλύτερα θύματα, τα πιο προγραμματισμένα ρομπότ. Δεν τολμούν να αλλάξουν τίποτα που δεν είναι αποδεκτό από το Σύστημα. Η οικονομική παραφροσύνη που αυτοί βοήθησαν να εξαπλωθεί στον κόσμο, έχει φυλακίσει τους ίδιους και τους διαδόχους τους. Δεν είναι περισσότερο ελεύθεροι να δράσουν σε θεμελιώδη θέματα από έναν βαρυποινίτη στις φυλακές του Datmoor ή του San Quentin. Κατά την εκλογική περίοδο είναι αναγκασμένοι να λένε στον κόσμο αυτά που πιστεύουν ότι θέλουν αρκετοί να ακούσουν. Αν δεν το κάνουν, δεν εκλέγονται. Και τι είναι αυτό που οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν να ακούσουν από τους πολιτικούς τους; Ό,τι έχουν κατηχηθεί από το ίδιο το σύστημα να απαιτούν. Περισσότερη ανάπτυξη, αγαθά, χρήματα και οικονομική “επιτυχία” για τη χώρα τους».

Ο Icke συνεχίζει τον φιλιππικό του κατά του συστήματος ως εξής:

«Οι πολιτικοί είναι πιόνια που κινούνται από την Αδελφότητα, ένας προγραμματισμένος πληθυσμός που πάνω απ’ όλα αλληλεξαρτάται από το Σύστημα. Οι πολιτικοί δεν μπορούν να δράσουν ανεξάρτητα σε μια χώρα, γιατί συνδέονται με ένα σύστημα που επιμένει να τους κάνει να παίζουν με τους κανόνες του. Αν προσπαθήσουν να περιορίσουν τις εισαγωγές αγαθών που η χώρα τους μπορεί να παράγει μόνη της, κάποιοι άλλοι θα κινηθούν αμέσως για να εμποδίσουν τις εξαγωγές της χώρας αυτής. Ακόμη και εκείνοι οι πολιτικοί που έχουν αντιληφθεί το ρόλο του συστήματος –και είναι δραματικά λίγοι– θα έκαναν πίσω στην προοπτική να αναλάβουν δράση η οποία θα είχε σαν επακόλουθο μια χαοτική αλλά ζωτική μεταβατική περίοδο, με την οικονομία της χώρας τους να προσπαθεί να συνέλθει από το κολοσσιαίο πλήγμα της απώλειας εισοδήματος από εξαγωγές και να κατευθύνεται πάλι προς την παραγωγή των αγαθών που μέχρι τώρα εισήγαγε».

«Οποιαδήποτε κυβέρνηση προσπαθούσε να κάνει κάτι τέτοιο, θα ανατρεπόταν είτε δημοκρατικά είτε με τη βία. Το Σύστημα έχει τους πολιτικούς για να υπηρετούν με δουλοπρέπεια τις επιθυμίες του, μέσω του επηρεασμού, της κατήχησης και του φόβου. Δεν θα προχωρήσουν ποτέ σε ενέργειες αναγκαίες για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας από τη φυλακή της ή του πλανήτη από την τιμωρία του. Μόνο με την κατάρρευση του Συστήματος και την αντικατάστασή του με ένα διαφορετικό τρόπο σκέψης, μπορούμε να απελευθερωθούμε από την εξάρτηση και να περάσουμε σε μια εποχή οικονομικής σύνεσης».

Ο Βρετανός ακτιβιστής καταλήγει σε μια θέση που δικαιώνει την υιοθέτηση της λύσης της αποχής ως μόνης ορθής και συνεπούς στάσης των αφυπνισμένων πολιτών (ό.π., σελ. 308):

«Απαραίτητο για την απελευθέρωσή μας είναι να δοθεί ένα τέλος στην πολιτική έτσι όπως τη γνωρίζαμε μέχρι τώρα. Οι αντιπρόσωποι των ανθρώπων υπάρχουν για να εξυπηρετούν το λαό και όχι το κόμμα ή τα συμφέροντά τους. Αποτελεί μεγάλη προσβολή προς τη λέξη δημοκρατία να βλέπουμε τους πολιτικούς να επιτρέπουν στον εαυτό τους να χρησιμοποιούνται ως πρόβατα και να ψηφίζουν στο Κογκρέσο, τη Βουλή των Κοινοτήτων και τα άλλα κοινοβούλια του κόσμου, σύμφωνα με τη γραμμή την οποία επιβάλλουν οι αρχηγοί των κομμάτων τους. Είναι οι φυλακισμένοι του συστήματος της Κομματικής Πειθαρχίας, η οποία ελέγχεται από οργανωτικούς γραμματείς του κόμματος. Πρόκειται για κομματικούς υπαλλήλους οι οποίοι φροντίζουν τα μέλη του Κοινοβουλίου που έχει εκλέξει ο λαός, να ακολουθούν τις επιθυμίες του κόμματός τους και ποτέ τις επιταγές της συνείδησής τους ή αυτών που πιστεύουν ότι χρειάζονται οι άνθρωποι. Τα Κοινοβούλια είναι, κατ’ αναλογία, μικρόκοσμοι ολόκληρου του Συστήματος. Οι λίγοι βρίσκονται στην κορυφή, όπως ο πρωθυπουργός και το υπουργικό του συμβούλιο, ή ο πρόεδρος και οι σύμβουλοί του, οι οποίοι προσπαθούν να εξαναγκάσουν τα μέλη του Κοινοβουλίου ή του Κογκρέσου να ακολουθήσουν τη γραμμή τους. Εκείνοι με την σειρά τους, οι περισσότεροι χωρίς να το αντιλαμβάνονται, υπηρετούν τη μη εκλεγμένη Αδελφότητα που βρίσκεται πίσω απ’ όλους. Οι πολιτικοί αρχηγοί μιλούν συχνά για την ανάγκη των ανθρώπων να δείξουν υπευθυνότητα, αλλά είναι οι τελευταίοι που θέλουν να δουν κάτι τέτοιο – ειδικά μέσα στην παράταξή τους. Αν τα μέλη της Βουλής πάρουν την ευθύνη των σκέψεών τους και ψηφίσουν σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους, “πειθαρχούνται” από το κόμμα τους και εισπράττουν τη διαβεβαίωση ότι δεν θα προταθούν ποτέ για προαγωγή. Αυτό είναι δημοκρατία;».

«Το πολιτικό και το οικονομικό σύστημα είναι ένα και το αυτό. Είναι αχώριστα. Και τα δύο πάσχουν, είναι διεφθαρμένα, ανόητα, αυτοκαταστροφικά και ελεγχόμενα από την Αδελφότητα. Όπως το οικονομικό κατεστημένο, έτσι και το πολιτικό τσίρκο έχει δημιουργήσει μηχανισμούς και υποδομές για την παραγωγή των ρομπότ και των κλώνων που χρειάζεται για να επιβιώσει. Αν δεν είστε υπηρέτες του συστήματος και φερέφωνα της γραμμής του, θα αγωνιστείτε σκληρά για την εκλογή σας και την εκπροσώπηση ενός μεγαλύτερου και ισχυρότερου κόμματος στις εκλογές. Κάποιοι που διαθέτουν δική τους νόηση ξεγλιστρούν μέσα από τον ιστό αλλά, δυστυχώς, είναι τόσο λίγοι ώστε μπορούν να φιμωθούν ή να γίνουν ανίσχυροι ακόμη και αν εκλεγούν. Η στάση ζωής που χρειάζεται για να γίνει κανείς μέλος Κοινοβουλίου ή γερουσιαστής είναι άκρως αντίθετη από αυτή που απαιτείται για την τιμιότητα, τη δικαιοσύνη και την εμπνευσμένη διακυβέρνηση».

Λίγες αράδες πιο κάτω (ό.π., σελ. 310), ο Icke κρούει τον κώδωνα του κινδύνου:

«τα πάντα επομένως οδηγούν προς το όνειρο της Αδελφότητας για μια Παγκόσμια Κυβέρνηση. Έχω ακούσει ακόμη και νοήμονες, ανήσυχους ανθρώπους να υποστηρίζουν την ιδέα αυτή, συχνά με τις καλύτερες προθέσεις. Το λέω ξανά και ξανά… ΟΧΙ, ΟΧΙ, ΟΧΙ. Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες αλλαγές που δίνουν δύναμη στους λίγους, η συγκεκριμένη ιδέα μπορεί να φαίνεται πολυπόθητη. Υποστηρίζουν ότι, αν είχαμε Παγκόσμια Κυβέρνηση, θα μπορούσαμε να σταματήσουμε εκείνο, να κάνουμε αυτό ή το άλλο. Άλλοι πιστεύουν πως η κίνηση προς την Παγκόσμια Κυβέρνηση αποτελεί φυσιολογικό κομμάτι της εξέλιξης και της πορείας μας προς την ολότητα. Ακολουθώντας αυτόν τον τρόπο σκέψης, ξεκινήσαμε από φυλές και κοινότητες και εξελισσόμαστε μέσα από την εθνική και ηπειρωτική διακυβέρνηση σε μια Παγκόσμια. Εγώ όμως δεν θα πάψω να αμφισβητώ την άποψη αυτή. Η παγκόσμια συνεργασία και η Παγκόσμια Κυβέρνηση δεν είναι το ίδιο. Πιστεύει στ’ αλήθεια κανείς ότι η Παγκόσμια Κυβέρνηση, οργανωμένη υπό το παρόν Σύστημα, θα πάσχει λιγότερο, θα είναι λιγότερο διεφθαρμένη, ανόητη και αυτοκαταστροφική απ’ ό,τι οι εθνικές ή οι διεθνείς κυβερνήσεις; Και βέβαια όχι. Αλλά εδώ δεν εξετάζουμε το θέμα της κυβέρνησης που έχει τη δύναμη να επηρεάζει τα πάντα σε μία και μόνο χώρα. Μιλάμε για ολόκληρο τον κόσμο».

«Βέβαια, και οι δυο πλευρές του αριστερού-δεξιού πολιτικού φάσματος έχουν αυτούς που υποστηρίζουν την παραπάνω ιδέα, όμως, όπως συμβαίνει στις περισσότερες καταστάσεις και γεγονότα, το να μιλάμε για απόψεις της αριστεράς και της δεξιάς είναι ακόμη μια ψευδαίσθηση. Πρόκειται για διαφορετικές όψεις της ίδιας σαπουνόφουσκας της μη πραγματικότητας – και φυσικά του ίδιου ελέγχου. Η Αδελφότητα δεν έχει πολιτική γραμμή. Χρησιμοποιεί τους πάντες και τα πάντα για τους σκοπούς της. Υπό την επιρροή της βρίσκονται αξιωματούχοι και πολιτικοί κάθε νοοτροπίας και πειθούς. Οι κομμουνιστές και οι καπιταλιστές μιλούν την ίδια γλώσσα. Ο κομμουνισμός δεν είναι τίποτα άλλο από μια αυταρχική μορφή του καπιταλισμού. Οι πολιτικοί, ακόμη και των υψηλότερων βαθμίδων, είναι απλώς άνδρες και γυναίκες στην πρώτη γραμμή σε σχέση με αυτούς που εργάζονται στα παρασκήνια. Ο πρόεδρος Ρέιγκαν ήταν ένα τέλειο παράδειγμα. Πυροδοτούσε τα όπλα που γέμιζαν άλλοι. Φανταστείτε τι εξουσία θα μπορούσε να περιέλθει στη διάθεση μιας μικρής ομάδας ανθρώπων αν η Παγκόσμια Κυβέρνηση γινόταν πραγματικότητα. Δεν θα έμοιαζε με την εξέλιξη προς την ολότητα, αλλά ουσιαστικά θα ήταν ένας ολοκληρωτικός έλεγχος της ζωής έξι δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Ο τρόπος αποφυγής αυτού του γεγονότος είναι να δοθεί ο έλεγχος και οι αποφάσεις στο λαό και τις κοινότητες και όχι να δημιουργηθεί το ύστατο σκαλοπάτι στην κλίμακα της παγκόσμιας υποδούλωσης. Αυτό θα έπρεπε να απαιτήσουμε και να αρνηθούμε να συνεργαστούμε με το παρόν Σύστημα».

VII. Η αποχή ως αναγκαία αλλά μη επαρκής συνθήκη για την καταπολέμηση της «έξυπνης δικτατορίας»

Α. Η διαλεκτική σημασία του “Όχι” ως «άρνηση της άρνησης»

Ο μέγας Έλλην συνταγματολόγος Αριστόβουλος Μάνεσης, στον λόγο που εκφώνησε κατά την πανηγυρική συνεδρία της Ακαδημίας Αθηνών στις 27 Οκτωβρίου 1993 (Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, Τόμ. 68 [1993], σελ. 304-323 = Μάνεσης, Η διαλεκτική σημασία του «ΟΧΙ», εις: Συνταγματική Θεωρία και Πράξη 1980-2000, Τόμ. ΙΙ, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σελ. 143 επ.) είχε πει ότι «η δυναμική της άρνησης –και της αντίστασης– φαίνεται ιδίως σε “στιγμές” που σηματοδοτούν κάποιο σταυροδρόμι της Ιστορίας: όταν πρέπει να πει κανείς το μεγάλο “Όχι” ή το μικρό “ναι”. Και όμως υπάρχουν και αξιόλογα μικρά “όχι”».

Αποκωδικοποιώντας το “Όχι” της 28ης Οκτωβρίου 1940, ο Μάνεσης επεσήμανε την «διαλεκτική σημασία της άρνησης υποταγής, ως κοινωνικής, πολιτικής και ηθικής συμπεριφοράς στον καθ’ ημέραν βίο» και εν συνεχεία αναφέρθηκε στην αξία των μικρών “όχι”:

«Πράγματι, στην καθημερινή ζωή λειτουργεί και παίζει σημαντικό ρόλο μία δυναμική των μικρών “όχι”. Έστω και αν δεν περιβάλλονται με φωτοστέφανο δόξας, είναι πάντως μικρές αρνήσεις που –διαλεκτικά– λειτουργούν και αυτές θετικά, αλλά με ηπιότερες μορφές: ως αμφιβολία (που σωστά έχει λεχθεί ότι είναι “η αξιοπρέπεια του στοχασμού”), ως κριτική, ως διαφωνία, ως αντίρρηση, ως διαμαρτυρία, ως αμφισβήτηση».

Αυτά τα “όχι” πρέπει να προτάσσονται ενάντια στον «άμεσα ή έμμεσα ασκούμενο από την όποια εξουσία –μικρή ή μεγάλη– υλικό ή ιδεολογικό καταναγκασμό». Στο σημείο αυτό ο Μάνεσης παραθέτει την συμβουλή του Αποστόλου Παύλου από την Επιστολή προς Εφεσίους, στ΄ 12: «Ουκ έστιν ημίν η πάλη προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου». Και συνεχίζει ο  ίδιος:

«Όπου υπάρχουν σχέσεις εξουσιαστικές, και ιδίως σε καθεστώτα βίας ή σε θεσμούς καταπιεστικούς, κυοφορούνται οι δυνάμεις που θα παλέψουν για την κατάλυσή τους. Η συμπεριφορά των κρατούντων εξυπηρετεί μεν άμεσα τα συμφέροντά τους, αλλά έχει και συνέπειες τις οποίες αυτοί δεν επιδιώκουν: με τις αντιδράσεις και τις αρνήσεις –τα “όχι”– που παράγει η εν γένει δράση τους αποβαίνει αθέλητα, αυτή η ίδια, το μέσο για την υπέρβασή της και για την προώθηση του ιστορικού γίγνεσθαι. Αυτή είναι η “πονηρία” του ιστορικού Λόγου, για να χρησιμοποιήσω έναν εγελιανό όρο. Τα μικρά, τα καθημερινά “όχι” διαβρώνουν τις εξουσιαστικές σχέσεις και τις κατεστημένες συμβατικότητες και αναταράσσουν τις τελματωμένες νοοτροπίες των στενών οριζόντων. Έτσι, τα μικρά “όχι” συμβάλλουν και αυτά στην υπέρβαση του παρόντος, δηλαδή στην ιστορική εξέλιξη, με προοπτική την βαθμιαία απελευθέρωση και καταξίωση της ανθρώπινης προσωπικότητας».

«Λέει ο ποιητής: Αντισταθείτε στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών / στον κοντό άνθρωπο του γραφείου, / στην εταιρεία “εισαγωγαί-εξαγωγαί” / ... Αντισταθείτε / σ’ αυτόν που χαιρετάει απ’ την εξέδρα ώρες / ατέλειωτες τις παρελάσεις... / στις μουσικές, τα τούμπανα και τις παράτες / σ’ όλα τα ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε / πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλάτοροι... / Αντισταθείτε σ’ όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι... / στις κολακείες, τις ευχές, τις τόσες υποκλίσεις / από γραφιάδες και δειλούς για τον σοφό / αρχηγό τους... / Αντισταθείτε... / σ’ αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια / στα θούρια, / στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους, / στους θεατές, / στον άνεμο, / σ’ όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς / στους άλλους που κάνουν τον φίλο σας, / ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ / αντισταθείτε. / Τότε, μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την / Ελευθερία (Μιχάλης Κατσαρός)».

«Τέτοια έβλεπαν την Ελευθερία», συνεχίζει ο Μάνεσης, «οι Γάλλοι φοιτητές τον Μάη του 1968, φωνάζοντας “είμαστε ρεαλιστές, ζητούμε το αδύνατο” και ρίχνοντας συνθήματα όπως “η φαντασία στην εξουσία” ή “απαγορεύεται κάθε απαγόρευση”)». Με τον χαρούμενο αυθορμητισμό τους οι Γάλλοι φοιτητές «εναντιώνονταν όχι τόσο κατά της κρατικής εξουσίας καθ’ εαυτήν –το πολιτικό σύστημα της Γαλλίας δεν ήταν άλλωστε ούτε αυταρχικό ούτε ολοκληρωτικό–, όσο κυρίως κατά των μικρών εξουσιών, που είναι διάσπαρτες στην κοινωνία, άρα και κατά των μικρών αυταρχισμών και ολοκληρωτισμών που εδράζονται σε διάφορους επί μέρους παραδοσιακούς θεσμούς –κάθε θεσμός είναι εστία εξουσίας– με ιεραρχική δομή, στην οποία αρθρώνονται σχέσεις εξουσίας που δεν ανάγονται μεν, κατ’ ανάγκην, στο κράτος, είναι όμως και αυτές ουσιαστικά σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής –διαταγής και υπακοής– που “αλλοτριώνουν” τον Άνθρωπο».

«“Ου τοις άρχειν βουλομένοις μέμφομαι, αλλά τοις υπακούειν ετοιμοτέροις ούσι”, έγραφε ο Θουκυδίδης (Ιστορία Δ. ξα΄ 5). Η προκλητικά ανήσυχη και ανυπάκουη νεολαία, η οποία, αρνούμενη τη μοιρολατρεία και την παθητικότητα, τον εφησυχασμό και την αδράνεια, επιδιώκει να χειραφετηθεί από εξαρτήσεις και να απαλλαγεί από καταπιέσεις και καταναγκασμούς της καθημερινής ζωής, εκφράζει –με τον τρόπο της– το γενικότερο πάγιο ιστορικό αίτημα για την απελευθέρωση του ανθρώπου. Και είναι γεγονός ότι, διεκδικώντας το δικαίωμα στη διαφωνία και στη διαφορά, κατόρθωσε να προωθήσει διαλεκτικά –με τα ατίθασα και οργισμένα “όχι” της, με την ευαισθησία της και την ειλικρίνειά της, με την αντισυμβατικότητα (τον αντικονφορμισμό) και την αντιεξουσιαστική συμπεριφορά της– τον βαθμιαίο εκδημοκρατισμό πολλών κοινωνικών και προσωπικών σχέσεων και την άμβλυνση ανισοτήτων και καταναγκασμών, π.χ. στο πλαίσιο της οικογένειας, του σχολείου και γενικότερα της εκπαίδευσης και άλλων ομαδικών συμβιώσεων (όπως ο στρατός, διάφορα ιδρύματα, νοσηλευτικά ή “σωφρονιστικά”, οι φυλακές) ή συσσωματώσεων (όπως τα πολιτικά κόμματα, επαγγελματικές συντεχνίες κ.τ.τ.), επίσης δε στις εργασιακές σχέσεις, στις σεξουαλικές σχέσεις κ.ο.κ.”».

Ο Μάνεσης ολοκλήρωσε τον λόγο του, τονίζοντας την αξία της Άρνησης του πολίτη στον ελευθεροκτόνο μηχανισμό κάθε δεσποτικής εξουσίας:

«Η Άρνηση, είτε ατομική είτε συλλογική, έναντι οποιουδήποτε –μεγάλου ή μικρού– αυταρχισμού και ολοκληρωτισμού συμβάλλει διαλεκτικά στον αυτοκαθορισμό, δηλαδή στην Ελευθερία του ανθρώπου και επιβεβαιώνει την αξία του, αλλά και την ευθύνη του, ως υποκειμένου της Ιστορίας. Ξεκινώντας από το εθνικό “Όχι” το 1940, προσπάθησα να δείξω την εν γένει διαλεκτική σημασία του “Όχι”, και ειδικότερα ότι η άρνηση υποταγής στη βία λειτουργεί διαλεκτικά και προοπτικά ως κατάφαση της ελευθερίας. Αυτή είναι η σημασία της Άρνησης της άρνησης. Το “Όχι” είναι η μαγιά –τολμώ να πω η “μαγκιά”– της Ιστορίας: είναι σπασμός ζωής και δημιουργίας, με τον οποίο προάγεται η κοινωνική, πολιτική, ηθική και πολιτισμική εξέλιξη της Ανθρωπότητας. Με το ηρωικό “Όχι” που αντέταξε στον ιταλικό φασισμό ο Ελληνικός Λαός [...] είπε ουσιαστικά “Ναι” στην ελευθερία –την εθνική και την πολιτική– και απέδειξε έμπρακτα ότι την αξίζει”».

Αν ζούσε σήμερα ο Μάνεσης, είναι βέβαιον ότι δεν θα λάμβανε πρόσκληση να εκφωνήσει πανηγυρικό λόγο για το “Όχι” του 1940, αφού το καθεστώς της «έξυπνης δικτατορίας» δεν θα άντεχε να ακούσει ένα πύρινο, και κατά τούτο επικίνδυνο, κήρυγμα υπέρ της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου που, για να τις υπερασπισθεί, θα πρέπει να τολμά να ενεργεί ως «μάγκας-αρνητής», με διάθεση να βροντοφωνάζει τα μεγάλα και τα μικρά “Όχι”. Στον Θαυμαστό Ανάποδο Κόσμο μας, όμως, οι αρνητές, που κατά τον Μάνεση και κάθε άλλον υγιώς σκεπτόμενο νομικό, είναι οι φρουροί της ελευθερίας, δαιμονοποιούνται ως εχθροί της δημοκρατίας από τους πολιτικούς, τα βρομερά τηλε-τσιράκια τους και τους λοιπούς σφουγγοκωλάριους.

Τώρα ο αναγνώστης γνωρίζει γιατί συμβαίνει αυτό: Εφόσον μια «έξυπνη δικτατορία» αρνείται ύπουλα τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών, είναι αναμενόμενο να επιστρατεύει ως πρώτο αμυντικό όπλο της, ενάντια στους αμφισβητίες της, την απαξιωτική ετικετοποίησή τους ως αρνητών. Έτσι, το καθεστώς στοχοποιεί τους αντιπάλους του και, ταυτοχρόνως, προσελκύει στο στρατόπεδό της τους αφελείς πολίτες, οι οποίοι σχηματίζουν την πεπλανημένη εντύπωση ότι κινδυνεύουν από το εν δυνάμει ορμητικό ρεύμα των εχθρικών (ή ακόμη καλύτερα: ψεκασμένων) «αρνητών», ενώ στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς ανάποδο: κινδυνεύουν από εκείνους που βάπτισαν τους συμπολίτες τους (ψεκασμένους) «αρνητές». Οι τελευταίοι, όπως μας έδειξε ο Μάνεσης, αρνούνται την αρρωστημένη άρνηση (που προέρχεται από μια αυταρχική ή ολοκληρωτική εξουσία) και όχι, βεβαίως, την υγιή θέση.      

Αλλά κι αν ακόμη λάμβανε ο Μάνεσης πρόσκληση, είναι εξίσου βέβαιον ότι θα την απέρριπτε, αφού όσα θα είχε να πει προς τον ελληνικό λαό θα έμοιαζαν με παρωχημένες γραφικότητες, ρομαντικά απολιθώματα του 20ού αιώνα, στον οποίο υπήρχαν ακόμη πολλά ευήκοα ώτα που συγκινούνταν από ομιλίες για την αναγκαία «άρνηση της άρνησης», για την απελευθερωτική δύναμη των μεγάλων και των μικρών “Όχι”.

Το σημερινό ακροατήριο του Μάνεση θα αποτελείτο κατ’ εξοχήν από μια «οθονόπληκτη συμπαγή πλειοψηφία», η οποία, με τα λόγια του Μάνεση, δεν «επιδιώκει να χειραφετηθεί από εξαρτήσεις και να απαλλαγεί από καταπιέσεις και καταναγκασμούς της καθημερινής ζωής», αλλά, αντιθέτως, έχει γίνει το σκυλάκι του κάθε ορατού και αόρατου εξουσιαστή που το έχει εκπαιδεύσει να υπνωτίζεται από το σύνθημα «γρήγορα, εύκολα, σίγουρα» και να δελεάζεται από ευτελή θεάματα και εξευτελιστικά επιδόματα.

Σήμερα, λοιπόν, επιβάλλεται περισσότερο από ποτέ άλλοτε να αρθρωθεί και να υλοποιηθεί η ριζική άρνησή μας κατά των υλοποιητών και αυλοκολάκων της «έξυπνης δικτατορίας», δηλ. των πραγματικών αρνητών της ελευθερίας και της αξίας του ανθρώπου. Η ριζική αυτή άρνηση σημαίνει ένα μεγάλο “ΟΧΙ” στην εκλογική διαδικασία. Δυστυχώς, όμως, δεν αρκεί αυτό για να προκαλέσει ισχυρούς τριγμούς στον σατανικό μηχανισμό του καμουφλαρισμένου ολοκληρωτισμού.

Εφόσον το εκλογικό “ΟΧΙ” σημαίνει άρνηση νομιμοποίησης του καθεστώτος και άρνηση συνεργασίας με αυτό, όσοι πολίτες έχουν αφυπνισθεί και μπορούν πλέον να διακρίνουν πεντακάθαρα τις αόρατες αλυσίδες της «ευτυχισμένης σκλαβιάς» που μας έχουν φορέσει οι χαμερπείς αρνητές όχι απλώς των δικαιωμάτων μας αλλά αυτής ταύτης της ανθρώπινης υπόστασής μας, θα πρέπει να γενικεύσουμε την άρνησή μας, βροντοφωνάζοντας συντονισμένα πολλά μεγάλα και μικρά “ΟΧΙ”, τα οποία θα σαμποτάρουν την λειτουργία των γραναζιών της «έξυπνης δικτατορίας».

Πρόκειται για όλες εκείνες τις αρνήσεις που υπαγορεύονται από την ιδέα της πολιτικής ανυπακοής, όπως την περιέγραψε πρωτίστως ο φυσιολάτρης συγγραφέας Χένρυ Ντέιβιντ Θορώ στο ομότιτλο δοκίμιό του που πρωτοδημοσιεύθηκε το 1849 (μτφ.: Γ. Λαμπράκος, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2020). Στο δοκίμιο αυτό, ο αρχικός τίτλος του οποίου ήταν «Αντίσταση στην αστική κυβέρνηση» (Resistance to Civil Government), ο Αμερικανός στοχαστής εξηγούσε γιατί τασσόταν κατά της εκπλήρωσης των φορολογικών υποχρεώσεων που επιβάλλει μια άδικη, δουλοκτητική κυβέρνηση (εξαιτίας της στάσης του αυτής είχε φυλακισθεί για μία νύχτα).

Σύμφωνα με την άποψη του Θορώ:

«εάν χίλιοι άνδρες δεν πλήρωναν φέτος τους φόρους τους, αυτό δεν θα ήταν τόσο βίαιο και αιματηρό μέτρο, όσο εάν τους πλήρωναν, εφόσον θα βοηθούσαν έτσι την Πολιτεία να ασκεί βία και να χύνει αθώο αίμα» (ό.π., σελ. 62).

Αντικρίζοντας στο πρόσωπο του φοροεισπράκτορα την άδικη κυβέρνηση, ο Θορώ διατυπώνει την άποψη ότι «ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος για να σταθείς απέναντί της […] είναι να την αρνηθείς» (ό.π., σελ. 58). «Όταν ο υπήκοος έχει αρνηθεί την αφοσίωση και ο υπάλληλος έχει παραιτηθεί από τη θέση του, τότε η επανάσταση έχει επιτευχθεί» (ό.π., σελ. 62/63· βλ. και Βαθιώτη, Από την πανδημία στην κλιματική αλλαγή. Συντονισμένα τρομο-κράτη σε φόντο παγκόσμιας διακυβέρνησης, εκδ. Αλφειός, Αθήνα 2021, σελ. 330).

Όπως σημειώνει ο Π. Κιτρομηλίδης στην εισαγωγή της ελληνικής μετάφρασης του δοκιμίου του Θορώ (ό.π., σελ. 23, 27):

«Ο Θορώ αναγγέλλει με τη στάση του μία μελλοντική μορφή παθητικής αντίστασης που θα χαρακτήριζε τη συμπεριφορά ξεχωριστών διανοουμένων απέναντι στις πιέσεις της μαζικής κοινωνίας και του αυταρχισμού τον εικοστό και τον εικοστό πρώτο αιώνα. […] Ο συνδυασμός της φυσιολατρίας με την πρόσκληση για αντίσταση στις κάθε είδους άδικες εξουσίες καθιστούν το Χένρυ Ντέιβιντ Θορώ έναν σημαντικό πρόδρομο του οποίου οι ιδέες και η ηθική στάση δεν έχουν με κανέναν τρόπο χάσει την επικαιρότητά τους και στις απαρχές του εικοστού πρώτου αιώνα».

Σε παρόμοιο μήκος κύματος με τον Θορώ εξέπεμπε και ο Γάλλος δικαστής και φιλόσοφος Ετιέν ντε λα Μποεσί. Στην πραγματεία του περί εθελοδουλείας (μτφ.: Π. Καλαμαράς, εκδ. Πανοπτικόν, Αθήνα 2012, σελ. 15) έγραφε:

«Αποφασίστε να μην υπηρετείτε πλέον, και αμέσως είστε ελεύθεροι. Δεν σας ζητώ να θέσετε τις χείρες πάνω στον τύραννο για να τον ανατρέψετε, αλλά απλώς να μην τον στηρίζετε πλέον· τότε θα τον δείτε σαν έναν μεγάλο Κολοσσό του οποίου αποσπάστηκε το βάθρο, να πέφτει από το ίδιο του το βάρος και να σπάει σε κομμάτια!

Το ότι η συντονισμένη «άρνηση της άρνησης» φαντάζει την δεδομένη στιγμή ασύλληπτα δύσκολο, αν όχι απολύτως ανέφικτο εγχείρημα, δεν σημαίνει, φυσικά, ότι θα πρέπει να σπεύσουμε στις κάλπες για να καθαγιάσουμε τον μηχανισμό της βρύσης η οποία τροφοδοτεί με μολυσμένο νερό όλες τις επιμέρους σωληνώσεις που δηλητηριάζουν καθημερινά κάθε πτυχή του βίου μας.

Αν η εγχείρηση είναι απολύτως επιβεβλημένη για έναν βαριά νοσούντα, αλλά αυτός τρέμει το νυστέρι και αρνείται κατηγορηματικά να χειρουργηθεί, αφήνοντας στον γιατρό ως μοναδική εναλλακτική λύση την χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής, δεν συνεπάγεται ότι η λήψη των φαρμάκων θα συνιστά lege artis αντιμετώπιση του ιατρικού περιστατικού. Η επίδραση της φαρμακευτικής αγωγής θα είναι αποκλειστικά ψυχολογικής φύσεως: ο ασθενής θα αποκτήσει την ψευδαίσθηση ότι έλαβε μέτρα για την καταπολέμηση της νόσου, ενώ αυτή, ελλείψει χειρουργείου, είναι βέβαιον ότι θα επιδεινωθεί ραγδαίως.

Ο Ετιέν ντε λα Μποεσί στην προμνημονευθείσα πραγματεία του αποτυπώνει με ενάργεια τις συνέπειες της αναβλητικής στάσης που τηρεί ο πολίτης απέναντι σε ένα τυραννικό καθεστώς:

«Όλοι γνωρίζουν ότι η φωτιά που ξεκινά από έναν μικρό σπινθήρα θα μεγαλώσει και θα γίνει φλόγα όσο βρίσκει ξύλο να κάψει· όμως χωρίς να σβηστεί με νερό, αλλά μη βρίσκοντας άλλο καύσιμο να τροφοδοτηθεί, ξοδεύεται μονάχη της, ξεθυμαίνει, και δεν είναι πια φλόγα. Παρομοίως, όσο περισσότερο οι τύραννοι διαρπάζουν, τόσο περισσότερο λαχταρούν, αφανίζουν και καταστρέφουν· όσο περισσότερο κάποιος υποχωρεί απέναντί τους και τους υπακούει, τόσο περισσότερο αυτοί γίνονται ισχυρότεροι και τρομερότεροι, έτοιμοι να αφανίσουν και να καταστρέψουν. Αλλά αν ούτε ένα πράγμα δεν υποχωρεί απέναντί τους, αν, χωρίς καμιά βία, απλώς κανείς δεν υπακούει, απογυμνώνονται και εκμηδενίζονται, ακριβώς όπως όταν η ρίζα δεν παίρνει τροφή, το κλαδί μαραίνεται και πεθαίνει».

Το “ΟΧΙ”, λοιπόν, στα μεγάλα κόμματα και το “ΝΑΙ” σε κάποιο μικρό κόμμα του καλούμενου «πατριωτικού χώρου» σημαίνει “ΝΑΙ” στο στρατηγείο της «έξυπνης δικτατορίας». Εκεί έχουν στηθεί οι κάλπες, εκεί θα γίνει και η καταμέτρηση των ψήφων.  

Β. Αν είχε ανακοινώσει εκλογές ο Χίτλερ; – Η λογική του σαμποτάζ!

Όποιος έφθασε μέχρι αυτό το σημείο διαβάζοντας προσεκτικά ολόκληρο το παραπάνω κείμενο και παρά ταύτα διατηρεί αμφιβολίες κατά της πρότασης της αποχής ως «άρνησης της άρνησης», δηλαδή ως άρνησης του αφυπνισμένου πολίτη να επικυρώσει τον μηχανισμό της «έξυπνης δικτατορίας», τότε αξίζει να έρθει αντιμέτωπος με το εξής ερώτημα:

Αν είχε ανακοινώσει εκλογές ο Χίτλερ, οι υπό κατοχή λαοί θα διανοούνταν να σπεύσουν στις κάλπες για να τον «μαυρίσουν» και να αναδείξουν νικητή ένα κόμμα του… «δημοκρατικού τόξου» (sic) ή μήπως θα αρνούνταν να συμμετάσχουν στην διακωμώδηση της εκλογικής διαδικασίας από έναν δικτάτορα;

Χαρακτηριστική εν προκειμένω είναι η Τρίτη Προκήρυξη του Λευκού Ρόδου, δηλ. της αντιστασιακής οργάνωσης που έδρασε στην ναζιστική Γερμανία την περίοδο 1942-1943, αποτελούμενη από 11 μέλη, εκ των οποίων γνωστότερα είναι ο Αλεξάντερ Σμορέλ (δικής του εμπνεύσεως ήταν το όνομα της οργάνωσης, το οποίο άντλησε από το μυθιστόρημα «Αδελφοί Καραμάζοφ» του Ντοστογιέφσκυ), τα αδέλφια Σόφι και Χανς Σολ, αλλά και ο καθηγητής φιλοσοφίας Καρλ Χούμπερ (με τις προκηρύξεις της η οργάνωση προέτρεπε τον γερμανικό λαό σε παθητική αντίσταση ενάντια στην ναζιστική πολεμική μηχανή):

«το κράτος μας σήμερα είναι η δικτατορία του κακού: “Αυτό το ξέρουμε από καιρό” διαμαρτύρεστε “και δεν είναι ανάγκη να μας το επισημαίνεις για πολλοστή φορά”. Σας ρωτώ όμως, αφού το γνωρίζετε, γιατί δεν αντιδράτε, γιατί ανέχεστε να υφαρπάζουν τούτοι οι εξουσιαστές κομμάτι κομμάτι, άλλοτε απροκάλυπτα και άλλοτε ύπουλα, τα δικαιώματά σας, το ένα μετά το άλλο, μέχρι που μια πρωία δε θα απομείνει τίποτα, τίποτε απολύτως, εκτός από μια καλοκουρδισμένη κρατική μηχανή, διοικούμενη από εγκληματίες και μπεκρούλιακες;»

«Τόσο πολύ καταβεβλημένο είναι το πνεύμα σας από τον αδιάκοπο βιασμό του, ώστε λησμονείτε πως δεν είναι δικαίωμά σας αλλά ηθικό σας καθήκον να δώσετε ένα τέλος σε αυτό το καθεστώς; Όταν όμως ένας άνθρωπος δε βρίσκει πλέον το κουράγιο να διεκδικήσει το δίκιο του, τότε είναι απολύτως βέβαιο πως θα οδηγηθεί στον χαμό. Θα μας αξίζει να σκορπίσουμε στις τέσσερις γωνιές του ορίζοντα, όπως η σκόνη σκορπίζει από τον άνεμο, αν έστω στο παρά πέντε δεν ορθώσουμε το ανάστημά μας και δε βρούμε επιτέλους το θάρρος, που μέχρι τώρα μας έλειψε».

«Πάψτε να καμουφλάρετε τη δειλία σας κάτω από τον μανδύα μιας δήθεν σωφροσύνης. Διότι κάθε μέρα που διστάζετε, κάθε μέρα που δεν αντιστέκεστε σε αυτό το γέννημα της Κόλασης, η ευθύνη σας αυξάνει σαν την καμπύλη του διαγράμματος που σκαρφαλώνει όλο και ψηλότερα στον άξονα» («Δε θα σιωπήσουμε ποτέ», Οι Προκηρύξεις του Λευκού Ρόδου (1942-1943), εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2019, σελ. 36).

Στην ίδια Προκήρυξη έγραφαν τα μέλη της:

«Ποιος είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος να πολεμήσει το σημερινό κράτος, πώς θα του καταφέρει το πιο καίριο πλήγμα; Με την παθητική αντίσταση, είναι η απάντηση. Είναι σαφές ότι μας είναι αδύνατο να δώσουμε κατευθυντήριες για τη δράση του καθενός, μπορούμε μονάχα να μιλήσουμε σε αδρές γραμμές, το μονοπάτι για την επίτευξη του σκοπού μας πρέπει να το βρει ο καθένας χωριστά».

«Σαμποτάζ στην αμυντική βιομηχανία και στις νευραλγικές για την πολεμική προσπάθεια βιομηχανίες, σαμποτάζ σε όλες τις συνελεύσεις, συγκεντρώσεις, εκδηλώσεις και διοργανώσεις του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος».

«Δολιοφθορές στην ομαλή λειτουργία της πολεμικής μηχανής (μιας μηχανής που δουλεύει μόνο για χάρη ενός πολέμου ο οποίος αφορά αποκλειστικά την επιβίωση και διατήρηση του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος και της δικτατορίας του)».

«Σαμποτάζ σε όλους τους τομείς των επιστημών και του πνεύματος, οι οποίοι συμβάλλουν στη συνέχιση αυτού του πολέμου: πανεπιστήμια, λύκεια, εργαστήρια, ερευνητικά ιδρύματα, τεχνικά γραφεία».

«Σαμποτάζ σε όλες τις πολιτιστικές διοργανώσεις που θα μπορούσαν να καλλωπίσουν την εικόνα των φασιστών στον λαό. Σαμποτάζ σε όλους τους κλάδους των εικαστικών τεχνών που έχουν οποιαδήποτε σχέση με τον εθνικοσοσιαλισμό και τον υπηρετούν».

«Σαμποτάζ σε όλα τα έντυπα, σε όλες τις εφημερίδες των κονδυλοφόρων της κυβέρνησης που αγωνίζονται για τις ιδέες της και τη διάδοση του φαιού ψεύδους. Μη χαλαλίζετε ούτε μια δεκάρα σε εράνους (ακόμη κι όταν ενδύονται τον μανδύα της εξυπηρέτησης ευαγών σκοπών). Γιατί δεν είναι παρά ένα καμουφλάζ» (ό.π., σελ. 37-38).

Τι άλλο, λοιπόν, από ένα κεντρικής σημασίας σαμποτάζ είναι η άρνηση συμμετοχής σε μια στημένη εκλογική διαδικασία που ελέγχεται από τους σύγχρονους Χίτλερ! Απλώς, η παγίδα της αποχής είναι να νομίσει ο πολίτης που θα την επιλέξει συνειδητά ότι αποτελεί αναγκαία και επαρκή προϋπόθεση για το αποτελεσματικό σαμποτάζ κατά της «έξυπνης δικτατορίας». Η αποχή πρέπει να είναι το πρώτο από μια σειρά επίπονων βημάτων που πρέπει να γίνουν (όχι μόνο εν Ελλάδι αλλά παγκοσμίως!), προκειμένου να ανακοπεί η πορεία της ανθρωπότητας προς τον όλεθρο. Επί παραδείγματι:

  • Σαμποτάζ στα σούπερ-μάρκετ και εν γένει στις μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων με την άρνηση αγοράς προϊόντων από αυτά· αντ’ αυτού, πραγματοποίηση αγορών από μικρά καταστήματα της γειτονιάς.

  • Σαμποτάζ στις ψηφιακές-άυλες συναλλαγές και ιδίως πληρωμή μόνο με μετρητά.

  • Άρνηση χρήσης έξυπνων κινητών τηλεφώνων και αντικατάσταση τους με παραδοσιακές συσκευές.    

  • Προετοιμασία για την εγκατάλειψη των μεγάλων πόλεων και επιλογή διαβίωσης υπό λιτές συνθήκες δίπλα στην φύση.

Όπως μας πληροφορεί ο Κιτρομιλήδης στην προαναφερθείσα εισαγωγή της μεταφρασμένης στα ελληνικά «Πολιτικής Ανυπακοής» (ό.π., σελ. 14/15):

Ο Θορώ «έζησε στα χρόνια 1845-1847 σε ξύλινη καλύβα που κατασκεύασε σε κτήμα του άλλου σημαντικότατου εκπροσώπου του αμερικανικού ρομαντισμού, του Ralph Waldo Emerson, στις όχθες της λίμνης Walden, όχι μακριά από τη γενέτειρά του Κόνκορντ, δυτικά της Βοστόνης. Στο έργο αυτό η φυσιολατρία προβάλλεται ως τρόπος ζωής, που διαθέτει εξίσου υλικό όσο και υπερβατικό περιεχόμενο. Η σκληρή χειρωνακτική ατομική εργασία και τα “μηνύματα του ανέμου” που αφουγκράζεται και αποκρυπτογραφεί ο χειρώνακτας, η συνειδητή επιλογή της φτώχειας και η εχθρότητα κατά της πολυτέλειας, των συρμών, της επίδειξης, συνθέτουν τον τρόπο ζωής του φιλοσόφου και του διασφαλίζουν τον εσωτερικό πλούτο που η κενότητα της εύπορης αστικής ζωής δεν μπορεί ούτε να διανοηθεί».

Όποιοι θεωρήσουν ότι μια τέτοια πρόταση είναι καθαρή ουτοπία, καλό θα ήταν να προετοιμάζονται για την αναβαθμισμένη δυστοπία της ψηφιακής τυραννίας των ετών 2025-2030.

Και πάντως, ο προφητικός Σαράντος Καργάκος σημείωνε από το Λαύριο στις 29 Ιουνίου 2008 (Ελληνική παιδεία. Ένας νεκρός με… μέλλον, ό.π., σελ. 145):

«Προσωπικά ποτέ δεν ένιωσα ευτυχής όταν έβγαζα λεφτά. Τούτη τη στιγμή που γράφω κι αντικρύζω το πέλαγος κι ακούω το “Adagio e concerti” του Τομάζο Αλμπινόνι είμαι απόλυτα ευτυχής. Κι αμέσως μετά θα είμαι περισσότερο ευτυχής, όταν θα βρεθώ στην αγκαλιά της θάλασσας και θα θυμάμαι τους στίχους από τον Πόρφυρα του Σολομού και για κάποιους λόγους ειδικούς –άνθισε η τριανταφυλλιά που φύτεψα φέτος– θα απαγγέλλω το “Ρόδου μοσχοβόλημα” του Παλαμά. Σε τελευταία ανάλυση, παιδεία είναι αυτό που σε κάνει να νιώθεις ωραία κι όταν δεν έχεις τίποτα»

Προσοχή: Στο κείμενό του αυτό, ο Καργάκος προέβλεψε ότι, «αν το σχολείο δεν στηθεί και δεν σταθεί πάνω στη βάση» [«ότι γινόμαστε άνθρωποι, όταν μαθαίνουμε να λειτουργούμε ως συνάνθρωποι»], δεν έχει προοπτική μέλλοντος· θα υποκατασταθεί από μια φορητή ηλεκτρονική συσκευή».   

VIII. Ο Θαυμαστός Ανάποδος Κόσμος και το σποτάκι του ΣΥΡΙΖΑ κατά της αποχής

Επειδή το πιο εύκολο πράγμα αυτήν την δαιμονική εποχή στην οποία μας έλαχε να ζήσουμε είναι να πλανηθoύμε, οφείλουμε να είμαστε καχύποπτοι σε σχέση με το ποια είναι η πραγματική επιθυμία των συστημικών κομμάτων, τα οποία εμφανίζονται να απεχθάνονται την λύση της αποχής όπως ο διάβολος το λιβάνι. Πράγματι την απεχθάνονται ή μήπως προσποιούνται ότι την απεχθάνονται;

David Icke στο βιβλίο του «Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων. Από τις 11/9 στη μεγάλη παγκόσμια συνωμοσία» (μτφ.: Ν. Παπαδάκης & Martina Κόφφα, εκδ. Έσοπτρον, Αθήνα 2004, σελ. 27) δίνει την ακόλουθη, πολύτιμη συμβουλή, η οποία συμπορεύεται με όσα επιτάσσει η εφαρμογή της περίφημης πλέον θεωρίας για τον Θαυμαστό Ανάποδο Κόσμο:

«Για να σπάσετε των κώδικα [των Πεφωτισμένων], πρέπει να αντιστρέψετε αυτά που φαίνεται πως λένε. Όταν ανακοινώνουν ότι πιστεύουν σε κάτι, σημαίνει ότι δεν το πιστεύουν. Όταν λένε ότι θα κάνουν κάτι, σημαίνει ότι δεν θα το κάνουν. Όταν λένε ότι δεν θα κάνουν κάτι, σημαίνει ότι θα το κάνουν και ούτω καθεξής. Πρόκειται για μια πραγματικότητα που όμως θυμίζει την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων. Λειτουργούν με αυτόν τον κωδικοποιημένο συμβολισμό στον οποίο τα πάντα είναι αντεστραμμένα».

Προσφάτως, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ κυκλοφόρησε σποτάκι κατά της αποχής, προβάλλοντας το σύνθημα:

«Να μην ψηφίσεις. Να πιστέψεις πως η φυλακή σου είναι η ελευθερία σου. Αυτό θέλουν».

Σύμφωνα με όσα αναλύθηκαν στο παρόν κείμενο, ισχύει το ανάποδο:

Ελευθερία είναι να μην ψηφίσουμε, ώστε να δραπετεύσουμε από την αόρατη φυλακή στην οποία μας έχουν εγκλωβίσει περίτεχνα οι επιμερισμένοι προδότες του κΥνοβουλευτικού μάπετ-σόου!

Το πράγμα, όμως, περιπλέκεται, αν εφαρμόσουμε την θεωρία του Θαυμαστού Ανάποδου Κόσμου όχι ως προς την αιτιολογία που συνοδεύει το εν λόγω μήνυμα κατά της αποχής, αλλά ως προς το μήνυμα καθ’ εαυτό.

Αφού, δηλαδή, οι «Πεφωτισμένοι» Νεοταξίτες –εν προκειμένω εκπροσωπούμενοι από το κόμμα του Αλ. Τσίπρα– υπονοούν πάντοτε τα ανάποδα από αυτά που εμφανίζονται να δηλώνουν, γεννάται το ερώτημα μήπως η προπαγάνδα εναντίον της αποχής στοχεύει στην διέγερση της αντιδραστικής στάσης των πολιτών, οι οποίοι θα θελήσουν να πάνε κόντρα σε αυτό που προσπαθούν να τους υποβάλουν.

Όπως επισημαίνει ο Robert Greene στο προαναφερθέν βιβλίο του με αντικείμενο τους 48 νόμους για την απόκτηση ισχύος (ό.π., σελ. 340):

«Η τεχνική αυτή [επιγράφεται: «Κατασκεύασε εσύ τα Αποτελέσματα»] είναι καλή όταν πρόκειται για παιδιά και άλλους ισχυρογνώμονες ανθρώπους, οι οποίοι ευχαριστιούνται να κάνουν το αντίθετο από αυτό που τους ζητάς: σπρώξε τους να “διαλέξουν” αυτό που θέλεις εσύ, προωθώντας ακριβώς το αντίθετο».

Εφόσον, μάλιστα, οι πολιτικοί αντιμετωπίζουν τους πολίτες σαν ανώριμα παιδιά, θα μπορούσε πειστικά να υποστηριχθεί ότι στο ζήτημα της αποχής ακολουθούν την συγκεκριμένη τεχνική. Άρα, το μήνυμα «μην κάτσεις σπίτι, έλα και ψήφισε!» θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι σημαίνει ανάποδα: «κάτσε σπίτι και μην έρθεις να ψηφίσεις!».

Ωστόσο, μια τέτοια ερμηνεία νομίζω ότι θα αφορούσε μόνο την επιφάνεια του επικοινωνιακού ενεργήματος. Αποφασιστικής σημασίας, αντιθέτως, είναι τα βαθύτερο μήνυμα που υποκρύπτεται στην επίμαχη μηνυματική προτροπή: Όταν οι πολιτικοί μάς ζητούν να πάμε να ψηφίσουμε, συνυποδηλώνουν ότι η αποχή είναι κακό πράγμα για τους πολίτες. Επομένως, με την διορθωτική εφαρμογή της θεωρίας του Θαυμαστού Ανάποδου Κόσμου, θα πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η αποχή είναι καλό πράγμα για τους πολίτες!

Και είναι όντως καλό πράγμα, γιατί οι απέχοντες πολίτες αρνούνται να δώσουν την γενική συναίνεσή τους σε ό,τι εφιαλτικό θα ακολουθήσει μετά τις εκλογές. Όπως συνέβη με τον εμβολιασμό, όπου ο διακαής πόθος των υγειονομικών διαχειριστών ήταν η υφαρπαγή της συναίνεσης των πολιτών, έτσι συμβαίνει και τώρα με τις εκλογές: Διακαής πόθος των πολιτικών αρχηγών είναι η απόσπαση της συναίνεσης των πολιτών, ώστε να μη μπορούν να διεκδικήσουν «τα ρέστα τους», όταν θα συμβεί η (νέα) μεγάλη συμφορά.

Και εδώ είναι εφαρμόσιμο το ακόλουθο (μακιαβελικό) αξίωμα που αναφέρει ο Greene (ό.π., σελ. 343):

«Τα τραύματα και οποιαδήποτε άλλα δεινά προκαλεί ο άνθρωπος στον ίδιο του τον εαυτό άθελά του ή από επιλογή του, είναι μακροπρόθεσμα λιγότερο οδυνηρά από εκείνα που του προκαλούν οι άλλοι». «Γι’ αυτό καλά θα κάνεις πάντα να επιτρέπεις στα θύματά σου να επιλέξουν το δηλητήριο που προτιμούν και, όσο το δυνατόν περισσότερο, να μην αφήνεις να φανεί ότι εσύ τους το έβαλες στο χέρι».

Άραγε, το επόμενο δεινό, στο οποίο θα έχουν συναινέσει όσοι νομιμοποίησαν τον εκλογικό μηχανισμό που θα ξεβράσει τους «νέους πατριώτες» και «εκφραστές της λαϊκής κυριαρχίας» θα είναι μια (ενδεχομένως τεραστίων διαστάσεων) εθνική προδοσία, η οποία θα επιμερισθεί στις πλάτες πολλών συνεργαζόμενων κομμάτων, ώστε το πολιτικό κόστος να μην είναι δυσβάσταχτο για κανένα από αυτά; 

IX. Δεν πείσθηκες ακόμη ότι η αποχή είναι η μόνη αξιοπρεπής λύση; Διάβασε Κυριάκο Σιμόπουλο, «Η διαφθορά της εξουσίας»!

A. Νοθεία μέσω Singular Logic;

«Στην Ελλάδα, την ψηφιοποίηση, όπως διδάσκει ένα καταπληκτικό βιβλίο, του Ανδρέα Δρυμιώτη, την βιώνουμε πρώτη φορά στις εκλογές, από την δεκαετία του ΄80 και μετά, και είναι η μετάβαση από τον μαυροπίνακα στο να βγαίνουν τα αποτελέσματα στις 9 το βράδυ και να έχουμε μια πλήρη εικόνα του τι μπορεί να συμβεί».

Τάδε έφη Κυριάκος Πιερρακάκης στην εκδήλωση που έγινε στις 14 Φεβρουαρίου 2023 στο Μέγαρο Μουσικής για τον εορτασμό των «3 χρόνων gov.gr» (βλ. το παραπάνω βίντεο, λεπτό 25.24 επ.). Δεδομένου ότι η εγκαθίδρυση του ψηφιακού κράτους είναι ένας από τους πιο επικίνδυνους στόχους που υπηρέτησε επιθετικά η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αφού σε ένα τέτοιο κράτος ο πολίτης καθίσταται διάτρητος («γυάλινος άνθρωπος»), το γεγονός ότι το ψηφιακό πρωτοπαλίκαρό της ανέφερε το παράδειγμα των εκλογών σημαίνει ότι εφήρμοσε την γνωστή μέθοδο συσκότισης της ζοφερής αλήθειας: την έβγαλε στο φως!  

Στο πλαίσιο του παρόντος κειμένου παρέλκει η ενασχόλησή μας με την βάσιμη υπόνοια ότι οι εκλογές, ιδίως από την στιγμή που στην έκδοση των αποτελεσμάτων αναμειγνύεται η «SINGULAR LOGIC» (παλαιότερα βλ. «ΔΕΛΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ»), είναι διαβλητές (πρβλ. την καταγγελία Γ. Αϋφαντή στο βίντεο που ακολουθεί).

Και τούτο, διότι από την στιγμή που η διεξαγωγή τους πραγματοποιείται από ένα καθεστώς «έξυπνης δικτατορίας» είναι αυτονόητο ότι το εκλογικό αποτέλεσμα θα αποτελεί προϊόν «έξυπνης», δηλ. «ψηφιακής-βελούδινης νοθείας» – αδιάφορο σε ποιαν ακριβώς έκταση.  

Όσοι διετέλεσαν δικαστικοί αντιπρόσωποι ίσως απορούν γιατί πρέπει να βασανίζονται και να χρησιμοποιούν ακόμη παλαιολιθικά καρμπόν για να αναπαράγουν ξανά και ξανά τα πρακτικά ψηφοφορίας, αντιγράφοντας εξουθενωμένοι τα αποτελέσματα. Η απάντηση είναι απλή: για να έχουν την ψευδαίσθηση ότι η διαδικασία είναι αδιάβλητη και ότι δεν υπάρχει περίπτωση να τολμήσει κανείς να αλλοιώσει εκ των υστέρων το αποτέλεσμα της καταμέτρησης του εκάστοτε εκλογικού τμήματος!

B. Eκλογές: ένα (τηλε)παιχνίδι για την εξουσία

Ότι οι εκλογές ήταν ανέκαθεν ένα παιχνίδι για την εξουσία (ο Τζίμης Πανούσης το είχε εύστοχα χαρακτηρίσει «τηλεπαιχνίδι με bonus») το οποίο στηρίζεται σε ξεδιάντροπες απατηλές υποσχέσεις, σε θεατρινισμούς, σε κομματική κραιπάλη, αλλά και σε βία και νοθεία επισημαίνεται από τον Κυριάκο Σιμόπουλο στο πολύ σημαντικό για την παρούσα ιστορική συγκυρία βιβλίο του «Η διαφθορά της εξουσίας» (Αθήνα 1995, σελ. 371 επ.).

1. Το φαινόμενο της αποχής ως έκφραση της απέχθειας των πολιτών για το διεφθαρμένο σύστημα
α) Ο κατά Θουκυδίδη ανάποδος κόσμος

Επικαλούμενος τον Νικ. Δραγούμη, καθώς ο Σιμόπουλος περιγράφει την κατάσταση που επικρατούσε στην ψηφοφορία του 1844, η οποία «έγινε το πρότυπο για τις μελλοντικές κομματικές αντιπαραθέσεις» (ό.π., σελ. 374/375), σημειώνει ότι «οι λέξεις και οι έννοιες έχασαν τη σημασία τους», όπως αναφέρει και ο Θουκυδίδης στην ανατομία του για τον εμφύλιο πόλεμο:

«Η βία ονομαζόταν “δικαία άμυνα”, η αδικία, η ακολασία και το ψεύδος δικαιοσύνη, μετριοπάθεια και αλήθεια. Την παραβίαση των καλπών αποκαλούσαν “συστολήν των σανίδων”, την καταστροφή των σφραγίδων της κάλπης “τυχαίαν σύντριψιν”, τους απόβλητους του λαού “εκλεκτούς αυτού”».

β) Η αποχή των Ελλήνων από τις εκλογές στα μέσα του 19ου αιώνος

Σχολιάζοντας τον τρόπο διεξαγωγής των ελληνικών εκλογών στα μέσα του 19ου αιώνος, ο Σιμόπουλος μάς θυμίζει ότι οι κάλπες ανεκήρυσσαν βουλευτές «ακόμα και πανθομολογουμένους δολοφόνους».

Σχετικά με το ειδικότερο φαινόμενο της αποχής ο ίδιος συμπληρώνει:

«Τότε πρωτοεμφανίσθηκε η απέχθεια των πολιτών για το διεφθαρμένο σύστημα και η αντίδρασή τους στην εξαχρείωση της πολιτικής εξουσίας με αποχή από τις εκλογές – “πλείστοι των εντίμων πολιτών ενόμιζον άσκοπον να προσέρχωνται εις την κάλπην”».

Ιδιαιτέρως επίκαιρες πληροφορίες για το ευρύ λαϊκό ρεύμα της αποχής που σημειώθηκε τα έτη 1850 και 1852 δίνει ο συγγραφέας σε μία υποσημείωση του βιβλίου του (σελ. 377, υποσ. 58):

«Ο πολίτης σκεφτόταν: “Διατί να ψηφοφορήσω αφού είμαι βέβαιος ότι και να δυνηθώ να υπερνικήσω όλας τας παρανόμους επεμβάσεις, η ψήφος μου θέλει αλλοιωθεί εις τα κάλπας;” (εφ. Πανελλήνιον, 10 Νοεμ. 1852). Μεγάλη αποχή σημειώθηκε στις δημοτικές εκλογές του 1850. Γράφει μια εφημερίδα: “πολίται, αηδιάσαντες διά την αναιδή επέμβασιν της Εξουσίας δεν προσήλθαν να ψηφοφορήσωσι”. Και ο δήμαρχος, “νομίσας ότι πρόκειται περί πληρωμής φόρων και όχι περί ψηφοφορίας εις την οποίαν ουδείς δύναται να βιασθή διά να λάβη μέρος, δεν ησχύνθη να εκδώση προκήρυξιν ότι αν δεν έλθωσιν οι πολίται να ψηφοφορήσωσι θέλει τούς προσαγάγει διά της βίας”. Και η συνέχεια: Εξαιτίας της αποχής “εγένετο φροντίς να παραγεμισθώσιν αι κάλπαι με 1.500 πλαστά ψηφοδέλτια” (εφ. Η Ελπίς, 3 Οκτ. 1850). Εκστρατεία αποχής από τις βουλευτικές εκλογές [έγινε] και το 1856 ύστερα από το όργιο βίας και καλπονοθειών και τα άπειρα εγκλήματα της εξουσίας που έμεναν πάντοτε ατιμώρητα. Γιατί […] ο πολίτης να μετέχει σ’ αυτήν την κωμωδία; “Μόνον και μόνον διά να γίνεται παίγνιον; Προς τι να χορηγήση το μικρότατον επικάλυμμα παρανομίας; Ας περιορισθή εις τον ιδιωτικόν του βίον… Και να διαβή από μέρος όπου γίνεται η λεγομένη ψηφοφορία, ας αποστρέψει αλλαχού το πρόσωπόν του, διά να μη μολυνθή ουδ’ η όρασις αυτού” (εφ. Αθηνά, 23 Οκτ. 1856)». 

Χαρακτηριστική είναι η συγκριτική αναφορά του Σιμόπουλου στις σκανδαλώδεις εκλογές των ετών 1861 και 1961: Στις μεν πρώτες είχαν ψηφίσει και οι πεθαμένοι, με αποτέλεσμα ο Τύπος της εποχής να κάνει λόγο για νεκρικούς εκλογικούς καταλόγους, στις δε δεύτερες είχαν ψηφίσει ακόμη και τα… δέντρα.

2. Οι προεκλογικές εκστρατείες μετά το 1974
α) Ο υποψήφιος ως «επιδειξιομανής σταρ» και ο ψηφοφόρος ως «καταναλωτής προϊόντος υπό κηδεμονίαν»

Σχολιάζοντας την κατάσταση που διαμορφώθηκε στο εκλογικό πεδίο επί μετά το 1974, ο Σιμόπουλος (ό.π., σελ. 379) παρατηρεί ότι:

«οι εκλογομάγειροι των κομμάτων κατόρθωσαν να επιβάλουν πέντε εκλογικούς νόμους με τον ψευδέστατο ισχυρισμό ότι ανακάλυψαν “εντιμότερο”, “δικαιότερο” και “αποτελεσματικότερο” [εκλογικό] σύστημα και με το δόλιο επιχείρημα ότι εξασφαλίζεται ο σχηματισμός “ισχυρών κυβερνήσεων”. Είναι η διαβόητη μονοκομματική “αυτοδυναμία” που ονειρεύονται οι διάφοροι αρχηγοί και οι αυλικοί τους για να νέμονται ανεξέλεγκτοι την εξουσία και κυρίως να λεηλατούν ασύδοτοι και μονοπωλιακά τον δημόσιο πλούτο».

«Τα κόμματα, οι αρχηγοί, οι επαγγελματίες πολιτικοί που διεκδικούν την εξουσία δεν προσφέρουν ιδέες και προγράμματα, προσφέρονται οι ίδιοι ως εμπορεύματα. Και πρέπει να κατακτήσουν την εκλογική αγορά ως καταναλωτικά αγαθά. Η επιτυχία δεν θα κριθεί από τα προγράμματα και την ιδεολογία. Στα κόμματα εξουσίας τα προγράμματα είναι σχεδόν τα ίδια, με φραστικές παραλλαγές, ψιμύθια και επιχρίσματα».

«Σημασία επομένως στην προεκλογική εκστρατεία δεν έχει η, ανύπαρκτη άλλωστε, “μάχη των ιδεών” αλλά ο ρόλος των προσώπων στη θεατρική παράσταση που στην εποχή μας σκηνοθετούν όχι οι επιτελείς του κόμματος αλλά μεγάλες διαφημιστικές επιχειρήσεις. Όπως είναι γνωστό, από τη δεκαετία του ΄80 τα κόμματα εξουσίας αλλά και πλούσιοι υποψήφιοι αναθέτουν την προβολή τους σε ειδικούς του πολιτικού “μάρκετινγκ”, συνήθως ξένους με αμοιβές που υπολογίζονται σε δισεκατομμύρια. Είναι το αποκορύφωμα της πολιτικής απάτης και χυδαιότητας».

«Οι υποψήφιοι δεν απευθύνονται στον σκεπτόμενο πολίτη αλλά στον καταναλωτή ενός προϊόντος. Και του προσφέρουν με τους μηχανισμούς προπαγάνδας την “εικόνα” τους, άλλοτε ως “αφίσα”, μέτρια ή γιγάντια και άλλοτε με δόλια πονηρεύματα, αγοραία “τερτίπια” και ταχυδακτυλουργίες. Η πολιτική υποτάσσεται στους νόμους της σκηνοθεσίας, δηλαδή του ψεύδους. Ο υποψήφιος, επιδειξιομανής “σταρ”, προσωποποίηση της εξουσίας, εμφανίζεται με τη μάσκα που θα προσελκύσει την προσοχή. Ο ένας φοράει το προσωπείο του “ήρωα”, ο άλλος του “προστάτη” ή του απλού ανθρώπου και καλού οικογενειάρχη για να θυμίζει στον ψηφοφόρο τον ίδιο τον εαυτό του. Οι γυναίκες υποψήφιες πρέπει να φαίνονται “δυναμικές”…».

«Η “εικόνα” τους πρέπει να εκτεθεί ως εμπόρευμα, να φτάσει ώς το τελευταίο νοικοκυριό, να ξαφνιάσει, να αποτυπωθεί. Αυτό προϋποθέτει προσαρμογή στις ανάγκες της αγοράς και τα ενδιαφέροντα των οπτικοακουστικών ΜΜΕ. Χρειάζεται ανάλυση της αγοράς, μελέτη των συνηθειών και των συγκινήσεων του καταναλωτικού κοινού. Από τα πορίσματα αυτών των ερευνών θα καθορισθεί η εμφάνιση, το ύφος, η ομιλία του υποψηφίου. Ο πολίτης είναι απλός θεατής του σκηνοθετημένου τελετουργικού και της μυθολογίας. Βλέπει εικόνες, ενθουσιάζεται, χειροκροτεί, πάντοτε δέκτης, πάντοτε παθητικός, πάντοτε καταναλωτής, υπό κηδεμονίαν. Ένας γνωστός ποδοσφαιριστής ή μπασκετμπολίστας, ένας ή μία ηθοποιός που εμφανίζεται σε “σήριαλ”, ένας “δημοφιλής” τραγουδιστής “σκυλάδικου” κρίνεται άξιος λαϊκός αντιπρόσωπος στο κοινοβούλιο ή στο δημοτικό συμβούλιο, ακόμα και αν είναι απελέκητος, διεφθαρμένος ή ευήθης».

β) Συσχετισμός με την άποψη του Αριστόβουλου Μάνεση

Ότι «τα μεγαλύτερα ιδίως κόμματα αντιμετωπίζουν τους εκλογείς όχι τόσο σαν πολίτες, τους οποίους επιδιώκουν να ενημερώσουν και να πείσουν, αλλά κυρίως σαν πελάτες, τους οποίους επιζητούν να εντυπωσιάσουν και να παρασύρουν επεσήμαινε ήδη από το 1980 ο Μάνεσης στο βιβλίο του «Δίκαιο – Σύνταγμα – Πολιτική» (εκδ. Παρατηρητής, Αθήνα 1980, σελ. 58).

Χαρακτηριστική είναι η ανάλυσή του σχετικά με την οργάνωση των προεκλογικών συναθροίσεων:

«Η όλη οργανωμένη βοερή και ενθουσιαστική ατμόσφαιρα των δημόσιων προεκλογικών συναθροίσεων δεν διαφέρει πράγματι από ατμόσφαιρα ποδοσφαιρικού γηπέδου. Και δεν εξυπηρετεί, βέβαια, την πληροφόρηση του εκλογέα και την εκ μέρους του λήψη υπεύθυνης πολιτικής θέσης εν όψει της προσεχούς ψηφοφορίας. Αντί να συμβάλλει στην πολιτικοποίηση, ωθεί στην αγελοποίηση των μαζών. Οι δημόσιες αυτές συναθροίσεις, όπως κατάντησε να γίνονται, δεν βοηθούν να λειτουργήσει η νοημοσύνη και η κρίση του ψηφοφόρου, είτε μετέχει ο ίδιος σ’ αυτές είτε τις παρακολουθεί αναμεταδιδόμενες από την τηλεόραση. Χρησιμοποιώντας συνθήματα αντί για επιχειρήματα, διεγείροντας με θεατρικά “εφφέ” τις συγκινησιακές παρορμήσεις και τα ψυχολογικά ανακλαστικά του, προσπαθούν όχι να ενημερώσουν και να πείσουν τον έλλογο ψηφοφόρο, αλλά να εντυπωσιάσουν, συναρπάσουν και παρασύρουν το άλογο πλήθος, παγιδεύοντας τα συναισθήματά του και αιχμαλωτίζοντας την πολιτική του βούληση με το μέγεθος, την επιβλητικότητα και την ισχύ τους».

«Κατά την αφελέστερη άποψη, πρόκειται για ένα είδος γραφικού πολιτικού show, που ενδέχεται σε μελλοντικές εκλογές να εμπλουτισθεί και με άλλους θεατρινισμούς και θεαματικές επιδείξεις, π.χ. με την εμφάνιση ημίγυμνων φανταχτερών κοριτσιών που θα παρελαύνουν ακκιζόμενα στον ρυθμό των κομματικών συνθημάτων και ασμάτων, κάτω από βροχή πολύχρωμων αστραφτερών κονφετί, κατά τα αμερικάνικα πρότυπα».

«Ωστόσο, το θέμα των δημόσιων προεκλογικών συναθροίσεων είναι πάρα πολύ σοβαρό για να αντιμετωπίζεται σαν γραφικότητα. Χαρακτηρίζεται βασικά από τις ίδιες τεχνικές εντυπωσιασμού που χρησιμοποιούνται και στις άλλες περιπτώσεις [...]: των μεγαφώνων, της αναγραφής συνθημάτων και των αφισοκολλήσεων. Πρόκειται ουσιαστικά για προσπάθεια εκμαίευσης της λαϊκής συναίνεσης με επίδειξη δύναμης, που τείνει σε βιασμό των συνειδήσεων ή πάντως συνεπάγεται την οπτική και ακουστική ρύπανση των συνειδήσεων των πολιτών, η οποία πιο απλά ονομάζεται καταδημαγώγηση ή χειραγώγηση των μαζών. Αυτές οι παρδαλές προεκλογικές φιέστες δεν είναι αθώα λαϊκά πανηγύρια· διότι δεν έχουν τίποτε το αυθόρμητο. Συρρικνώνοντας την πολιτική επικοινωνία στον άξονα “μάζα-αρχηγός”, αποτελούν λαϊκίστικη παραμόρφωση της συνταγματικής αρχής της λαϊκής κυριαρχίας, “δημοψηφιασματική” διαστρέβλωση των δημοκρατικών διαδικασιών, παρωδία λαϊκής συμμετοχής. Είναι μια μοντέρνα μορφή της acclamatio και των “θριάμβων” της ρωμαίκής εποχής, αλλά και απομίμηση πιο πρόσφατων μεθόδων πειθαρχημένης τελετουργικής κινητοποίησης των μαζών σε συντονισμένους θεαματικούς σχηματισμούς, όπως συνηθίζουν να μεταχειρίζονται τις μάζες τα κάθε είδους αυταρχικά καθεστώτα. Έτσι, ο “λαός” εκτονώνεται εκφράζοντας δήθεν τη θέλησή του “αυθόρμητα”, άμεσα και άτυπα, “διά βοής”, με ρυθμικά συνθήματα, με παράτες, επευφημίες και ιαχές, και εκδηλώνοντας, μέσα σε μια προκατασκευασμένη “μυσταγωγία” ήχου και φωτός, οχημάτων και χρωμάτων, την “πίστη” του στον χαρισματικό ηγέτη, με ζητωκραυγές, χειροκροτήματα και σφυρίγματα».

γ) Το φαινόμενο της βρεφοποίησης των πολιτών ήδη ως πλατωνική επισήμανση

Λίγες σελίδες παρακάτω (σελ. 384), ο Σιμόπουλος αναφέρεται στο φαινόμενο της βρεφοποίησης των πολιτών, αξιοποιώντας τον «Γοργία» του Πλάτωνα:

«Στις προεκλογικές συγκεντρώσεις οι αρχικομματάρχες συναγωνίζονται σε υποσχέσεις εξωπραγματικές και γελοίες πλειοδοσίες. Ο ένας προσφέρει αφορολόγητα αυτοκίνητα, ο άλλος κατάργηση των εισαγωγικών εξετάσεων, τη μια φορά αύξηση των συντάξεων, την άλλη γενική μείωση της φορολογίας. Την ιδιοτέλεια και υποκρισία των υποψηφίων επισημαίνει ο Πλάτων στον “Γοργία”. “Τι θαρρείς”, ρωτάει ο Σωκράτης τον Καλλικλή, “οι ρήτορες που απευθύνονται στον λαό στοχάζονται να καταστήσουν τους πολίτες καλύτερους –όπως οι πολίται ως βέλτιστοι έσονται– ή μήπως έχουν στο νου τους μόνο να ευχαριστήσουν το κοινό αδιαφορώντας –με ιδιοτελείς σκοπούς– για το δημόσιο συμφέρον; Μήπως μιλάνε στους πολίτες όπως μιλάνε σε μικρά παιδιά, προσπαθώντας μόνο να τους ευχαριστήσουν, αδιαφορώντας αν θα γίνουν καλύτεροι ή χειρότεροι, αν θα ωφεληθούν ή αν θα ζημιωθούν;” [ώσπερ παισί προσομιλούσι τοις δήμοις, χαρίζεσθαι αυτοίς πειρώμενοι μόνον, ει δε γε βελτίους έσονται ή χείρους διά ταύτα ουδέν φροντίζοντες;]».

δ) Η προεκλογική δράση των κομμάτων κατ’ απομίμηση της λειτουργίας των ολοκληρωτικών καθεστώτων

Εν συνεχεία (ό.π., σελ. 384/385), ο συγγραφέας παραλληλίζει εύστοχα την δράση των κομμάτων κατά τις εκλογικές αναμετρήσεις με εκείνη των ολοκληρωτικών καθεστώτων:

«Κατά τους “προεκλογικούς αγώνες” τα κόμματα εξουσίας εμπορευματοποιούν την πολιτική και εκχυδαΐζουν τις ιδέες. Μεταβάλλονται σε επιχειρήσεις που διαφημίζουν άθλια προϊόντα με δόλιες μεθόδους. Στις δυτικές “δημοκρατίες” τα κόμματα εξουσίας αναπροσαρμόζουν κατά τις εκλογικές αναμετρήσεις την τακτική των ολοκληρωτικών καθεστώτων για την αγελοποίηση των μαζών. Ο ιταλικός φασισμός προσπαθούσε να συνεγείρει τα πλήθη με τις γελοίες “φιέστες” και τους φανφαρονισμούς του “ντούτσε” από τους εξώστες, ο ναζισμός με τις παρανοϊκές τελετουργίες, τις παρελάσεις των υπνωτισμένων μαζών και τις υλακές του “φύρερ” από τις εξέδρες, ο σταλινισμός με το πυκνό δάσος των λαβάρων και τα ομαδικά γυμνάσματα μυριάδων πολιτών που εικονογραφούσαν με τα σώματά τους σύμβολα και συνθήματα. Ιδεολογικά τους εμβλήματα το γιγαντιαίο και το τερατώδες που καλλιεργούν την υποδούλωση των λαών».

«Στις προεκλογικές συγκεντρώσεις των ελληνικών κομμάτων είναι καταφανής η πολτοποίηση των οπαδών. Οι “λαοφιλείς αρχηγοί”, οι “χαρισματικοί ηγέτες” απευθύνονται στη “λαοθάλασσα” δοξολογώντας το “μέγα πλήθος και το μέγα πάθος” και εκτοξεύοντας πομφολυγώδεις μεγαλοστομίες. Και οι ψηφοφόροι που παρασύρονται από τη θορυβώδη κομματική “κλάκα” και τη συνθηματολογία των μεγαφώνων, τα βεγγαλικά, τη φωτοχυσία και τα πυροτεχνήματα, χάνουν ολότελα την ανθρώπινη υπόστασή τους και αποθεώνουν τον “σωτήρα”. Θέαμα αποκρουστικό, φαινόμενο εκφυλιστικό, απογοητευτικό και κυρίως επικίνδυνο για τις δημοκρατικές ελευθερίες και την αξιοπρέπεια του πολίτη».

ε) Κόμματα-εκλογές: Καταρράκωση των δημοκρατικών θεσμών και ηθικός εξανδραποδισμός των πολιτών

Ο Σιμόπουλος ολοκληρώνει τις αποδοκιμαστικές σκέψεις του για τον θεσμό των εκλογών γράφοντας τα εξής (ό.π., σελ. 388):

«Ο φανατισμός είναι το δηλητηριώδες όπλο των κομμάτων εξουσίας για τη “γηπεδοποίηση” των οπαδών και τη μεταμόρφωσή τους σε ημιαγρίους προορισμένους να εκβάλουν άναρθρες κραυγές, να μισούν τον αντιφρονούντα συνάνθρωπο, να έρπουν κάτω από τις εξέδρες, να προσκυνούν τους αρχηγούς που χειρονομούν κομπορρήμονες από τους εξώστες και να χαρίζουν “εκλογικούς θριάμβους” και ηγεμονικές αυτοδυναμίες».

«Καταρράκωση των δημοκρατικών θεσμών και ηθικός εξανδραποδισμός των πολιτών το δίπτυχο κόμματα-εκλογές. Θέαμα και ακρόαμα παρωδία της “λαϊκής κυριαρχίας”. Το δάσος των πλαστικών σημαιών, τα γελοία καμώματα των κομματαρχών στις εξέδρες και στους τοίχους, οι φωτογραφίες των υποψηφίων που θυμίζουν “επικηρυγμένους” άλλων εποχών. Και στις πλατείες η οχλοβοή, η αντάρα και η ποδοβολή των οπαδών, βελάσματα, χρεμετισμοί, υλακές, μυκηθμοί, ρεκάσματα, γρυλλισμοί, κοασμοί και ογκανίσματα…».

στ) Η ενασχόληση των έντιμων και ανιδιοτελών με τα κοινά

Σε ό,τι αφορά το ενδεχόμενο να υπάρχουν κάποιες υγιείς δυνάμεις που θα μπορούσαν να φέρουν έναν ελπιδοφόρο άνεμο ενάντια στην διαρκώς επεκτεινόμενη πολιτική σήψη, ο Σιμόπουλος είναι αρνητικός:

«Κι αν υπάρχουν έντιμοι και ανιδιοτελείς πολίτες που φιλοδοξούν να ασχοληθούν με τα κοινά και να υπερασπισθούν το δίκαιο και τη νομιμότητα εξουδετερώνονται από τους φαύλους ή παρασύρονται στο τέλμα. Γιατί, όπως παρατηρεί ο Πλάτων, ο χρηστός πολίτης όχι μόνο δεν βλέπει θεού πρόσωπο με την ηθική του ακεραιότητα αλλά και απομονώνεται. Όλοι γύρω του, οικείοι και γνώριμοι, γίνονται εχθροί του αν αρνηθεί να προσφέρει παράνομες εκδουλεύσεις. Αντίθετα, οι διεφθαρμένοι περιβάλλονται μόνο από φίλους».

Ίσως αυτή η διαπίστωση του Σιμόπουλου (ό.π., σελ. 373) εξηγεί γιατί όποιος τάσσεται σήμερα υπέρ της αποχής γίνεται κόκκινο πανί για την συμπαγή πλειοψηφία. Σε μια εποχή που οι περισσότεροι πολίτες αγκομαχούν να αντεπεξέλθουν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις αποζητούν πολιτικούς ευένδοτους στην παροχολογία, απορρίπτοντας την συναναστροφή με συμπολίτες τους ανένδοτους στην χειραγώγηση. Οι μαζάνθρωποι εξακολουθούν να ψάχνουν τον «σωτήρα» τους, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι η πραγματική σωτηρία τους θα ξεκινήσει αφ’ ης στιγμής αρχίσουν να υπηρετούν την φωνή της ανεξάρτητης και αδέκαστης συνείδησης που πρέπει να διαθέτει ένας αξιοπρεπής πολίτης, αρνούμενος να πουληθεί σε παλιά και καινούργια, μεγάλα ή μικρά κομματόσκυλα, προπάντων δε να νομιμοποιήσει τους «έξυπνους δικτάτορες».

Γ. Το προφητικό οπισθόφυλλο

Στο οπισθόφυλλο του παραπάνω βιβλίου, εκδοθέντος πριν από μία περίπου τριακονταετία, ο Σιμόπουλος απευθύνεται στον υποψήφιο αναγνώστη του με λόγια που εν έτει 2023 αποδεικνύονται προφητικά:

«Ο σταλινισμός κατέρρευσε, “αντίπαλον δέος” δεν υπάρχει. Και το άλλο σύστημα, ο “νικητής”, κλασαυχενίζεται μέσα στη σαπρία του. Στις κοινωνίες του Βορρά αποσύνθεση, οι λαοί του Νότου αργοπεθαίνουν. Και οι υπερεθνικοί οικονομικοί κολοσσοί προετοιμάζονται για την παγκόσμια κυριαρχία. Να υποκαταστήσουν τις Μεγάλες Δυνάμεις υποτάσσοντας τις διεφθαρμένες κυβερνήσεις με την εξαγορά και τους εκβιασμούς, και υποδουλώνοντας την κοινωνία με τα ιδιόκτητα ηλεκτρονικά μέσα “ενημέρωσης” και “ψυχαγωγίας”. Επιδιώκουν να θέσουν υπό έλεγχο τους διεθνείς οργανισμούς –όπως σήμερα οι ισχυροί του κόσμου τον ΟΗΕ– ή να γίνουν μέλη τους. Και τελικά να επιβάλουν μία παγκόσμια γλώσσα, μία παγκόσμια “ιδεολογία” –τη δική τους– και να μεταβάλουν τους πολίτες και των πέντε ηπείρων σε άβουλους καταναλωτές των προϊόντων τους. Το σύστημα είναι φαύλο, οι δυτικές δημοκρατίες “ψευδοδημοκρατίες”, η πολιτική εξουσία διεφθαρμένη, οι θεσμοί απατηλό σκηνικό, οι εκλογές παρωδία, το κοινοβούλιο όργανο αντιλαϊκών συμφερόντων, οι πολιτικοί ανενδοίαστη συντεχνία, τα κόμματα κερδοσκοπικές επιχειρήσεις».

Ποιος έμφρων πολίτης πιστεύει ειλικρινά ότι σε ένα ήδη εγκατεστημένο σκηνικό παγκόσμιας δικτατορίας, με τον Π.Ο.Υ. να είναι έτοιμος να αναλάβει δράση «παγκόσμιας κυβέρνησης», υπάρχει περίπτωση ο ψηφοφόρος των εθνικών εκλογών να μπορέσει, με την ρίψη του ψηφοδελτίου του στην κάλπικη κάλπη, να συμβάλει στην αναχαίτιση του δαιμονικού καλπασμού; 

X. Κλείνοντας με Χάρολντ Λάσκι: Ο φτωχός οδηγός της συνείδησής μας, εγγυητής της ελευθερίας και της επιτυχίας μας       

Ο Χάρολντ Λάσκι (Harold J. Laski), στο άρθρο του με τίτλο «Η ελευθερία στα σύγχρονα κράτη», το οποίο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ευθύνη» πριν από μισόν αιώνα (μτφ.: Α. Χ. Τσακίρης, Τεύχ. 15ο, Μάρτιος 1973, σελ. 106 επ., 108), έγραφε:

«Παραδέχομαι ότι, για τους περισσότερους από μας, η συνείδηση είναι φτωχός οδηγός. Είναι στρεβλωτική, είναι παράλογη, οι λίγες γνώσεις που έχει είναι ασήμαντες μπρος στην αξία της κοινωνικής παράδοσης. Αλλά στρεβλωτική, παράλογη, αμαθής, τουλάχιστον είναι δική μας· και η ελευθερία μας υπάρχει όταν ενεργούμε κατά τις υπαγορεύσεις της. Πρέπει, αναμφίβολα, να πείσουμε τον εαυτό μας ότι δεν μπορούμε παρά ν’ ακολουθήσουμε το μονοπάτι που αυτή μας δείχνει. Πρέπει να βρούμε τον καλύτερο τρόπο να την μορφώσουμε και να την φωτίσουμε. […] Όλα τούτα μπορεί να είναι σωστά, και ακόμη, νομίζω, ότι δεν αφήνουν καμιά άλλη εκλογή στο άτομο παρά ν’ ακολουθή την συνείδηση ως οδηγό της κοινωνικής του δράσης. Ενέργεια που δεν υπαγορεύεται από την συνείδηση σημαίνει προδοσία της ελευθερίας».

«Αυτοί που αποδέχονται εντολές γνωρίζοντας ότι είναι άδικες, διευκολύνουν στο να γίνουν αποδεκτές οι άδικες εντολές. Αυτοί που μένουν σιωπηλοί μπρος στην αδικία, στην πραγματικότητα είναι εν μέρει δημιουργοί της. Πρέπει να θυμόμαστε ότι, ακόμη και η σιωπηρή παραδοχή είναι μια απόφαση. Αυτό που δίδει μορφή στην ουσία της εξουσίας είναι η αντίδραση που συναντά. Αν συναντά πάντοτε την υπακοή, αργά ή γρήγορα θα πιστέψει η εξουσία ότι είναι αλάνθαστη. Και όταν φτάσει σ’ αυτό το σημείο, οποιοσδήποτε κι αν είναι ο δεδηλωμένος σκοπός της, το αγαθό που θα επιτυγχάνεται θα είναι αγαθό αφ’ εαυτού του, και όχι αποτέλεσμα των ενεργειών της».

«Ελευθερία σημαίνει να έχουμε πίστη στον εαυτό μας, και η ελευθερία διατηρείται με το θάρρος της αντίστασης. Αυτό, και μόνο αυτό, διασφαλίζει την ελευθερία· μόνο αυτό είναι το νήμα για την διατήρηση της αληθινής ατομικής ακεραιότητας».

«Αν μου αντιταχθή η άποψη ότι αυτό είναι ένα δόγμα που, ενδεχομένως, να οδηγεί στην αναρχία, και ότι καλλιεργεί στο άτομο το δικαίωμα ν’ αντιστέκεται, θ’ απαντήσω ότι πράγματι αυτό είναι σωστό. Έχει όμως καμμιά αξία η αλήθεια που υπάρχει στην άποψη αυτή; Η τάξη, ασφαλώς, δεν είναι το ύψιστο αγαθό, και η ανταρσία όμως δεν είναι πάντα κακή. Η εξουσία δεν δίδεται στους ανθρώπους προς χάρη της εξουσίας, αλλά για να τους βοηθήσει να επιτύχουν αποτελέσματα που να εξασφαλίζουν ευτυχία στον καθένα από μας. Αν οι ενέργειες αυτών που ασκούν την εξουσία οδηγούν στην άρνηση του σκοπού που επιδιώκουν, αν από τις πράξεις τους λείπει η καλή θέληση, αν κωφεύουν στην εμπειρία που είναι ξένη προς την δική τους, αν είναι αφάνταστα ανίκανοι να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες των άλλων, τότε δεν έχουμε παρά να δικάζουμε τον Ουάσιγκτων, που, σε κάποια στιγμή της καριέρας του, υποχρεώθηκε να παραδεχθή ότι ο καιρός για συμβιβασμό με την Αγγλία πέρασε. Ακόμη πιο αξιοσημείωτο, δεν καταδικάζουμε τους πρώτους Χριστιανούς που αρνήθηκαν να προσφέρουν λιβάνι στους θεούς».

Ο Λάσκι καταλήγει:

«Πρέπει να ενεργούμε σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις της συνείδησής μας, γνωρίζοντας, όπως ήξεραν και οι πρώτοι Χριστιανοί, ότι η ποινή της αποτυχίας είναι τρομερή. Αλλά μπορούμε να ενεργούμε έχοντας πάντα κατά νου ότι ο άνθρωπος που δρα σύμφωνα με τη συνείδησή του δεν αποτυχαίνει ποτέ».

Υπό αυτό το πρίσμα, λοιπόν, η συνειδητή αποχή από τα κόλπο της κάλπικης κάλπης είναι από μόνη της μια νικηφόρος (συνεπής και αξιοπρεπής) επιλογή, η σημασία της οποίας δεν εξαρτάται από την στάση που θα κρατήσουν οι υπόλοιποι πολίτες.

Η συνειδητή αποχή επικυρώνει την ιδιότητά μου και την αξία μου ως ελεύθερου ανθρώπου.

Απέχω, άρα υπάρχω!


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Βαθιώτης, Από την τρομοκρατία στην πανδημία. Υποχρεωτικές ιατρικές πράξεις στον πόλεμο κατά του αόρατου εχθρού, Τρίτη επικαιροποιημένη έκδοση, Αλφειός, Αθήνα 2023.
2. Ο ίδιος, Από την πανδημία στην κλιματική αλλαγή. Συντονισμένα τρομο-κράτη σε φόντο παγκόσμιας διακυβέρνησης, εκδ. Αλφειός, Αθήνα 2021.
3. Ο ίδιος, Τραγικά διλήμματα στην εποχή του “πολέμου κατά της τρομοκρατίας”. Από την σανίδα του Καρνεάδη στο “Ποινικό Δίκαιο του Εχθρού”, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2010.
4. Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Νέα Έκδοση, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2021.
5. Θορώ, Πολιτική ανυπακοή, μτφ.: Γ. Λαμπράκος, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2020.
6. Καμύ, Ο επαναστατημένος άνθρωπος, μτφ.: Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ / Μαρία Κατσαμπάλογλου-Ρόμπλιν, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2020.
7. Καργάκος, Ελληνική παιδεία. Ένας νεκρός με… μέλλον, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2008.
8. Κασιμάτης, Οι βάσεις του πολιτεύματος και οι θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος με βάση την ερμηνεία του άρθρου 1 του Συντάγματος, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2022.
9. Κράουτς, Μεταδημοκρατία, μτφ.: Αλ. Κιουπκιολής, εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα 2006.
10. Λάσκι, Η ελευθερία στα σύγχρονα κράτη, μτφ.: Α. Χ. Τσακίρης, περιοδικό «Ευθύνη», Τεύχ. 15ο, Μάρτιος 1973, σελ. 106 επ.
11. Μάνεσης, Η διαλεκτική σημασία του «ΟΧΙ», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, Τόμ. 68 [1993], σελ. 304 επ. = Συνταγματική Θεωρία και Πράξη 1980-2000, Τόμ. ΙΙ, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σελ. 143 επ.
12. Ο ίδιος, Ο εύκολος βιασμός της νομιμότητας και η δύσκολη νομιμοποίηση της βίας, εις: Συνταγματική Θεωρία και Πράξη 1980-2000, Τόμ. ΙΙ, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σελ. 321 επ.
13. O ίδιος, Δίκαιο – Σύνταγμα – Πολιτική, εκδ. Παρατηρητής, Αθήνα 1980.
14. Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας, 5η έκδ., Αθήνα 2016.
15. Μποεσί. Στην πραγματεία του περί εθελοδουλείας, μτφ.: Π. Καλαμαράς, εκδ. Πανοπτικόν, Αθήνα 2012.
16. Μπρυκνέρ, Ο πειρασμός της αθωότητας, μτφ.: Λ. Αβαγιανού, εκδ. Αστάρτη, 2η έκδ., Αθήνα 1995.
17. Ντοστογιέφσκυ, Ο Μέγας Ιεροεξεταστής, μτφ.: Άρ. Αλεξάνδρου, εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα 2015.
18. Ροΐδης, Πολιτικόν Δελτίον, 8-6-1875, εις: Άπαντα, Τόμ. Β΄, 1868-1879, Φιλολογική Βιβλιοθήκη-1, επιμ.: Άλκ. Αγγέλου, Αθήνα 1978, σελ. 138.
19. Ρωμαίος, Η Ελλάδα των δανείων και τον χρεοκοπιών, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2012.
20. Σιμόπουλος, Η διαφθορά της εξουσίας, Αθήνα 1995.
21. Στάινχαρτ, Το ημερολόγιο της ευτυχίας, μτφ.: Ν. Κουκοβίνος, εκδ. Μαΐστρος, 3η έκδ, Αθήνα 2009
22. Φρομ, Πέρα από τα δεσμά της αυταπάτης. Η γνωριμία μου με τον Μαρξ και τον Φρόυντ, μτφ.: Μ. Κορνήλιου, εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα 1977
23. Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2η έκδ., 2014.
24. Green, The 48 Laws of Power, Profile Books, London 2002 = Δύναμη. Οι 48 νόμοι της, μτφ.: Σ. Λειβαδοπούλου, εκδ. Έσοπτρον, Αθήνα 1998.
25. Hermet, Η δημοκρατία, μτφ.: Οντέτ Παπαδημητρίου, εκδ. Τραυλός-Κωσταράκη, Αθήνα 1997.
26. Icke, Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων. Από τις 11/9 στη μεγάλη παγκόσμια συνωμοσία», μτφ.: Ν. Παπαδάκης & Martina Κόφφα, εκδ. Έσοπτρον, Αθήνα 2004.
27. Ο ίδιος, Επαναστάτες της συνείδησης», μτφ.: Πάτρα Περισσάκη, εκδ. Έσοπτρον, Αθήνα 1998.
28. Klein, Ο Ψευτοπροφήτης. Ο υποχθόνιος αρχιτέκτονας της Νέας Τάξης των Πραγμάτων, εκδ. Στερέωμα, μτφ.: Χαρ. Μπίμπη, χ.χ.
29. Szasz, Αιρετικά, μτφ.: Α.-Α. Τσέγκου, Εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα 2006.     

 

ΤΟ ΕΙΔΑΜΕ ΣΤΟ: https://kvathiotis.substack.com/p/948