Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2013

ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΑΚΟΗ ΟΤΑΝ Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΜΑΣ ΔΕΝ ΟΡΘΟΔΟΞΕΙ


Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος π.Θεόδωρος Ζήσης
Τί μᾶς διδάσκει τό ἐκκλησιαστικό παρελθόν σχετικῶς μέ τήν
ὑπακοή στόν Πνευματικό μας Πατέρα, ὅταν πρόκειται περί θέματος Πίστεως, δογματικό ἤ σχετικό μέ τούς ἱερούς Κανόνες; Ὀφείλουμε ἀδιάκριτη ὑπακοή ὅταν ὁ Πνευματικός ἀντιτεθεῖ πρός τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἤ ὄχι; Παίρνουμε ἐπάνω μας ἔναντι Θεοῦτήν εὐθυνη τῆς «ἀνυπακοῆς» ἤ μᾶς καλύπτει ἡ ὑπακοή στόν Χριστό βάσει τῆς ἀλαθήτου Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας; Σέ τοῦτα τά ἐρωτήματα θά προσπαθήσουμε νά δώσουμε μερικές ἀπαντήσεις.
ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΑΚΟΗ
ΟΤΑΝ Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΜΑΣ ΔΕΝ ΟΡΘΟΔΟΞΕΙ;
Εἰσαγωγή
Τό θέμα τῆς ὑπακοῆς στόν Πνευματικό Πατέρα, ὅσον ἀφορᾶ στά θέματα Πίστεως, θέμα ἰδιαιτέρως λεπτό καί ἄγνωστο, περιλαμβάνεται στό γενικότερο θέμα τῆς ὑπακοῆς στόν Ἐπίσκοπο, διότι ἡ σχέση Πνευματικοῦ-Ἐξομολόγου καί πιστοῦ δέν νοεῖται χωριστά ἀπό τή σχέση τοῦ χριστιανοῦ μέ τόν Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Κοινότητος· ὁ Πνευματικός δέν καθοδηγεῖ ἰδίῳ δικαίῳ τούς πιστούς βάσει τῆς Ἱερωσύνης του, ἀλλά μέ ἐνταλτήριο γράμμα τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου, καθώς ὁρίζουν οἱ ἱεροί Κανόνες καί πλέον φανερά ὁ 50ος (46) τῆς ἐν Καθαγένῃ ἁγίας Τοπικῆς Συνόδου1.
Ἔτσι, ἐν πολλοῖς ἰσχύει καί περί τοῦ Πνευματικοῦ Πατρός, ὅ,τι ἤδη ἔχουμε εἰπῆ σέ ἀναφορά πρός τόν Ἐπίσκοπο καί τήν ἀνάμειξη τῶν λαϊκῶν στά θέματα Πίστεως σέ προηγούμενες ἑνότητες.
Ἐάν δηλαδή οἱ πιστοί ἔχουν τό δικαίωμα βάσει τοῦ παραδείγματος τῶν Ἁγίων στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, ἀλλάκαί βάσει τῶν ἱερῶν Κανόνων, νά ἀπειθοῦν σέ αἱρετίζοντες Ἐπισκόπους καί νά ἀποχωρίζονται ἀπό τήν κοινωνία (καί τήν κοινότητά) των (ὅπως ὁρίζουν κυρίως οἱ ἱεροί Κανόνες 31ος Ἀποστολικός καί 15ος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου), πολλῷ μᾶλλον πρέπει νά διαχωρίζονται ἀπό Πνευματικούς οἱ ὁποῖοι ἀναπτύσσουνχωρίς μεταμέλεια ἑτερόδοξα φρονήματα. Ἄν ὁ Ἐπίσκοπος, στή θέση τοῦ ὁποίου ἐνεργεῖ ὁ Πνευματικός τό Μυστήριον τῆς πρός Θεόν καθοδηγήσεως τῶν πιστῶν, Μυστήριον Μετανοίας καί Ἐξομολογήσεως, δέν εἶναι “ex officio” («ἐκ τοῦ ἀξιώματος») ἀλάθητος, πολύ περισσότερο ὁ Πνευματικός, ὁ ὁποῖος μετέχει τῆς χάριτος τῆς Ἱερωσύνης σέ βαθμό μικρότερο ἀπό τόνἘπίσκοπο, δέν εἶναι ὁπωσδήποτε ἀλάθητος.
1. Ὁ Πνευματικός μας πρέπει νά εἶναι ὁ καλύτερος δυνατός,ἀπό πάσης ἀπόψεως
Πολύ συχνά οἱ Προεστῶτες τῆς Ἐκκλησίας ὑπενθυμίζουν τό καθῆκον τῆς ὑπακοῆς στούς Ἐπισκόπους καί Πρεσβυτέρους καί στά ἐντάλματά τους, ἀλλά στό Ποίμνιο εἶναι μόνον ὀλίγο γνωστό τί εἴδους ἄνθρωποι ὀφείλουν νά εἶναι καί οἱ Κληρικοί, οἱ ὁποῖοι δίνουν
κατευθύνσεις.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, στό ψυχωφελέστατο ἔργο του Πνευματικά Γυμνάσματα, γράφει τά ἑξῆς, παραπέμποντας καί στό Μέγα Βασίλειο :…
«Ἐξέτασαι τήν ἐπιμέλειαν ὅπου βάνεις εἰς τό νά εὕρῃς ἕνα καλόν πνευματικόν· διότι ποία ἄλλη μεγαλειτέρα ἀνάγκη εἶναι εἰς ἐσέ, ὡσάν τό νά εὕρῃς ἕνα καλόν ὁδηγόν εἰς μίαν ὁδοιπορίαν ὅπου ἔχεις νά κάμῃς τόσον κινδυνώδη, καθώς εἶναι τό νά πορευθῇς εἰς τόν οὐρανόν; [...] Τώρα στοχάσου ἀγαπητέ εἰς ποταπόν κίνδυνον εὑρίσκεσαι, ἀνίσως ὄχι μόνον δέν γυρεύῃς τοιοῦτον πνευματικόν ἄξιον διά νά σέ ὁδηγήσῃ ὀρθῶς εἰς τήν σωτηρίαν σου καί νά σέ ἰατρεύσῃ καλῶς ἀπό τά πάθη καί τάς ἁμαρτίας σου, ἀλλά καί ἀποφεύγῃς αὐτόν
[...] Ὅθεν καί ὁ μέγας Βασίλειος (Ὅροι κατ’ ἐπιτομήν σκθ΄)2 λέγει· “ὅπως λοιπόν τά πάθη τοῦ σώματος, δέν τά ξεσκεπάζουν οἱ ἄνθρωποι σέ ὅλους, οὔτε σέ τυχαίους, ἀλλά σέ ἐκείνους πού εἶναι ἔμπειροι γιά τή θεραπεία τους· ἔτσι καί ἡ ἐξαγόρευσις τῶν ἁμαρτημάτων ὀφείλει
νά γίνεται σέ αὐτούς πού μποροῦν νά τά θεραπεύσουν, κατά τό γεγραμμένον, ἐσεῖς οἱ δυνατοί νά βαστάζετε τά ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων [Ρωμ. 15, 1], δηλαδή διά τῆς ἐπιμελείας σηκώνετέ τα”»3.
Ἑρμηνεύει σχετικῶς ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης· «Βέβαια ὁ πνευματικός πατήρ ὀφείλει νά εὑρίσκεται ἤδη στήν κατάστασι τοῦ φωτισμοῦ, ὥστε νά μπορῆ νά εἰσάγη καί ἄλλους σ’ αὐτήν τήν κατάστασι τοῦ φωτισμοῦ καί νά τούς ὁδηγῇ πρός τό Βάπτισμα καί τοῦ ὕδατος (δηλαδή τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν), ἀλλά καί τοῦ Πνεύματος, πού εἶναι ἡ ἐπίσκεψις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν καρδιά τοῦ βαπτιζομένου καί ἡ φώτισις τῆς καρδίας τοῦ ἀνθρώπου»4. Ἄν λοιπόν ὁ Γέρων – Πνευματικός – Ἐξομολόγος πρέπει νά εἶναι ὁ καλύτερος κατά τό δυνατόν σέ βίο καί διδαχή, πόσο περισσότερο πρέπει νά ἔχει τό ἐλάχιστον, τήν «ἀλφα-βῆτα», δηλαδή ἀκραιφνῆ τήν Ὀρθοδοξία.
2. Ὁ Πνευματικός ἐπειδή εἶναι «εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ», δένμπορεῖ νά ἀποδέχεται αἱρέσεις
Τό πόση σημασία ἔχει ἡ ἀποτροπή καί καταπολέμηση τῆς αἱρέσεως, συνάγεται ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁλόκληρη ἡ δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας διαμορφώθηκε ὄχι ὡς φιλοσοφικός στοχασμός, ἀλλά κατά ἀντιπαράθεση πρός τίς αἱρέσεις οἱ ὁποῖες ἀπειλοῦσαν τήν ὁδό τῆς Ὀρθοδοξίας, πού θεραπεύει τήν ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν ἁμαρτία: «Οἱ Πατέρες ἄλλαζαν ὁρολογία ἀπό καιρό σέ καιρό καί ἔκαναν προσαρμογή τῆς ὁρολογίας τους, γιά νά βροῦν τούς σωστούς ὅρους ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες τῆς ἐποχῆς. Αὐτό τό ἔκαναν,ὄχι γιά νά κατανοήσουν καλύτερα τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά γιά νά χτυπήσουν τίς αἱρέσεις πού ἀνεφύοντο. Διότι ἡ κατανόησις τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας ἔρχεται ἀπό τόν φωτισμό καί τήν θέωσι καί ὄχι ἀπο φιλοσοφική ἤ φιλολογική διεργασία ἤ ἀπό φιλοσοφικό στοχασμό ἐπάνω σέ αὐτήν τήν διδασκαλία. Ὁ σκοπός τοῦ δόγματος, πού διατυπώνουν οἱ Πατέρες, δέν εἶναι ἡ κατανόησίς του, ἀλλά ἡ διά τοῦ δόγματος ἕνωσις τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό»5. Ἡ ἀποδοχή λοιπόν τῆς αἱρέσεως ἀπό τόν Κληρικό καταστρέφει τήν θεραπευτική Ποιμαντική του. «Ὅπως στόν ἰατρικό χῶρο σέ ἕναν κομπογιαννίτη (ψευτογιατρό) δέν εἶναι δυνατόν νά τοῦ ἐπιτραπῆ νά θεραπεύη, ἔτσι καί στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι δυνατόν νά ἐπιτραπῆ σέ ἕναν αἱρετικό νά θεραπεύη τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων.
Διότι, ἐπειδή εἶναι αἱρετικός, δέν γνωρίζει, δέν μπορεῖ νά θεραπεύη»6. Φυσικά, τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά ἕνα Κληρικό πού δέν δύναται ἤ ἀδιαφορεῖ νά διακρίνει μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεως, δηλ. πνευματικῆς «ἰατρικῆς καί κομπογιαννιτισμοῦ», διότι εἶναι ἁπλῶς
ζήτημα χρόνου καί μεθοδείας τῶν πονηρῶν πνευμάτων νά πέσει σέ πλάνη κι αὐτός καί τά πνευματικο-παίδια του.
Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Μπριαντσιανίνωφ «Μέ τήν ἀποδοχή ψευδοδιδασκαλιῶν (δηλ. ἐσφαλμένων σκέψεων γιά τό Θεό), μέ τήν παραμόρφωση τῆς δογματικῆς καί ἠθικῆς διδασκαλίας, πού μᾶς ἀποκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ Θεός, συντελεῖται-χάρις στήν ἐπίδραση καί παρέμβαση τῶν ψευδοδιδασκαλιῶν-ἡ φθορά τοῦ πνεύματος. Καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος
καταντάει υἱός τοῦ διαβόλου»7.
Ἄν λοιπόν ἡ σχέση Πνευματικοῦ-Ἐξομολόγου καί πιστοῦ, ἀποσκοπεῖ στό νά εἰκονίσει πραγματικῶς τή σχέση Χριστοῦ-πιστοῦ, ὅπως λέγει σχετικῶς καί ἡ «Κλῖμαξ» τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου («Μή τό θεωρήσης ἀνάξιο νά ἐξομολογηθῆς τίς ἁμαρτίες σου στόν βοηθό σου, [στόν Γέροντά σου δηλαδή], μέ ταπείνωση καί συντριβή ὡσάν στόν ἴδιον τόν Θεόν»)8 , τότε ἡ διάρρηξη τῆς σχέσεως τοῦ Πνευματικοῦ μέ τόν Χριστό λόγῳ τῆς αἱρέσεως τοῦ Πνευματικοῦ, ὑποχρεώνει τόν πιστό εἴτε νά βρῇ ἄλλον Πνευματικόν, ὀρθοφρονοῦντα, εἴτε – ἄν νομίζει ὁ πιστός ὅτι ὑπάρχει ἀκόμη ἐλπίδα διορθώσεως τοῦ Πνευματικοῦ του – τοὐλάχιστον νά μή ὑπακούει στίς περί Πίστεως ἐσφαλμένες τοποθετήσεις καί συμβουλές τοῦ Πνευματικοῦ.
Κατά τόν Ἅγιον Γρηγόριον Νύσσης, ὅποιος «αἱρετίζει» (ἀναπτύσσει αἱρετικό φρόνημα) ἀποκόπτεται ἀπό τή μυστική κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, τόν Χριστό «ὁπωσδήποτε αὐτός πού ἀποκόπηκε ἀπό τήν σώζουσα Πίστη εἶναι ἀκέφαλος, ὅπως ὁ Γολιάθ μέ τό ἴδιο του τό ξίφος, τό ὁποῖο ἀκόνισε κατά τῆς ἀληθείας, χωριζόμενος ἀπό τήν ἀληθινή Κεφαλή»9.
Πῶς ἕνας τέτοιος Πνευματικός θά διδάξῃ σέ ἄλλους τή σωτηρία;
Μή λησμονοῦμε ὅτι ἡ μετάδοση τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ὁπρώτιστος σκοπός ἑνός Γέροντος, κατά τήν Κλίμακα τοῦ ὉσίουἸωάννου, καθώς λέγει στίς προτροπές του πρός τόν Ποιμένα: «Τήν ἀκεραία πίστη καί τά εὐσεβῆ δόγματα ἄς ἀφήσης πρίν ἀπό ὅλα σάν κληρονομία στά τέκνα σου, ὥστε ὄχι μόνο τά τέκνα σου, ἀλλά καί τούς ἐγγονούς σου νά ὁδηγήσης στόν Κύριον διά τῆς ὁδοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας»10. Ἄν ὁ αἱρετίζων Πνευματικός ἀποδιώξει τότε τόν ὀρθοφρονοῦντα πιστό, εἶναι εὔλογο, ὅτι ἡ εὐθύνη πίπτει στόν κακῶς φρονοῦντα Γέροντα καί Πνευματικό, διότι ἡ Ἐκκλησία μᾶς διδάσκει ὅτι ἡ ὑπακοή μας στούς Γέροντες πρέπει νά ἀποσκοπεῖ στόν Χριστό.
3. Ἀπαγορεύεται ἡ ἀδιαφορία ἤ ἡ σιωπή περί τῶν αἱρέσεων ἐκ μέρους τοῦ Πνευματικοῦ
Εἶναι λοιπόν εὐνόητο, βάσει τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας καί τῶν παραπάνω γραφομένων, ὅτι ὁ κίνδυνος τῆς αἱρέσεως δέν ἐλλοχεύει μόνο στήν πλήρη καί ἐπίσημη ἀποδοχή τῶν αἱρετικῶν δογμάτων ἀπό κάποιον Πνευματικό (ὅπως καί ἀπό κάποιον Ἐπίσκοπο), ἀλλ’ ἐπίσης (α) στήν ἔναντι τῆς αἱρέσεως ἀδιαφορία (τό ὁποῖον εἶναι ἁμάρτημα ὡς πλημμέλημα) καί (β) στήν ἀποτροπή τῆς ἀντιδράσεως κατά τῆς αἱρέσεως (λ.χ. τά γνωστά ἀπαράδεκτα «μή μιλᾶτε γιά θέματα Πίστεως», «μή μιλᾶτε γιά τούς Ἀντιχρίστους,ἀλλά γιά τόν Χριστό» τό ὁποῖον εἶναι ἡ γνωστή στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία θέση τῶν χλιαρῶν-ἀδιαφόρων ἤ πταιόντων ἡγετῶν).
Ἐντελῶς παρενθετικῶς ἀναφέρουμε, ὅτι εἶναι ἐντολή τῶν Πατέρων νά προετοιμάζουμε τά πνευματικά μας παιδιά καί γιά τήν ἔλευση καί τοῦ Ἀντιχρίστου11.
Ἀναντίρρητα ἡ Παλαιά Διαθήκη κατακρίνει τούς ποιμένες τοῦ παλαιοῦ Ἰσραήλ οἱ ὁποῖοι ἀδιαφοροῦσαν γιά τήν προστασία τοῦ ποιμνίου τους. Λέγεται χαρακτηριστικῶς διά τοῦ στόματος τοῦ Προφήτη Ἰεζεκιήλ: «Ζῶ ἐγώ, λέγει Κύριος, ἀντί νά γίνουν τά πρόβατά μου ἕρμαια κλοπῆς καί τροφή γιά ὅλα τά θηρία τῆς πεδιάδος, ἐπειδή δέν ὑπάρχουν ποιμένες καί δέν ἀνεζήτησαν οἱ ποιμένες τά πρόβατά μου, καί οἱ ποιμένες ἐβόσκησαν τούς ἑαυτούς τους, καί δέν ἐβόσκησαν τά πρόβατά μου, ἀντί τούτου, ποιμένες, τάδε λέγει Κύριος : Ἰδού, ἐγώ θά ἐπισκεφθῶ τούς ποιμένες καί θά ζητήσω τά πρόβατά μου ἀπό τά χέρια τους καί θά τούς ἀποδιώξω νά μή ποιμαίνουν τά πρόβατά μου καί δέν θά τά βοσκήσουν πλέον οἱ ποιμένες»12.
Πολύ περισσότερον ὁ Χριστός στήν Καινή Διαθήκη ἐπικρίνει τούς «Ἀγγέλους», δηλαδή τούς προεστῶτες Ἐπισκόπους, τῆς Περγάμου καί τῶν Θυατείρων, διότι ἐνῷ ἡ ἀναστροφή τους γενικῶς εἶναι ἐπαινετή, μολαταῦτα ἀφίνουν τούς αἱρετικούς Νικολαΐτας καί ψευδοπροφήτας (τήν «Ἰεζάβελ») νά βλάψουν τό ποίμνιόν τους· «Ἀλλά ἔχω κατά σοῦ ὀλίγα, ὅτι ἀφεῖς τήν γυναῖκά σου Ἰεζάβελ, ἥ λέγει ἑαυτήν προφῆτιν, καί διδάσκει καί πλανᾷ τούς ἐμούς δούλους πορνεῦσαι καί φαγεῖν εἰδωλόθυτα»13. Ἀντιθέτως, ἐπαινεῖ τόν πταίστη- σέ μερικά θέματα – «Ἄγγελον» τῆς ἐφέσου, διότι διακρίνει τούς ψευδοπροφήτας καί μισεῖ τά ἔργα τῶν αἱρετικῶν Νικολαϊτῶν «Ἀλλά τοῦτο ἔχεις, ὅτι μισεῖς τά ἔργα τῶν Νικολαϊτῶν, ἅ κἀγώ μισῶ»14.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες στήν πράξη κατέκριναν καί παρέκαμπταν τήν πρακτική τῶν Αὐτοκρατόρων νά ἐπιβάλλουν ἀπαγορεύσεις στίς συζητήσεις γιά θέματα Πίστεως, μέ σκοπό νά διατηρήσουν οἱ Αὐτοκράτορες τήν πολιτική εἰρήνη καί ἑνότητα τῆς Αὐτοκρατορίας μεταξύ Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν.
Διαλεγόμενος ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής μέ τόν αἱρετικό Μονοθελήτη Πατριάρχη ΚΠόλεως Πύρρο σχετικά μέ τό χριστολογικό θέμα, ἀνατρέπει τήν ἔξωθεν ἐπιβαλλομένη αὐτή σιωπή στά θέματα Πίστεως· λέγει ἀπαντώντας στόν Πύρρο· «Τί λοιπόν; Ἐπειδή ὁ Θεός, χάρη στήν πρόθεσή μας πού τήν προγνώριζε, μᾶς ἐκάλεσε στήν ἐπίγνωση τῆς ἀληθείας Του, δέν πρέπει αὐτά [τά ἐσφαλμένα] πού λέχθηκαν πρός κάποιους σχετικά μέ τοῦτο ἐγγράφως ἤ ἀγράφως νά τά βασανίσουμε, χάριν ἐκείνων πού, καθώς συμβαίνει, τά συναντοῦν χωρίς προσοχή ἤ κι ὅταν τά συναντοῦν εἶναι πιό εὐχερεῖς [στό νά σφάλουν;] ΠΥΡΡΟΣ: Ἄν σέ τοῦτο ἀποβλέπει ἡ ἐξέταση, εἶναι ἀναγκαῖο. Διότι τό νά φροντίσει κανείς γιά τήν ἀσφάλεια τῶν πιό άθώων, εἶναι μίμηση τῆς θείας φιλαθρωπίας»15. Ἡ στάση αὐτή τοῦ Ἁγίου Μαξίμου ἑρμηνεύεται ὡς ἀντίθεση στήν πολιτική αὐτή τῆς ἐπιβεβλημένης σιωπῆς γιά χριστολογικά θέματα, τἠν ὁποία ἐπέβαλε τό διάταγμα «Τύπος» (648 μ.Χ. ) τοῦ μονοθελήτου Αὐτοκράτορος Κώνσταντος Β΄16.
Συνεπῶς, ἀπαγορεύεται ἡ σιωπή γιά θέματα Πίστεως, ὅταν κινδυνεύουν ψυχές ἀπό τίς αἱρέσεις.
Νά εἰποῦμε σχετικῶς μερικά ἁπλᾶ παραδείγματα:(α) Στίς μέρες μας διαπιστώνεται μιά ἀναβίωση τοῦὠριγενισμοῦ, ἕνας κρυπτός νεο-ωριγενισμός, ὑπό τή μορφή τῆς ἀκαδημαϊκῆς ἀθωώσεως τοῦ αἱρετικοῦ θεολόγου Ὠριγένους γιά τίς πλάνες του (3ος μ.Χ. αἰ.). Σύμφωνα μέ αὐτή τή διδασκαλία, ὁ Ὠριγένης δῆθεν δέν ἦταν πράγματι αἱρετικός, διότι, ἄν ἦταν ἔτσι, ἡ
Ἐκκλησία θά τόν εἶχε καταδικάσει ἐν ζωῇ καί ὄχι μετά θάνατον. Ἡ καταδίκη του στήν Ἁγία Ε’ Οἰκουμενική Σύνοδο (553 μ.Χ.) ὀφείλεται δῆθεν κυρίως στήν προσπάθεια τῆς «ἐκκλησιαστικῆς διπλωματίας» νά κατευνάσῃ τά πνεύματα τῶν ἰσχυρῶν ἀντι-ωριγενιστῶν θεολόγων καί νά ἐπαναφέρει τήν εἰρήνη στήν Ἐκκλησία, ἰδιαιτέρως
στήν Ἁγία Γῆ, ὅπου ἀπό τόν θάνατο τοῦ Ἁγίου Σάββα καί ἑξῆς (532 μ.Χ.) ἡ θεολογική καί γενικότερη διαμάχη μεταξύ ὠριγενιστῶν καί Ὀρθοδόξων εἶχε λάβει ὀξύτατη μορφή.
Σ’ αὐτή τή νεο-ωριγενιστική διδασκαλία, ἡ ὁποία ἔχει εἰσδύσει σέ πολλά θεολογικά ἀκαδημαϊκά συγγράμματα, κυρίως ὅμως στήν προφορική διδασκαλία ἀκαδημαϊκῶν θεολόγων, προστίθεται καί ἡ παρουσίαση τῆς ὠριγενικῆς πλάνης γιά τήν ἀποκατάσταση τῶν πάντων ὡς «θεολογούμενου» (δηλ. θεολογικῶς ἀδιευκρινίστου ἀκόμη ζητήματος). Οἱ Ἅγιοι Πατέρες καθαρῶς μᾶς προειδοποίησαν νά μή ἀποδεχθοῦμε τήν πλάνη αὐτή τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων (ὅτι δηλ. ἡ κόλασις τῶν δαιμόνων καί τῶν ἀμετανοήτων ἁμαρτωλῶν κάποια στιγμή θά ἔχει τέλος), διότι τοῦτο θά μᾶς ρίψει ὁλότελα στήν ἁμαρτία, ἀφοῦ ἡ κόλαση δῆθεν δέν εἶναι αἰώνια καί ἔτσι δῆθεν δέν χρειάζεται νά τή φοβόμαστε. Λέγει ἀντιθέτως καί χαρακτηριστικῶς ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος : «Ἄς προσέξωμε ὅλοι, καί ἰδιαίτερα
ὅσοι ἐγνωρίσαμε πτώσεις, νά μή προσβληθῆ ἡ καρδιά μας ἀπό τήν νόσο τοῦ ἀσεβοῦς Ὠριγένους. Διότι ἡ βδελυκτή αὐτή νόσος προβάλλοντας τήν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ γίνεται εὐπρόσδεκτη στούς φιληδόνους»17.Τοῦτο εἶναι χαρακτηριστικό παράδειγμα γιά τό πῶς μιά
λανθάνουσα αἵρεση στό ἐκκλησιαστικό σῶμα καταστρέφει ψυχές.
(β) Τό γνωστό βιβλίο «Ἡ μίμησις τοῦ Χριστοῦ», ἔργο τοῦ Λατίνου Μοναχοῦ Θωμᾶ ἐκ Κέμπης, προβάλλεται ἀκόμη καί τώρα στήν Ἑλλάδα ὡς ψυχωφελές ἀνάγνωσμα γιά πολλούς πιστούς, τό ὁποῖο μάλιστα κάποτε ἔφθασε διεθνῶς καί τή δεύτερη θέση
κυκλοφορίας μετά τήν Ἁγία Γραφή. Ἰδού, ὅμως, πῶς κρίνει τήν πνευματικότητα τοῦ βιβλίου τούτου ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ: «Καί κλασσικό παράδειγμα ἀσκητικοῦ βιβλίου, πού ἐγράφη ἀπό συγγραφέα πού βρισκόταν στήν κατάσταση τῆς πλάνης πού ὀνομάζεται “ἀπόνοια” μποροῦμε νά θεωρήσωμε τήν “Μίμηση τοῦ Χριστοῦ” τοῦ Θωμᾶ Κεμπισίου. Ἀποπνέει μιά λεπτή φιληδονία καί ὑψηλοφροσύνη, πού σέ ἀνθρώπους γεμάτους πάθη καί τυφλωμένους ἀπό αὐτά, προκαλοῦν ἕναν ἡδονισμό, πού αὐτοί τόν θεωροῦν “πρόγευση τῆς θείας χάριτος”. Οἱ ταλαίπωροι! Οἱ ἐσκοτισμένοι! [...] Σέ μιά ἀνάλογη μέ τόν Μαλπᾶ τρομερή δαιμονική πλάνη στήν ἀσκητική τους ζωή κατήντησαν οἱ Φραγκῖσκος τῆς Ἀσσίζης, Ἰγνάτιος Λογιόλας καί πολλοί ἄλλοι ἀσκητές τῶν Λατίνων, πού ἐκεῖνοι τούς θεωροῦν ἁγίους τους»18.
Ἄν σέ χώρα ὀρθόδοξη, τέτοιo σύγγραμμα τῆς λατινικῆς πνευματικότητος ἔφθασε ἤδη σέ τόσο ἐπικίνδυνο σημεῖο ἀποδοχῆς καί διαδόσεως, λόγῳ τῆς ἀγνοίας ἤ ἀμελείας τῶν Πνευματικῶν πατέρων, πόσῳ μᾶλλον θά ἐμπλησθοῦν οἱ ὀρθόδοξες χῶρες ἀπό τέτοια αἱρετική πνευματικότητα, ἄν δέν ὁμιλοῦμε φανερῶς ἐναντίον τῶν κινδύνων τῆς δυτικῆς αἱρετικῆς, νοησιαρχικῆς καί συναισθηματικῆς πνευματικότητος;
4. Τί λέγει ἡ Ἁγία Γραφή γιά τήν ἀξιέπαινη ἀπείθεια
Ἡ σαφής ἐπισήμανση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρός τούς Γαλάτας (Γαλ. 1, 8.9), καί μάλιστα δύο φορές μέ ἐπίταση («ὡς προειρήκαμεν, καί ἄρτι πάλιν λέγω») νά μή δεχθοῦν καμμία καινοτομία τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ἀκόμη κι ἄν προέρχεται ἀπό ἄγγελον ἐξ οὐρανοῦ ἤ ἀπό τούς ἰδίους τούς Ἀποστόλους, φανερά καταργεῖ κάθε ἔννοια «Πρωτείου» τῶν μεμονωμένων προσώπων ἔναντι τῆς Παραδόσεως μέσα στήν Ἐκκλησία (ἀφοῦ οὔτε οἱ ἴδιοι οἱ Ἀπόστολοι δέν μποροῦν ὑστερογενῶς νά ἀλλάξουν τό Εὐαγγέλιόν τους, ἐπειδή εἶναι «ἄνωθεν»), ἀλλά καί ἐπιπλέον ἀρκεῖ ἀπό μόνη της νά μᾶς καθοδηγήσει στό τί γίνεται ὅταν φαινόμαστε ὑποχρεωμένοι νά κάνουμε ὑπακοή ἐναντίον τῆς Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας: ἀπομακρύνουμε ὅποιον ἀλλοιώνει τό ἀρχαῖο εὐαγγελικό κήρυγμα («ἀνάθεμα ἔστω»).
Σχετικῶς μέ ἕνα ἄλλο χωρίο, τό «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καί ὑπείκετε· αὐτοί γάρ ἀγυπνοῦσιν ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες» (Ἑβρ. 13, 17) σημειώνουμε ἐδῶ καί τό ἑξῆς ἀξιοπρόσεκτο· ἡ αἰτιολογία τῆς ὑπακοῆς στούς «ἡγουμένους», δηλ. τούς προεστῶτες, εἶναι ὅτι αὐτοί «ἀγρυπνοῦσιν ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν»· ἡ ὑπακοή δέν εἶναι ἀπροϋπόθετη. Ἄν, βάσει τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας διαπιστώνεται, ὅτι αὐτοί ὀλιγωροῦν, ἀδιαφοροῦν, γιά τίς ψυχές καί ἀμελοῦν γιά τούς πνευματικούς κινδύνους καί πρωτίστως τήν αἵρεση, τότε αἴρεται, καταργεῖται τό καθῆκον τῆς ὑπακοῆς σέ αὐτούς. Ὅπως ἔχει λεχθῆ σχετικῶς «Ἡ Ἁγία Γραφή ἐν πρώτοις κάνει διάκριση μεταξύ καλῶν καί κακῶν ποιμένων, ἀληθινῶν καί γνησίων ποιμένων, διδασκάλων, προφητῶν ἀπό τή μιά πλευρά καί ψευδοποιμένων, ψευδοδιδασκάλων καί ψευδοπροφητῶν ἀπό τήν ἄλλη [...] οἱ πιστοί ἔχουν εὐθύνη γιά τό ἄν θά ἀκολουθήσουν τούς κακούς ποιμένες, [...] ἡ ὑπακοή δέν εἶναι ἀδιάκριτη, ἀλλά διακριτική»19.
5. Ὁ Μοναχός πρέπει νά φεύγει από τήν ὑπακοή σέ αἱρετικόἩγούμενο, σύμφωνα μέ τούς ἱερούς Κανόνες
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης διευκρινίζοντας στό «Πηδάλιον», τή σπουδαία καί ἔγκριτη αὐτή συλλογή του τῶν ἱερῶν Κανόνων, γιά πόσες αἰτίες μπορεῖ νά αναχωρήσει ὁ Μοναχός από τό Μοναστήρι του ἀπαριθμοί ἀνάμεσα σ’ αὐτές τό ἄν ὁ Ἡγούμενος εἶναι αἱρετικός καί συνεχίζει παραπένποντας στόν Μέγα Βασίλειο.
«Ὁ δέ Μέγας Βασίλειος (ὅροι κατά πλάτος λϚ΄) διά μίαν αἰτίαν μόνον συγχωρεῖ νά αναχωρῇ τινας από τό Μοναστήριόν του, ἤτοι ἐάν ἔχῃ βλάβην ψυχικήν, τήν ὁποίαν, λέγει, πρέπει πρῶτον νά τήν φανερώνῃ εἰς τούς ἔχοντας δύναμιν νά τήν διορθώσουν, καί ἄν δέν τήν διορθώσουν, τότε νά χωρίζεται, ὄχι πλέον ὡσάν από αδελφούς, αλλά ὡσάν από ξένους» καί τά ἐπίλοιπα ἐνδιαφέροντα καί ψυχωφελῆ20».
Εἶναι φανερό καί ἐδῶ, ὅτι ἄν εἶναι ὁ Γέροντας-Πνευματικός αἱρετικός (ἤ ἄν εἶναι φιλο-αιρετικός καί αναλόγως τοῦ βαθμοῦ πού τείνει πρός τήν αἵρεση), ὄχι μόνον ὑπακοή δέν ὀφείλεται σ’ αὐτόν, αλλ’ ἐπιβάλλεται καί απομάκρυνση.
6. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συνιστᾷ ἀνυπακοή στούς
κακοδόξους ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ἀπό τήν Ἐκκλησίας μας «θεόπνευστον ὄργανον καί δογμάτων πέλαγος ἀνεξάντλητον»21, ἑρμηνεύοντας τήν ἀποστολική ἐντολή περί ὑπακοῆς καί εὐπειθείας πρός τούς Προεστῶτες, τούς Ἡγουμένους, «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καί ὑπείκετε» (Ἑβρ. 13, 17) διευκρινίζει : «Ἀλλ’ ἴσως θά μᾶς εἰπῆ κάποιος, ὅτι ὑπάρχει καί τρίτο κακό [ἐκτός ἀπό τήν ἀναρχία καί τήν ἀπειθαρχία], ὅταν ὁ ἄρχοντας [τῆς Ἐκκλησίας] εἶναι κακός. Τό γνωρίζω καί ἐγώ, καί δέν εἶναι μικρό τό κακό τοῦτο, ἀλλά καί πολύ χειρότερο ἀπό τήν ἀναρχία: διότι εἶναι καλύτερο νά μή καθοδηγεῖσαι ἀπό κανένα, παρά νά καθοδηγεῖσαι ἀπό κάποιον κακόν. Διότι ὁ μέν πολλές φορές σώθηκε, καί πολλές φορές ἐκινδύνευσε, ἀλλά αὐτός ὁπωσδήποτε θά κινδυνεύσει, ὁδηγούμενος πρός βάραθρα. Πῶς λοιπόν λέγει “Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καί ὑπείκετε;” Ἀφοῦ πιό πάνω εἶπε “τῶν ὁποίων βλέποντες τήν ἔκβαση τῆς ζωῆς, μιμεῖσθε τήν πίστη τους” τότε εἶπε “Πειθαρχεῖτε
στούς ἡγουμένους σας καί ὑπακούετε”. Τί γίνεται λοιπόν, λέγει, ὅταν εἶναι πονηρός καί δέν πειθαρχοῦμε; Πονηρός, πῶς τό ἐννοεῖς; Ἄν ἐξ αἰτίας τῆς πίστεως, ἀπόφευγε καί παράτησέ τον, ὄχι μόνον ἄν εἶναι ἄνθρωπος, ἀλλά κι ἄν εἶναι ἄγγελος πού κατέρχεται ἐξ οὐρανοῦ
[Γαλ. 1, 8] Ἄν ἐξ αἰτίας τῆς ζωῆς του, μή ἀσχολεῖσαι [...] Ἀλλά μή προσέχετε στή ζωή, ἀλλά στά λόγια τους· διότι ἐξ αἰτίας τῶν ἠθῶν δέν θά ἠμποροῦσε κανείς ποτέ νά βλαβτεῖ. Γιατί; Διότι εἶναι φανερά σέ ὅλους, καί ὁ ἴδιος, ἀκόμη κι ἄν εἶναι πονηρός μύριες φορές, ποτέ δέν θά διδάξει πονηρά. Ἀλλά ὅταν εἶναι στήν πίστη [πονηρός] οὔτε εἶναι φανερό σέ ὅλους, κι ὁ πονηρός δέν θά σταματήσει νά διδάσκει.Διότι καί τό “Μή κρίνετε, ἵνα μή κριθῆτε” εἶναι γιά τόν βίο καί ὄχι γιά τήν πίστη»22.
7. Ἡ «Κλῖμαξ» διευκρινίζει ὅτι ὁ ταπεινός Μοναχός ἀντιλέγει στούς Προεστῶτες, ἐάν πρόκειται περί Πίστεως
Στό ἔργο «Κλῖμαξ» τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, τό ὕψιστο αὐτό πνευματικό σύγγραμμα τό ὁποῖον χαρακτηρίζεται ὡς «ἀριστούργημα τοῦ ἀνατολικοῦ ἀσκητισμοῦ», καί στῆς ὁποίας «τήν ἀρετολογία κατέχει θεμελιώδη θέσι ἡ ὑπακοή»23, διευκρινίζεται ὅτι μᾶς ἐπιτρέπονται καί ἐξαιρέσεις. Λέγει χαρακτηριστικῶς ὁ Ὅσιος Ἰωάννης περί τῆς ἀρετῆς τῆς ταπεινώσεως: «Δέν συναντᾶς σέ ὅποιον συνδέεται μέ αὐτήν μῖσος οὔτε κάποια μορφή ἀντιλογίας οὔτε καμμία ὀσμή ἀπειθαρχίας, ἐκτός ἄν τυχόν πρόκειται γιά θέματα Πίστεως»24.
8. Τό ἔμπρακτο ὑπόδειγμα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦΔεκαπολίτου
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Δεκαπολίτης, ἑορταζόμενος στίς 20 Νοεμβρίου, ὁ ὁποῖος διέλαμψε τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ 8ου αἰ. στή Δεκάπολη τῆς Ἰσαυρίας, διακρίθηκε ὡς ἔφηβος καί ἀργότερα ὡς νέος Μοναχός γιά τήν ἐλεημοσύνη, τό ἀνεπιτήδευτον, τήν ὑπακοή, τήν ταπείνωση καί πραότητά του. Ὁ Βίος τοῦ Ἁγίου μᾶς διηγεῖται, ὅτι ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου, χωρίς νά τόν ἀποτρέψει ἀπό τή μοναχική ὁδό, τόν ἔπεισε ὡστόσο νά ἐνταχθεῖ σέ ἄλλο Μοναστήρι, στό ὁποῖο εὑρισκόταν καί ὁ ἄλλος ἀδελφός του γιά νά ἀγωνίζονται ἐκεῖ μαζί, ὥστε νά ἔχει ὁ ἕνας τόν ἄλλο παραμυθία καί βοήθεια. Ἡ συνέχεια τοῦ Βίου μᾶς διηγεῖται, πῶς ἀντιμετώπισε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος τό γεγονός ὅτι ὁ Ἡγούμενος τοῦ Μοναστηρίου ἐκείνου ἀποδείχθηκε αἱρετικός: «Διά νά κάμῃ λοιπόν τό θέλημα τῆς μητρός του ὁ Γρηγόριος ἐπῆγεν εἰς ἐκεῖνο τό Μοναστήριον, τοῦ ὁποίου ὁ Καθηγούμενος ἦτο αἱρετικός ὁ ἄθλιος καί ὁπόταν τό ἠννόησεν ὁ
Ἅγιος, δέν τό ὑπέμεινεν, ὡς ζηλωτής τῆς εὐσεβείας θερμότατος, ἀλλά τόν ἤλεγξε παρρησίᾳ ἔμπροσθεν ὅλης τῆς ἀδελφότητος, ἐκεῖνος δέ θυμωθείς ἔδειρε δυνατά τόν Ἅγιον, ὁ ὁποῖος ἔφυγε καθώς ἦτο μέ τάς πληγάς καί ἐπῆγεν αἱματωμένος εἰς ἕτερον Μοναστήριον,
εἰς τό ὁποῖον ἦτο συγγενής τῆς μητρός του Ἡγούμενος, Συμεών ὀνομαζόμενος, ὅστις ἦτο καί Ἀρχιμανδρίτης εἰς ὅλα τά Μοναστήρια τῆς Δεκαπόλεως»25.
9. Ἡ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου
Ὁ θαυμαστός Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, περί τοῦ ὁποίου δέν μποροῦμε ἐδῶ νά εἰποῦμε ὅσα θά ἔπρεπε, μᾶς κατέλιπε θαυμάσιες διδαχές καί ἔνθεες ἐμπειρίες τοῦ θείου του ἔρωτος, ἀλλά καί διδασκαλία ἐλεγκτική γιά τήν κατάσταση τοῦ κλήρου τῆς ἐποχῆς του. Θεωρεῖται, ὅτι ὁ Ἅγιος Συμεών ἔκανε μιάν σημαντική πνευματική ἐπανάσταση. Γράφει χαρακτηριστικῶς ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης «… ἦλθε ἐποχή κατά τήν ὁποία ἐχειροτονοῦντο ὡς κληρικοί ἄνθρωποι, πού στήν ἀρχαία Ἐκκλησία θά ἐθεωροῦντο ὡς λαϊκοί [...] Δέν εἶχαν δηλαδή τίς πνευματικές προϋποθέσεις τῆς ἱερωσύνης. Ἐναντίον αὐτῆς τῆς ἀνωμάλου καταστάσεως ἐπανεστάτησε ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος μέ τόσο μεγάλη ἐπιτυχία, ὥστε ἡ Ἐκκλησία τόν ὠνόμασε Νέο Θεολόγο. Ἀπό τήν ἐποχή του μέχρι τήν ἐποχή τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἔγινε μία μεγάλη διαμάχη μέσα στήν Ἐκκλησία, ὅσον ἀφορᾶ στά προσόντα ἐκλογῆς τῶν ἐπισκόπων. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς Ἡσυχαστικῆς ἔριδος,ὅπως ὀνομάσθηκε, κατά τήν ὁποία ἐπεκράτησε τελικά ἡ γραμμή τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, καθιερώθηκε οἱ ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας νά λαμβάνωνται ἀπό τούς μοναχούς τῆς Ἡσυχαστικῆς παραδόσεως, τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως»26.
Ὁ Ἅγιος Συμεών λοιπόν, τέτοιου πνευματικοῦ μεγέθους Ἅγιος, ὥστε νά κατέχει τρίτος τήν προσωνυμία τοῦ Θεολόγου, καί μέ τόσο σημαντική συμβολή στήν ἀσκητική διδασκαλία, κατέλιπε καί μία σημαντική γιά τήν περίπτωσή μας διδαχή, χαρακτηριστική γιά τό θέμα μας: «Μέ προσευχές καί δάκρυα ἱκέτευσε τόν Θεόν νά σοῦ στείλει ὁδηγό ἀπαθῆ καί ἅγιο. Ἐρεύνα δέ καί ὁ ἴδιος τίς θεῖες Γραφές καί κυρίως τίς πρακτικές συγγραφές τῶν Ἁγίων Πατέρων· ὥστε σέ αὐτές ἀντιπαραθέτοντας τά διδάγματα καί ἔργα τοῦ διδασκάλου καί Προεστῶτος σου νά μπορεῖς νά τά βλέπεις καί νά τά κατανοεῖς. Καί ὅσα μέν συμφωνοῦν πρός τίς Γραφές, νά τά ἐγκολπώνεσαι καί νά τά κατακρατεῖς στή διάνοια, τά δέ νόθα καί ἀλλότρια νά τά διακρίνεις καί ἀποδιώκεις, γιά νά μή πλανηθεῖς. Διότι, γνώριζε, ὅτι πολλοί πλάνοι καί ψευδοδιδάσκαλοι ἔχουν γίνει αὐτές τίς ἡμέρες»27. Μιά ἀκόμη παρόμοια διδασκαλία διέσωσε στό Βίο (τή βιογραφία) τοῦ Ἁγίου Συμεών ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ Στηθᾶτος, μαθητής του· ὀλίγον πρό τοῦ θανάτου του ὁ Ἅγιος Συμεών παρότρυνε τούς μαθητές του νά ὑπακούουν ἐπακριβῶς στόν διάδοχο Ἡγούμενό τους, τόν Ἀρσένιο, ἀλλά μέ κάποια ἐνδεχόμενη ἐξαίρεση: «Νά μή δυσαρεστῆσθε μέ τά ὑπ’ αὐτοῦ λεγόμενα καί πραττόμενα, ἀλλ’ ἀκόμη κι ἄν εἶναι ἀντίθετα πρός τίς γνῶμες τῶν Πατέρων, νά ὑποκλίνετε σ’ αὐτόν τίς κεφαλές σας ἐπί τοῦ παρόντος. Ἔπειτα, ὅσοι τυχόν ἀπό σᾶς ὑπερτεροῦν τῶν λοιπῶν σέ χρόνια καί βίο καί λόγο, ἄς τοῦ γνωστοποιήσουν ἰδιαιτέρως τόν λόγο τοῦ κωλύματος πρός ἐφαρμογή των, ὅπως διετύπωσε στούς «Ὅρους» ὁ Μέγας Βασίλειος27α. Χάριν τοῦ
Κυρίου ὑπομείνατέ τον σέ ὧρες ἐρεθισμοῦ καί πικρίας, χωρίς ν’ ἀντιλέγετε ἤ ἀνθίστασθε σ’ αὐτόν· διότι ὁ ἀντιλέγων ἤ ἀνθιστάμενος σ’ αὐτόν ἀνθίσταται στήν ἐξουσία τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέγει ὁ Παῦλος (Ρωμ. 13, 2). Πραγματικά, σέ θέματα πού δέν σημειώνεται παράβασις ἐντολῆς Θεοῦ ἤ ἀποστολικῶν Κανόνων καί διατάξεων, ὀφείλετε νά ὑπακούετε καθ΄ὅλα καί νά πείθεσθε σ’ αὐτόν ὡσάν στόν Κύριον. Σέ ὅσα δέ κινδυνεύουν τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καί οἱ νόμοι τῆς Ἐκκλησίας του, ὄχι μόνο σ’ αὐτόν δέν πρέπει νά πείθεσθε ὅταν παραινῇ καί σᾶς διατάσσῃ, ἀλλ΄οὔτε σέ ἄγγελο πού μόλις ἦλθε ἀπό τόν οὐρανό καί εὐαγγελίζεται σέ σᾶς διαφορετικά ἀπ’ ὅτι εὐαγγελίσθηκαν οἱ αὐτόπτες τοῦ Λόγου»28.
10. Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ ὑπέρ τῆς προσεκτικῆς ὑπακοῆς
Ὁ ἐπιφανής αὐτός Ἅγιος και θεολόγος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τοῦ 19ου αἰ., στόν ὁποῖον ἤδη προαναφερθήκαμε, ἀφιερώνει ἕνα ὁλόκληρο κεφάλαιο τοῦ πολυτίμου βιβλίου του «Προσφορά στόν Σύγχρονο Μοναχισμό», στό θέμα τῆς «Ὑπακοῆς σέ Γέροντα». Μεταξύ τῶν πολλῶν ἀναφορῶν σέ Πατέρες, τίς ὁποῖες παραθέτει γιά τό θέμα τῆς ἀδιακρίτου ὑπακοῆς σέ μή κεκαθαρμένους Πνευματικούς, κάνει σημαντικές διευκρινίσεις καί παρεμβάσεις: «Ἡ ὑπακοή κάνει τόν ὑποτακτικό ὅμοιο μέ ἐκεῖνον στόν ὁποῖον ὑπακούει. Ἡ Ἁγία Γραφή λέγει: “Καί ἐγκισσήσωσι τά πρόβατα εἰς τάς ράβδους”(Γέν. 30, 39). [...] Θά εἰποῦν: Ἡ πίστη τοῦ
ὑποτακτικοῦ μπορεῖ νά ἀναπληρώσει τήν ἀνεπάρκεια τοῦ γέροντα; Λάθος! Ἡ πίστη στήν ἀλήθεια σώζει. Ἡ πίστη στό ψεῦδος καί στήν διαβολική ἀπάτη βλάπτει! Αὐτό μᾶς τό λέει ὁ Ἀπόστολος. Λέγει γιά αὐτούς πού θεληματικά χάνονται. “Τήν ἀγάπην τῆς ἀληθείας οὐκ
ἐδέξαντο εἰς τό σωθῆναι αὐτούς· καί διά τοῦτο πέμψει αὐτοῖς ὁ Θεός (θά ἐπιτρέψει ὁ Θεός νά ὑποστοῦν) ἐνέργειαν πλάνης εἰς τό πιστεῦσαι αὐτούς τῷ ψεύδει, ἵνα κριθῶσι πάντες οἱ μή πιστεύσαντες τῇ ἀληθείᾳ, ἀλλ’ εὐδοκήσαντες ἐν τῇ ἀδικίᾳ”(Β΄ Θεσ. 2, 10-12) [...]
Βλέπομε στούς καιρούς μας μιά γενική κατάπτωση τῆς Χριστιανοσύνης [...] Καί εἶναι μεγάλη εὐλογία γιά μᾶς, καί μεγάλη εὐτυχία, ὅτι μᾶς ἐδόθη ἡ δυνατότητα νά τρεφόμαστε μέ τά ψιχία πού πέφτουν ἀπό τήν Πνευματική τράπεζα τῶν Πατέρων. Αὐτά τά ψιχία δέν ἀποτελοῦν αὐτά καθ’ ἑαυτά τήν πιό ἱκανοποιητική τροφή. Ἀλλά μποροῦν, ἄν καί ὄχι χωρίς τήν αἴσθηση στέρησης καί πείνας, νά μᾶς γλυτώσουν ἀπό τόν πνευματικό θάνατο»29.
Αὐτά τά «ψιχία» τῶν πατερικῶν διδαχῶν, σάν αὐτές πού παρατέθηκαν, ἄς κρατήσουμε καί ἐμεῖς καλά, γιά νά σωθοῦμε ἀπό τό θεολογικό χάος καί τόν σχετικισμό καί τή συγκατάβαση στήν αἵρεση, μέ ἀταλάντευτη ἀνυπακοή σέ φιλο-αιρετικές ψευδο- υπακοές.
Εἶναι φοβερός ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου περί τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου: «Ἀλλίμονο σέ ὅσους μολύνουν τήν ἁγία Πίστη μέ αἱρέσεις ἤ συγκαταβαίνουν στούς αἱρετικούς»30. Εἴτε αὐτοί εἶναι λαΐκοί, εἴτε, πολύ περισσότερο, κληρικοί.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Πηδάλιον, ἐκδ. Βασ. Ρηγοπούλου,
Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 488.
2. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ὅροι κατ’ ἐπιτομήν 229, PG 31, 1236Α.
3. ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Πνευματικά Γυμνάσματα,
Ἐξέτασις Γ΄ 4, ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 19917, σελ. 320 (καί
ὑποσημ.). Τό παράθεμα τοῦ Μ. Βασιλείου εἶναι σέ μεταγλώττιση.
4. ΠΡΩΤΟΠΡ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ,
Πατερική Θεολογία, ἐπιμελείᾳ Μον. Δαμασκηνοῦ Ἁγιορείτου, ἐκδ.
Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 176ἑ.
5. Αὐτόθι, σελ. 170ἑ.
6. Αὐτόθι, σελ. 203.
7. ΑΓΙΟΥ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΜΠΡΙΑΝΤΣΙΑΝΙΝΩΦ, Προσφορά στόν σύγχρονο
μοναχισμό, τόμ. Γ΄, ἐκδ. Ἱερᾶς Μητροπόλεως Νικοπόλεως, Πρέβεζα
1995, σελ. 203.
8. ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Κλῖμαξ, Λόγος Δ’, Περί ὑπακοῆς
58, ἐκδ. Ἱ.Μ. τοῦ Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς, 19946, σελ. 95.
9. ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Κατά Εὐνομίου Λόγος 12, PG 45, 912
(μεταγλώτ.)
10. ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Εἰς τόν Ποιμένα 97, ἐκδ. Ἱ.Μ. τοῦ
Παρακλήτου, ἐκδ. Ἱ.Μ. τοῦ Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς, 19946,
σελ. 402 (PG 88, 1201Α).
11. ΑΓΙΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Κατήχησις Φωτιζομένων 15, 18
PG 33, 896Α.
12. Ἰεζ. 34, 8-10 (μεταγλώττιση).
13. Ἀποκ. 2, 12-23
14. Ἀποκ. 2, 6
15. ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Διάλεξις πρό Πύρρον, PG 91,
333C.D (μεταγλώττιση).
16. ΒΛ.ΙΩ. ΦΕΙΔΑ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τόμ. Α΄, Ἀθῆναι 19942,
σελ. 747.
17. ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Κλῖμαξ, Λόγος Ε’, Περί μετανοίας
29, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 133, PG 88, .
18. ΑΓΙΟΥ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΜΠΡΙΑΝΤΣΙΑΝΙΝΩΦ, ἔνθ’ ἀνωτ., τόμ. Α΄, ἐκδ.
Ἱερᾶς Μητροπόλεως Νικοπόλεως, Πρέβεζα 1993, σελ. 136ἑ.
19. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Κακή ὑπακοή καί ἁγία ἀνυπακοή,
Φίλη Ὀρθοδοξία 11, ἐκδ. «Βρυέννιος», Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 21.23.
20. ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Πηδάλιον, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 341,
ὑποσημείωση (1).
21. Μέγας Ἑσπερινός 13ης Νοεμβρίου, α’ Κεκραγάριον.
22. ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Ὁμιλία εἰς τήν πρός Ἑβραίους
34, 1. PG 63, 231.
23. Εἰσαγωγή εἰς τήν ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Κλῖμαξ, ἔνθ’
ἀνωτ., σελ. 5.
24. ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ, Λόγος ΚΕ,’ Περί ταπεινοφροσύνης 9, σελ. 268.
25. ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΛΑΓΓΗ, ΕΠ. ΟΙΝΟΗΣ, Ὁ Μέγας Συναξαριστής τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμ. ΙΑ΄, Ἀθῆναι 19915, σελ. 547ἑ.
26. ΠΡΩΤΟΠΡ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 104ἑ.
27. ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κεφάλαια Πρακτικά καί
Θεολογικά 32, ὑπό Π. Χρήστου ἐν Ε.Π.Ε. Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν
καί Ἀσκητικῶν 3, Πατερικαί Ἐκδόσεις Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς,
Θεσσαλονίκη, σελ. 242 (μεταγλώττιση).
27α. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ὅροι κατά πλάτος 27, PG 31, 988Α.Β.
28. ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος τοῦ Συμεών 66, ὑπό Π. Χρήστου
ἐν Ε.Π.Ε. Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καί Ἀσκητικῶν 19, Πατερικαί
Ἐκδόσεις Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Θεσσαλονίκη, σελ. 146.147.
29. ΑΓΙΟΥ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΜΠΡΙΑΝΤΣΙΑΝΙΝΩΦ, ἔνθ’ ἀνωτ., τόμ. Α΄, σελ.
141.143.146ἑ.
30. ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ, Λόγος εἰς τήν δευτέραν παρουσίαν
τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐν ὉσίουἘφραίμ τοῦ Σύρου Ἔργα, τόμ.
Δ΄, ἐκδ. «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 26.
 Γενικῶς γιά τό θέμα τῆς ὑπακοῆς καί ἀνυπακοῆς σέ θέματα
Πίστεως, βλ. τό πολύ κατατοπιστικόν α΄μέρος τοῦ βιβλίου τοῦ
Καθηγητοῦ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Κακή ὑπακοή καί ἁγία
ἀνυπακοή, Φίλη Ὀρθοδοξία 11, ἐκδ. «Βρυέννιος», Θεσσαλονίκη 2006