Πέμπτη 4 Απριλίου 2019

Επιστολή Μητροπολίτη Ναυπάκτου προς την ΔΙΣ για το Ουκρανικό

Ἕκτον. Αὐτό τό θέμα, πού ἀφορᾶ τήν χορήγηση τῆς Αὐτοκεφαλίας στήν Οὐκρανία, δέν μπορεῖ νά τεθῆ σέ ψηφοφορία στήν Ἱεραρχία, διότι σέ μιά τέτοια περίπτωση θά εἰσέλθουμε σέ ὑπόθεση ἄλλης Ἐκκλησίας, καί μάλιστα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πα­τριαρχείου, ὅταν μάλιστα Αὐτό διατηρεῖ καί «τό ἀνώτατον κανονικόν δικαίωμα» στίς Ἐπαρχίες «τοῦ Ἁγιωτάτου Ἀποστολικοῦ καί Πατριαρχικοῦ Θρόνου» ἐν Ἑλλάδι, στίς λεγόμενες Νέες Χῶρες.







Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου  
4 Ἀπριλίου 2019
ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΥΠΟΥ
Ναυπάκτου Ἱερόθεος γιά τό Οὐκρανικό
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης  Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος ἀπέστειλε στήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο ἔγγραφο μέ τό ὁποῖο διατυπώνει τίς ἀπόψεις του γιά τό πῶς νομίζει ὅτι πρέπει ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νά ἀποφασίση γιά τό θέμα τῆς Αὐτοκεφαλίας πού ἔδωσε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στήν Οὐκρανία.
Στό ἔγγραφο αὐτό δίνει ἕνα σύντομο ἱστορικό τῶν Αὐτοκεφαλιῶν καί Πατριαρχικῶν ἀξιῶν, παρουσιάζει τό πῶς χορηγήθηκαν στίς Ἐκκλησίες οἱ Πατριαρχικοί καί Συνοδικοί Τόμοι, ἀναφέρεται σέ συζήτηση πού ἔγινε γιά τόν τρόπο ἀνακήρυξης μιᾶς Ἐκκλησίας ὡς αὐτοκέφαλης καί τέλος προσδιορίζει πῶς, κατά τήν γνώμη του, θά ἔπρεπε νά ἀντιμετωπίση ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τό θέμα αὐτό. 
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ

Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ
Πρός
Τήν Ἱεράν Σύνοδον
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἰωάννου Γενναδίου 14
Ἀθῆναι
Μακαριώτατε Πρόεδρε, Σεβασμιώτατοι Συνοδικοί,
Γνωρίζω ὅτι αὐτόν τόν καιρό συζητεῖται ἀπό δύο Συνοδικές Ἐπιτροπές, ἤτοι τήν Συνοδική Ἐπιτροπή ἐπί τῶν Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικῶν Σχέσεων καί τήν Συνοδική Ἐπιτροπή ἐπί τῶν Δογματικῶν καί Νομοκανονικῶν Ζητημάτων τό θέμα τῆς Αὐτοκεφαλίας πού δόθηκε ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στήν Οὐκρανία, προκειμένου νά καταρτισθῆ ἡ εἰσήγηση στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, γιά νά ἀποφασίση σχετικῶς ὡς τό ἁρμόδιο ἐκκλησιαστικό ὄργανο.
Ἐπειδή δέν ἔχω τήν τιμή νά εἶμαι τακτικό ἤ ἀναπληρωματικό μέλος στίς δύο αὐτές σημαντικές Συνοδικές Ἐπιτροπές, οὔτε εἶμαι αὐτήν τήν περίοδο μέλος τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, ὅμως ὡς μέλος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, εὐσεβάστως καταθέτω καί τήν δική μου ἄποψη, πού ἀφορᾶ τό ἐκκλησιολογικό θέμα στήν Οὐκρανία, γιά περαιτέρω ἐπεξεργασία.
Τό θέμα τῆς Αὐτοκεφαλίας μιᾶς Ἐκκλησίας καί τῆς Πατριαρχικῆς ἀξίας ἔχει μιά ἱστορία διά μέσου τῶν αἰώνων, καί φυσικά μέσα σέ αὐτό τό ἱστορικό καθορίζεται ὁ τρόπος πού δίνεται τό Αὐτοκέφαλο καί ἡ Πα­τριαρ­χική ἀξία καί τιμή σέ μιά Ἐκκλησία. Τό θέμα εἶναι πολυεπίπεδο καί πολύπλευρο, ὅμως θά σημειώσω μερικά βασικά σημεῖα, χωρίς νά εἰσδύσω σέ λεπτο­μέρειες.
1. Σύντομο ἱστορικό τῶν Αὐτοκεφαλιῶν καί τῶν Πατριαρχικῶν ἀξιῶν
Ἡ Πενταρχία στήν Ἐκκλησία καθορίσθηκε ἀπό Οἰκου­μενικές Συνό­δους (Β΄, Δ΄, Πενθέκτη), καί μέ τά πρεσβεῖα στά Δίπτυχα, ἤτοι Πα­λαιά Ρώμη, Νέα Ρώμη, Ἀλεξάνδρεια, Ἀντιόχεια, Ἱεροσόλυ­μα. Ἡ αὐτοκεφαλία στήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου δόθηκε ἀπό τήν Γ΄ Οἰ­κου­μενική Σύνοδο.
Ἡ Πατριαρχική τιμή καί ἀξία στήν Ἐκκλησία τῆς Μόσχας δόθηκε ἀπό τήν Πρωτόθρονη Ἐκκλησία (τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο) τό 1589 καί ἀναγνωρίσθηκε ἀπό τούς ἄλλους τρεῖς Πατριάρχες τό 1590 καί 1593.
Σέ ὅλα τά νεώτερα Πατριαρχεῖα, τόσο οἱ Αὐτοκεφαλίες τους ὅσο καί οἱ Πατριαρχικές ἀξίες καί τιμές, χορηγήθηκαν ἀπό τήν Πρωτόθρονη Ἐκκλησία Νέας Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως, ὕστερα ἀπό αἴτησή τους σέ αὐτήν καί τελοῦν σέ ἀναφορά (ad referendum) πρός τήν Οἰκουμενική Σύνοδο, δηλαδή δέν ἔχει ἀκόμη τελειοποιηθῆ ἡ Πατριαρχική ἀξία.
Ἡ αὐτοκεφαλία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δόθηκε ἀπό τήν Πρω­τόθρονη Ἐκκλησία (Νέας Ρώμης καί Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο), καί ὑπε­γράφη, ἐκτός ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πα­τριάρ­χη («ἀποφαίνεται»), καί ἀπό πέντε πρώην Πατριάρχες Κωνσταντι­νουπόλεως («συναποφαίνεται»), τόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων («συναποφαίνεται») καί ἄλλους Ἀρχιερεῖς τοῦ Πατριαρχικοῦ θρόνου χωρίς τό «συναποφαίνεται».
Ἑπομένως, ὑφίσταται τό κανονικό δίκαιο, ὅπως φαίνεται στούς κανόνας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, μέ τό ὁποῖο ἀναγνωρίζεται ἡ Πενταρχία τῶν Θρόνων καί συγχρόνως ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Νέας Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως ἔχει ἴσα πρεσβεῖα τιμῆς μέ τόν θρόνο τῆς Παλαιᾶς Ρώμης, καί μετά τήν ἔκπτωση τῆς τελευταίας, ἡ Νέα Ρώμη ἔγινε Πρωτόθρονη Ἐκκλησία μέ ἰδιαίτερες προνομίες καί ἁρμοδιότητες.
Ἐπίσης, ὑφίσταται καί τό ἐθιμικό δίκαιο (Ἀναστάσιος Βαβοῦσκος), ὅπως καθιερώθηκε ἀπό τόν 16ο  αἰώνα καί ἐντεῦθεν, καί ἀφορᾶ τά νεώτερα Πατριαρχεῖα καί τίς νεώτερες Αὐτοκεφαλίες, πού χορηγήθηκαν λόγῳ τῆς δημιουργίας νέων Κρατῶν, ἑπομένως γιά ἐθνικιστικούς λόγους.
2. Οἱ Πατριαρχικοί καί Συνοδικοί Τόμοι γιά τήν χορηγία Αὐτοκεφαλίας καί Πατριαρχικῆς ἀξίας
Εἶναι γνωστόν ὅτι ὅλα τά νεώτερα Πατριαρχεῖα κατά τόν 19ο καί 20ό αἰώνα ἀπέκτησαν τίς Αὐτοκεφαλίες τους καί τίς Πατριαρχικές ἀξίες τους ἀπό τήν Πρωτόθρονη Ἐκκλησία Νέας Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως (Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο), ὕστερα ἀπό αἴτησή τους, ἤ αἴτηση τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας τους. Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ Ἐκκλησίες αὐτές ἀνεγνώρισαν ἐν τοῖς πράγμασι τήν ἁρμοδιότητα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νά χορηγῆ-ἀνακηρύσση Αὐτοκεφαλίες καί Πατριαρχικές ἀξίες.
Πρόκειται γιά τά Πατριαρχεῖα Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλ­γα­ρίας, Γεωργίας, καί τίς Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες Ἑλλάδος, Πολωνίας, Ἀλβανίας, Τσεχίας καί Σλοβακίας. Ἐπίσης, τό ἴδιο συνέβη καί γιά τίς Αὐτόνομες Ἐκκλησίες Φιλανδίας καί Ἐσθονίας.
Ὅταν διαβάζη κανείς τούς Πατριαρχικούς καί Συνοδικούς Τόμους πού ἐξεδόθηκαν ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο γιά τίς Αὐτοκεφαλίες καί Πατριαρχικές ἀξίες, ἐξάγει δύο συμπεράσματα:
Πρῶτον. Οἱ Αὐτοκεφαλίες χορηγοῦνται μέ ἀπόφαση («ἀπεφη­νά­μεθα») τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί τῆς περί Αὐτόν Συνόδου, μόνον δέ στήν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας χορηγήθηκε ἡ εὐλογία, ἀναγνώριση καί κύρωση «πρός τήν αὐτοκεφαλίαν καί ἀνεξαρτησίαν καί ὀργάνωσιν αὐτῆς, ἐπ’ ἀνα­φορᾷ μέντοι γε πρός τήν μέλλουσαν Ἁγίαν Οἰκουμενικήν Σύνο­δον, τήν ἀείποτε διασφαλίζουσαν καί ἀλώβητον διατηροῦ­σαν τήν ἐν τῇ πίστει καί τῇ ἐκκλησιαστικῇ κανονικῇ τάξει ἑνότητα τῆς Ἁγίας ἡμῶν Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Στίς Αὐτοκε­φαλίες τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν δέν γίνεται μνεία τῆς ἀναφορᾶς γιά τήν ἀναγνώριση ἀπό τήν μέλλουσα Οἰκουμενική Σύνοδο.
Δεύτερον. Ἡ ἀπόφαση γιά τήν χορηγία τῆς Πατριαρχικῆς ἀξίας σέ μιά Ἐκκλησία γίνεται ἀπό τήν Πρωτόθρονη Ἐκκλησία τῆς Νέας Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως (Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο), ὕστερα ἀπό αἴτησή τους, ἑνίοτε καί τῆς πολιτικῆς ἐξου­σίας τους, καί παραπέμπεται γιά τήν κατ’ ἀκρίβειαν «τελεί­ω­ση»-ὁλοκλήρωση τῆς Πατριαρχικῆς ἀξίας στήν Οἰκουμενική Σύνο­δο» πού θά συγκληθῆ στό μέλλον.
Θά παραθέσω ἕνα χαρακτηριστικό ἀπόσπασμα ἀπό τήν Ἐπιστολή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας μέ τήν ὁποία ἀνακοινώνεται ἡ ἀπόφασή του γιά τήν ἀνύψωσή της σέ Πατριαρχεῖο.
«Ἄσμενοι προσφωνοῦμεν τήν Ὑμετέραν Μακαριότητα διά τοῦ νέου Αὐτῆς σεπτοῦ Πατριαρχικοῦ τίτλου, προφρόνως ἄρτι δι’ ἀποφάσεως ὁμοθύμου τῆς περί ἡμᾶς Ἁγίας καί Ἱ. Συνόδου ἀναγνωρισθέντος. Ἡ καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ὡς μήτηρ φιλόστοργος, τήν ἔφεσιν καί τήν ἀπόφασιν κρίνασα καί ἐννοήσασα τῆς πεφιλημένης καί τετιμημένης αὐτῆς θυγατρός τε καί ἀδελφῆς ἐν Χριστῷ Ἁγίας Ρουμαν. Ἐκκλησίας, οὐχ εὗρεν ἀνυπέρβλητον κώλυμα τῷ καλῷ τῆς οἰκονομίας χρήσασθαι τρόπῳ καί προφρόνως καί ἀπό τοῦδε τήν ἑαυτῆς δοῦναι ἀδελφικήν συγκατάθεσιν καί ἀναγνώρισιν εἰς τά ἀπό κοινῆς ἀποφάσεως Ἐκκλησίας τε καί Πολιτείας ἐν τῇ ἀδελφῇ Ἐκκλησίᾳ γενόμενα, ἐν πεποιθήσει καί ἐπί τῇ προσδοκίᾳ βεβαίως ὅτι καί ὑπό ὅλης τῆς Ἁγίας Ὀρθοδ. Ἐκκλησίας, ἐν Οἰκουμενικῇ ἤ καί μεγάλῃ ἄλλη Συνόδῳ ἐν πρώτῃ εὐκαιρίᾳ συνερχομένης καί τελειωτικῶς περί τῶν τοιούτων κατά τήν κανονικήν ἀκρίβειαν ἀποφασιζούσης, οὐκ ἄλλως τά ἀπό χρηστῆς προθέσεως ὑπέρ τῆς ὠφελείας καί τῆς δόξης τῆς Ἐκκλησίας προτελεσθέντα κριθήσονται. Ἔχομεν δέ βεβαίαν ὡσαύτως τήν πεποίθησιν, ὅτι ἐν τῇ ἀπόψει ἡμῶν ταύτη, καί ἄλλα ἐχούσῃ ἤδη τά πραγματικά παραδείγματα, ὁμογνώμονας καί συμψήφους ἔξομεν καί τούς λοιπούς Ἁγιωτάτους καί Σεβασμιωτάτους Πατριάρχας καί Προέδρους πασῶν τῶν Ἁγίων ἀδελφῶν ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καί κοινή καί ἀπό τοῦδε ἔσται πάντων ἡ συναίνεσις περί τῆς εἰς τήν Πατριαρ­χικήν ἀξίαν ἀνυψώσεως τῆς ἀδελφῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας, ὡς τιμῆς καί ἐπιβραβεύσεως λόγῳ τε τῆς εὐλογίᾳ Θεοῦ ἐπελθούσης ἄρτι διά τῆς πολιτικῆς τοῦ ὅλου εὐσεβοῦς Ρουμανικοῦ Ἔθνους συνενώσεως μεγαλύνσεως τῶν κατ’ αὐτήν εὐκαίρου καί δεδικαιολογημένης, λόγῳ τε τῆς ἐλπιζομένης μείζονος ἐν τῇ πίστει καί τῇ εὐσεβείᾳ προκοπῆς καί ἐπανθήσεως τῶν κατ’ αὐτήν προσφόρου καί λυσιτελοῦς» (Ἀναστασίου Βα­βούσκου καί Γρηγορίου Λιάντα, Οἱ θεσμοί τοῦ αὐτοκεφάλου καί τοῦ αὐτο­νόμου καθεστῶτος στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, σελ. 149-150).
Στό κείμενο αὐτό παρατηροῦμε τά ἀκόλουθα:
Ἀπεστάλη στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο κοινή ἀπόφαση Ἐκκλησίας καί Πολιτείας τῆς Ρου­μανίας γιά χορήγηση Πατριαρχικῆς ἀξίας.
Στήν συνέχεια τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀνεγνώρισε τήν Πατριαρχική ἀξία χρησιμοποιώντας τήν οἰκονομία.
Ὅμως, ἡ Πατριαρχική ἀξία κατά κανονική ἀκρίβεια θά ὁλοκληρωθῆ («τελειωτικῶς») ἀπό τήν Οἰκουμενική καί Μεγάλη Σύ­νο­δο πού πρόκειται νά συνέλθη.
Ἀκόμη, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἔχει βεβαίαν τήν πεποίθηση ὅτι θά ἔχη στό μέλλον («ἕξομεν») «ὁμογνώμους καί συμψήφους» ὅλους τούς Πατριάρχες καί Προέδρους ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καί «κοινή καί ἀπό τοῦδε ἔσται τοι­αύ­την ἡ συναίνεσις», «γιά τήν ἀνύψωση σέ πατριαρχική ἀξί­α».
Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Πατριάρχης Κωνσταν­τινουπόλεως χορήγησε κατ’ οἰκονομία τήν Πατριαρχική ἀξία στήν Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας, ἡ ὁποία θά τελειωθῆ κατά τήν κανονική ἀκρίβεια, ὅταν θά ψηφισθῆ ἀπό τίς ἄλλες Ἐκκλη­σίες σέ Οἰκουμενική Σύνοδο, καί τότε θά ἰσχύη ἀπό τήν ἡμέρα πού χορηγήθηκε ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη. Κάθε λέξη ἔχει τήν σημασία της.
Αὐτό ἐπαναλαμβάνεται καί στούς Πατριαρχικούς Τόμους πού δόθηκαν σέ ἄλλες Ἐκκλησίες. Ἀναφέρω τό παράδειγμα τῆς ἀνυψώσεως ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας σέ Πατριαρχεῖο.
Συγκεκριμένα, στήν Ἐπι­στο­λή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας, μέ τήν ὁποία ἀνακοι­νώνεται ἡ ἀνύψωσή της σέ Πατριαρχεῖο, γίνεται λόγος γιά τό ὅτι ἡ Πατριαρχική ἀξία θά καθορισθῆ «τελειωτικῶς» ἀπό Οἰκου­μενική Σύνοδο«μόνης ἐχούσης τό δικαίωμα τοῦ προάγειν τινά τῶν ἐπί μέρους ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν εἰς πατριαρ­χικήν ἀξίαν καί περιωπήν».
Τά κείμενα αὐτά εἶναι σαφέστατα καί δέν χρήζουν παρερμηνειῶν.
3. Ἡ συζήτηση γιά τόν τρόπο ἀνακηρύξεως μιᾶς Ἐκκλησίας σέ Αὐτοκέφαλη
Τόν 20ό αἰώνα στήν προσπάθεια νά ἐπιλυθῆ τό θέμα τῆς ἀνακήρυξης τῆς Αὐτοκεφαλίας καί ἐν ὄψει τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ἔγινε Πανορθόδοξη συζήτηση γιά τόν τρόπο χορηγήσεως τῆς αὐτοκεφαλίας σέ μιά Ἐκκλησία.
Ἔτσι, ἀπό τήν Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη στήν Γενεύη, τόν Νοέμβριο τοῦ 1976, συνετάγη ἕνα κείμενο μέ τίτλο: «Τό Αὐτο­κέφαλον καί ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ», στό ὁποῖο τονίζεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία πού ἐπιθυμεῖ τήν Αὐτο­κεφαλία της ὑποβάλλει αἴτηση στήν μητέρα Ἐκκλησία, ἡ ὁποία σέ περίπτωση πού παράσχει τήν συγκατάθεσή της, ὑποβάλλει πρόταση στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἀφοῦ συναι­νέσουν οἱ ἄλλες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, ἀνακηρύσσει ἐπισή­μως τό αὐτοκέφαλον στήν Ἐκκλησία μέ ἔκδοση Πατριαρ­χικοῦ Τόμου, ὁ ὁποῖος ὑπογράφεται ἀπό τόν Οἰκουμε­νικό Πα­τριάρ­χη, καί εἶναι ἐπιθυμητό νά προσυπο­γράφεται ἀπό τούς Προκαθη­μένους ὅλων τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ὁπωσδή­ποτε, ὅμως, ἀπό τόν Προκαθήμενο τῆς μητέρας Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ὑπάρχει αἴτηση τῆς Ἐκκλησίας, συγκατάθεση τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, συναίνεση ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν καί ἀνακήρυξη ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μέ Πατριαρχικό Τόμο.
Ὅμως δυστυχῶς, δέν ἐπῆλθε συμφωνία γιά τό κείμενο αὐτό καί δέν παρε­πέμφθη στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, πού συνεκλήθη τό 2016 στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης, διότι τό ὑπονόμευσε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, ἔχοντας συμπαραστάτες καί ἄλλες Ἐκκλησίες, ἐπειδή δέν ἔπρεπε κατ' αὐτούς νά ὑπογράφεται μόνον ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, ἀλλά καί ἀπό ὅλους τούς Προκαθη­μένους τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Δέν ἔγινε ἀποδεκτή ἡ διάκριση μεταξύ «ἀποφαίνεται» καί «συναποφαίνεται»!
Αὐτό εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά μή λυθῆ τό θέμα τῆς χορη­γήσεως Αὐτοκεφάλου στίς Ἐκκλησίες κατά κανονική ἀκρίβεια, ἀλλά νά παρα­μείνη ἡ οἰκονομία, ὅπως γινόταν μέχρι τώρα, ἤτοι νά χορηγῆται τό Αὐτοκέφαλο μέ τό ἐθιμικό δίκαιο ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη. Ἐπίσης, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά μή «τελειωθοῦν» κατά κανονική ἀκρίβεια καί οἱ Αὐτοκεφαλίες πού δόθηκαν σέ ἄλλες Ἐκκλησίες μόνον ἀπό τόν Οἰκου­μενικό Πατριάρχη, καίτοι τό ἤθελαν.
Χάθηκε αὐτή ἡ εὐκαιρία γιά τήν ἐπικράτηση τῆς ἑνότητας μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί γιά τήν ἀκρίβεια ὑπονομεύθηκε ἡ ἐκκλησιαστική ἑνότητα.
4. Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ θέματος τῆς Οὐκρανίας
Γιά τό θέμα τῆς Οὐκρανίας πού ἀπασχολεῖ τόν Ὀρθόδοξο Χριστιανικό κόσμο ὑπάρχουν μερικά δε­δο­μένα.
Πρῶτον. Οἱ ὀκτώ Ἐκκλησίες (Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλ­γαρίας, Γεωργίας, Ἑλλάδος, Πολωνίας, Ἀλβανίας, Τσεχίας καί Σλοβακίας) ἔχουν τήν αὐτοκεφαλία τους ἀπό τό Οἰκουμε­νικό Πατριαρχεῖο κατ’ οἰκονομίαν «τῷ καλῷ τῆς οἰκονομίας χρήσασθαι τρόπῳ».
Δεύτερον. Στούς Τόμους μέ τούς ὁποίους χορηγήθηκαν Αὐτοκεφαλίες καί Πατριαρχικές ἀξίες σέ διάφορες Ἐκκλησίες, γίνεται ἀναφορά στήν σύγκληση Οἰκουμενικῆς Συνόδου στήν ὁποία θά ψηφισθῆ ἡ τελική ἀναγνώριση τῶν Αὐτο­κεφάλων αὐτῶν Ἐκκλησιῶν ἀπό ὅλες τίς Αὐτοκέφαλες Ἐκκλη­σίες.
Τρίτον. Βασική κανονική ἀρχή εἶναι νά μή εἰσέρχεται κάποια Ἐκκλησία στίς ἀποφάσεις τῶν ἁρμοδιοτήτων τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν, πολύ δέ περισσότερο στίς ἀποφάσεις τῆς Πρωτόθρονης Ἐκκλησίας, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, πού ἔχει ηὐξημένες ἁρμοδιότητες στήν προεδρία καί τήν καλή λειτουργία ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, οὔτε καί νά τίς κρίνουν, πρό τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στήν ὁποία παραπέμπονται γιά τήν ὁλοκλήρωση.
Τέταρτον. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δέν μπορεῖ νά ἀρνηθῆ τήν ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πα­τριαρ­χείου γιά τήν πράξη του νά ἐκδώση Πατριαρχική Πράξη χορηγήσεως Αὐτοκεφαλίας στήν Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, ἀλλά νά ἀποδεχθῆ πρός τό παρόν τήν ἀπόφαση αὐτή καί νά ἀναμείνη νά ἐκφράση τήν συνολική ἄποψη καί κρίση της, μέ τήν ψῆφο της, ὅταν θά συνέλθη ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος. Ἐκεῖ θά κριθῆ καί ὁ τρόπος πού δόθηκε ἡ Αὐτοκεφαλία, ὄχι μόνον στήν Οὐκρανία, ἀλλά καί στίς ἄλλες Ἐκκλησίες.
Ἡ μή ἀποδοχή τοῦ τρόπου ἐκδόσεως τοῦ Πατριαρχικοῦ Τόμου γιά τήν Αὐτοκεφαλία τῆς Οὐκρανίας, θά θέση σέ ἀμφι­σβήτηση τίς Αὐτοκεφαλίες τῶν ὀκτώ ἄλλων ὑφισταμένων Αὐτο­κεφά­λων Ἐκκλησιῶν, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς Αὐτοκε­φαλίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Διότι αὐτές οἱ Αὐτοκεφαλίες χορηγήθηκαν μόνον ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
Πέμπτον. Ὡς πρός τό θέμα τοῦ πῶς ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἡ «Ἀρχιερωσύνη» τῶν Ἐπισκόπων πού «χειροτονήθηκαν» ἀπό τούς καθηρημένους Ἀρχιερεῖς καί τούς σχισματικούς ἤ «αὐτοχειροτονήτους», ἡ Ἐκκλησία μας πρίν λάβη κάποια ἀπόφαση, θά πρέπει νά ἐρωτήση τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖον ἀποκατέστησε τούς «Ἀρχιερεῖς» αὐτούς.
Αὐτό ἑδράζεται στόν Συνοδικό καί Πατριαρχικό Τόμο τοῦ 1850 μέ τόν ὁποῖον δόθηκε τό Αὐτοκέφαλο στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, πού διαγορεύει:
«Ἐν τοῖς συμπίπτουσιν ᾽Εκκλησια­στικοῖς πράγμασι, τοῖς δεομένοις συσκέψεως καί συμπράξεως πρός κρείττονα οἰκονομίαν καί στηριγμόν τῆς ᾽Ορθοδόξου ᾽Εκκλησίας, ἤρεσεν, ἵνα ἡ μέν ἐν ῾Ελλάδι Ἱερά Σύνοδος ἀναφέρηται πρός τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην καί τήν περί αὐτόν Ἱεράν Σύνοδον· ὁ δέ Οἰκουμενικός Πατριάρχης μετά τῆς περί αὐτόν Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου, παρέχῃ προθύμως τήν ἑαυτοῦ σύμπραξιν, ἀνακοινῶν τά δέοντα πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς ᾽Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος».
Ἑπομένως, στό θέμα τῆς Οὐκρανίας ἐπιβάλλεται ἡ σύσκεψη καί ἡ σύμπραξη μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, πολύ δέ περισσότερο ἐπειδή ἡ Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος διοικεῖ «ἐπιτροπικῶς» καί τίς Ἐπαρχίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἐν Ἑλλάδι. Ἐάν δέν γίνη αὐτό, τότε ὑπονομεύεται ὁ Συνοδικός καί Πατριαρχικός Τόμος τῆς Αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἕκτον. Αὐτό τό θέμα, πού ἀφορᾶ τήν χορήγηση τῆς Αὐτοκεφαλίας στήν Οὐκρανία, δέν μπορεῖ νά τεθῆ σέ ψηφοφορία στήν Ἱεραρχία, διότι σέ μιά τέτοια περίπτωση θά εἰσέλθουμε σέ ὑπόθεση ἄλλης Ἐκκλησίας, καί μάλιστα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πα­τριαρχείου, ὅταν μάλιστα Αὐτό διατηρεῖ καί «τό ἀνώτατον κανονικόν δικαίωμα» στίς Ἐπαρχίες «τοῦ Ἁγιωτάτου Ἀποστολικοῦ καί Πατριαρχικοῦ Θρόνου» ἐν Ἑλλάδι, στίς λεγόμενες Νέες Χῶρες.
Θέτοντας ὑπ' ὄψη Σας ὅλα τά ἀνωτέρω, διατελῶ
Ἐλάχιστος ἐν Χριστῷ ἀδελφός
+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος
Ἀπό τό Γραφεῖο Τύπου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

ΤΟ ΕΙΔΑΜΕ ΣΤΟ:  https://aktines.blogspot.com/2019/04/blog-post_59.html#more