..και ας... λυπηθούμε για τα γεγονότα.. που δυστυχώς συμβαίνουν.. στο όνομα της "ΑΓΑΠΗΣ"... (Σάλπισμα Ζωής)
Τί προβλέπουν αἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων
Κατωτέρω θὰ παραθέσωμεν ὅλα ὅσα προβλέπουν αἱ Οἰκουμενικαὶ καὶ Τοπικαὶ Σύνοδοι διὰ τὴν ἀντικανονικότητα τῶν συμπροσευχῶν. Ἀντιγράφομεν ἀπὸ τὸ βιβλίον: «Ἡ ἀντικανονικότητα τῆς μετὰ τῶν αἱρετικῶν συμπροσευχῆς» τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Κυρίλλου Κωστοπούλου, Ἱεροκήρυκος τῆς Ἱ. Μητρ. Πατρῶν,Δρ Θεολογίας, τὰ ἀκόλουθα:
«Κατὰ τοὺς Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων
Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ Ἀποστολικὴ Σύνοδος ὑπῆρξε τὸ ὑπόδειγματοῦ Συνοδικοῦ συστήματος στὴν ὅλη ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας 1. Ὅλοι σχεδὸν οἱ ἱεροὶ Κανόνες τῆς Συνόδου αὐτῆς ἐβασίσθησαν στὴν Ἁγία Γραφή, ὡς πηγὴ τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως.
Οἱ Οἰκουμενικὲς καὶ οἱ Τοπικὲς Σύνοδοι εἶναι, θὰ λέγαμε, ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι συν έχεια γιὰ τὴν προσαρμογὴ τοῦ περιεχομένου τῆς ἀποκαλυφθείσης ἀληθείας στὴν ζω ὴ τῆς Ἐκκλησίας. Στὸν σωτηριώ δη αὐτὸν σκοπὸ ἀποβλέπουν καὶ οἱ Κανόνες ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται στὴν συμπροσευχὴ μετὰ αἱρετικῶν καὶ ἀλλοδόξων, κυρίως τῶν Τοπικῶν Συνόδων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν οἰκουμενικὸ κῦρος. Καὶ τοῦτο, γιατί οἱ Τοπικὲς Σύνοδοι καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες συνέθεσαν Κανόνες, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται στὶς ἰδιαίτερες ποιμαντικὲς ὑποχρεώσεις τῶν Ἐπισκόπων τῶν ἑκασταχοῦ ἐπαρχιῶν καὶ ἀφοροῦσαν στὶς σχέσεις τους μετὰ τῶν κληρικῶν, τῶν λαϊκῶν μελῶν καὶ τῶν ἀσπασθέντων τὶς παντὸς εἴδους αἱρέσεις.
Τοιουτοτρόπως καὶ στὸ θέμα τῆς συμπροσευχῆς ἀναφέρονται περισσότερο οἱ Τοπικὲς Σύνοδοι, παρὰ οἱ Οἰκουμενικές, γιὰ τὸν λόγο ὅτι τοπικῶς ἐνεφανίζοντο τὰ εἰδικώτερα προβλήματα, τὰ προερχόμενα ἀπὸ τοὺς παντὸς εἴδους αἱρετικοὺς ἢ ἀλλόθρησκους καὶ ἐπιλαμβάνονταν αὐτῶν οἱ Τοπικὲς Σύνοδοι. Ὅλες, ὡστόσο, οἱ τοπικὲς αὐτὲς ἀποφάσεις καὶ ἀποφάνσεις ἔλαβαν οἰκουμενικὸ κῦρος2.
Ἡ ἐν Λαοδικείᾳ Σύνοδος (364) μὲ τὸν ΛΓ´ κανόνα της ρητῶς ἀπαγορεύει τὴν συμπροσευχὴ μετὰ αἱρετικῶν. Προχωρεῖ, ὅμως, ἕνα βῆμα περαιτέρω καὶ προβαίνει στὴν ἀπαγόρευση τῆς συμπροσευχῆς καὶ μετὰ τῶν σχισματικῶν: “Ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικοῖς ἢ σχισματικοὺς συνεύχεσθαι”3. Ὁ Ζωναρᾶς, σχολιάζοντας τὸν ὡς ἄνω κανόνα, μεταξὺ ἄλλων ὑπογραμμίζει καὶ τὰ ἑξῆς: “Αἱρετικοὶ δὲ λέγονται, οἱ περὶ τὴν πίστιν σφαλλόμενοι4· σχισματικοὶ δέ, οἱ περὶ μὲν τὴν πίστιν καὶ τὰ δόγματα ὑγιῶς ἔχοντες, διά τινας δὲ αἰτίας ἀποσχίζοντες καὶ ἀντισυνάγοντες”5.
Πρέπει νὰ γίνη σὲ ὅλους κατανοητὸ ὅτι αὐτό, τὸ ὁποῖο ἐπιδιώκει καὶ ἡ προαναφερθεῖσα Σύνοδος, ἔχοντας ὡς βάση τὶς ἀποφάσεις τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου, εἶναι νὰ συνειδητοποιήση κάθε μέλος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὅτι καλεῖται νὰ ὁμολογῆ καὶ νὰ ὑπερασπίζεται τὴν ἀλήθεια τῆς παραδόσεως καὶ νὰ ἀντιτάσσεται καὶ πρὸς αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς Ἐπισκόπους, ἐὰν αὐτοὶ ἐκπέσουν σὲ αἵρεση ἢ ἀποδεχθοῦν τὴν συμπροσευχὴ με τὰ αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν.
Ὁ Β´ κανόνας τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου μὲ σαφήνεια τονίζει: “... Μὴ ἐξεῖναι δὲ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις... Εἰ δὲ φανείη τις τῶν ἐπισκόπων ἢ πρεσβυτέρων ἢ διακόνων ἤ τις τοῦ κανόνος τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καὶ τοῦτον ἀκοινώνητον εἶναι, ὡς ἂν συγχέοντα τὸν κανόνα τῆς Ἐκκλησίας”6.
Ἡ σοβαρότητα τοῦ ζητήματος περὶ συμπροσευχῆς ἐμφαίνεται καὶ στὴν παρότρυνση τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου, μὲ τὸν στ´ κανόνα, νὰ μὴ ἐπιτρέπονται οἱ αἱρετικοὶ νὰ εἰσέρχωνται στοὺς Ὀρθοδόξους Ἱ. Ναούς, ἐφόσον ἐπιμένουν στὴν αἵρεσή τους. “Περὶ τοῦ μὴ συγχωρεῖν τοῖς αἱρετικοῖς εἰσιέναι εἰς τὸν οἶ κον τοῦ Θεοῦ, ἐπιμένοντας τῇαἱρέσει”7. Ὁ Βαλσαμών, σχολιάζοντας τὸν ὡς ἄνω κανόνα, τονίζει: “Σαφὴς ὁ κανὼν οὐ γὰρ συγχωρεῖ τοῖς αἱρετικοῖς ἐπιμένουσι τῇαἱρέσει, συνεκκλησιάζειν μετὰ ὀρθοδόξων”8.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Τιμόθεος (372), ὅταν ἐρωτήθηκε, ἂν πρέπει ὁ Λειτουργὸς τοῦ Ὑψίστου νὰ ἐπιτελῆ τὴν Θεία Λειτουργία παρόντων Ἀρειανῶν ἢ ἄλλων αἱρετικῶν, ἀπήντησε ἀρνητικῶς. “Εἰ ὀφείλει κληρικὸς εὔχεσθαι παρόντων Ἀρειανῶν ἢ ἄλλων αἱρετικῶν ἢεἰ οὐδὲν αὐτὸν βλάπτει ὁπόταν αὐτὸς ποιῇ τὴν εὐχήν, ἤγουν τὴν προσφοράν;9
Ἐν τῇ θείᾳ ἀναφορᾷ ὁ διάκονος προσφωνεῖ πρὸ τοῦ ἀσπασμοῦ· Οἱ ἀκοινώνητοι περιπατήσατε· οὐκ ὀφείλουσιν οὖν παρεῖναι, εἰ μὴ ἂν ἐπαγγέλλωνται μετανοεῖν, καὶ ἐκφεύγειν τὴν αἵρεσιν”10. Ὁ Βαλσαμὼν ἔχει τὴν γνώμη ὅτι δὲν πρέπει νὰ παραμένουν οἱ ἀμετανόητοι αἱρετικοὶ οὔτε μετὰ τῶν κατηχουμένων. Λέγει χαρακτηριστικά: “Εἰ μὴ ἐπαγγέλλονται ἀφίστασθαι τῆς αἱρέσεως, οὐδὲ τοῖς κατηχουμένοις συστήσονται, ἀλλ᾽ ἐκδιωχθήσονται»11.
Ἡ ἐν Λαοδικείᾳ Σύνοδος ἐπισημαίνει στοὺς πιστοὺς Ὀρθόδοξους χριστιανοὺς ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μεταβαίνουν στὰ κοιμητήρια ἢ τὰ μαρτύρια τῶν αἱρετικῶν, στὰ ὁποῖα
ἔχουν ἐνταφιασθῆ ὀνομαστοὶ αἱρετικοὶ ἢ μάρτυρες. Καὶ τοῦτο, γιατί καὶ αὐτὴ ἡ πράξη ἐντάσσεται στὴν συμπροσευχή, ἀφοῦ προσεύχονται στὸν τόπο ἐκεῖνο μετὰ αἱρετικῶν ἢ ἀπευθύνουν τὴν προσευχή τους σὲ αἱρετικοὺς κοιμηθέντας, ἔστω καὶ διὰ μαρτυρίου. “Περὶ τοῦ μὴ συγχωρεῖν εἰς τὰ κοιμητήρια ἢ εἰς τὰ λεγόμενα μαρτύρια πάντων τῶν αἱρετικῶν ἀπιέναι τοὺς τῆς ἐκκλησίας, εὐχῆς ἢ θεραπείας ἕνεκα· ἀλλὰ τοὺς τοιούτους, ἐὰν ὦσι πιστοί, ἀκοινωνήτους γίνεσθαι μέχρι τινός.Μετανοοῦντας δέ, καὶ ἐξομολογουμένους ἐσφάλθαι, παραδέχεσθαι”12.
Ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι οἱ προϋποθέσεις, οἱ ὁποῖες ὁδηγοῦν ὅπως ἤδη ἐτονίσθη, στὴν συμπροσευχὴ καὶ γενικώτερα στὴν κοινωνία τῶν προσώπων “ἐν Χρι στῷ”. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ οἱ Πατέρες τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου, στηριζόμενοι στοὺς Ο´, ΟΑ´ καὶ ΜΕ´ Ἀποστολικοὺς κανόνες, συνέθεσαν τέσσερις κανόνες (ΛΒ´, ΛΖ´, ΛΗ´, ΛΘ´), μὲ τοὺς ὁποίους ἀποσαφηνίζουν ὅσα ἐξέθεσαν ἐκεῖνοι, ὑποδεικνύοντες κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπον τὴν ὀρθὴ στάση τῶν Ὀρθοδόξων κληρικῶν καὶ λαϊκῶν ἔναντι τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν ἀλλοθρήσκων στὸ θέμα τῆς συμπροσευχῆς καὶ τῆς μετ᾽ αὐτῶν κοινωνίας. “Ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικῶν εὐλογίας λαμβάνειν, αἵτινές εἰσιν ἀλογίαι μᾶλλον, ἢ εὐλογίαι”13, “Ὅτι οὐ δεῖ παρὰ τῶν Ἰουδαίων ἢ αἱρετικῶν, τὰ πεμπόμενα ἑορταστικὰ λαμβάνειν, μηδὲ συνεορτάζειν14 αὐτοῖς”, “Ὅτι οὐ δεῖ παρὰ τῶν Ἰουδαίων ἄζυμα λαμβάνειν ἢ κοινωνεῖν ταῖς ἀσεβείαις15αὐτῶν”, “Ὅτι οὐ δεῖ τοῖς ἔθνεσι συνεορτάζειν, καὶ κοινωνεῖν τῇ ἀθεότητι αὐτῶν”16.
Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐν Τρούλλῳ ΣΤ´ Οἰ κουμενικὴ Σύνοδος ἐπελήφθη τοῦ ὡς ἄνω ζητήματος μὲ τὸν ΙΑ´ κανόνα της, ὁρίζουσα: “Μηδεὶς τῶν ἐν ἱερατικῷ καταλεγομένων τάγματι, ἢ λαϊκός, τὰ παρὰ τῶν Ἰουδαίων ἄζυμα ἐσθιέτω ἢ τούτοις προσοικειούσθω, ἢ ἐν νόσοις προσκαλείσθω, καὶ ἰατρείας παρ᾽ αὐτῶν λαμβανέτω ἢ ἐν βαλανείοις τούτοις παντελῶς συλλουέσθω· εἰ δὲ τὶς τοῦτο πρᾶξαι ἐπιχειροίη, εἰ μὲν κλη ρικὸς εἴη, καθαιρείσθω· εἰ δὲ λαϊ κός, ἀφοριζέσθω”17. Ὁ κανόνας αὐτὸς παρατίθεται γιὰ τὸν λόγο ὅτι πρέπει νὰ ἐπισημανθῆ ἡ αὐστηρότητα τῶν Ἁγίων Πατέρων ὡς πρὸς τὴν παντοία κοινωνία τῶν Ὀρθοδόξων μετὰ ἀλλοθρήσκων καὶ αἱρετικῶν.
Ἡ συμπροσευχὴ εἶναι, ὅπως ἤδη ἐλέχθη, μυστήριο κοινωνίας “ἐν Χριστῷ”. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κοινωνῆ ὁ Ὀρθόδοξος μετὰ τοῦ αἱρετικοῦ ἢ τοῦ ἀλλοθρήσκου μέσῳ τῆς προσευχῆς ἢ τοῦ συνεορτασμοῦ ἢ τῆς ἀνταλλαγῆς δώρων ἢ συλλουόμενος ἢ ἰατρευόμενος ὑπ᾽ αὐτῶν. Ὁ Βαλσαμὼν ἐπισημαίνει:
“Σημείωσαι τὸν παρόντα κανόνα διὰ τοὺς Λατίνους, τοὺς ἑορτάζοντας μετὰ ἀζύμων, καὶ διὰ τοὺς ἰατρευομένους παρὰ Ἰουδαίων, καὶ παρὰ αἱρετικῶν πάντες γὰρ οὗτοι ἀφωρισμένοι εἰσίν”18.
Γιὰ νὰ κατανοηθῆ δεόντως ὁ προαναφερθεὶς κανόνας εἶναι ἀναγκαῖο ὁ μελετητὴς νὰ γνωρίζη ὅτι αὐτὴ ἡ κοινωνία καὶ συνύπαρξη “ἐν τῇ προσευχῇ” διασπᾶται ἀπὸ τὴν αἵρεση. Ἡ αἵρεση εἶναι ὁλικὴ ἢ μερικὴ ἄρνηση τῆς ἀποκαλυφθείσης ἀληθείας, ποὺ στὴν πράξη ἐκφράζεται ὡς κατάλυση τῆς ἐν Χριστῷ ἀγαπητικῆς κοινωνίας19.
Θὰ ἤθελα στὸ σημεῖο τοῦτο νὰ ἐπεκταθῶ λίγο, πέρα ἀπὸ τὸ δια- πραγματευόμενο θέμα μου, στὰ δύο Μυστήρια, τοῦ Βαπτίσματος καὶ τοῦ Γάμου, ἐνδεικτικῶς καὶ ὄχι ἀναλυτικῶς. Ἄλλωστε ἡ συμπροσευχὴ ἐντάσσεται στὸ μυστήριο.
Ἡ Ὀρθοδοξία διακηρύσσει ὅτι τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἄκυρα; γιὰ τὸν λόγο ὅτι δὲν ἐπιδρᾶ ἡ ἄκτιστη χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἡ ἑνότητα στὴν πίστη, ὄχι σὲ ὁποιαδήποτε πίστη, ἀλλὰ στὴν Ὀρθόδοξη πίστη, εἶναι ἡ πρωταρχικὴ βάση γιὰ τὴν intercommunio(δια–κοινωνία), γιὰ τὴν πλήρη μυστηριακὴ κοινωνία μετὰ τῶν αἱρετικῶν.
Κατὰ τὸν ΞΗ´ κανόνα τῶν Ἁγ.Ἀποστόλων «τοὺς γὰρ παρὰ τῶν τοιούτων (τῶν αἱρετικῶν δηλαδὴ) βαπτισθέντας ἢ χειροτονηθέντας, οὔτε πιστούς, οὔτε κληρικοὺς εἶναι δυνα- τόν»20. Σχολιάζων ὁ Ζωναρᾶς τὸν προαναφερθέντα Ἀποστολικὸ κανόνα, μεταξὺ ἄλλων λέγει: «…οὔτε γὰρ βάπτισμα αἱρετικῶν δύναταί τινα ποιῆσαι Χριστιανόν, οὔτε χειροτονία τούτων κληρικὸν ἐργάσαιτο ἂν»21.
Ὁ Μ. Βασίλειος ἐπιμένει στὸ τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου: «Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα»22 καὶ ἀπορρίπτει παντελῶς τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν. Στὸν Α´ κανόνα του τὸ διασαφηνίζει: «...τὸ μὲν τῶν αἱρετικῶν (βάπτισμα) παντελῶς ἀθετῆσαι»23.
Ἐπίσης, οἱ Ἅγιοι Πατέρες οἱ συγκροτήσαντες τὴν ΣΤ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, μὲ τὸν ΟΒ´ κανόνα τους ἀπαγορεύουν τὴν σύναψη γάμου μεταξὺ Ὀρθοδόξου καὶ αἱρετικοῦ:
«Μὴ ἐξέστω ὀρθόδοξον ἄνδρα αἱρετικῇ συνάπτεσθαι γυναικί, μήτε μὴν αἱρετικῷ ἀνδρὶ γυναῖκα ὀρθόδοξον συζεύγνυσθαι· ἀλλ᾽ εἰ καὶ φανείη τι τοιοῦτον ὑπό τινος τῶν ἁπάντων γινόμενον, ἄκυρον ἡγεῖσθαι τὸν γάμον, καὶ τὸ ἄθεσμον διαλύεσθαι συνοικέσιον· οὐ γὰρ χρὴ τὰ ἄμικτα μιγνύναι οὐδὲ τῷ προβάτῳ λύκον συμπλέκεσθαι, καὶ τῇ τοῦ Χριστοῦ μερίδι τὸν τῶν ἁμαρτωλῶν κλῆρον· εἰ δὲ παραβῇ τις τὰ παρ᾽ ἡμῶν ὁρισθέντα, ἀφοριζέσθω»24. Ὁ Ζωναρᾶς στὰ σχόλια του λέγει μεταξὺ ἄλλων:
«Οἱ τῆς συνόδου ταύτης ἱεροὶ καὶ θεῖοι Πατέρες… ἀπαγορεύουσι τὰς τοιαύτας συζυγίας (ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν) καὶ γενομένας δέ, δια - σπᾶσθαι κελεύουσιν»25.
Οἱ ἱεροὶ Πατέρες τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου ἀπαγορεύουν μὲ τὸν ΛΑ´ κανόνα τους τὸν γάμο Ὀρθοδόξων μετὰ αἱρετικῶν καὶ μάλιστα «μετὰ πάντων τῶν αἱρετικῶν».
Ὁρίζουν μὲ σαφήνεια «ὅτι οὐ δεῖ πρὸς πάντας αἱρετικοὺς ἐπιγαμίας ποιεῖν ἢ διδόναι υἱοὺς ἢ θυγατέρας, ἀλλὰ μᾶλλον λαμβάνειν, εἴγε ἐπαγγέλλοιντο Χριστιανοὶ γίνεσθαι»26. Σχολιάζων ὁ Ἀριστηνὸς αὐτὸν τὸν κανόνα ὑπογραμμίζει:
«Τὸ μὲν λαμβάνειν τῶν αἱρετικῶν τέκνα, χριστιανίζειν ἐπαγγελόμενα, καὶ ἐπισυνάπτειν αὐτὰ εἰς γάμου κοινωνίαν τοῖς παισὶ τῶν Χριστιανῶν, ἐπιτέτραπται. Τὸ δὲ διδόναι τὰ τῶν Χριστιανῶν τέκνα εἰς συνάφειαν τοῖς αἱρετικοῖς, ἐν πολλοῖς τῶν κανόνων ἀπηγόρευται»27.
Ὅλοι οἱ προαναφερθέντες Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων, ἀλλὰ καὶ οἱ κανόνες τῶν Ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων δὲν ἐπιτρέπουν τὴν συμπροσ ευχὴ καὶ τὴν μυστηριακὴ κοινωνία τῶν Ὀρθοδόξων μετὰ τῶν αἱ ρετικῶν καὶ τῶν ἀλλοδόξων, γιὰ τὸν λόγο ὅτι ἡ αἵρεση ἐπιζητεῖ νὰ καθυποτάξη τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀλήθεια στὸν τεμαχισμένο μεταπτωτικὸ τρόπο ὑπάρξεως τοῦ ἀν θρώπου. Ἡ Ὀρθόδοξος πίστη εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς ἀποδοχῆς τῆς ἀποκαλυφθείσης ἀληθείας καὶ ἄρα μόνον ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἔχει ἐνταχθῆ σ᾽ αὐτὴ τὴν κοινωνία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως εἶναι ἀποδεκτὸς στὴν συμπροσευχὴ καὶ τὴν μυστηριακὴ κοινωνία καὶ ἑνότητα. Ὁ ὍσιοςἘφραὶμ ὁ Σύρος ἀναφωνεῖ: «Τοιγαροῦν παραιτοῦ τὴν κοινωνίαν τῶν σχισματικῶν καὶ αἱρετικῶν»28.
Ἡ κοινωνία εἶναι σχέση καὶ ἡ σχέση προϋποθέτει αὐθυπέρβαση καὶ ταύτιση. Ὑπερβαίνει ὁ Ὀρθόδοξος χριστιανὸς τὸν ὑποκειμενισμό του καὶ ταυτίζεται μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ἀντικειμενικὴ ἀλήθεια. Ἐὰν δὲν συμβαίνη τὸ αὐτὸ καὶ μὲ τὸν συμπροσευχόμενο καθίσταται ἀδύνατος καὶ ἀνόητος ἡ συμπροσευχή.
Οἱ Ἀποστολικοὶ κανόνες, οἱ κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς ὁποίους προαναφέραμε, ἀπαγορεύουν ρητῶς τὴν συμπροσευχὴ μετὰ αἱρετικῶν καὶ ἀλλοθρήσκων. Καὶ τοῦτο γιατί ἐπιδιώκουν νὰ ἀπομακρυνθοῦν τὰ μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, ἀπὸ μία αἰσθήματο – ἐξωτερικὴ ἀντίληψη τῆς κοινωνίας καὶ ἑνότητος κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς καὶ νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν συμπροσευχὴ ὡς πράξη ὀντολογικο – πνευματικὴ ἐντὸς τοῦ χώρου τῆς ὀρθῆς πίστεως.
Ἡ διαφορετικὴ στάση ἀπέναντι στὴν συμπροσευχὴ φανερώνει μία ἀλλοτριωμένη ἀντίληψη περὶ τῆς ἐν Χριστῷ κοινωνίας, ἡ ὁποία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ υἱοθετηθῆ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁμιλῶν περὶ τῆς κοινωνίας μετὰ τῶν αἱρετικῶν, συμβουλεύει τὰ ἑξῆς: «Φεῦγε τῶν τοιούτων (αἱρετικῶν) τὰς συνουσίας ὡς τῶν φαρμάκων τὰ δηλητήρια. Καὶ γὰρ ἐκείνων οὗτοι χαλεπώτεροι· ἐκεῖνα μὲν γὰρ μέχρι τοῦ σώματος ἵστησι τὴν βλάβην, οὗτοι δὲ αὐτῇ τῇ σωτηρίᾳ τῆς ψυχῆς λυμαίνονται»29.
Οἱ ἱεροὶ Κανόνες ἐμπεριέχουν, ὡς γνωστόν, ἑρμηνευμένη τὴν ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια30. Ὡς ἐκ τούτου ἐκφράζουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ζωναρᾶς γράφει: «Οἱ ἱε ροὶ κανόνες ἐκτίθενται ὑπὸ τῶν Συν όδων εἰς κατάστασιν ἐκκλησιαστικὴν καὶ ὠφέλειαν τῶν πιστῶν»31.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ οἱ ἀνωτέρω κανόνες περὶ συμπροσευχῆς πρέπει νὰ τύχουν τῆς δεούσης προσοχῆς καὶ ἐκ μέρους τῶν λαϊκῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ κυρίως ἐκ μέρους τῶν κληρικῶν – ποιμένων της.
Ὑποσημειώσεις:
1.Βλ. Βλ. Φειδᾶ, Οἱ Ἱεροὶ Κανόνες, Ἀθῆναι 1997, σσ. 33 κ. ἑξ.
2. Ἀπό τὶς Δ´, ΣΤ´ καὶ Ζ´ Οἰκουμενικὲς Συνόδους.
3. Ράλλη - Ποτλῆ, ἔνθ᾽ ἀνωτ., τ. 3, σελ. 198.
4. Ἂς τὸ κατανοήσουν αὐτὸ ὅσοι διατείνονται ὅτι οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ δὲν εἶναι αἱρετικοί.
5. Ράλλη - Ποτλῆ, ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 199.
6. Ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 126.
7. Ράλλη - Ποτλῆ, ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 176.
8. Αὐτόθι. Βλ. καὶ τὸν Η´ κανόνα τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
9. Ἡ ἀνωτέρω ἐρώτηση καὶ ἡ ἀπόκριση, ποὺ ἀκολουθεῖ ἐπέχουν θέση κανόνος μὲ οἰκουμενικὸ κῦρος.
10. Ράλλη - Ποτλῆ, ἒνθ᾽ ἀνωτ., τ. 4, σελ. 336.
11. Αὐτόθι. Βλ. καὶ σχόλιο Ὁσ. Νικόδημου, Ἱερὸν Πηδάλιον, σελ. 670.
12.Ράλλη - Ποτλῆ, ἔνθ᾽ ἀνωτ., τ. 3, σελ. 179.
13. Ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 198.
14. Στὸν συνεορταμὸ μετὰ αἱρετικῶν καὶ ἀλλοθρήσκων ὑποφώσκει συμπροσευχὴ καὶ κοινωνία ἔξω ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς κοινωνίας πίστεως καὶ Ἁγίου Πνεύμα- τος. Ἡ σοβαρότητα τοῦ ζητήματος τῆς κοινωνίας Ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν ἐμφαίνεται καὶ στὸν κανόνα αὐτόν, ὁ ὁποῖος δὲν ἐπιτρέπει οὐδὲ αὐτὴ τὴν ἀνταλλαγὴ δώρων. Βλ. καὶ τὸν Ξ´ κανόνα τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου.
15. Οἱ πράξεις τῶν ἀλλοθρήσκων εἶναι, κατὰ τὴν παροῦσα Σύνοδο, ἀσέβειες.
16. Ράλλη – Ποτλῆ, ἔνθ᾽ἀνωτ., σελ. 206. Ἀπαγορεύει ἡ Σύνοδος αὐτὴ τὸν συνεορτασμὸ Ὀρθόδοξων καὶ ἀπίστων (Ἀρχαιοελλήνων κ.τ.τ.). Βλ. καὶ τὸν Ζ´ κανόνα τῆς ἐν Ἀγκύρᾳ Συνόδου.
17. Ράλλη - Ποτλῆ, ἔνθ᾽ ἀνωτ., τ. 2, σσ. 328–329.
18.Αὐτόθι.
19. “Ἡ αἵρεση εἶναι μία στάση ζωῆς στοὺς ἀντίποδες τῆς εὐχαριστιακῆς ἑνότητας τῆς ζωῆς”, Χρ. Γιανναρᾶ, Ἀλήθεια καὶ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, Ἀθήνα 1977, σελ. 60. - Ὁ Ὅσ. Ἐφραὶμ ὁ Σύρος συμβουλεύει: “Μηδέποτε συμφιλιάσῃς με τὰ αἱρετικῶν· Μὴ συμφάγῃς, μὴ συμπίῃς, μὴ συνοδοιπορήσῃς. Μὴ εἰσέλθῃς εἰς οἶκον αὐτῶν, μηδὲ εἰς ἐκκλησίαν πάντα γὰρ ὅσα εἰσίν, ἀκάθαρτα εἰ σίν...”. Ἔργα 5, 116.
20.Ράλλη – Ποτλῆ, ἐνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 87.
21. Αὐτόθι – Ἂς δώσουν προσοχὴ οἱ Ὀρθόδοξοι ἐκεῖνοι, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν θετικῶς περὶ τῆς ἐγκυρότητος τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν Ρωμαιοκαθολικῶν. Βλ. γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ τοὺς Ζ´ καὶ ΙΕ´ κανόνες τῶν Β´ καὶ ΣΤ´ Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀντίστοιχα, καθὼς καὶ τοὺς Α´ καὶ ΜΖ´ τοῦ Μ. Βασιλείου.
22. Ἐφ. Δ´, 5.
23. Ράλλη – Ποτλῆ, ἐνθ᾽ ἀνωτ., τ. 4, σελ. 89.
24.Ράλλη – Ποτλῆ, ἐνθ᾽ ἀνωτ., τ. 2, σελ. 471.
25. Αὐτόθι.
26. Ράλλη – Ποτλῆ, ἐνθ᾽ ἀνωτ., τ. 3, σελ. 198.
27. Ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 200. Βλ. καὶ ΚΑ´ κανόνα Καρθαγένης.
28.Ἔργα 6, 176.
29.Catecheses ad illuminados l, p. 198.
30.Βλ. Ἀρχ. Κυρίλλου Κωστοπούλου, Θεολογικὲς καὶ Φιλοσοφικὲς προσεγγίσεις, Πάτρα 2006, σελ. 116.
31. Ἁμ. Σ. Ἀλιβιζάτου, Οἱ ἱεροὶ Κανόνες, Ἀθήναις 1949 2 , σελ. 120.
πηγή: http://nefthalim.blogspot.gr/
Κατωτέρω θὰ παραθέσωμεν ὅλα ὅσα προβλέπουν αἱ Οἰκουμενικαὶ καὶ Τοπικαὶ Σύνοδοι διὰ τὴν ἀντικανονικότητα τῶν συμπροσευχῶν. Ἀντιγράφομεν ἀπὸ τὸ βιβλίον: «Ἡ ἀντικανονικότητα τῆς μετὰ τῶν αἱρετικῶν συμπροσευχῆς» τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Κυρίλλου Κωστοπούλου, Ἱεροκήρυκος τῆς Ἱ. Μητρ. Πατρῶν,Δρ Θεολογίας, τὰ ἀκόλουθα:
«Κατὰ τοὺς Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων
Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ Ἀποστολικὴ Σύνοδος ὑπῆρξε τὸ ὑπόδειγματοῦ Συνοδικοῦ συστήματος στὴν ὅλη ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας 1. Ὅλοι σχεδὸν οἱ ἱεροὶ Κανόνες τῆς Συνόδου αὐτῆς ἐβασίσθησαν στὴν Ἁγία Γραφή, ὡς πηγὴ τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως.
Οἱ Οἰκουμενικὲς καὶ οἱ Τοπικὲς Σύνοδοι εἶναι, θὰ λέγαμε, ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι συν έχεια γιὰ τὴν προσαρμογὴ τοῦ περιεχομένου τῆς ἀποκαλυφθείσης ἀληθείας στὴν ζω ὴ τῆς Ἐκκλησίας. Στὸν σωτηριώ δη αὐτὸν σκοπὸ ἀποβλέπουν καὶ οἱ Κανόνες ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται στὴν συμπροσευχὴ μετὰ αἱρετικῶν καὶ ἀλλοδόξων, κυρίως τῶν Τοπικῶν Συνόδων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν οἰκουμενικὸ κῦρος. Καὶ τοῦτο, γιατί οἱ Τοπικὲς Σύνοδοι καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες συνέθεσαν Κανόνες, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται στὶς ἰδιαίτερες ποιμαντικὲς ὑποχρεώσεις τῶν Ἐπισκόπων τῶν ἑκασταχοῦ ἐπαρχιῶν καὶ ἀφοροῦσαν στὶς σχέσεις τους μετὰ τῶν κληρικῶν, τῶν λαϊκῶν μελῶν καὶ τῶν ἀσπασθέντων τὶς παντὸς εἴδους αἱρέσεις.
Τοιουτοτρόπως καὶ στὸ θέμα τῆς συμπροσευχῆς ἀναφέρονται περισσότερο οἱ Τοπικὲς Σύνοδοι, παρὰ οἱ Οἰκουμενικές, γιὰ τὸν λόγο ὅτι τοπικῶς ἐνεφανίζοντο τὰ εἰδικώτερα προβλήματα, τὰ προερχόμενα ἀπὸ τοὺς παντὸς εἴδους αἱρετικοὺς ἢ ἀλλόθρησκους καὶ ἐπιλαμβάνονταν αὐτῶν οἱ Τοπικὲς Σύνοδοι. Ὅλες, ὡστόσο, οἱ τοπικὲς αὐτὲς ἀποφάσεις καὶ ἀποφάνσεις ἔλαβαν οἰκουμενικὸ κῦρος2.
Ἡ ἐν Λαοδικείᾳ Σύνοδος (364) μὲ τὸν ΛΓ´ κανόνα της ρητῶς ἀπαγορεύει τὴν συμπροσευχὴ μετὰ αἱρετικῶν. Προχωρεῖ, ὅμως, ἕνα βῆμα περαιτέρω καὶ προβαίνει στὴν ἀπαγόρευση τῆς συμπροσευχῆς καὶ μετὰ τῶν σχισματικῶν: “Ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικοῖς ἢ σχισματικοὺς συνεύχεσθαι”3. Ὁ Ζωναρᾶς, σχολιάζοντας τὸν ὡς ἄνω κανόνα, μεταξὺ ἄλλων ὑπογραμμίζει καὶ τὰ ἑξῆς: “Αἱρετικοὶ δὲ λέγονται, οἱ περὶ τὴν πίστιν σφαλλόμενοι4· σχισματικοὶ δέ, οἱ περὶ μὲν τὴν πίστιν καὶ τὰ δόγματα ὑγιῶς ἔχοντες, διά τινας δὲ αἰτίας ἀποσχίζοντες καὶ ἀντισυνάγοντες”5.
Πρέπει νὰ γίνη σὲ ὅλους κατανοητὸ ὅτι αὐτό, τὸ ὁποῖο ἐπιδιώκει καὶ ἡ προαναφερθεῖσα Σύνοδος, ἔχοντας ὡς βάση τὶς ἀποφάσεις τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου, εἶναι νὰ συνειδητοποιήση κάθε μέλος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὅτι καλεῖται νὰ ὁμολογῆ καὶ νὰ ὑπερασπίζεται τὴν ἀλήθεια τῆς παραδόσεως καὶ νὰ ἀντιτάσσεται καὶ πρὸς αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς Ἐπισκόπους, ἐὰν αὐτοὶ ἐκπέσουν σὲ αἵρεση ἢ ἀποδεχθοῦν τὴν συμπροσευχὴ με τὰ αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν.
Ὁ Β´ κανόνας τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου μὲ σαφήνεια τονίζει: “... Μὴ ἐξεῖναι δὲ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις... Εἰ δὲ φανείη τις τῶν ἐπισκόπων ἢ πρεσβυτέρων ἢ διακόνων ἤ τις τοῦ κανόνος τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καὶ τοῦτον ἀκοινώνητον εἶναι, ὡς ἂν συγχέοντα τὸν κανόνα τῆς Ἐκκλησίας”6.
Ἡ σοβαρότητα τοῦ ζητήματος περὶ συμπροσευχῆς ἐμφαίνεται καὶ στὴν παρότρυνση τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου, μὲ τὸν στ´ κανόνα, νὰ μὴ ἐπιτρέπονται οἱ αἱρετικοὶ νὰ εἰσέρχωνται στοὺς Ὀρθοδόξους Ἱ. Ναούς, ἐφόσον ἐπιμένουν στὴν αἵρεσή τους. “Περὶ τοῦ μὴ συγχωρεῖν τοῖς αἱρετικοῖς εἰσιέναι εἰς τὸν οἶ κον τοῦ Θεοῦ, ἐπιμένοντας τῇαἱρέσει”7. Ὁ Βαλσαμών, σχολιάζοντας τὸν ὡς ἄνω κανόνα, τονίζει: “Σαφὴς ὁ κανὼν οὐ γὰρ συγχωρεῖ τοῖς αἱρετικοῖς ἐπιμένουσι τῇαἱρέσει, συνεκκλησιάζειν μετὰ ὀρθοδόξων”8.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Τιμόθεος (372), ὅταν ἐρωτήθηκε, ἂν πρέπει ὁ Λειτουργὸς τοῦ Ὑψίστου νὰ ἐπιτελῆ τὴν Θεία Λειτουργία παρόντων Ἀρειανῶν ἢ ἄλλων αἱρετικῶν, ἀπήντησε ἀρνητικῶς. “Εἰ ὀφείλει κληρικὸς εὔχεσθαι παρόντων Ἀρειανῶν ἢ ἄλλων αἱρετικῶν ἢεἰ οὐδὲν αὐτὸν βλάπτει ὁπόταν αὐτὸς ποιῇ τὴν εὐχήν, ἤγουν τὴν προσφοράν;9
Ἐν τῇ θείᾳ ἀναφορᾷ ὁ διάκονος προσφωνεῖ πρὸ τοῦ ἀσπασμοῦ· Οἱ ἀκοινώνητοι περιπατήσατε· οὐκ ὀφείλουσιν οὖν παρεῖναι, εἰ μὴ ἂν ἐπαγγέλλωνται μετανοεῖν, καὶ ἐκφεύγειν τὴν αἵρεσιν”10. Ὁ Βαλσαμὼν ἔχει τὴν γνώμη ὅτι δὲν πρέπει νὰ παραμένουν οἱ ἀμετανόητοι αἱρετικοὶ οὔτε μετὰ τῶν κατηχουμένων. Λέγει χαρακτηριστικά: “Εἰ μὴ ἐπαγγέλλονται ἀφίστασθαι τῆς αἱρέσεως, οὐδὲ τοῖς κατηχουμένοις συστήσονται, ἀλλ᾽ ἐκδιωχθήσονται»11.
Ἡ ἐν Λαοδικείᾳ Σύνοδος ἐπισημαίνει στοὺς πιστοὺς Ὀρθόδοξους χριστιανοὺς ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μεταβαίνουν στὰ κοιμητήρια ἢ τὰ μαρτύρια τῶν αἱρετικῶν, στὰ ὁποῖα
ἔχουν ἐνταφιασθῆ ὀνομαστοὶ αἱρετικοὶ ἢ μάρτυρες. Καὶ τοῦτο, γιατί καὶ αὐτὴ ἡ πράξη ἐντάσσεται στὴν συμπροσευχή, ἀφοῦ προσεύχονται στὸν τόπο ἐκεῖνο μετὰ αἱρετικῶν ἢ ἀπευθύνουν τὴν προσευχή τους σὲ αἱρετικοὺς κοιμηθέντας, ἔστω καὶ διὰ μαρτυρίου. “Περὶ τοῦ μὴ συγχωρεῖν εἰς τὰ κοιμητήρια ἢ εἰς τὰ λεγόμενα μαρτύρια πάντων τῶν αἱρετικῶν ἀπιέναι τοὺς τῆς ἐκκλησίας, εὐχῆς ἢ θεραπείας ἕνεκα· ἀλλὰ τοὺς τοιούτους, ἐὰν ὦσι πιστοί, ἀκοινωνήτους γίνεσθαι μέχρι τινός.Μετανοοῦντας δέ, καὶ ἐξομολογουμένους ἐσφάλθαι, παραδέχεσθαι”12.
Ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι οἱ προϋποθέσεις, οἱ ὁποῖες ὁδηγοῦν ὅπως ἤδη ἐτονίσθη, στὴν συμπροσευχὴ καὶ γενικώτερα στὴν κοινωνία τῶν προσώπων “ἐν Χρι στῷ”. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ οἱ Πατέρες τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου, στηριζόμενοι στοὺς Ο´, ΟΑ´ καὶ ΜΕ´ Ἀποστολικοὺς κανόνες, συνέθεσαν τέσσερις κανόνες (ΛΒ´, ΛΖ´, ΛΗ´, ΛΘ´), μὲ τοὺς ὁποίους ἀποσαφηνίζουν ὅσα ἐξέθεσαν ἐκεῖνοι, ὑποδεικνύοντες κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπον τὴν ὀρθὴ στάση τῶν Ὀρθοδόξων κληρικῶν καὶ λαϊκῶν ἔναντι τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν ἀλλοθρήσκων στὸ θέμα τῆς συμπροσευχῆς καὶ τῆς μετ᾽ αὐτῶν κοινωνίας. “Ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικῶν εὐλογίας λαμβάνειν, αἵτινές εἰσιν ἀλογίαι μᾶλλον, ἢ εὐλογίαι”13, “Ὅτι οὐ δεῖ παρὰ τῶν Ἰουδαίων ἢ αἱρετικῶν, τὰ πεμπόμενα ἑορταστικὰ λαμβάνειν, μηδὲ συνεορτάζειν14 αὐτοῖς”, “Ὅτι οὐ δεῖ παρὰ τῶν Ἰουδαίων ἄζυμα λαμβάνειν ἢ κοινωνεῖν ταῖς ἀσεβείαις15αὐτῶν”, “Ὅτι οὐ δεῖ τοῖς ἔθνεσι συνεορτάζειν, καὶ κοινωνεῖν τῇ ἀθεότητι αὐτῶν”16.
Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐν Τρούλλῳ ΣΤ´ Οἰ κουμενικὴ Σύνοδος ἐπελήφθη τοῦ ὡς ἄνω ζητήματος μὲ τὸν ΙΑ´ κανόνα της, ὁρίζουσα: “Μηδεὶς τῶν ἐν ἱερατικῷ καταλεγομένων τάγματι, ἢ λαϊκός, τὰ παρὰ τῶν Ἰουδαίων ἄζυμα ἐσθιέτω ἢ τούτοις προσοικειούσθω, ἢ ἐν νόσοις προσκαλείσθω, καὶ ἰατρείας παρ᾽ αὐτῶν λαμβανέτω ἢ ἐν βαλανείοις τούτοις παντελῶς συλλουέσθω· εἰ δὲ τὶς τοῦτο πρᾶξαι ἐπιχειροίη, εἰ μὲν κλη ρικὸς εἴη, καθαιρείσθω· εἰ δὲ λαϊ κός, ἀφοριζέσθω”17. Ὁ κανόνας αὐτὸς παρατίθεται γιὰ τὸν λόγο ὅτι πρέπει νὰ ἐπισημανθῆ ἡ αὐστηρότητα τῶν Ἁγίων Πατέρων ὡς πρὸς τὴν παντοία κοινωνία τῶν Ὀρθοδόξων μετὰ ἀλλοθρήσκων καὶ αἱρετικῶν.
Ἡ συμπροσευχὴ εἶναι, ὅπως ἤδη ἐλέχθη, μυστήριο κοινωνίας “ἐν Χριστῷ”. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κοινωνῆ ὁ Ὀρθόδοξος μετὰ τοῦ αἱρετικοῦ ἢ τοῦ ἀλλοθρήσκου μέσῳ τῆς προσευχῆς ἢ τοῦ συνεορτασμοῦ ἢ τῆς ἀνταλλαγῆς δώρων ἢ συλλουόμενος ἢ ἰατρευόμενος ὑπ᾽ αὐτῶν. Ὁ Βαλσαμὼν ἐπισημαίνει:
“Σημείωσαι τὸν παρόντα κανόνα διὰ τοὺς Λατίνους, τοὺς ἑορτάζοντας μετὰ ἀζύμων, καὶ διὰ τοὺς ἰατρευομένους παρὰ Ἰουδαίων, καὶ παρὰ αἱρετικῶν πάντες γὰρ οὗτοι ἀφωρισμένοι εἰσίν”18.
Γιὰ νὰ κατανοηθῆ δεόντως ὁ προαναφερθεὶς κανόνας εἶναι ἀναγκαῖο ὁ μελετητὴς νὰ γνωρίζη ὅτι αὐτὴ ἡ κοινωνία καὶ συνύπαρξη “ἐν τῇ προσευχῇ” διασπᾶται ἀπὸ τὴν αἵρεση. Ἡ αἵρεση εἶναι ὁλικὴ ἢ μερικὴ ἄρνηση τῆς ἀποκαλυφθείσης ἀληθείας, ποὺ στὴν πράξη ἐκφράζεται ὡς κατάλυση τῆς ἐν Χριστῷ ἀγαπητικῆς κοινωνίας19.
Θὰ ἤθελα στὸ σημεῖο τοῦτο νὰ ἐπεκταθῶ λίγο, πέρα ἀπὸ τὸ δια- πραγματευόμενο θέμα μου, στὰ δύο Μυστήρια, τοῦ Βαπτίσματος καὶ τοῦ Γάμου, ἐνδεικτικῶς καὶ ὄχι ἀναλυτικῶς. Ἄλλωστε ἡ συμπροσευχὴ ἐντάσσεται στὸ μυστήριο.
Ἡ Ὀρθοδοξία διακηρύσσει ὅτι τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἄκυρα; γιὰ τὸν λόγο ὅτι δὲν ἐπιδρᾶ ἡ ἄκτιστη χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἡ ἑνότητα στὴν πίστη, ὄχι σὲ ὁποιαδήποτε πίστη, ἀλλὰ στὴν Ὀρθόδοξη πίστη, εἶναι ἡ πρωταρχικὴ βάση γιὰ τὴν intercommunio(δια–κοινωνία), γιὰ τὴν πλήρη μυστηριακὴ κοινωνία μετὰ τῶν αἱρετικῶν.
Κατὰ τὸν ΞΗ´ κανόνα τῶν Ἁγ.Ἀποστόλων «τοὺς γὰρ παρὰ τῶν τοιούτων (τῶν αἱρετικῶν δηλαδὴ) βαπτισθέντας ἢ χειροτονηθέντας, οὔτε πιστούς, οὔτε κληρικοὺς εἶναι δυνα- τόν»20. Σχολιάζων ὁ Ζωναρᾶς τὸν προαναφερθέντα Ἀποστολικὸ κανόνα, μεταξὺ ἄλλων λέγει: «…οὔτε γὰρ βάπτισμα αἱρετικῶν δύναταί τινα ποιῆσαι Χριστιανόν, οὔτε χειροτονία τούτων κληρικὸν ἐργάσαιτο ἂν»21.
Ὁ Μ. Βασίλειος ἐπιμένει στὸ τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου: «Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα»22 καὶ ἀπορρίπτει παντελῶς τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν. Στὸν Α´ κανόνα του τὸ διασαφηνίζει: «...τὸ μὲν τῶν αἱρετικῶν (βάπτισμα) παντελῶς ἀθετῆσαι»23.
Ἐπίσης, οἱ Ἅγιοι Πατέρες οἱ συγκροτήσαντες τὴν ΣΤ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, μὲ τὸν ΟΒ´ κανόνα τους ἀπαγορεύουν τὴν σύναψη γάμου μεταξὺ Ὀρθοδόξου καὶ αἱρετικοῦ:
«Μὴ ἐξέστω ὀρθόδοξον ἄνδρα αἱρετικῇ συνάπτεσθαι γυναικί, μήτε μὴν αἱρετικῷ ἀνδρὶ γυναῖκα ὀρθόδοξον συζεύγνυσθαι· ἀλλ᾽ εἰ καὶ φανείη τι τοιοῦτον ὑπό τινος τῶν ἁπάντων γινόμενον, ἄκυρον ἡγεῖσθαι τὸν γάμον, καὶ τὸ ἄθεσμον διαλύεσθαι συνοικέσιον· οὐ γὰρ χρὴ τὰ ἄμικτα μιγνύναι οὐδὲ τῷ προβάτῳ λύκον συμπλέκεσθαι, καὶ τῇ τοῦ Χριστοῦ μερίδι τὸν τῶν ἁμαρτωλῶν κλῆρον· εἰ δὲ παραβῇ τις τὰ παρ᾽ ἡμῶν ὁρισθέντα, ἀφοριζέσθω»24. Ὁ Ζωναρᾶς στὰ σχόλια του λέγει μεταξὺ ἄλλων:
«Οἱ τῆς συνόδου ταύτης ἱεροὶ καὶ θεῖοι Πατέρες… ἀπαγορεύουσι τὰς τοιαύτας συζυγίας (ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν) καὶ γενομένας δέ, δια - σπᾶσθαι κελεύουσιν»25.
Οἱ ἱεροὶ Πατέρες τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου ἀπαγορεύουν μὲ τὸν ΛΑ´ κανόνα τους τὸν γάμο Ὀρθοδόξων μετὰ αἱρετικῶν καὶ μάλιστα «μετὰ πάντων τῶν αἱρετικῶν».
Ὁρίζουν μὲ σαφήνεια «ὅτι οὐ δεῖ πρὸς πάντας αἱρετικοὺς ἐπιγαμίας ποιεῖν ἢ διδόναι υἱοὺς ἢ θυγατέρας, ἀλλὰ μᾶλλον λαμβάνειν, εἴγε ἐπαγγέλλοιντο Χριστιανοὶ γίνεσθαι»26. Σχολιάζων ὁ Ἀριστηνὸς αὐτὸν τὸν κανόνα ὑπογραμμίζει:
«Τὸ μὲν λαμβάνειν τῶν αἱρετικῶν τέκνα, χριστιανίζειν ἐπαγγελόμενα, καὶ ἐπισυνάπτειν αὐτὰ εἰς γάμου κοινωνίαν τοῖς παισὶ τῶν Χριστιανῶν, ἐπιτέτραπται. Τὸ δὲ διδόναι τὰ τῶν Χριστιανῶν τέκνα εἰς συνάφειαν τοῖς αἱρετικοῖς, ἐν πολλοῖς τῶν κανόνων ἀπηγόρευται»27.
Ὅλοι οἱ προαναφερθέντες Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων, ἀλλὰ καὶ οἱ κανόνες τῶν Ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων δὲν ἐπιτρέπουν τὴν συμπροσ ευχὴ καὶ τὴν μυστηριακὴ κοινωνία τῶν Ὀρθοδόξων μετὰ τῶν αἱ ρετικῶν καὶ τῶν ἀλλοδόξων, γιὰ τὸν λόγο ὅτι ἡ αἵρεση ἐπιζητεῖ νὰ καθυποτάξη τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀλήθεια στὸν τεμαχισμένο μεταπτωτικὸ τρόπο ὑπάρξεως τοῦ ἀν θρώπου. Ἡ Ὀρθόδοξος πίστη εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς ἀποδοχῆς τῆς ἀποκαλυφθείσης ἀληθείας καὶ ἄρα μόνον ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἔχει ἐνταχθῆ σ᾽ αὐτὴ τὴν κοινωνία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως εἶναι ἀποδεκτὸς στὴν συμπροσευχὴ καὶ τὴν μυστηριακὴ κοινωνία καὶ ἑνότητα. Ὁ ὍσιοςἘφραὶμ ὁ Σύρος ἀναφωνεῖ: «Τοιγαροῦν παραιτοῦ τὴν κοινωνίαν τῶν σχισματικῶν καὶ αἱρετικῶν»28.
Ἡ κοινωνία εἶναι σχέση καὶ ἡ σχέση προϋποθέτει αὐθυπέρβαση καὶ ταύτιση. Ὑπερβαίνει ὁ Ὀρθόδοξος χριστιανὸς τὸν ὑποκειμενισμό του καὶ ταυτίζεται μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ἀντικειμενικὴ ἀλήθεια. Ἐὰν δὲν συμβαίνη τὸ αὐτὸ καὶ μὲ τὸν συμπροσευχόμενο καθίσταται ἀδύνατος καὶ ἀνόητος ἡ συμπροσευχή.
Οἱ Ἀποστολικοὶ κανόνες, οἱ κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς ὁποίους προαναφέραμε, ἀπαγορεύουν ρητῶς τὴν συμπροσευχὴ μετὰ αἱρετικῶν καὶ ἀλλοθρήσκων. Καὶ τοῦτο γιατί ἐπιδιώκουν νὰ ἀπομακρυνθοῦν τὰ μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, ἀπὸ μία αἰσθήματο – ἐξωτερικὴ ἀντίληψη τῆς κοινωνίας καὶ ἑνότητος κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς καὶ νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν συμπροσευχὴ ὡς πράξη ὀντολογικο – πνευματικὴ ἐντὸς τοῦ χώρου τῆς ὀρθῆς πίστεως.
Ἡ διαφορετικὴ στάση ἀπέναντι στὴν συμπροσευχὴ φανερώνει μία ἀλλοτριωμένη ἀντίληψη περὶ τῆς ἐν Χριστῷ κοινωνίας, ἡ ὁποία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ υἱοθετηθῆ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁμιλῶν περὶ τῆς κοινωνίας μετὰ τῶν αἱρετικῶν, συμβουλεύει τὰ ἑξῆς: «Φεῦγε τῶν τοιούτων (αἱρετικῶν) τὰς συνουσίας ὡς τῶν φαρμάκων τὰ δηλητήρια. Καὶ γὰρ ἐκείνων οὗτοι χαλεπώτεροι· ἐκεῖνα μὲν γὰρ μέχρι τοῦ σώματος ἵστησι τὴν βλάβην, οὗτοι δὲ αὐτῇ τῇ σωτηρίᾳ τῆς ψυχῆς λυμαίνονται»29.
Οἱ ἱεροὶ Κανόνες ἐμπεριέχουν, ὡς γνωστόν, ἑρμηνευμένη τὴν ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια30. Ὡς ἐκ τούτου ἐκφράζουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ζωναρᾶς γράφει: «Οἱ ἱε ροὶ κανόνες ἐκτίθενται ὑπὸ τῶν Συν όδων εἰς κατάστασιν ἐκκλησιαστικὴν καὶ ὠφέλειαν τῶν πιστῶν»31.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ οἱ ἀνωτέρω κανόνες περὶ συμπροσευχῆς πρέπει νὰ τύχουν τῆς δεούσης προσοχῆς καὶ ἐκ μέρους τῶν λαϊκῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ κυρίως ἐκ μέρους τῶν κληρικῶν – ποιμένων της.
Ὑποσημειώσεις:
1.Βλ. Βλ. Φειδᾶ, Οἱ Ἱεροὶ Κανόνες, Ἀθῆναι 1997, σσ. 33 κ. ἑξ.
2. Ἀπό τὶς Δ´, ΣΤ´ καὶ Ζ´ Οἰκουμενικὲς Συνόδους.
3. Ράλλη - Ποτλῆ, ἔνθ᾽ ἀνωτ., τ. 3, σελ. 198.
4. Ἂς τὸ κατανοήσουν αὐτὸ ὅσοι διατείνονται ὅτι οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ δὲν εἶναι αἱρετικοί.
5. Ράλλη - Ποτλῆ, ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 199.
6. Ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 126.
7. Ράλλη - Ποτλῆ, ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 176.
8. Αὐτόθι. Βλ. καὶ τὸν Η´ κανόνα τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
9. Ἡ ἀνωτέρω ἐρώτηση καὶ ἡ ἀπόκριση, ποὺ ἀκολουθεῖ ἐπέχουν θέση κανόνος μὲ οἰκουμενικὸ κῦρος.
10. Ράλλη - Ποτλῆ, ἒνθ᾽ ἀνωτ., τ. 4, σελ. 336.
11. Αὐτόθι. Βλ. καὶ σχόλιο Ὁσ. Νικόδημου, Ἱερὸν Πηδάλιον, σελ. 670.
12.Ράλλη - Ποτλῆ, ἔνθ᾽ ἀνωτ., τ. 3, σελ. 179.
13. Ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 198.
14. Στὸν συνεορταμὸ μετὰ αἱρετικῶν καὶ ἀλλοθρήσκων ὑποφώσκει συμπροσευχὴ καὶ κοινωνία ἔξω ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς κοινωνίας πίστεως καὶ Ἁγίου Πνεύμα- τος. Ἡ σοβαρότητα τοῦ ζητήματος τῆς κοινωνίας Ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν ἐμφαίνεται καὶ στὸν κανόνα αὐτόν, ὁ ὁποῖος δὲν ἐπιτρέπει οὐδὲ αὐτὴ τὴν ἀνταλλαγὴ δώρων. Βλ. καὶ τὸν Ξ´ κανόνα τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου.
15. Οἱ πράξεις τῶν ἀλλοθρήσκων εἶναι, κατὰ τὴν παροῦσα Σύνοδο, ἀσέβειες.
16. Ράλλη – Ποτλῆ, ἔνθ᾽ἀνωτ., σελ. 206. Ἀπαγορεύει ἡ Σύνοδος αὐτὴ τὸν συνεορτασμὸ Ὀρθόδοξων καὶ ἀπίστων (Ἀρχαιοελλήνων κ.τ.τ.). Βλ. καὶ τὸν Ζ´ κανόνα τῆς ἐν Ἀγκύρᾳ Συνόδου.
17. Ράλλη - Ποτλῆ, ἔνθ᾽ ἀνωτ., τ. 2, σσ. 328–329.
18.Αὐτόθι.
19. “Ἡ αἵρεση εἶναι μία στάση ζωῆς στοὺς ἀντίποδες τῆς εὐχαριστιακῆς ἑνότητας τῆς ζωῆς”, Χρ. Γιανναρᾶ, Ἀλήθεια καὶ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, Ἀθήνα 1977, σελ. 60. - Ὁ Ὅσ. Ἐφραὶμ ὁ Σύρος συμβουλεύει: “Μηδέποτε συμφιλιάσῃς με τὰ αἱρετικῶν· Μὴ συμφάγῃς, μὴ συμπίῃς, μὴ συνοδοιπορήσῃς. Μὴ εἰσέλθῃς εἰς οἶκον αὐτῶν, μηδὲ εἰς ἐκκλησίαν πάντα γὰρ ὅσα εἰσίν, ἀκάθαρτα εἰ σίν...”. Ἔργα 5, 116.
20.Ράλλη – Ποτλῆ, ἐνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 87.
21. Αὐτόθι – Ἂς δώσουν προσοχὴ οἱ Ὀρθόδοξοι ἐκεῖνοι, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν θετικῶς περὶ τῆς ἐγκυρότητος τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν Ρωμαιοκαθολικῶν. Βλ. γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ τοὺς Ζ´ καὶ ΙΕ´ κανόνες τῶν Β´ καὶ ΣΤ´ Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀντίστοιχα, καθὼς καὶ τοὺς Α´ καὶ ΜΖ´ τοῦ Μ. Βασιλείου.
22. Ἐφ. Δ´, 5.
23. Ράλλη – Ποτλῆ, ἐνθ᾽ ἀνωτ., τ. 4, σελ. 89.
24.Ράλλη – Ποτλῆ, ἐνθ᾽ ἀνωτ., τ. 2, σελ. 471.
25. Αὐτόθι.
26. Ράλλη – Ποτλῆ, ἐνθ᾽ ἀνωτ., τ. 3, σελ. 198.
27. Ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 200. Βλ. καὶ ΚΑ´ κανόνα Καρθαγένης.
28.Ἔργα 6, 176.
29.Catecheses ad illuminados l, p. 198.
30.Βλ. Ἀρχ. Κυρίλλου Κωστοπούλου, Θεολογικὲς καὶ Φιλοσοφικὲς προσεγγίσεις, Πάτρα 2006, σελ. 116.
31. Ἁμ. Σ. Ἀλιβιζάτου, Οἱ ἱεροὶ Κανόνες, Ἀθήναις 1949 2 , σελ. 120.
πηγή: http://nefthalim.blogspot.gr/