(Μ. Βασίλειος – Επιστολή (99) προς κόμητα Τερέντιο)
Για Εκκλησιαστική κοινωνία χωρίς παραμορφωμένη την ορθή πίστη, γράφει ο Μ. Βασίλειος στην επιστολή του. Υπογραμμίζει την ορθή πίστη ως τον θεμελιώδη δογματισμό, ως την θεμελιώδη προϋπόθεση εκκλησιαστικής ενότητας – κοινωνίας, ως την στάση που καθορίζει τον πιστό ως μέλος της αληθινής Εκκλησίας.
«Την πίστιν ετυμολογητέον, την περί το όν στάσιν της ψυχής ημών», παρατηρεί ο Κλήμης Αλεξανδρείας.
Με απλά λόγια: «Την πίστη πρέπει να την ετυμολογήσουμε, ως τη στάση της ψυχής μας απέναντι στο όν».
Με δεδομένο αυτό το ετυμολογικό της πίστεως και την πλούσια θεολογική παράδοση της Εκκλησίας, ο Μ. Βασίλειος καθορίζει την Εκκλησιαστική ενότητα – κοινωνία.
Στην επιστολή του γράφει σχετικά: «Και παρουσιάσαμεν εις αυτόν (τον Ευστάθιον) τας περί της πίστεώς του κατηγορίας, όσας του απευθύνουν οι οπαδοί του Θεοδότου, και ηξιώσαμεν, εάν μεν ακολουθεί την ορθήν πίστιν, να μας το καταστήση φανερόν, δια να διατηρήσωμεν κοινωνίαν μαζί του, εάν δε είναι διαφορετικά διατεθειμένος, να γνωρίζη καλά ότι και ημείς θα είμεθα διαφορετικοί απέναντί του».
Καθώς ο θεολογικός δέκτης μας μετακινείται από την Αποστολική εποχή στο σήμερα, με σημαντικό σταθμό στους Πατέρες, συναντάει τους σημερινούς Ορθοδόξους (;) Ιεράρχες, που παραβλέπουν την ορθότητα της πίστεως και συλλειτουργούν με τους οικουμενιστές Πατριάρχες και επισκόπους. Συναντάει ακόμη τους σημερινούς Ορθοδόξους, που απομονώθηκαν από την εκκλησιολογία του Μ. Βασιλείου (και της Καθολικής Αποστολικής εκκλησίας) και περιορίσθηκαν μονομερώς στον Γέροντας και στην υπακοή!
Εκτιμούμε, σεβόμαστε και υπακούμε στην υπευθυνότητα και διακριτικότητα των Πνευματικών, που χωρίς παραποίηση ή νοθεία της Πατερικής παράδοσης, οδηγούν στην Ορθόδοξη πνευματικής πορεία.
Όντως μεγάλα αναστήματα οι πνευματικοί εκείνοι, που διωκόμενοι υπηρετούν την εκκλησία και εμβαθύνουν στη ζωή και στα κείμενα των αγίων Πατέρων. Στο παράδειγμά τους αντανακλάται η χριστοκεντρική τους εμπειρία.
Πώς να μην εμπιστευόμαστε τις θέσεις του Μ. Βασιλείου περί διακοπής εκκλησιαστικής κοινωνίας με τους αιρετικούς, όταν ο ίδιος είναι σκυταλοδρόμος της Αποστολικής παράδοσης;
Γράφει ο Κύριλλος Αλεξανδρείας: «Πανταχόθεν ούν άρα συνωθούμενοι προς αλήθειαν, και το τοις ιεροίς γράμμασιν δοκούν ιχνηλατείν ευ μάλα σπουδάζοντες, και των Πατέρων επόμενοι δόξαι, τον εκ ρίζης Ιεσσαί…», δηλ. «από παντού, λοιπόν, παρακινούμαστε προς την αλήθεια. Και φροντίζοντας να ιχνηλατούμε το νόημα των Γραφών με πολλή προσοχή και ακολουθώντας τις γνώμες των Πατέρων, πιστεύουμε σε Εκείνον, που προέρχεται από τη ρίζα Ιεσσαί…» (Περί ορθής πίστεως εις τον Χριστόν, ΜΔ΄, Migne T. 76).
Σήμερα, υπάρχει κακής ποιότητας εκκλησιαστική ενότητα, συνύπαρξη δηλ. Ορθοδοξίας και οικουμενισμού, που οδηγεί κλήρο και λαό σε νοσηρή πνευματικότητα.
Όταν οι λίγοι συνειδητοί Ορθόδοξοι απαντούν Πατερικά στη νοησιαρχική αυτή άρθρωση του οικουμενισμού, τότε οι οικουμενιστές μεταπηδούν στον εκνευρισμό, στην κακία, στις διώξεις!
Εκδηλώσεις νοσηρής οικουμενιστικής πνευματικότητας αποτελούν, για παράδειγμα, τα συλλείτουργα και οι συμπροσευχές Ορθοδόξων και αιρετικών, καθώς και οι «καλλιτεχνικές» εκδηλώσεις Μητροπόλεων την περίοδο του Δεκαπενταυγούστου, όπου καταλύθηκε πνευματικά η αυστηρή νηστεία της περιόδου.
Καλλιεργείται ένα «κοινό ηθικό αίσθημα» πολιτισμού, αγάπης, συμπόνιας και αλληλεγγύης σε οικουμενιστική βάση.
Τα δρώμενα αυτά, της αναδιάταξης του εκκλησιαστικού περιβάλλοντος, επιδρούν μαζικά σε πιστούς, που δεν αντιλαμβάνονται τους σκοπούς των οικουμενιστών επισκόπων σε προοπτική μακρομεταστροφής.
Το Πανάγιο Πνεύμα δια των αγίων Αποστόλων και αγίων Πατέρων της Εκκλησίας οριοθέτησε όλο το δογματικό, πνευματικό, ηθικό, ασκητικό και παιδαγωγικό περιεχόμενο της Ορθοδοξίας.
Οι φωνές των Καππαδόκων Πατέρων, των Στουδιτών, του Μαξίμου του Ομολογητή, του Ιωάννου Δαμασκηνού, του Γρηγορίου του Παλαμά, των Σιναϊτών και των Αγιορειτών Πατέρων, πάντοτε υπογράμμιζαν το δογματικό περιεχόμενο της Ορθοδοξίας ως προτεραιότητα ζωής και βεβαίωση σωτηρίας, σ’ αντίθεση με τους σημερινούς πιστούς, με τα σημερινά μοναστήρια και με τους σημερινούς επισκόπους και πνευματικούς, που καλλιεργούν «έκφραση και βίωση» της Ορθοδοξίας χωρίς την ορθότητά της.
Στην επιστολή του ο Ι. Πατήρ ενδιαφέρεται για την Ορθόδοξη συγχρονική συνέχεια της Εκκλησίας, για την μυστική γνωριμία – κοινωνία των πιστών με την Ορθοδοξία, ώστε η εκκλησιαστική κοινωνία με τον Ευστάθιο Σεβαστείας να μην τροφοδοτείται από την αίρεση.
Σε άλλο σημείο της επιστολής του ο Ι. Πατήρ υπογραμμίζει: «Εάν είναι αληθινά τα θρυλούμενα από σας, πρέπει να του προτείνωμεν ένα γραπτόν υπόδειγμα περιέχον ολόκληρον την έκθεσιν της ορθής πίστεως (ομολογίας πίστεως). Εάν μεν λοιπόν τον εύρω συμφωνούντα εγγράφως, θα διατηρήσω την κοινωνίαν· εάν δε τον συλλάβω υπαναχωρούντα, θα διακόψω την συνάφειαν με αυτόν».
Στην επιστολή αυτή ο Μ. Βασίλειος, συμβάλλει καθοριστικά στο ν’ αντιληφθούμε: πότε είμαστε στο χώρο της Εκκλησίας οντολογικά και πότε όχι. Πότε διχάζουμε την Εκκλησία και πότε όχι. Οι προσπάθειες πολλών Γερόντων και πνευματικών να διατηρήσουν το εκκλησιαστικό status quo σε νέο επίπεδο πνευματικής ισορροπίας με τον οικουμενισμό, τους θέτει εκτός πατερικής γραμμής, εκτός Εκκλησίας, όπως τονίζει ο Μ. Βασίλειος.
Παλαιότερα, πριν τη «συνοδική» κατοχύρωση του οικουμενισμού, οι εκκλησιαστικές αστάθειες διορθώνονταν από σταθεροποιητικές παρεμβάσεις Ορθοδόξων επισκόπων και μοναχών. Σήμερα, υπάρχει κρίσιμο όριο εκκλησιαστικής εκτροπής – αστάθειας και χρειάζεται δυναμική Μ. Βασιλείου, για να μετακινηθεί το οικουμενιστικό σύστημα έξω από την Εκκλησία.
Ερωτήματα: Ο Μ. Βασίλειος στην επιστολή του αυτή, περί διακοπής κοινωνίας με τους αιρετικούς, διχάζει την Εκκλησία; Δημιουργεί σχίσματα;
Οι θέσεις του είναι ή δεν είναι έμπρακτη εφαρμογή του μεταγενέστερου 15ου κανόνα της Α-Β συνόδου; Ασφαλώς και είναι. Ο Άγιος Μάξιμος Γραικός γράφει: «Η τρίτη Ιερά Σύνοδος καθόρισε και αποφάσισε ότι, όποιος τολμήσει στο μέλλον να προσθέσει ή να αφαιρέσει στο σύμβολο της πίστεως, να είναι αναθεματισμένος και να στερηθεί κάθε ευλογία και Χριστιανικής συναναστροφής (Λόγος Η΄).
Για τις διδασκαλίες των οικουμενιστών ισχύει το ψαλμικό:
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ