του Νεκτάριου
Δαπέργολα
Διδάκτορος Ιστορίας
Ενώ η ένταση από τις τουρκικές προκλήσεις
συνεχίζει να κλιμακώνεται, ταυτόχρονα συνεχίζεται απαράλλακτη και η επίδειξη
της γνωστής ψοφοδεούς ελληνικής στάσης. Μιας στάσης «εμπλουτισμένης» απλώς
πλέον με τους κωμικοτραγικούς πανηγυρισμούς κάποιων για τη δήθεν στήριξη που
απολαμβάνουμε από τους εταίρους μας και για τη…διεθνή απομόνωση της Τουρκίας. Αλλά
και «εμπλουτισμένης» από μία σειρά καθημερινών δηλώσεων, τοποθετήσεων και
«αναλύσεων» εκ μέρους ενός ολόκληρου συνεπικουρούντος πολιτικού και δημοσιογραφικού
κόσμου, που προσπαθεί να μας πείσει για την άμεση αναγκαιότητα να κρατήσουμε ως
χώρα στάση κατευνασμού, ειρηνικής διευθέτησης, κατανόησης, συνεργασίας ή όπως
αλλιώς θέλουν όλοι αυτοί να βαφτίζουν τον επαίσχυντο ενδοτισμό.
Εννοείται βέβαια ότι τίποτε απ’ όλα αυτά
δεν μπορεί να μας κάνει κατά τι σοφότερους. Γνωστός ο ρόλος των
πολιτικοοικονομικών ελίτ της χώρας (όπως και των παρατρεχάμενων φερεφώνων
τους). Γνωστός και απολύτως αναμενόμενος. Το θέμα είναι απλώς αν κατάλαβαν μερικοί έστω ακόμη σε αυτόν τον τόπο (και
πασιφανώς δεν εννοούμε πλέον τους πολιτικούς ιθύνοντες) πού ακριβώς μάς οδηγεί
με νομοτελειακή μαθηματική ακρίβεια η αύξηση της τουρκικής επιθετικότητας των
τελευταίων μηνών (για να μην πω ετών), σε συνδυασμό με αυτή την απίστευτη εδώ
και δεκαετίες οσφυοκαμπτική ενδοτικότητα ολόκληρου συνολικά του πολιτικού
προσωπικού της χώρας.
Μας οδηγεί
ξεκάθαρα σε πόλεμο. Δεν ξέρει κανείς βέβαια πότε ακριβώς θα συμβεί κι ούτε αν
θα είναι πόλεμος «κανονικός» ή απλώς κάποιο εκτεταμένο θερμό - αλλά πάντως αιματηρό
- επεισόδιο ή μία σύρραξη 3-4 ημερών (όπως φαίνεται και το πολύ πιθανότερο),
ούτε και θα καταστροφολογήσουμε ασύστολα για το πόσο ζοφερή θα είναι η επόμενη
μέρα. Δεν θα το πράξουμε, παρά την κρισιμότητα των στιγμών και παρά την έντονη
ανησυχία λόγω όχι μόνο της τουρκικής απειλής αλλά και της παρουσίας εντός της
εδαφικής μας επικράτειας τόσων αλλοφύλων (που μπορούν κάλλιστα να παίξουν τον
ρόλο αφιονισμένων δούρειων ίππων ακραίου τζιχαντιστικού τρόμου). Εμείς άλλωστε
στηρίζουμε και αλλού τις ελπίδες μας κι έχουμε πάντα κατά νου και τα λόγια
κάποιων σύγχρονων αγίων μας για να μας ενθαρρύνουν (χωρίς πάντως ίχνος
εφησυχασμού). Ομαλή απεμπλοκή ωστόσο από όλη αυτή την κατάσταση στην οποία
βρισκόμαστε, είναι φανερό πως δεν μπορεί πια να επέλθει.
Και το γιατί
είναι βεβαίως πολύ απλό. Όταν πας από εθνική ταπείνωση σε εθνική ταπείνωση,
όταν ξεπουλάς - ή μάλλον εκχωρείς - τα πάντα ακόμη και απέναντι σε αστεία (από
πλευράς ισχύος) ψευδοαρπακτικά τύπου Σκοπίων και Αλβανίας, όταν αφήνεις τον εξ
Ανατολών μεγαλοφασίστα αρχιτραμπούκο και αποδεδειγμένα αδηφάγο γείτονα να
μετατρέπει νυχθημερόν σε ξέφραγο αμπέλι τα θαλάσσια (και εσχάτως και χερσαία)
σύνορά σου, να απειλεί ευθέως ελληνικά νησιά, να προβαίνει σε πρωτοφανείς
προκλήσεις με ανακηρύξεις ψεύτικων ΑΟΖ και με συνεχείς άλλες προσβολές και όταν
απέναντι σε όλα αυτά εσύ παραμένεις σταθερά στη συνήθη στάση προσκυνημένου και
άπνοου νενέκου ή απλώς επιμένεις να
ψελλίζεις φληναφήματα περί παραβιάσεων του…διεθνούς δικαίου, τότε δύο πράγματα
επιτυγχάνεις. Το πρώτο είναι να γίνεις καταγέλαστος στα μάτια των τρίτων που
παρακολουθούν, χάνοντας και τα τελευταία ίχνη υπόληψης και σεβασμού εκ μέρους
τους - και άρα και την παραμικρή πιθανότητα να σε πάρουν στα σοβαρά και να
εμπλακούν στην υπόθεση με οποιοδήποτε άλλο τρόπο πέρα από ανόρεχτα μισόλογα και
ανούσιες λεκτικές αναφορές. Το δεύτερο (και ακόμη πιο σοβαρό) είναι να ανοίγεις
ολοένα και περισσότερο την όρεξη του εχθρού - και να το πράττεις μάλιστα με όλη
την ενάργεια της θουκυδίδειας πολιτικής επιστημολογίας. Μόνο που εκείνο βέβαια
το περίφημο «αν υποχωρήσετε στα ασήμαντα, αμέσως θα σας απαιτηθεί και κάτι
μεγαλύτερο, επειδή θα είναι πια γνωστό ότι φοβάστε» του Θουκυδίδη («οἷς εἰ
ξυγχωρήσετε, καὶ ἄλλο τι μεῖζον εὐθύς ἐπιταχθήσεσθε ὡς φόβῳ καὶ τοῦτο
ὑπακούσαντες») έχει πλέον προ πολλού ξεπεραστεί από τους ευρισκομένους (κρίμασιν οἷς Κύριος οἶδε) εδώ και δεκαετίες
στο τιμόνι της χώρας. Είμαστε πια εδώ και πάρα πολύ καιρό στη φάση που
υποχωρούμε - κυριολεκτικά τρέχοντας και διαγκωνιζόμενοι ατάκτως - όχι μόνο στα
μικρά, αλλά και στα μεγάλα. Στη φάση που τα παραδίδουμε όλα, αναφανδόν και
ξεδιάντροπα.
Ο πόλεμος όμως δεν αποφεύγεται έτσι. Δεν
χρειάζεται να είσαι ούτε πολιτικός επιστήμονας, ούτε άτομο τρομακτικής ευφυΐας
για να το καταλάβεις. Όποιος έχει διαβάσει στη ζωή του λίγες μόνο αράδες από
Θουκυδίδη, ξέρει το γιατί. Το ξέρει φυσικά κι όποιος έχει στοιχειώδη έστω γνώση
όσων προηγήθηκαν του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με τη συμφωνία που υπέγραψε το 1938
στο Μόναχο ο Άγγλος πρωθυπουργός Νέβιλ Τσάμπερλεν στο πλαίσιο της περιβόητης
«πολιτικής κατευνασμού» του Χίτλερ και τις πανηγυρικές του δηλώσεις ότι πλέον «έχουμε
ειρήνη» (για την Ιστορία, υπενθυμίζουμε ότι ελάχιστα μόλις μετά, ο
Χίτλερ προσάρτησε βίαια την Τσεχοσλοβακία και λίγους μήνες αργότερα εισέβαλε
στην Πολωνία).
Περίφημη έμεινε βέβαια και η δήλωση του
Ουίνστον Τσώρτσιλ αμέσως μετά την υπογραφή της συμφωνίας του 1938: «Η κυβέρνηση είχε να διαλέξει ανάμεσα στον πόλεμο
και τη ντροπή. Διάλεξε τη ντροπή. Αλλά θα έχει και πόλεμο». Εμείς βρισκόμαστε
ασφαλώς σε ακόμη χειρότερο σημείο, έρμαια μιας μάταιης και αδιέξοδης δήθεν
απόπειρας «κατευνασμού» μιας εξαγριωμένης και ορκισμένα επεκτατικής εχθρικής
δύναμης, που η ελεεινή φοβική μας στάση την κάνει ολοένα και πιο επεκτατική και
ανεξέλεγκτη. Για να αποφύγουμε δήθεν τον πόλεμο, επιλέξαμε να καταπίνουμε
νυχθημερόν απίστευτες ταπεινώσεις, επιλέγοντας συστηματικά και ξετσίπωτα τη
ντροπή.
Αμφιβάλλει άραγε κανείς για το πόσο κοντά είναι πλέον και
ο πόλεμος;