Πρωτοπρεσβύτερος
Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος
Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
ΜΑΖΙ
ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΑΝ ΠΛΑΝΑΤΑΙ;
Παρερμηνεύουν
τόν Χρυσόστομο
τρεῖς
ἐπίσκοποι καί Ἁγιορείτης ἡγούμενος
Προλεγόμενα
Ἐδῶ καί ἀρκετό καιρό κυκλοφορεῖ στούς ἐκκλησιαστικούς καί θεολογικούς κύκλους μία ἐπικίνδυνη θέση γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ἄγνωστη στήν Ἁγία Γραφή καί στήν Πατερική Παράδοση. Δυσκολεύονται οἱ Οἰκουμενιστές καί Συγκρητιστές νά περάσουν στό πλήρωμα τίς Ἐκκλησίας τίς ἀντιευαγγελικές καί ἀντιπατερικές διδασκαλίες τους, μολονότι σέ ἐπίπεδο κορυφῆς ἔχουν ἀρκετές ἐπιτυχίες. Αὐτό φάνηκε στήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης (2016), στό ψευδοαυτοκέφαλο τῆς Οὐκρανίας (2018) καί τώρα, μέ πρόσχημα τόν Κορωνοϊό, στό κλείσιμο τῶν ναῶν καί στήν κατασυκοφάντηση τοῦ ἁγιωτάτου καί ὑψίστου μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Ἡφαίστειο
πού βράζει οἱ συνειδήσεις τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν, πού βλέπουν νά προδίδονται ἡ
Πίστη καί τά θέσμια τῆς Ἐκκλησίας ἀπό δειλούς καί ἀνάξιους ἱεράρχες. Δύσκολα
βρίσκουν οἱ τελευταῖοι πειστικά ἐπιχειρήματα. Καταφεύγουν λοιπόν κάποιοι στό κῦρος
τῶν Ἁγίων Πατέρων καί λέγουν στούς πιστούς: Μήν ἀντιδρᾶτε καί μήν
σκανδαλίζεσθε. Μήν σκέφτεστε ἀποτειχίσεις καί διακοπή κοινωνίας μέ τούς ἐπισκόπους.
Ἀκόμη καί ἄν εἶναι σωστά αὐτά πού λέτε, ἀκόμη καί ἐάν ἐσεῖς ὀρθοτομεῖτε τόν
λόγο τῆς ἀληθείας, καί ἡ Ἐκκλησία πλανᾶται, εἶναι καλύτερα νά εἶσθε μαζί τήν
πλανώμενη Ἐκκλησία, παρά νά ὀρθοτομεῖτε καί νά εἶσθε ἐκτός αὐτῆς. Ἀποδίδουν
μάλιστα αὐτήν τήν γνώμη στόν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο, παρερμηνεύοντας ἀλλά καί
διαστρέφοντας κάτι πού εἶχε πεῖ σέ ἄλλη συνάφεια.
Αὐτήν
λοιπόν τήν παρερμηνεία ἀναιροῦμε μέ τό παρόν ἄρθρο, τό ὁποῖο ὅμως πῆρε
μεγαλύτερη ἔκταση ἀπό ὅση περιμέναμε. Γιά τόν λόγο αὐτό καί γιά νά κρατηθεῖ τό ἐνδιαφέρον
τῶν ἀναγνωστῶν, γιά νά ἀντέξουν νά τό διαβάσουν μέχρι τέλους, παρουσιάζουμε τίς
ἑνότητες πού περιέχει ἐδῶ στά Προλεγόμενα:
1.
Ἁλυσίδα πλανῶν τῆς σύγχρονης Ἱεραρχίας.
2.
Κακή ὑπακοή καί ἁγία ἀνυπακοή.
3.
Ἡ διακοπή μνημόνευσης τῶν αἱρετιζόντων ἐπισκόπων εἶναι ἁγία ἀνυπακοή.
4.
Ἐπικίνδυνη ἐκκλησιολογία καί σωτηριολογία
5.
Οἱ μητροπολίτες Ναυπάκτου Ἱερόθεος, Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος, Γόρτυνος Ἰερεμίας καί ὁ ἡγούμενος
τῆς Βατοπαιδίου Ἐφραίμ παρερμηνεύουν θέση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου.
6.
Ἀνασκευή καί διόρθωση τῆς παρερμηνείας.
7.
Σέ ποιο γεγονός ἀναφέρεται ὁ Χρυσόστομος;
8.
Ἐνδεικτικές θέσεις τοῦ Χρυσοστόμου γιά ὑπακοή ἤ ἀνυπακοή στήν Ἱεραρχία.
Ἐπίλογος
1.
Ἁλυσίδα πλανῶν τῆς σύγχρονης Ἱεραρχίας
Οἱ
δογματικές καί ἱεροκανονικές ἐκτροπές τῆς Διοικούσας Ἐκκλησίας στήν Ἑλλάδα ἦσαν
σπάνιες κατά τούς 19ο καί 20ό αἰῶνες, αὐξήθηκαν ὅμως καί τείνουν νά
γίνουν καθεστώς κατά τόν τρέχοντα 21ο αἰώνα. Ἡ ἀρχή τοῦ κακοῦ ἔγινε
μέ τήν ἐπίσκεψη τοῦ πάπα στήν Ἀθήνα τόν Μάϊο τοῦ 2001 καί συνεχίσθηκε μέ τήν ὑπογραφή
ἀντορθοδόξων κειμένων στό Θεολογικό Διάλογο μέ τούς Προτεστάντες στό Πόρτο Ἀλέγκρε
τῆς Βραζιλίας (2006) καί στό Πουσάν τῆς Ν. Κορέας (2013). Κορυφώθηκε στήν
ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης τόν Ἰούνιο τοῦ 2016, στήν ὁποία μία κολοβή καί ἀντικανονική
σύναξη τῆς μειοψηφίας τῶν Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων ἀνέτρεψε ὅλη τήν ὀρθόδοξη
διδασκαλία Συνόδων καί Πατέρων καί ἀναγνώρισε τίς αἱρέσεις ὡς ἐκκλησίες, ἐνισχύοντας
τήν θέση αὐτή μέ τήν ἔγκριση τῆς συμμετοχῆς τῆς Ἐκκλησίας στό λεγόμενο
Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, δηλαδή αἱρέσεων, καί μέ τήν ἐπαινετική ἀποδοχή τῶν
αἱρετιζόντων κειμένων τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων.
Ἐλπίζαμε
ὅτι ἡ ἱεροκανονική διακοπή μνημόνευσης ἐπισκόπων, πού συμμετεῖχαν στήν
ψευδοσύνοδο ἤ ὑποστήριξαν τίς ἀποφάσεις της ἐκ μέρους κάποιων κληρικῶν, θά ἀναχαίτιζε
αὐτήν τήν ἀντορθόδοξη καί δαιμονοκίνητη πορεία, ἀλλά πρός τό παρόν αὐτό δέν
συνέβη. Ἐπειδή δέν ὑπῆρξε ἰσχυρή ἀντίδραση κυρίως ἐκ μέρους τῶν ἐπισκόπων, τό ὀρθόδοξο
μέτωπο ἐμφανίσθηκε ἀσθενές. Γι᾽ αὐτό προχώρησε ὁ Διάβολος μέ ἰσχυρότερες
δυνάμεις στό ἐσωτερικό τῆς Ἐκκλησίας. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἡ πάλαι ποτέ
πηγή τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων, αἰχμάλωτο τώρα τῆς παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί
ὄργανο ἀντιεκκλησιαστικῶν καί διαιρετικῶν δυνάμεων καί γεωπολιτικῶν μή ἐκκλησιαστικῶν
συμφερόντων, προχώρησε χωρίς τή σύμφωνη γνώμη τῶν αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν, στήν ἀναγνώριση
τῶν ἀχειροτόνητων σχισματικῶν τῆς Οὐκρανίας στούς ὁποίους παραχώρησε αὐτοκεφαλία,
ἀγνοώντας καί τήν κανονική αὐτόνομη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ὑπό τόν μητροπολίτη Ὀνούφριο,
ἀλλά καί τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, στήν δικαιοδοσία τῆς ὁποίας κατά κοινή καί
σταθερή ἀποδοχή ὑπάγεται ἡ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, ὅπως δείξαμε μέ σειρά μελετῶν
μας[1].
Ὁ αὐταρχισμός καί τό παπικῆς κατοχύρωσης πρωτεῖο τοῦ Κωνσταντινουπόλεως, ὡς
«πρωτεῖο ἄνευ ἴσων» (primus
sine
paribus),
μετά τό Κολυμπάρι κυριάρχησε καί στό ψευδοαυτοκέφαλο τῶν σχισματικῶν τῆς Οὐκρανίας.
Αἱρέσεις καί σχίσματα ὑπό τήν σκέπη τώρα τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, τῆς
Ἁγίας Σοφίας, βεβηλούμενης γιά τίς ἁμαρτίες μας ἀπό τούς πιστούς τοῦ Ἰσλάμ. Ὑπάρχει
ἰσχυρότερη ἀπόδειξη περί τοῦ ὅτι δέν μᾶς προστατεύει πλέον ὁ Θεός καί παραδίδει
τά σεβάσματά μας εἰς τούς ἐχθρούς τῆς Πίστεως, τήν ὁποία τόσο συχνά προδίδουμε;
Καί
τό χείριστο ὅλων, τό ὁποῖο πλέον δέν ἀφήνει καμμία ἀμφιβολία ὅτι εἰσῆλθαν πολλά
δαιμόνια μέσα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ὁ ἐχθρός εἶναι ἐντός τῶν τειχῶν, εἶναι
ὅσα ζήσαμε ἀπό τήν περασμένη ἄνοιξη καί ἐξακολουθοῦμε νά ζοῦμε, ποιός ξέρει
μέχρι πότε, μέ πρόφαση καί πρόσχημα τήν λοίμωξη τοῦ Κορωνοϊοῦ: Κλείσιμο τῶν ναῶν,
δυσφήμηση τῆς Θείας Κοινωνίας, ἀποφυγή ἀσπασμοῦ εἰκόνων καί λειψάνων, ἀπολύμανση
τῶν ναῶν, μασκοφορία ἐντός τῶν ναῶν, ἐπίσκοποι καί ἱερεῖς μασκοφορεμένοι, χρήση
πολλῶν λαβίδων καί ἀπολύμανση ὅσων χρησιμοποιήθηκαν, ἀντίδωρο περιτυλιγμένο ἤ
διανεμημένο ἀπό ἱερεῖς μέ γάντια, τό χέρι τοῦ ἱερέων δέν τό ἀσπαζόμαστε καί
τόσα ἄλλα ἀδιανόητα καί βλάσφημα, ὅπως ἐπίσης προσπαθήσαμε νά δείξουμε ἀκολουθώντας
τούς Ἁγίους[2].
2.
Κακή ὑπακοή καί ἁγία ἀνυπακοή.
Ὅλα
αὐτά τά ὁποῖα μέ πολλή συντομία ἀναφερθήκαμε συνετέλεσαν στήν ἀφύπνιση τοῦ ὑγιοῦς
πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο παραπονούμενο δικαιολογημένα γιά τήν ἀδράνεια
καί ἀδιαφορία τῆς πλειονότητας τῶν ἐπισκόπων ἀμφιβάλλει καί δυσπιστεῖ γιά τήν
ποιμαντική τους μέριμνα καί ἐπιστασία καί προβληματίζεται πλέον γιά τό ἄν
πρέπει νά ὑπακούει στίς συστάσεις καί νουθεσίες τους ἤ νά τούς θεωρήσει ὡς
λυκοποιμένες καί ὁδηγούς στήν ἀπώλεια καί ὄχι στήν σωτηρία. Δέν χρειάζεται τώρα
νά ἀναπτύξουμε τήν βεβαιωμένη στούς αἰῶνες ἀλήθεια ὅτι ὅλων σχεδόν τῶν αἱρέσεων
καί τῶν σχισμάτων πρωτοστάτες καί ἀρχηγοί ἦσαν πατριάρχες, ἐπίσκοποι, ἱερεῖς,
μερικές φορές καί σύνοδοι ἐπισκόπων. Ἄν οἱ πιστοί ἀκολουθοῦσαν ὅλους αὐτούς, θά
εἶχε καταλυθῆ καί δέν θά ὑπῆρχε σήμερα ἡ Ἐκκλησία. Αὐτό πού θέλουμε νά ἐπισημάνουμε
εἶναι ὅτι πολλές φορές ὅσοι προχωροῦν σέ δογματικές παρεκκλίσεις καί διαιρετικές
ἐνέργειες ἀντιλαμβάνονται ὅτι τό κακό ἔχει παραγίνει, καί δέν θά μποροῦν πλέον
νά σταθοῦν σέ ὀρθόδοξο ἔδαφος οὔτε νά ἀπολαύουν σεβασμοῦ καί τιμῆς, γι᾽ αὐτό καί
ἐπιχειροῦν νά δημιουργήσουν θεολογική σύγχυση διαστρέφοντας τήν Ἁγιογραφική καί
Πατερική διδασκαλία καί παρερμηνεύοντας γνῶμες Ἁγίων Πατέρων, ὥστε ὅσοι δέν
μποροῦν νά ἐξακριβώσουν τήν ἀλήθεια τῶν ἰσχυρισμῶν τους νά τούς ἐμπιστεύονται
καί νά τούς ἀκολουθοῦν.
Τό
πιό ἐπίμαχο θέμα καί πολύ παρεξηγημένο εἶναι ἡ ὑποχρέωση ὑπακοῆς στούς ἐπισκόπους
καί στούς πνευματικούς, εἰς ὅ,τι αὐτοί λέγουν καί πράττουν. Οὔτε αὐτό τό σημαντικό
θέμα μποροῦμε ἐδῶ νά τό ἀναπτύξουμε ἐπαρκῶς. Πρίν ἀπό δεκαπέντε χρόνια γράψαμε
βιβλίο μέ τίτλο «Κακή ὑπακοή καί ἁγία ἀνυπακοή»[3],
στό ὁποῖο βρίσκει κανείς ἀρκετό ὑλικό γιά νά ἀποφασίσει ἄν θά ἀκολουθήσει τήν
κακή ὑπακοή ἤ θά συνταχθεῖ μέ τήν ἁγία ἀνυπακοή. Δέν εἶναι πάντοτε καλή ἡ ὑπακοή·
πολλές φορές ἡ ὑπακοή μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεό, ὅταν ὑπακούουμε σέ ἐπισκόπους πού
δέν ὀρθοτομοῦν τόν λόγο τῆς ἀληθείας καί ἐνισχύουν αἱρέσεις καί σχίσματα. Μέ τήν
ὑπακοή ἰσχύει ὅτι καί μέ τήν μεγάλη ἀρετή τῆς εἰρήνης. Οὔτε ἡ εἰρήνη καί ἡ ὁμόνοια
εἶναι πάντοτε καλά καί ἀγαθά, ὅταν μᾶς χωρίζουν ἀπό τόν Θεό. Εἶναι ἀποφθεγματική
καί παναληθής ἡ διδασκαλία δύο μεγάλων Ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι προτιμοῦν τόν
πόλεμο καί τήν διάσταση, ὅταν ἡ εἰρήνη καί ἡ ὁμόνοια μᾶς χωρίζουν ἀπό τόν Θεό. Ὁ
Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος λέγει ὅτι «κρείττων
γάρ ἐπαινετός πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ»[4].
Καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ ἐκ
γενετῆς τυφλοῦ καί τήν διαφωνία πού ὑπῆρξε μεταξύ τῶν Ἰουδαίων περί τοῦ ἄν ὁ
Χριστός ἦταν ἐκ τοῦ Θεοῦ ἤ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, καί ἰδιαίτερα αὐτό πού λέγει ὁ εὐαγγελιστής
ὅτι «σχίσμα οὖν ἦν αὐτοῖς», λέγει ὅτι
μακάρι νά εἶχαν ἀποσχισθῆ τελείως ἀπό τούς Φαρισαίους πού διέβαλλαν τόν Χριστό·
ἄν εἶχαν ἀποσχισθῆ τελείως, γρήγορα θά ἐγνώριζαν τήν ἀλήθεια. Γιατί ὑπάρχει καί
καλό σχίσμα, ὑπάρχει κακή ὁμόνοια καί καλή διαφωνία: «Ὡς εἴ γε τέλεον ἀπεσχίσθησαν, ταχέως ἄν τήν ἀλήθειαν ἐπέγνωσαν. Ἔστι γάρ
σχισθῆναι καλῶς. Διό καί αὐτός ἔλεγεν· “Οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπί τήν γῆν, ἀλλά
μάχαιραν”. Ἔστι γάρ καί κακή ὁμόνοια, ἔστι καί καλή διαφωνία. Καί γάρ οἱ τόν
πύργον οἰκοδομοῦντες, ὡμονόησαν ἐπί κακῷ τῷ ἑαυτῶν· καί οἱ αὐτοί οὗτοι πάλιν, ἄκοντες
μέν, ἐπί συμφέροντι ὅμως ἐσχίσθησαν…καί Ἰούδας ὡμονόησε μετά τῶν Ἰουδαίων κακῶς.
Ἔστιν οὖν σχισθῆναι καλῶς καί ἔστιν ὁμονοῆσαι κακῶς… Ὥστε οὐ πανταχοῦ ὁμόνοια
καλόν, ὥσπερ οὖν οὐδέ πανταχοῦ ἡ διάστασις κακόν»[5].
Τά ἴδια ἐπαναλαμβάνει ἑρμηνεύοντας τό μνημονευθέν χωρίο τοῦ Κατά Ματθαῖον Ἁγίου
Εὐαγγελίου «οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλά
μάχαιραν»[6]. Ἡ
εἰρήνη ἐπιτυγχάνεται, ὅταν ἀποκόπτεται τό ἄρρωστο, ὅταν χωρίζεται αὐτό πού
στασιάζει. Ὁ γιατρός σώζει τό ὐπόλοιπο σῶμα, ὅταν ἀποκόψει τό ἀνίατο μέρος, καί
ὁ στρατηγός, ὅταν προκαλέσει διάσταση σέ κακό συνασπισμό ἀνταρσίας. Ἔτσι ἔγινε
καί στόν πύργο τῆς Βαβέλ· «τήν γάρ κακήν
εἰρήνην ἡ καλή διαφωνία ἔλυσε, καί ἐποίησεν εἰρήνην». Δέν εἶναι πάντοτε ἡ ὁμόνοια
καλή, γιατί καί οἱ ληστές συμφωνοῦν, ὅταν διαπράττουν ληστεῖες· «οὐ γάρ
πανταχοῦ ὁμόνοια καλόν· ἐπεί καί λησταί συμφωνοῦσιν». Ὁ Χριστός θέλει νά
συμφωνοῦν ὅλοι στήν εὐσέβεια· ὅταν διαφωνοῦν μέ τά εὐσεβῆ δόγματα προκαλεῖται
πόλεμος· «Αὐτός μέν γάρ ἐβούλετο πάντας ὁμονοεῖν
εἰς τόν τῆς εὐσεβείας λόγον· ἐπειδή δέ ἐκεῖνοι διεστασίαζον, πόλεμος γίνεται»[7].
3.
Tήν
ἁγία ἀνυπακοή ἐφαρμόζουν ὅσοι διακόπτουν τήν μνημόνευση αἱρετιζόντων ἐπισκόπων.
Ὅταν
ἑπομένως προσβάλλεται ἡ εὐσέβεια, προσβάλλονται ἡ Πίστη καί τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας,
εἶναι ἀδιανόητο καί ἀσεβές νά ὑπακούουμε εἰς ὅσους τά προσβάλλουν, μέ τήν
δικαιολογία πώς δέν πρέπει νά προκαλέσουμε διαιρέσεις καί σχίσματα. Τίς διαιρέσεις
καί τά σχίσματα τά προκαλοῦν ὅσοι διδάσκουν αἱρέσεις ἤ ἀποδέχονται αἱρέσεις, καί
ὄχι ὅσοι διαφωνοῦν καί διακόπτουν τήν κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς καί αἱρετίζοντες.
Τήν ὁλοφάνερη αὐτή ἁγιογραφική καί πατερική διδασκαλία τήν ἐξέφρασε ἀξιωματικά
καί ἀναντίρρητα ὁ 15ος κανών τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τῆς
Κωνσταντινούπολης ἐπί Μ. Φωτίου (861), ὁ ὁποῖος ἁπλᾶ καί καθαρά λέγει ὅτι, ὅταν
κάποιος πατριάρχης, μητροπολίτης ἤ ἐπίσκοπος κηρύσσει φανερά, «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», αἵρεση, καταδικασμένη
ἀπό Πατέρες καί Συνόδους, τότε διακόπτεται ἡ μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ
πατριάρχη, μητροπολίτη ἤ ἐπισκόπου μέσα στή θεία Λατρεία. Αὐτοί δέ πού μέ τόν
τρόπο αὐτό ἀποτειχίζονται, ὑψώνουν
δηλαδή ἕνα τεῖχος προστασίας ἀπό τόν αἱρετικό ἤ αἱρετίζοντα προεστῶτα, πρέπει ὄχι
μόνο νά μή τιμωροῦνται, ἀλλά νά ἐπαινοῦνται, διότι προφυλάσσουν τήν Ἐκκλησία ἀπό
τίς αἱρέσεις καί τά σχίσματα[8].
Ἡ διακοπή ἑπομένως μνημόνευσης τοῦ ὀνόματος αἱρετικοῦ ἤ αἱρετίζοντος ἐπισκόπου,
καί μάλιστα «πρό συνοδικῆς διαγνώσεως», δηλαδή πρίν νά καταδικασθεῖ ὡς αἱρετικός
ἀπό σύνοδο, εἶναι τό μόνο ἱεροκανονικό μέσο πού διαθέτουμε οἱ Ὀρθόδοξοι, γιά νά
σταματήσουμε τήν ἐξάπλωση καί διάδοση τῆς αἵρεσης στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτήν
τήν συνοδική, κανονική καί ὀρθόδοξη στάση κράτησαν ἀπέναντι στούς αἱρετίζοντες ἐπισκόπους
διαχρονικά ὅλοι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, στούς σύγχρονους δέ καιρούς τρεῖς ἀρχιερεῖς
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, οἱ ἀείμνηστοι Φλωρίνης Αὐγουστῖνος, Παραμυθίας Παῦλος
καί Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιος καί ὅλο σχεδόν τό Ἅγιο Ὄρος, συμπεριλαμβανομένου
καί τοῦ Ἁγίου τώρα Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτη. Κατά τά ἔτη 1969-1972 διέκοψαν τήν
μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ πατριάρχη Ἀθηναγόρα, λόγῳ τῆς φανερῆς ὑποστήριξης τῆς
παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέ πλῆθος πλανεμένων γνωμῶν καί πράξεων. Ὁ σημερινός
πατριάρχης Βαρθολομαῖος ξεπέρασε τόν Ἀθηναγόρα σέ αἱρετικές ἀποκλίσεις καί
πράξεις, χωρίς ἀνάλογη ὀφειλόμενη ἀντίδραση ἐκ μέρους τοῦ ἐπισκοπάτου καί τοῦ ἱερατείου.
Προσέδωσε συνοδικό κῦρος στήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στήν ψευδοσύνοδο τῆς
Κρήτης (2016) μέ τήν ἀναγνώριση τῶν αἱρέσεων ὡς ἐκκλησιῶν, μέ τήν ἔγκριση τῆς
συμμετοχῆς τῆς Ἐκκλησίας στό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», δηλαδή αἱρέσεων,
καί μέ τήν ἐπαινετική ἀποδοχή τῶν αἱρετιζόντων κειμένων πού παρήγαγαν οἱ
Θεολογικοί Διάλογοι μέ τούς ἑτεροδόξους αἱρετικούς. Ὁ Οἰκουμενισμός πρίν ἀπό τήν
ψευδοσύνοδο ὑποστηριζόταν ἀπό μεμονωμένα πρόσωπα, ἦταν πλάνη καί αἵρεση κάποιων
προσώπων, τήν ὁποία ἀπέρριπταν καί καταδίκαζαν ἡ πλειονότητα τῶν κληρικῶν, τῶν
θεολόγων καί τῶν πιστῶν. Τώρα ὅμως γαυριᾶ καί ὑψώνει κεφάλι, διότι διαθέτει
συνοδική ἀποδοχή, τήν ὁποία προσπαθεῖ νά ἐπιβάλει στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσοι
ἔλαβαν μέρος στήν ψευδοσύνοδο ἤ ὑποστήριξαν τίς ἀποφάσεις κατέστησαν συνένοχοι
καί συνυπεύθυνοι, ὑποκείμενοι γι᾽ αὐτό εἰς ὅσα προβλέπουν οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας
γιά τούς αἱρετικούς καί αἱρετίζοντες. Αὐτός ἦταν καί ὁ λόγος τῆς ἐκ μέρους ἀρκετῶν
κληρικῶν καί μοναχῶν διακοπῆς τῆς μνημόνευσης τῶν ὀνομάτων τῶν οἰκείων ἐπισκόπων.
Οἱ Οἰκουμενιστές ἀντέδρασαν, ἐκήρυξαν διωγμούς, ἐχάλκευσαν συκοφαντίες καί ἔστησαν
δικαστήρια. Ἀπό ὅσους ἐδειλίασαν νά ὁμολογήσουν, ἄλλοι ἐσιώπησαν αἰδημόνως ἀναγνωρίζοντας
σιωπηλά ἤ καί ἐπαινώντας τούς τολμηρούς, ἄλλοι ὅμως βρῆκαν προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις
καί μάλιστα θεολογικές, γιά νά δικαιολογήσουν τήν δειλία τους καί τήν ἔλλειψη
παρρησίας καί ἑτοιμότητας νά ὑποστοῦν τήν κοσμική ἀπομόνωση, τό ξεβόλεμα, τήν
κακοπάθεια. Ὑποστήριξαν ὅτι ἡ διακοπή μνημόνευσης τῶν ἐπισκόπων, δηλαδή ἡ ἀποτείχιση,
προκαλεῖ σχίσμα, σέ θέτει ἐκτός Ἐκκλησίας, ὡσάν νά εἶναι τόσο ἀμαθεῖς καί ἀθεολόγητοι,
ὥστε νά μή σκεφθοῦν ὅτι τόσοι Ἅγιοι καί σύγχρονοι Ἐπίσκοποι καί Γέροντες πού
διέκοψαν τήν μνημόνευση αἱρετικῶν καί αἱρετιζόντων δέν ἦσαν ἀσφαλῶς
σχισματικοί, οὔτε βρέθηκαν ἐκτός ἐκκλησίας. Ἦσαν λοιπόν σχισματικοί ὁ Ἅγιος
Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ὅλοι
οἱ ἐπιφανεῖς Πατέρες πού ἀγωνίσθηκαν ἐναντίον τῶν αἱρέσεων καί δέν εἶχαν
κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς, ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος
Θεολόγος, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός, ὁ Ἅγιος
Θεόδωρος Στουδίτης καί τό σύνολο τῶν ὁμολογητῶν Ἁγίων; Ἦταν ποτέ δυνατόν μία ἀναγνωρισμένη
καί ἔγκυρη σύνοδος, ὅπως ἡ Πρωτοδευτέρα τοῦ Μ. Φωτίου πού μνημονεύσαμε τοῦ 861,
νά συμβουλεύει διακοπή μνημοσύνου, δηλαδή ἀποτείχιση, καί νά σέ καθιστᾶ
σχισματικό καί ἐκτός Ἐκκλησίας; Ἦσαν λοιπόν σχισματικοί καί ἐκτός Ἐκκλησίας οἱ
τρεῖς ἐπίσκοποι τῶν καιρῶν μας πού μνημονεύσαμε, μαζί τους ὅλο τό Ἅγιον Ὄρος καί
ὁ Ἅγιος Παΐσιος, ἐπειδή διέκοψαν τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ πατριάρχη Ἀθηναγόρα;
Ταυτίζουμε
τήν διακοπή μνημόνευσης μέ τήν ἀποτείχιση, διότι ὑπάρχουν καί κάποιοι ἀπρόσεκτοι,
οἱ ὁποῖοι βρίσκουν ἄλλη, πιό φθηνή, δικαιολογία γιά νά καλύψουν τήν ἀτολμία
τους. Αὐτοί λοιπόν ἰσχυρίζονται ὅτι οἱ τρεῖς ἀναφερθέντες ἐπίσκοποι, τό Ἅγιον Ὄρος
καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος, δέν ἀποτειχίσθηκαν, ἀλλά ἔκαναν διακοπή μνημοσύνου, καί ἑπομένως
ὅσοι ἀποτειχισθήκαμε δέν πρέπει νά ἐπικαλούμαστε τό παράδειγμά τους, διότι εἶναι
ἄλλο πρᾶγμα ἡ διακοπή μνημοσύνου καί ἄλλο ἡ ἀποτείχιση. Ἡ ἀποτείχιση, λένε, εἶναι
κάτι βαρύ καί φρικτό, σέ ἀποτειχίζει ἀπό τήν Ἐκκλησία, σέ καθιστᾶ σχισματικό, ἐνῶ
ἡ διακοπή μνημοσύνου ὄχι. Ἐδῶ πραγματικά σηκώνεις τά χέρια γιά τήν εὑρηματικότητα
πρός τό κακό! Τί νά πεῖς στούς πολλούς, στούς ἁπλούς Χριστιανούς, πού δέν ἔχουν
τήν δυνατότητα νά ἐλέγξουν οἱ ἴδιοι τά κείμενα καί τό ἐννοιολογικό περιεχόμενο
τῶν λέξεων, ἀλλά περιμένουν ἀπό ἐμᾶς, τούς ποιμένες καί διδασκάλους, νά τούς
διαφωτίσουμε, ὅταν ἀντίθετα τούς τά συγχέουμε καί τά συσκοτίζουμε; Ὄχι, ἡ ἀποτείχιση
δέν σέ ἀποτειχίζει ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἀπό τήν αἵρεση. Ὁ ἀποτειχιζόμενος
ὑψώνει μέσα στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας τεῖχος γιά νά προφυλάξει καί τόν ἑαυτό του
καί τούς ἄλλους ἀπό τήν αἵρεση, καί μέσα ἀπό αὐτό τό τεῖχος νά διώξει τήν αἵρεση
ἀπό τό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Τά ἐξηγήσαμε ὅλα αὐτά σέ ἰδιαίτερη μελέτη πού ἐγράψαμε
πρίν μερικά χρόνια μέ τίτλο «Δέν εἶναι
σχίσμα ἡ Ἀποτείχιση. Ὀφειλόμενες ἐξηγήσεις», πού κυκλοφορήθηκε καί σέ ἰδιαίτερο
τευχίδιο[9].
Ὅσοι νομίζουν ὅτι εἶναι ἄλλο πρᾶγμα ἡ διακοπή μνημόνευση τῶν ἐπισκόπων καί ἄλλο
ἡ ἀποτείχιση, ἄς προσέξουν καλύτερα τόν 15ο κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας
Συνόδου, ὅπου ἐκεῖ συναντοῦμε τόν ὅρο ἀποτείχιση
ὑπό τήν γραμματική μορφή μετοχῆς «ἀποτειχίζοντες»,
ὡς ἐπεξήγηση τῆς διακοπῆς τῆς μνημόνευσης: «Οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρό συνοδικῆς
διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς πρός τόν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες,
ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται»[10].
Δέν ἀνακαλύψαμε ἐμεῖς τόν ὅρο ἀποτείχιση· προκύπτει ἀπό τόν 15ο
κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου καί εἶναι ταυτόσημος μέ τήν διακοπή
μνημόνευσης. Εἶναι ὀρθός καί κανονικός, δημιουργεῖ ὅμως παρεξηγήσεις στούς ἀπρόσεκτους
καί ἀδιάβαστους, πού τοῦ δίνουν ἐννοιολογικές προεκτάσεις πού δέν ἔχει.
4.
Ἐπικίνδυνη ἐκκλησιολογία καί σωτηριολογία
Καί
ἐρχόμαστε τώρα σέ ἄλλη σοβαρή θεολογική παρεξήγηση πού ἀποτέλεσε καί τόν κύριο
λόγο τῆς συγγραφῆς τοῦ παρόντος ἄρθρου, ἡ ὁποία καί πάλιν ἔχει σχέση μέ τήν
παρεξηγημένη ἔννοια τῆς ὑπακοῆς στούς ἐπισκόπους. Πολλοί ἐπίσκοποι, ἀλλά καί
λοιποί κληρικοί καί θεολόγοι, οἰκουμενιστικῶν προδιαγραφῶν καί ἐπιδιώξεων ἤ
δειλοί καί ἄτολμοι μπροστά στήν ἐξαπλούμενη παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τοῦ
Συγκρητισμοῦ, ὑποστηρικτές καί τῆς πλάνης τοῦ ἐπισκοπο-κεντρισμοῦ, τῆς γνώμης δηλαδή ὅτι κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς
ζωῆς καί τῆς λατρείας εἶναι ὁ ἐπίσκοπος, διατυπώνουν τήν γνώμη ὅτι χωρίς τόν ἐπίσκοπο,
χωρίς τήν σύμφωνη γνώμη του, δέν πρέπει τίποτε νά γίνεται, γιατί ὅ,τι γίνεται εἶναι
ἄκυρο καί διαιρετικό. Ἀκόμη καί λάθος νά κάνει ὁ ἐπίσκοπος, πρέπει νά κάνουμε ὑπακοή.
Σημαίνει αὐτό, ὅτι, ἀκόμη καί αἱρέσεις ἄν διδάσκει ἤ δέχεται, πού μᾶς ὁδηγοῦν
στήν κόλαση, πρέπει νά τόν ἀκολουθήσουμε καί ἐμεῖς στήν κόλαση; Περίεργη καί
πλανεμένη ἐκκλησιολογία καί σωτηριολογία. Ἡ ὑπακοή ὅμως στόν ἐπίσκοπο δέν εἶναι
ἀπροϋπόθετη οὔτε ἀδιάκριτη. Ὑπακοῦμε στόν ἐπίσκοπο ἤ στό σῶμα τῶν ἐπισκόπων, τήν
Ἱεραρχία, ὑπό τόν ἀπαράβατο ὅρο, ὑπό τήν ἀναγκαία προϋπόθεση, ὅτι ὀρθοτομοῦν τόν
λόγο τῆς ἀληθείας, ὅτι δέν νοθεύουν τό Εὐαγγέλιο καί τήν Ἁγιοπατερική Παράδοση.
Στήν ἀντίθετη περίπτωση ἰσχύει αὐτό πού μᾶς συνιστᾶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, γιά νά μνημονεύσουμε
μόνον μία ἀπό τίς πολλές ἁιογραφικές καί πατερικές μαρτυρίες: Ὅταν, λέγει,
προσπαθοῦν κάποιοι νά ἀλλοιώσουν τό Εὐαγγέλιο, νά μᾶς μεταθέσουν σέ ἄλλο εὐαγγέλιο,
«εἰς ἕτερον εὐαγγέλιον», τότε ἀκόμη
καί ἐγώ ἄν τό πράξω αὐτό ἤ κατέβει ἄγγελος ἀπό τόν οὐρανό καί σᾶς διδάξει
διαφορετικά ἀπό ὅ,τι παραλάβατε, τότε αὐτός εἶναι ἀναθεματισμένος: «Ἀλλά καί ἐάν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται
ὑμῖν παρ᾽ ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω» [11].
Ὁ οὐρανοβάμων Ἀπόστολος Παῦλος, τό στόμα τοῦ Χριστοῦ,
μᾶς λέγει ὅτι, ἄν ἐγώ ἤ ἄγγελος ἀπό τόν οὐρανό ἀλλάξουμε αὐτά πού παραλάβατε,
τότε ὄχι μόνο νά μή μᾶς ὑπακούσετε, νά μή κάνετε ὑπακοή, ἀλλά καί νά μᾶς ἀναθεματίσετε
ἐπί πλέον. Μαζί μέ τήν ἁγία ἀνυπακοή νά μᾶς ἀποκηρύξετε και νά μᾶς ἀφορίσετε. Ἤδη
στήν πρώτη ἑνότητα τοῦ ἄρθρου μας παρουσιάσαμε κομμάτι τῆς ἁλυσίδας αἱρετικῶν ἀποκλίσεων
τῆς Ἱεραρχίας, οἱ ὁποῖες θά ἔπρεπε νά εἶχαν ὁδηγήσει σέ καθαιρέσεις καί ἀφορισμούς.
Τό ὀρθόδοξο πλήρωμα ἀνησυχεῖ καί ἀγωνιᾶ γιά τό ποῦ ἐπί τέλους ὁδηγούμεθα. Καί ἀντί
οἱ ποιμένες νά ἀποδιώξουν τούς λύκους τῶν αἱρέσεων, γιά νά μή κατασπαράξουν τά
ποίμνια, αὐτοί καθησυχάζουν τούς πιστούς καί λέγουν νά κάνουμε ὑπακοή καί νά τούς
διευκολύνουμε στό καταστροφικό τους ἔργο.
Αὐτή ἡ ἐπικίνδυνη ἐκκλησιολογία καί σωτηριολογία,
συνδεδεμένη καί μέ τήν πλάνη τοῦ ἐπισκοποκεντρισμοῦ, περί τοῦ ὅτι ἀκόμη καί ἄν ἡ
«Ἐκκλησία», δηλαδή ἡ Ἱεραρχία, κάνει λάθος, πρέπει νά μένουμε μέ τό λάθος μέσα
στήν «Ἐκκλησία», παρά νά ἀποχωριζόμαστε, κυκλοφοροῦσε ἐδῶ καί ἀρκετά χρόνια, γιά
νά φρενάρει καί νά ἀποδυναμώσει τίς τάσεις πρός τήν ἁγία ἀνυπακοή, πού
δυνάμωσαν μετά τήν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης. Καί ἐπειδή οἱ τάσεις
ἀνυπακοῆς στούς κακούς ἐπισκόπους πληθαίνουν καί δυναμώνουν, ἀνέβηκε καί τό
θεολογικό καί ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο αὐτῶν πού ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ ὑπακοή στούς ἐπισκόπους,
στήν Ἱεραρχία, πού τήν ταυτίζουν κακῶς μέ τήν Ἐκκλησία, εἶναι ὑποχρεωτική, ἔστω
καί ἄν ἡ Ἱεραρχία διαπράττει «λάθη», ὅπως καθησυχαστικά ὀνομάζουν τίς αἱρέσεις,
ξαναβαπτίζοντάς τες μέσα στήν κολυμβήθρα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Καί ἐπειδή αὐτό εἶναι
ἀδύνατο νά πείσει τούς στοιχειώδη ὀρθόδοξη εὐαισθησία διαθέτοντες, καταφεύγουν
σέ παρερμηνεία καί διαστρέβλωση τῶν ὅσων σέ ἄλλη συνάφεια καί γιά ἄλλο θέμα
λέγουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὥστε νά ἐξακολουθήσουν οἱ ἀνυποψίαστοι νά τούς θεωροῦν
ὡς πατερικούς, καί τό χειρότερο: ἡ αἵρεση καί ἡ πλάνη νά παραμένουν ἄτρωτες, καί
ὡς πνευματική λοίμωξη, ὡς πνευματικός Κορωνοϊός, νά ἐξαπλώνονται ἀνεμπόδιστα στό
σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Γίνονται μάλιστα περισσότερο πιστευτά ὅσα λέγουν, ὅταν
κηρύσσονται ὄχι ἀπό γνωστούς οἰκουμενιστές, τούς ὁποίους δέν ἐμπιστεύεται τό ὀρθόδοξο
πλήρωμα, ἀλλά ἀπό θεωρούμενους παραδοσιακούς καί πατερικούς ἐπισκόπους καί
λοιπούς κληρικούς.
5. Τρεῖς ἐπίσκοποι καί ἕνας ἁγιορείτης
ἡγούμενος παρερμηνεύουν θέση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου
Ἀναφερόμαστε συγκεκριμένα σέ ὅσα σχετικά εἶπαν ἤ ἔγραψαν,
παρερμηνεύοντας τόν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο, οἱ μητροπολίτες Ναυπάκτου Ἱερόθεος,
Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος, Γόρτυνος Ἰερεμίας καί ὁ καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς
Βατοπαιδίου Ἁγίου Ὄρους ἀρχιμανδρίτης Ἐφραίμ.
Ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου σέ ἄρθρο του μέ τίτλο «Ὀρθόδοξη Θεολογία καί “παραθεολογικοί ἰοί”»,
πού δημοσιεύθηκε στό Διαδίκτυο ἀλλά καί στήν μηνιαία ἐφημερίδα τῆς
Μητροπόλεως «Παρέμβαση», λέγει πάλι περί ὑπακοῆς στή φωνή τῆς Ἐκκλησίας καί στίς
ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί παραθέτει ἐπί λέξει ὅσα λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Χρυσόστομος σέ ἄλλη ὅμως συνάφεια καί γιά ἄλλο πρόβλημα καί ὄχι γενικά γιά ὑπακοή
στούς ἐπισκόπους καί στή Σύνοδο. Εἶναι τοῖς πᾶσι γνωστόν ὅτι ὁ Χρυσόστομος δέν ὑπήκουσε
σέ ἀποφάσεις συνόδων ληστρικῶν καί ἐκφράζεται ἀπαξιωτικά γιά τό σῶμα τῶν ἐπισκόπων
τῆς ἐποχῆς του γράφοντας πρός τήν διακόνισσα Ὀλυμπιάδα ἀπό τήν Κουκουσό, ὅπου τόν
ἐξόρισαν, καί τόν ἐξόντωσαν οἱ συνεπίσκοποί του, τό φοβερό: «Οὐδένα δέδοικα ὡς τούς ἐπισκόπους, πλήν ὀλίγων»[12]. Γιά τήν Ἁγία Ὀλυμπιάδα, τήν ὁποία ἑορτάζει
ἡ Ἐκκλησία στίς 25 Ἰουλίου γράφει ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης στό «Ἁγιολόγιό» του:
«Τέλος ἐξορισθεῖσα ὑπέρ τῆς ἀληθείας, ὡς ὀπαδός
τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ἐτελειώθη ἐν εἰρήνῃ ἐξόριστος ἐν Νικομηδείᾳ, λαβοῦσα τῆς
ὁμολογίας τόν στέφανον»[13].
Ἔπρεπε λοιπόν ὁ ἅγιος Ἰωάννης
Χρυσόστομος, ἡ ὁσία Ὀλυμπιάδα καί πλῆθος ἄλλο πιστῶν ὑποστηρικτῶν του, πού ἐπί
δεκαετίες ἐθεωροῦντο σχισματικοί, νά ὑπακούουν στόν τρομοκράτη πατριάρχη
Θεόφιλο καί στίς συνόδους – παρασυναγωγές πού ὀργάνωνε, ἀλλά καί σέ ὅσους ὑποστήριξαν
στήν συνέχεια αὐτές τίς ἀποφάσεις; Πῶς εἶναι δυνατόν λόγιοι ἀρχιερεῖς καί
κληρικοί νά παραβλέπουν ὅσα παρόμοια συμβαίνουν σήμερα στήν Ἐκκλησία ἀπό τόν πρῶτο
ἄνευ ἴσων» (primus sine
paribus), μέ ἀποκορύφωμα τήν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου
καί τήν ἀναγνώριση τῶν σχισματικῶν τῆς Οὐκρανίας, τό ὅτι διώκεται καί ἀγνοεῖται
ὁ κανονικός μητροπολίτης Κιέβου καί ὅσοι τόν ἀκολουθοῦν, ὅπως συνέβη μέ τόν Ἅγιο
Ἰωάννη Χρυσόστομο, καί ἀντί νά ταχθοῦν μέ τό μέρος τῆς ἀληθείας, ψάχνουν νά βροῦν
ἐρείσματα ἀνέρειστα, σέ ποιόν; Στόν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο, τοῦ ὁποίου συνολικά
τό ἔργο καί ὄχι παρερμηνευόμενες φράσεις, ἀλλά καί ὁλόκληρη ἡ ζωή του ἦταν ἕνας
ἀσυμβίβαστος ἀγώνας, ἕνα πνευματικό ἔπος, κατά τῶν ἰσχυρῶν καί τυράννων καί ὑπέρ
τῆς δικαιοσύνης καί ἀληθείας.! Ἡ ἐπιστημονική καί ἐρευνητική δεοντολογία ἐπιβάλλει
νά μή βγάζει κανείς συμπεράσματα ἀπό ἀποσπώμενες καί παρερμηνευόμενες ἐκφράσεις
, ἀλλά ἀπό τό συνολικό συγγραφικό ἔργο κάποιου προσώπου, ὅταν μάλιστα αὐτό ὑπομνηματίζεται
και ἀπό συνεπῆ πράξη καί ζωή.
Γράφει λοιπόν ὁ
μητροπολίτης Ναυπάκτου: «Καί, βεβαίως, πρέπει νά ὑπακούουμε στήν φωνή τῆς Ἐκκλησίας,
ὅπως ἐκφράζεται ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος παρατηρεῖ:
“Mή
τοίνυν, τῶν τελειοτέρων ἐπανατρέχωμεν, μηδέ ἡμέρας καί καιρούς καί ἐνιαυτούς
παρατηρῶμεν, ἀλλά πανταχοῦ τῇ Ἐκκλησίᾳ μετ᾽ ἀκριβείας ἑπώμεθα, τήν ἀγάπην καί τήν
εἰρήνην προτιμῶντες ἁπάντων. Εἰ γάρ καί ἐσφάλλετο ἡ Ἐκκλησία, οὐ τοσοῦτον
κατόρθωμα ἀπό τῆς τῶν χρόνων ἀκριβείας ἦν, ὅσον ἔγκλημα ἀπό τῆς διαιρέσεως καί
τοῦ σχίσματος τούτου”. Γενικά πρέπει νά ἀκολουθοῦμε τίς ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας,
προτιμώντας ἀπό ὅλα τήν ἀγάπη καί τήν εἰρήνη, ὤστε νά ἀποφεύγονται οἱ
διακρίσεις καί τά σχίσματα.
Ἔχουμε, λοιπόν, τήν Ἐκκλησία στήν ὁποία θά κάνουμε ὑπακοή,
καί δέν θά ἀκοῦμε κάθε Κληρικό, θεολόγο, διδάσκαλο πού εἰσάγει στήν ἁγία μας Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία ξένες παραδόσεις, ξένα ἤθη, ξένες διδασκαλίες, ἀτομικές ἑρμηνεῖες,
ξένους καί ἐπικίνδυνους “παρεκκλησιαστικούς καί παραθεολογικούς ἰούς”»[14].
Ὁ μητροπολίτης Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος
σέ ραδιοφωνική ἐκπομπή μέ τίτλο «Ἐπερώτησον τόν πατέρα σου» στίς
4/4/2020, σέ ἐρώτημα ἀκροάτριας ἄν ἡ ὑπακοή εἶναι πιό πάνω ἀπό τήν ὁμολογία τῆς
πίστεως ἀπέφυγε νά ἀπαντήσει εὐθέως στό ἐρώτημα. Εἰδικῶς σέ σχέση μέ τήν ὁμολογία
τῆς πίστεως, εἶπε ὅτι ἡ «ὑπακοή εἶναι πάνω ἀπ᾽ ὅλα» καί ἔστρεψε τήν ἀπάντηση
εἰς τό ὅτι ἡ ὑπακοή εἶναι καί πάνω ἀπό τό μαρτύριο, πρᾶγμα γιά τό ὁποῖο δέν ἐρωτήθηκε,
καί στό τέλος προσέθεσε καί τήν παρερμηνευόμενη θέση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου
Χρυσοστόμου λέγοντας: «Πολλοί πού παράκουσαν στήν ἐκκλησία καί γιά καθαρά
σωστούς λόγους στό τέλος πλανήθηκαν. “Μεῖνε στήν ἐκκλησία”, λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης
ὁ Χρυσόστομος· “καλύτερα νά πλανᾶσαι μαζί μέ τήν ἐκκλησία, παρά νά κάνεις τό
σωστό καί νά εἶσαι ἐκτός ἐκκλησίας”»[15].
Ὁ μητροπολίτης Γόρτυνος Ἰερεμίας σέ ἄρθρο του μέ
τίτλο «Μᾶς λείπει τό ἐκκλησιολογικό
φρόνημα» (ἐννοεῖ τό ἐκκλησιαστικό φρόνημα), πού δημοσιεύθηκε στό Διαδίκτυο ἔγραψε
τά ἑξῆς: «Θά κάνουμε ὅ,τι μᾶς πεῖ ἡ Ἱεραρχία
τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἄν ἡ Ἐκκλησία μᾶς πεῖ νά φορᾶμε τήν μάσκα στόν Ναό γιά
προστασία μας ἀπό τόν κορωνοϊό, θά τήν φορᾶμε. Ἄν μᾶς πεῖ νά μή τήν φορᾶμε, δέν
θά τήν φορᾶμε». Καί συνεχίζει: «Θά
τολμήσω νά πῶ, ἀδελφοί, καί τό ἑξῆς: Καί λάθος ἀκόμη νά κάνει ἡ Ἐκκλησία, νά ἀκολουθοῦμε
τό λάθος καί ὄχι τήν κατά τήν γνώμη μας ἀκρίβεια. Καί αὐτό πού σᾶς λέγω δέν εἶναι
δικός μου λόγος, ἀλλά τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (βλ. εἰς Ἅπαντα Ἁγίων
Πατέρων, τόμ. 4, 45)»[16].
Ὁ καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπαιδίου Ἐφραίμ σέ
ὁμιλία του στήν Θεσσαλονίκη στό ξενοδοχεῖο «Ἠλέκτρα Παλλάς» στίς 10/12/2013
πρόλαβε τούς τρεῖς ἐπισκόπους καί ἐπικαλέσθηκε τήν δῆθεν θέση αὐτή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου
Χρυσοστόμου πολύ ἐνωρίτερα, μεταπλάθοντάς την κατά χείριστο τρόπο. Ἐρωτηθείς γιά
τίς συμπροσευχές ἰσχυρίσθηκε ὅτι αὐτές δέν πρέπει νά γίνονται, ἀλλά «μπορεῖ νά οἰκονομηθεῖ αὐτό τό πρᾶγμα».
Καί συνέχισε: «Ποιό δέν μπορεῖ νά οἰκονομηθεῖ;
Ὅταν πᾶνε νά κοινωνήσουν ἀπό τό ἴδιο Ἅγιο Ποτήριο. Τότε αὐτό δέν οἰκονομεῖται.
Διότι ξεπερνᾶνε τά ὅρια. Τότε δέν ὑπάρχει οὔτε διχασμός, οὔτε σχίσμα. Δηλαδή,
μέχρι ἐκεῖ μπορεῖ νά γίνει μιά οἰκονομία. Πέραν τούτου ὅμως ὄχι. Λέει καί ὁ ἅγιος
Χρυσόστομος κάπου: “κρεῖττον πλανώμενος μετά τῆς Ἐκκλησίας παρά ὀρθοτομῶν ἐκτός
τῆς Ἐκκλησίας”»[17]. Ἔκτοτε αὐτή ἡ
διαστροφή καί ἀλλοίωση τῆς θέσεως τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἔγινε καραμέλα
στά στόματα δειλῶν, ἐθελόδουλων, ἐπισκόπων καί πνευματικῶν, γιά νά καταστέλλει
καί ἀποδυναμώνει τό ὀρθόδοξο ἀγωνιστικό φρόνημα.
6. Ἀνασκευή καί διόρθωση τῆς
παρερμηνείας
Παρατηροῦμε ἐν πρώτοις ὅτι ἡ παρερμηνευόμενη θέση τοῦ
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου δέν δίδεται μέ ὑπόδειξη τῆς πηγῆς ἀπό τήν ὁποία ἀντλήθηκε,
δηλαδή μέ ἀκριβῆ παραπομπή στό ἔργο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου καί σέ κάποια
ἀπό τίς χρηστικές ἐκδόσεις τοῦ ἔργου, π.χ. στήν PG (Patrologia Graeca) τοῦ
Migne ἤ στήν ἑλληνική ἔκδοση τῆς Θεσσαλονίκης τοῦ καθηγητοῦ Χρήστου καί τῶν
συνεργατῶν του, δηλαδή στήν ΕΠΕ (=Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας). Μόνον ὁ
μητροπολίτης Γόρτυνος, ὡς πανεπιστημιακός, αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά παραπέμψει,
τό κάνει ὅμως λανθασμένα, διότι δέν ἀναφέρει σέ ποιό ἔργο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου ὑπάρχει
αὐτή ἡ γνώμη, ὥστε νά ἠμπορεῖ κανείς νά τήν βρεῖ σέ διαφορετικές ἐκδόσεις. Παραπέμπει
σέ μία ἐλάχιστα γνωστή καί καθόλου διαδεδομένη ἔκδοση τοῦ «Ἑλληνικοῦ Ἐκδοτικοῦ Ὀργανισμοῦ»
«Ἅπαντα Ἁγίων Πατέρων», ἡ ὁποία γρήγορα ἔπαυσε νά ἐκδίδεται, ἀντικατασταθεῖσα
οὐσιαστικῶς ἀπό τήν ἔκδοση ΕΠΕ τῆς Θεσσαλονίκης, πού ἐμνημονεύσαμε. Μέ τήν ἀπόκρυψη
τῆς πηγῆς οἱ πολλοί δύσκολα μποροῦν νά διαπιστώσουν τήν ὀρθότητα τῆς ἑρμηνείας,
ὅταν μάλιστα δέν γνωρίζουν καί τήν συνάφεια τοῦ κειμένου. Ἐμεῖς θά δώσουμε ἐν
πρώτοις τό ἀκριβές κείμενο καί στήν συνέχεια τίς ἑρμηνεῖες πού δίδονται μέ
σχετικά σχόλια.
Κείμενο
Χρυσοστόμου:
Εἰ γάρ
καί ἐσφάλλετο ἡ Ἐκκλησία, οὐ τοσοῦτον κατόρθωμα ἀπό τῆς τῶν χρόνων ἀκριβείας ἦν,
ὅσον ἔγκλημα ἀπό τῆς διαιρέσεως καί τοῦ σχίσματος τούτου[18].
Μετάφραση της ΕΠΕ:
Γιατί, κι ἄν ἀκόμη ἡ Ἐκκλησία
διέπραττε σφάλμα, δέν θά ἦταν τό κατόρθωμα ἀπό τήν ἀκριβῆ τήρηση τῶν χρόνων
τόσο μεγάλο, ὅσο εἶναι τό ἔγκλημα πού προέρχεται ἀπό τή διαίρεση καί τό σχίσμα[19].
Μητροπολίτης Ναυπάκτου
Παραθέτει τό κείμενο χωρίς
μετάφραση. Συνάγει ὅμως κακῶς γενικά συμπεράσματα περί ὑπακοῆς καί εἰρήνης, ἐνῶ
πρόκειται γιά τήν συγκεκριμένη παρέκκλιση τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα[20].
Μητροπολίτης Λεμεσοῦ:
Καλύτερα νά πλανᾶσαι μαζί
μέ τήν Ἐκκλησία, παρά νά κάνεις τό σωστό καί νἆσαι ἐκτός Ἐκκλησίας[21].
Μητροπολίτης Γόρτυνος
Καί λάθος ἀκόμη νά κάνει ἡ
Ἐκκλησία, νά ἀκολουθοῦμε τό λάθος καί ὄχι τήν κατά τή γνώμη μας ἀκρίβεια[22].
Καθηγούμενος Βατοπαιδίου
«Κρεῖττον πλανώμενος μετά
τῆς Ἐκκλησίας, παρά ὀρθοτομῶν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας[23].
Ἡ μετάφραση τῆς ΕΠΕ εἶναι
γενικῶς καλή καί ἀκριβής, παραλείπει μόνον στό τέλος νά μεταφράσει τήν
τελευταία λέξη τοῦ παραθέματος «τούτου», στή φράση «τοῦ σχίσματος
τούτου». Ἡ παράλειψη εἶναι σημαντική, διότι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος ἀναφέρεται
σέ συγκεκριμένο σχίσμα στήν Ἀντιόχεια καί δέν ὁμιλεῖ γενικῶς περί σχίσματος. Ἑπομένως
ἡ μετάφραση τῆς τελευταίας περιόδου ἀντί νά εἶναι ὅπως τώρα, «πού προέρχεται
ἀπό τήν διαίρεση καί τό σχίσμα», πρέπει νά εἶναι «πού προέρχεται ἀπό τή
διαίρεση καί τό σχίσμα τοῦτο».
Ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου ἀποφεύγει
νά μεταφράσει ἤ νά ἀποδώσει ἐλεύθερα τό νόημα καί μολονότι ἀσφαλῶς θά ἀντελήφθη
ἀπό τά συμφραζόμενα ὅτι ἀναφέρεται στό γνωστό πρόβλημα τῶν Ἰουδαϊζόντων
Χριστιανῶν στήν Ἀντιόχεια πού ἑόρταζαν τό Πάσχα μαζί μέ τούς Ἑβραίους, καί ὄχι
μέ βάση τίς ἀποφάσεις τῆς Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, παρά ταῦτα
συνάγει, γενικά, συμπεράσματα περί ὑπακοῆς «στή φωνή τῆς Ἐκκλησίας», μολονότι, ὅπως
εἴπαμε καί θά ποῦμε περισσότερα, ὁ Χρυσόστομος στό συγγραφικό του ἔργο δέν εἰσηγεῖται
τήν ἀδιάκριτη καί ἀπροϋπόθετη ὑπακοή οὔτε τήν ἐτήρησε ὁ ἴδιος στή ζωή του!
Ὁ μητροπολίτης Λεμεσοῦ
μεταφράζει ἐπί λέξει ὄχι αὐτά πού εἶπε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀλλά αὐτά
πού εἶπε στήν ἀρχαΐζουσα ὁ καθηγούμενος τῆς Βατοπαιδίου, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν
πλήρη παραποίηση καί παραμόρφωση τῶν λεχθέντων ἀπό τόν Ἅγιο Πατέρα. Λέγει στό
κείμενο ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος τίς λέξεις «κρεῖττον» καί στή μετάφραση «καλύτερα»;
Καί ὑπάρχει ἐπίσης ἡ ἔννοια τῆς πλάνης, ὅπως λέγουν οἱ δύο Πατέρες; «Κρεῖττον πλανώμενος
μετά τῆς Ἐκκλησίας» (Βατοπαιδίου) ἤ «καλύτερα νά πλανᾶσαι μαζί μέ τήν Ἐκκλησία»
(Λεμεσοῦ). Τό σφάλλεσθαι εἶναι πολύ ἐλαφρότερο τοῦ πλανᾶσθαι· εἶναι σφάλμα, εἶναι
λάθος, δέν εἶναι πλάνη, πού σημαίνει αἵρεση, ἐκτροπή ἀπό τήν ἀλήθεια, ἐξαπάτηση.
Ὁ μεταφραστής τῆς ΕΠΕ ὀρθῶς μεταφράζει τό «σφάλλεσθαι» ὡς «διαπράττειν σφάλμα»,
ὅπως καί ὁ μητροπολίτης Γόρτυνος «νά κάνει λάθος». Πῶς προέκυψε τό πλανᾶσθαι; Νά
ἀκολουθοῦμε λοιπόν τήν Ἐκκλησία καί στήν πλάνη στήν ἐκτροπή, στήν αἵρεση; Γι᾽ αὐτό
δέν μᾶς ἀποκαλύπτουν οἱ δύο Πατέρες ποῦ τά βρῆκαν αὐτά, σέ ποιό ἔργο τοῦ Χρυσοστόμου
καί σέ ποιά ἔκδοση, ὥστε κάτω ἀπό τό ὄνομα τοῦ Ἁγίου νά ἐκφέρουν ἀπό κοιλίας
δικές τους ἀπόψεις καί νά παρασύρουν ἐπί χρόνια τόσους ἀνθρώπους στήν πνευματική
ὕπνωση καί στήν ἀδράνεια; Ἐκκλησία πού πλανᾶται δέν εἶναι Ἐκκλησία. Πῶς λοιπόν
μπορεῖ νά πλανᾶται κανείς «μετά τῆς Ἐκκλησίας» ἤ «μαζί μέ τήν Ἐκκλησία»;
Ὁ μητροπολίτης Γόρτυνος δέν
διολισθαίνει στήν παραποίηση καί παραμόρφωση τῶν δύο προηγουμένων κληρικῶν, ἀποτυγχάνει
ὅμως καί αὐτός νά μᾶς δώσει τό νόημα τοῦ κειμένου στήν συνάφεια καί παρασύρει
τούς ἀναγνῶστες ἤ ἀκροατές στήν ἀδιάκριτη καί ἀπροϋπόθετη ὑπακοή ποῦ; Στήν Ἐκκλησία
ἤ στήν Ἱεραρχία; Ταυτίζεται ἡ Ἐκκλησία μέ τήν Ἱεραρχία; Δέν ἀνήκει στήν Ἐκκλησία
καί ὁ λαός, τό πλήρωμα τῶν πιστῶν; Πόσες φορές στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἱεράρχες
καί σύνοδοι παρεξέκλιναν ἀπό τήν ὀρθή Πίστη καί καταδικάσθηκαν ὡς αἱρετικοί; Νά
ὑπακοῦμε καί στούς αἱρετίζοντες;
Καί μόνο γραμματικά καί
συντακτικά ἄν βασανίσει κανείς τό κείμενο τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου, ἀντιλαμβάνεται
τήν λανθασμένη ἑρμηνεία του. Γνωρίζουμε ὅλοι μας, ὅπως διδασκόμαστε στά σχολεῖα,
ὅτι μέ τόν ὑποθετικό σύνδεσμο «εἰ» καί τό ἐπιδοτικό «καί», δηλαδή μέ τό «εἰ
καί», «ἄν καί», εἰσάγονται οἱ λεγόμενες παραχωρητικές ἤ ἐνδοτικές ἤ ἐναντιωματικές
προτάσεις, μέ τίς ὁποῖες ὁ λέγων «παραχωρεῖ», ὑποχωρεῖ «ἐνδίδει» καί διατυπώνει κάτι τό ὁποῖο εἶναι ἀδύνατο ἤ ἀπίθανο,
καί ἀντίθετο, «ἐναντιώνεται» πρός τήν πραγματικότητα, γι᾽ αὐτό καί ὀνομάζονται
οἱ προτάσεις παραχωρητικές, ἐνδοτικές καί ἐναντιωματικές[24].
Οὐσιαστικῶς οἱ προτάσεις εἶναι ὑποθετικές. Ὁ λέγων διατυπώνει μία ὑπόθεση, δέν
παρουσιάζει ἕνα πραγματικό γεγονός. Ἑπομένως τό «εἰ καί ἐσφάλλετο ἡ Ἐκκλησία» τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου δέν μᾶς
λέγει ὅτι «ἡ Ἐκκλησία σφάλλεται», ἀλλά «ἄν
ἡ Ἐκκλησία ἐσφάλλετο». Μέ τήν προσθήκη δέ καί τοῦ συνδέσμου «καί» ἐνισχύεται ἡ ὑπόθεση καί τήν
καθιστᾶ ἀδύνατη καί ἀπίθανη τήν ὑπόθεση, δηλαδή τό νά σφάλλει, νά κάνει λάθος ἡ
Ἐκκλησία. Εἶναι δηλαδή σάν νά λέγει ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος: Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀδύνατο
νά κάνει λάθος· ἄς ὑποχωρήσω ὅμως καί ἄς δεχθῶ τό ἀντίθετο ὅτι μπορεῖ νά κάνει
λάθος, δηλαδή: «Ἀκόμη καί ἄν ἔκανε λάθος ἡ
Ἐκκλησία». Εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἴδια παραχώρηση πού κάνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρός
τούς Γαλάτες, ὅταν τούς λέγει: «ἀλλά καί ἐάν
ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ᾽ ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα
ἔστω»[25].
Δηλαδή, «ἀλλά καί ἄν ἐμεῖς ἤ ἄγγελος ἀπό
τόν οὐρανό, σᾶς κηρύττει εὐαγγέλιο διαφορετικό ἀπό αὐτό πού σᾶς κηρύξαμε, νά εἶναι
ἀναθεματισμένος». Ἦταν ποτέ δυνατόν ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἤ ἄγγελος ἀπό
τόν οὐρανό νά ἀλλάξουν τό Εὐαγγέλιο, νά κηρύξουν «ἕτερον Εὐαγγέλιον»; Κάνει ὅμως αὐτή τήν ἀπίθανη ὑπόθεση ὁ μέγας Ἀπόστολος,
γιά νά δείξει τήν ἀνάγκη νά τηρηθεῖ τό Εὐαγγέλιο ἀναλλοίωτο ἀκόμη, καί ἄν ὁ ἴδιος
ἤ ἄγγελος ἀπό τόν οὐρανό ἐπιχειροῦσαν νά τό ἀλλάξουν. Δέν μπορεῖ κανείς ἑπομένως
νά συμπεράνει, ἀπό αὐτό καί νά πεῖ ὅτι «κρεῖττον
μετά τοῦ Παύλου πλανώμενος, παρά ὀρθοτομῶν χωρίς αὐτοῦ».
Δυστυχῶς
ὁ μητροπολίτης Λεμεσοῦ καί ὁ ἡγούμενος τῆς Βατοπαιδίου ἀφαιροῦν ἀπό τό νόημα τόν
ὑποθετικό χαρακτήρα τῆς φράσης καί θεωροῦν ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἠμπορεῖ νά πλανηθεῖ.
Στήν περίπτωση αὐτή, πού τήν θεωροῦν δυνατή καί πιθανή, «καλύτερα νά πλανᾶσαι μαζί μέ τήν Ἐκκλησία παρά νά κάνεις τό σωστό καί
νἆσαι ἐκτός Ἐκκλησίας» (Λεμεσοῦ), ἤ ἐπί τό ἀρχαϊκώτερον «κρεῖττον πλανώμενος μετά τῆς Ἐκκλησίας, παρά
ὀρθοτομῶν ἐκτός Ἐκκλησίας» (ἡγούμενος Βατοπαιδίου). Τόν ὑποθετικό χαρακτήρα
τῆς φράσης μειώνει καί ὁ μητροπολίτης Γόρτυνος, ἀφαιρώντας τό ὑποθετικό «εἰ» ἀπό τήν ἀπόδοση τοῦ νοήματος, χωρίς
πάντως τό «κρεῖσσον» καί «καλύτερα» καί τό «νά πλανᾶσαι μαζί μέ τήν Ἐκκλησία» καί «πλανώμενος μετά τῆς Ἐκκλησίας». ΟΧΙ! Ἡ Ἐκκλησία δέν πλανᾶται ποτέ,
ὥστε δέν ὑπάρχει ἡ πιθανότητα νά πλανηθεῖ κανείς μαζί της. Μπορεῖ νά πλανηθοῦν
πατριάρχες, ἐπίσκοποι, ἱερεῖς, μοναχοί, λαϊκοί, νά πλανηθεῖ ὅλη ἡ Ἱεραρχία, νά
πλανηθοῦν σύνοδοι, ἀλλά ὄχι ἡ Ἐκκλησία.
Στήν περίπτωση αὐτή «μαζί μέ τήν Ἐκκλησία»,
«μετά τῆς Ἐκκλησίας», μένει αὐτός πού δέν ἀκολουθεῖ τούς πλανώμενους
πατριάρχες, ἐπισκόπους καί ἱερεῖς.
7. Ἡ Ἐκκλησία δέν πλανᾶται, εἶναι
ἀλάθητη. Δέν ταυτίζεται ἡ Ἐκκλησία μέ τήν Ἱεραρχία.
Εἶναι
βασικό ἐκκλησιολογικό δόγμα ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀλάθητη ὡς σύνολο, ὡς πλήρωμα,
καί ὡς ἑνιαία διαχρονική ὀντότητα. Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός[26]
καί δέν εἶναι δυνατόν ἡ κεφαλή, ὁ Θεάνθρωπος, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας
Τριάδος, νά ἐπιτρέψει τήν διάπραξη λαθῶν. Ὑποσχέθηκε ἄλλωστε στούς μαθητές του
πού ἀπετέλεσαν τήν πρώτη Ἐκκλησία ὅτι θά μένει μετ᾽ αὐτῶν εἰς τούς αἰῶνας: «Καί ἰδού ἐγώ μεθ᾽ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας,
ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»[27]. Μετά τήν Ἀνάληψη ἀπέστειλε, ὅπως ὑποσχέθηκε,
τόν ἄλλον Παράκλητον, τό Πανάγιον Πνεῦμα, ὥστε νά τούς ὁδηγήσει στό πλήρωμα τῆς
ἀληθείας: «Ὅταν δέ ἔλθη ἐκεῖνος, τό Πνεῦμα
τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν»[28].
Ὁ μεταξύ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων μέγας ἐκκλησιολόγος Ἀπόστολος Παῦλος, στόν ὁποῖο
ὀφείλουμε τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ὡς κεφαλῆς καί τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος, μᾶς
διδάσκει ἐπίσης γράφοντας πρός τόν Τιμόθεο ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας»[29].
Μεταξύ
τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὑπάρχει ἀδιάρρηκτη ὀντολογική ἑνότητα. Δέν
ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία, χωρίς τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή, τό Ἅγιο Πνεῦμα
εἶναι ἡ ψυχή τῆς Ἐκκλησίας πού ζωογονεῖ τά μέλη καί τά συνδέει πρός τήν κεφαλή
καί μεταξύ τους. Αὐτήν τήν ἀδιάρρηκτη ἑνότητα τονίζουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος λέγει, ὅτι ὅπου εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἐκεῖ εἶναι καί τό Ἅγιο Πνεῦμα,
καί ὅπου εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐκεῖ εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί ὅλη ἡ Χάρη· «Ubi enim Ecclesia, ibi et Spiritus Dei, et
ubi Spiritus Dei illic Ecclesia et omnis gratia»[30]. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
διδάσκει ὅτι χωρίς τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν θά ὑπῆρχε ἡ Ἐκκλησία· τό γεγονός ὅτι ὑπάρχει
μέχρι σήμερα ἡ Ἐκκλησία ἀποδεικνύει ὅτι παρίσταται τό Ἅγιο Πνεῦμα· «Εἰ μή Πνεῦμα παρῆν, οὐκ ἄν συνέστη ἡ Ἐκκλησία·
εἰ δέ συνίσταται ἡ Ἐκκλησία, εὔδηλον ὅτι τό Πνεῦμα πάρεστιν»[31]. Τά πάντα μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι
καρπός τῆς ἐνεργείας καί δράσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί αὐτό ἀποτελεῖ κοινό
τόπο τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἀπό τόν ὁποῖο ἀπομακρύνονται ὅσοι νομίζουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία
ἠμπορεῖ νά πλανηθεῖ καί μαζί της νά πλανηθοῦν καί κάποια μέλη της, ὅπως ἀφήνουν
νά ἐννοηθεῖ οἱ κληρικοί πού παρερμηνεύουν θέση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου.
Γράφει ὁ κλεινός καί μέγας πατριάρχης: «Τί
γάρ εἰπέ μοι τῶν συνεχόντων τήν σωτηρίαν τήν ἡμετέραν οὐχί διά Πνεύματος ἡμῖν ᾠκονόμηται;
Διά τούτου δουλείας ἀπαλλαττόμεθα, εἰς ἐλευθερίαν καλούμεθα, εἰς υἱοθεσίαν ἀναγόμεθα
καί ἄνωθεν ὡς εἰπεῖν, ἀναπλαττόμεθα, τό βαρύ καί δυσῶδες τῶν ἁμαρτημάτων
φορτίον ἀποτιθέμεθα· διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἱερέων βλέπομεν χορούς, διδασκάλων
ἔχομεν τάγματα· ἀπό τῆς ἐνταῦθα πηγῆς καί ἀποκαλύψεων δωρεαί καί ἰαμάτων
χαρίσματα καί τά λοιπά πάντα ὅσα τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ κοσμεῖν εἴωθεν, ἐνταῦθα
ἔχει τήν χορηγίαν»[32]. Καί ἄλλος ἐκ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ὁ
Μέγας Βασίλειος, ἀπαριθμώντας συχνά τίς δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κυρίως εἰς
τό ἔργο του «Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», λέγει
ὅτι «οὐδέ γάρ ἐστιν ὅλως δωρεά τις ἄνευ
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τήν κτίσιν ἀφικνουμένη»[33].
Αὐτό ἐπαναλαμβάνει καί ὁ πολύ ἀγαπητός εἰς τούς Ὀρθοδόξους ὕμνος τῆς
Πεντηκοστῆς: «Πάντα χορηγεῖ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον,
βρύει προφητείας, ἱερέας τελειοῖ, ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξεν, ἁλιεῖς θεολόγους
ἀνέδειξεν, ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς
Ἐκκλησίας».
Τήν
βασική αὐτή δογματική διδασκαλία περί τοῦ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀλάθητη, ἐπειδή ἔχει
κεφαλή της τόν Χριστό, τόν μένοντα μετ᾽ αὐτῆς εἰς τόν αἰώνα, καί ἐπειδή
καθοδηγεῖται «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθεια» ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, καί ἑπομένως εἶναι
ἀδύνατο νά πλανηθεῖ, τήν ἐπιβεβαιώνουν καί νεώτερα δογματικά καί συμβολικά
κείμενα ὡς καί ἐπιφανεῖς δογματικοί θεολόγοι. Ἔτσι στήν Ὁμολογία Πίστεως τοῦ Μητροφάνη Κριτόπουλου, πατριάρχη Ἀλεξανδρείας
(17ος αἰών) λέγεται ὅτι πιστεύουμε στήν Ἐκκλησία «ὡς εἰς ἀληθεύουσαν κατά πάντα, ἅτε ὑπό τοῦ Θεοῦ ἀγομένην καί φερομένην
καί τῆς εὐθείας παρατραπῆναι μή δυναμένην»[34]. Σαφέστερη καί ἐκτενέστερη εἶναι ἡ
μαρτυρία τοῦ Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, τήν ὁποίαν ἀναπτύσσει στόν β´ ἀλλά καί στόν
ιβ´ ὅρο τῆς Ὁμολογίας Πίστεως (17ος αἰών
ἐπίσης), ὅπου λέγει τά ἑξῆς: «Ἔπειτα ἄνθρωπον
μέν ὅντιναοῦν, λαλοῦντα ἀφ᾽ ἑαυτοῦ, ἐνδέχεται ἁμαρτῆσαι καί ἀπατῆσαι καί ἀπατηθῆναι,
τήν δέ Καθολικήν Ἐκκλησίαν, ὡς μηδέποτε λαλήσασαν ἤ λαλοῦσαν ἀφ᾽ ἑαυτῆς, ἀλλ᾽ ἐκ
τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ (ὅ καί διδάσκαλον ἀδιαλείπτως πλουτεῖ εἰς τόν αἰῶνα), ἀδύνατον
πάντη ἁμαρτῆσαι ἤ ὅλως ἀπατῆσαι καί ἀπατηθῆναι, ἀλλ᾽ ἔστιν ὡσαύτως τῇ Θείᾳ Γραφῇ
ἀδιάπτωτος καί ἀέναον τό κῦρος ἔχουσα»[35] (β´ ὅρος). «Πιστεύομεν ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διδάσκεσθαι τήν Καθολικήν Ἐκκλησίαν.
Αὐτό γάρ ἐστιν ὁ ἀληθής Παράκλητος, ὅν πέμπει παρά τοῦ Πατρός ὁ Χριστός τοῦ
διδάσκειν ἕνεκα τήν ἀλήθειαν καί τό σκότος ἀπό τῆς τῶν πιστῶν διανοίας ἀποδιώκειν...
Καί διά τοῦτο οὐ μόνον πεπείσμεθα, ἀλλά καί ἀληθές καί βέβαιον ἀναμφιβόλως εἶναι
ὁμολογοῦμεν τήν Καθολικήν Ἐκκλησίαν ἀδύνατον ἁμαρτῆσαι ἤ ὅλως πλανηθῆναι ἤ ποτε
τό ψεῦδος ἀντί τῆς ἀληθείας ἐκλέξαι»[36] (ιβ´ ὅρος).
Ἀπό
τούς συγχρόνους δογματικούς θεολόγους ὁ καθηγητής Χρῆστος Ἀνδροῦτσος λέγει: «Καί ὅτι μέν ἡ Ἐκκλησία εἶνε ἀλάθητος
καί εἰς αἰῶνα ἀκατάλυτος τοῦτο πιστοῖ μέν ἡ Γραφή μαρτυροῦσα ὅτι ὁ Κύριος ἐπηγγείλατο
καί ἀπέστειλε τό ἅγιον Πνεῦμα τό μένον μετά τῆς Ἐκκλησίας εἰς τόν αἰῶνα καί ὁδηγοῦν
αὐτήν εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν...». Στή συνέχεια μάλιστα ὑποστηρίζει ὅτι «τό δόγμα τῆς σωζούσης Ἐκκλησίας εἶναι φυσική
ἀκολουθία τοῦ ἀλαθήτου, ἤτοι πεποιθυῖα ἡ Ἐκκλησία ὅτι αὕτη κατέχει τήν ὀρθήν
πίστιν καί τήν πλήρη ἀλήθειαν τήν σώζουσαν, ἔδει φυσικῶς νά εἴπῃ ὅτι αὐτή κατέχει
τά τῆς μακαριότητος μέσα “ἐκτός δ᾽ αὐτῆς δέν ὑπάρχει σωτηρία”»[37].
Ὁ καθηγητής Ἰωάννης Καρμίρης λέγει σχετικῶς: «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀλάθητος ὡς
ὅλον, ὡς πλήρωμα, ὅπερ συναποτελοῦσιν ἅπαντες οἱ ὀρθοδόξως πιστεύοντες κληρικοί
καί λαϊκοί... τό ὅλον ἤ τό πλήρωμα ἤ τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας λογίζεται ἐν τῇ Ὀρθοδοξίᾳ
ὡς φορεύς τοῦ ἀλαθήτου». Καί ἀλλοῦ[38]:
«Πρέπει ἰδιαιτέρως νά ἐξαρθῇ, ὅτι ἡ Ἐκκλησία
ὡς ὅλον εἶναι ἀλάθητος, ἐφ᾽ ὅσον
κεφαλή αὐτῆς εἶναι ὁ Χριστός, ὅστις εἶναι αὐτή ἡ ἀλήθεια, ψυχή δέ τό Ἅγιον Πνεῦμα,
τό ὁποῖον εἶναι ὁμοίως τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, τό ποδηγετοῦν τήν Ἐκκλησίαν καί
καθοδηγοῦν εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθεια»[39].
Ὁ καθηγητής Παναγιώτης Τρεμπέλας στήν τρίτομη Δογματική του ἀφιερώνει ὁλόκληρο ὑποκεφάλαιο μέ τίτλο «Ἡ Ἐκκλησία ὡς ἀλάθητος τῆς ἀληθείας φύλαξ καί
διδάσκαλος», ὅπου προσφέρει πλούσιο ἁγιογραφικό καί πατερικό ὑλικό. Μεταξύ ἄλλων
παρατηρεῖ ὅτι δέν ὑπῆρξε ποτέ ἐποχή «καθ᾽
ἥν πλάνη ἤ αἵρεσις ἐκυριάρχησε συμπάσης τῆς Ἐκκλησίας». Ἄν αὐτό συνέβαινε,
θά ἐσήμαινε στήν περίπτωση αὐτή, ὅτι «ὁ
Χριστός ὡς κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ἐστερήθη τοῦ ἐπί γῆς σώματος αὐτοῦ, ὅπερ ἀποξενωθέν
τῶν θείων προνομίων αὐτοῦ ὡς Ἐκκλησίας Θεοῦ ζῶντος, στύλου καί ἑδραιώματος τῆς ἀληθείας,
μετέπεσε κατά τό Ἀποκ. β´ 9 εἰς “συναγωγήν τοῦ Σατανᾶ”. Ἀλλά τοῦτο θά ἦτο, ἀδιανόητον».
Ἀκόμη καί στίς περιπτώσεις πού φαίνεται ὅτι «ἡ πᾶσα Ἐκκλησία κατακλύζεται ὑπό τῆς πλάνης», τό Ἅγιο Πνεῦμα
παραμένει σέ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, καί λαλεῖ δι᾽ αὐτῶν, καί ὄχι μόνον διά τῶν ἐπισκόπων.
Ὑπενθυμίζει ὁ καθηγητής ὅτι ὅταν ἐκυριάρχησε ἡ αἵρεση τοῦ Μονοθελητισμοῦ, «μόνοι δύο μοναχοί ἀντέστησαν κατ᾽ αὐτῆς, ὁ
Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής καί ὁ Σωφρόνιος, ὁ μετ᾽ ὀλίγον εἰς πατριάρχην Ἱεροσολύμων ἀναδειχθείς,
περί οὕς ἐπισυνήχθησαν καί πᾶσα ἡ τό γνήσιον φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας
διαφυλάττουσα μερίς τοῦ ποιμνίου»[40].
Ἀξίζει
νά προσθέσουμε ὅτι ὅταν ἀνακριτές ἐπίσκοποι προσπαθοῦσαν στήν φυλακή νά ἐκφοβίσουν
τόν Ἅγιο Μάξιμο νά δεχθεῖ τίς αἱρετικές μονοθελητικές θέσεις, τίς ὁποῖες εἶχαν
δεχθῆ σχεδόν ὅλες οἱ ἐκκλησίες, τοῦ εἶπαν ὅτι μέ τήν διακοπή κοινωνίας πού ἔκανε
βγάζει τόν ἑαυτό του ἐκτός Ἐκκλησίας, δέν
εἶναι μαζί μέ τήν Ἐκκλησία, μετά τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως
μετέτρεψαν τήν Χρυσοστομική θέση ὁ μητροπολίτης Λεμεσοῦ καί ὁ ἡγούμενος τῆς
Βατοπαιδίου. Τοῦ εἶπαν λοιπόν: «Ποίας εἶ ὦ
οὗτος Ἐκκλησίας; Βυζαντίου, Ρώμης, Ἀντιοχείας, Ἀλεξανδρείας, Ἱεροσολύμων; Ἰδού
πᾶσαι μετά τῶν ὑπ᾽ αὐτάς ἐπαρχιῶν ἡνώθησαν. Εἰ τοίνυν εἶ τῆς καθολικῆς καί αὐτός
Ἐκκλησίας, ἑνώθητι, μήπως ξένην ὁδόν τῷ βίῳ καινοτομῶν, πάθῃς ἅπερ οὐ προσδοκᾶς».
Καί ὑπέστη βέβαια πολλές κακώσεις καί μαρτύρια στή συνέχεια, γιατί δέν ἑνώθηκε
μέ τήν αἵρεση, δέν ἔκανε ὑπακοή στήν «Ἐκκλησία». Ἀπήντησε ὅμως «συνετῶς καί ἐπικαίρως», ὅπως λέγει τό
κείμενο πού μᾶς διασώζει τά γεγονότα, καί εἶπε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν βρίσκεται ἐκεῖ
πού εἶναι οἱ διοικοῦντες, οἱ πατριάρχες, οἱ ἐπίσκοποι, οἱ σύνοδοι, ἡ Ἱεραρχία, ἀλλά
ἐκεῖ πού ὑπάρχει ἡ σωτήρια ὁμολογία τῆς πίστεως: «Καθολικήν Ἐκκλησίαν, τήν ὀρθήν καί σωτήριον τῆς πίστεως ὁμολογίαν, ὁ
Κύριος εἶναι εἰπών, ἐπί τούτῳ καί Πέτρον καλῶς ὁμολογήσαντα ἐμακάρισεν»[41]. Ὅταν ἐπίσης σέ ἄλλη περίπτωση
κρατικός ἄρχοντας ἀνακριτής, ὀνομαζόμενος Μηνᾶς, τοῦ εἶπε ὅτι μέ ὅσα λέγει
προκαλεῖ σχίσμα στήν Ἐκκλησία, ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἀπήντησε: «Ἄν αὐτός πού λέγει ὅσα διδάσκουν ἡ Ἁγία Γραφή καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες
σχίζει τήν Ἐκκλησία, αὐτός πού ἀναιρεῖ τά δόγματα τῶν Ἁγίων τί ἀποδεικνύεται ὅτι
προκαλεῖ στήν Ἐκκλησία, δεδομένου ὅτι χωρίς τά δόγματα δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξει
ἡ Ἐκκλησία;»[42].
Προφανῶς δέν τήν σχίζει ἁπλῶς, ἀλλά τήν καταστρέφει, τήν ἐκμηδενίζει. Μόνο ὁ
Διάβολος θέλει νά καταστρέψει τήν Ἐκκλησία.
Μετά
ἀπό ἑπτά αἰῶνες, τόν 14ο αἰώνα, τά ἴδια ἀπήντησε καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς
στόν αἱρετίζοντα πατριάρχη Ἀντιοχείας Ἰγνάτιο, ὑποστηρικτή τοῦ πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννη Καλέκα. Ὁ ᾽Ιγνάτιος ἀναχωρώντας ἀπό τήν
Κωνσταντινούπολη ἔγραφε ὅτι ἐπιστρέφει στήν ἐκκλησία του, στήν Ἀντιόχεια. Στήν
Κωνσταντινούπολη εὑρισκόμενος ὑποστήριξε τόν Βαρλαάμ τόν Καλαβρό καί ἐστράφη ἐναντίον
τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Ἀπαντᾶ λοιπόν στόν αἱρετίζοντα πατριάρχη ἀποφθεγματικά ὁ Ἅγιος
Γρηγόριος καί τοῦ λέγει ὅτι δέν ἔχει πλέον ἐκκλησία, ἀφοῦ ὡς αἱρετίζων εἶναι
ξένος πρός τήν Ἐκκλησία, ἐκτός Ἐκκλησίας, διότι «οἱ τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας
εἰσί· καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί»[43].
Ἡ Ἐκκλησία βρίσκεται ἐκεῖ πού εἶναι ἡ ἀλήθεια· ὅσοι δέν εἶναι μέ τήν ἀλήθεια εἶναι
ἐκτός Ἐκκλησίας.
Πρέπει
ἐπίσης νά γνωρίζει κανείς ὅταν ὁμιλεῖ γιά ὑπακοή στήν Ἐκκλησία, ὅτι αὐτή δέν ἀποτελεῖται
μόνον ἀπό τούς ζῶντες πιστούς, καί ἀπό αὐτούς πού διοικοῦν καί κατευθύνουν τώρα
τά πράγματα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἀπό ὅλους τούς προϋπάρξαντες Ἁγίους καί
πιστούς, ἀπό τούς μεγάλους Πατέρες καί Διδασκάλους, πού καθόρισαν καί ἀνέπτυξαν
στά συγγράμματα καί στίς ἅγιες συνόδους τά τῆς Πίστεως καί τῆς Ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας,
καί μάλιστα μέ θαυμαστή ὁμοφωνία, ὥστε νά ὑπάρχει ἡ λεγομένη «συμφωνία τῶν Πατέρων» (Consensus
Patrum). Ὅ,τι ἀποφασίζει σέ κάποια χρονική στιγμή ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία πρέπει νά
εἶναι σύμφωνο πρός ὅσα οἱ Ἅγιοι Πατέρες συμφωνώντας διαχρονικά ἀποφάσισαν· νά
κάνει ὑπακοή ἡ ἐπί γῆς Ἐκκλησία στήν ἐν οὐρανῷ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων.
Αὐτό ἐκφράζει καί ἡ διατυπωθεῖσα ἀπό τόν Βικέντιο τόν ἐκ Λειρίνης (ἤ Λειρίνου)
δογματική ἀρχή σύμφωνα μέ τήν ὁποία κριτήριο Ὀρθοδοξίας τῶν ἀποφασιζομένων σέ
κάθε ἐποχή εἶναι τό καθολικό, τό διαχρονικό, καί τό ὁμόφωνο, δηλαδή κρατοῦμεν ὅ,τι
πανταχοῦ πάντοτε καί ὑπό πάντων ἐπιστεύθη· «Id
teneamus, quod ubique, quod semper, quod ab omnibus creditum est»[44].
Ἐπειδή
ἡ Ἐκκλησία ὡς σύνολο, ὡς πλήρωμα, εἶναι ἀλάθητη, δέν ἀποκλείεται ὄχι μόνο μέλη
τῆς Ἐκκλησίας νά πλανηθοῦν, πατριάρχες, ἐπίσκοποι, ἱερεῖς, μοναχοί καί λαϊκοί, ἀλλά
καί ὁλόκληρες τοπικές ἐκκλησίες παρασυρόμενες ἀπό τούς ἐπί κεφαλῆς τους
προκαθημένους ἤ καί ἀπό τοπικές συνόδους. Καί ὄχι μόνο μία τοπική ἐκκλησία, ἀλλά
καί ὁμάδα τοπικῶν ἐκκλησιῶν. Ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία εἶναι γεμάτη ἀπό
παραδείγματα αἱρέσεων, ὅπως ὁ Ἀρειανισμός, ὁ Νεστοριανισμός, ὁ Μονοφυσιτισμός, ἡ
Εἰκονομαχία, οἱ ὁποῖες ἐπί μακρά χρονικά διαστήματα ἐκυριάρχησαν κατά τόπους ἤ
καί καθολικά, ὁπότε τήν ἀληθινή Ἐκκλησία διέσωσαν ὅσοι, ὀλιγώτεροι ἤ
περισσότεροι, δέν παρασύρθηκαν ἀπό τίς αἱρέσεις ἀλλά παρέμειναν στήν
παραδεδομένη πίστη. Ἕνα τέτοιο παράδειγμα μεγάλης πληθυσμιακά τοπικῆς ἐκκλησίας
πού παραδόθηκε στήν αἵρεση καί παραμένει μέχρι σήμερα σ᾽ αὐτήν εἶναι ὁ
Παπισμός, ὁ ὁποῖος ἐγέννησε τοῦ κόσμου τίς αἱρετικές προτεσταντικές κοινότητες.
Παπισμός καί Προτεσταντισμός ἀντιπροσωπεύουν σήμερα τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ
χριστιανικοῦ κόσμου. Μέ αὐτούς συμφύρεται δυστυχῶς καί ἡ Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία,
ἡ ὁποία κινδυνεύει νά κυριαρχηθεῖ ἐπίσης ἀπό τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ
ὁποῖος ἔχει καταργήσει τά ὅρια ὀρθοδοξίας καί αἵρεσης, ἀλήθειας καί πλάνης, ὅπως
ὁλοφάνερα φάνηκε στήν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης (2016), ὅπου οἱ «Ὀρθόδοξοι»
ὀνόμασαν τίς αἱρέσεις ἐκκλησίες. Παρουσιάσαμε καί ἄλλη φορά τήν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου
Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ γιά τούς Λατίνους, γιά τόν Παπισμό, καί δέν ὑπάρχει ἐδῶ χῶρος
νά τήν ὑπενθυμίσουμε. Ἐπισημαίνουμε ὅμως αὐτό πού ταιριάζει στήν συνάφεια τῶν
προβληματισμῶν μας. Συνέβη, λέγει, πολλές φορές σέ ὅλες τίς τοπικές ἐκκλησίες νά
ἐκπέσουν ἀπό τήν Ὀρθοδοξία καί νά ὑποστοῦν βλάβη ἀπό τίς αἱρέσεις. Τό νά μήν ἐπανέλθουν
ὅμως, νά μή σηκωθοῦν ἀπό τήν πτώση, συνέβη μόνο μέ τήν ἐκκλησία τῶν Λατίνων,
μολονότι εἶναι μέγιστη καί κορυφαία στήν ἐξέχουσα περιωπή τῶν πατριαρχικῶν
θρόνων: «Τό μέν οὖν τοῦ ὀρθοῦ διαπεσεῖν
κοινόν ἐγένετο ταῖς ἐκκλησίαις ἁπάσαις, ἄλλοτε ἄλλῃ διά τοῦ μακροῦ χρόνου
λυμηναμένου τοῦ χείρονος. Τό δέ διαπεσοῦσαν μηκέτ᾽ ἐπανελθεῖν μόνης τῆς τῶν
Λατίνων ἐγένετο, καίτοι μεγίστης τε καί κορυφαίας οὔσης καί τῶν πατριαρχικῶν
θρόνων ἐξόχου περιωπῆς»[45].
Εἶχαν
γι᾽ αὐτό ἀπόλυτο δίκαιο οἱ Ὀρθόδοξοι πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, κωδικοποιώντας, θά
λέγαμε, τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία ἐπί τοῦ θέματος, στήν ἀπάντησή τους πρός τόν
πάπα Πίο τόν Θ´ τό 1848, νά ἰσχυρισθοῦν ὅτι οὔτε πατριάρχες οὔτε σύνοδοι ἠμποροῦν
νά καινοτομήσουν εἰς τά τῆς Ἐκκλησίας, διότι φύλακας τῆς Παράδοσης εἶναι ὁ
λαός. Καί ἡ συνοδική αὐτή ἀπόφαση ἔχει περάσει στά Δογματικά καί Συμβολικά
Κείμενα τῆς Ἐκκλησίας: «Ἔπειτα παρ᾽ ἡμῖν
οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστής
τῆς θρησκείας ἐστίν αὐτό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτός ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει
τό θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καί ὁμοιειδές τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ»[46].
Ἑπομένως
οἱ μέν θέσεις τοῦ μητροπολίτη Λεμεσοῦ καί τοῦ ἡγουμένου τῆς Βατοπαιδίου παραμορφώνουν
σημαντικά σέ δύο σημεῖα ὅσα λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος. Ἐν πρώτοις ἀφαιροῦν
τόν ὑποθετικό, παραχωρητικό χαρακτήρα τῆς φράσης καί παρουσιάζουν τά λεγόμενα ὡς
πιθανά νά συμβοῦν, εἶναι δηλαδή δυνατόν νά πλανηθεῖ ἡ Ἐκκλησία. Καί τό σημαντικώτερο
ὅτι εἰσάγουν στά λεγόμενα τήν ἔννοια τῆς πλάνης, πού δέν ὑπάρχει στό κείμενο,
καί ὅτι εἶναι «κρεῖσσον», «καλύτερα» νά ἀκολουθεῖ κανείς τήν πλανώμενη Ἐκκλησία,
νά κάνει δηλαδή ὑπακοή στήν αἱρετίζουσα Ἐκκλησία. Ἀλλά Ἐκκλησία πού πλανᾶται δέν εἶναι Ἐκκλησία.
Ὁ
μητροπολίτης Γόρτυνος ἀφαιρεῖ καί αὐτός τόν ὑποθετικό χαρακτήρα τῶν λεγομένων
τοῦ Χρυσοστόμου καί συνιστᾶ ἀπροϋπόθετη καί ἀδιάκριτη ὑπακοή. Στήν ἴδια
συνάφεια ἐπίσης αὐτῶν πού «ἐτόλμησε» ὄντως νά πεῖ μέ βάση τόν Ἅγιο Ἰωάννη
Χρυσόστομο χρησιμοποίησε τίς λέξεις «Ἐκκλησία» καί «Ἱεραρχία», σάν νά
ταυτίζονται. Εἶπε: «Θά κάνουμε ὅ,τι μᾶς
πεῖ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἄν ἡ Ἐκκλησία μᾶς πεῖ νά φορᾶμε τήν μάσκα στόν
Ναό γιά προστασία μας ἀπό τόν κορωνοϊό, θά τήν φορᾶμε. Ἄν μᾶς πεῖ νά μή τήν φορᾶμε,
δέν θά τήν φορᾶμε». Ἄλλο ὅμως ἡ Ἱεραρχία, οἱ πατριάρχες καί οἱ ἐπίσκοποι,
καί ἄλλο ἡ Ἐκκλησία. Ὅπως εἴδαμε, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀλάθητη, ἐνῶ οἱ ἱεράρχες
πλανῶνται ἀκόμη καί στίς συνόδους. Ἡ ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου ἦταν σύναξη
κάποιων ἱεραρχῶν καί μάλιστα τῆς μειοψηφίας αὐτῶν, ὅπως καί ὅσοι ἱεράρχες στίς
συνόδους τῶν ἐκκλησιῶν τους, μειοψηφία καί αὐτοί στό σύνολο τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας,
ἀναγνώρισαν τό ψευδοαυτοκέφαλο τῶν Οὐκρανῶν σχισματικῶν. Καί στά δύο θέματα ἡ Ἱεραρχία
ἐπλανήθη ὄχι ὅμως καί ἡ Ἐκκλησία. Τόν ἑαυτό του δικαιολογεῖ μέ τά λεγόμενα ὁ
μητροπολίτης Γόρτυνος;[47]
Ὁ
μητροπολίτης Ναυπάκου ἀποφεύγει νά δώσει τό νόημα ἤ τήν μετάφραση τῶν ὅσων
λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, καί ἔτσι δέν διακινδυνεύει ἐμφανῶς τήν
παρερμηνεία καί τήν παρανόηση. Τά χρησιμοποιεῖ ὅμως στήν ἴδια νοηματική
συνάφεια, νά ὑπακούουμε δηλαδή, ὅπως λέγει, «στήν
φωνή τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράζεται ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας». Δέν
ἐκφράζουν ὅμως ὅλες οἱ σύνοδοι, οὔτε ὅλοι οἱ Ἱεράρχες τήν φωνή τῆς Ἐκκλησίας.
Στήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης προσπάθησε νά ἐκφράσει ὁ Ναυπάκτου τήν φωνή τῆς Ἐκκλησίας,
ἀλλά πνίγηκε ἡ φωνή του ἀπό ἄλλες φωνές, πού συνοδικά ἀναγνώρισαν τίς αἱρέσεις ὡς
ἐκκλησίες καί συνοδικά, γιά πρώτη φορά, ἐνέκριναν τή συμμετοχή μας στό
προτεσταντικό «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», ἤγουν αἱρέσεων, καί ἐπήνεσαν τά
γεμᾶτα πλάνες κοινά κείμενα τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων. Ἐξακολουθεῖ νά συμψάλλει μέ
αὐτές τίς φωνές πού πνίγουν τήν φωνή τῆς Ἐκκλησίας. Στήν χορήγηση μάλιστα τοῦ
ψευδοαυτοκεφάλου στήν σχισματοαίρεση τῶν Οὐκρανῶν ἔγινε πρωτοψάλτης. Ψάχνει νά
βρεῖ «παραθεολογικούς ἰούς» στήν Ὀρθόδοξη
Θεολογία, ἐνῶ ἡ οἰκουμενιστική ἴωση ἔχει σχεδόν καταστρέψει τούς θεολογικούς
πνεύμονες τῶν περισσοτέρων Ἱεραρχῶν.
Ὁ
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος δέν συμβούλευσε ποτέ στά συγγράμματά του νά ἀκολουθοῦμε
πλανώμενες ἱεραρχίες στήν ἀντιμετώπιση αἱρέσεων καί σχισμάτων, οὔτε προκύπτει
κάτι τέτοιο στήν πράξη ἀπό τήν πολυτάραχη καί μαρτυρική ζωή του. Αὐτό πού λέγει
στό κείμενο πού παρερμηνεύθηκε ἀφορᾶ σέ ἕνα μικρό ποιμαντικό καί λειτουργικό
ζήτημα πού προέκυψε στήν Ἀντιόχεια σχετικά μέ τήν πρό τοῦ Πάσχα νηστεία καί δέν
ἔχει σχέση μέ πλάνες, μέ αἱρέσεις καί σχίσματα. Σέ συνέδριο διορθόδοξο πού ὀργάνωσε
στήν Ἀμερική, στό Σικάγο, μία ἀπό τίς μονές πού ἵδρυσε ὁ ὅσιος Γέροντας Ἐφραίμ,
ἡ γυναικεία Ἱερά Μονή Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ἀπό 14-16 Σεπτεμβρίου τοῦ
2007, μέ ἀφορμή τή συμπλήρωση 1600 ἐτῶν ἀπό τήν μαρτυρική του κοίμηση, εἴχαμε τήν
εὐκαιρία νά ἀναπτύξουμε τό θέμα «Σύγχρονοι
ἐκκλησιολογικοί προβληματισμοί μέ βάση τόν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο». Στήν εἰσήγησή
μας αὐτή παρουσιάσαμε α) τήν τοποθέτησή του ἀπέναντι στίς ἄλλες θρησκεῖες, β) τήν
γνώμη του γιά τίς αἱρέσεις καί γ) τήν ἀντιμετώπιση τοῦ σχίσματος καί κάποιες
παρανοήσεις τῆς σχετικῆς διδασκαλίας[48].
Βρίσκει κανείς ἐδῶ πολύ ὑλικό γιά ὅσα συζητοῦμε, τό ὁποῖο δέν χωράει ἐδῶ. Θά ἀναφερθοῦμε
ὅμως σύντομα στό ποιμαντικό καί λειτουγικό πρόβλημα πού δημιουργοῦσε μία μικρή
μερίδα πιστῶν στήν Ἀντιόχεια, σχετικά μέ τόν ἑορτασμό τοῦ Πάσχα, τό ὁποῖο ἔδωσε
τήν ἀφορμή νά πεῖ ὁ Χρυσόστομος ὅσα παρερμηνεύθηκαν, καί σύντομα ἐπίσης θά δοῦμε
ἐνδεικτικά ἄν συμβουλεύει τήν ἀπροϋπόθετη καί ἀδιάκριτη ὑπακοή σέ ὅσα ἀποφασίζουν
οἱ ἱεράρχες καί οἱ σύνοδοι.
8. Σέ
ποιό γεγονός ἀναφέρεται ὁ Χρυσόστομος;
Εἶναι
γνωστόν ὅτι στήν λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων αἰώνων παρουσιάσθηκαν
ἔριδες καί φιλονεικίες ὡς πρός τόν χρόνο τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. Οἱ ἐκκλησίες
τῆς Ἀσίας ἑόρταζαν τό Πάσχα μαζί μέ τούς Ἰουδαίους τήν 14η τοῦ ἰουδαϊκοῦ μηνός Νισάν,
συνέπιπτε δηλαδή τό Χριστιανικό μέ τό Ἰουδαϊκό Πάσχα, ὁπότε ἑορταζόταν ὁποιαδήποτε
ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος καί ἄν συνέπιπτε, ἐνήστευαν δέ ὅλη τήν ἡμέρα μέχρι τό ἑσπέρας,
ὅπως καί οἱ Ἰουδαῖοι. Στήν Δύση ἀντίθετα γιά νά ἀποφευχθεῖ αὐτή ἡ σύμπτωση ἑόρταζαν
τό Πάσχα τήν Κυριακή μετά τήν 14η τοῦ μηνός Νισάν, καί ὀνόμαζαν τούς
Μικρασιάτες δεκατεσσαρασκαιδεκατῖτες. Ἡ
λειτουργική αὐτή ποικιλία καί ἀνομοιομορφία λύθηκε ὁριστικά ἀπό τήν Α´ Οἰκουμενική
Σύνοδο (325), ἡ ὁποία γιά νά μή συμπίπτει τό Πάσχα τῶν Χριστιανῶν μέ τό Πάσχα τῶν
Ἰουδαίων, καί ἀφοῦ ἔλαβε ὑπ᾽ ὄψιν ὅλα τά ἀστρονομικά δεδομένα, ὅρισε νά ἑορτάζεται
τό χριστιανικό Πάσχα τήν Κυριακή μετά τήν πρώτη πανσέληνο, μετά τήν ἐαρινή ἰσημερία.
Ἔκτοτε, αὐτό ἔγινε δεκτό ἀπό ὅλους, ἀπό τήν ἀνά τήν Οἰκουμένη Ἐκκλησία, ἰσχύει
δέ μέχρι σήμερα.
Μέχρι
νά ἐπιλυθεῖ τό πρόβλημα, ἔγιναν ἐνωρίτερα προσπάθειες συμφωνίας, οἱ ὁποῖες
μολονότι ἀπέτυχαν, δέν ὁδήγησαν τίς ἐκκλησίες σέ διακοπή κοινωνίας, ἀλλά
διατηρήθηκε ἡ ἑνότητα καί ἡ κοινωνία. Ὑπῆρχε ἑορτολογική ἀνομοιμορφία, ἡ ὁποία
δέν ὁδήγησε σέ σχίσμα, διότι θεωρήθηκε ὅτι μέ αὐτό δέν ἐθίγετο ἡ Πίστη, ἡ
δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Κατά μία μετάβαση τοῦ Πολυκάρπου Σμύρνης στήν
Ρώμη (154/155) καί σέ συνάντηση πού εἶχε μέ τόν πάπα Ἀνίκητο συζήτησαν καί τό
θέμα τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. Ἀποχωρίσθηκαν εἰρηνικά, χωρίς ὁ ἕνας νά
πείσει τόν ἄλλον, καί ὅπως γράφει σέ ἐπιστολή του ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος Λουγδούνου:
«Ἐκοινώνησαν ἑαυτοῖς, καί ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ
παρεχώρησεν ὁ Ἀνίκητος τήν εὐχαριστίαν τῷ Πολυκάρπῳ κατ᾽ ἐντροπήν δηλονότι, καί
μετ᾽ εἰρήνης ἀπ᾽ ἀλλήλων ἀπηλλάγησαν, πάσης τῆς ἐκκλησίας εἰρήνην ἐχόντων, καί
τῶν τηρούντων (=Μικρασιατῶν) καί τῶν
μή τηρούντων (=Ρωμαίων)»[49].
Λίγο ἀργότερα ὁ Βίκτωρ Ρώμης (189-199) θεώρησε ὅτι ἡ διαφωνία στόν ἑορτασμό τοῦ
Πάσχα εἶναι «ἑτεροδοξία» καί ἔκοψε τήν
κοινωνία μέ τίς ἐκκλησίες τῆς Ἀσίας. Δέν κατόρθωσε ὅμως νά πείσει ἐπ᾽ αὐτοῦ οὔτε
τίς Ἐκκλησίες τῆς Δύσεως, καί ὅπως ἀντέταξε ὁ Μικρασιάτης τήν καταγωγή Εἰρηναῖος
Λουγδούνου αὐτό ἦταν τοπική ἰδιαιτερότητα πού δέν προέκυψε τώρα, ἀλλά ἦταν
παλαιά συνήθεια τῶν Μικρασιατῶν, οἱ ὁποῖοι ὅμως «οὐδέν ἔλαττον πάντες οὗτοι εἰρήνευσάν τε καί εἰρηνεύομεν πρός ἀλλήλους
καί ἡ διαφωνία τῆς νηστείας τήν ὁμόνοιαν τῆς πίστεως συνίστησιν»[50]. Ἡ διαφωνία σέ ἑορτολογικά θέματα ἐνισχύει
τήν ἑνότητα στήν πίστη, τήν συνιστᾶ, τήν ἀναδεικνύει.
Παρά
τό ὅτι ὁ κοινός ἑορτασμός τοῦ Πάσχα, σύμφωνα μέ τίς ἀποφάσεις τῆς Α´ ἐν Νικαίᾳ
Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἔγινε δεκτός ἀπό ὅλες τίς τοπικές ἐκκλησίες σέ Ἀνατολή καί
Δύση κάποιες ὁμάδες πιστῶν ἐπέμειναν στήν παράδοση τῶν Τεσσαρασκαιδεκατιτῶν, νά ἑορτάζουν δηλαδή τό Πάσχα μαζί μέ τούς Ἰουδαίους
τήν 14η τοῦ μηνός Νισάν. Γιά τόν λόγο αὐτό ἡ ἐν Ἀντιοχείᾳ τοπική σύνοδος τοῦ
341 δέν ἀνέχεται πλέον αὐτήν τήν ἑορτολογική διάσπαση καί διαίρεση καί ὅσους ἐξακολουθοῦσαν
νά ἑορτάζουν τό Πάσχα μαζί μέ τούς Ἰουδαίους τούς κατεδίκασε μέ αὐστηρότητα, τούς
μέν λαϊκούς μέ ἀκοινωνησία, τούς δέ κληρικούς καί ὅσους εἶχαν κοινωνία μαζί
του, μέ καθαίρεση[51].
Δύο συνοδικές λοιπόν ἀποφάσεις μία ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο (325) καί μία ἀπό
Τοπική (341) ἀπαγορεύουν τόν ἑορτασμό τοῦ Πάσχα μαζί μέ τούς Ἰουδαίους. Ἐλάχιστα
πάντως λείψανα τῶν Τεσσαρασκαιδεκατιτῶν εἶχαν
ἀπομείνει στήν πόλη τῆς Ἀντιοχείας τήν ἐποχή πού Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος δροῦσε
ἐκεῖ ὡς πρεσβύτερος. Οἱ Τεσσαρασκαιδεκατῖται
ὀνομάζονται καί Πρωτοπασχῖται[52], διότι ἑόρταζαν τό «πρῶτο» Πάσχα, ὅπως
συνήθιζαν πρό τῆς ἀποφάσεως τῆς Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Πρός
αὐτούς λοιπόν τούς Πρωτοπασχῖτες ἀπευθύνει
τήν ὁμιλία ὁ Χρυσόστομος, ἀπό τήν ὁποία προέρχεται τό παρερμηνευόμενο παράθεμα
γιά τό ὁποῖο συζητοῦμε. Πρόκειται γιά τόν Γ´ Λόγο ἀπό τήν σειρά τῶν ὀκτώ Λόγων
(Α´-Η´) πού ἐξεφώνησε «Κατά Ἰουδαίων» κατά
τά ἔτη 386 καί 387. Ὁ Λόγος αὐτός ἐπιγράφεται «Εἰς τούς τά πρῶτα Πάσχα νηστεύοντας»[53], εἰς αὐτούς δηλαδή πού νηστεύουν τό
πρῶτο Πάσχα, τό παλαιό Πάσχα, μαζί μέ τούς Ἰουδαίους, στούς Τεσσαρασκαιδεκατῖτες
ἤ Πρωτοπασχῖτες πού ἀναφέραμε.
Λέγει
στήν ἀρχή τοῦ Λόγου ὅτι ἀναγκάζεται νά διακόψει τή σειρά τῶν Λόγων του πρός τούς
αἱρετικούς Ἀνομοίους, διότι ὑπάρχει μέσα στήν Ὀρθόδοξη ποίμνη μία «ἄκαιρος φιλονεικία», ἡ ὁποία πρέπει νά
θεραπευθεῖ, αὐτοί δηλαδή πού συνεορτάζουν τό Πάσχα καί νηστεύουν μαζί μέ τούς Ἰουδαίους.
Δέν θεωρεῖ τούς Πρωτοπασχῖτες ἐκτός τῆς ποίμνης, ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι
οἱ αἱρετικοί, ἀλλά «πρόβατα νενοσηκότα», τά
ὁποῖα ὡς ποιμήν πρέπει νά θεραπεύσει μέ τήν διδασκαλία. Μᾶς πληροφορεῖ μάλιστα ὅτι
ἦταν πολύ λίγοι αὐτοί πού νόσησαν καί ὅτι τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ ποιμνίου εἶχε
δεχθῆ τίς ἀποφάσεις τῆς Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Καί οἶδα μέν ὅτι διά τήν τοῦ Θεοῦ χάριν τό πλέον ἡμῖν τῆς ἀγέλης
ταύτης ἀπήλλακται τῆς ἀρρωστίας, καί εἰς ὀλίγους τό νόσημα περιέστηκε». Ἐπισημαίνει
ὅτι εἶναι ἀρκετές οἱ διαιρέσεις πού προκαλοῦνται ἀπό τίς αἱρέσεις καί δέν
χρειάζεται νά διαιρούμαστε καί ἐμεῖς μεταξύ μας: «Οὐκ ἀρκοῦσιν αἱ λοιπαί αἱρέσεις, ἀλλά καί ἡμεῖς ἑαυτούς κατατέμωμεν;»[54]. Χαρακτηρίζει καί πάλι «ἄκαιρον φιλονεικίαν» τήν συζήτηση γιά τόν
ἑορτασμό τοῦ Πάσχα καί θεωρεῖ ὅτι ὅσοι δέν συμφωνοῦν μέ τίς ἀποφάσεις τῆς
Νικαίας δέν μποροῦν νά δικαιολογήσουν τίς θέσεις τους, καί σάν νά εἶναι
σοφώτεροι ἀπό ὅλους δέν θέλουν νά μάθουν ἀπό τούς ἄλλους οὔτε νά ἀκολουθήσουν τά
ἀποφασισθέντα, ἀλλά ἁπλῶς ἀκολουθοῦν μία παράλογη παλαιά συνήθεια.
Καί
εἶναι τώρα ἄκαιρη αὐτή ἡ φιλονεικία καί ὅσοι τήν προκαλοῦν ἀδικαιολόγητοι,
διότι ἀτιμάζουν καί περιφρονοῦν τούς τριακόσιους καί πλέον Πατέρες τῆς Συνόδου,
πού ἐνομοθέτησαν ἐδῶ καί τόσα χρόνια τόν κοινό ἑορτασμό τοῦ Πάσχα, καί οἱ ὁποῖοι
δέν ἦσαν οὔτε ἀνόητοι οὔτε δειλοί, ἀλλά σοφοί καί γενναῖοι. Τήν σοφία τους ἀποδεικνύουν
ὅσα γιά τήν Πίστη ἐνομοθέτησαν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, μέ τά ὁποῖα ἔφραξαν τά
στόματα τῶν αἱρετικῶν, καί τήν ἀνδρεία τους ὅσα βασανιστήρια ὑπέστησαν ἀπό τούς
διωγμούς, πού μόλις τότε εἶχαν καταπαύσει. Ἀπό αὐτούς τούς ἀθλητές συγκροτήθηκε
ἡ σύνοδος πού εἶχαν ἀκόμη νωπά τά τραύματα καί τά στίγματα τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τίς
πολλές τιμωρίες ἐξ αἰτίας τῆς ὁμολογίας τους. Μαζί λοιπόν μέ τό δογματικό θέμα
τῆς Πίστης στήν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ νομοθέτησαν, ὥστε ἀπό κοινοῦ καί μέ
συμφωνία νά ἑορτάζουμε ὅλοι τήν μεγάλη ἑορτή τοῦ Πάσχα. Αὐτοί λοιπόν πού δέν
πρόδωσαν τήν Πίστη σέ τόσο δύσκολους καιρούς, θά ὑποκρίνονταν σέ ἕνα μή
δογματικό θέμα, στήν παρατήρηση τῶν καιρῶν, ἄν δέν πίστευαν ὅτι εἶναι γιά τό
καλό τῆς Ἐκκλησίας; Δέν ἀντιλαμβάνονται τί κάνουν αὐτοί πού κατακρίνουν τόσους
Πατέρες, τόσο σοφούς καί ἀνδρείους; Ὅλη ἡ Οἰκουμένη ἀποδέχθηκε καί ἐπήνεσε τίς ἀποφάσεις
τους, καί σύ πού τίς ἀπορρίπτεις θεωρεῖς σοφώτερους τούς Ἰουδαίους ἀπό ὅλης τῆς
γῆς τούς Πατέρες, τούς Ἰουδαίους τούς ὁποίους ἀποκήρυξε ὁ Θεός, καί ἔχασαν τήν
εὔνοιά Του, τώρα δέ χωρίς τόν Ναό οὔτε τίς ἑορτές τους μποροῦν νά ἑορτάσουν;[55]
Ὁ
Χριστός διά τοῦ Ἀποστόλου Παύλου μᾶς ἔδωσε ἐντολή νά μή προσέχουμε σέ ἡμέρες καί
μῆνες καί χρόνους. Κανένας δέν τιμωρήθηκε οὔτε κατηγορήθηκε, ἐπειδή δέν ἑόρτασε
τό Πάσχα τόν τάδε μήνα ἤ τήν τάδε ἡμέρα· «ὅτι
δέ τῷ δεῖνι μηνί καί τῷ δεῖνι ἐποίησε τό Πάσχα, οὐδείς ἐκολάσθη ποτέ οὐδέ ἐνεκλήθη».
Πρέπει λοιπόν σέ σχέση μέ τήν παρατήρηση τοῦ χρόνου τῶν ἑορτῶν νά προτιμοῦμε
τήν συμφωνία τῆς Ἐκκλησίας, καί ὄχι γιά ἕνα τέτοιο ζήτημα μηδαμινῆς ἀξίας νά
περιφρονοῦμε τήν κοινή Μητέρα μας, τήν Ἐκκλησία, καί νά κομματιάζουμε τήν
Σύνοδο: «Σύ δέ οὐ προτιμᾶς τοῦ χρόνου τῆς
Ἐκκλησίας τήν συμφωνίαν, ἀλλ᾽ ἵνα δόξῃς ἡμέρας παρατηρεῖν, εἰς τήν κοινήν ἁπάντων
ἡμῶν ἐμπαροινεῖς μητέρα, καί τήν ἁγίαν διατέμνεις σύνοδον; Καί πῶς ἄν ἄξιος εἴης
συγγνώμης, ὑπέρ τοῦ μηδενός τοσαῦτα ἁμαρτάνειν αἱρούμενος;»[56].
Τά
ἰουδαϊκά παρῆλθαν, πέρασαν. Ἦταν ἕνα λυχνάρι. Τώρα ὅμως ἦλθε ὁ ἥλιος. Ἦταν τό
γάλα τῆς νηπιότητας, γιά νά ὁδηγηθοῦμε στήν στερεά τροφή. Ἀφοῦ λοιπόν ἦλθαν τά
τελειότερα, δέν πρέπει νά τρέχουμε πίσω στά παλαιά, οὔτε νά παρατηροῦμε ἡμέρες
καί καιρούς καί χρόνους, ἀλλά νά ἀκολουθοῦμε παντοῦ τήν Ἐκκλησία, προτιμώντας ἀπό
ὅλα τήν ἀγάπη καί τήν εἰρήνη. Διότι ἀκόμη καί ἄν ἔκανε λάθος ἡ Ἐκκλησία, δέν
θά ἦταν τόσο μεγάλο κατόρθωμα ἡ ἀκριβής τήρηση τῶν χρόνων, ὅσο εἶναι ἔγκλημα ἡ
διαίρεση καί τό σχίσμα αὐτό: «Εἰ γάρ
καί ἐσφάλλετο ἡ Ἐκκλησία, οὐ τοσοῦτον κατόρθωμα ἀπό τῆς τῶν χρόνων ἀκριβείας ἦν,
ὅσον ἔγκλημα ἀπό τῆς διαιρέσεως καί τοῦ σχίσματος τούτου»[57].
9. Ἐνδεικτικές
θέσεις τοῦ Χρυσοστόμου γιά τήν ὑπακοή ἤ ἀνυπακοή στήν Ἱεραρχία
Προσπαθήσαμε
σύντομα νά δώσουμε τήν συνάφεια τῶν λεχθέντων ἀπό τόν Χρυσόστομο, ὥστε νά ἀποφευχθεῖ
ἡ ἐντύπωση πού δίνει ἡ παρερμηνεία, πώς δῆθεν διδάσκει ὅτι εἶναι καλύτερα νά
πλανᾶσαι μαζί μέ τήν Ἐκκλησία, παρά νά κάνεις τό σωστό καί νά εἶσαι ἐκτός αὐτῆς.
Δείξαμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν πλανᾶται, οἱ Ἱεράρχες πλανῶνται, καί ὅτι ὑποθετικά καί
καθ᾽ ὑπερβολήν ὁμίλησε ὄχι γιά πλάνη καί αἵρεση, ἀλλά γιά ἕνα συγκεκριμένο
ποιμαντικό καί λειτουργικό θέμα ὡς πρός τόν χρόνο ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. Θεωρεῖ
μάλιστα ὅτι οἱ Πρωτοπασχῖτες ἤ Τεσσαρασκαιδεκατῖτες, οἱ ὁποῖοι στό ζήτημα αὐτό
δέν ἀκολουθοῦσαν τήν Ἐκκλησία, ἦσαν ἐντός τῆς ποίμνης, δέν ἦσαν ἐκτός Ἐκκλησίας.
Ὅσα λέγει δέν ἔχουν σχέση οὔτε μέ αἱρέσεις οὔτε μέ σχίσματα, ἑπομένως δέν
πρέπει νά ἀφήνεται ἡ ἐντύπωση ὅτι ὁ Χρυσόστομος συμβουλεύει νά ἀκολουθοῦμε τήν Ἐκκλησία,
ἀκόμη καί ὅταν πλανᾶται ἀπό αἱρετικές διδασκαλίες, ὅπως συμβαίνει σήμερα μέ τόν
Παπισμό, Προτεσταντισμό, Οἰκουμενισμό, πού νομιμοποιήθηκαν στήν ψευδοσύνοδο τοῦ
Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης, ἤ ὅταν χορηγεῖ αὐτοκεφαλία σέ ἀχειροτόνητους σχισματικούς
τῆς Οὐκρανίας ἤ ὅταν συμφωνεῖ μέ τό κλείσιμο τῶν ναῶν, καί τήν κατασυκοφάντηση
τοῦ ἁγιωτάτου καί κορυφαίου μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Περί
τοῦ ἄν πρέπει νά ἀκολουθοῦμε τήν Ἱεραρχία καί τίς συνόδους, καί νά κάνουμε ὑπακοή,
ὅταν πλανῶνται σέ αἱρέσεις καί σχίσματα, ἔχουμε σταθερή καί ὁλοφάνερη διδασκαλία
τοῦ ἱεροῦ πατρός, διάσπαρτη στά συγγράμματά του, καί εἶναι ἐρευνητικά καί ἐπιστημονικά
κατακριτέο αὐτή νά ἀποκρύπτεται, καί νά παπαγαλίζουμε μία παρερμηνευόμενη θέση
του, γιά νά δικαιολογήσουμε τήν δειλία μας καί νά ἀποφύγουμε τίς δυσκολίες καί
τό ξεβόλεμα ἀπό μία γενναία ὁμολογητική τοποθέτηση.
Αὐτήν
τήν διδασκαλία τήν παρουσιάσαμε ἀρκούντως σέ ξεχωριστά κεφάλαια σέ προηγούμενη
μελέτη μας, ὅπως εἴπαμε, σέ διορθόδοξο συνέδριο στό Σικάγο τό 2007, ἀλλά ἐνδεικτικά
θά καταγράψουμε ἐδῶ μερικές βασικές θέσεις του. Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι
σύνολη ἡ Ἁγία Γραφή καί ἡ Πατερική Παράδοση μέ ἔμφαση τονίζουν τίς ἀρετές τῆς ὁμόνοιας,
τῆς εἰρήνης, τῆς ἑνότητας μεταξύ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καί ἐπικρίνουν τίς
διαιρέσεις καί τά σχίσματα πού κατατέμνουν τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ξεσκίζουν τόν
ἄρραφο χιτώνα τοῦ Χριστοῦ. Στήν γραφίδα καί στό στόμα τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου ὀφείλουμε
τήν ἀξιωματική καί ἀποφθεγματική θέση ὅτι τό νά σχίσει κανείς τήν Ἐκκλησία δέν
εἶναι μικρότερο κακό ἀπό τό νά περιπέσει σέ αἵρεση: «Διά τοῦτο λέγω καί διαμαρτύρομαι, ὅτι τοῦ εἰς αἵρεσιν ἐμπεσεῖν τό τήν Ἐκκλησίαν
σχίσαι οὐκ ἔλλατόν ἐστι κακόν»[58].
Στήν ἴδια συνάφεια εἶπε καί τό ἄλλο ἔντονα ἀποτρεπτικό τῶν διαρέσεων καί τῶν
σχισμάτων, ὅτι οὔτε τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου δέν μπορεῖ νά ἐξαλείψει τήν ἁμαρτία
τοῦ σχίσματος: «Ἀνήρ δέ τις εἶπέ τι δοκοῦν
τολμηρόν, πλήν ἀλλ᾽ ὅμως ἐφθέγξατο. Τί δή τοῦτό ἐστιν; Οὐδέ μαρτυρίου αἷμα
ταύτην δύνασθαι ἐξαλείφειν τήν ἁμαρτίαν ἔφησεν»[59].
Γιά τόν λόγο αὐτό προσπαθεῖ καί στήν συνάφεια τῆς παρερμηνευόμενης θέσης νά
προτρέψει τούς Τεσσαρασκαιδεκατῖτες ἤ Πρωτοπασχῖτες, πού δέν εἶχαν ἀκόμη
προκαλέσει σχίσμα, νά προτιμήσουν τήν ἀγάπη καί τήν εἰρήνη σέ σχέση μέ τόν
χρόνο ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα.
Ὅταν
ὅμως ὑπάρχει συντελεσμένη αἵρεση, κατεγνωσμένη αἵρεση, καί συντελεσμένο σχίσμα,
τότε ἡ θέση του εἶναι πολύ αὐστηρή, ὅπως ἐπίσης καί ὅταν παραβιάζεται ἀσύστολα ἡ
ἱεροκανονική τάξη καί τό κῦρος τῶν μυστηρίων. Τότε ἡ ὁμόνοια καί ἡ εἰρήνη, ὅπως
καί ἡ ὑπακοή εἰς αὐτούς πού συνιστοῦν τήν ὁμόνοια καί τήν εἰρήνη ἤ τήν ἀπροϋπόθετη
καί ἀδιάκριτη ὑπακοή, δέν ἔχουν κανένα ἔρεισμα οὔτε τήν διδασκαλία οὔτε στήν ζωή
τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἤδη στήν ἀρχή τοῦ παρόντος ἄρθρου στήν ἑνότητα
2 «Κακή ὑπακοή καί ἁγία ἀνυπακοή» παραθέσαμε
τήν γνώμη του ὅτι ἡ ὁμόνοια καί ἡ εἰρήνη δέν εἶναι πάντοτε κάτι καλό, ὑπάρχει
κακή ὁμόνοια καί καλή διαφωνία, «ἔστι
σχισθῆναι καλῶς καί ἔστιν ὁμονοῆσαι κακῶς». Ἑρμηνεύοντας τό χωρίο τῆς Πρός Ἑβραίους ἐπιστολῆς «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καί ὑπείκετε»[60]
ἀπαντᾶ σέ σχετικό ἐρώτημα ἄν πρέπει νά κάνουμε ὑπακοή στόν ἐπίσκοπο, ἀκόμη
καί ἄν εἶναι κακός, ἄν εἶναι πονηρός, ἄν δηλαδή ἡ ὑπακοή εἶναι ἀπροϋπόθετη καί ἀδιάκριτη,
ὅπως νομίζουν οἱ παρερμηνεύσαντες τήν διδασκαλία του γιά τό συγκεκριμένο θέμα
τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. Καί ἡ ἀπάντησή του εἶναι σαφέστατη· θέτει ὡς
προϋπόθεση ὑπακοῆς τήν ὀρθή Πίστη, τήν Ὀρθοδοξία. Ἄν ὁ ἐπίσκοπος δέν ὀρθοδοξεῖ,
δέν ὀρθοτομεῖ τόν λόγο τῆς ἀληθείας, διακόπτουμε κάθε σχέση μαζί του, φεύγουμε ἀπό
κοντά του, τόν παρατᾶμε: «Τί οὖν, φησίν, ὅταν
πονηρός ᾖ καί μή πειθώμεθα; Πονηρός, πῶς λέγεις; Εἰ μέν πίστεως ἕνεκεν, φεῦγε,
αὐτόν καί παραίτησαι, μή μόνον ἄν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλά κἄν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ
κατιών· εἰ δέ βίου ἕνεκεν μή περιεργάζου». Εἶναι καλύτερα νά μήν ἔχεις ἐπίσκοπο, παρά νά ἔχεις κακό ἐπίσκοπο·
«κρεῖττον γάρ ὑπό μηδενός ἄγεσθαι ἤ ὑπό κακοῦ ἄγεσθαι» [61].
Σέ ἐγκωμιαστική του ὁμιλία στόν Ἅγιο Μελέτιο Ἀντιοχείας, ὁ ὁποῖος προήδρευσε τῆς
Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στήν Κωνσταντινούπολη (381), πού καταδίκασε τούς Ἀρειανούς
καί τούς Πνευματομάχους, ἀναφέρεται στήν ἀντιαιρετική του δράση, ἡ ὁποία τοῦ ἐστοίχισε
διωγμούς καί ἐξορίες. Μόλις ἀνέλαβε, λέγει, τήν θέση τοῦ ἐπισκόπου, ἀπήλλαξε τήν
Ἀντιόχεια ἀπό τήν αἱρετική πλάνη· «αἱρετικῆς
τήν πόλιν ἀπήλλαξε πλάνης καί τά σεσηπότα μέλη καί ἀνιάτως ἔχοντα τοῦ λοιποῦ
σώματος ἀποκόψας, ἀκέραιον τήν ὑγείαν ἐπανήγαγε τῷ πλήθει τῆς Ἐκκλησίας»[62].
Συνιστᾶ νά ἀποφεύγουμε τίς συναναστροφές μέ τούς αἱρετικούς, ὅπως ἀποφεύγουμε τά
δηλητήρια τῶν φαρμάκων, γιατί εἶναι χειρότεροι ἀπό αὐτά. Ἐκεῖνα βλάπτουν τό σῶμα,
αὐτοί καταστρέφουν τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς. Ἄν ἡ συναναστροφή μέ τούς αἱρετικούς
καί ἡ φιλία ὁδηγεῖ καί σέ κοινωνία τῆς ἀσεβείας, πρέπει νά τήν ἀποφεύγουμε, ἀκόμη
καί ἄν πρόκειται γιά τούς γονεῖς μας[63].
Ἐπαινεῖ τόν πατριάρχη Ἀντιοχείας Ἅγιο Φλαβιανό, διάδοχο τοῦ Ἁγίου Μελετίου,
διότι διεχώρισε τά λείψανα τῶν μαρτύρων πού ἦσαν θαμμένα μαζί μέ τά λείψανα αἱρετικῶν·
ἔτσι, λέγει, ἀπαλλάχτηκαν τά πρόβατα ἀπό τούς λύκους, οἱ ζῶντες ἀπό τούς
νεκρούς. Ἔμειναν οἱ μαργαρίτες τῆς πίστεως μόνοι, ἀνέπαφοι ἀπό τήν δυσωδία τῶν
αἱρετικῶν λειψάνων[64].
Τώρα
ὄχι μόνο συμφυρόμαστε μέ τούς αἱρετικούς καί δέν τολμοῦμε νά ἀπαλλάξουμε τήν Ἐκκλησία
ἀπό τίς πλάνες τους, ὄχι μόνον δέν φεύγουμε μακριά τους καί δέν τούς παρατᾶμε, ὅπως
ἀποφεύγουμε τά δηλητήρια τῶν φαρμάκων, ἀλλά κάποιοι συμπροσεύχονται μαζί τους, ἄλλοι
δικαιολογοῦν τίς συμπροσευχές, συμφώνησαν πώς εἶναι ἐκκλησίες καί ἔχουν
μυστήρια καί ἀποστολική διαδοχή. Θά ἔπρεπε γι᾽ αὐτό νά διστάζουν νά ἐπικαλοῦνται
τόν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο πώς δῆθεν λέγει ὅτι εἶναι «κρεῖττον», εἶναι καλύτερα,
νά ἀκολουθοῦμε τήν Ἐκκλησία καί ὅταν πλανᾶται, ὅταν συμφύρεται μέ τίς αἱρέσεις ἤ
διατυπώνει αἱρετίζουσες θέσεις, ταυτίζοντες κακῶς τήν Ἐκκλησία, πού εἶναι ἀδύνατο
νά πλανηθεῖ, μέ τήν Ἱεραρχία, ἡ ὁποία ἐπλανήθη πλειστάκις εἰς τό παρελθόν καί
πλανᾶται πάλιν καί πολλάκις σήμερα.
Εἶναι
παρεξηγημένη ἡ στάση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου καί ἀπέναντι σέ ἄδικες
συνοδικές ἀποφάσεις καί στά σχίσματα. Μολονότι, ὅπως εἴπαμε, θεωρεῖ ὅτι τό
σχίσμα εἶναι ἐξ ἴσου μεγάλο κακό μέ τήν αἵρεση, ὁ ἴδιος δέν δίστασε νά ἀντιδράσει
σέ ἄδικες συνοδικές ἀποφάσεις καί νά διακόψει τήν κοινωνία μέ ἄλλους ἐπισκόπους,
ἀνάξιους τῆς ἱερωσύνης. Ἀπό τήν διδασκαλία καί τήν ζωή του προκύπτει ὅτι διακοπή
τῆς κοινωνίας πρός τόν ἐπίσκοπο δικαιολογεῖται ὄχι μόνο σέ περίπτωση πού
κηρύσσει αἵρεση, ὅπως τελικῶς καθόρισε ἡ Ἐκκλησία μέ τόν 15ο κανόνα τῆς
Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861), γιατί αὐτό εἶναι αὐτονόητο, ἀλλά ἀκόμη καί σέ
περίπτωση πού προσβάλλονται οἱ θεσμοί τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἀρχές τῆς ἀποστολικῆς
πίστεως καί ζωῆς, τά ἱερά μυστήρια. Θεωρεῖ προσβολή τοῦ μυστηρίου τῆς Ἱερωσύνης
τήν ἐκλογή ἀναξίων ἐπισκόπων, μέ προσφορά χρημάτων στούς ἐκλέκτορες ἤ μέ
μεσολάβηση ἰσχυρῶν προσώπων. Σχεδόν μόλις ἀνῆλθε στόν πατριαρχικό θρόνο τῆς
Κωνσταντινούπολης, καθήρεσε ἀρκετούς σιμωνιακούς ἐπισκόπους τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, οἱ
ὁποῖοι βρῆκαν σύμμαχο ἐναντίον του τόν πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Θεόφιλο, ὁ ὁποῖος
σέ ξένη δικαιοδοσία, στήν Κωνσταντινούπολη, ἐνεργοῦσε ἐναντίον τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου,
τοῦ Χρυσοστόμου. Ὅλα ὀφείλονται στήν φιλαρχία γράφει: «Φιλαρχίας ἐστίν ἡ νόσος». Ἐνῶ δέν ὑπάρχουν διαφορές στήν πίστη, στά
δόγματα, δημιουργοῦνται ταραχές καί ἀναστατώσεις ἐπειδή «ἕτερος ἄρχων ἑτέρᾳ ἐκκλησίᾳ ἐπιπηδᾶ»[65].
Δέν φωτογραφίζει ἀκριβῶς τήν εἰσπήδηση τῆς Κωνσταντινούπολης στήν Οὐκρανία, πού
ἐπί αἰῶνες ἦταν καί εἶναι ἀναγνωρισμένη δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας;
Σέ
ἔνσταση πού στρεφόταν ἐναντίον του ὅτι δέν ἔπρεπε νά προχωρήσει σέ καθαιρέσεις
καί νά προκαλέσει ἀναστάτωση καί σχίσμα, ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε αἵρεση, ἀλλά ἦσαν ὀρθόδοξοι
οἱ καθαιρεθέντες, ἀπαντᾶ ὅτι δέν ἀρκεῖ αὐτό, διότι μέ τήν σιμωνία εἶχαν
προσβάλει τήν ἱερωσύνη. Ὅπως ἀγωνιζόμαστε γιά τήν πίστη, ἔτσι πρέπει νά ἀγωνιζόμαστε
καί γιά τήν κανονική, τήν σωστή ἐκλογή ἐπισκόπων, γιά τίς χειροτονίες. Ἄν ἡ ἱερωσύνη
ἐξαγοράζεται μέ χρήματα, τότε μποροῦν νά προσέρχονται ὅλοι, ἄξιοι καί ἀνάξιοι.
Δέν χρειάζεται πλέον τό Ἅγιο Θυσιαστήριο, δέν χρειάζεται ἡ γνώμη τοῦ πληρώματος
τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε ὁ σύλλογος τῶν ἱερέων[66].
Ἤδη στό νεανικό του ἔργο, τό καλύτερο «Περί Ἱερωσύνης» πού ἔχει γραφῆ, τό ὁποῖο
ἔγραψε στήν Ἀντιόχεια μετά τήν χειροτονία του σέ πρεσβύτερο, γράφει ὅτι ἡ βασική
αἰτία τῶν ταραχῶν καί τῶν διαιρέσεων στίς κατά τόπους ἐκκλησίες βρίσκεται στήν ἀπρόσεκτη
ἐκλογή ἐπισκόπων: «Ἐπεί πόθεν, εἰπέ μοι,
νομίζεις τάς τοσαύτας ἐν ταῖς ἐκκλησίαις τίκτεσθαι ταραχάς; Ἐγώ μέν γάρ οὐδέ ἄλλοθέν
ποθεν, οἷμαι, ἤ ἐκ τοῦ τάς τῶν προεστώτων αἱρέσεις καί ἐκλογάς ἁπλῶς καί ὡς ἔτυχε
γίνεσθαι»[67]. Τό σχίσμα λοιπόν τό προκαλοῦν ἡ
φιλαρχία καί ἡ κενοδοξία ὅσων ἐκλέγονται ἀναξίως ἐπίσκοποι καί ὄχι ὅσοι ἀντιδροῦν
στήν καταπάτηση τῶν θεσμῶν τῆς Ἐκκλησίας καί στήν περιφρόνηση τῶν μυστηρίων. Στίς
ἡμέρες μας δέν ἔφθανε ἡ κακοποίηση τοῦ μυστηρίου τῆς Ἱερωσύνης μέ τόν κάκιστο
τρόπο ἐκλογῆς ἐπισκόπων, κακοποιοῦμε τώρα καί τό ἁγιώτατο καί ὕψιστο μυστήριο τῆς
Θείας Εὐχαριστίας μέ ὅσα περί αὐτοῦ λέγονται καί πράττονται. Θά εἶχε καθαιρέσει
πολλούς ἀπό τούς σημερινούς ἐπισκόπους ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, καί ἀσφαλῶς
δέν θά ἐδίσταζαν καί σήμερα, ὅπως τότε, οἱ ἀντίπαλοί του νά τόν χαρακτηρίσουν
σχισματικό. Χαρακτηρίζουν καί ὅσους τόν ἀκολούθησαν ὡς «σχίσμα τῶν Ἰωαννιτῶν».
Στούς ἀναξίους πού τόν καθήρεσαν ἐπιρρίπτει εὐθέως τήν κατηγορία τοῦ σχίσματος
καί τούς στολίζει μέ βαρεῖς χαρακτηρισμούς.
Ἡ
καθαίρεση καί ἐν συνεχείᾳ ἡ ἐξορία τοῦ Χρυσοστόμου ἔγιναν μέ δύο συνοδικές ἀποφάσεις.
Κατ᾽ ἀρχήν μέ τήν διαβόητη «ἐπί Δρῦν» σύνοδο τοῦ 403 καί κατόπιν μέ τήν πρό τοῦ
Πάσχα τοῦ 404 συνελθοῦσα, ἡ ὁποία ἐπεκύρωσε τίς ἀποφάσεις τῆς πρώτης. Ἔπρεπε
λοιπόν ὁ Χρυσόστομος νά δεθχεῖ τίς συνοδικές ἀποφάσεις ὡς κανονικές καί ἰσχύουσες,
ὡς φωνή τῆς Ἐκκλησίας, καί νά συμφωνήσει μέ αὐτές; Δέν ὑπάρχουν ἀληθεῖς σύνοδοι
καί ψευδοσύνοδοι ἤ ληστρικές σύνοδοι; Ποτέ δέν ἀναγνώρισε ὡς κανονική τήν
καθαίρεσή του, ἀλλά θεωροῦσε ὅτι τό σχίσμα τό προκαλοῦσαν οἱ ἀντίπαλοί του. Ἤδη
οἱ ἐπίσκοποι πού τόν ἀκολουθοῦσαν εἶχαν ἀπευθυνθῆ πρός τόν ταραξία πατριάρχη
Θεόφιλο, πού ἐπενέβαινε σέ ξένη δικαιοδοσία, καί τόν καθιστοῦσαν ὑπεύθυνο γιά τό
σχίσμα: «Μή κατάλυε τά πράγματα τῆς Ἐκκλησίας
καί μή σχίζε τήν Ἐκκλησίαν, δι᾽ ἥν ὁ Θεός εἰς σάρκα κατῆλθε»[68].
Εἶναι
βέβαια ἀληθές ὅτι μετά τήν ἀνακοίνωση τῆς πρώτης του καθαίρεσης ἀπό τήν «ἐπί Δρῦν»
σύνοδο, προσπάθησε νά στηρίξει τούς περί αὐτόν ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν
καταληφθῆ ἀπό ἀθυμία, ἐδάκρυζαν καί ἔκλαιγαν. Ἀφοῦ τούς ὑπενθύμισε ὅτι «ὁδός ἐστίν ὁ παρών βίος, καί τά χρηστά καί
τά λυπηρά παρελεύσεται», τούς συνέστησε νά μήν ἐγκαταλείψουν τίς ἐπισκοπές
τους· «τάς ἐκκλησίας ὑμῶν μή ἀφῆτε». Ὅταν
τοῦ ἐπεσήμαναν ὅτι, ἄν κρατήσουν τίς ἐπισκοπές, θά ἀναγκασθοῦν νά ἔχουν
κοινωνία μέ τούς διῶκτες του, ἀπήντησε· «κοινωνήσατε
μέν, ἵνα μή σχίσητε τήν Ἐκκλησίαν, μή ὑπογράψητε δέ· οὐδέν γάρ ἐμαυτῷ σύνοιδα ἄξιον καθαιρέσεως»[69]. Τά ἴδια εἶπε καί πρός τήν Ὀλυμπιάδα
καί τίς ἄλλες διακόνισσες, τά ὁποῖα ἑρμηνευόμενα μετά προσοχῆς, δέν ἀντιφάσκουν
πρός ὅσα στήν συνέχεια ἔλεγε καί ἔπραττε πρός ἀποφυγήν τῆς κοινωνίας καί ἀποστροφή
πρός τούς κακούς ἐπισκόπους. Εἶπε λοιπόν πρός τίς πνευματικές του κόρες: «Τοῦτό ἐστιν ὅ παρακαλῶ· μή τις ὑμῶν ἀνακοπῇ
τῆς συνήθους εὐνοίας τῆς περί τήν Ἐκκλησίαν· καί ὅς ἄν ἄκων ἀχθῇ ἐπί τήν
χειροτονίαν, μή ἀμφιβατεύσας τό πρᾶγμα, κατά συναίνεσιν τῶν πάντων, κλίνατε αὐτῷ
τήν κεφαλήν ὑμῶν ὡς Ἰωάννη· οὐ δύναται γάρ ἡ Ἐκκλησία ἄνευ ἐπισκόπου εἶναι»[70].
Γιά νά μή μείνει λοιπόν ἡ Ἐκκλησία ἄνευ ἐπισκόπων καλῶν καί ἀξίων, συνιστᾶ στούς
ἐπισκόπους πού τόν ἀκολουθοῦσαν νά παραμείνουν στίς ἐπισκοπές τους σέ προσωρινή
κοινωνία μέ τούς παρανομοῦντες. Ἤθελε νά μή παραδοθεῖ σέ κακούς ἐπισκόπους καθ᾽
ὁλοκληρίαν τό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ἤλπιζε ὅτι θά ἐπανέλθει στόν
πατριαρχικό θρόνο. Οἰκονομεῖ λοιπόν πρός καιρόν τά πράγματα. Ἀπό τήν ἐξορία πού
βρισκόταν ἐνεργοῦσε ὡς κανονικός ποιμήν. Οἱ διάδοχοί του στόν θρόνο Ἀρσάκιος καί
Ἀττικός ὄχι μόνο δέν πληροῦσαν τίς προϋποθέσεις πού αὐτός εἶχε θέσει στίς
διακόνισσες νά ἀνέλθουν ἄκοντες στόν θρόνο, μέ τήν συναίνεση ὅλων καί νά εἰρηνεύσουν
τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἀντιθέτως ἐκίνησαν φοβερούς διωγμούς ἐναντίον ὅσων
παρέμειναν πιστοί στόν Ἰωάννη, ἀκόμη καί ἐναντίον τῆς Ὀλυμπιάδος καί τῶν ἄλλων
διακονισσῶν. Καθαιροῦσαν καί ἐξόριζαν ἐπισκόπους, δέν ἄφηναν τόν ἐξόριστο ἱεράρχη
οὔτε στήν ἐξορία του ἥσυχο, ἀλλά τόν ταλαιπωροῦσαν διαρκῶς, μέχρι πού τόν ὁδήγησαν
στόν θάνατο. Ἔδειξαν λοιπόν τά ἴδια τά πράγματα ὅτι αὐτοί ἦσαν προβατόσχημοι
λύκοι, πειρατές καί δήμιοι[71],
χειρότεροι ἀπό τούς πιό σκληρούς διῶκτες τῆς Ἐκκλησίας, γι᾽ αὐτό καί ἐπαινεῖ
τώρα ὅσους δέν ἔχουν κοινωνία μαζί τους, θεωρώντας τους κατά πρόθεση μάρτυρες.
Πιστεύει ὅτι ἡ διόρθωση τῶν πραγμάτων τῆς Ἐκκλησίας θά ἐπέλθει, ὅταν οἱ ὑγιαίνοντες
διακόψουν τήν κοινωνία μέ ὅσους δημιουργοῦν προβλήματα: «Τοῦτο γάρ ἀρχή τῆς λύσεως τοῦ χειμῶνος, τοῦτο ἀσφάλεια τῆς Ἐκκλησίας,
τοῦτο τῶν κακῶν διόρθωσις, ὅταν τούς τοιαῦτα πονηρευσαμένους ὑμεῖς οἱ ὑγιαίνοντες
ἀποστρέφησθε καί μηδέν κοινόν ἔχητε πρός αὐτούς»[72].
Ἐπίλογος
Στό
θαυμάσιο ἔργο πού ἔγραψε ἀπό τόν τόπο τῆς ἐξορίας ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, «Πρός τούς σκανδαλισθέντας ἐπί ταῖς
δυσημερίαις», γράφει ὅτι δέν πρέπει νά σκανδαλίζονται οἱ πιστοί γιά τό ὅτι ἀκόμη
καί πολλοί ἐπίσκοποι καί ἱερεῖς ἔγιναν λύκοι καί στρέφονται ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας,
καί μάλιστα «προσωπεῖον εὐλαβείας
περικείμενοι καί πεπλασμένην πραότητα ἔχοντες». Πρέπει νά μάθουν νά
διακρίνουν αὐτούς πού ἔχουν τήν ἀπατηλή ἐμφάνιση προβάτων, ὥστε νά μή τούς ἐπιτρέπουν
νά ἀναμειγνύονται καί νά κρύβονται ἀνάμεσα στά πρόβατα, ἐνῶ εἶναι λύκοι. Ὁ
καιρός μας γράφει εἶναι καμίνι· «κάμινος
γέγονεν ὁ καιρός οὗτος», πού διελέγχει καί ξεχωρίζει τά κίβδηλα ἀπό τά
γνήσια νομίσματα[73].
Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι αὐτά πού ἔγραψε γιά τήν ἐποχή του ἰσχύουν πολύ περισσότερο
γιά τήν σημερινή ἐποχή, τήν ἄπιστη καί διεστραμμένη. Κυριαρχεῖ στόν σημερινό ἐκκλησιαστικό
χῶρο ἡ οἰκουμενιστική ἀγαπολογία καί ἡ εὐσεβής εἰρηνολογία, τήν ὥρα πού
κατακόπτονται τά θεμέλια τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων καί ἀθετοῦνται βασικές ἀρχές τῆς
ἠθικῆς ζωῆς. Συνυπάρχουμε μέ τίς αἱρέσεις, πολαιές καί νέες, καί ἐπικροτοῦμε τόν
Σοδομισμό, πού χωρίς ἀντίσταση ἐξαπλώνεται παγκοσμίως. Πολλοί ἐπίσκοποι, ἄν δέν
ἔχουν μεταβληθῆ σέ λύκους, κοιμοῦνται καί ἀδιαφοροῦν. Προτρέπουν καί τούς πιστούς
νά ἐφησυχάζουν καί νά μήν ἀνησυχοῦν τήν καλή ἀνησυχία· τούς ἀποκοιμίζουν καί τούς
ἀπονευρώνουν. Ἀπέναντι, λοιπόν, στό παρερμηνευόμενο καί ψευδοχρυσοστομικό, στό ἀποκοιμιστικό,
«καλύτερα νά πλανᾶσαι μαζί μέ τήν Ἐκκλησία,
παρά νά κάνεις τό σωστό καί νἆσαι ἐκτός ἐκκλησίας», πού μᾶς παρακίνησε νά τό
ἀναιρέσουμε, προβάλλουμε τό αὐθεντικό καί γνήσια Χρυσοστομικό, τό ἀφυπνιστικό
καί ἀγωνιστικό, πού κατακρημνίζει τήν ψευτοαγάπη καί ψευτοομόνοια: «Εἴ που τήν εὐσέβειαν παραβλαπτομένην ἴδοις,
μή προτίμα τήν ὁμόνοιαν τῆς ἀληθείᾳς, ἀλλ᾽ ἵστατο γενναίως ἕως θανάτου... τήν ἀλήθειαν
μηδαμοῦ προδιδούς» καί «Μηδέν νόθον
δόγμα τῷ τῆς ἀγάπης προσχήματι παραδέχησθε»[74].
[1]. Βλ. Πρωτοπρεσβύτερος Θεοδωροσ Ζησησ, Τό Οὐκρανικό Αὐτοκέφαλο. Ἀντικανονική καί διαιρετική εἰσπήδηση τῆς Κωνσταντινούπολης.
ἐκδόσεις «Τό Παλίμψηστον». Θεσσαλονίκη 2018· ἐπίσης
Πρωτοπρεσβύτερος Αναστασιοσ Γκοτσοπουλος,
Συμβολή στόν Διάλογο γιά τό Οὐκρανικό Αὐτοκέφαλο, ἐκδόσεις «Τό Παλίμψηστον».
Θεσσαλονίκη 2019.
[2] . Βλ. Πρωτοπρεσβύτερος Θεοδωροσ Ζησησ, Ἐκκλησία καί Κορωνοϊός. Προσβολή τῶν δογμάτων καί τῆς ἱερότητας τῶν ναῶν, ἐκδόσεις «Τό Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2020.
[3]. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Κακή ὑπακοή καί ἁγία ἀνυπακοή, Θεσσαλονίκη 20182, ἐκδόσεις
«Τό Παλίμψηστον». Σχετικό ὑλικό βρίσκει κανείς ἐπίσης εἰς Ιερα Μονη Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, «Τί γίνεται μέ τήν ὑπακοή, ὅταν
ὁ πνευματικός μας δέν ὀρθοδοξεῖ;», Θεοδρομία
12 (2010) 18-32. Ἐπίσης τῆς ἴδιας Μονῆς, «Ἐπιτρέπεται οἱ λαϊκοί νά ἀναμειγνύονται
στά θέματα τῆς Πίστεως;», Θεοδρομία 12
(2010) 368-380.
[4]. Ἀπολογητικός τῆς εἰς Πόντον φυγῆς 82, ΕΠΕ 1, 176.
[5]. Eἰς Ἰω. Ὁμ. 57, 2, PG 59, 314.
[6]. Ματθ. 10, 34.
[7]. Εἰς Ματθ. Ὁμ. 35, 1, PG 57, 405.
[8]. Παραθέτουμε τό σχετικό τμῆμα
τοῦ 15ου κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861): «Οἱ γάρ δι᾽ αἵρεσίν
τινα, παρά τῶν ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρός τόν πρόεδρον
κοινωνίας ἑαυτους διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τήν αἵρεσιν δημοσίᾳ
κηρύττοντος καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾽ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον
τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται, πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς πρός
τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῆς
πρεπούσης τιμῆς τοῖς Ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά
ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας
κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι».
[9]. Πρωτοπρεσβύτερος Θεοδωροσ Ζησησ, Δέν εἶναι σχίσμα ἡ Ἀποτείχιση. Ὀφειλόμενες ἐξηγήσεις, Θεσσαλονίκη
2017.
[10]. Βλ. τό σχετικό τμῆμα τοῦ
κανόνος στήν ὑποσημείωση 8.
[11]. Γαλ. 1, 8.
[12]. Ἐπιστολή 14, 4 «δι᾽ ἧς διηγεῖται
τά ἐν Καισαρείᾳ αὐτῷ συμβάντα», PG 52, 617.
[13]. Σωφρονιου Ευστρατιαδου (+) Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως, Ἁγιολόγιον
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἔκδοσις τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ἑλλάδος, Ἀνατύπωσις 1995, σελ. 364.
[14]. Μηναιαία Ἐφημερίδα «Παρέμβαση», Σεπτέμβριος 2020 ἔτος ΚΕ,
τεῦχος 290, σελ. 7.
[15]. Βλ. εἰς Αριστειδησ Δασκαλακησ, Ἀπορίες (πρός ἐπίσκοπο Λεμεσοῦ Ἀθανάσιο), στήν
ἱστοσελίδα «Κατάνυξις». Μετά τό ἄρθρο παρατίθεται ἡ συνέντευξη τοῦ μητροπολίτη
Λεμεσοῦ.
[16]. Βλ. εἰς Νικολαου Μαννη, Ἐκπαιδευτικοῦ, Ἀπροϋπόθετος ἡ ὑπακοή εἰς τήν Ἱεραρχία;, εἰς
ἱστοσελίδα «Ὀρθόδοξος Τύπος».
[17]. Βλ. εἰς Πρωτοπρεσβύτερος Αγγελοσ Αγγελακοπουλοσ, Ἡ εὐθύνη καί τό χρέος τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος
τοῦ Ἁγίου Ὄρους στό σύγχρονο ἐκκλησιαστικό γίγνεσθαι, στό Διαδίκτυο
(5-11-2020).
[18]. Κατά Ἰουδαίων Λόγος Γ´, Εἰς τούς τά πρῶτα Πάσχα νηστεύοντας 5, PG 48,
870-871.
[19]. ΕΠΕ, Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ἅπαντα τά ἔργα, τόμ. 34, σελ. 188.
[20]. Βλ. ὑποσημ. 14 παρόντος ἄρθρου.
[21]. Βλ. ὑποσημ. 15 παρόντος ἄρθρου.
[22]. Βλ. ὑποσημ. 16 παρόντος ἄρθρου.
[23]. Βλ. ὑποσημ. 17 παρόντος ἄρθρου.
[24]. Βλ. Αχιλλεως Α. Τζαρτζανου, Συντακτικόν
τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσης, Ὀργανισμός Ἐκδόσεως Σχολικῶν Βιβλίων, Ἀθῆναι
1961, Ἀνατύπωσις Ἐκδοτικός Οἶκος Ἀδελφῶν Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 131.
Ἐπίσης Μ. Ι. Μπαχαρακη, Συντακτικό τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς, Θεσσαλονίκη
1985, σελ. 83.
[25]. Γαλ. 1, 8.
[26]. Ἐφ. 1, 22-23: «Καί πάντα ὑπέταξεν ὑπό τούς πόδας αὐτοῦ, καί αὐτόν ἔδωκε
κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ Ἐκκλησία, ἥτις ἐστί τό σῶμα αὐτοῦ, τό πλήρωμα τοῦ τά
πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου». Αὐτόθι 4, 15: «Ἀληθεύοντες δέ ἐν ἀγάπῃ αὐξήσωμεν εἰς
αὐτόν τά πάντα, ὅς ἐστιν ἡ κεφαλή, ὁ Χριστός, ἐξ οὗ πᾶν τό σῶμα...».
[27]. Ματθ. 28, 20.
[28]. Ἰω. 16, 13. Βλ. καί Ἰω. 14,
15: «Καί ἐγώ ἐρωτήσω τόν Πατέρα καί ἄλλον Παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένῃ μεθ᾽ ὑμῶν
εἰς τόν αἰῶνα, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας». Αὐτόθι 14, 25-26: «Ὅταν δέ ἔλθῃ ὁ
Παράκλητος ὅν ἐγώ πέμψω ὑμῖν παρά τοῦ Πατρός, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὅ παρά τοῦ
Πατρός ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περί ἐμοῦ».
[29]. Α´ Τιμ. 3, 15.
[30]. Κατά αἱρέσεων 3, 24, PG 7, 966.
[31]. Εἰς τήν Ἁγίαν Πεντηκοστήν 1, 4, PG 50, 459.
[32]. Αὐτόθι 2, 1, PG 50, 463.
[33]. Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 24, PG 32, 172.
[34]. Μητροφανους Κριτοπουλου, Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας, Ὁμολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, τῆς
Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς, εἰς Ιωαννου
Καρμιρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά
Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Graz-Austria 1968, τόμος 2ος,
σελ. 528 [608].
[35]. Δοσιθεου, Πατριάρχου Ἱεροσολύμων, Ὁμολογία Πίστεως, εἰς Ιωαννου
Καρμιρη, Αὐτόθι, σελ. 747 [827].
[36]. Αὐτόθι, σελ. 755 [835].
[37]. Χρηστου Ανδρουτσου, Δογματική
τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Ἐκδοτικός οἶκος «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 19562,
σελ. 265. 266.
[38]. Ιωαννου Καρμιρη, Σύνοψις
τῆς Δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1957,
σελ. 6.
[39]. Αὐτόθι, σελ. 84-85.
[40]. Παναγιωτου Τρεμπελα, Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας,
τόμος 2ος, Ἔκδοσις Ἀδελφότητος Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 19792,
σελ. 363ἑ., κυρίως 368-369.
[41]. Εἰς τόν βίον καί τήν ἄθλησιν τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν καί ὁμολογητοῦ
Μαξίμου 24, PG 90, 93.
[42]. Ἐξήγησις τῆς κινήσεως γενομένης μεταξύ τοῦ κυροῦ ἀββᾶ Μαξίμου καί τῶν σύν
αὐτῷ καί τῶν ἀρχόντων ἐπί σεκρέτου 5, PG 90, 117: «Ταῦτα αὐτοῦ λέγοντος
κράζει ὁ Μηνᾶς· “Ταῦτα λέγων ἔσχισας τήν Ἐκκλησίαν”. Καί λέγει πρός αὐτόν· “Εἰ ὁ
λέγων τά τῶν Ἁγίων Γραφῶν καί τά τῶν Ἁγίων Πατέρων σχίζει τήν Ἐκκλησίαν, ὁ ἀναιρῶν
τά τῶν Ἁγίων δόγματα, τί δειχθήσεται τῇ Ἐκκλησίᾳ ποιῶν, ὧν χωρίς οὐδέ αὐτό τοῦτο,
Ἐκκλησίαν εἶναι δυνατόν;”».
[43]. Αγιου Γρηγοριου Παλαμα, Ἀναίρεσις
γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας 3, Π.
Χρηστου, Γρηγορίου Παλαμᾶ
Συγγράμματα, τόμ. Β´, Θεσσαλονίκη 1966, σελ. 624.
[44]. Στό ἔργο του Commonitorium (=Ὑπόμνημα) 28. Ὁ
Βικέντιος εἶναι ἅγιος τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας· ἔζησε τόν 5ο αἰώνα. Ἦταν μοναχός
κοινοβίου στά νησιά Lerins τῆς Νοτιοδυτικῆς Γαλλίας.
[45]. Περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 2, 1, εἰς Π. Χρηστου, Γρηγορίου Παλαμᾶ Συγγράμματα, τόμ. Α´, σελ. 78. Βλ. περισσότερα εἰς
Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, «Ὁ
Παπισμός κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ», Θεοδρομία
20 (2018) 5-14 καί εἰς τό βιβλίο μας: Ἅγιος
Γρηγόριος Παλαμᾶς. Πτυχές τοῦ ἔργου καί τῆς διδασκαλίας του, Θεσσαλονίκη
2019, σελ. 181-191.
[46]. Ἀπάντησις τῶν Ὀρθοδόξων
Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρός τόν πάπαν Πίον Θ´(1848), 17, εἰς Ιωαννου Καρμιρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα, ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 920 [1000].
[47]. Ὀρθή κριτική στίς θέσεις τοῦ
μητροπολίτη Γόρτυνος ἔγινε ἐκτός ἀπό τόν Νικόλαο Μάννη ἐκπαιδευτικό (βλ. ὑποσημ.
14 παρόντος ἄρθρου) καί ἀπό τήν «Σύνταξη» τῆς ἱστοσελίδας «Κατάνυξις» μέ τίτλο:
«Σεβασμιώτατε, ἀλλάζετε ἄρδην καί τήν Ἱερή
Παράδοση καί τήν Ἐκκλησιολογία καί τήν Χριστολογία καί τήν Πνευματολογία τῆς Ἐκκλησίας».
Ἐδῶ παρατίθεται καί μεγάλο μέρος ἀπό ὅσα «ἐτόλμησε» ὄντως καί εἶπε ὁ
Γόρτυνος. Καλύτερα νά μήν τολμοῦσε. Σέ ἄλλα περιμένουμε νά δείξει τόλμη.
[48]. Βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, «Σύγχρονοι ἐκκλησιολογικοί
προβληματισμοί μέ βάση τόν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο», Θεοδρομία 9 (2007) 404-441.
[49]. Τήν Ἐπιστολή βλ. εἰς Ευσεβιου
Καισαρειασ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 5, 24, PG 20, 508.
[50]. Αὐτόθι, PG 20, 504.
Περισσότερα περί τοῦ θέματος τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα βλ. εἰς Βλασιου Ιω. Φειδα, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Ἀθῆναι 1992, σελ. 271ἑἑ., τόμος Α´.
[51]. Κανών Α´, τοπικῆς Συνόδου Ἀντιοχείας (341):
«Πάντας
τούς τολμῶντας παραλύειν τόν ὅρον τῆς ἁγίας καί μεγάλης συνόδου τῆς ἐν Νικαίᾳ
συγκροτηθείσης ἐπί παρουσίᾳ τῆς εὐσεβείας τοῦ θεοφιλεστάτου βασιλέως
Κωνσταντίνου, περί τῆς ἁγίας ἑορτῆς τοῦ σωτηριώδους Πάσχα, ἀκοινωνήτους καί ἀποβλήτους
εἶναι τῆς ἐκκλησίας, εἰ ἐπιμένοιεν φιλονεικότερον ἐνιστάμενοι πρός τά καλῶς
δεδομένα, καί ταῦτα εἰρήσθω περί τῶν λαϊκῶν. Εἰ δέ τις τῶν προεστώτων τῆς ἐκκλησίας,
ἐπίσκοπος, ἤ πρεσβύτερος, ἤ διάκονος, μετά τόν ὅρον τοῦτον τολμήσειεν ἐπί
διαστροφῇ τῶν λαῶν καί ταραχῇ τῶν ἐκκλησιῶν ἰδιάζειν, καί μετά τῶν Ἰουδαίων ἐπιτελεῖν
τό Πάσχα· τοῦτον ἡ ἁγία σύνοδος ἐντεῦθεν ἤδη ἀλλότριον ἔκρινε τῆς ἐκκλησίας, ὡς
οὐ μόνον ἑαυτῷ ἁμαρτίας ἐπισωρεύοντα, ἀλλά πολλοῖς διαφθορᾶς καί διαστροφῆς
γινόμενον αἴτιον· καί οὐ μόνον τούς τοιούτους καθαιρεῖ τῆς λειτουργίας, ἀλλά καί
τούς τολμῶντας τούτοις κοινωνεῖν μετά τήν καθαίρεσιν. Τούς δέ καθαιρεθέντας ἀποστερεῖσθαι
καί τῆς ἔξωθεν τιμῆς, ἥς ὁ ἅγιος κανών καί τό τοῦ Θεοῦ ἱερατεῖον μετείληφεν».
[52]. Καλή καί συγκροτημένη ἀναφορά
στό πρόβλημα τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα ἔχει καί ὁ Ἀρχιμ. Βασιλειοσ Ιωαννιδης, Καθηγητής στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, στό
βραβευθέν καί ἀπό τήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν βιβλίο του: Ἐκκλησιαστική Ἱστορία. Ἀπ᾽ ἀρχῆς μέχρι σήμερον, Ἐκδοτικός Οἶκος «Ἀστήρ»,
Ἀθῆναι 19592, σελ. 110ἑ. Μᾶς δίδει μάλιστα τήν ἐνδιαφέρουσα
πληροφορία (σελ. 114, ὑποσημ. 13), ἀναφερόμενος στό Πάσχα τῶν Τεσσαρασκαιδεκατιτῶν,
ὅτι «Τό τοιοῦτο πάσχα, τό ὁποῖον προηγουμένως ὅλοι οἱ Χριστιανοί εἶχον, ὠνομάσθη
“τό πρῶτον” (τό παλαιόν πάσχα. Διά τοῦτο οἱ ἐξακολουθοῦντας νά ἑορτάζωσιν αὐτό
Χριστιανοί ὠνομάσθησαν «πρωτοπασχῖται» (παλαιοπασχῖται)».
[53]. Εἰς τούς τά πρῶτα Πάσχα νηστεύοντας PG 48, 861-872.
[54]. Αὐτόθι 1, PG 48, 861-863.
[55]. Αὐτόθι 3, PG 48, 865.
[56]. Αὐτόθι 5, PG 48, 868-869.
[57]. Αὐτόθι, PG 48, 870-871.
[58]. Εἰς Ἐφ. Ὁμ. 11, 5, PG 62, 87.
[59]. Αὐτόθι, Ὁμ. 11, 4, PG 62, 85.
[60]. Ἑβρ. 13, 17.
[61]. Εἰς Ἑβρ. Ὁμ. 34, 1, PG 63, 231
[62]. Ὁμιλία ἐγκωμιαστική εἰς τόν ἐν ἁγίοις πατέρα ἡμῶν Μελέτιον, ἀρχιεπίσκοπον
Ἀντιοχείας 1, ΠΓ 50, 516.
[63]. Κατήχησις Α´, ΕΠΕ 30, 340: «Φεῦγε τάς τοιούτων συνουσίας ὡς τῶν
φαρμάκων τά δηλητήρια. Καί γάρ ἐκείνων οὗτοι χαλεπώτεροι. Ἐκεῖνα γάρ μέχρι τοῦ
σώματος ἵστησι τήν βλάβην, οὗτοι δέ αὐτῇ τῇ σωτηρίᾳ τῆς ψυχῆς λυμαίνονται». Περί ἀκαταλήπτου, πρός Ἀνομοίους 1, 8,
PG 48, 708: «Ἄν βλάπτωσιν αὐτῶν αἱ φιλίαι καί πρός κοινωνίαν τῆς ἀσεβείας ἕλκωσι,
κἄν οἱ γεγεννηκότες ὦσιν, ἀποπήδησον».
[64]. Εἰς τήν Ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ 1, 1 (Ἐλέχθη ἐν τῷ
μαρτυρίῳ τῆς Ρωμανησίας, ἔνθα μαρτύρων σώματα, ὑπό τό ἔδαφος κείμενα ἐγγύς
λειψάνων αἱρετικῶν, ἀνηνέχθησαν καί ἄνω κατ᾽ ἰδίαν ἐτάφησαν), PG 50, 443.
[65]. Εἰς Ἐφ. Ὁμ. 11, 4-5, PG 62, 85-86.
[66]. Αὐτόθι 5, PG 62, 86: «Ἀρκεῖν
τοῦτο ἡγεῖσθε, εἰπέ μοι, τό λέγειν, ὅτι ὀρθόδοξοί εἰσι, τά τῆς χειροτονίας δέ οἴχεται
καί ἀπόλωλε; Καί τί τό ὄφελος τῶν ἄλλων, ταύτης οὐκ ἠρκιβωμένης; Ὥσπερ γάρ ὑπέρ τῆς πίστεως, οὕτω καί ὑπέρ
ταύτης μάχεσθαι χρή».
[67]. Περί Ἱερωσύνης 3, 10, PG 48, 647.
[68]. Παλλαδιου Ελενουπολεως, Διάλογος
ἱστορικός περί βίου καί πολιτείας τοῦ μακαρίου Ἰωάννου ἐπισκόπου
Κωνσταντινουπόλεως 8, PG 47, 28.
[69]. Αὐτόθι 8, PG 47, 28.
[70]. Αὐτόθι 10, PG 47, 35.
[71]. Ἀναφερόμενος στό κακό χάλι
πολλῶν ἐπαρχιῶν πού εἶχαν ἀναξίους ἐπισκόπους γράφει πρός τήν Ὀλυμπιάδα: «Ἡ μέν λύκον ἀντί ποιμένος λαβοῦσα, ἡ δέ
πειρατήν ἀντί κυβερνήτου, ἡ δέ δήμιον ἀντί ἰατροῦ». Ἐπιστολή 2, 1, PG 52,
556.
[72]. Ἐπιστολή 89, Θεοδοσίῳ ἐπισκόπῳ Σκυθουπόλεως PG 52, 655.
[73]. Πρός τούς σκανδαλισθέντας 19, PG 52, 520-521.
[74]. Εἰς Ρωμ. Ὁμ. 22, 2, PG 60, 611. Εἰς
Φιλιπ. Ὁμ. 2, 1, PG 62, 191.