ΣΧΟΛΙΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ: (Αντί άλλου σχολίου ή σχολιασμού των όσων ζούμε σε όλα τα επίπεδα. Στη θέση του "Αυτοκράτορα" βάλτε εσείς όποιον νομίζετε.) Το δυστύχημα εντοπίζεται στο ότι ο "Αυτοκράτορας" γνωρίζει την γύμνια του, και μάλιστα συνειδητά την υπηρετεί. Άλλωστε γι' αυτόν τον σκοπό επελέγει "Αυτοκράτορας". Για να επιδεικνύει την "Γύμνια του" και να την επιβάλλει. Και ένας Θεός γνωρίζει μέχρι που θα φθάσει αυτή η "ΠΟΜΠΗ". Η αλήθεια είναι πικρή. Μα γίνεται δηλητήριο όταν είναι το ψέμα καμουφλαρισμένο ως αλήθεια...
π. Φώτιος Βεζύνιας
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας βασιλιάς, που του άρεσε να φοράει κάθε μέρα καινούρια ρούχα και μάλιστα τόσο του άρεσε αυτό, ώστε ξόδευε όλα του τα λεφτά, για να τα αποκτά. Δεν του καιγότανε καρφί να φτιάξει στρατό, ή για θέατρα και τα λοιπά θεάματα, κι απολάμβανε μοναχά το να κυκλοφορεί με την άμαξά του και να επιδεικνύει τη κάθε θαυμάσια νέα φορεσιά του στον κόσμο. Κι επειδή έβγαινε σε διάφορες στιγμές της ημέρας, είχε για κάθε ώρα, διαφορετική φορεσιά. Αν τυχόν τον γυρεύανε για κάτι, λέγανε οι αυλικοί του: «Τώρα ο βασιλιάς αλλάζει», όπως για άλλους βασιλείς λένε: «Ο βασιλιάς είναι σε σύσκεψη ή συμβούλιο».
Η πρωτεύουσα που ζούσε, ήτανε πολυπληθέστατη και σημαντικός κόμβος, κι έτσι πάρα πολλοί ξένοι πηγαινοέρχονταν καθημερινά. Μια μέρα φτάσανε και δυο απατεώνες που διατείνονταν πως ήτανε ράφτες και πως έφτιαχναν όμορφα και πολυτελή υφάσματα. Όχι μόνο τα χρώματα και τα σχέδιά τους, λέγαν, είναι τα ωραιότερα που γίνονται, αλλά το ύφασμά τους έχει την περίεργη ιδιότητα να μη φαίνεται για κείνους μόνο τους ανθρώπους, που είναι ή εντελώς τρελοί ή εντελώς ανάξιοι στη κρίση τους κι άρα δεν αξίζουν την όποια θέση κατέχουν ήδη.
«Αυτό το ύφασμα θα κάνει περίφημα ρούχα», είπε μέσα του ο βασιλιάς. «Όταν θα τα φοράω θα μπορώ αμέσως να καταλαβαίνω, ποιοί από τους συμβούλους ή τους αυλικούς μου είναι ικανοί και ποιοί ανάξιοι· θα καταλαβαίνω τον έξυπνο ή το βλάκα. Το δίχως άλλο πρέπει να μου φτιάξουν αμέσως καινούρια ρούχα από αυτό το ύφασμα».
Φώναξε λοιπόν αμέσως τους απατεώνες και τους έδωσε μπόλικα χρήματα για να αρχίσουν να δουλεύουνε πάνω στο νέο ύφασμα. Αυτοί έστησαν αμέσως τάχα δύο αργαλειούς κι άρχισαν τη δουλειά. Ύφαιναν πυρετωδώς χωρίς όμως να υπάρχει ούτε στημόνι, ούτε υφάδι· ζήτησαν βέβαια μετάξι και χρυσά πλουμίδια υπέροχα για να στολίσου την ύφανση και τα ρούχα, αλλά στη πραγματικότητα τα κρύβανε στην αποθήκη τους και συνεχίζανε να προσποιούνται πως εργάζονταν, πάνω στα καινούρια ρούχα και μάλιστα από το πρωί ως το βράδυ.
«Θα ‘θελα να ‘ξερα πως πάει το ύφασμα», είπε μέσα του ο ανυπόμονος βασιλιάς. Αμέσως μετά όμως θυμήθηκε πως οι ανάξιοι στη κάθε θέση που βρίσκονται δεν θα μπορούν να το δούνε, και φοβήθηκε· όχι βέβαια ότι φοβήθηκε για τον εαυτό του, αλλά προτίμησε τελικά να στείλει κάποιον άλλο να δει την πορεία και την πρόοδο της εργασίας. Όλοι οι κάτοικοι της πόλης πλέον ήξεραν την ιδιότητα του υφάσματος κι είχαν μεγάλη περιέργεια να δουν και να διαπιστώσουν ποιός από τους φίλους τους ή ποιός ήτανε παλαβός κι ανάξιος.
«Θα στείλω το γέροντα υπουργό μου», σκέφτεται ο βασιλιάς. «Είναι τίμιος, συνετός κι ο πιο κατάλληλος για το αξίωμά του κι αυτός μπορεί να κρίνει αν είναι όμορφο το ύφασμα».
Πράγματι έτσι κι έγινε. Πήγε λοιπόν ο γέρο-υπουργός στο εργαστήρι, που δούλευαν οι απατεώνες στους άδειους αργαλειούς.
«Κύριε ελέησον!» λέει μέσα του ο υπουργός γουρλώνοντας τα μάτια. «Δεν βλέπω τίποτα». Οι δυο επιτήδειοι τον παρότρυναν να πλησιάσει και τον ρώτησαν πώς του φαίνεται το σχέδιο της ύφανσης και τα χρώματα, και του δείχνανε τους άδειους αργαλειούς. Ο δε υπουργός άνοιγε τα μάτια του, αλλά δεν έβλεπε τίποτε, αφού δεν είχε τι να δει.
«Καλά, τόσο βλάκας είμαι;» σκέφτηκε λυπημένος· «και να μη μου περάσει ποτέ από το μυαλό! Αλλά δεν πρέπει να το πάρει χαμπάρι κανένας άλλος πως είμαι ανάξιος για το υπουργείο μου. Όχι! δεν συμφέρει να τους το δείξω ότι δεν βλέπω το ύφασμα».
«Λοιπόν, πώς σας φαίνεται;» ρώτησε ο ένας υφαντής.
«Ωραιότατο, λαμπρό, θαυμάσιο!» απάντησε ο υπουργός, κι έβλεπε με τα γυαλιά του. «Αξιόλογο σχέδιο, και τι όμορφα χρώματα! Πάω αμέσως να πω τα νέα στον βασιλιά και πως μου άρεσε πάρα πολύ».
«Ευχαριστούμε πολύ», είπαν οι… μαστόροι, κι άρχισαν να του περιγράφουν τα διάφορα χρώματα, και να του εξηγούν το περίτεχνο σχέδιο. Ο υπουργός άκουγε με προσοχή για να επαναλάβει το κάθε τι στο βασιλιά. Κι όταν επέστρεψε του τα επανέλαβε ακριβώς με κάθε λέξη.
Εν τω μεταξύ, οι πονηροί ζητήσανε και λάβανε κι άλλα χρήματα, μετάξια και χρυσάφια για να προχωρήσουνε τη δουλειά, κι φυσικά γεμίζανε την αποθήκη τους κι εξακολουθούσαν να δουλεύουν απ’ το πρωί ως το βράδυ με άδειους αργαλειούς.
Ο βασιλιάς μετά από μερικές μέρες, έστειλε άλλον τίμιο υπουργό να δει πώς πηγαίνει η εργασία και να ρωτήσει πότε θα τελειώσει το ύφασμα. Κι αυτός την έπαθε όπως ο πρώτος· Προσπαθούσε να δεί, άνουγε τα μάτια του, αλλ’ αφού δεν υπήρχε τίποτε στους αργαλειούς, δεν μπορούσε να δει τίποτε.
«Δεν σας αρέσει το ύφασμα;» ρώτησαν οι… υφαντές· και δείξανε σημεία κι εξηγήσανε λεπτομερώς το θαυμάσιο σχέδιο, το ανύπαρκτο, πάνω στο έξοχης ποιότητας ύφασμα που όμως δεν υπήρχε.
«Δεν είμαι κουτός», σκεφτόταν ο υπουργός, «φαίνεται πως δεν είμαι άξιος για τη θέση μου. Περίεργο! Αλλά δεν πρέπει να τους το δείξω». Άρχισε λοιπόν να παινεύει το ύφασμα, που δεν έβλεπε και να θαυμάζει τα λαμπρά χρώματα και το ωραίο του σχέδιο, που δεν υπήρχε.
«Είναι περίφημο ρούχο!» είπε στο βασιλιά, όταν επέστρεψε.
Όλοι οι πολίτες άκουσαν τις φήμες που πλέον κυκλοφορούσαν ευρέως και μιλούσαν για το μεγαλοπρεπέστατο ύφασμα. Θέλησε να το δει κι ο βασιλιάς, ενώ ακόμη υφαινόταν. Πήγε λοιπόν με εκλεκτή συνοδεία και με τους δυο υπουργούς του, που είχε στείλει και πριν, και βρήκε τους απατεώνες να εργάζονται πυρετωδώς στους αργαλειούς τους, χωρίς στημόνι, χωρίς υφάδι, χωρίς ύφασμα καν, πάνω κάτω, δεξιά κι αριστερά, προσποιούμενοι πως υφαίνουν.
«Δεν είναι θαυμάσιο πράγματι;» φώναξαν κι οι δύο υπουργοί. «Παρατηρείστε Μεγαλειότατε, το σχέδιο και τα χρώματα!» Και δείχνανε τους άδειους αργαλειούς, γιατί φαντάζονταν ότι οι άλλοι βλέπαν όντως το ύφασμα.
«Τι τρέχει;» σκεφτόταν ο βασιλιάς. «Δεν βλέπω τίποτε! Φρίκη! Είμαι κουτός; Δεν είμαι άξιος να είμαι βασιλιάς; Τι έπαθα!» Και πρόσθεσε δυνατά:
«Είναι πολύ καλό! Μου αρέσει πολύ»! Και κούνησε το κεφάλι του σαν να ήταν ευχαριστημένος, ενώ παρατηρούσε τους αργαλειούς με προσοχή, γιατί δεν μπορούσε να ομολογήσει ότι δεν βλέπει τίποτε. Όλοι δε όσοι ήτανε μαζί του κοίταζαν και κοίταζαν χωρίς να βλέπουν τίποτε, αλλά όλοι επανέλαβαν τα λόγια του βασιλιά: «Είναι πολύ καλό!» Και τον παρακίνησαν να κάνει από αυτό το ύφασμα φορέματα για την επίσημη πομπή, που επρόκειτο να γίνει κείνες τις μέρες. Από στόμα σε στόμα πήγαιναν τα λόγια: «Ωραίο, λαμπρό, Υπέροχο! Και τί θαυμάσια τεχνική!» Ο θαυμασμός ήταν γενικός, κι ο βασιλιάς έδωσε στους απατεώνες τον τίτλο: «Υφαντές Της Βασιλικής Αυλής».
Όλη την νύχτα πριν από την τελετή οι δυο πονηροί δεν κοιμήθηκαν: Άναψαν δεκαέξι λυχνάρια, κι ο λαός τους έβλεπε από τα παράθυρα να υφαίνουν τα βασιλικά φορέματα. Επί τέλους προσποιήθηκαν ότι βγάζουν το ύφασμα από τα αργαλειά, κόβανε τον αέρα με μεγάλα ψαλίδια, ράβανε με βελόνες χωρίς κλωστή και κήρυξαν ότι τα βασιλικά φορέματα είναι έτοιμα. Ο βασιλιάς πήγε πάλι με τη συνοδεία του, οι δε υφαντουργοί σήκωναν το ένα χέρι, σαν να κρατούσανε κάτι, και λέγαν: «Ιδού το βρακί, ιδού ο επενδύτης, ιδού ο μανδύας», κι ούτω καθ’ εξής. «Είναι σαν αραχνοΰφαντα, τόσο είναι ελαφριά! Αλλ’ αυτή είναι κι η ομορφιά του υφάσματος»!
«Πραγματικά!» λέγανε κι οι ακόλουθοι του βασιλιά. Αλλά τίποτε δεν βλέπανε, αφού δεν υπήρχε και τίποτε να δούνε.
«Μας δίνει την άδεια η Μεγαλειότητά σας», ρώτησαν οι απατεώνες, «να σας αλλάξουμε και να σας φορέσουμε τη νέα σας ενδυμασία μπρος στον καθρέφτη»;
Ο βασιλιάς συμφώνησε αμέσως κι έβγαλε τα ρούχα του. Άρχισαν λοιπόν οι επιτήδειοι να τον ντύνουνε τάχα με τα νέα, το ένα κατόπιν του άλλου· ο δε βασιλιάς γύριζε πότε από δω και πότε από κει και… θαύμαζε στον καθρέφτη.
«Ωραία φορέματα! Σας πηγαίνουν εξαίρετα», λέγαν όλοι. «Τι όμορφο σχέδιο, τι χρώματα! Ορίστε ρούχο μια φορά!».
Ο αυλάρχης παρουσιάστηκε και ψιθύρισε στην αυτού Μεγαλειότητα πως είναι η ώρα για την τελετή.
«Έτοιμος είμαι», είπε ο βασιλιάς. «Μου πηγαίνουν καλά τα καινούρια ρούχα μου;» Και γύρισε πάλι στον καθρέφτη για να δείξει ότι τα έβλεπε και του αρέσανε.
Οι αυλικοί, που είχανε την υποχρέωση βάσει του πρωτοκόλλου να κρατάν και να σηκώνουν την ουρά του βασιλικού μανδύα, σκύψανε στο πάτωμα και με τα χέρια τους σηκώσανε τις άκρες του ρούχου, και πήγαιναν πίσω από το βασιλιά, κρατώντας τον… αέρα. Κανείς δεν τόλμησε να πει και να αποδείξει ότι δεν έβλεπε τα ρούχα. Πήγε λοιπόν ο βασιλιάς στη παρέλαση με τη συνοδεία του κι όλοι στο δρόμο λέγανε:
«Τί μεγαλόπρεπο ένδυμα φοράει σήμερα ο βασιλιάς! Τί ουρά έχει ο μανδύας του! Πώς του πηγαίνει!» Κανείς δεν ήθελε να προδοθεί ότι δεν βλέπει τίποτε, για να μη τον νομίσουνε κουτό ή ανάξιο για τη θέση του. Ποτέ δεν είχε θαυμάσει τόσο κόσμος, ρούχα βασιλικά.
Τότε ένα παιδί φώναξε:
«Καλέ ο βασιλιάς είναι τσίτσιδος!».
«Ακούστε τι λέει το παιδί», είπε ο πατέρας του.
Κι ο ένας άρχισε να ψιθυρίζει στον άλλο τα λόγια του μικρού.
«Ο βασιλιάς είναι γυμνός!», είπαν όλοι τους τελικά.
Ο βασιλιάς το άκουσε και του φάνηκε σαν να είχαν δίκιο, αλλά σκέφτηκε πως δεν έπρεπε να διακοπεί η τελετή. Εξακολούθησε λοιπόν τη διαδρομή του, κι οι αυλικοί από πίσω του, κρατούσανε σφιχτά την ουρά του μανδύα, χωρίς να υπάρχει ούτε μανδύας, ούτε ουρά.
ΤΟ ΕΙΔΑΜΕ ΣΤΟ: https://www.ebooks4greeks.gr/ta-kainouria-royxa-tou-aytokratora