Αὐτοὺς φοβοῦνται οἱ Οἰκουμενιστές.
Γράφει ο Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου
«Γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε» (Α΄ Κορ. 16,13)
Γράφει ο Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου
«Γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε» (Α΄ Κορ. 16,13)
Ὁλόκληρος ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικὸς κόσμος θαύμαζε τὴν ἀνδρεία ὡς μοναδικὴ ἀρετή,
ποὺ δὲν ἔχει μέτρο καὶ βαθμίδες, δηλαδὴ δὲν ὑπάρχει λίγη ἢ πολὺ ἀνδρεία. Ὁ
θαυμασμὸς αὐτὸς προερχόταν ἀπὸ τὴν αὐτόβουλη δράση της καὶ τὴν πηγὴ τῆς ἀνδρείας,
τὴν ἐλευθερία καὶ τὸ ἐπακόλουθο της τὴν αὐταπάρνηση γιὰ τὸ κοινὸ καλό, γιὰ τὴν
πόλη. Κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη ἡ ἀνδρεία βρίσκεται μεταξὺ τῆς θρασύτητας καὶ τῆς
δειλίας καὶ ἐπειδὴ ἡ ἀνδρεία ὡς ψυχικὴ ἀρετὴ εἶναι ἐπακόλουθο τῆς ἐλευθερίας τοῦ
ἀνθρώπου, ὀφείλει ὁ ἀνδρεῖος νὰ πράττει ἐνσυνείδητα, ἑκούσια, καὶ ἀμετάβλητα, ἀσυμβίβαστα (Ἠθικὰ Νικομάχεια A 1105 a 32 – b 1, B 111). Ὁ δάσκαλός του ὁ Πλάτων γράφει
στὴν «Πολιτεία» του (429a8-430c6) μεταξὺ ἀλλων: «Ἡ ἀνδρεία λοιπὸν εἶναι ἡ διαφύλαξη τῶν πεποιθήσεων ποὺ ἔχουν
διαμορφωθεῖ μέσω τῆς παιδείας σχετικὰ μὲ τὸ τί εἶναι σεβαστὸ καὶ πρέπον (ἰδεῶδες).
Καὶ λέγοντας διαφύλαξη αὐτῶν τῶν πεποιθήσεων, ἐννοῶ τὸ νὰ τὶς προστατεύει κανεὶς καὶ νὰ τὶς κρατᾶ ἀκέραιες καὶ στὶς λύπες καὶ
στὶς χαρὲς καὶ στοὺς κινδύνους καὶ νὰ μὴν τὶς βγάζει ἀπὸ τὴν ψυχή του».
Ἐὰν αὐτὴ ἡ διαφύλαξη τῶν πεποιθήσεων γιὰ τοὺς ἀρχαίους ἴσχυε ὡς προϋπόθεση
γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς πολιτείας καὶ τῶν κοινῶν ἀγαθῶν, ἂς ἀναλογιστοῦμε πόσο ἰσχύει
αὐτὸ γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς πίστεως καὶ τῆς προσωπικῆς
σωτηρίας. Χριστιανὸς καὶ δειλὸς δὲν νοεῖται. Διότι ὁ δειλὸς δὲν ὁμολογεῖ οὔτε ὑπερασπίζεται
τὴν πίστη του. Οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ συνέχεια πρότρεπαν τοὺς πιστοὺς νὰ εἶναι ἀνδρεῖοι
καὶ ἰσχυροί: «Κανεὶς καὶ τίποτα νὰ μὴ σὲ
φοβίζει. Κι ἂν ἀκόμη εἶναι ἀναρίθμητοι οἱ ἐχθροί, δαίμονες καὶ ἀσεβεῖς ἄνθρωποι,
ὁ δικός μας ὑπερασπιστὴς εἶναι ἰσχυρότερος», κήρυττε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
«Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί μου, ἐνδυναμοῦσθε ἐν
Κυρίῳ καὶ ἐν τῷ κράτει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ. ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς
τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου· ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ
πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς
κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν
τοῖς ἐπουρανίοις» γράφει ὁ Παῦλος (Ἐφεσ.
6, 10-12).
Ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι γεμάτη ἀπὸ πρότυπα ἀνδρείας, ἀπὸ πρότυπα πρὸς μίμηση. Ἕνα
ἀπὸ τὰ πιὸ γνωστὰ εἶναι οἱ Μακκαβαῖοι. Οἱ Μακκαβαῖοι, ἀντιπροσωπεύουν γιὰ τὸν
Χριστιανὸ –διότι γιὰ τὸν σημερινὸ δειλὸ ἀνθρωπο ἀντιπροσωπεύουν τὸν φανατισμό– παράδειγμα
ὁμολογίας καὶ πίστης ἀνθρώπων ποὺ μὲ ἀνδρεία, πορεύθηκαν σύμφωνα μὲ τὴ διαθήκη
καὶ τὶς παρακαταθῆκες τῶν Πατέρων. «Ἀλλ᾿ ἐγὼ
καὶ οἱ υἱοί μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου πορευσόμεθα ἐν διαθήκῃ πατέρων ἡμῶν» (Α΄
Μακ. 2,20).
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τοὺς θεωρεῖ τόσο σημαντικοὺς ὡς πρότυπα γιὰ τοὺς Χριστιανούς, ὥστε στὸν 15ο λόγο του «εἰς τοὺς Μακκαβαίους» λέει: «καὶ οἱ πρὸ τῶν Χριστοῦ παθῶν μαρτυρήσαντες, τί ποτε δράσειν ἔμελλον μετὰ Χριστὸν διωκόμενοι, καὶ τὸν ἐκείνου ὑπὲρ ἡμῶν μιμούμενοι θάνατον;... Οὔκουν, ὅτι πρὸ τοῦ σταυροῦ, τοιοῦτοι περιοπτέοι· ἀλλ᾿ ὅτι κατὰ τὸν σταυρόν, ἐπαινετέοι, καὶ τῆς ἐκ τῶν λόγων τιμῆς ἄξιοι· οὐχ ἵνα προσθήκην ἢ δόξαν λάβοιεν· (τίνα γὰρ ὧν ἡ πρᾶξις ἔχει τὸ ἔνδοξον;) ἀλλ᾿ ἵνα δοξασθῶσιν οἱ εὐφημοῦντες, καὶ ζηλώσωσι τὴν ἀρετὴν οἱ ἀκούοντες, ὥσπερ κέντρῳ τῇ μνήμῃ πρὸς τὰ ἴσα διανιστάμενοι» (Migne, P.G., 35, 912-933).
Οἱ Μακκαβαῖοι δὲν ἀντιπροσωπεύουν ἕνα εἶδος περιστασιακῶν «ἀγανακτισμένων»
ποὺ λειτουργοῦν ἢ κάνουν πίσω ἀνάλογα μὲ τὶς συνθῆκες καὶ τὶς ἐπιρροὲς ποὺ
δέχονται. Κραταιοὶ στὴν πίστη τους οἱ Μακκαβαῖοι θυμοῦνται τοὺς ἀγῶνες τῶν
Πατέρων τους καὶ πράττουν ἀναλόγως ὄχι εἰς δική τους δόξα, ἀλλὰ εἰς δόξα Θεοῦ
καὶ τῶν Ἁγίων Του, ἡ ὁποία τοὺς χαρίζει τὴν αἰωνιότητα: «Μνήσθητε τῶν πατέρων ἡμῶν
τὰ ἔργα, ἃ ἐποίησαν ἐν ταῖς γενεαῖς αὐτῶν, καὶ δέξασθε δόξαν μεγάλην καὶ ὄνομα
αἰώνιον» (Α΄ Μακ. 2,51).
Οἱ Μακκαβαῖοι δὲν φοβοῦνται τὸν ἑκάστοτε Ἀντίοχο, τὸν ἑκάστοτε ἰσχυρό,
γνωρίζοντας, ὅτι ἡ ματαιότητα αὐτῆς τῆς δόξας δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν αἰωνιότητα
καὶ μακαριότητα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ: «Καὶ ἀπὸ λόγων ἀνδρὸς ἁμαρτωλοῦ μὴ φοβηθῆτε,
ὅτι ἡ δόξα αὐτοῦ εἰς κοπρίαν καὶ εἰς σκώληκα»· (Α΄ Μακ. 2,62). Γι’ αὐτὸ δὲν
φοβήθηκαν τὸ γεγονὸς ὅτι ἦταν λίγοι ἀπέναντι στοὺς πολλούς, ἀνίσχυροι ἀπέναντι
στοὺς ἰσχυροὺς, διότι ἡ πραγματικὴ δύναμη γι’ αὐτοὺς πηγάζει ἀπὸ τὸν οὐρανό: «ὅτι
οὐκ ἐν πλήθει δυνάμεως νίκη πολέμου ἐστίν, ἀλλ᾿ ἢ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἡ ἰσχύς».(Α
Μακ. 3,19)
Τόσο σημαντικὴ λοιπὸν εἶναι ἡ ἀνδρεία γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν σωτηρία μας, ὥστε
ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν, ὁ Παῦλος δίδασκε τὸ ποίμνιο του «Γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ
πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε» (Κορ. Α’ 16,13).
«Γρηγορεῖτε». Ὁ Χριστιανός, ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο μέχρι τὸν λαϊκό, ὀφείλει
νὰ βρίσκεται σὲ πνευματικὴ ἐγρήγορση, προκειμένου νὰ ἀντιμετωπίζει τὶς ποικίλες
ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου, ἀλλὰ καὶ τὶς ἐπιθέσεις τῶν ὀργανῶν του δηλ. τῶν ἑκάστοτε
καὶ ἁπανταχοῦ αἱρετικῶν. Πρῶτος ὁ Χριστός μας μᾶς συμβούλεψε «γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθετε
εἰς πειρασμόν» (Ματθ. 26, 41).
«Στήκετε». Ἡ σταθερότητα τῆς ἀληθινῆς πίστεως, τὴν ὁποία κηρύττει ὁ Παῦλος,
δὲν σημαίνει μόνο παραμονὴ καὶ προάσπιση τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἀπόλυτη
συνέπεια καὶ ἄρνηση κάθε παραχάραξης ἢ διαστρέβλωσης τῆς Ἀλήθειας αὐτῆς. Ὅλοι οἱ
αἱρετικοὶ ἀνὰ τοὺς αἰώνας δὲν πέτυχαν τοὺς ἀνίερους σκοπούς τους, διότι οἱ
πιστοὶ τοῦ Θεοῦ, ἀκόμα καὶ ἂν ἦταν ἐλάχιστοι ἔκαναν πράξη αὐτὴ τὴν ἐντολὴ τοῦ
Παύλου. Αὐτοὶ ποὺ ἀκολούθησαν τοὺς αἱρετικοὺς εἶναι αὐτοὶ ποὺ δὲν στάθηκαν
συνεπεῖς καὶ ἀνδρεῖοι ἀπέναντι στὴν κακοδοξία ἀλλὰ προτίμησαν νὰ συμβιβαστοῦν,
νομίζοντας οἱ ἄμοιροι, ὅτι ἔτσι θὰ σωθοῦν.
«Ἀνδρίζεσθε καὶ κραταιοῦσθε».
Μόνο μὲ τὴν ἀνδρεία καὶ τὴ γενναιότητα, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν σύμπραξη τῆς
χάριτος τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἀνθρώπου, πλησιάζει καὶ παραμένει ὁ
ἄνθρωπος στὸν Χριστό παρὰ τὶς ἀδυναμίες του καὶ παρὰ τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου
«πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμούντί με Χριστῷ» (Φιλ. 4,13). Ἐνῶ ὁ φόβος διώχνει τὸν
ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Χριστό, διότι καταργεῖ αὐτὴν τὴν σύμπραξη καὶ διώχνει τὸν Χριστὸ
ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ἀφήνοντας τον νὰ βουλιάζει στὸν βοῦρκο τῶν προσωπικῶν του ἀδυναμιῶν.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, στὴν «Ἀποκάλυψη» του, εἶδε φρικτὸ θέαμα: Εἶδε
τοὺς δειλοὺς νὰ καίγονται στὰ κύματα μίας φλεγομένης λίμνης μαζὶ μὲ τοὺς εἰδωλολάτρες
καὶ τοὺς κάθε εἴδους ἁμαρτωλούς (Ἀπ. 21, 8).
Τὸ ἐρώτημα ποὺ γεννιέται φυσικὰ εἶναι: Ἐμεῖς, οἱ σημερινοὶ χριστιανοί, οἱ ἄνθρωποι
τῆς ἐποχῆς τῆς σχετικότητας, τοῦ συμβιβασμοῦ καὶ τῆς διαλλακτικότητας, ποὺ ζοῦμε
τὴν μεγαλύτερη αἵρεση τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας, κατέχουμε αὐτὴν τὴν εὐλογημένη
ἀπὸ τοὺς Πατέρες καὶ ἀπαραίτητη γιὰ τὴν σωτηρία μας ἀνδρεία; Εἴμαστε ἱκανοὶ καὶ
ἕτοιμοι νὰ πολεμήσουμε τὴν ὕστατη ἀποστασία ἀψηφώντας Ἐπισκόπους, πανίσχυρους
πολιτικούς, κοινωνικὸ περιβάλλον καί, περιφρονώντας τὸ προσωπικὸ κόστος, νὰ ὑπερασπίσουμε
τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, τὴν πίστη τῶν Πατέρων μας; Τὴν ὕψιστη ἀρετὴ αὐτήν; Ἐμεῖς
ὡς ὑποτιθέμενοι ἀρχαιολάτρες Ἕλληνες εἴμαστε ἕτοιμοι ὡς ἄλλοι τριακόσιοι
Λακεδαιμόνιοι τῆς πίστεως νὰ πολεμήσουμε στὶς πνευματικὲς Θερμοπῦλες τὸν
«Ξέρξη» Οἰκουμενισμὸ μὲ τὶς μυριάδες στρατειές του;
Εἴμαστε ἕτοιμοι ὡς ἡ μητέρα τῶν Μακκαβαίων νὰ ποῦμε στὰ παιδιά μας: «Μὴ φοβηθεῖς, λοιπόν, αὐτὸν τὸν δήμιον (σημ.
τὸν ἑκάστοτε κυρίαρχο), ἀλλὰ νὰ φανεῖς ἀντάξιος τῶν ἀδελφῶν σου. Δέξαι ἡρωϊκῶς
τὸν μαρτυρικὸν θάνατον, γιὰ νὰ σὲ ἐπαναποκτήσω πάλι μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς σου
στὸν καιρὸν τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀναστάσεως δηλαδὴ τῶν νεκρῶν» (Μακ. Β’
7, 28-30).
Καὶ εἴμαστε ἕτοιμοι ὡς τὸ παιδὶ της νὰ ἀπαντήσουμε στὸν κάθε οἰκουμενιστὴ
διώκτη, στὸν κάθε ὑπηρέτη τῆς παναίρεσης: «Τί
περιμένετε; Δὲν ὑπακούω στὴν προσταγὴ τοῦ βασιλέως, ἀλλὰ ὑπακούω στὶς ἐντολὲς
τοῦ Νόμου, ὁ ὁποῖος δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ διὰ τοῦ Μωϋσέως στοὺς πατέρες μας. Ὁ
βασιλεὺς ὅμως τοῦ κόσμου θὰ μᾶς ἀναστήση εἰς μίαν αἰωνία ζωή, ἐφ' ὅσον ἐμεῖς πεθάνουμε
(ὑποφέρουμε, διωχθοῦμε) γιὰ νὰ μείνουμε πιστοὶ στοὺς νόμους Του».
Ἀναζητοῦνται Μακκαβαίοι. Αὐτοὺς φοβοῦνται οἱ Οἰκουμενιστές.