Ήταν ένας καμηλιέρης, ο Μεχμέτ Εμίν αγάς που έζησε μια ζωή στα καραβάνια.
Αρρώστησε στα 99 του, ένιωσε ότι ζυγώνει το τέλος του και κάλεσε κοντά του παιδιά, εγγόνια, φίλους και συγγενείς και ζήτησε συγχώρεση. Θυμήθηκε και τις καμήλες του και παρακάλεσε να τον πάνε στο «ντάμι» (στον στάβλο) για να αποχαιρετήσει και εκείνες.
Τις χάιδεψε ο Εμίν αγάς, θυμήθηκε τα παλιά, έκλαψε και είπε:
- Εγώ πια σας αφήνω. Έφτασε η ώρα μου. Αλλά για να πάω ήσυχος θέλω να με συγχωρέσετε για ό,τι κακό σας έκανα. Τι να γίνει, έτσι είναι ο ντουνιάς!
Και μία καμήλα, γερόντισσα, του λέει:
- Πού μας έδερνες και μας άφηνες νηστικές Εμίν αγά, κακά πράματα, αμαρτία από τον Θεό, μα στο συγχωράμε. Ένα μόνο δεν θα σου συγχωρέσουμε ποτέ.
- Ποιό; ρωτάει τρομαγμένος ο αγάς.
- Ποιό; Να τ’ ακούσεις. Όλες είμαστε υπάκουες στη δούλεψή σου. Και συ, αντί να μας τιμάς, έβαζες οδηγό ένα γαϊδούρι, να μας τραβάει από τη μύτη. (Στα καραβάνια προπορευόταν πάντοτε ένας γάιδαρος). Ναι, ένα γαϊδούρι που δεν αξίζει ούτε γρόσι.
Ο Εμίν αγάς αναστέναξε.
- Δίκιο έχετε! Μα έτσι είναι φτιαγμένος ο ντουνιάς. Γαϊδούρια να τον οδηγούν και να τον σέρνουν από τη μύτη!
Και παράδωσε, ο γεροκαμηλιέρης, το πνεύμα του…