Αλέξανδρος ΚαλόμοιροςΑπό το βιβλίο του: "Κατά ενωτικών"
Προσφορά, όχι συζήτησις.
Μερικοί αφελείς Ορθόδοξοι νομίζουν ότι το πλησίασμα αυτό των Εκκλησιών δεν γίνεται με σκοπό την ένωσι αλλά με σκοπό τη διαφώτισι, την ιεραποστολική πρός τους ετεροδόξους. «Είναι, λένε, αυτές εκδηλώσεις αγάπης πρός τους αδελφούς μας». «Εάν κλειστούμε στό «καβούκι» μας, λένε συχνά, εάν δεν πηγαίνουμε στα διεθνή συμβούλια και δεν στέλνουμε παρατηρητάς στις Παπικές συνόδους κ.τ.λ. τότε πώς θα γνωρίσουν οι Δυτικοί την Ορθόδοξο Εκκλησία και πώς θα προσελκυσθούν πρός αυτήν;»
Πώς όμως θα διδαχθούν οι Δυτικοί ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι η Μία και Αληθινή όταν την βλέπουν να συναναστρέφεται με τις ψεύτικες «Εκκλησίες» σαν ίσος πρός ίσον; Δεν θα νομίσουν μάλλον έτσι πώς η Ορθοδοξία είναι σαν και τις άλλες σχετική και μερική; Ή μήπως είναι λογικό να ελπίση κανείς ότι τα συμβούλια αυτά φανατικών ρασοφόρων και παστόρων μπορούν ποτέ να αναγνωρίσουν την αλήθεια; Κολακεύουν μόνον τους Ορθοδόξους, και αυτό για να τους προσελκύσουν πρός το μέρος τους. Αν είχαν πραγματική νοσταλγία για την Ορθοδοξία και ήθελαν να την γνωρίσουν, δεν θα είχαν ανάγκη από τα συμβούλια και τις συνεδριάσεις. Θα πήγαιναν να πιούν από τις πηγές της, από τους Πατέρας και τους αγίους της.
Όχι! Ο καλύτερος τρόπος για να πείσης τους άλλους για την αλήθεια είναι να πιστεύης ο ίδιος σ’ αυτήν. Να μήν την συζητής, αλλά να την ομολογής μόνον. Τα συνέδρια και τα συμβούλια συζητούν την αλήθεια. Αυτό όμως είναι προδοσία. Γιατί δεν πρόκειται εκεί για διάλογο και νουθεσίες πρός αιρετικούς, αλλά για συζήτησι με «Εκκλησίες». Ο Χριστός δεν ζητάει συζητητάς αλλά ομολογητάς. Η αλήθεια που μας εδίδαξε δεν είναι από εκείνες που συζητούνται. Στα διάφορα οικουμενικά συνέδρια η συζήτησις παίρνει την μορφή εμπορίου όπου γίνεται ανταλλαγή υποχωρήσεων στα ζητήματα της πίστεως για να επέλθη μια τελική συμφωνία. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, και μόνη η προσέλευσις ενός Ορθοδόξου σ’ ένα οικουμενικό συμβούλιο είναι προδοσία του Χριστού. Είναι η παράδοσις του Χριστού στους απίστους αντί τριάκοντα αργυρίων. Γιατί, προσερχόμενος ο Ορθόδοξος, ομολογεί την πίστη του συζητήσιμη, και αφήνει να εννοηθή ότι αν του δοθούν ικανοποιητικά ανταλλάγματα θα κάνη και αυτός υποχωρήσεις.
Αν όσοι μιλούνε σήμερα για ένωσι, ομολογούσαν αντί αυτού την Ορθοδοξία σαν την μόνη και απόλυτη αλήθεια και ηρνούντο κάθε επίσημο και ανεπίσημο εκκλησιαστική επαφή με τους αιρετικούς, χωρίς να φοβούνται να τους ονομάσουν έτσι, τότε η φωνή τους θα ακουγόταν πολύ πιο μακριά, και το σπουδαιότερο: θα γινόταν σεβαστή και θα έβαζε σε σκέψεις. Ενώ τώρα η φωνή τους είναι φωνή συμβιβασμών, φωνή που δεν συγκινεί, φωνή που δεν την σέβεται στό βάθος κανείς.
Οι Πατέρες δεν συζητούσαν με τους αιρετικούς. Ομολογούσαν την αλήθεια και ανέτρεπαν τους ισχυρισμούς των, χωρίς ευγένειες και φιλοφρονήσεις. Ποτέ δεν ήλθαν σε συνεννοήσεις με αιρετικές «Εκκλησίες». Ο διάλογος ήταν πάντοτε δημόσιος και απέβλεπε σ΄την σωτηρία ή τον καταρτισμό ψυχών. Δεν μιλούσε η Ορθόδοξος Εκκλησία με τις «Εκκλησίες» των αιρετικών. Δεν ήταν συζήτησις Εκκλησίας με Εκκλησίες αλλά διάλογος της Εκκλησίας με ψυχές που είχαν χάσει τον δρόμο τους. Η Εκκλησία δεν συζητά, γιατί δεν αναζητά. Απλώς δίδει, γιατί έχει το πάν.
Προσφορά, όχι συζήτησις.
Μερικοί αφελείς Ορθόδοξοι νομίζουν ότι το πλησίασμα αυτό των Εκκλησιών δεν γίνεται με σκοπό την ένωσι αλλά με σκοπό τη διαφώτισι, την ιεραποστολική πρός τους ετεροδόξους. «Είναι, λένε, αυτές εκδηλώσεις αγάπης πρός τους αδελφούς μας». «Εάν κλειστούμε στό «καβούκι» μας, λένε συχνά, εάν δεν πηγαίνουμε στα διεθνή συμβούλια και δεν στέλνουμε παρατηρητάς στις Παπικές συνόδους κ.τ.λ. τότε πώς θα γνωρίσουν οι Δυτικοί την Ορθόδοξο Εκκλησία και πώς θα προσελκυσθούν πρός αυτήν;»
Πώς όμως θα διδαχθούν οι Δυτικοί ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι η Μία και Αληθινή όταν την βλέπουν να συναναστρέφεται με τις ψεύτικες «Εκκλησίες» σαν ίσος πρός ίσον; Δεν θα νομίσουν μάλλον έτσι πώς η Ορθοδοξία είναι σαν και τις άλλες σχετική και μερική; Ή μήπως είναι λογικό να ελπίση κανείς ότι τα συμβούλια αυτά φανατικών ρασοφόρων και παστόρων μπορούν ποτέ να αναγνωρίσουν την αλήθεια; Κολακεύουν μόνον τους Ορθοδόξους, και αυτό για να τους προσελκύσουν πρός το μέρος τους. Αν είχαν πραγματική νοσταλγία για την Ορθοδοξία και ήθελαν να την γνωρίσουν, δεν θα είχαν ανάγκη από τα συμβούλια και τις συνεδριάσεις. Θα πήγαιναν να πιούν από τις πηγές της, από τους Πατέρας και τους αγίους της.
Όχι! Ο καλύτερος τρόπος για να πείσης τους άλλους για την αλήθεια είναι να πιστεύης ο ίδιος σ’ αυτήν. Να μήν την συζητής, αλλά να την ομολογής μόνον. Τα συνέδρια και τα συμβούλια συζητούν την αλήθεια. Αυτό όμως είναι προδοσία. Γιατί δεν πρόκειται εκεί για διάλογο και νουθεσίες πρός αιρετικούς, αλλά για συζήτησι με «Εκκλησίες». Ο Χριστός δεν ζητάει συζητητάς αλλά ομολογητάς. Η αλήθεια που μας εδίδαξε δεν είναι από εκείνες που συζητούνται. Στα διάφορα οικουμενικά συνέδρια η συζήτησις παίρνει την μορφή εμπορίου όπου γίνεται ανταλλαγή υποχωρήσεων στα ζητήματα της πίστεως για να επέλθη μια τελική συμφωνία. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, και μόνη η προσέλευσις ενός Ορθοδόξου σ’ ένα οικουμενικό συμβούλιο είναι προδοσία του Χριστού. Είναι η παράδοσις του Χριστού στους απίστους αντί τριάκοντα αργυρίων. Γιατί, προσερχόμενος ο Ορθόδοξος, ομολογεί την πίστη του συζητήσιμη, και αφήνει να εννοηθή ότι αν του δοθούν ικανοποιητικά ανταλλάγματα θα κάνη και αυτός υποχωρήσεις.
Αν όσοι μιλούνε σήμερα για ένωσι, ομολογούσαν αντί αυτού την Ορθοδοξία σαν την μόνη και απόλυτη αλήθεια και ηρνούντο κάθε επίσημο και ανεπίσημο εκκλησιαστική επαφή με τους αιρετικούς, χωρίς να φοβούνται να τους ονομάσουν έτσι, τότε η φωνή τους θα ακουγόταν πολύ πιο μακριά, και το σπουδαιότερο: θα γινόταν σεβαστή και θα έβαζε σε σκέψεις. Ενώ τώρα η φωνή τους είναι φωνή συμβιβασμών, φωνή που δεν συγκινεί, φωνή που δεν την σέβεται στό βάθος κανείς.
Οι Πατέρες δεν συζητούσαν με τους αιρετικούς. Ομολογούσαν την αλήθεια και ανέτρεπαν τους ισχυρισμούς των, χωρίς ευγένειες και φιλοφρονήσεις. Ποτέ δεν ήλθαν σε συνεννοήσεις με αιρετικές «Εκκλησίες». Ο διάλογος ήταν πάντοτε δημόσιος και απέβλεπε σ΄την σωτηρία ή τον καταρτισμό ψυχών. Δεν μιλούσε η Ορθόδοξος Εκκλησία με τις «Εκκλησίες» των αιρετικών. Δεν ήταν συζήτησις Εκκλησίας με Εκκλησίες αλλά διάλογος της Εκκλησίας με ψυχές που είχαν χάσει τον δρόμο τους. Η Εκκλησία δεν συζητά, γιατί δεν αναζητά. Απλώς δίδει, γιατί έχει το πάν.