ΑΠΌ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ "ΚΑΤΑ ΕΝΩΤΙΚΩΝ"
Ι΄. Το ξέφτισμα
Όταν όμως λογαριάσης σαν
λεπτομέρεια ένα στοιχείο της παραδόσεως, τότε με την πρώτη ευκαιρία θα θεωρήσης
σαν λεπτομέρεια και ένα άλλο, και τέλος θα αναγάγης σε λεπτομέρειες όλα όσα δεν
σ’ αρέσουν μέσα στην παράδοσι της Εκκλησίας. Έτσι έγινε με την εικονογραφία,
έτσι έγινε με την ψαλμωδία, το ίδιο με την εμφάνισι των ιερέων. Τώρα τα ράσα
τους φαίνονται πολύ μαύρα, ύστερα τα γένεια και τα μαλλιά πολύ μακριά. Θέλουν
να βάλουν μουσικά όργανα στην εκκλησία. Καταργούν τα στασίδια και τα
αντικαθιστούν με πολυθρόνες. Κατηγορούν τον μοναχισμό, συκοφαντούν τους
μοναχούς, στερούν τις περιουσίες των Μονών, κάνουν συστηματική προπαγάνδα κατά
του μοναχισμού. Παραβλέπουν τους Κανόνες που απαγορεύουν την συμπροσευχή με
τους αιρετικούς, πηγαίνουν στα συνέδριά τους, συμπροσεύχονται μαζί τους.
Αδιαφορούν για την γνώμη του λαού στην εκλογή των επισκόπων και των ιερέων.
Βραχύνουν την Λειτουργία, κόβουν αποσπάσματα από τις ακολουθίες «για να μη
κουράζεται ο κόσμος». Με άλλες λέξεις, μεταβάλλουν τις ορθόδοξες συνήθειες
σύμφωνα με τα γούστα ενός παρηκμασμένου πλήθους γεμάτου σαρκολατρία και υλισμό.
Έτσι αρχίζει να ξεφτά το
υφάδι της παραδόσεως και δεν ξέρει κανείς που θα σταματήση ή αν θα σταματήση
ποτέ το ξέφτισμα. Το ξέφτισμα είναι τόσο εύκολο εξ άλλου σήμερα, γιατί έχει την
επιδοκιμασία των μορφωμένων. Οι μορφωμένοι, πρό παντός, το θεωρούν τιμή τους
όχι να είναι σύμφωνοι με τους Πατέρας της Εκκλησίας αλλά να είναι σύμφωνοι με
τον τάδε μεγάλον επιστήμονα καθηγητή της προτεσταντικής θεολογίας, ή με τον
τάδε Ιησουϊτη καθηγητή που είναι διάσημος στην Ευρώπη κ.τ.λ.
Πώς να μη νοθευθή μετά η
ορθόδοξη παράδοσις και η ορθόδοξη πίστις; Και πώς κάτω από τέτοιες συνθήκες να
μη συζητούμε για Ένωσι των Εκκλησιών και να μήν την θεωρούμε πράγμα
ευκολοκατόρθωτο; Μια «Ορθόδοξη» Εκκλησία που έχει αποκτήσει την ίδια νοοτροπία
και τις ίδιες διαθέσεις με τις «Εκκλησίες» της Δύσεως, είναι άρα γε δύσκολο να
ενωθή μαζί τους; Είναι άρα γε μακριά η ημέρα εκείνη που, πηγαίνοντας αμέριμνοι
την Κυριακή στην εκκλησία, θα ακούσουμε τον παπά να λέγη: «και υπέρ του πατρός
ημών Πάπα Ρώμης»; Θα αντιδράση άρα γε κανείς αν γίνη κάτι τέτοιο, ή θα φανή σε
όλους φυσικό που επί τέλους υπερπηδήθηκαν οι διαφορές που εχώριζαν την Ανατολή
από την Δύσι;
ΙΑ΄ Θεός ου μυκτηρίζεται.
Αλλά άς καταλάβουν όσοι
με τόση ελαφρότητα μιλούν για Ένωσι των Εκκλησιών, πώς η ενότης της Εκκλησίας
είναι δώρον μυστικόν της θείας παρουσίας. Δεν είναι κάτι που αποφασίζεται σε
συνέδρια, αλλά κάτι που υπάρχει ή δεν υπάρχει. Καμμία απόφασις των ανθρώπων δεν
μπορεί να εξαναγκάση τον Θεό.
Ασφαλώς τύποις η ένωσις
μπορεί να γίνη και να αρχίσουν όλοι να δηλώνουν, Προτεστάνται, Καθολικοί και
Ορθόδοξοι, πώς τώρα πιά είμαστε μια Εκκλησία και να μνημονεύουμε εμείς τον Πάπα
Ρώμης και ο Πάπας Ρώμης τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Εάν συμφωνήσουν όλοι
επάνω σε ένα «ελάχιστο αληθείας», επάνω σε ένα «πιστεύω» απλουστευμένο, και
κανονισθούν και μερικά άλλα ζητήματα, μπορεί να γίνη η ένωσις. Θα γίνη ένα
σύστημα νομικώς και τυπικώς ισχύον, ένα σύστημα όμως που δεν θα έχη καμμία
σχέσι με την Εκκλησία του Χριστού, έστω και αν όλα τα εξωτερικά φαινόμενα το
κάνουν να μοιάζη με την Εκκλησία. Ο «Θεός ου μυκτηρίζεται». Όταν δεν υπάρχουν στους
ανθρώπους οι προϋποθέσεις της Παρουσίας Του, ο Θεός δεν έρχεται στους
ανθρώπους.
Η Εκκλησία του Χριστού
δεν ήταν ποτέ ένα σύστημα ανθρώπινο. Η Εκκλησία γεννήθηκε, δεν κατασκευάσθηκε.
Οι συζητήσεις των ανθρώπων μπορούν να κατασκευάσουν κάτι και να του δώσουν το
όνομα «Εκκλησία». Αυτό όμως το κατασκεύασμα θα είναι κάτι χωρίς ζωή. Η ζωντανή
Εκκλησία δεν θα έχη καμμία σχέσι μ’ αυτό. Θα υπάρχη κάπου μακριά απ’ όλα αυτά
τα κατασκευάσματα, αναλλοίωτη, γεμάτη αλήθεια και φώς, ανόθευτη από το ψέμα των
συμβιβασμών, με το Πνεύμα το Άγιον να φέγγη τα βήματά της και να την περιβάλλη
σαν το φώς του ηλίου, οδηγώντας την «εις πάσαν την αλήθειαν».
Το πόσοι θα είναι οι
πραγματικοί Χριστιανοί δεν έχει καμμία σημασία, ακόμη και αν μετρούνται στα
δάκτυλα της μιας χειρός. Αυτοί θα είναι οι συνεχισταί της Παραδόσεως, την οποία
δεν θα την έχουν μάθει απλώς, αλλά θα την έχουν ζήσει και θα τους έχη γίνει
βίωμα. Οι Χριστιανοί ζούνε μέσα στην Παράδοσι σαν μέσα σ’ ένα στοιχείο, όπως τα
ψάρια στό νερό.
Όσοι πραγματικά ποθούν
τον Θεό άς πάψουν να μιλούν για ένωσι των «Εκκλησιών». Η Εκκλησία δεν
επιδέχεται ένωσι, γιατί ποτέ δεν διεσπάσθη. Οι άνθρωποι φεύγουν απ’ αυτήν, έστω
και αν διατηρούν πολλά από τα εξωτερικά γνωρίσματά της. Όσοι αγαπούν τον Θεό άς
επιστρέψουν στην Εκκλησία και άς ταπεινωθούν για να μπορέσουν να μπούν, γιατί
στενή είναι η πύλη της και για να την περάση κανείς πρέπει να σκύψη βαθειά.
ΙΒ΄ Το αλάνθαστο κριτήριο
Μέσα όμως στό χάος και
την υποκρισία του σύγχρονου κόσμου δεν είναι εύκολο να διακρίνη κανείς την
Εκκλησία του Χριστού και να την πλησιάση. Γιατί δεν αρκεί να ονομάζεται
Ορθόδοξη μια Εκκλησία για να είναι και στην κυριολεξία. Η αποστασία δυστυχώς
υπάρχει και κάτω από το τυπικώς ορθόδοξο ράσο, και κάτω από τους ορθόδοξους
θόλους, και μέσα στον θρησκευτικό λαό. Αυτό εξ άλλου δεν είναι κάτι το
καινούργιο το εγνώρισε η Εκκλησία από τα πρώτα της βήματα. Μόνο που τώρα έχει
πάρει απίθανες διαστάσεις.
Την Εκκλησία πρέπει να
μάθουμε να την διακρίνουμε πίσω από τα φαινόμενα. Φαινομενικά στην Ορθόδοξη
Εκκλησία επικρατεί σήμερα η σύγχυσις και το χάος. Ο καθένας, εγγράμματος ή
αγράμματος, πιστός ή άπιστος έχει και μια δική του εκδοχή για το τι είναι
Ορθοδοξία ή Χριστιανισμός, και αυτή την εκδοχή την υποστηρίζει με φανατισμό.
Μέσα σ’ αυτήν την τρικυμία είναι αδύνατον να βρής τον δρόμο σου χωρίς πυξίδα.
Υπάρχει ένα κριτήριο αλάνθαστο: η συνέχεια της Παραδόσεως. Όπου η Παράδοσις
διατηρείται ζωντανή και ανόθευτη, χωρίς διακοπή ή αλλοίωσι από τους χρόνους των
Αποστόλων, όσοι πιστοί - επίσκοποι, πρεσβύτεροι ή λαϊκοί - ζούν και μεταδίδουν
αυτήν την Παράδοσι, εκεί είναι η Ορθόδοξος Εκκλησία και αυτοί αποτελούν το σώμα
του Χριστού. Όλοι οι άλλοι - ιερείς ή λαϊκοί - που θέλουν να λέγωνται Ορθόδοξοι
χωρίς να ακολουθούν την από αιώνων ζώσα Παράδοσι, είναι παρείσακτοι, είναι τα
ζιζάνια μέσα στό χωράφι του Χριστού.
Σήμερα τα ζιζάνια είναι
πάρα πολλά και τα στάχια πολύ λίγα, όμως το χωράφι είναι χωράφι του Θεού και
παρ’ όλη την ποικιλία των ζιζανίων, το σιτάρι παραμένει το ίδιο από γενεά σε
γενεά, από σπορά σε σπορά, όπως εκείνο το πρώτο που φύτεψε, μέσα σ’ αυτό το
ίδιο θεϊκό χωράφι, το Πνεύμα το Άγιο την ημέρα της Πεντηκοστής.
Το σιτάρι και τα ζιζάνια
έχουν το ίδιο χρώμα, και από μακριά δύσκολα μπορεί να τα ξεχωρίση κανείς, από
κοντά όμως, όταν το σιτάρι το πλησιάσης, ξέρεις πώς είναι σιτάρι.
Αυτή η ζώσα Παράδοσις δεν
διεκόπη ποτέ, γιατί το στόμα του Χριστού υποσχέθηκε στην Εκκλησία ότι «και
πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής», και το στόμα του Θεού δεν ψεύδεται. Άρα
αυτοί που ψάχνουν να βρούν την Παράδοσι της Χριστιανικής Εκκλησίας των πρώτων αιώνων
ή των αιώνων πρό του Σχίσματος για να την ακολουθήσουν, ομολογούν ότι έχουν
χάσει την συνέχεια της Παραδόσεως, αλλά δεν πρόκειται πιά ποτέ να τη βρούν, όσο
και αν προωθήσουν τις έρευνές τους. Γιατί η Παράδοσις είναι κάτι ζωνταντό και
μεταδίδεται, όπως η ζωή, από ζωντανό σε ζωντανό. Δεν είναι κάτι που
ανακαλύπτεται με επιστημονικές μελέτες, ούτε κάτι που μαθαίνεται εγκεφαλικά.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ