Στὴ δίνη τῆς ..... μετὰ Κολυμπαρίου ἐποχῆς.
«Ἰδοὺ ὠδίνησεν ἀδικία, συνέλαβε πόνον καὶ ἔτεκεν ἀνομίαν» (Ψαλμ. Ζ´)
Μεγάλη ἀναστάτωση, πολὺς θόρυβος καὶ ἄμετρη σύγχυση ἐπικρατεῖ στὶς μέρες μας σὲ ὅλο τὸν Πλανήτη, σὲ οἰκονομικό-στρατιωτικό-πολιτικὸ καὶ θρησκευτικὸ τομέα.
Γνωστὴ βέβαια τυγχάνει ἡ γεννεσιουργὸς αἰτία ποὺ γέννησε ἀλλὰ καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ γεννᾶ καὶ νὰ τρέφει τὴν ἐξαθλίωση, τὴν ἀποδόμηση καὶ τελικὰ τὴν ἰσοπέδωση τοῦ Ἀνθρώπου ὡς πρόσωπο-εἰκόνα Θεοῦ, ἀφοῦ τὸ διακύβευμα, σύμφωνα μὲ τὸ «δόγμα» τῆς Ν.Τ.Π. εἶναι ὁ ἀπόλυτος ἔλεγχος τῆς ἐλευθερίας του. Ἱκανοὶ καὶ ἔμπειροι ἀναλυτὲς σὲ κάθε ἕνα τομέα ὁ καθένας μὲ τὸ δικό του τρόπο δίνει τὴν δική του ἑρμηνεία. Πολλὲς φορὲς μάλιστα καὶ μὲ τὸ .... ἀζημίωτο. Γνωστὴ εἶναι ἐπίσης καὶ ἡ συναλληλία ποὺ ἀναπτύσεται μεταξὺ τῶν συστημάτων αὐτῶν πρὸς κοινὴν ἐπίτευξη τοῦ στόχου των. Εἶναι οἱ γνωστοί-ἄγνωστοι ποὺ ὑποκινοῦν καὶ προωθοῦν ὅλα αὐτά, εἶναι οἱ ἄνθρωποι τῆς ματαιότητος, ἄρχοντες καὶ πολίτες “τοῦ αἰῶνος τούτου, τῶν καταργουμένων”[1], “Ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, ὧν τὸ τέλος ἀπώλεια, ὧν ὁ Θεὸς ἡ κοιλία καὶ ἡ δόξα ἐν τῇ αἰσχύνη αὐτῶν, οἱ τὰ ἐπίγεια φρονοῦντες”[2]
Στὰ καθ᾽ἡμᾶς ὅμως, ὡς Ἕλληνες καὶ ἰδιαίτατα ὡς Ὀρθόδοξοι, ὡς πάροικοι καὶ παρεπίδημοι ὧν τὸ πολίτευμα ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει καὶ τέλος, “ὡς προσδεχόμενοι τὴν μακαρίαν ἡμῶν ἐλπίδα”[3], δὲν θὰ πρέπει νὰ ταρασσώμεθα ἰδιαίτερα διότι ὅλα αὐτὰ ποὺ γίνονται ἔχουν προκαταγγελθεῖ στὶς Θεῖες Γραφές, οὕτως ὥστε νὰ εἴμεθα γνῶστες γιὰ τὸ πῶς συμβαίνουν ὅλα αὐτὰ καὶ ἔτσι νὰ μᾶς λύνονται πολλὲς ἀπορίες καὶ πολλὰ γιατί.
Ἐνδεικτικὰ λοιπὸν θὰ ἀναφέρουμε τοῦτο. Δὲν εἶναι λίγοι οἱ πιστοὶ προσκυνητὲς ἐδῶ στὸ Ἅγιον Ὄρος ποὺ ρωτοῦν μὲ πικρία. Πῶς ἐκκλησιαστικοὶ ταγοὶ κυρίως, προδίδουν τὴν πίστη; Ἀπάντηση μᾶς δίδει ὁ μέγας Παῦλος λέγοντας πὼς θὰ ἔρθει καιρὸς ποὺ οἱ ἄνθρωποι δὲν θὰ ἀνέχονται τὴν ὑγειᾶ διδασκαλία, ἀλλὰ θὰ προσέχουν σὲ πνεύματα πλάνης καὶ διδασκαλίες διαμονίων ἀφοῦ θὰ ἔχουν ἀστοχήσει περὶ τὴν πίστη. Πάντα ὑπῆρχαν τέτοιοι καὶ δυστυχῶς δὲν θὰ ἐκλείψουν. Ἄνθρωποι ἀδίστακτοι, ὑπερήφανοι, ποὺ ἀνθίστανται στὴν ἀλήθεια καὶ στοὺς Πατέρες. Ἄνθρωποι ἐπαγγελματίες λύκοι βαρεῖς πλανῶντες καὶ πλανώμενοι, ποὺ ἐκ τῶν ἔργων τους ἀποδεικνύουν ὅτι δὲν πιστεύουν. Γι᾽αὐτοὺς εἶπε ὁ Κύριος: “πῶς δύνασθε ὑμεῖς πιστεῦσαι, δόξαν παρὰ ἀλλήλων λαμβάνοντες;”[4]. Ἄλλωστε μὴ ξεχνᾶμαι πὼς οἱ μεγαλύτεροι αἱρετικοὶ βγῆκαν μέσα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
Ἔτσι καὶ τώρα προσπαθοῦν νὰ μᾶς πείσουν ὅτι ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης ἢ μᾶλλον εἰπεῖν “τὸ πονηρὸν συνέδριον τῆς ματαιότητος”, πὼς εἶναι ὀρθοτομοῦσα, σώζουσα καὶ περιφρουροῦσα τὰ θέσμια τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως. Καθ᾽ὅν χρόνον καὶ οἱ λίθοι κεκράζονται περὶ τοῦ ἀνοσιουργήματος τούτου. Σχεδὸν κάθε-μέρα, ἰδίως μετὰ τὸ πέσιμο τῆς Αὐλαίας ἐκεῖ .... κάτω, γινώμεθα μάρτυρες, ὅλο καὶ περισσότερο, στὶς Οἰκουμενιστικὲς τους πρακτικὲς καὶ «περιπτύξεις» τύπου Ι.Μ. Δράμας (ὄνομα καὶ πράγμα) πρὸς ποδηγέτηση καὶ ἐφησυχασμοῦ τοῦ λαοῦ. Τώρα μάλιστα πιὸ φανερὰ καὶ μὲ μεγαλύτερη ἀναισχυντία γίνονται προκλητικότεροι, βλέπε Ἀντιόχεια (ἱεροκήρυκας μουσουλμάνος Μουφτής !!!) Ἥμαρτον Κύριε! Δρῶντας ὅμως ἔτσι, ἀπὸ μόνοι τους ἐκτίθενται ἀνεπανόρθωτα στὸν πιστὸ λαὸ καὶ “διὰ τοῦτο αὐτοὶ (οἱ πιστοί) κριταὶ ἔσονται ὑμῶν”[5]. Πόσο σοφά, ἀλήθεια ἔλεγε ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης: “ἀπὸ ὅσους φιλενωτικοὺς ἔχω γνωρίσει, δὲν εἶδα νὰ ἔχουν οὔτε ψίχα πνευματικὴ οὔτε φλοιό”. Δύο, λοιπὸν πρέπει νὰ συμβαίνουν. Ἢ ὅτι ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ὑπερμαχοῦν γιὰ τό, δῆθεν, κῦρος τῆς ΑκΜΣ (sic) εἶναι ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι (γιατὶ καὶ αὐτὸ ἀκούστηκε) ἢ ὅτι ἐμεῖς ὅλοι πλανώμεθα πλάνην οἰκτρὰν καὶ μάλιστα γινώμεθα καὶ θεομάχοι (μὴ γένοιτο) μὴ ἀποδεχόμενοι τὶς ἀποφάσεις της. Ἀλλ᾽ὅμως οὔτε τὸ ἕνα συμβαίνει, οὔτε τὸ ἄλλο. Τότε πού εἶναι ἡ Αλήθεια; Οὐδὲν ἀσφαλέστερον, οὐδὲν πιστότερον ἀπὸ τὴν διαχρονικὴ ἐκκλησιαστικὴ καὶ πατερική μας παράδοση. Τὴν Ἁγιοπνευματικὴ σφραγίδα τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, μέσα στὴν δισχιλιετὴ πορεία της. Ἀλλ᾽ὅμως γιὰ τὴν ἀντισυνοδικότητα ἀντικανονικότητα καὶ ἀντορθοδοξότητά τῆς «Συνόδου» ἔχουν ἤδη πάρα πολλὰ γραφεῖ καὶ ἄλλα τόσα εἰπωθεῖ ἀπὸ πανεπιστιμιακοὺς καθηγητὲς τῆς θεολογίας καὶ ἀπὸ πολλοὺς κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, ποὺ κονιορτοποιοῦν παντελῶς τὰ ψευδοεπιχειρήματά τους. Στὸ διάβα τῶν αἰώνων πάντοτε οἱ σκοτεινὲς καὶ καταχθόνιες δυνάμεις εἶχαν καὶ ἔχουν τοὺς ἀνθρώπους τους ποὺ χρησιμοποιοῦν γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῶν στόχων τους. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ σήμερα. Ἔχουν πληθυνθεῖ σφόδρα καὶ γιγαντωθεῖ οἱ ποικιλώνυμοι ἐσωτερικοὶ καὶ ἐξωτερικοὶ ἐχθροὶ τῆς Ἐκκλησίας, ἐπιχειρῶντας λυσσωδῶς νὰ ἀνατρέψουν καὶ νὰ νοθεύσουν τὴν εὐαγγελικὴ ἀλήθεια ἀφοῦ ἀποτελεῖ ἐμπόδιο στὰ ἄνομα σχέδιά τους. Ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ τὸ κακόγουστο αὐτὸ θέατρο ποὺ παίχθηκε στὴν Κρήτη ἀφοῦ περίτρανα ἀποδείχθηκε ἡ ἄμμεση σχέση της μὲ τὰ ὑπόγεια (ὑπεραντλαντικά) σκοτεινὰ ξένα κέντρα ἀποφάσεων ποὺ ἐπιβουλεύονται διακαῶς κάθε τι τὸ Ἑλληνορθόδοξο πρὸς ἐπικράτηση τοῦ Ἀφεντικοῦ τους (Ἀντιχρίστου) τοῦ ὁποίου ὁ καλπασμὸς τοῦ ἀλόγου του ἀκούγεται ὅλο καὶ καθαρώτερα. Ἔχουν αὐτοὶ τὰ σχέδια τους, ἔχει ὅμως καὶ ὁ Θεὸς τὰ δικά Του ἔλεγε ὁ «παπούλης μας». Ὁ Δομήτωρ τῆς Ἐκκλησίας μας μᾶς ἔχει ἀσφαλίσει ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς τούς «παρατρεχάμενους», ὁριοθετῶντας καὶ περιχαρακώνοντας τὴν Ἁγία Πίστη μας μὲ τοὺς θεοκήρυκες Ἀποστόλους Του, μὲ ἀποφάσεις τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἅμα δὲ καὶ μὲ τὴν συμφωνία τῶν Πατέρων (Consensus Patrum). Οὕτως ὥστε «Μὴ μεταίρειν ὅρια ἃ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν”. Ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων ἡ κρηπὶς τῶν δογμάτων καὶ θεοκίνητος γλῶσσα ὁ οὐρανοβάμων Παῦλος διασαλπίζει: “ἀλλὰ καὶ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ ἐὰν εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ᾽ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω”[6]. Εἶναι ποτὲ δυνατὸν ἄγγελος Θεοῦ νὰ κηρύττει ἄλλο Εὐαγγέλιο; ὄχι βέβαια. Ἀλλὰ τὸ λέγει παραδοξολογώντας πρὸς ἀσφάλεια δική μας. Ἂς δώσουμε ὅμως, στὸ σημεῖο αὐτό, τὸν λόγο στὸν Πατέρα καὶ Οἰκουμενικό μας (καὶ ὄχι Οἰκουμενιστικό-οἰκονομικό) Διδάσκαλο Μ. Βασίλειο τὸν πάντα ἐπίκαιρο, νὰ σκιαγραφήσει καὶ σήμερα πιστότατα τὴν τραγικὴ ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση. Λέγει λοιπόν: “καταπεφρόνηνται τὰ τῶν Πατέρων δόγματα, ἀποστολικαὶ παραδόσεις ἐξουθένωνται, νεωτέρων ἀνθρώπων ἐφευρέματα ταῖς Ἐκκλησίαις ἐμπολιτεύεται· τεχνολογοῦσι λοιπόν, οὐ θεολογοῦσιν οἱ ἄνθρωποι· ἡ τοῦ κόσμου σοφία τὰ πρωτεῖα φέρεται, παρωσαμένη τὸ καύχημα τοῦ Σταυροῦ. Ποιμένες ἀπελαύνονται, ἀντεισάγονται δὲ λύκοι βαρεῖς διασπῶντες τὸ ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ”[7]. Ἀληθινὴ πνευματικὴ Ἀξονικὴ Τομογραφία! Ὁ ἄνεμος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ σαρώνει σὰν λίβας στὸ πέρασμά του, ἀφήνοντας ἐρείπια. Μόνο ποὺ τὰ ἐρείπια αὐτὰ εἶναι ἀνθρώπινες ψυχὲς ποὺ ἐναυάγησαν κατὰ τὴν πίστη. Τυφῶνας καταστρεπτικὸς ποὺ ἀμβλύνει συνειδήσεις ἀφοῦ διαστρέφει καὶ παραχαράσσει τὴν μοναδικὴ ἐλπίδα τῆς Ἀνθρωπότητος, τὴν μόνη Ἀλήθεια. Καὶ τί κρίμα! Νὰ συνοδοιποροῦν μαζὶ συνεργῶντες ἐκκλησιαστικοὶ ἡγέτες, πατριάρχες, ἐπίσκοποι καὶ ὄχι μόνο, ἑτοιμάζοντες ἀπὸ κοινοῦ τὴν νέα θρησκεία τῆς «ἀγάπης», ἀφοῦ αὐτὸ εἶναι τὸ διαφημιστικὸ σύνθημα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔλεγε ἀπὸ τοὺς πλέον θιασῶτες καὶ πρωτεργάτες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, ἐκεῖνο τὸ ἀλησμόνητο “ἀγάπη ἄνευ ὅρων καὶ ὁρίων”. Γι᾽αὐτοὺς λέγει πάλι ὁ Παῦλος: “οἱ γὰρ τοιοῦτοι τῷ Κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ οὐ δουλεύουσιν, ἀλλὰ τῇ ἑαυτῶν κοιλίᾳ καὶ διὰ τῆς χρηστολογίας καὶ εὐλογίας ἐξαπατῶσι τὰς καρδίας τῶν ἀκάκων”[8]. Καταφρονοῦν Ἱεροὺς Κανόνες, ἀμφισβητοῦν ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀσεβοῦν στοὺς Πατέρες ἀφοῦ διδάσκουν ξένες διδαχαῖς καὶ ἀλλότρια δόγματα βγάζοντας οἱ ἴδιοι ἑαυτοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Εἴθε νὰ ἀνανήψουν γιὰ νὰ μὴν ἀπωλεσθοῦν, ἂν καὶ δείχνουν παγερὰ ἀμετανόητοι σφυρίζοντας ἀδιάφορα. Παντοῦ πνεῦμα πλάνης καὶ δειλίας ἐπικρατεῖ κυρίως στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καὶ κάποιες ἴσως, φωνὲς ποὺ ἐλπίζαμε δείχνουν πλέον νὰ «ἀνακρούουν πρύμνα» συμπαρασύροντας μάλιστα καὶ πολλοὺς ἄλλους, ἀλλά· “ἤδη βάπτεται κάλαμος ἀποφάσεως παρὰ τῶν ἀδίκων»[9] καὶ οἱ διωγμοί (ἴδιον τῶν αἱρετικῶν) ἔχουν ξεκινήσει καὶ θὰ ἐνταθοῦν ὁσονούπω, ἀρχῆς γενομένης, τί κρίμα, στὸ περιβόλι τῆς Παναγίας ὅπως ἄλλωστε καὶ ἄλλοτε, ἀλλὰ καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα μέρη ἐντὸς καὶ ἐκτὸς ἐπικρατείας. Αἱ “ἱεραὶ τῶν προφητῶν ρήσεις (τότε καὶ τώρα) τὸ πέρας δέχονται»[10].
Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν, Πανικόβλητοι ξιφουλκοῦν, ἀπειλώντας μὲ διωγμοὺς καὶ ἐπιτίμια ἐπειδὴ κάνουμε τὸ αὐτονόητο δηλαδὴ τὴν παύση τοῦ μνημοσύνου, ποὺ ἤδη ἔχουμε ἀργήσει πάρα πολὺ κάνοντας «οἰκονομίες». Ὤ τοῦ τολμήματος! Ὤ τοῦ ἐγχειρήματος! Οἱ ὑπαίτιοι γίνονται δικαστὲς καὶ οἱ ὑπεύθυνοι γίνονται κατήγοροι. Καλῶς λοιπὸν εἶπε ὁ μεγαλοφωνότατος Ἡσαΐας· “οὐαὶ οἱ λέγοντες τὸ πονηρὸν καλὸν καὶ τὸ καλὸν πονηρόν, οἱ τιθέντες τὸ σκότος φῶς καὶ τὸ φῶς σκότος”[11]
Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί μου, τὸ στάδιον ἠνέωκται καὶ ὁ στεφανοδότης Κύριός μας ἀναμένει τὴν ὁμολογία μας. Ὡς τέκνα γνήσια φωτόμορφα τῆς Ἐκκλησίας, ἂν καὶ ἀτελεῖς ἀλλὰ ἁμαρτωλοὶ μετανοοῦντες, ἂς μείνουμε ἐρριζωμένοι καὶ ἀκλόνητοι στὴν πίστη τῶν Πατέρων μας. Ἂς βαδίσουμε στὰ ἴχνη ποὺ ἐκεῖνοι χάραξαν χωρὶς συμβιβασμοὺς καὶ συγκαταβάσεις στὸ Δόγμα ἀφοῦ εἶναι σωτηριολογικοῦ χαρακτῆρος καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀδιαπραγμάτευτο. Κανεὶς ἂς μὴ δειλιᾶ, “ἐὰν ὑποστείλῃται, οὐκ εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου ἐν αὐτῷ”[12] λέγει ὁ Κύριος. Τούτους νὰ μιμηθοῦμε, τοὺς πύργους τῆς εὐσεβείας, τοὺς καθαιρέτας τῆς πλάνης καὶ τοὺς ὑπερτίμους λίθους τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ συμψάλλουμε μὲ τὸν προφητάνακτα Δαυῒδ σκιρτῶντας ἀπὸ ἀγαλλίαση στὸν Θεό “ἐμοὶ δὲ λίαν ἐτιμήθησαν οἱ φίλοι σου, ὁ Θεός, λίαν ἐκραταιώθησαν αἱ ἀρχαὶ αὐτῶν”[13]. Τόσα καὶ τόσα δὲν ὑπέμειναν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ; ὑπέστησαν διωγμούς, στερήσεις, ἐξορίες, μαρτύρια ἀκόμη καὶ αὐτὸν τὸν θάνατο γιὰ τὴν μόνη σώζουσα Ἀλήθεια, καθὼς γέγραπται “ὅτι ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τὴν ἡμέρα, ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς”[14]. Καὶ διὰ τοῦτο ἀξιώθησαν τῆς μακαρίας ἐκείνης ζωῆς ἀφοῦ ἔγιναν φίλοι τοῦ Θεοῦ.
Ἄλλωστε ἂς μὴν ξεχνοῦμε ὅτι “ὑμῖν ἐχαρίσθη τὸ ὑπὲρ Χριστοῦ οὐ μόνον τὸ εἰς αὐτὸν πιστεύειν, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπὲρ αὐτοῦ πάσχειν”[15]. Τέλος ἂς ἱκετεύουμε τὸν Σωτῆρα καὶ Λυτρωτή μας τὸν γλυκύτατον Ἰησοῦν. Ὅπως καὶ τότε ποὺ συνοδοιποροῦσε μαζὶ μὲ τὸν Λουκᾶ καὶ τὸν Κλεόπα πρὸς Ἐμμαούς, λέγοντες: Κύριε “μεῖνον μεθ᾽ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέρα ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα”[16].
Σὲ Αὐτὸν πρέπει ἡ δόξα ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνησις σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι εἰς τοὺς αἰῶνας. ΑΜΗΝ.
[1]Α´ Κορ. β´,6
[2] Φιλ. γ´,18-19
[3] Τιτ. β´,13
[4]Ἰω. ε´,44
[5]Μτ. ιβ´,27
[6]Γαλ. α´,8
[7]PG : 32,473B
[8]Ρωμ. ιστ´,18
[9]Ἀκολουθία του Ὄρθρου, Μ. Παρασκευή.
[10]Οἶκος προεόρτιον Χριστουγέννων.
[11]Ἡσ. ε´,20
[12]Ἑβρ. ι´,38
[13]Ψαλμὸς ΡΛΗ´,17
[14]Ψαλμὸς ΜΓ´,23
[15] Φιλ. α´,29