Γιά τήν αντιμετώπιση τῆς «πανδημίας» τῆς Covid-19 ἐφαρμόστηκε, ὡς γνωστόν, γιά πρώτη φορά σέ ἀνθρώπους, ἡ χρήση «ἐμβολίων», μέ τά ὁποῖα ἐνίεται γενετικό ὑλικό εἴτε με τή χορήγηση ἰικοῦ mRNA εἴτε μέ τή χρήση ἀνασυνδυασμένου ἰικοῦ φορέα τοῦ ὑπεύθυνου ἰοῦ, τοῦ Sars-CoV-2. Οἱ σχετικές πληροφορίες γιά τίς διάφορες παραμέτρους τοῦ θέματος εἶναι πάμπολλες, καί, προκειμένου νά σχολιασθοῦν, θά ἔπρεπε νά συγγραφῆ ὁλόκληρο βιβλίο. Στό παρόν σύντομο ἄρθρο θά παρουσιασθοῦν ὁρισμένα μόνον νεότερα συμπεράσματα ἐπιστημονικῶν μελετῶν. Στά ἀνωτέρω προστίθενται καί ὁρισμένες ἡμέτερες ἐπισημάνσεις, σύμφωνα μέ τή δυνατότητα ἡ ὁποία προβλέπεται ἀπό τό ἰσχύον Σύνταγμα τῆς χώρας μας [1].
Σέ προηγούμενο ἡμέτερο ἄρθρο [2] γιά τό ἴδιο θέμα, εἶχαν δοθῆ οἱ ἀκόλουθες τεκμηριωμένες πληροφορίες σχετικῶς μέ τή χρήση τῶν «ἐμβολίων» αὐτῶν:
α) Τά «ἐμβόλια» αὐτά δόθηκαν πρός χρήση, χωρίς νά ἔχουν πραγματοποιηθῆ οἱ ἐπιβαλλόμενοι ἔλεγχοι σχετικῶς μέ τήν ἀσφάλεια καί τήν ἀποτελεσματικότητά τους.