μήνυμα

μήνυμα

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2016

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΛΟΜΟΙΡΟΣ (ΜΕΡΟΣ 4ο)

ΑΠΌ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ "ΚΑΤΑ ΕΝΩΤΙΚΩΝ"
Αποτέλεσμα εικόνας για καλομοιροσ αλεξανδροσ κατα ενωτικων

Ζ΄ Ένωσις θρησκειών

Όταν αναλογισθή κανείς όλα αυτά, καταλαβαίνει ότι μέσα σε μια ανθρωπότητα που δεν ενδιαφέρεται παρά μόνον για την ησυχία της, που δεν έχει άλλο όσιο και ιερό από το υλικό της συμφέρον, μέσα σ’ ένα κόσμο πρακτικών ανθρώπων που θεωρούν κάθε συζήτησι για την αλήθεια περιττή αεροκουβέντα, η ένωσις των «Εκκλησιών» όχι μόνον δύσκολη δεν είναι αλλ’ απεναντίας, είναι αναπόφευκτη. Μάλιστα τολμώ να πώ ότι όχι μόνον η ένωσις των χριστιανικών λεγομένων Εκκλησιών είναι αναπόφευκτη αλλά και γενικώς η ένωσις όλων των θρησκειών.
Στο βασίλειό του ο αντίχριστος δεν θα ανεχθή παραφωνίες, δεν θα ανεχθή θρησκείες, ούτε μαλώματα για θρησκευτικά ζητήματα. Θα καθήση στον ναό του Θεού ως θεός, και θα τον προσκυνήσουνε όλοι οι άνθρωποι της γής, «διότι εδόθη αυτώ εξουσία επί πάσαν φυλήν και λαόν και γλώσσαν και έθνος. Και προσκυνήσουσιν αυτόν πάντες οι κατοικούντες επί της γής, ών ου γέγραπται το όνομα εν τω βιβλίω της ζωής». (Αποκ. ΙΓ΄ 7-8). Για τους ανθρώπους λοιπόν «ών ου γέγραπται το όνομα εν τω βιβλίω της ζωής» δεν θα υπάρχη παρά μόνον μία θρησκεία, η θρησκεία του αντιχρίστου.
Υπάρχουν ήδη από τώρα δείγματα τέτοιων θρησκειών που μπορούν να συμβιβάσουν όλες τις θρησκείες, πρόδρομοι της θρησκείας του αντιχρίστου. Μια τέτοια θρησκεία είναι ο Μασονισμός. Την έχουν ήδη ασπασθή οι πιο «προοδευτικοί» από τους ηγέτας του Κόσμου. Αυτή με τον συγκρητισμό της μπορεί να συμβιβάση στα μυαλά των μωρών όλες τις αντιθέσεις της ανθρωπότητος στα θέματα της θρησκείας, και να υπερπηδήση όλα τα εμπόδια και τις δυσκολίες που θα συναντήσουν οι διάφορες «Εκκλησίες» για την ένωσί τους. Ποιος ο λόγος, αλήθεια, να καταβληθή τόση προσπάθεια για να ευρεθούν συμβιβαστικές λύσεις στις δογματικές και άλλες διαφορές των θρησκειών, και να μη προχωρήσουμε κατ’ ευθείαν στην ένωσι των θρησκειών; Σ’ ένα είδος Μασονισμού;
Αλλά αυτό το έχουν καταλάβει οι περισσότεροι από τους θρησκευτικούς ηγέτας σήμερα, οι πιο «μεγάλοι» και οι πιο «σπουδαίοι» τουλάχιστον, και έσπευσαν, σαν προοδευτικοί που είναι, να γίνουν μασόνοι, χωρίς αυτό να τους εμποδίζη να φορούν τα ράσα τους ή τα άμφιά τους και να τελούν τις Λειτουργίες τους. Όμως, επειδή ο λαός δεν έχει ακόμη ωριμάσει, είναι ανάγκη να κρατήσουν τα προσχήματα και να προχωρήσουν πρώτα στην ένωσι των «Εκκλησιών» και ύστερα στην ένωσι των θρησκειών.

Η΄ Μια ματιά στό παρελθόν

Αυτές λοιπόν θα είναι οι εξελίξεις στό όχι και τόσο απόμακρο μέλλον. Γι’ αυτό ο Κύριος ερωτά εάν θα βρή πιστούς όταν θα ξανάρθη στη γή. «Πλήν ο υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γής;» (Λουκ. ιη΄ 8).

Μια ματιά στό παρελθόν θα μας διδάξη πολλά για την πορεία που ακολούθησαν και θα ακολουθήσουν τα εκκλησιαστικά πράγματα.
Τις πρώτες ενωτικές τάσεις των Βυζαντινών αρχόντων με την Ρωμαϊκή πλάνη ανέκοψε, ευτυχώς, η στάσις του λαού και η υποδούλωσις του Βυζαντίου στους Τούρκους. Μόλις όμως το Ελληνικό Έθνος βρήκε την ελευθερία του, ο παλαιός πειρασμός ξανακτύπησε την πόρτα του. Οι γνήσιοι Έλληνες, άνθρωποι του λαού και των παραδόσεων, αντιστάθηκαν στην αρχή στό ρεύμα του εξευρωπαϊσμού. Ήσαν όμως αγράμματοι και παρ’ όλον ότι αυτοί είχαν δώσει το αίμα τους για την ελευθερία αυτής της χώρας, γρήγορα παραγκωνίστηκαν από τους ξενόφερτους γραμματισμένους, που μαζί με την οίησι που δίνει η ημιμάθεια, είχαν και την δύναμι της Αυλής του Όθωνος. «... Αυτήνοι κατάντησαν την πατρίδα και την θρησκείαν και κλονίζεται από τους άθρησκους. Εις τον καιρόν της Τουρκιάς μίαν πέτρα δεν πείραζαν από τα παλιοκκλήσια κι αυτήνοι οι απατεώνες σύνδεσαν τα συμφέροντά τους με τους μολεμένους Φαναριώτες κι άλλους τοιούτους, οπού ήταν εις την Ευρώπη μόλεμα, και μας χάλασαν τα μοναστήρια και τις εκκλησίες μας - μαγαρίζουν μέσα, κι άλλες έγιναν αχούρια. Από τους τοιούτους γερωμένους πολλούς πάθαμεν αυτά κι από τους τοιούτους λαϊκούς, στρατιωτικούς και πολιτικούς, αφού χύσαμεν ποταμούς αίματα, κιντυνεύομεν να χάσωμεν και την πατρίδα μας και την θρησκεία μας». (Μακρυγιάννη: «Απομνημονεύματα» σελ. 398).
Αυτοί οι ημιμαθείς μορφωμένοι περιφρόνησαν τον ελληνικό λαό με το πάθος κάθε πεμπτοφαλαγγίτου. Περιφρόνησαν την γλώσσα του, τα ήθη και τα έθιμά του, την νοοτροπία του. Έβαλαν όλα τους τα δυνατά να νοθεύσουν την αλήθεια της πίστεώς του, να αλλοιώσουν τις παραδόσεις της Εκκλησίας του, να μπολιάσουν το κοσμικό πνεύμα και τον ορθολογισμό επάνω στό αγιασμένο δέντρο της Ορθοδοξίας, που τόσους αιώνες είχε μείνει αμόλυντο κάτω απ’ τον βάρβαρο κατακτητή. Για να κτυπήσουν την Εκκλησία κατάκαρδα, κτύπησαν τα μοναστήρια της. Άλλά έκλεισαν, άλλων την περιουσία εστέρησαν, σε άλλα έστειλαν ηγουμένους «προοδευτικούς» που τα διέλυσαν ευκολώτερα από κάθε δίστομο κρατική μάχαιρα.
Χωρίς τα μοναστήρια της και με τους επισκόπους της δουλωμένους στό Κράτος, η Εκκλησία έγινε αμπέλι ξέφραγο. Έφυγε από τα χέρια της η Παιδεία του Έθνους και πήγε στα χέρια ενός Κράτους ουμανιστικού, που μ’ όλες τις περί «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» υποκρισίες του, παρέμεινε και παραμένει ατόφια ειδωλολατρικό. Τα πάντα άρχισαν να προσαρμόζωνται πρός τα γούστα της νεοπλουτικής και αρχοντοχωριάτικης αθηναϊκής κοινωνίας.
Η λατρεία της Εκκλησίας άρχισε να ξεφτίζη πρός το κοσμικώτερο. Η βυζαντινή μουσική άρχισε να μεταποιήται πρός το ευρωπαϊκώτερο για να μεταπέση στην θεατρική τετραφωνία. Οι εικόνες άρχισαν να φαίνωνται πολύ αυστηρές και άσχημες στα μάτια των γυναικαρίων των «ανωτέρων» τάξεων, που ζητούσαν «γλυκείς Ιησούς» γεμάτους συγκατάβασι για τις ανομίες τους και ανίκανους να προκαλούν το δέος και τον σεβασμό. Τα γένεια και τα μαλλιά των ιερωμένων άρχισαν να ενοχλούν, και αυτοί, ανταποκρινόμενοι στις απαιτήσεις του σύγχρονου κοινού, άρχισαν να καλλωπίζωνται. Το φτωχό και αγιασμένο κεράκι με την κατανυκτική ατμόσφαιρα, αντικατέστησαν οι λαμπτήρες του Έντισσον, κάνοντας την Εκκλησία να μοιάζη με αίθουσα αυτοκρατορική, τόσο κατάλληλη για τους γάμους και τις επίσημες εμφανίσεις της κρατούσης τάξεως.
Αλλά δεν ήταν μόνον αυτά. Δεν έφυγε μόνον η κατώτατη και η μέση εκπαίδευσις από τα χέρια της Εκκλησίας, αλλά και η ανωτάτη. Έτσι οι θεολόγοι και οι μέλλοντες ιερείς και αρχιερείς δεν εκκολάπτοντο μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, της φυσικής τους μητέρας, αλλά μέσα στους κόλπους ενός κρατικού Πανεπιστημίου γεμάτου από ορθολογιστική δυσωδία και πνευματική ρηχότητα, χωρίς καμμία δυνατότητα να γευθούν στην πράξι την μυστική εν Χριστώ ζωή της αγιότητος, που μόνη αναδεικνύει πραγματικούς θεολόγους. Φύτρωσαν έτσι σαν ζιζάνια μέσα στην Εκκλησία θεολόγοι που είχαν τα μυαλά γεμισμένα με πολλές φιλοσοφικές θεωρίες προτεσταντικής ή ρωμαϊκής προελεύσεως, αλλά τις καρδιές κενές από το βίωμα της Ορθοδοξίας.
Οι άνθρωποι αυτοί ήταν ανίκανοι να δούν το χάσμα που χωρίζει την Ανατολική από τις Δυτικές «Εκκλησίες». Το θεωρούσαν ζήτημα δογματικών διατυπώσεων, αλλά όχι ζήτημα ζωής και ουσίας. Γι’ αυτούς η εν Χριστώ ζωή ήταν σειρά συναισθηματικών καταστάσεων και ηθικών πράξεων. Το ίδιο όμως είναι η εν Χριστώ ζωή και για τους Δυτικούς. Η θεωρία του Θεού, το βίωμα της παρουσίας του Χριστού και της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος, η κατοίκησις δηλαδή της αληθείας μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, τους ήταν άγνωστη. Αυτοί όταν μιλούν για αλήθεια εννοούν το ξηρό δόγμα. Το δόγμα όμως, τόσο γι’ αυτούς όσο και για τους Δυτικούς, ήταν ένας ξεχωριστός κόσμος εγκεφαλικών διατυπώσεων, αρκετά ενοχλητικός, την αξία του οποίου, ύστερα απ’ αυτήν την διάσπασι της ζωής και της πίστεως, ήταν αδύνατον να εκτιμήσουν.
Τα θεμέλια λοιπόν επάνω στα οποία θα έκτιζαν για να υπερασπισθούν την Ορθοδοξία τους, ακόμη και οι πιο καλοπροαίρετοι από τους θεολόγους μας, ήταν σαθρότατα. Είναι φοβερό, όταν αναλογισθή κανείς, ότι επάνω σ’ αυτά τα σαθρά θεμέλια έχει κτισθή ολόκληρη η σύγχρονη ελληνική θρησκευτικότης. Γιατί, ενώ κάποτε η θρησκευτικότης του λαού επήγαζε από τις Μονές και αυτές είχε για πνευματικό αποκούμπι και καθοδήγησι, στό ελληνικό βασίλειο η θρησκευτικότης θεμελιώθηκε επάνω στον θεολόγο που περιγράψαμε, ιερωμένο ή λαϊκό. Ο θεολόγος αυτός, μιμούμενος τα δυτικά πρότυπα, ωργάνωσε αδελφότητες και χριστιανικές ενώσεις και πήρε στα χέρια του το κήρυγμα και την κατήχησι. Και ενώ πρίν η θρησκευτικότης ενός τόπου είχε σαν κέντρο της το μοναστήρι της περιοχής και τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας, και δεν διέφερε σε τίποτε ο Χριστιανός του Α΄ τόπου από τον Χριστιανό του Β΄ τόπου, γιατί όλοι ήταν το ίδιο παιδιά της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τώρα ο θεολόγος ωργάνωσε την φατρία, και έτσι σ’ έναν και τον αυτό τόπο υπάρχουν Χριστιανοί της Α΄ φατρίας και Χριστιανοί της Β΄ φατρίας, πάντοτε αντίδικοι και υποβλεπόμενοι, χωρισμένοι - χωρίς οι ίδιοι να καταλαβαίνουν ποιές είναι οι διαφορές τους. Και όμως, μ’ όλα αυτά τα μίση και τα μεταξύ των σχίσματα, οι φατρίες είναι σύμφωνες πώς όσον αφορά τους Δυτικούς «περισσότερα είναι εκείνα που μας ενώνουν παρά εκείνα που μας χωρίζουν» και «πρέπει να βλέπουμε αυτά που μας ενώνουν και να παραβλέπουμε αυτά που μας χωρίζουν». Βλέπουν δηλαδή πιο εύκολη την ένωσι και την αγάπη με τους Δυτικούς «αδελφούς» τους που ούτε τους είδαν ούτε τους γνώρισαν ποτέ, παρά με τους ορθοδόξους συμπολίτες και γείτονες, που και βλέπουν καθημερινώς και γνωρίζουν. Αλλά είπαμε οι άνθρωποι σήμερα κόπτονται για την αγάπη του ανθρώπου, για την αφηρημένη αγάπη της ανθρωπότητος, την στιγμή που είναι ανίκανοι να αγαπήσουν τον πλησίον τους.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ